• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 13
  • 3
  • Tagged with
  • 16
  • 6
  • 6
  • 4
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Η εκδήλωση μορφών ενδοομαδικής, διομαδικής συνεργασίας και σύγκρουσης στα πλαίσια μικτών μαθητικών ομάδων

Θάνου, Δήμητρα 31 October 2008 (has links)
Ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας των κοινωνιών αντανακλάται έντονα και στον εκπαιδευτικό χώρο. Συγκεκριμένα, στα ελληνικά σχολεία η συνύπαρξη των ντόπιων μαθητών με μαθητές που προέρχονται από διαφορετικές, πολιτισμικά, χώρες αποτελεί πλέον μια συνηθισμένη εικόνα της νέας σχολικής πραγματικότητας. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη την εκπαιδευτική πραγματικότητα, όπου η πολιτισμική ετερότητα αποτελεί βασικό της στοιχείο και αφορμή για την εκδήλωση ποικίλων φαινομένων, στην παρούσα εργασία θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε τις ενδοομαδικές και διομαδικές σχέσεις που δημιουργούνται σε ομάδες πολιτισμικά διαφορετικές, υπό συγκεκριμένες πειραματικές συνθήκες. Ο πληθυσμός της έρευνας αποτελείτο από τριάντα έξι (36) Έλληνες και αλλοδαπούς μαθητές, οι οποίοι φοιτούσαν σε τρία (3) Ολοήμερα Δημοτικά Σχολεία της Αρκαδίας. Σε κάθε σχολείο δημιουργήθηκε ένα δείγμα δώδεκα (12) μαθητών, εκ των οποίων οι έξι (6) ήταν ελληνικής καταγωγής και οι υπόλοιποι έξι αλλοεθνείς. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ως ερευνητικό εργαλείο η μη-συμμετοχική παρατήρηση, η οποία διενεργήθηκε με τη βοήθεια ειδικών εντύπων, των ονομαζόμενων « Σχεδίων Παρατήρησης και Καταγραφής της Συμπεριφοράς». Τα αποτελέσματα της έρευνάς μου μπορούν να συνοψιστούν στα εξής κύρια σημεία : 1. Σε συνθήκες ανταγωνισμού, τα μέλη της ομάδας των Ελλήνων μαθητών συνεργάστηκαν μεταξύ τους, με στόχο την καλύτερη επίδοση από την ομάδα των αλλοδαπών μαθητών. Η εκδήλωση ενδοομαδικών συνεργατικών τάσεων και η αύξηση της συνοχής δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη από την αντίληψη της κοινής καταγωγής και γλώσσας των μελών. 2. Σε συνθήκες ανταγωνισμού, τα μέλη της ομάδας των αλλοδαπών μαθητών, σε μικρό ποσοστό, εκδήλωσαν τάσεις ενδοομαδικής συμμετοχής και συνεργασίας με τα υπόλοιπα μέλη. Το γεγονός ότι προτίμησαν να εργαστούν ατομικά ο καθένας, ίσως οφείλεται στο ότι δεν έχουν εξοικειωθεί με τον ομαδικό τρόπο εργασίας. Η δεύτερη πιθανότητα ίσως είχε σχέση με τη διαφορετικότητα των μαθητών, η οποία αφορούσε πολιτισμικά και εθνικά χαρακτηριστικά τους. 3. Όσον αφορά τη διομαδική διάσταση, δηλαδή τις σχέσεις μεταξύ των δυο ομάδων παρατηρήθηκε ότι αυτές επηρεάστηκαν από την ύπαρξη ανταγωνιστικών στόχων, οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα την εκδήλωση αρνητικών διομαδικών συμπεριφορών. 4. Τέλος, παρατηρήθηκε ότι η ύπαρξη ενός κοινού στόχου δεν ήταν ικανός παράγοντας για να οδηγηθούν οι δυο διαφορετικές ομάδες, όσον αφορά την εθνική προέλευση των μελών τους, σε συνεργασία και στην ανάπτυξη θετικών σχέσεων. Οι προϋπάρχουσες αρνητικές στάσεις και στερεοτυπικές πεποιθήσεις της μιας ομάδας για την άλλη, σίγουρα αποτέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα στην υιοθέτηση ενός ομαδικού τρόπου σκέψης και δράσης από τα μέλη των δυο ομάδων. / The multicultural character of societies reflects in the educational field. Specific, in Greek schools the coexistence of native students with students who come from different cultural societies portrays the new educational reality. Consider the educational reality, in which multiculturalism is a major element and the main reason for the manifestation of various phenomena, in the present research I will attempt to describe the in group and between group relations that form cultural different perspectives, under certain experimental conditions. The sample of the research consisted of thirty-six Greek and foreign students who attend three all-day elementary schools located in Arcadia, Greece. In each school a sample of twelve students was formed in which six of them were Greek students and the six were foreign students. For the collection of the data I used observational note-taking techniques with a checklist that contained various behavioral features (Behavioral checklist). The results of the research can be summarized on the following main points: 1. In competitive conditions the members of the Greek group cooperated and performed on a higher level than the foreign group. The demonstration of in-group cooperative tendency and the increase of cohesion can’t be considered independent from the perception of common origin and language of the members of the group. 2. In competitive conditions, the members of the group of foreign students demonstrate low level in-group cooperative tendencies with the rest of the members. The fact that they prefer to work individually, maybe so because the students were not familiar with working in groups. A second possibility that the students of the foreign group may not have progressed as the Greek student group maybe because of cultural and ethnic differences. 3. According to the relationship between the two groups, it was observed that the relationship between the students was affected because of the existence of competitive goals that resulted in the demonstration of negative between-group behavior. 4. Finally, it was observed that the existence of common goals was not the major factor that guided the two cultural diverse groups of students to cooperate and to create a positive relationship among the two groups of students. The preconceived and stereotypical notions of each group affected their ability to develop a common way of thinking, to interchange ideas and to focus on a common goal.
2

