• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 11
  • 1
  • Tagged with
  • 13
  • 9
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Η διαμάχη για το εννοιολογικό και μη εννοιολογικό περιεχόμενο στην αντίληψη και την επιδέξια πράξη

Μανεσιώτη, Μαρία 07 May 2015 (has links)
Το ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε, στα πλαίσια αυτής της εργασίας, είναι το εάν το περιεχόμενο τόσο στην αντιληπτική εμπειρία όσο και στην επιδέξια πράξη είναι εννοιολογικό ή μη εννοιολογικό. Το ερώτημα αυτό κάνει, για πρώτη φορά, την εμφάνισή του στο χώρο της Φιλοσοφίας του Νου, στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, στα πλαίσια μίας διαμάχης ανάμεσα στους θεωρητικούς για το αν το περιεχόμενο της αντιληπτικής εμπειρίας είναι εννοιολογικό ή μη εννοιολογικό. Η διαμάχη αυτή ασχολείται με το αν ένα υποκείμενο, όταν έχει μία αντιληπτική εμπειρία, κατέχει ή όχι κάποιες έννοιες οι οποίες περιγράφουν το περιεχόμενο αυτό. Αν, δηλαδή, το υποκείμενο εφαρμόζει κάποιες έννοιες στο περιεχόμενο το οποίο προσλαμβάνει αντιληπτικά. Έτσι, από τη μία πλευρά της διαμάχης είναι οι θεωρητικοί του μη εννοιολογικού περιεχομένου, σύμφωνα με τους οποίους το υποκείμενο δεν χρειάζεται να κατέχει τις έννοιες που περιγράφουν το περιεχόμενο της αντίληψης και από την άλλη πλευρά είναι οι θεωρητικοί του εννοιολογικού περιεχομένου, σύμφωνα με τους οποίους το υποκείμενο πρέπει να κατέχει τις έννοιες που περιγράφουν το αντιληπτικό περιεχόμενο. Η διαμάχη αυτή, καθώς εξελίσσεται η συζήτηση, θα δούμε να περνάει και στο χώρο της επιδέξιας πράξης καθώς υπάρχουν θεωρητικοί οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η επιδέξια πράξη είναι μη εννοιολογική και θεωρητικοί οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η ικανότητα εννοιολόγησης επεκτείνεται όχι μόνο στον χώρο της αισθητικότητας αλλά και σε αυτόν της επιδέξιας πράξης. Συνεπώς, στα πλαίσια αυτής της εργασίας θα παρακολουθήσουμε τη συζήτηση πάνω στο τι σημαίνει κατοχή εννοιών και αν η κατοχή εννοιών είναι δυνατή όχι μόνο στο χώρο της σκέψης αλλά και σε άλλα πεδία όπως είναι η αντιληπτική εμπειρία και η επιδέξια πράξη. Οι υποστηρικτές του μη εννοιολογικού περιεχομένου, τραβώντας μία διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα στο χώρο της αντίληψης και το χώρο της σκέψης, υποστηρίζουν ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο είναι μη εννοιολογικό ενώ το περιεχόμενο της σκέψης είναι εννοιολογικά αρθρωμένο. Το υποκείμενο μπορεί να αναπαριστά αντιληπτικά τον κόσμο χωρίς να απαιτείται, από τη μεριά του, η κατοχή εννοιών που περιγράφουν το συγκεκριμένο αναπαραστασιακό περιεχόμενο (Bermudez και Cahen, 2012:2, και Crane, 1992:141). Ο Tim Crane υποστηρίζει ότι ένα παιδί προκειμένου να μπορεί να αναγνωρίσει ένα αντικείμενο, το οποίο βλέπει για δεύτερη φορά, θα πρέπει να υπάρχει κάποιο κοινό αντιληπτικό στοιχείο ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη αντιληπτική πρόσληψη του αντικειμένου. Κάποια στοιχεία, από την πρώτη φορά που το παιδί προσλαμβάνει αντιληπτικά ένα αντικείμενο, για το οποίο δεν κατέχει καμία έννοια, θα πρέπει να επανεμφανίζονται στα πλαίσια της δεύτερης αντιληπτικής του πρόσληψης. Αυτό σημαίνει ότι το παιδί δεν χρειάζεται να κατέχει τις έννοιες που περιγράφουν τα στοιχεία αυτά προκειμένου να τα προσλαμβάνει αντιληπτικά. Συνεπώς, το αντιληπτικό περιεχόμενο είναι μη εννοιολογικό (Crane, 1992:138). Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές του εννοιολογικού περιεχομένου υποστηρίζουν ότι τόσο ο χώρος της σκέψης όσο και αυτός της αντίληψης είναι εννοιολογικά αρθρωμένοι. Ένα υποκείμενο πρέπει να κατέχει τις έννοιες που περιγράφουν το αντιληπτικό περιεχόμενο. Αν το αντιληπτικό περιεχόμενο δεν συντίθεται από έννοιες τότε παραμένει κάτι ξένο για το χώρο της σκέψης καθώς δεν μπορεί να παίξει έναν έλλογο ρόλο στη διαμόρφωση των πεποιθήσεων (McDowell, 1994:166). Η εμπειρία πρέπει να μπορεί να επηρεάσει την κρίση με έλλογο τρόπο και όχι απλά αιτιακά. Η έννοια του μη εννοιολογικού περιεχομένου αναπτύχθηκε στους κόλπους του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και κυρίως από θεωρητικούς που δούλευαν στο πλαίσιο της φρεγκιανής παράδοσης. Η πρώτη σαφής αναφορά στον όρο «μη εννοιολογικό» περιεχόμενο γίνεται από το φιλόσοφο Gareth Evans, το 1982, στο βιβλίο του The Varieties of Reference. Σύμφωνα με τον Evans, ένα πληροφοριακό σύστημα συλλέγει πληροφορίες οι οποίες είναι μη εννοιολογικές (McDowell, 1994:156). Οι μη εννοιολογικές πληροφορίες είναι αρχικά μη συνειδητές ενώ στην συνέχεια γίνονται συνειδητές καθώς λειτουργούν ως εισερχόμενη πληροφορία σε ένα σύστημα που σκέφτεται χρησιμοποιώντας έννοιες. Αυτό, ωστόσο, το οποίο παραμένει ασαφές, στη θέση του Evans, είναι το κατά πόσο θεωρεί ο ίδιος ότι το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι κάτι που χαρακτηρίζει τις διεργασίες που ενεργοποιούνται μόνο στο υπο-προσωπικό επίπεδο ή αν πρόκειται και για το περιεχόμενο διεργασιών που ενεργοποιούνται σε προσωπικό επίπεδο (Bermudez και Cahen, 2012:2). Ένας φιλόσοφος ο οποίος τοποθετεί το μη εννοιολογικό περιεχόμενο στο προσωπικό επίπεδο είναι ο Tim Crane με το παράδειγμα της ψευδαίσθησης του καταρράκτη. Στο παράδειγμα αυτό, ο Crane υποστηρίζει ότι αν ένα υποκείμενο κοιτάει, για κάποιο χρονικό διάστημα, έναν καταρράκτη και μετά στρέψει το βλέμμα σε ένα ακίνητο αντικείμενο, όπως μία πέτρα, τότε θα εμφανιστεί, στα πλαίσια της αντιληπτικής του εμπειρίας, ένα αντιφατικό περιεχόμενο καθώς η πέτρα θα φαίνεται να είναι στάσιμη αλλά και να κινείται, ταυτόχρονα (Crane, 1998α:142). Το αντιφατικό αυτό περιεχόμενο της αντιληπτικής εμπειρίας αναδεικνύει το γεγονός ότι το περιεχόμενο της αντίληψης δεν είναι εννοιολογικό (Crane, 1998α:145). Στην πλάνη του καταρράκτη, η αρχή της μη αντίφασης που αποτελεί βασική συνθήκη προκειμένου ένα περιεχόμενο να είναι εννοιολογικό, παραβιάζεται. Οι πληροφορίες που έχει ένα περιεχόμενο, το οποίο είναι εννοιολογικό, οφείλουν να μην αναιρούν η μία την άλλη. Έτσι, αν ένα υποκείμενο πιστεύει ότι «το μήλο είναι κόκκινο» (p) δεν μπορεί να διατηρεί ταυτόχρονα και την αντίθετη πεποίθηση ότι «το μήλο δεν είναι κόκκινο» (όχι p). Ένα υποκείμενο όταν γνωρίζει ότι p γνωρίζει, ταυτόχρονα, ότι δεν ισχύει «το p και όχι p» (Crane, 1992:144). Δηλαδή, γνωρίζει ότι δεν ισχύει η πρόταση «ότι το μήλο είναι κόκκινο και το μήλο δεν είναι κόκκινο». Για τους μη εννοιολογιστές, μη εννοιολογικό είναι το περιεχόμενο το οποίο δεν φέρει μία εννοιολογική δομή. Οι ίδιοι, δηλαδή, προσπαθούν να περιγράψουν το μη εννοιολογικό περιεχόμενο με βάση το πώς προσδιορίζουν το εννοιολογικό περιεχόμενο. