Spelling suggestions: "subject:"παραγωγική"" "subject:"επαγωγική""
1 |
Η εισαγωγή και εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Αναζήτηση των πιθανών μεταβολών στο εσωτερικό της εκπαιδευτικής πρακτικής: μια ποιοτική προσέγγισηΣουβαλιώτη, Αικατερίνη 10 October 2008 (has links)
Σκοπός της εργασίας μας είναι η διερεύνηση των μεταβολών που συντελούνται στο εσωτερικό της εκπαιδευτικής πρακτικής εξαιτίας της ενσωμάτωσης των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία. Από τα δεδομένα προκύπτει πως η εισαγωγή των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας προκύπτει από ρυθμιστικές αρχές που όμως δεν έχουν μεταβάλλει τον τρόπο άσκησης του συμβολικού ελέγχου του σχολείου.Η σχέση του εκπαιδευτικού και του μαθητού συνεχίζει να δομείται στα πλαίσια μιας ορατής παιδαγωγικής,ενώ αναδύονται οι πρώτες μεταβολές στο περιεχόμενο της μεταδιδόμενης και προσληφθείσας γνώσης. Όσον αφορά τους μαθητές, υπάρχει μια πρώτη σύνδεση με το πεδίο της παραγωγής, τόσο εξαιτίας της ενασχόλησης και εξοικείωσής τους με τα τεχνολογικά μέσα στο σχολείο, όσο και της σχετικής παιδαγωγικής στήριξης που παρέχεται από το σπίτι. / Τhe purpose of this study is to investigate the possible changes are made to the internal of educational proccess due to the introduction of Information, and Communication Technologies, ICT. After procssing the collected information it emerges that indroduction of ICT is based on regulatory principles that have not changed the way in which education exercises symbolic control. The relationship between teacher ang pupil continues to be built on a visible pedagogic while the first changes emerged in the context of incepted and transferred knowledge. For pupils there is a first connection of new technologies with the field of production due to their activity with technological means at school, as well as well as the further pedagogic supprt is given by parents.
|
2 |
Σχεδιασμός και εφαρμογή διδακτικού υλικού για το μάθημα της Γλώσσας στο δημοτικό σχολείο με βάση την παιδαγωγική του γραμματισμού και των πολυγραμματισμώνΑντωνοπούλου, Αλεξία, Καρακίτσου, Έμιλυ 06 July 2015 (has links)
Η παρούσα πτυχιακή αφορά τη διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας με βάση τη θεωρία της κειμενοκεντρικής προσέγγισης. Περιλαμβάνει δύο μέρη: Πρώτον, τη θεωρητική θεμελίωση, στην οποία γίνεται αναφορά στις παιδαγωγικές προσεγγίσεις της κειμενοκεντρικής προσέγγισης και ιδιαίτερα του γραμματισμού και των πολυγραμματισμών. Δεύτερον, περιλαμβάνει πρωτότυπο διδακτικό υλικό που σχεδιάστηκε και εκπονήθηκε, κατά τη διάρκεια της παρούσας πτυχιακής εργασίας, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες θεωρίες. Για το σχεδιασμό του διδακτικού υλικού έχουν επιλεγεί αυθεντικά κείμενα διαφόρων κειμενικών ειδών (π.χ. αφηγηματικά, περιγραφικά, επιχειρηματολογικά, επεξηγηματικά), τα οποία συνοδεύονται από δραστηριότητες υπερδομικής επεξεργασίας του κειμένου, λειτουργικής γραμματικής και παραγωγής γραπτού λόγου για όλες τις τάξεις του Δημοτικού. Μεταξύ των κειμένων περιλαμβάνονται και πολυτροπικά κείμενα. Σκοπός της παρούσας διδακτικής πρότασης αποτελεί η ανάπτυξη δεξιοτήτων όχι μόνο γλωσσικού αλλά και κοινωνικού γραμματισμού. / --
|
3 |
Η έννοια του προσώπου στο έργο του Martin Buber και του Carl Rogers: συγκριτική μελέτη-εφαρμογές στη συμβουλευτική και την παιδαγωγικήΜουλαδούδης, Γρηγόριος 22 September 2009 (has links)
- / -
|
4 |
Η επίδραση της ερβαρτιανής παιδαγωγικής και των εκπροσώπων της στη διαμόρφωση των παιδαγωγικών ρευμάτων και της εκπαιδευτικής πολιτικής στην ελληνική εκπαίδευση κατά την περίοδο 1877-1909Βελισσάριος, Ανδρέας 24 February 2014 (has links)
Η μελέτη αυτή αφορά στην επίδραση που άσκησε η
ερβαρτιανή «σχολή» στην εξέλιξη της παιδαγωγικής σκέψης στην Ελλάδα. Η μελέτη
μας καλύπτει χρονολογικά την περίοδο από το 1877 ως το 1909. / Cette étude concerne les influences que la pédagogie de Herbart a commis à l'évolution de la pensée pédagogique en Grèce. Notre étude couvre la période entre les années 1877 et 1909.
|
5 |
Ποιοτικές προσεγγίσεις των διδακτικών αλληλεπιδράσεων: το πρόβλημα της άσκησης δυνάμεων από απόστασηΣκαμαγκά, Αικατερίνη 09 June 2010 (has links)
- / -
|
6 |
Η αποτελεσματικότητα της επιμόρφωσης των δασκάλων ως προς την εφαρμογή των αρχών της παιδαγωγικής του γραμματισμού με βάση τα κειμενικά είδη στη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος στο δημοτικό σχολείοΜαρκοπούλου, Μυρτώ 20 February 2014 (has links)
Μελετάται η αποτελεσματικότητα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών σε επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων ως προς την εφαρμογή των αρχών της Παιδαγωγικής του Γραμματισμού με βάση τα κειμενικά είδη στο γλωσσικό μάθημα στο δημοτικό σχολείο πριν και μετά την μετεκπαίδευσή τους στο Διδασκαλείο Πατρών. / We study the effectiveness of teacher training in knowledge and skills in the application of the principles of genre based literacy Pedagogy in language lesson in elementary school before and after postgraduate studies in the College of Education in Patras (Didaskalio).