Παράγοντες και στάσεις που επηρεάζουν τις μακροχρόνιες επιχειρηματικές σχέσεις των εταιρειών με τους πελάτες τους και την επιχειρηματική απόδοση. Ποσοτική, εμπειρική μελέτη στο επιχειρηματικό δίκτυο του φαρμακευτικού κλάδου

Γεωργή, Χριστίνα 02 April 2014 (has links)
Η φαρμακευτική αγορά αποτελεί έναν κρίσιμο τομέα της οικονομίας και της κοινωνίας εν γένει, αφού το συναλλακτικό προϊόν της το φάρμακο, αποτελεί κοινωνικό αγαθό. Σχεδόν εδώ και έναν αιώνα η κύρια πηγή ενημέρωσης των γιατρών για τα φάρμακα ήταν και είναι οι ιατρικοί επισκέπτες. Η σχέση μεταξύ γιατρού και ιατρικού επισκέπτη είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και δεν περιορίζεται ως αυστηρά επαγγελματική, αλλά έχει και κοινωνικές προεκτάσεις. Βέβαια ο γιατρός έχει την επιρροή (δύναμη στη λήψη αποφάσεων), η οποία βασίζεται στην θέση και την επιστημονική του αυθεντία (κανονιστική δύναμη-normative power). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο λήψεως αποφάσεων, οι σχέσεις ιατρών-φαρμακευτικής βιομηχανίας θα περιμέναμε να είναι μάλλον ασύμμετρες, ή μη ισορροπημένες. Με αυτή την έννοια, κάποιος θα περίμενε ότι οι σχέσεις γιατρών και ιατρικών επισκεπτών θα ήσαν περισσότερο διακριτές, χωρίς έρεισμα για ανάπτυξη μακροχρόνιων δεσμών. Από τη άλλη πλευρά, οι γιατροί χρειάζονται τις νέες γνώσεις των φαρμακευτικών εταιρειών, όπως αυτές εξελίσσονται μέσα από την διαρκή κλινική και εργαστηριακή έρευνα. Έτσι η διαδικασία στη λήψη αποφάσεων είναι πολύπλοκη- μη δομημένη σε μεγάλο βαθμό, οπότε και χρειάζεται πλούσια και άμεση διαπροσωπική επικοινωνία. Για παράδειγμα, το φαρμακευτικό προϊόν έχει μη άμεσα απτές ιδιότητες (intangible), διότι την δράση του (απόδοσή του) δεν μπορούμε να τη γνωρίζουμε, αν ο ασθενής δεν το καταναλώσει. Επομένως, ο γιατρός θα πρέπει να αναπτύξει εμπιστοσύνη σε κάποιες παραμέτρους κατά περίπτωση (π.χ. όνομα φαρμάκου, κλινικές μελέτες, αξιοπιστία ιατρικού επισκέπτη, κλπ), που πάντως καθιστούν την διαδικασία λήψης απόφασης αρκετά πολύπλοκη. Την ίδια στιγμή, οι φαρμακευτικές εταιρείες προσπαθούν να ασκούν και τον ρόλο ενός εμπειρογνώμονα, ασκώντας επιρροή γνώσης (referent power) κάνοντας έτσι την σχέση μεταξύ των παραπάνω δρώντων πιο ισόρροπη και συμμετρική. Παρόλο το αυξημένο ενδιαφέρον που υπάρχει στην υπάρχουσα φαρμακευτική αγορά και τις μεμονωμένες μελέτες, απ’ όσο γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, δεν έχει εμφανισθεί ένα ολοκληρωμένο μοντέλο, που να εξετάζει συνολικά τις σχέσεις μεταξύ ιατρών και των αντιπροσώπων των φαρμακευτικών εταιριών (των ιατρικών επισκεπτών). Σκοπός της παρούσας ποσοτικής μελέτης είναι να καλύψει σε ένα βαθμό αυτό το κενό στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Πιο συγκεκριμένα, ο σκοπός της παρούσας διατριβής συνίσταται στην μορφοποίηση ενός θεωρητικού μοντέλου ανάπτυξης μακροχρονίων σχέσεων μεταξύ γιατρών και ιατρικών επισκεπτών, που περιλαμβάνει αφ’ ενός μεν, ως ανεξάρτητες μεταβλητές τις επικοινωνιακές ικανότητες και ικανότητες ανάπτυξης σχέσεων εκ μέρους των ιατρικών επισκεπτών, αφ’ ετέρου δε, ως εξαρτημένες μεταβλητές μακροχρονίων σχέσεων, την εμπιστοσύνη και την δέσμευση των ιατρών και ως εξαρτημένες μεταβλητές αποτελεσματικότητας, την απόδοση των ιατρικών επισκεπτών και την ικανοποίηση των ιατρών. Το μοντέλο, επίσης, εξετάζει την ικανότητα περιβαλλοντικών μεταβλητών όπως είναι η αβεβαιότητα, ο δυναμισμός και η ένταση του ανταγωνισμού, της σύγκρουσης μεταξύ ιατρών-ιατρικών επισκεπτών, καθώς και των ψυχογραφικών χαρακτηριστικών των ιατρών, να παίξουν τον ρόλο των επιδρώντων παραγόντων (contingency factors) στις σχέσεις μεταξύ των ανεξάρτητων και εξηρτημένων μεταβλητών. Εκτός των άλλων, η έρευνα ειδικότερα επιχειρεί να αποτυπώσει και την εικόνα της ελληνικής φαρμακευτικής αγοράς, θεωρούμενης ως δυνητικό πλαίσιο ανάπτυξης σχέσεων γιατρών-ιατρικών επισκεπτών. Η μορφοποίηση του θεωρητικού μοντέλου βασίσθηκε στην υπάρχουσα βιβλιογραφία και αρθρογραφία που αντλήσαμε από τα επιστημονικά πεδία του μάρκετινγκ επιχειρήσεων (business-to-business marketing), του σχεσιακού μάρκετινγκ (relationship marketing), του φαρμακευτικού μάρκετινγκ, καθώς και της επιχειρηματικής ψυχολογίας. Επίσης βασίσθηκε σε πρωτογενή στοιχεία, με συνεντεύξεις από αντιπροσωπευτικούς συμμετέχοντες (key-informants), που αφορούσε κυρίως την προσαρμογή κλιμάκων μέτρησης στο περιβάλλον της έρευνάς μας. Τόσο η δειγματοληψία, όσο και οι στατιστικές αναλύσεις που χρησιμοποιήθηκαν, βασίσθηκαν στην σχετική επιστημονική βιβλιογραφία και αρθρογραφία. Το μοντέλο μας ελέχθηκε με μια σειρά αναλύσεων συσχέτισης, παλινδρομήσεων, t-test και ανάλυσης δομικών εξισώσεων (structural equation modeling), όλες βασισμένες σε αθροιστικές μεταβλητές (παράγοντες), οι οποίες είχαν προηγουμένως ελεχθεί ως προς την αντιπροσωπευτικότητα, αξιοπιστία και εγκυρότητά τους. Συμπερασματικά, όπως φάνηκε από τις αναλύσεις παλινδρόμησης, οι επικοινωνιακές ικανότητες και οι ικανότητες ανάπτυξης σχέσεων του ιατρικού επισκέπτη έχουν αρκετές στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις με τις εξηρτημένες μεταβλητές του μοντέλου μας, την ανάπτυξη εμπιστοσύνης και δέσμευση του γιατρού, και στη συνέχεια με την αποτελεσματικότητα του ιατρικού επισκέπτη, επαληθεύοντας έτσι, τις περισσότερες από τις υποθέσεις της έρευνας. Επίσης, οι στατιστικοί δείκτες κατέδειξαν ότι το μοντέλο δομικών εξισώσεων που χρησιμοποιήσαμε συνολικά είναι δυνατό (έχει στατιστική σημαντικότητα). Ωστόσο, σύμφωνα με τα ευρήματα, φαίνεται να είναι διακριτός ο τρόπος ανάπτυξης σχέσεων των γιατρών με τους ιατρικούς επισκέπτες σε δύο επίπεδα, στο κοινωνικό και στο επαγγελματικό. Έτσι, εξαιρετικά ανεπτυγμένες προσωπικές σχέσεις με έναν γιατρό δεν συνεπάγονται αυτόματα και την συνταγογράφηση του φαρμάκου που εκπροσωπεί το ιατρικός επισκέπτης, από τον συγκεκριμένο γιατρό. Όσον αφορά την ανάλυση των ψυχογραφικών χαρακτηριστικών των γιατρών, προέκυψαν δύο ομάδες, οι αλτρουιστές και οι πραγματιστές. Από την συσχέτιση μεταξύ των δύο αυτών ομάδων με τις μεταβλητές της έρευνας φαίνεται ότι οι πραγματιστές εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην ανάπτυξη εμπιστοσύνης με τον ιατρικό επισκέπτη και στον τρόπο που αυτός ανταποκρίνεται στα αιτήματά τους. Από την άλλη πλευρά, οι αλτρουιστές φαίνεται ότι είναι στραμμένοι περισσότερο και προς την