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους ίδιους, η κατοχή εννοιών υπάρχει μόνο στα πλαίσια της σκέψης καθώς η εννοιολογικότητα προϋποθέτει έναν ολισμό προτασιακών στάσεων και αυτό οφείλεται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα που έχει η κατοχή μίας έννοιας. Συγκεκριμένα, για τους μη εννοιολογιστές, η κατοχή εννοιών σημαίνει τη χρήση των εννοιών μέσα σε προτάσεις. Η κατοχή, ωστόσο, μίας μόνο έννοιας δεν μπορεί να σταθεί μόνη της. Σύμφωνα με τον Crane, η κατοχή μίας έννοιας συνεπάγεται την κατοχή ενός αριθμού άλλων εννοιών. Αυτό σημαίνει ότι αν ένα υποκείμενο κατέχει μία έννοια θα πρέπει να κατέχει και πολλές άλλες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μία έννοια συνδέεται, πάντα, με ένα σύνολο άλλων εννοιών μέσα από λογικές, σημασιολογικές και τεκμηριακές σχέσεις (Crane, 1992:144-145). Συνεπώς, όταν το υποκείμενο κατέχει μία έννοια βρίσκεται αυτόματα μέσα σε ένα δίκτυο σχέσεων – λογικών, σημασιολογικών, τεκμηριακών - και με άλλες έννοιες. Κατ’ επέκταση, αυτό σημαίνει ότι το υποκείμενο βρίσκεται σε ένα δίκτυο αποβλεπτικών καταστάσεων οι οποίες σχετίζονται μεταξύ τους μέσω των εννοιών που συνιστούν συστατικά τους (Crane, 1992:145). Αυτό το δίκτυο αποβλεπτικών καταστάσεων πραγματώνεται μέσα στα πλαίσια της σκέψης και όχι της αντίληψης. Συνεπώς, το αντιληπτικό περιεχόμενο δεν είναι εννοιολογικά δομημένο. Επιπλέον, η σχέση εξάρτησης, για το Crane, ανάμεσα στις έννοιες και τη σκέψη είναι αμφίδρομη καθώς η λειτουργία του συλλογισμού εξαρτάται από τις έννοιες (Crane, 1992:146). Οι έννοιες είναι τα συστατικά στοιχεία πάνω στα οποία βασίζεται μία συναγωγική διαδικασία. Ένα συμπέρασμα για να έχει ισχύ χρειάζεται μία έννοια να εμφανίζεται τόσο στις προκείμενες όσο και στο συμπέρασμα. Συνεπώς, για τους μη εννοιολογιστές η εννοιολογικότητα συνιστά μία λειτουργία με συναγωγική δομή και αυτό εκπληρώνεται μόνο στα πλαίσια της σκέψης. Δύο βασικά επιχειρήματα τα οποία θα αναπτύξουμε, υπέρ του μη εννοιολογικού περιεχομένου, είναι η μη συναγωγική δομή ως κριτήριο για ένα μη εννοιολογικό περιεχόμενο της αντίληψης και ο λεπτοφυής χαρακτήρας της αντιληπτικής εμπειρίας. Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, οι μη εννοιολογιστές υποστηρίζουν ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο δεν είναι εννοιολογικά αρθρωμένο και συνεπώς δεν έχει μία συναγωγική δομή, όπως συμβαίνει στο χώρο της σκέψης. Η αντίληψη, σύμφωνα με τους ίδιους, φαίνεται να καταφέρνει να αναπαριστά τον κόσμο χωρίς τις δεσμεύσεις που υπάρχουν στον εννοιολογικά δομημένο χώρο των πεποιθήσεων. Η αντιληπτική εμπειρία δεν χαρακτηρίζεται από έναν ολισμό καθώς δεν φαίνεται να διατηρεί λογικές, σημασιολογικές και τεκμηριακές σχέσεις με το περιεχόμενο άλλων αντιληπτικών παραστάσεων, προκειμένου να αναπαριστά αυτό το οποίο υπάρχει εκεί έξω (Crane, 1992:150-153). Το να έχει ένα υποκείμενο μία αντιληπτική εμπειρία δεν συνεπάγεται το να βρίσκεται σε ένα δίκτυο κάποιων επιπλέον αντιληπτικών περιεχομένων, όπως γίνεται στον εννοιολογικά δομημένο χώρο των πεποιθήσεων. Το δεύτερο επιχείρημα το οποίο αναπτύσσουν οι μη εννοιολογιστές είναι ότι η αντίληψη φαίνεται να έχει έναν πιο λεπτομερή τρόπο στο πώς αναπαριστά τον κόσμο σε σχέση με το αντίστοιχο εννοιολογικό οπλοστάσιο το οποίο διαθέτει το υποκείμενο για να τον περιγράψει (Evans, 1982:229). Για τον Evans, οι άνθρωποι δεν κατέχουν τόσες έννοιες όσες είναι οι χρωματικές αποχρώσεις που προσλαμβάνουν αντιληπτικά μέσα στον κόσμο. Συνεπώς, η αντιληπτική εμπειρία δεν προϋποθέτει κατοχή εννοιών από τη μεριά του υποκειμένου προκειμένου να έχει το συγκεκριμένο αντιληπτικό περιεχόμενο. Οι εννοιολογιστές, σε αντίθεση, υποστηρίζουν ότι το περιεχόμενο της αντίληψης είναι εννοιολογικό. Η εμπειρία, σύμφωνα με τους ίδιους, πρέπει να μπορεί να επηρεάσει την κρίση με έλλογο τρόπο. Αν το αντιληπτικό περιεχόμενο δεν είναι εννοιολογικά αρθρωμένο τότε η αντίληψη δεν μπορεί να παίξει έναν έλλογο ρόλο στο χώρο της σκέψης (McDowell, 1994:166). Σύμφωνα με τον McDowell, ο αντιληπτικός χώρος είναι ένας χώρος στο οποίο ενεργοποιούνται οι ίδιες εννοιολογικές ικανότητες που ενεργοποιούνται και στα πλαίσια της σκέψης. Το διαφοροποιητικό στοιχείο είναι ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο ενεργοποιούνται οι εννοιολογικές ικανότητες μέσα σε αυτούς τους δύο χώρους. Έτσι, στο πλαίσιο της σκέψης, ο McDowell θεωρεί ότι γίνεται μία ενεργητική ενεργοποίηση των εννοιών ενώ στα πλαίσια της αντίληψης μιλάει για μία παθητική ενεργοποίηση των εννοιών (McDowell, 1994:178). Η παθητική ενεργοποίηση των εννοιών σημαίνει ότι οι έννοιες που ενεργοποιούνται δεν συνιστούν αποτέλεσμα μίας συναγωγικής διαδικασίας από τη μεριά του υποκειμένου (McDowell, 2009:4). Ο McDowell σε πιο πρόσφατα κείμενά του απελευθερώνει την ικανότητα εννοιολόγησης από τα στενά πλαίσια του προτασιακού περιεχομένου. Σύμφωνα με τον ίδιο, η κατοχή εννοιών δεν πραγματώνεται μόνο στα πλαίσια του ενεργητικού σκέπτεσθαι αλλά και στα πλαίσια της αντιληπτικής εμπειρίας. Το υποκείμενο όταν βλέπει κάτι το βλέπει εννοιολογικά μορφοποιημένο. Οι έννοιες που εφαρμόζονται στα πλαίσια της εμπειρίας, σύμφωνα με τον McDowell, είναι οι τυπικές έννοιες τις οποίες αναλύει και ο Kant (McDowell, 2007:346). Τα επιχειρήματα τα οποία θα αναπτύξουμε υπέρ της εννοιολογικής θέσης είναι τρία. Το πρώτο επιχείρημα αναφέρεται στην ανάγκη μίας έλλογης σύνδεσης ανάμεσα στην εμπειρία και τη σκέψη. Αν η εμπειρία δεν συνιστά λόγο για τη σκέψη, τότε οι πεποιθήσεις χάνουν το περιεχόμενό τους. Το δεύτερο επιχείρημα αναφέρεται στην παθητική ενεργοποίηση των εννοιών στα πλαίσια της εμπειρίας και συνιστά απάντηση στο επιχείρημα