|
7 |
Η συμβολή της πνευματικότητας και του συναισθήματος στην παιδαγωγική σχέση και στο συμβουλευτικό ρόλο των εκπαιδευτικών. Μία έρευνα σε γυναίκες εκπαιδευτικούς / The contribution of spirituality and emotion to the pedagogical relationship and counselling role of educators. A survey on female educatorsΔεμαρτίνου, Ελισάβετ 01 October 2012 (has links)
Η ανα χείρας διατριβή σκοπό είχε να θέσει προβληματισμούς για τον επαναπροσδιορισμό του νοήματος της παιδαγωγικής σχέσης των εκπαιδευτικών με τους μαθητές τους, σε συνάρτηση με το συμβουλευτικό ρόλο των εκπαιδευτικών.
Τα ερωτήματα τα οποία κίνησαν το ερευνητικό ενδιαφέρον αφορούσαν στην ταυτότητα και στο ρόλο των εκπαιδευτικών σήμερα μέσα στη σχολική τάξη. Η έρευνα έγινε με δύο μεθοδολογικές προσεγγίσεις :ποσοτική και ποιοτική. Το δείγμα αποτελούνταν από δύο διαφορετικές ομάδες: (α) μία ομάδα Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού (εκπαιδευτικοί οι οποίες ασχολούντο με το θεσμό του ΣΕΠ) και (β) μία ομάδα Γενικής Παιδείας (ΓΠ) (εκπαιδευτικοί οι οποίες δεν ασχολούντο με το ΣΕΠ).
Συγκεκριμένα, διερευνήθηκαν τα ερωτήματα:
Πως επηρεάζεται η παιδαγωγική σχέση όταν οι εκπαιδευτικοί έχουν επίγνωση της πνευματικότητάς τους και του συναισθήματός τους;
Πως επηρεάζεται ο συμβουλευτικός ρόλος όταν οι εκπαιδευτικοί έχουν επίγνωση της πνευματικότητάς τους και του συναισθήματός τους;
Τα ανωτέρω ερευνητικά ερωτήματα επιχειρήσαμε να τα απαντήσουμε μέσα από τη διερεύνηση:
1) των αντιλήψεων των γυναικών εκπαιδευτικών αναφορικά με τη συναισθηματική επίγνωση και την πνευματικότητά τους ως χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους,
2) των αντιλήψεων των γυναικών εκπαιδευτικών αναφορικά με την παιδαγωγική σχέση τους,
3) της επίδρασης του συναισθήματος και της πνευματικότητας των γυναικών εκπαιδευτικών (όπως οι ίδιες την αντιλαμβάνονται) κατά την πιθανή συμβουλευτική παρέμβαση τους σε διαχείριση κρίσιμων καταστάσεων μέσα στην τάξη (όπως τις αναγνωρίζουν οι ίδιες).
Η έρευνα έγινε πρώτον μέσα από ποσοτική προσέγγιση και δεύτερον μέσα από ποιοτική προσέγγιση.
Κατά την ποσοτική προσέγγιση ερευνώνται με ποσοτικά εργαλεία (κλίμακες Liekert) οι αντιλήψεις/εκτιμήσεις των γυναικών εκπαιδευτικών αναφορικά με
τον ρόλο της πνευματικής υπέρβασης στη ζωή τους , όπως εκφράζεται μέσα από τις διαστάσεις Πνευματικότητα/προσωπική σχέση με τον Θεό, της κλίμακας Δείκτης Πνευματικής Υπέρβασης (STrI Seidlitz et al. 2002)
τον ρόλο της Συναισθηματικής Νοημοσύνης στη ζωή τους, όπως εκφράζεται μέσα από τις διαστάσεις της κλίμακας συναισθηματικότητα (emotionality), ευζωίας (well-being),του αυτοελέγχου καθώς (self-control), και κοινωνικότητα/αντίληψη των συναισθημάτων των άλλων (sociability) (TEIQue-SF Petrides & Furnham,2001).
τη σχέση των διαστάσεων της κλίμακας Δείκτης Πνευματικής Υπέρβασης και των διαστάσεων της κλίμακας Συναισθηματικής Νοημοσύνης.
Αναλυτικότερα :
Πως εκτιμούν οι γυναίκες εκπαιδευτικοί του δείγματός μας την Πνευματική Υπέρβαση και τις διαστάσεις της (παρουσία πνευματικότητας /προσωπική σχέση τους με τον Θεό);
Πως εκτιμούν οι γυναίκες εκπαιδευτικοί του δείγματός μας τη Συναισθηματική Νοημοσύνη σύμφωνα με τις διαστάσεις της;
Πως και αν σχετίζονται α) η Πνευματική Υπέρβαση και οι διαστάσεις της, β) η Συναισθηματική Νοημοσύνη και οι διαστάσεις της: με την ηλικία, τα έτη υπηρεσίας, την επιμόρφωση, την ενασχόληση με τον Σχολικό Επαγγελματικό προσανατολισμό
Οι δύο ομάδες ΓΠ και ΣΕΠ, διαφέρουν στις εκτιμήσεις τους ως προς τις δύο κλίμακες;
Κατά την ποιοτική προσέγγιση ερευνώνται με ποιοτικά εργαλεία (συνέντευξη και αφηγηματικό ημερολόγιο) οι αντιλήψεις γυναικών εκπαιδευτικών αναφορικά με:
την επίγνωση της πνευματικότητάς τους-τα κριτήρια της πνευματικής
Νοημοσύνης
την παιδαγωγική σχέση τους
την αφοσίωση και την κινητοποίηση στην εργασία τους
το συναίσθημα στην εργασία τους
τις υπαρξιακές ανησυχίες των μαθητών τους
τις αντιδράσεις τους στη διαχείριση αναγνωρισμένων κρίσιμων καταστάσεων μέσα στην τάξη
την επίγνωση και εμπλοκή ή μη εμπλοκή του συναισθήματος και των προσωπικών πιστεύω τους κατά τη συμβουλευτική ή μη παρέμβασή τους σε αναγνωρισμένες κρίσιμες καταστάσεις μέσα στην τάξη.