γενικότερη ανάπτυξη σχέσεων και την απόκτηση πληροφόρησης γύρω από τα φάρμακα, για αυτό και φαίνεται να δίνουν μεγάλη σημασία στην ικανοποίηση από την επικοινωνία. Αναφορικά με τους παράγοντες επιρροής (contingency factors) του περιβάλλοντος, παρατηρούμε ότι υψηλός ανταγωνισμός, υψηλός δυναμισμός (μεταβλητικότητα της τεχνολογίας) και υψηλή αβεβαιότητα επηρεάζουν τις σχέσεις μεταξύ των ανεξάρτητων και εξηρτημένων μεταβλητών. Το περιβάλλον είναι εκείνο μέσα στο οποίο λειτουργεί η σχέση και, όπως φαίνεται, επηρεάζει τις συνιστώσες της. Ομοίως, η σύγκρουση μεταξύ γιατρού-ιατρικού επισκέπτη, καθώς και η προσωπικότητα του γιατρού φαίνεται ότι επηρεάζουν τις υπό εξέταση σχέσεις της μελέτης μας. Tα συμπεράσματα οδηγούν σε ορισμένες επιπτώσεις και προτάσεις για τα στελέχη των φαρμακευτικών εταιρειών καθώς και σε προτάσεις για περαιτέρω έρευνα. / The pharmaceutical market is a key asset of the economy and the society in general, since drugs, its transaction products, are public goods. For almost a century, the main source of information for doctors, about medicines, are pharmaceutical representatives. The relationship between a physician and a pharmaceutical representative is particularly complicated, and it is not stringent professional but has also social implications. Of course, the doctor has the power in decision making, which is based on position and scientific authority (normative power). In such decision making context, relations between doctors and pharmaceutical industry would be expected to be rather asymmetrical, or unbalanced. In this sense, one would expect that the relationships of doctors and pharmaceutical representatives would be more distinct, without the basis for developing long term bonds. On the other hand, doctors need new scientific data, as knowledge progresses through the ongoing clinical and laboratory research of the pharmaceutical companies. So the decision-making process is complex, greatly unstructured, and requires frequent face to face communication. For example, medicines do not have directly tangible properties, because we cannot know the action (performance) of any medicine, if the patient does not consume it first. Therefore, the physician should initialliy develop confidence in some parameters of the drug as appropriate (e.g. brand name of the drug, clinical trials, pharmaceutical representative reliability, etc.), which, however, makes the decision process very complicated. At the same time, pharmaceutical companies are trying to perform the role of an expert, exerting influence knowledge (referent power) thus making the relationship between these actors more balanced and symmetrical. Despite the increased interest in the pharmaceutical market and the individual studies that exist to date, there has not emerged, to our knowledge, an integrated model that comprehensively address the relationships between doctors and representatives of pharmaceutical companies. The purpose of this quantitative study is to cater to a certain extent this gap in the existing literature. More specifically, the purpose of this study is to formulate a theoretical model for developing long-term relationships between doctors and pharmaceutical representatives, which includes on one hand, as independent variables communication skills and relationship development skills by pharmaceutical representatives, and on the other hand as dependent variables of longterm relationships, trust and commitment of doctors and dependent variables of effectiveness, the performance of pharmaceutical representatives and satisfaction of physicians. The model also examines the ability of a.) environmental variables such as uncertainty, dynamism and intensity of competition, b.) conflict between doctors and pharmaceutical representatives, and c.) psychographic characteristics of physicians, playing the role of contingency factors in relationships between independent and dependent variables. Among other things, the research specifically seeks to capture the image of the Greek pharmaceutical market, viewed as a potential framework for developing relations between doctors and pharmaceutical representatives. In conclusion, as shown by the regression analysis, communication skills and relationship skills development of the pharmaceutical representative have several statistically significant correlations with the dependent variables of our model, trust and commitment of the doctor, and the effectiveness of the pharmaceutical representative, confirming thus, most of the hypotheses of the research. Also, statistical indicators show that the structural equation model is overall possible (is statistically significant). However, according to the findings it appears that doctors are developing relationships with pharmaceutical representatives in two distinct levels, social and professional. So highly developed personal relationships with one doctor, does not automatically imply prescribing the drug, the pharmaceutical representative promotes, from the individual physician. Regarding the analysis of psychographic characteristics of the physicians, emerged two groups, altruists and pragmatists. From the correlation between these two groups with the variables of the survey it seems that pragmatists focus their interest on developing trust with the pharmaceutical representative and on his responsiveness. On the other hand, altruists seem to be mainly facing towards overall development of relationships, the acquisition of information about medicines, and to give great importance to the satisfaction from communication. With respect to contingency factors, as far as environment is concerned, we observe that high competition, high dynamism (variability technology) and high uncertainty affect the relations between the independent and dependent variables. The environment is the one in which the relationship operates and as it is shown affects its components. Similarly, conflict between doctor and pharmaceutical representative, and doctor's personality appear to influence ongoing relationships of our study. These conclusions lead to some implications and suggestions for managers of pharmaceutical companies as well as suggestions for further research.
3