των μη εννοιολογιστών για τη μη συναγωγική δομή της αντίληψης. Για τον McDowell, λοιπόν, το γεγονός ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο αντιστέκεται στο περιεχόμενο μίας πεποίθησης δεν σημαίνει ότι στα πλαίσια της εμπειρίας δεν υπάρχουν έννοιες. Η κατοχή εννοιών στα πλαίσια της εμπειρίας έχει μία παθητική μορφή καθώς οι έννοιες που ενεργοποιούνται δεν συνιστούν προϊόν μίας συναγωγικής γνώσης, όπως γίνεται στο χώρο των πεποιθήσεων (McDowell, 2009:4). Τέλος, το τρίτο επιχείρημα συνιστά απάντηση στο επιχείρημα ότι η αντίληψη έχει έναν πιο λεπτομερή τρόπο στο πώς αναπαριστά τον κόσμο. Ο McDowell, λοιπόν, υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η αντιληπτική εμπειρία έχει ένα λεπτοφυή χαρακτήρα στο τρόπο που αναπαριστά τον κόσμο δεν σημαίνει ότι η ικανότητα εννοιολόγησης δεν μπορεί να καταφέρει να αποδώσει τον πλούτο του εξωτερικού κόσμου. Η ικανότητα εννοιολόγησης συνιστά μία δυναμική διαδικασία η οποία μπορεί να γίνει ιδιαίτερα λεπτομερής καθώς το υποκείμενο παραμένει ανοικτό στην απόκτηση μίας νέας εννοιολογικής ικανότητας (McDowell, 1994:169). Μέσα από όλα αυτά θα φανεί ότι η διαμάχη για το εννοιολογικό και μη εννοιολογικό περιεχόμενο της αντίληψης στην ουσία προκύπτει από τη διάσταση που υπάρχει, ανάμεσα στους θεωρητικούς, για το τι σημαίνει κατοχή εννοιών. Έτσι, για τους υποστηρικτές του μη εννοιολογικού περιεχομένου, η ικανότητα εννοιολόγησης συνίσταται στη χρήση εννοιών στα πλαίσια προτάσεων ενώ για τους υποστηρικτές του εννοιολογικού περιεχομένου η κατοχή εννοιών δεν συνίσταται μόνο σε αυτό. Στον McDowell, η ικανότητα εννοιολόγησης αποκτά μία πιο διευρυμένη μορφή και βγαίνει από τα στενά πλαίσια του προτασιακού περιεχομένου. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον ίδιο, η κατοχή εννοιών συνιστά μία μορφή γνώσης η οποία δεν εκδηλώνεται μόνο προτασιακά αλλά παίρνει και άλλες μορφές τόσο παθητικά, μη συναγωγικά, μέσα στην αισθητικότητα όσο και στο χώρο της επιδέξιας πράξης, όπως θα δούμε παρακάτω. Η διαφορά αυτή για το τι συνιστά κατοχή εννοιών μας αναγκάζει να εξετάσουμε την κατοχή εννοιών και στα πλαίσια της επιδέξιας πράξης. Αυτό προκύπτει καθώς η εννοιολόγηση απελευθερώνεται από το χώρο των πεποιθήσεων και αποκτά έναν πιο διευρυμένο χαρακτήρα, όχι μόνο ως μίας μη συναγωγικής ενεργοποίησης εννοιών στα πλαίσια της αντιληπτικής εμπειρίας αλλά και ως μίας πρακτικής γνώσης στα πλαίσια της πράξης. Έτσι, η διαμάχη ανάμεσα στο εννοιολογικό και μη εννοιολογικό περιεχόμενο περνάει και στο χώρο της επιδέξιας πράξης. Για τον McDowell, η κατοχή εννοιών, στα πλαίσια της επιδέξιας πράξης, έχει τη μορφή μίας πρακτικής γνώσης σύμφωνα με την οποία το υποκείμενο γνωρίζει ότι πράττει (McDowell, 2007:344). Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό το οποίο διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα είναι η ορθολογικότητα. Η ορθολογικότητα αυτή σημαίνει ότι στα πλαίσια της ανθρώπινης πράξης υπάρχει πάντα ένα αυτό-συνείδητο υποκείμενο το οποίο έχει την επίγνωση ότι πράττει (McDowell, 2007a:367). Το υποκείμενο, όταν πράττει επιδέξια, κατέχει πρακτικές έννοιες. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τους μη εννοιολογιστές, ο χώρος της επιδέξιας πράξης είναι ένας χώρος όπου το υποκείμενο δεν εφαρμόζει έννοιες. Σύμφωνα με τον Dreyfus, όταν ένα υποκείμενο απορροφάται στην εκτέλεση μίας επιδέξιας πράξης δεν αναστοχάζεται αυτό το οποίο πράττει (Dreyfus, 2007a:374). Στα πλαίσια της επιδέξιας πράξης δεν υπάρχει «εγώ». Ωστόσο, αυτό το οποίο θα δούμε και στα πλαίσια αυτής της διαμάχης είναι ότι ο Dreyfus κατανοεί την ορθολογικότητα του McDowell ως μία πράξη αναστοχασμού κάποιων γενικών κανόνων (McDowell, 2007:339). Αυτό οφείλεται στο ότι ο ίδιος, όπως και ο Crane, κατανοεί την εννοιολόγηση ως τη χρήση εννοιών μέσα σε προτάσεις. Αυτό, ωστόσο, το οποίο θα δούμε είναι ότι ο McDowell δεν μιλά για μία πράξη ανασκόπησης κάποιων γενικών κανόνων. Η πρακτική ορθολογικότητα του McDowell συνιστά την έλλογη ικανότητα των υποκειμένων να έχουν πρακτική συνείδηση ότι πράττουν. Τέλος, η πρακτική γνώση, του McDowell, θα μας οδηγήσει στο ερώτημα του κατά πόσο η γνώση ότι πράττω προϋποθέτει και τη γνώση του πώς πράττω. Αν δηλαδή, ένα υποκείμενο για να κατέχει την πρακτική γνώση ότι πράττει θα πρέπει να έχει και την πρακτική γνώση του ποιοί ενσώματοι χειρισμοί που κάνει πραγματώνουν την πράξη που γνωρίζει ότι πράττει. Συνεπώς, στο τελευταίο κομμάτι θα μιλήσουμε για την θέση του Gilbert Ryle για την πρακτική γνώση (2009). Για τον Ryle ο άνθρωπος αποκτά έννοιες, σε ένα πρώτο στάδιο, σε πραξιακό επίπεδο. Οι άνθρωποι αρχίζουν να πράττουν, να γνωρίζουν τον κόσμο και τις ιδιότητές του πολύ πριν αποκτήσουν θεωρητική σκέψη (Ryle, 1949:19). Για παράδειγμα, ένα παιδί αρχίζει να συλλογίζεται, να χρησιμοποιεί τη γλώσσα και να κατανοεί τις ιδιότητες των πραγμάτων πολύ πριν κατακτήσει το στάδιο όπου μπορεί να δώσει έναν ορισμό για αυτά (Ryle, 1949:18). Συνεπώς, για τον Ryle, η νοημοσύνη κάνει την εμφάνισή της μέσα στην πράξη και δεν συνιστά χαρακτηριστικό μόνο της διάνοιας. Όπως χαρακτηριστικά λέει και ο ίδιος, ο νους δεν είναι ένα «φάντασμα μέσα στη μηχανή» (Ryle, 1949:21). Η νοημοσύνη για τον Gilbert Ryle, συνιστά μία πολυδιάστατη προδιάθεση που καταφέρνει να παίρνει ποικίλες μορφές (Ryle, 1949:32). Κατ’ επέκταση, η ικανότητα των ανθρώπων να κατέχουν και να χρησιμοποιούν έννοιες εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους. Είτε μέσα από τις πράξεις της διάνοιας είτε μέσα από διάφορους ενσώματους χειρισμούς που εκπληρώνει επιδέξια ένα υποκείμενο. Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, θα θέσουμε το ερώτημα για το αν η πρακτική γνώση στην οποία αναφέρεται ο McDowell βρίσκεται σε στενή σχέση με την πρακτική γνώση όπως τη χρησιμοποιεί ο Ryle και θα προτείνουμε ότι η κατοχή εννοιών αποτελεί μία γνωστική λειτουργία που ξεκινάει σε ένα πρακτικό επίπεδο, χωρίς να προϋποτίθεται μία μορφή εννοιολόγησης με τον τρόπο με τον οποίο την προσεγγίζουν οι μη εννοιολογιστές. / The discussion about the conceptual or non conceptual content in perception and perfomance to at best competence.
2