Αναλυτικότερα:
Πώς επηρεάζει η επίγνωση της πνευματικότητας την παιδαγωγική σχέση των γυναικών εκπαιδευτικών;
Πώς επηρεάζει η επίγνωση της πνευματικότητας τον συμβουλευτικό ρόλο των γυναικών εκπαιδευτικών;
Πώς επηρεάζει η επίγνωση του συναισθήματος την παιδαγωγική σχέση των γυναικών εκπαιδευτικών;
Πώς επηρεάζει η επίγνωση του συναισθήματος το συμβουλευτικό ρόλο των γυναικών εκπαιδευτικών;
Ο όρος «Πνευματικότητα» νοείται, στην παρούσα έρευνα, ως το στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, το οποίο το ωθεί στην εκζήτηση/αναζήτηση του νοήματος, υπερβαίνοντας τον εαυτό του, τόσο στην προσωπική ζωή του, όσο και στις σχέσεις του με τους άλλους. Το «Συναίσθημα» ερευνάται μέσα από τη θεωρία της Συναισθηματικής Νοημοσύνης. Με άλλα λόγια, αξιολογείται ως ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της προσωπικότητας. Μελετάται, πιο αναλυτικά, εξάλλου και μέσα από τη Συναισθηματική Επίγνωση.
Η Συναισθηματική Νοημοσύνη περικλείει ένα σύνολο ικανοτήτων και δεξιοτήτων μέσα από τις οποίες το άτομο είναι σε θέση να κατανοήσει δικές του συναισθηματικές καταστάσεις αλλά και να ερμηνεύσει συναισθηματικές καταστάσεις των άλλων. Ειδικότερα, η Συναισθηματική Επίγνωση αφορά στην πλευρά εκείνη της συναισθηματικής νοημοσύνης, η οποία ενέχει την αυτοαντίληψη και την αυτοαξιολόγηση των συναισθημάτων.
Η πνευματικότητα και το συναίσθημα στην παιδαγωγική σχέση, σε συνάρτηση με το συμβουλευτικό ρόλο των εκπαιδευτικών, σύμφωνα με την υπάρχουσα αρθρογραφία δε διαφαίνεται να έχει αρκούντως διερευνηθεί σε ποσοτικό αλλά και ποιοτικό επίπεδο.
Τα κυριότερα ευρήματα της ποσοτικής έρευνας δείχνουν, αφενός την αξιοπιστία των εργαλείων (STrI Δείκτης Πνευματικής Υπέρβασης, και TEI-Que SF)και την καλή προσαρμογή τους στο εν λόγω δείγμα, αφετέρου ότι δε σημειώνονται σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες ΣΕΠ και ΓΠ με κριτήριο το συμβουλευτικό ρόλο. Το γεγονός της ενασχόλησης με το θεσμό του ΣΕΠ φάνηκε ότι δεν ήταν ισχυρό διαφοροποιητικό στοιχείο.
Οι δύο ομάδες σημείωσαν σχεδόν ίδιες τιμές και στις δύο κλίμακες. Χαμηλή εν τούτοις συσχέτιση παρατηρήθηκε ανάμεσα στον παράγοντα Πνευματικότητα και τις συναισθηματικές διαστάσεις της κλίμακας συναισθηματικής νοημοσύνης.
Τα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας, αναφορικά με το νόημα της παιδαγωγικής σχέσης, έδειξαν ότι οι συμμετέχουσες στην έρευνα έχουν επίγνωση της αναγκαιότητας για επαναπροσδιορισμό του νοήματος της παιδαγωγικής σχέσης, το οποίο, σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους, είναι συνάρτηση της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών στο γνωστικό τους αντικείμενο, αλλά και στις εκάστοτε ψυχολογικές ανάγκες της μαθητικής κοινότητας.
Όσον αφορά στις αντιλήψεις των συμμετεχουσών για τη σημασία της παιδαγωγικής σχέσης, διαφορές σημειώνονται ανάμεσα σε άτομα τα οποία έχουν επίγνωση της πνευματικότητάς τους και σε άτομα τα οποία δεν έχουν.
Οι περισσότερες συμμετέχουσες κατά την ποιοτική έρευνα ανέφεραν ως δυνατό τους σημείο του χαρακτήρα τους την ενσυναίσθηση.
Τα κυριότερα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας, αναφορικά με τη συναισθηματική επίγνωση για εμπλοκή ή συμμετοχή των συμμετεχουσών στην παιδαγωγική σχέση, αλλά και κατά τη διαχείριση κρίσιμων καταστάσεων μέσα στην τάξη, ήταν: α) η αγαπητική θέση και διάθεση προς τους μαθητές και β) η αναγνώριση, η επίγνωση αλλά και εκδήλωση των συναισθημάτων των συμμετεχουσών ως προϋποθέσεις για την παιδαγωγική σχέση.