Μελέτη της γενετικής δομής και των φυλογενετικών σχέσεων φυσικών πληθυσμών της Atherina boyeri (Οικ. Atherinidae) με χρήση μικροδορυφορικών δεικτών

Μαγκαφά, Ασημίνα 11 October 2013 (has links)
Στην παρούσα εργασία αξιολογήθηκε η χρήση των μικροδορυφορικών δεικτών για τη μελέτη της γενετικής δομής και των φυλογενετικών σχέσεων των φυσικών πληθυσμών της Atherina boyeri που προέρχονταν τόσο από θαλάσσιες όσο και λιμναίες/λιμνοθαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας. Προηγούμενες μελέτες βασιζόμενες κυρίως σε μιτοχονδριακούς και RAPD δείκτες έχουν υποδείξει την πιθανή παρουσία τριών ομάδων πληθυσμών στην Atherina boyeri με τόσο υψηλές γενετικές αποστάσεις μεταξύ τους που θα μπορούσαν να τις καθιστούν ακόμα και διαφορετικά είδη. Οι ομάδες αυτές είναι: οι θαλάσσιοι πληθυσμοί τύπου Ι (μη εστιγμένοι),οι θαλάσσιοι πληθυσμοί τύπου ΙΙ (εστιγμένοι) και οι λιμναίοι/λιμνοθαλάσσιοι πληθυσμοί. Η ανάλυση στην παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκε με χρήση 11 μικροδορυφορικών δεικτών που σχεδιάστηκαν από τους Milana et al. (2009). Οι μικροδορυφορικοί δείκτες θεωρούνται εξαιρετικό εργαλείο μελέτης των φυλογενετικών σχέσεων μεταξύ πρόσφατα διαχωρισμένων ειδών δεδομένου ότι είναι άφθονοι, πυρηνικοί, διάσπαρτοι στο γονιδίωμα, υψηλά πολυμορφικοί και ταχέως εξελισσόμενοι. Τα αποτελέσματα έδειξαν πολύ υψηλό βαθμό πολυμορφισμού στους υπό ανάλυση πληθυσμούς και μεγάλη γενετική διαφοροποίηση μεταξύ των ελληνικών πληθυσμών του είδους όπως αυτή εκφράζεται από τις διαφορές στις συχνότητες των αλληλομόρφων των μικροδορυφορικών δεικτών. Φαίνεται επίσης να επιβεβαιώνεται η διάκριση μεταξύ των δυο θαλάσσιων τύπων της Atherina boyeri, ωστόσο οι λιμναίοι/λιμνοθαλάσσιοι πληθυσμοί παρουσιάζουν τόσο διαφορετικό γενετικό πρότυπο που θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να συνιστούν μια ενιαία ομάδα πληθυσμών. Οι δείκτες αυτοί δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν στην ανάλυση όλων των διαθέσιμων πληθυσμών, κυρίως λόγω της παρουσίας μη ενισχυόμενων (null) αλληλομόρφων, καθώς επίσης και πολλαπλών ή/και ασθενών ζωνών, γεγονός που επίσης υποδεικνύει την ύπαρξη μεγάλων γενετικών διαφοροποιήσεων, που πιθανώς ξεπερνούν τα όρια του είδους. Προκείμενου να ξεπεραστούν τα ανωτέρω προβλήματα απαιτείται η βελτιστοποίησή τους ανά ομάδα πληθυσμών, μέσω α) αλλαγών στις συνθήκες των PCR αντιδράσεων και β) κλωνοποίησης και αλληλούχισης των δεικτών αυτών από άτομα των πληθυσμών στα οποία ήταν λειτουργικοί, ώστε να επιτευχθεί ο σχεδιασμός νέων ζευγών εκκινητών, ειδικών για επιμέρους ομάδες πληθυσμών. / The present study aims at the measure of the genetic differentiation and the resolution of the phylogenetic relationships among A.boyeri populations originating from lakes/lagoons and marine sites of Greece. Previously studies based on RAPD and mitochondrial markers suggest the existence of three forms of populations of A.boyeri which could represent three different species. These three types are: marine type I, which includes almost all marine populations (non-punctuated), excluding specimens collected from Preveza, Evoia and Kos, which form the marine type II (punctuated) and the “lagoon” type which consists of all the lagoon/lake populations. In the present study, eleven microsatellite markers designed by Milana et al. (2009), were used. Microsatellite markers are supposed to be great tools in phylogenetic studies among recently separated species because they are abundant, nuclear, dispersed around the genome, highly polymorphic and rapidly evolving. Our results showed very high degree of polymorphism in the analyzed populations and extended genetic differentiation among Greek populations of the species as expressed by differences in allele frequencies of the microsatellite markers. They also seems to confirm the distinction between the two marine types of A.boyeri, but the lagoon/lake populations present different allele paterns, pointing to the possible existence of differentiated groups among them. Some of the markers could not be used in the analysis of all the available populations. This is mainly attributed to the presence of null alleles for some of the populations and to scoring difficulties raising from the presence of multiple and/or weak amplicons. This also indicates the existence of great genetic variations, which possibly exceed species limit. To overcome the above difficulties, optimization per marker is required, including a) optimization of PCR conditions and b) cloning and sequencing of these markers from individuals of the population that were functional to achieve the design of new prime pairs, specific for each group of populations .
4