Πολιτισμός και εκπαίδευση : σχεδιασμός και ανάπτυξη εκπαιδευτικών υπηρεσιών διαδικτύου που βασίζονται σε ψηφιακό πολιτιτιστικό περιεχόμενο / Culture and education : planning and growth of educational services of internet that is based on digital cultural content.

Ποταμιά, Σταυρούλα 25 January 2010 (has links)
Στην παρούσα εργασία ασχολούμαστε με ιστοτόπους που βασίζονται σε ψηφιακό πολιτιστικό περιεχόμενο με θέματα πολιτισμού-εκπαίδευσης. Παρουσιάζουμε ενδεικτικά ένα τυχαία επιλεγμένο σύνολο ιστοτόπων πολιτισμού από την Ελλάδα και το εξωτερικό οι οποίοι εχουν τις πιο ενδιαφέρουσες εκπαιδευτικές εφαρμογές. Επίσης, εξειδικεύουμε την αξιολόγηση και στις εκπαιδευτικές εφαρμογές και υπηρεσίες που παρέχουν οι συγκεκριμένοι ιστότοποι στον τελικό χρήστη. Στο τέλος καταλήγουμε στην δική μας πρόταση ιστοτόπου με τα ιδανικά χαρακτηριστικά για τον χρήστη και με τις μέγιστες εκπαιδευτικές δυνατότητες. / In the present work we dealt with internet pages that are based on digital cultural content with subjects of culture-education. We present indicatively an accidentally selected total of these cultural pages from Greece and abroad that have the most interesting educational applications. Also, we particularize the evaluation in the educational applications and services that provide concrete internet pages in the final user too. In the end we lead to our own proposal with the ideal characteristics for the user and with the biggest educational possibilities.
3

Μελέτη και μεθοδολογία ανάδειξης καλών πρακτικών για την ψηφιοποίηση πολιτιστικού περιεχομένου / Research and methodology for promoting good practices for the digitisation of cultural content

Αναγνώστου, Ελένη 16 May 2007 (has links)
Σύμφωνα με τις αρχές του Lund (2001), οι πολιτιστικοί πόροι σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο συνιστούν ένα μοναδικό δημόσιο πλούτο που διαμορφώνει τη συλλογική και εξελισσόμενη μνήμη των διαφορετικών κοινωνιών και παρέχει μια στέρεα βάση για την ανάπτυξη των βιομηχανιών πολιτιστικού περιεχομένου σε μια διαρκή κοινωνία της γνώσης. Με βάση τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι είναι επιτακτική η ανάγκη για τη διάσωση και τη μακροπρόθεσμη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο καλύτερος τρόπος, για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, είναι μέσα από την εφαρμογή των διαδικασιών ψηφιοποίησης. Παρά το γεγονός ότι η αξία της ψηφιοποίησης προς την κατεύθυνση της διατήρησης και της ανάδειξης πολιτιστικού, επιστημονικού και άλλου είδους περιεχομένου είναι αδιαμφισβήτητη, οι φορείς που εμπλέκονται σε διαδικασίες ψηφιοποίησης αντιμετωπίζουν μια σειρά από ιδιαίτερα σημαντικά προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά καταδεικνύουν έντονα την ανάγκη για συντονισμό των διαδικασιών ψηφιοποίησης μέσα από την εφαρμογή καλών πρακτικών οι οποίες θα προκύψουν έπειτα από την αξιοποίηση της διεθνούς εμπειρίας πάνω στο θέμα. Η διπλωματική εργασία αντιμετωπίζει το θέμα των καλών πρακτικών για την ψηφιοποίηση πολιτιστικού περιεχομένου κατά ένα ολοκληρωμένο τρόπο, αξιοποιώντας την αντίστοιχη ευρωπαϊκή εμπειρία. Τα αποτελέσματα της εργασίας συμβάλλουν ουσιαστικά στην καθοδήγηση των πολιτιστικών οργανισμών – φορέων που έχουν αναλάβει ή πρόκειται να εμπλακούν σε διαδικασίες ψηφιοποίησης στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό η παρούσα εργασία περιλαμβάνει τη μελέτη των καλών πρακτικών για την ψηφιοποίηση πολιτιστικού περιεχομένου μέσα από την επιλογή και παρουσίαση των καταλληλότερων οδηγιών για την ψηφιοποίηση πολιτιστικού και επιστημονικού περιεχομένου και την καταγραφή των αντίστοιχων διεθνών προτύπων, τη θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος της ανάδειξης καλών πρακτικών και την υλοποίηση ενός συστήματος που έχει ως στόχο την ανάδειξη καλών πρακτικών. / According to the Lund principles (2001) Europe\'s cultural and scientific knowledge resources are a unique public asset forming the collective and evolving memory of our diverse societies and providing a solid basis for the development of our digital content industries in a sustainable knowledge society. It’s obvious that the conservation and long-term preservation of the cultural heritage are absolutely necessary. Digitization is the best way to achieve these goals. In spite of the fact that the preservation and promotion of cultural, scientific and other content is nearly impossible without digitisation, the organizations that undertake relevant projects face a number of quite serious issues. These problems indicate that it is absolutely mandatory to coordinate digitisation activities through the adoption of good practices which have emerged from the numerous digitisation projects carried out so far worldwide. The subject of this master thesis is an integrated approach of the issue of good practices for digitisiting cultural content, by exploiting the relevant European experience. The thesis results contribute to the guidance of cultural organisations that are about to start or are executing digitisation activities in Greece. This thesis comprises of the research on good practices for digitising cultural and scientific content, the selection and presentation of the most important and appropriate ones, the presentation of the relevant international standards, the theoretical basis for promoting good practices and the development of a software system for the promotion of good practices.
4