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι συμμετέχουσες οι οποίες δήλωσαν θρησκευτική πνευματικότητα ανέφεραν τη συναισθηματική τους εμπλοκή/συμμετοχή πλέον εντόνως από τις υπόλοιπες συμμετέχουσες, εμβαθύνοντας και εκθέτοντας διεξοδικά το συναίσθημά τους.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ποιοτικής έρευνας, η πνευματικότητα και η συναισθηματική επίγνωση επηρεάζουν θετικά την παιδαγωγική σχέση και το συμβουλευτικό ρόλο των εκπαιδευτικών. Δημιουργούνται δηλαδή από τις εκπαιδευτικούς οι προϋποθέσεις εκείνες ώστε η παιδαγωγική σχέση και ο συμβουλευτικός ρόλος να οδηγούν σε καρποφόρα αποτελέσματα για τους μαθητές, όχι μόνο σε επίπεδο γνώσεων αλλά και σε κατάκτηση ανθρωπιστικών αξιών. Επιπρόσθετα, οι εκπαιδευτικοί της ομάδας ΣΕΠ, σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους πλησίαζαν τους μαθητές τους και σε ώρα διαλείμματος για να συζητήσουν μαζί τους προβλήματα τα οποία ενέκυπταν κατά την ώρα του ΣΕΠ. Η πνευματικότητα ωστόσο, εκδηλώνεται και επηρεάζει τη παιδαγωγική σχέση στο βαθμό που επιτρέπει την εκδήλωση και εμπλοκή της στην παιδαγωγική σχέση το ίδιο το άτομο.
Λέξεις κλειδιά: Πνευματικότητα, Πνευματική Νοημοσύνη, Πνευματική Υπέρβαση, Συναισθηματική Νοημοσύνη, Συναισθηματική Επίγνωση, Συμβουλευτικός, Ρόλος, Παιδαγωγική Σχέση, Γυναίκες Εκπαιδευτικοί. / This dissertation aims at raising questions about the redefinition of the notion of the pedagogical relationship with students, as well as about the counselling role of educators. The questions that triggered the investigative interest in the present dissertation concern the identity and role of educators in the modern school classroom. Two methodological approaches were used for the research: quantitative and qualitative. The sample tested consists of two distinct groups: a) a Career Counselling/Vocational Education group (C.C. /V.E.) (female educators involved in the School Career Counselling/Vocational Education institution) and b) a General Education group (G.E.) (female educators not involved in the School Career Counselling/Vocational Education institution).
Specifically, the questions examined are the following:
• If educators are aware of their own spirituality and emotion
o How does this affect their pedagogical relationship?
o How does this affect their counselling role?
We attempted to answer these questions through the exploration of the following:
1) How female educators understand emotional awareness and their spirituality as characteristics of their identity
2) The conceptions of female educators concerning their pedagogical relationship
3) The impact of both emotion and spirituality of female educators (according to their own conceptions) on their role as counsellors in the event of a critical situation in the classroom (as this is identified by the educators).
The research was carried firstly through a quantitative and secondly through a qualitative approach.
On the quantitative research, we used the Spiritual Transcendence scale (Seidlitz et al., 2002) and the Petrides & Furnham scale (translation by Petrides, Pita & Kokkinaki, 2007) in order to explore female educators’ conceptions and evaluations concerning:
• The role of spiritual transcendence in their lives, as this is expressed through the dimensions Spirituality/personal relationship with God, of the scale STrI (Seidlitz et al. 2002)
• The role of Emotional Intelligence in their lives, as this is expressed through the dimensions of the chart emotionality, well-being, self-control, and sociability (TEIQue-SF Petrides & Furnham, 2001).
• The relationship between the dimensions of the two scales.
On the qualitative research, we carried out interviews and used narrative diaries as tools to explore the female educators’ perceptions concerning:
• Their awareness of their own spirituality – the criteria for Spiritual Intelligence
• Their pedagogic relationship
• Their devotion and motivation in their work
• The ontological concerns of their students
• Their responses to recognisably critical situations in the classroom
• Their awareness of their emotions, and the possible involvement of their emotions and personal beliefs when they give counsel, or their detachment in recognisably critical situations in the classroom
In this study, “Spirituality” is understood as a quality each individual possesses as part of their personality, which urges them to seek meaning by transcending themselves both in their private lives and in their relationships with others.
Emotion is explored through the theory of Emotional Intelligence. In other words, it is being assessed as a personality trait, which is also examined more thoroughly through the concept of Emotional Awareness.
Emotional Intelligence encompasses a set of competences and skills, which enable individuals to comprehend their own emotional states as well as interpret those of other people. More specifically, the aspects of Emotional Intelligence involving notions of self-conception and self-evaluation of emotions constitute Emotional Awareness.
According to the existing literature in the field, Spirituality and Emotion in the pedagogical relationship, in conjunction with the counselling role of educators, do not seem to have been sufficiently investigated on the quantitative and qualitative levels.
The principal findings of the quantitative research indicate the reliability of the tools employed (STrI - Spiritual Transcendence Index – and TEI-Que SF) as well as their adaptability to the tested sample, whilst showing that there are no significant differences between the aforementioned C.C./V.E. and G.E. groups, as far as the educator’s counselling role is concerned. Involvement in the School Career Counselling/Vocational Education institution did not appear to be a strong differentiating element. Both groups manifested almost the same scores on both scales employed. Nevertheless, the correlation observed between the Spirituality parameter and the Emotion aspects of the Emotional Intelligence scale was weak, which led us to the implementation of the qualitative research.
The findings of the qualitative research showed that the female participants in the survey were conscious of the necessity to redefine the meaning of the pedagogic relationship, which, in their view, is the correlation between further education for teachers in their fields and further instruction for the varying psychological needs of the school community. In contrast, with respect to the meaning of the pedagogic relationship, there were differences between individuals who were conscious of their spirituality and those who were not.
Moreover, during the qualitative research, most female participants mentioned empathy as an asset to their characters. The most important finding in the qualitative research - relating to Emotional Awareness, both in the female participants’ intervention or involvement in the pedagogic relationship, and during crisis management in the classroom - was the loving stance and attitude towards the students: the identification, the awareness and the expression of emotions as preconditions for the pedagogic relationship. It is worth mentioning, however, that the female participants who had declared religious spirituality for themselves reported their emotional engagement/involvement more intensely than the rest of the female participants by further elaborating and describing their emotion thoroughly.