Asymmetric price transmission in food supply chains in the European Union / Εμπειρική μελέτη στην μη συμμετρική μετάδοση τιμών στην εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Pishtari, Mikel 07 October 2014 (has links)
The agricultural sector plays a major role in European economies. Of course, it is also very important to the labour market, the income of the poorest people and food security. The food crisis of 2008 has raised numerous questions about the impact of such variability on welfare and the economic sector which directly concerns the agricultural sector. Given the importance of the agricultural sector to the economies, if governments are to take adequate measures to ensure food security, they need to have a good understanding of the functioning of their markets. Agricultural markets have been one of the central targets for the analysis of price transmission. The interest in price transmission has recently gained attention and the amount of studies on this subject is rapidly growing. The price is considered to be the principal mechanism connecting the different stages of the food supply chain. The present thesis studies the existence of asymmetry in the price transmission along the supply chain in the European Countries of 27. In other words, this study addresses the questions: How much and how fast are price changes passed through between the different stages of the chain? Do increases in producer prices lead to immediate increases in consumer prices and also decreases in producer prices take time to be passed down to the consumers? This document aims to check about adjustment of prices in the food supply chain, which is an important characteristic of the functioning of the markets. / Το ενδιαφέρον για τη μετάδοση των τιμών έχει κερδίσει την προσοχή και ο αριθμός των μελετών για το θέμα αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρονιά. Η τιμή θεωρείται ότι είναι ο κύριος μηχανισμός που συνδέει τα διάφορα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων. Η παρούσα εργασία μελετά την ύπαρξη της ασυμμετρίας στη μετάδοση των τιμών κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων στις ευρωπαϊκές χώρες των 27. Με άλλα λόγια, η μελέτη αυτή εξετάζει τα ερωτήματα: Πόσο και πόσο γρήγορα οι αλλαγές των τιμών περνούν μέσα από τα διάφορα στάδια της αλυσίδας ; Εάν οι αυξήσεις στις τιμές παραγωγού οδηγούν σε άμεση αύξηση των τιμών καταναλωτή, επίσης εάν οι μειώσεις στις τιμές παραγωγού χρειάζονται χρόνο για να περάσουν στους καταναλωτές; Το παρόν έγγραφο έχει ως στόχο να ελέγξει την προσαρμογή των τιμών στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων η οποία είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της λειτουργίας των αγορών. Οι τιμές των τροφίμων έχουν εμφανίσει ακραίες διακυμάνσεις τα τελευταία χρόνια, φτάνοντας σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2007 και τους πρώτους μήνες του 2008, προτού πέσουν ραγδαία κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Αυτή η αυξημένη μεταβλητότητα, τονίζει την ανάγκη να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων . Οι τιμές των εμπορευμάτων είναι οι πιο σημαντικοί καθοριστικοί παράγοντες της παγκόσμιας οικονομικής απόδοσης. Οι επιχειρηματικές αποφάσεις σχετικά με την παραγωγή, την κατανάλωση και την εμπορία των επιχειρήσεων, συνδέονται άμεσα με τις αγορές εμπορευμάτων. Στην εργασία αυτή , αρχικά αναφέρω συνοπτικά τι είναι η μη συμμετρική μετάδοση των τιμών , τα είδη ασυμμετρίας , τους παράγοντες που προκαλούν ασυμμετρία καθώς και τα αποτελέσματα της έρευνας που έκανα. Οι τιμές που χρησιμοποίησα στην ανάλυση αυτή είναι μηνιαίοι δείκτες με έτος βάσης το 2010, από τον Ιανουάριο του 2005 μέχρι τον Ιανουάριο του 2014. Χρησιμοποίησα την βάση δεδομένων της Eurostat για τους δείκτες τιμών των τροφίμων και για το πετρέλαιο την βάση δεδομένων Mundi.
5