Ανάπτυξη μεθόδων ανάκτησης εικόνας βάσει περιεχομένου σε αναπαραστάσεις αντικειμένων ασαφών ορίων / Development of methods for content-based image retrieval in representations of fuzzily bounded objects

Καρτσακάλης, Κωνσταντίνος 11 March 2014 (has links)
Τα δεδομένα εικόνων που προκύπτουν από την χρήση βιο-ιατρικών μηχανημάτων είναι από την φύση τους ασαφή, χάρη σε μια σειρά από παράγοντες ανάμεσα στους οποίους οι περιορισμοί στον χώρο, τον χρόνο, οι παραμετρικές αναλύσεις καθώς και οι φυσικοί περιορισμοί που επιβάλλει το εκάστοτε μηχάνημα. Όταν το αντικείμενο ενδιαφέροντος σε μια τέτοια εικόνα έχει κάποιο μοτίβο φωτεινότητας ευκρινώς διαφορετικό από τα μοτίβα των υπόλοιπων αντικειμένων που εμφανίζονται, είναι εφικτή η κατάτμηση της εικόνας με έναν απόλυτο, δυαδικό τρόπο που να εκφράζει επαρκώς τα όρια των αντικειμένων. Συχνά ωστόσο σε τέτοιες εικόνες υπεισέρχονται παράγοντες όπως η ανομοιογένεια των υλικών που απεικονίζονται, θόλωμα, θόρυβος ή και μεταβολές στο υπόβαθρο που εισάγονται από την συσκευή απεικόνισης με αποτέλεσμα οι εντάσεις φωτεινότητας σε μια τέτοια εικόνα να εμφανίζονται με έναν ασαφή, βαθμωτό, «μη-δυαδικό» τρόπο. Μια πρωτοπόρα τάση στην σχετική βιβλιογραφία είναι η αξιοποίηση της ασαφούς σύνθεσης των αντικειμένων μιας τέτοιας εικόνας, με τρόπο ώστε η ασάφεια να αποτελεί γνώρισμα του εκάστοτε αντικειμένου αντί για ανεπιθύμητο χαρακτηριστικό: αντλώντας από την θεωρία ασαφών συνόλων, τέτοιες προσεγγίσεις κατατμούν μια εικόνα με βαθμωτό, μη-δυαδικό τρόπο αποφεύγοντας τον μονοσήμαντο καθορισμό ορίων μεταξύ των αντικειμένων. Μια τέτοια προσέγγιση καταφέρνει να αποτυπώσει με μαθηματικούς όρους την ασάφεια της θολής εικόνας, μετατρέποντάς την σε χρήσιμο εργαλείο ανάλυσης στα χέρια ενός ειδικού. Από την άλλη, το μέγεθος της ασάφειας που παρατηρείται σε τέτοιες εικόνες είναι τέτοιο ώστε πολλές φορές να ωθεί τους ειδικούς σε διαφορετικές ή και αντικρουόμενες κατατμήσεις, ακόμη και από το ίδιο ανθρώπινο χέρι. Επιπλέον, το παραπάνω έχει ως αποτέλεσμα την οικοδόμηση βάσεων δεδομένων στις οποίες για μια εικόνα αποθηκεύονται πολλαπλές κατατμήσεις, δυαδικές και μη. Μπορούμε με βάση μια κατάτμηση εικόνας να ανακτήσουμε άλλες, παρόμοιες τέτοιες εικόνες των οποίων τα δεδομένα έχουν προέλθει από αναλύσεις ειδικών, χωρίς σε κάποιο βήμα να υποβαθμίζουμε την ασαφή φύση των αντικειμένων που απεικονίζονται; Πως επιχειρείται η ανάκτηση σε μια βάση δεδομένων στην οποία έχουν αποθηκευτεί οι παραπάνω πολλαπλές κατατμήσεις για κάθε εικόνα; Αποτελεί κριτήριο ομοιότητας μεταξύ εικόνων το πόσο συχνά θα επέλεγε ένας ειδικός να οριοθετήσει ένα εικονοστοιχείο μιας τέτοιας εικόνας εντός ή εκτός ενός τέτοιου θολού αντικειμένου; Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας προσπαθούμε να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα, μελετώντας διεξοδικά την διαδικασία ανάκτησης τέτοιων εικόνων. Προσεγγίζουμε το πρόβλημα θεωρώντας ότι για κάθε εικόνα αποθηκεύονται στην βάση μας περισσότερες της μίας κατατμήσεις, τόσο δυαδικής φύσης από ειδικούς όσο και από ασαφείς από αυτόματους αλγορίθμους. Επιδιώκουμε εκμεταλλευόμενοι το χαρακτηριστικό της ασάφειας να ενοποιήσουμε την διαδικασία της ανάκτησης και για τις δυο παραπάνω περιπτώσεις, προσεγγίζοντας την συχνότητα με την οποία ένας ειδικός θα οριοθετούσε το εκάστοτε ασαφές αντικείμενο με συγκεκριμένο τρόπο καθώς και τα ενδογενή χαρακτηριστικά ενός ασαφούς αντικειμένου που έχει εξαχθεί από αυτόματο αλγόριθμο. Προτείνουμε κατάλληλο μηχανισμό ανάκτησης ο οποίος αναλαμβάνει την μετάβαση από τον χώρο της αναποφασιστικότητας και του ασαφούς στον χώρο της πιθανοτικής αναπαράστασης, διατηρώντας παράλληλα όλους τους περιορισμούς που έχουν επιβληθεί στα δεδομένα από την πρωταρχική ανάλυσή τους. Στην συνέχεια αξιολογούμε την διαδικασία της ανάκτησης, εφαρμόζοντας την νέα μέθοδο σε ήδη υπάρχον σύνολο δεδομένων από το οποίο και εξάγουμε συμπεράσματα για τα αποτελέσματά της. / Image data acquired through the use of bio-medical scanners are by nature fuzzy, thanks to a series of factors including limitations in spatial, temporal and parametric resolutions other than the physical limitations of the device. When the object of interest in such an image displays intensity patterns that are distinct from the patterns of other objects appearing together, a segmentation of the image in a hard, binary manner that clearly defines the borders between objects is feasible. It is frequent though that in such images factors like the lack of homogeneity between materials depicted, blurring, noise or deviations in the background pose difficulties in the above process. Intensity values in such an image appear in a fuzzy, gradient, “non-binary” manner. An innovative trend in the field of study is to make use of the fuzzy composition of objects in such an image, in a way in which fuzziness becomes a characteristic feature of the object instead of an undesirable trait: deriving from the theory of fuzzy sets, such approaches segment an image in a gradient, non-binary manner, therefore avoiding to set up a clear boundary between depicted objects. Such approaches are successful in capturing the fuzziness of the blurry image in mathematical terms, transforming the quality into a powerful tool of analysis in the hands of an expert. On the other hand, the scale of fuzziness observed in such images often leads experts towards different or contradictory segmentations, even drawn by the same human hand. What is more, the aforementioned case results in the compilation of image data bases consisting of multiple segmentations for each image, both binary and fuzzy. Are we able, by segmenting an image, to retrieve other similar such images whose segmented data have been acquired by experts, without downgrading the importance of the fuzziness of the objects depicted in any step involved? How exactly are images in such a database storing multiple segmentations of each retrieved? Is the frequency with which an expert would choose to either include or exclude from a fuzzy object a pixel of an image, a criterion of semblance between objects depicted in images? Finally, how able are we to tackle the feature of fuzziness in a probabilistic manner, thus providing a valuable tool in bridging the gap between automatic segmentation algorithms and segmentations coming from field experts? In the context of this thesis, we tackle the aforementioned problems studying thoroughly the process of image retrieval in a fuzzy context. We consider the case in which a database consists of images for which exist more than one segmentations, both crisp, derived by experts’ analysis, and fuzzy, generated by segmentation algorithms. We attempt to unify the retrieval process for both cases by taking advantage of the feature of fuzziness, and by approximating the frequency with which an expert would confine the boundaries of the fuzzy object in a uniform manner, along with the intrinsic features of a fuzzy, algorithm-generated object. We propose a suitable retrieval mechanism that undertakes the transition from the field of indecisiveness to that of a probabilistic representation, at the same time preserving all the limitations imposed on the data by their initial analysis. Next, we evaluate the retrieval process, by implementing the new method on an already existing data-set and draw conclusions on the effectiveness of the proposed scheme.
5