Based on the research findings, we arrive at the conclusion that the Spirituality and Emotional Awareness parameters have a positive effect on the pedagogical relationship and the educators’ counselling role. Therefore, the educators set the preconditions necessary for the pedagogical relationship and the counselling role to lead to fruitful results for the students; not merely in terms of acquiring knowledge but also obtaining humanist values.
Moreover, according to their own narratives, the educators from the C.C./V.E. group would approach their students during breaks if necessary, to talk about problems that surfaced during Career Counselling. Spirituality though, manifests itself and influences the pedagogical relationship to the extent that individuals themselves allow it to emerge and be part of that relationship.
Key words: Spirituality, Spiritual Intelligence, Spiritual Transcendence, Emotional Intelligence, Emotional Awareness, Counselling Role, Pedagogical Relationship, Female Educators.
|
8 |
Διαφορά αντιμετώπισης συγκεκριμένων προβλημάτων της σχολικής πράξης μεταξύ δασκάλων πτυχιούχων Παιδαγωγικών Ακαδημιών και δασκάλων πτυχιούχων Παιδαγωγικών ΤμημάτωνΠέττα, Κοραλία 07 June 2013 (has links)
Στην παρούσα έρευνα στοχεύουμε να διερευνήσουμε τις διαφορές αντιμετώπισης
συγκεκριμένων προβλημάτων της σχολικής πράξης μεταξύ δασκάλων απόφοιτων
Παιδαγωγικής Ακαδημίας και δασκάλων απόφοιτων Παιδαγωγικού Τμήματος
Δημοτικής Εκπαίδευσης. Σκοπός μας είναι η εις βάθος διερεύνηση των αντιλήψεων
και των παιδαγωγικών πρακτικών των δασκάλων αυτών, σε θέματα πειθαρχίας,
ετερότητας και αξιολόγησης του μαθητή. Με την μέθοδο του ερωτηματολογίου
διερευνήσαμε τις απόψεις 22 δασκάλων Παιδαγωγικής Ακαδημίας και 70 δασκάλων
Παιδαγωγικού Τμήματος. Ως ερμηνευτικό πλαίσιο των ερευνητικών δεδομένων
επιλέξαμε τη θεωρία της κοινωνικής αλλαγής και ειδικότερα την θεωρία του Καρλ
Μαρξ και του Μαξ Βέμπερ που είναι οι δύο βασικές γενικές κοινωνιολογικές
θεωρίες: της αιτιακής εξήγησης και της ερμηνείας της Κοινωνικής αλλαγής,
θεωρώντας πως ανταποκρίνονται καταλληλότερα στην κατανόηση του υπό μελέτη
φαινομένου.
Μέσα από την ανάλυση των δεδομένων γίνεται φανερό ότι η ποσοτική και
ποιοτική αλλαγή της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας
εκπαίδευσης (από τη διετή Παιδαγωγική Ακαδημία στο τετραετές Πανεπιστημιακό
Παιδαγωγικό Τμήμα) παρήγαγε δασκάλους με νέες παιδαγωγικές αντιλήψεις και
νέες προθέσεις εκπαιδευτικής πρακτικής στο σχολείο. Έχει αλλάξει ριζικά τόσο ο
ρόλος του δασκάλου, όσο και τα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσής του. Ο νέος τύπος
δασκάλου, ο δάσκαλος του Παιδαγωγικού Τμήματος, έχει επιστημονική ταυτότητα
και επαγγελματική κατάρτιση.
Μπορούμε λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι η βελτίωση του επιπέδου σπουδών
του δασκάλου έφερε αλλαγή του τρόπου σκέψης, αντίληψης, και πράξης και κατ’
επέκταση κοινωνική αλλαγή. Οι δάσκαλοι των Παιδαγωγικών Τμημάτων
λειτουργούν μέσα στο σχολείο ως παράγοντες αλλαγής του και κατά συνέπεια
μακροπρόθεσμα ως παράγοντες ευρύτερης κοινωνικής αλλαγής. Όταν το σχολείο
αλλάζει, αργά αλλά σταθερά, αλλάζει και η κοινωνία. / In this research study we aim to explore the differences between teachers graduated
from the Pedagogical Academies and those who graduated from the Primary
Education Departments in coping with specific problems of school practice. We focus
on the investigation of the teachers’ perceptions and pedagogical practices
concerning discipline, diversity and students’ evaluation issues. With the method of
the questionnaire we investigated the conceptions of 22 teachers graduated from
Pedagogical Academies and 70 teachers graduated from the Primary Educations
Departments. Our interpretative framework is the theory of social change, and in
particular the theories Karl Marx and Max Weber, the theory of explaining and the
theory of interpreting the social change.
Through the analysis of the data it becomes obvious that the quantitative and
qualitative change in the primary teachers’ education (from the two-year
Pedagogical Academy in a four-year University Department) produced teachers with
new pedagogical concepts and new intentions in school educational practice. The
role of the teacher, as well as the characteristics of the teachers’ education has
changed radically. The new type of the primary teacher, who studies at the
Departments of Primary Education teacher of Pedagogical Department, has scientific
identity and professional training. We consider that the improvement of the level of
teachers’ studies brought change on the way of thinking and practicing and
therefore social change. Teachers graduated at the Departments of Education
operate within the school as agents of change and thus in the long run as factors
social change: when the school is changing, slowly but surely, the society is changing
as well.