Η μουσική ως μέσο κοινωνικών σχέσεων στο νηπιαγωγείο

Χειμώνα, Ειρήνη 27 August 2009 (has links)
Σκοπός αυτής της έρευνας είναι να διερευνήσει τις απόψεις των νηπιαγωγών σχετικά με τη θέση της μουσικής στο Νηπιαγωγείο σήμερα, καθώς και τις σχέσεις των νηπίων μεταξύ τους και με τη νηπιαγωγό τους μέσω της μουσικής. Έτσι, αρχικά διερευνάται η συμβολή της αισθητικής αγωγής στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού της προσχολικής ηλικίας, έπειτα παρουσιάζονται διάφορα εκπαιδευτικά μοντέλα για τη διδασκαλία της μουσικής στο Νηπιαγωγείο και αναλύεται το Μουσικοκινητικό Σύστημα του Orff, ση συνέχεια γίνεται λόγος για την θέση της μουσικής στα αναλυτικά προγράμματα σπουδών για το Νηπιαγωγείο στην Ελλάδα και στην Αγγλία, μέσα από μια συγκριτική ανάλυση αυτών και η μελέτη κλείνει με μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε το Μάιο του 2008 σε 19 τμήματα Νηπιαγωγείων της Πάτρας και είχε ως αντικείμενο τη διερεύνηση της σχέσης των παιδιών μεταξύ τους και με τη νηπιαγωγό τους μέσα από δραστηριότητες μουσικής και τα συμπεράσματα που διεξάγονται από αυτή. / The aim of this research is to study the kindergarten teachers’ viewpoint of music’s condition in the kindergarten today and also their aspect on children’s relationship with the other children and their teacher through music activities. So, initially the study focuses on the confluence of esthetic education on infants’ development. There is also a presentation of educational styles on music’s tuition in the kindergarten and an analysis of Orff’s music system, while part of this study is the comperative presentation of greek and english curriculum for music in the kindergarten. Finally, the study focuses on a research that took place in May 2008 at 19 classes of Patra’ s kindergartens looking into the children’s relationship with their colleagues and their teacher through music activities and of course the conclusions that have been conducted from the research.
6

Σχολικές σχέσεις και δραστηριότητες μεταξύ Ελλήνων και αλλοδαπών μαθητών Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού

Τζίφρα, Κλεοπάτρα 30 September 2008 (has links)
Η παρούσα εργασία αναφέρεται στη μελέτη των σχολικών σχέσεων και των εξωσχολικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων και αλλοδαπών μαθητών. Αναλυτικότερα, μελετούνται οι σχέσεις που αναπτύσσουν οι μαθητές μεταξύ τους, πόσο επηρεάζονται αυτές από την καταγωγή των μαθητών καθώς και οι σχέσεις των μαθητών με το δάσκαλό τους. Τέλος, ερευνάται η επιλογή των εξωσχολικών δραστηριοτήτων από την πλευρά των μαθητών σε σχέση με την επίδραση της οικογένειας και του σχολείου. / The present study refers to school relations and extracurricular activities of Greek and foreign students. Particularly, subjects, such as relationships among students as well as the impact students’ origin has on it or relationships between students and their teacher have been studied. Finally, there has been investigated the influence which family and school have on students’ choice of extracurricular activities.
7

Οικογενειακές σχέσεις και ηθικές αξίες σε Έλληνες και αλλοδαπούς μαθητές της Ε' και Στ΄ τάξης του δημοτικού σχολείου

Μανωλοπούλου, Παναγιώτα 25 September 2008 (has links)
Η παρούσα έρευνα μελετά το θέμα των οικογενειακών σχέσεων και ηθικών αξιών στις ηλικίες των 11 και 12 ετών (Ε΄ και Στ΄ τάξη του Δημοτικού Σχολείου, αντίστοιχα) σε Έλληνες και αλλοδαπούς μαθητές. Έχει σκοπό να δείξει κατά πόσο οι μαθητές με διαφορετική εθνότητα, φύλο και ηλικία διαφέρουν ως προς τις οικογενειακές τους σχέσεις και τις ηθικές τους αξίες. Επίσης, θέλει να εντοπίσει τις μεταβλητές οι οποίες παίζουν ρόλο και διαφοροποιούν τις απαντήσεις, και πώς μπορούν να αξιοποιηθούν τα αποτελέσματά της. Αντλήθηκαν πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικές με το θέμα αυτό και στη συνέχεια κατασκευάσθηκε ερωτηματολόγιο το οποίο χορηγήθηκε σε μαθητές Ε΄ και Στ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου σε διάφορα σχολεία της Πάτρας. Το δείγμα ήταν καθαρά ευκαιριακό και συνεπώς τα αποτελέσματα της έρευνας δεν μπορούν να γενικευτούν. Ωστόσο, έγινε προσπάθεια ώστε να διατυπωθούν κάποια συμπεράσματα. / The present research is studying the subject of familial relations and moral values at the ages of eleven and twelve years old (Fifth and Sixth grade of elementary school respectively) in Greeks and foreigners students. Its purpose is to show whether students of different nationality, gender and age differ in their familial relations and moral values. Also, it is trying to locate the variables that influence and differentiate the answers, and how the results of the research can be turned into account. The information was taken from several sources which were relevant to the specific subject. After that, a questionnaire was made which was given to the students of the Fifth and Sixth grade of several elementary schools of Patras. The sample was totally occasional and therefore the results of the research cannot be generalized. However, an effort was made for some conclusions to be formulated.
8