Επίδραση κατανεμημένων παραγωγών στη λειτουργία συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας

Παπανικολάου, Κωνσταντίνα 03 April 2015 (has links)
Στην παρούσα διπλωματική εργασία πραγματοποιείται μελέτη της επίδρασης ενός συστήματος διασύνδεσης ανεμογεννήτριας με το δίκτυο μέσης τάσης, όσον αφορά την έγχυση αρμονικών από την ανεμογεννήτρια προς το δίκτυο. Η μελέτη περιλαμβάνει τη μοντελοποίηση κάθε τμήματος ενός δικτύου μέσης τάσης με πραγματικά στοιχεία που πάρθηκαν από τη ΔΕΗ. Επιπλέον, μοντελοποιείται μια ανεμογεννήτρια τύπου σύγχρονης μόνιμων μαγνητών, καθώς και όλοι οι ηλεκτρονικοί μετατροπείς ισχύος που απαιτούνται για τη διασύνδεση αυτής με το δίκτυο μέσης τάσης. Όλα τα επιμέρους μοντέλα διασυνδέονται μεταξύ τους ώστε να αποτελέσουν το συνολικό μοντέλο που περιλαμβάνει το δίκτυο μέσης τάσης με τις γραμμές μεταφοράς, τους μετασχηματιστές, τα φορτία και τους πυκνωτές αντιστάθμισης που διαθέτει και την ανεμογεννήτρια μαζί με τους μετατροπείς συνδεδεμένη σε ένα ζυγό του δικτύου. Από το μοντέλο αυτό εξάγεται το αρμονικό περιεχόμενο τόσο στο ζυγό της ανεμογεννήτριας όσο και σε διπλανούς ζυγούς και συγκρίνεται κάθε φορά με το πρότυπο IEC 61000-3-6 που θέτει τα όρια για την έγχυση αρμονικών στο δίκτυο μέσης τάσης. Αρχικά, γίνεται μια αναφορά στα πλεονεκτήματα της αιολικής ενέργειας έναντι των άλλων συμβατικών μορφών ενέργειας. Επιπλέον, αναφέρονται τα προβλήματα που δημιουργούνται από την παρουσία ανώτερων αρμονικών στο δίκτυο. Έπειτα, πραγματοποιείται θεωρητική ανάλυση κάθε τμήματος του δικτύου μέσης τάσης. Για κάθε τμήμα δημιουργείται, επίσης, ένα μοντέλο στο Matlab/Simulink που βασίζεται σε στοιχεία από τη ΔΕΗ και εξισώσεις που αφορούν το εκάστοτε τμήμα. Στη συνέχεια, αναλύεται και μοντελοποιείται στο Matlab/Simulink και κάθε τμήμα του συστήματος διασύνδεσης της ανεμογεννήτριας με το δίκτυο μέσης τάσης που περιλαμβάνει την ανεμογεννήτρια τύπου σύγχρονης μόνιμων μαγνητών, ανορθωτική διάταξη, μετατροπέα συνεχούς τάσης σε συνεχή, τριφασικό αντιστροφέα, φίλτρο και μετασχηματιστή. Για κάθε μετατροπέα αναλύεται και μοντελοποιείται και έλεγχος κλειστού βρόχου. Τέλος, τα επιμέρους μοντέλα συγκροτούνται σε ένα συνολικό μοντέλο. Μεταβάλλοντας το συντελεστή φόρτισης των μετασχηματιστών του δικτύου, το συντελεστή ισχύος και το πλήθος των ανεμογεννητριών που συνδέονται στον ίδιο ζυγό, εξάγεται το αρμονικό περιεχόμενο για διάφορους ζυγούς και ελέγχεται αν αυτό συμφωνεί με το πρότυπο IEC 61000-3-6. Επιπλέον, εξετάζεται το αρμονικό περιεχόμενο της τάσης, όταν ο ζυγός διασύνδεσης αλλάζει θέση μέσα στο υπό μελέτη δίκτυο, καθώς και όταν αλλάζει η ταχύτητα του ανέμου. / In the present diploma thesis a study of the effect of a wind turbine system interconnection with medium voltage grid is conducted, in terms of harmonic injection of the turbine to the grid. The study includes the modeling of each part of a medium voltage grid with actual data taken from the Public Power Corporation of Greece. Furthermore, a synchronous wind turbine with permanent magnets is modeled along with all the electronic power converters that are required for the interconnection with the medium voltage grid. All the individual models are connected together to form the overall model, including the medium voltage transmission lines, transformers, loads and their compensation capacitors, along with the wind turbine and the power converters. The wind turbine is connected in a bus of the medium voltage grid. Then, the harmonic content in both the bus of the wind turbine and in other buses of the grid is extracted and compared with the standard IEC 61000-3-6 that sets the limits for harmonic injection in medium voltage grid. Initially, the advantages of use of wind energy are mentioned compared to other conventional forms of energy. Furthermore, the problems caused by the presence of harmonics in the grid are discussed. A theoretical analysis of each section of the medium voltage grid is conducted. For each section, a model in Matlab / Simulink is also created, based on data from the Public Power Corporation of Greece and on equations related to each section. Then, every part of the system connecting the wind turbine to the medium voltage grid is analyzed and modeled in Matlab/Simulink. This system consists of a synchronous wind turbine with permanent magnets, DC-to-DC converter, three-phase inverter, filter and transformer. A closed loop control for each converter is also analyzed and modeled. Finally, the aforementioned models are built up into one single model. By varying the load factor of the grid transformers, the power factor and the number of wind turbines connected to the same bus, the harmonic content of various buses is extracted and checked if it complies with the standard IEC 61000-3-6. Moreover, the harmonic content of the voltage is calculated, when the system of wind turbine changes position in the present medium voltage grid, as well as when the wind speed is changed.
6

Επίδραση κλυδασμού στη σεισμική απόκριση σφαιρικών δεξαμενών / Sloshing effects on the seismic response of spherical tanks