|
9 |
Μονόγλωσσα ελληνικά παιδαγωγικά λεξικά : ζητήματα σχεδιασμού και διδακτικής αξιοποίησηςΜάντζαρη, Ελένη 14 February 2012 (has links)
Η διατριβή επικεντρώνεται στη συζήτηση ζητημάτων σχεδιασμού και διδακτικής αξιοποίησης που αφορούν τους λεξικογραφικούς ορισμούς στα μονόγλωσσα ελληνικά παιδαγωγικά λεξικά. Κύριος σκοπός της είναι η διερεύνηση της αποτελεσματικότητας διαφορετικών λεξικογραφικών προσεγγίσεων στη διατύπωση των ορισμών από την πλευρά του χρήστη. Με βάση το θέμα της και τη μεθοδολογική της προσέγγιση εντάσσεται στο επίκαιρο και αναπτυσσόμενο πεδίο της λεξικογραφίας που αφορά τη χρήση του λεξικού. Η πρωτοτυπία της έγκειται στο ότι διερευνά ζητήματα σχετικά με τη χρήση του λεξικού από μια ηλικιακή ομάδα που ελάχιστα μέχρι σήμερα έχει αποτελέσει ομάδα-στόχο πειραματικών ερευνών στη διεθνή λεξικογραφική βιβλιογραφία, πολύ λιγότερο δε στην ελληνική γλώσσα, για την οποία οι ελάχιστες ερευνητικές μελέτες σε αυτό το πεδίο βασίζονται σε ερωτηματολόγια και όχι σε πειραματικά δεδομένα.
Στο θεωρητικό σκέλος, παρουσιάζονται παραδοσιακές τεχνικές (αναλυτικοί ορισμοί, ορισμοί με συνώνυμα και μορφολογικοί ορισμοί) και σύγχρονες τεχνικές (ορισμοί με πλήρη πρόταση) που κρίθηκε ότι επηρεάζουν το περιεχόμενο και τη μορφή των ορισμών, και τελικά το βαθμό κατανόησής τους από τους τελικούς αναγνώστες.
Στο εμπειρικό σκέλος, παρουσιάζεται η πειραματική έρευνα στην οποία συμμετέχουν 351 μαθητές των δύο τελευταίων τάξεων του δημοτικού. Στόχος της έρευνας είναι να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα παραδοσιακών και των πιο σύγχρονων προσεγγίσεων στη διατύπωση των λεξικογραφικών ορισμών, με βάση την επίδοση των μαθητών σε δύο τεστ (παραγωγή προτάσεων και κατανόηση σημασίας).
Το ποσοστό των σωστών απαντήσεων για τους μαθητές που συμβουλεύτηκαν τους προτασιακούς ορισμούς ανέρχεται στο 72,4%, ενώ τα ποσοστά των σωστών απαντήσεων των μαθητών που συμβουλεύτηκαν τους παραδοσιακούς ορισμούς με δυσκολότερο και απλούστερο λεξιλόγιο ανήλθαν στο 22,9% και 26,6% αντίστοιχα. Ειδικότερα, παρατηρήθηκε ότι οι προτασιακοί ορισμοί βοήθησαν στην αποτελεσματικότερη κατανόηση της σημασίας μιας λέξης αλλά και στην ενεργοποίηση παραγωγικών μηχανισμών σύνδεσης της περιγραφόμενης σημασίας με τις πραγματολογικές καταστάσεις στις οποίες αυτή συνήθως χρησιμοποιείται. Η δήλωση των συμφραστικών επιλογών και των σημασιολογικών προτιμήσεων μιας λέξης μέσα στο κείμενο του ορισμού, σε ρέοντα φυσικό λόγο, βοηθά την ορθή χρήση και την ορθή αναγνώριση της σημασίας των λέξεων, ενώ ειδικότερα στην παραγωγή προτάσεων ενεργοποιεί συνδέσεις μεταξύ συστηματικών σημασιολογικών σχέσεων μέσω λογικών συναγωγών, που βοηθούν τους μαθητές να χρησιμοποιούν παραγωγικότερα τις λέξεις στα δικά τους κείμενα. Η δήλωση της συντακτικής συμπεριφοράς μέσα στο κείμενο του ορισμού βοηθά τους μαθητές να αναπαραγάγουν σε ικανοποιητικό βαθμό τη συντακτική δομή των λέξεων κατά τη δημιουργία δικών τους προτάσεων.
Τέλος, με βάση και τα αποτελέσματα της έρευνας, διατυπώνονται προτάσεις και δραστηριότητες για την εκπαίδευση των μαθητών στην αποτελεσματικότερη χρήση και αξιοποίηση των λεξικογραφικών ορισμών. / In the present thesis, we discuss issues concerning the design of Greek pedagogical dictionaries and the teaching of dictionary use. More specifically, emphasis is given on issues concerning the design of definitions in these dictionaries as well as students’s training for more effective use of dictionary definitions.
We discuss traditional and contemporary defining approaches and we conduct an experimental research in order to investigate the effectiveness of these approaches, as they are represented by three Greek pedagogical dictionaries. The research aims at revealing which defining approach contributes more effectively in the comprehension and production of word’s meaning by students of senior primary school.
In the Part I, we present the contemporary framework of pedagogical lexicography and we discuss the need for research on dictionary use. In order to better illustrate the contemporary scene of pedagogical lexicography, we present the component parts of dictionaries, as well as the structure of the lexicographic entry in the monolingual pedagogical dictionaries, and we summarise how computer has influenced the form and the content of the contemporary dictionary.
In the Part II, we summarise the different views in the relevant bibliography regarding the term “definition”, and we also present traditional and contemporary defining techniques that seem to influence the content and the form of definitions, and accordingly their accessibility by the dictionary users. In the framework of traditional techniques, we examine the conventional dictionary definition, which, as regards its content, focuses in the description of the essential characteristics of the word meaning and, as regards its form is characterised by elliptical phrases, the use of synonyms and derivatives, certain formulaic defining components, and normally difficult vocabulary. As an alternative to the traditional defining approach, we examine the example of full-sentence definitions, which instead of elliptical phrases they make use of the full sentence scheme, in order to explain not only the meaning of words but also the most typical instances of the words’s use.