Εργασιακές σχέσεις και εργασιακή ικανοποίηση: Η περίπτωση του ΟΤΕ

Ασπιώτη, Βασιλική 11 October 2013 (has links)
Οι εργασιακές σχέσεις αποτελούν ένα θέμα μείζονος σημασίας για τις επιχειρήσεις και μπορούν να είναι ένας από τους παράγοντες που θα επηρεάσουν την αποδοτικότητά τους. Όταν εκδηλώνονται αρνητικές καταστάσεις στον εργασιακό χώρο, λόγω απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, η απόδοση των εργαζομένων δεν είναι η επιθυμητή. Οι εργασιακές σχέσεις συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την εργασιακή ικανοποίηση. Αν ο εργαζόμενος νιώθει ικανοποιημένος από την εργασία του, τότε είναι πιο παραγωγικός και συμβάλλει ενεργά στην ανάπτυξη της εταιρείας που εργάζεται. Η εργασιακή ικανοποίηση προέρχεται από καταστάσεις και χαρακτηριστικά όπως ο μισθός, το ωράριο εργασίας, οι σχέσεις εργαζομένων διοίκησης αλλά και εργαζομένων μεταξύ τους, η εκπαίδευση και κατάρτιση, δηλαδή πεδία τα οποία μελετώνται και από τις εργασιακές σχέσεις. Η εργασία αυτή θα προσπαθήσει να αναδείξει την άμεση σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε εργασιακές σχέσεις και εργασιακή ικανοποίηση, μελετώντας την περίπτωση μιας εκ των μεγαλύτερων εταιρειών στην Ελλάδα και τη ΝΑ Ευρώπη, την εταιρεία ΟΤΕ Α.Ε.. Από την έρευνα αυτή προκύπτουν αρκετά σημαντικά συμπεράσματα που συνδέουν τις εργασιακές σχέσεις και την εργασιακή ικανοποίηση και ειδικά σε μια περίοδο που ως κύριο χαρακτηριστικό έχει την οικονομική κρίση. / Industrial relations are a major issue for firms and can be one of the factors that affect their profitability. When negative situations occur in the workplace due to destabilization of industrial relations, employee performance is not the desirable one. Industrial relations are highly related to job satisfaction. If the employee feels satisfied with his/her job, then s/he is more productive and actively contributes to the development of the company. Job satisfaction stems from factors such as salary, working hours, relations between employees and managers as well as relations with colleagues, education and training, that is fields that are studied under industrial relations. This paper attempts to highlight the direct link between industrial relations and job satisfaction, studying the case of one of the largest companies in Greece and SE Europe: Greek Telecoms (OTE A.E.). The findings of this research link industrial relations with job satisfaction especially at a time defined by the economic crisis.
9

Examination of the level of adoption of opportunistic behaviors in the supply chain in the food sector : Relationships between multiple retailers and suppliers / Εξέταση του βαθμού υιοθέτησης οπορτουνιστικών συμπεριφορών στην εφοδιαστική αλυσίδα στον κλάδο τροφίμων : Σχέσεις επιχειρήσεων λιανικής πώλησης και προμηθευτών