Δρόσος, Γεώργιος 14 May 2007 (has links)
Στην παρούσα εργασία εξετάζεται η επίδραση του κλυδασμού στην απόκριση σφαιρικών δεξαμενών με άκαμπτα τοιχώματα για τυχαίο ποσοστό πλήρωσης, υπό οριζόντια σεισμική διέγερση. Πραγματοποιείται η ιδιομορφική ανάλυση της κίνησης του κλυδασμού χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των πεπερασμένων στοιχείων και το πρόγραμμα ANSYS για την διατύπωση και επίλυση των εξισώσεων. Υπολογίζονται τα ιδιοδιανύσματα και εξάγονται νομογραφήματα της ιδιοσυχνότητας σε συνάρτηση με τη διάμετρο της σφαίρας, το ποσοστό πλήρωσης και την επιτάχυνση της βαρύτητας. Για την ερμηνεία της υδροδυναμικής συμπεριφοράς του περιεχόμενου υγρού υιοθετείται η καθιερωμένη θεώρηση της επαλληλίας των επιδράσεων δύο ανεξάρτητων κινήσεων: Της κίνησης της κυκλοφορούσας μάζας και της κίνησης της ωστικής μάζας του υγρού. Προτείνεται και τεκμηριώνεται μια μεθοδολογία για τον προσδιορισμό της κυκλοφορούσας και της ωστικής μάζας για κάθε μορφή δεξαμενής και κάθε ποσοστό πλήρωσης. Για την περίπτωση των σφαιρικών δεξαμενών εξάγονται νομογραφήματα που αναπαριστούν την κυκλοφορούσα και την ωστική μάζα ως συνάρτηση του ύψους πλήρωσης. Παράλληλα, παράγεται ένα ισοδύναμο σύστημα διακριτών μαζών και ελατηρίων που προσομοιώνει την υδροδυναμική συμπεριφορά του περιεχόμενου υγρού σε οριζόντια διέγερση, για κάθε στάθμη της ελεύθερης επιφάνειας. Μεταξύ άλλων, προσδιορίζονται οι κατανομές της κυκλοφορούσας και της ωστικής υδροδυναμικής πιέσης για συγκεκριμένα ποσοστά πλήρωσης και η τιμή της συνολικής πίεσης σε τυχαίο σημείο του σφαιρικού κελύφους. Τέλος, παρουσιάζονται αποτελέσματα εφαρμογών σχετικά με την σεισμική απόκριση σφαιρικών δεξαμενών, χρησιμοποιώντας το προτεινόμενο ισοδύναμο διακριτό σύστημα, και συγκρίνονται με τα αντίστοιχα άλλων εργασιών για την τεκμηρίωση της ορθότητας και της αποτελεσματικότητας του. / The present work considers the sloshing effects on the seismic response of spherical tanks with rigid walls and filled with liquid up to an arbitrary level. The sloshing eigenmode analysis is performed by means of the finite element method utilizing the ANSYS program. The eigenfunctions are computed and nomographs of the corresponding natural frequencies are obtained. Each nomograph is a multivariable function of tank diameter and filling level of the content liquid. The hydrodynamic behaviour of the liquid motion can be considered to be equivalent to the superposition of two independent motions; the motion of an impulsive and all convective masses. The main goal of the present work is the development of a methodology to determine the impulsive and the major convective masses for arbitrary tank diameter and filling level values. The accuracy of the proposed methodology is verified for the case of vertical cylindrical tanks, where the analytical solution is well known. Applying the proposed methodology to the case of spherical tanks, the impulsive and the major convective masses are computed as functions of the non-dimensional liquid filling level. It is found that the convective mass corresponding to the first eigenmode is by far more significant than all the higher order convective masses; therefore, the liquid sloshing motion is dominated by this mode. Then, the hydrodynamic behaviour of the content liquid is simulated by means of an equivalent discrete system of masses and springs. In addition, the wall distributions of convective and impulsive pressures are calculated. Finally, utilizing the obtained equivalent discrete system, numerical results of the seismic response of typical spherical tanks are presented and compared to those obtained by other semi-analytical and numerical methods.
7

Σύνθεση περιλήψεων από σχόλια χρηστών για προϊόντα και υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου / Extractive summarization of user opinions for online products and services

Besharat, Jeries F. 14 February 2012 (has links)
Ο στόχος της διπλωματικής εργασίας είναι διττός: 1.Εξαγωγή απόψεων που αφορούν τα προϊόντα 2.Περίληψη των απόψεων Η εξαγωγή απόψεων αναφέρεται σε μια ευρεία περιοχή επεξεργασίας της φυσικής γλώσσας, υπολογιστικής γλωσσολογίας και εξόρυξης κειμένου. Σε γενικές γραμμές, έχει ως στόχο να εντοπίσει τη στάση του ομιλητή ή συγγραφέα σε σχέση με κάποιο θέμα. Οι απόψεις του μπορούν να εκφράζουν κρίση ή αξιολόγηση, τη συναισθηματική του κατάσταση ή την προβλεπόμενη συναισθηματική επικοινωνία. H αυτόματη εξαγωγή περίληψης είναι η δημιουργία μιας συντομευμένης εκδοχής του αρχικού κειμένου. Η συνεισφορά της συγκεκριμένης διπλωματικής εργασίας εντοπίζεται στα ακόλουθα σημεία. Αρχικά βοηθά τον ενδιαφερόμενο αγοραστή κάποιου προϊόντος να σχηματίσει μια γενική εικόνα για το προϊόν. Επίσης, δίνει την δυνατότητα στον κατασκευαστή να δει τις εντυπώσεις των χρηστών για το συγκεκριμένο προϊόν και αναλόγως να προχωρήσει σε βελτιώσεις του ή να επιλύσει διάφορα προβλήματα που μπορεί να παρουσιάζει. / In recent years the nancial transactions via the web increase. This leads the Internet to become an important mean of nancial transactions. Transactions on the Internet di er from traditional in many ways including: communication, market segmentation, distribution costs and price. An expression of such transactions is electronic commerce (e-commerce). E-commerce refers in buying and selling products or services through electronic systems. A large percentage of electronic commerce conducted entirely electronically for virtual items such as access to content on a site, but the bulk of e-commerce business involves the transportation of tangible assets such as products. The recent increase is the content generated by users (User Generated Content), dramatically reshaping the marketing. Internet users today can cite comments and views on various issues. Part of such views out and e-commerce. Each user buys a product, can write his opinion on this and thus carry information to other users who might be interested. The objective of this thesis is twofold: • Export of major coreference chains of the comments related to products • Text summary based on the sentences from the candidate set of chains The chains export refers to a wide range of natural language processing, computational linguistics and text mining. In general, aims to identify the main subject of the comment by using the references, also where the writer is referred in each sentence (a general view of the product or for a speci c element) and calculating the coherence of the summary (text coherence). H automatic synthesis of the abstract is to create an abridged version of the original text from one software. The product of this process still contains the most important points of the original text. The phenomenon of information overload means that access to consistent and well-developed summaries are vital. As the access to data increases, so does the interest in automatic summarization. In the proposed research there should be studied and solved speci c challenges in this scope. An example might be the fact that the data are dynamic and change over time. Also, users can update their reviews for the same product or even replace them entirely with a new perspective. Another challenge is the fact that the products are upgraded over time and hence the views that evaluate or criticize respectively. The contribution of this thesis lies in the following points. Originally helps the potential buyer of a product to get a general picture of the product without having to read all the comments made. It also enables the manufacturer to see the user experience on the product and accordingly proceed to improvements or to resolve various problems that may be.
8

Τεχνικές αξιολόγησης δομής και περιεχομένου ιστοτόπων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης

Ζάμπου, Ελένη 06 December 2013 (has links)
Διάφορες μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια με σκοπό τη αξιολό-γηση των υπηρεσιών και των ιστοτόπων ΗΔ και την αναγνώριση των αιτιών της χα-μηλής διείσδυσης της ΗΔ και την εξεύρεση λύσεων για την αποτελεσματικότερη πα-ροχή υπηρεσιών. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι ο προσδιορισμός ενός μοντέ-λου - εργαλείου αξιολόγησης κυβερνητικών ιστότοπων. Για αυτό το σκοπό αρχικά μελετήθηκε η διεθνής βιβλιογραφία σχετικά με τα μοντέλα και τα κριτήρια αξιολό-γησης ιστότοπων γενικότερου ενδιαφέροντος, ηλεκτρονικού εμπορίου και κυβερνητι-κών ιστότοπων, καθώς επίσης με τα κριτήρια αξιολόγησης ποιότητας παρεχόμενων ηλεκτρονικών υπηρεσιών. Με βάση τα παραπάνω προσδιορίστηκε μοντέλο αξιολό-γησης κυβερνητικών ιστότοπων αποτελούμενο από πέντε (5) διαστάσεις αξιολόγησης (Δομή, Περιεχόμενό, Αξιοπιστία, Προσβασιμότητα, Ορατότητα) και τριάντα (30) δείκτες μέτρησης (metrics). Οι δείκτες που προσδιορίστηκαν είναι ποσοτικοί και για την εκτίμησή τους και την εφαρμογή του μοντέλου αναπτύχθηκε σχετικό λογισμικό. / Various studies have been conducted in recent years in order to evaluate services and e-Government websites and identify the causes of their poor. The purpose of this pa-per is to define a model - assessment tool for governmental websites. For this purpose, the existing literature on models and evaluation criteria of general purpose websites, e-commerce websites and e-government websites as well as the quality criteria of electronic services were studied. Based on the above an evaluation model for e-Government websites consisted of five (5) assessment dimensions (Structure, Con-tent, Reliability, Accessibility, Visibility) and thirty (30) measurement indicators (metrics) was developed. In order to apply the developed evaluation model and proceed to an automated evaluation of e-Government websites, a relevant software was implemented.
9

Comparative study of spectral analysis methods for clinical for clinical electrocardiography / Συγκριτική μελέτη μεθόδων ανάλυσης σήματος στο πεδίο των συχνοτήτων για το κλινικό ηλεκτροκαρδιογράφημα

Σταυρινού, Μαρία 01 July 2014 (has links)
The spectral analysis of heart rate variability is a tool that gained more and more clinical importance in the latest years. It can be used in order to access autonomic function on the cardiovascular system through the evaluation of the different frequency bands of the HRV. So far different mathematical approaches have been used towards this aim, often with contradictory results. Therefore, the need for standardization of the methods seems more and more important. In this thesis 2 non-parametric, Fourier-based methods and two parametric based on autoregressive modeling were used in order to extract the power spectral density of patients with epilepsy. Their results were statistically compared to age matched controls. The analysis have shown that when a parametric method is used, a careful model order selection method must be used, and when this is accomplished, the power spectrum could more efficient highlight differences between controls and patients. The results between non-parametric and parametric methods were different, therefore these methods cannot be considered interchangeable. The analysis methodolgy established in this first part of the study has been used to analyse HRV signals from patients before and after deep brain stimulation. / Η φασματική ανάλυση της Μεταβλητότητας της Καρδιακής Συχνότητας (ΜΚΣ) χρησιμοποείται όλο και περισσότερο σε κλινικές μελέτες τα τελευταία χρόνια. Και αυτό γιατί μπορεί να δώσει πληροφορίες σχετικά με την λειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος πάνω στην καρδιά αναλύοντας το συχνοτικό περιεχόμενο των ΜΚΣ σημάτων σε διακριτές ζώνες συχνοτήτων. Μέχρι τώρα διαφορετικές μαθηματικές μέθοδοι έδωσαν διαφορετικά, συχνα αντικρουόμενα αποτελέσματα. Έτσι η ανάγκη λεπτομερής περιγραφής των μεθόδων φαίνεται όλο και περισσοτερο επιτακτική. Σε αυτή τη διπλωματική εργασία, δυο μη παραμετρικές μέθοδοι και δύο παραμετρικές βασισμένες σε μοντέλα αυτοπαλινδρόμησης (autoregressive modeling) εφαρμόστηκαν προκειμένου να υπολογιστεί το φάσμα ασθενών με χρόνια επιληψία. Τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με υγιείς εθελοντές ίδιου ηλικιακού προφίλ. Η ανάλυση έδειξε ότι όταν χρησιμοποιουνται παραμετρικές μέθοδοι, η επιλογή της τάξης του μοντέλου πρέπει να γίνεται με προσοχή και όταν αυτό γίνει, το φάσμα μπορεί να αναδείξει πιο αποτελεσματικά διαφορές μεταξύ ασθενών και υγειών εθελοντών. Τα αποτελέσματα μεταξύ παραμετρικών και μη παραμετρικών μεθόδων αποδείχθηκαν διαφορετικα, και κατά συνέπεια οι δύο αυτές κατηγορίες ανάλυσης δεν μπορούν να θεωρηθούν ίδιες. Η μεθοδολογία που αναπτύχθηκε στο πρώτο αυτό μέρος της εργασίας χρησιμοποιήθηκε για να αναλύσει σήματα ΜΚΣ από ασθενείς με Πάρκινσον πριν και μετά εν τω βάθει ερεθισμό (Deep brain simulation).
10

Τεχνικές εξόρυξης γνώσης με χρήση σημασιολογιών από δεδομένα πλοήγησης χρηστών (web usage log mining) με σκοπό την εξατομίκευση δικτυακών τόπων / Knowledge extraction techniques using semantics of web usage log mining in order to personalize websites

Θεοδωρίδης, Ιωάννης-Βασίλειος 06 May 2009 (has links)
Η παρούσα Διπλωματική Εργασία μελετά το θέμα της προσωποποίησης - εξατομίκευσης δικτυακών τόπων. Αρχικά, παρουσιάζεται μια ανασκόπηση στη σχετική βιβλιογραφία όπου εντοπίζεται πληθώρα αναφορών και λύσεων -ακαδημαϊκών και εμπορικών- για το συγκεκριμένο θέμα. Στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις καταβάλλεται προσπάθεια για εξατομίκευση η οποία στηρίζεται σε δεδομένα που συλλέγονται από δηλώσεις ή ενέργειες του χρήστη, άμεσα ή έμμεσα. Όμως, η μελέτη των σχετικών άρθρων δείχνει ότι η μέχρι σήμερα επιτυχία των εγχειρημάτων αξιοποίησης δεδομένων χρήσης του ιστού (web usage data) είναι περιορισμένη. Το βασικό έλλειμμα που διαπιστώνεται είναι το γεγονός ότι η διαχείριση του περιεχομένου ενός δικτυακού τόπου συνήθως γίνεται με μηχανιστικό τρόπο, αποφεύγοντας τόσο την κατανόηση του περιεχομένου του όσο και της δομής του. Ακολούθως, στη Διπλωματική Εργασία γίνεται απόπειρα εξατομίκευσης δικτυακών τόπων με ημιαυτόματο τρόπο χρησιμοποιώντας τα αρχεία καταγραφής χρήσης ιστού ενώ ταυτόχρονα βασίζεται σε σημασιολογικές και εννοιολογικές αναλύσεις του περιεχομένου των δικτυακών τόπων. Με αυτήν τη μέθοδο υλοποιείται ένα εργαλείο που εξατομικεύει τον δικτυακό τόπο προτείνοντας στους χρήστες ιστοσελίδες με παραπλήσιο εννοιολογικό περιεχόμενο. Αυτό γίνεται δημιουργώντας την οντολογία του εκάστοτε δικτυακού τόπου και συνδυάζοντάς τη με τα δεδομένα πλοήγησης των χρηστών. / The present Diploma Dissertation attempts to study the personalization of websites. Initially, a thorough review of the relevant bibliography is presented, in which a plethora of academic and commercial reports and solutions is located regarding the subject of website personalization. In most cases, to achieve personalization, the researchers are based on data which are directly or indirectly collected by user statements or actions. However, the study of relative articles shows that there is limited success in the use of web usage data for personalization purposes. The fundamental problem lies in the fact that the comprehension of the content and the structure of a website is often neglected or even avoided. Further on, personalization of websites in a semi-automatic way is attempted using log files while it is simultaneously based in semantic and conceptual analysis of the website content. In this way, a tool is developed that personalizes websites by proposing web pages with similar conceptual content to the users. This is done by creating the ontology of the website and combining it with the users’ web usage data.

Page generated in 0.0428 seconds