In the Part III, we make a review of the methodological considerations on the research of dictionary use, illustrating thus the general framework according to which our own research is viewed. Next, we discuss issues concerning teaching of the so-called reference skills of the dictionary users, aiming at a most effective use of the dictionary in general and in a more effective grasp and exploitation of the dictionary definitions in particular.
The Part IV presents the experimental research with 351 Greek native speakers, students of senior primary school. The aim of the research is to evaluate the effectiveness of the traditional and the more contemporary defining approaches that was analysed in the theoretical part of the study, measuring students’s performance in two tasks. The subjects that took part in the experiment were accidentally separated in three different teams; the first team consulted traditional definitions without vocabulary restrictions, the second team consulted traditional definitions with easier vocabulary, and the third team consulted full-sentence definitions. In the first task, students were asked to produce their own sentences, after they have read the relevant definitions for six (6) words, and in the latter task they were asked to identify the right meaning of nine (9) words in multiple choice exercises. At the end of this part we summarise the conclusions of the experiment.
In both production and identification tasks, the full-sentence definitions yielded 72,4% correct answers, while the traditional definitions with difficult and less difficult vocabulary yielded 22,9% and 26,6% respectively. More specifically, it was observed that the full-sentence definitions, focusing on the description of prototypical characteristics, were proved more effective in helping students understand word meaning and also more effective in activating productive mechanisms towards linking of the described meaning to its typical instances of use. Inclusion of semantic preferences and syntactic structure of a word in its definition helped students to use the described word more effectively in their own sentences. Moreover, the definition’s simple vocabulary and simple structure made meaning of a word more accessible. Finally, the use of a full-sentence instead of an elliptical phrase directs the attention of students to the whole phrasing of the definition, thus helping them avoid basing interpretation of the word’s meaning in one word or one phrase of the definition, a behaviour that was proved to be triggered by the traditional definitions.
In the Part V, taking in account the experiment’s results, we present classroom activities for training students towards more effective consulting and use of dictionary definitions.
|
10 |
Η γραμματική στο δημοτικό σχολείο : η περίπτωση της Κύπρου : πρόταση πειραματικής εφαρμογής της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης στη Γ΄ δημοτικούΧατζηλουκά-Μαυρή, Ειρήνη 22 September 2009 (has links)
Η διδακτορική αυτή διατριβή πραγματεύεται έναν επικοινωνιακό-κειμενοκεντρικό τρόπο διδασκαλίας της γραμματικής στο Δημοτικό Σχολείο της Κύπρου και, κατ’ επέκταση, της Ελλάδας. Περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή μίας πρότασης πειραματικής εφαρμογής της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης στην Γ΄ Δημοτικού, στην Κύπρο, βασισμένης στο παιδαγωγικό μοντέλο συστημικής-λειτουργικής γραμματικής της Αυστραλιανής Σχολής (του Halliday και των συνεργατών του), το οποίο εστιάζει στο κείμενο, ως προϊόν και κοινωνική διαδικασία, στο συγκείμενο, στη γραμματική των κειμενικών ειδών, στη γλωσσική επάρκεια και, ευρύτερα, στο γραμματισμό.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πειραματικής εφαρμογής διεξήχθη ημιπειραματική έρευνα με προπειραματικό και μεταπειραματικό έλεγχο, με δύο φυσικώς ισοδύναμες ομάδες.
Σκοπός της έρευνας ήταν να εξετάσει την αποτελεσματικότητα ερευνητικού προγράμματος επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης της διδασκαλίας της γραμματικής ως προς τη γλωσσική επάρκεια (και τις δύο συνιστώσες της, τη γλωσσική ικανότητα και την επικοινωνιακή ικανότητα) των παιδιών που συμμετείχαν σε αυτή και ως προς το επίπεδο γραμματισμού τους, εν γένει.
Η έρευνα ήταν ποσοτική. Μέσω ενός ειδικά καταρτισμένου δοκιμίου, που περιλάμβανε ποικιλία έργων και σχετικών ασκήσεων, μετρήθηκαν τόσο οι γλωσσικές όσο και οι επικοινωνιακές επιδόσεις των παιδιών των δύο ομάδων.
Οι υποθέσεις της έρευνας εστίασαν σε ορισμένα γλωσσικής και επικοινωνιακής φύσεως εννοιακά υποεπίπεδα, συναρτήσει του ευρύτερου εννοιακού επιπέδου «γλωσσική επάρκεια», και σχετίζονται με τα ακόλουθα ερωτήματα:
1. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στην ορθογραφική γνώση του διδασκομένου;
2. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στην «αμιγώς γραμματική» (μορφοσυντακτική) γνώση (ή γνώση γραμματικών κανόνων παραδοσιακού τύπου) του διδασκομένου;
3. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στη γνώση του διδασκομένου σε σχέση με τη μεταγλώσσα (βασική γραμματική ορολογία);
4. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στο γενικό επίπεδο της γλωσσικής ικανότητας (γλωσσικές επιδόσεις) του διδασκομένου;
5. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στην επικοινωνιακή ικανότητα του διδασκόμενου που αντιστοιχεί στη γνώση δόμησης γραπτού λόγου (άρα και παραγωγής γραπτών κειμένων) εντός επικοινωνιακού πλαισίου (και αναλύεται βάσει επιμέρους σχετικών δεικτών];
6. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στο γενικό επίπεδο της επικοινωνιακής ικανότητας (επικοινωνιακές επιδόσεις) του διδασκομένου;
7. Ποια είναι, εν τέλει, η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στην καλλιέργεια της γλωσσικής επάρκειας του διδασκομένου;
Τα ευρήματα της έρευνας, αναφορικά με τα παραπάνω ερωτήματα και στη βάση των υποθέσεών της, ειδικότερα, κατέδειξαν ότι υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς:
α. τις «γλωσσικές» και τις «επικοινωνιακές επιδόσεις» των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας έναντι των αντίστοιχων επιδόσεων της Ομάδας Ελέγχου, κατά την τελική αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειάς τους (της γλωσσικής ικανότητας και της επικοινωνιακής ικανότητάς τους, αντίστοιχα)
β. τις «γλωσσικές επιδόσεις» και τις «επικοινωνιακές» επιδόσεις των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας, ανάμεσα στην αρχική και την τελική αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειάς τους (της γλωσσικής ικανότητας και της επικοινωνιακής ικανότητά τους, αντίστοιχα)
γ. το τελικό γενικό επίπεδο γλωσσικής επάρκειας των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας έναντι του αντίστοιχου επιπέδου της Ομάδας Ελέγχου
δ. το αρχικό και το τελικό γενικό επίπεδο της γλωσσικής επάρκειας των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας.