Μαγλαράς, Γεώργιος 21 July 2015 (has links)
Food supply chains are dominated by multiple retailing companies with high market power. There is a raising concern about multiple retailers’ practicing in their relationships with suppliers. In some cases, multiple retailers may behave opportunistically against their suppliers. This could negatively impact suppliers’ operations, the whole chain’s competitiveness and in the long term even consumers’ welfare. Even though the issue is of high importance no studies have attempted to examine it empirically in the past. The aim of this study is to investigate potential multiple retailers’ opportunism in the supply chain in the Greek food sector. For this reason a conceptual model describing the creation of multiple retailers’ opportunism was developed. A combination of qualitative and quantitative research methods was applied in order to confirm the conceptual model. In-depth interviews with practitioners preliminarily confirmed the model and gave valuable contextual specific information. A large scale survey in a sample of 398 food suppliers gave significant results concerning multiple retailers’ opportunistic behaviors. Structural Equation Modeling was applied for data analysis. The study confirmed the developed model and showed that in some cases retailers may adopt opportunistic practices. Goal incompatibility between the exchange partners and suppliers’ dependence on their big customers are the most important factors creating opportunism. In addition, the study found that small suppliers and suppliers who compete with own brand products face higher levels of opportunism. Excessive payments to retailers, agreement violations and negotiation pressures are the three emerged underlying dimensions of retailers’ opportunism. The findings of the study can be used by suppliers for mitigating retailers’ opportunistic behavior and also for increasing their awareness concerning the requirements of such a relationship. In addition, retailers could obtain significant insights for the suppliers’ perceptions concerning their relationships. / Οι μεγάλες επιχειρήσεις λιανικής πώλησης έχουν αποκτήσει μεγάλη δύναμη και κυριαρχούν στις εφοδιαστικές αλυσίδες στον κλάδο τροφίμων. Αυτό έχει δημιουργήσει μία αυξανόμενη ανησυχία σχετικά με τις πρακτικές που ακολουθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις λιανικής πώλησης στις σχέσεις τους με τους προμηθευτές. Κάποιες φορές οι επιχειρήσεις λιανικής πώλησης συμπεριφέρονται οπορτουνιστικά απέναντι στους προμηθευτές τους. Το γεγονός αυτό μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την λειτουργία των προμηθευτών, την ανταγωνιστικότητα όλης της εφοδιαστικής αλυσίδας και μακροπρόθεσμα την ευημερία του καταναλωτή. Αν και το συγκεκριμένο ερευνητικό αντικείμενο είναι ιδιαίτερα σημαντικό δεν έχουν πραγματοποιηθεί εμπειρικές μελέτες που εστιάζουν σε αυτό. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να διερευνήσει τον πιθανό οπορτουνισμό των επιχειρήσεων λιανικής πώλησης στην εφοδιαστική αλυσίδα στον κλάδο τροφίμων στην Ελλάδα. Για το σκοπό αυτό αναπτύχθηκε ένα ερευνητικό μοντέλο που περιγράφει την δημιουργία οπορτουνισμού από την πλευρά των μεγάλων επιχειρήσεων λιανικής πώλησης. Για την εξέταση και επιβεβαίωση του ερευνητικού μοντέλου χρησιμοποιήθηκε ένας συνδυασμός ποιοτικών και ποσοτικών ερευνητικών μεθόδων. Αρχικά διεξήχθησαν συνεντεύξεις σε βάθος με στελέχη επιχειρήσεων τροφίμων οι οποίες επιβεβαίωσαν το μοντέλο σε πρώτη φάση και έδωσαν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις σχέσεις προμηθευτών-επιχειρήσεων λιανικής πώλησης στην Ελληνική αγορά. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε μεγάλης κλίμακας έρευνα δημοσκόπησης σε 398 προμηθευτές τροφίμων από την οποία προέκυψαν σημαντικά αποτελέσματα σχετικά με την οπορτουνιστική συμπεριφορά των επιχειρήσεων λιανικής πώλησης. Τα δεδομένα της έρευνας δημοσκόπησης αναλύθηκαν με τη χρήση Μοντέλου Δομικών Εξισώσεων. Η μελέτη επιβεβαίωσε το ερευνητικό μοντέλο που αναπτύχθηκε και έδειξε ότι σε μερικές περιπτώσεις οι επιχειρήσεις λιανικής πώλησης μπορεί να υιοθετήσουν οπορτουνιστικές πρακτικές. Η ασυμφωνία στόχων μεταξύ των συνεργατών και η μεγάλη εξάρτηση των προμηθευτών από τις επιχειρήσεις λιανικής πώλησης είναι οι πιο σημαντικοί παράγοντες δημιουργίας οπορτουνισμού. Επιπλέον, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι μικρότεροι προμηθευτές και οι προμηθευτές που ανταγωνίζονται προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας αντιμετωπίζουν υψηλότερα επίπεδα οπορτουνισμού. Υπερβολικές πληρωμές προς τις επιχειρήσεις λιανικής πώλησης, παραβίαση μέρους των συμφωνιών και διαπραγματευτικές πιέσεις είναι οι βασικές διαστάσεις των εξεταζόμενων πρακτικών. Τα αποτελέσματα της μελέτης μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους προμηθευτές ώστε να αμβλύνουν την οπορτουνιστική συμπεριφορά των επιχειρήσεων λιανικής πώλησης αλλά και για να αυξήσουν την γνώση των προμηθευτών σχετικά με τις απαιτήσεις που παρουσιάζουν οι εμπορικές σχέσεις με μεγάλους πελάτες. Τα ευρήματα της μελέτης είναι ιδιαιτέρως χρήσιμα και για τις επιχειρήσεις λιανικής πώλησης οι οποίες μπορούν να αποκτήσουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις αντιλήψεις των προμηθευτών για τις εμπορικές σχέσεις τους.
10

Causal relationship and longstanding relationship between foreign exchange and capital markets / Ύπαρξη μακροχρόνιων σχέσεων και σχέσεων αιτιότητας μεταξύ συναλλαγματικής ισοτιμίας και κεφαλαιαγορών

Τζεβελέκα, Αικατερίνη 03 April 2015 (has links)
In this paper we estimate the short-term and long-term relationship between stock prices and exchange rates for the sample of US and Asian markets during the period 2004 – 2014. Monetary variables include money supply, interest rates, foreign exchange rates, and the consumer price index. All the data are monthly indices and have been examined using multivariate co integration analysis and Granger causality analysis. The empirical analysis employed provides evidence of a positive co-integrating short- run relationship between these variable with Granger causality found to run from stock prices to the exchange rate during the sample period in Japan. For US, significant relationships were not been established. The results for Japan confirm the conclusion of other studies that stock returns are significant predictors of short – run exchange rate movements especially in period of financial crisis. We also apply LS model in order to estimate a linear regression. / Στην εργασία αυτή θα εκτιμηθεί η βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σχέση μεταξύ των τιμών των μετοχών και των συναλλαγματικών ισοτιμιών για το δείγμα των αμερικανικών και ασιατικών αγορών κατά την περίοδο 2004-2014. Νομισματικές μεταβλητές περιλαμβάνουν την προσφορά χρήματος, τα επιτόκια, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τον δείκτη τιμών καταναλωτή. Όλα τα στοιχεία είναι μηνιαία και έχουν εξεταστεί σύμφωνα με πολυπαραγοντική ανάλυση και την ανάλυση της αιτιότητας. Η εμπειρική ανάλυση που χρησιμοποιείται παρέχει απόδειξη της θετικής σχέσης μεταξύ αυτών των μεταβλητών με Granger αιτιότητα από τις τιμές των μετοχών προς την συναλλαγματική ισοτιμία κατά τη διάρκεια της περιόδου του δείγματος στην Ιαπωνία. Για την Αμερική, σημαντικές σχέσεις δεν έχουν τεκμηριωθεί. Τα αποτελέσματα για την Ιαπωνία επιβεβαιώνουν το συμπέρασμα άλλων μελέτών ότι οι αποδόσεις των μετοχών είναι σημαντικοί παράγοντες πρόβλεψης των βραχυπροθεσμων διακυμανσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών,ιδίως σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Μπορούμε επίσης να εφαρμόσουμε το μοντέλο LS, προκειμένου να εκτιμηθεί μια γραμμική παλινδρόμηση.

Page generated in 0.0346 seconds