Τα παραπάνω ευρήματα, όπως φαίνεται και από τη θεματική ανάλυση περιεχομένου των ποιοτικών δεδομένων που συλλέχθηκαν μέσω, κυρίως, της συμμετοχικής παρατήρησης και της συνέντευξης, η οποία ενισχύει σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική εγκυρότητα της έρευνας, σχετίζονται, δυνητικά, με το όλο ερευνητικό πρόγραμμα και την πειραματική παρέμβαση καθαυτή.
Γενικά, τα ποσοτικά και ποιοτικά ευρήματα της έρευνας επικυρώνουν την ανάγκη για στροφή από την επικοινωνιακή προσέγγιση στην κειμενοκεντρική προσέγγιση, με έμφαση στη ρητή διδασκαλία των κειμενικών ειδών και της γραμματικής τους, γεγονός το οποίο μπορεί να συμβάλει θετικά στην καλλιέργεια της γλωσσικής επάρκειας, και εν γένει του γραμματισμού. Μία τέτοια αλλαγή αναμένεται ότι θα επιτρέψει τον απεγκλωβισμό από το "πώς" της γραμματικής διδασκαλίας και θα δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: "ποια είδη κειμένου πρέπει να διδάσκονται, σε ποια τάξη και με ποια σειρά".
Η διατριβή εστιάζει συστηματικά στον προβληματισμό αυτό και καταθέτει τη δική της ολοκληρωμένη πρόταση για κειμενοκεντρική προσέγγιση της γραμματικής στην Γ΄ Δημοτικού, τάξη η οποία συνιστά ένα κομβικό σημείο στη γλωσσική αγωγή, αναγνωρίζοντας το ρόλο της γραμματικής διδασκαλίας στο γραμματισμό των παιδιών του δημοτικού σχολείου.Στην τελική αυτή πρόταση κυρίαρχη θέση έχει όχι απλώς η "παιδαγωγική του γραμματισμού" αλλά η "παιδαγωγική της γραμματικής του γραμματισμού", η οποία και θεμελιώνεται σε συγκεκριμένα κειμενολογικά κριτήρια. / This PhD thesis deals with a communicative-genre based way of grammar teaching in the Primary School of Cyprus and, additionally, of Greece. It describes in detail an experimental programme, which is based on the Hallidayian systemic-functional model of grammar and the relative Sydney School Theory, from a pedagogic perspective.
For the application of the particular programme, which took place in Grade 3, a quasi experimental research was carried out. The design for this research was a pre test - post test, control group-experimental group design.
The aim of the research was to examine the effectiveness of the particular experimental programme, regarding the student’s linguistic adequacy (and its two components, the linguistic competence and the communicative competence) and their literacy, in general.
The research was quantitative. Via an appropriate test, that included various linguistic and communicative exercises, the linguistic competence and the communicative competence of all the students, who participated in the programme, were tested at the outset of the research. After the Experimental Group received an instruction which placed a strong emphasis on text, as a product and as a social process, context and grammar, for a three month period, both experimental and control group students were re-tested, in order to examine their literacy outcomes in various linguistic and communicative areas and subjects of linguistic adequacy, such as the orthographic knowledge, the grammatical knowledge, the metalinguistic knowledge and the knowledge for effective written text production.
The main null hypothesis for the research stated that no change would take place, between the Experimental Group and the Control Group, in the competencies related to “knowledge about language” and “knowledge of the language use”, as a result of the Experimental Group's exposure to explicit grammar teaching and, specifically, to communicative and genre based strategies and activities. After the data were analysed, the main null hypothesis was rejected and the alternative hypothesis, positing that a significant positive change would take place in the Experimental Group’s literacy outcomes was affirmed.
The results of the quantitative research were accompanied by the results of a parallel qualitative research. The thematic content analysis of the qualitative data, which were collected via a series of participative observations and interviews, increased the internal validity of the research and strengthened the possible relationship between the instruction, being described above, and the quantitative research results.
Generally speaking, the quantitative and qualitative results of the research underline the possible effectiveness of the communicative and, especially, of the genre based grammar approach, regarding the linguistic adequacy of primary school students and their literacy.
So, the most important conclusion of this PhD thesis is that, within the frame of a genre based grammar education, students can acquire the knowledge and skills to both write effectively and to deal knowingly with grammatical as well as textual forms. As genre based grammar education is related to a new way of grammar teaching, which aims to the social construction of language, it becomes equal to literacy based education. This new way allows the movement from the “how” of grammar teaching to the “how” of genres' teaching, during the primary years of schooling.
The final proposal of the thesis refers to the “how” of genres' teaching in Grade 3, which is supposed to be a crucial point regarding language education and, obviously, regarding literacy itself.
|
Page generated in 0.0613 seconds