Spelling suggestions: "subject:"απώλειες ευημερία"" "subject:"απώλειες εφημερίδες""
1 |
Measuring market power in the Greek manufacturing industry with emphasis in the food industryΚαλαντζή, Μαρία 25 May 2015 (has links)
The social welfare of an economy is maximized when the various economic industries operate under conditions of perfect competition. According to the industrial organization, any deviation from perfect competition leads to several losses for the economy and more generally for the society. The investigation of the degree of market power, which comprises the basic objective of the present dissertation, is vital for the proper functioning of the economy. Therefore, the present study tests for the degree of market power and the market power determinants in the twenty-one sectors of the Greek manufacturing industry over the period 1983-2007. The degree of market power is also assessed in the nine sectors of the Greek food and beverages manufacturing industry for the period 1983-2007. Moreover, this study investigates the markup and the markup determinants for the twenty-one sectors of the Greek manufacturing industry as well as for the nine sectors of the Greek food and beverages manufacturing industry over the period 1984-2007. Furthermore, the present study estimates the welfare losses in the event of the existence of oligopoly power. In addition, the technical efficiency and its determinants are investigated for the twenty-one sectors of the Greek manufacturing industry as well as for the nine sectors of the Greek food and beverages manufacturing industry during the period 1984-2007.
Three different approaches based on the “new empirical industrial organization” (NEIO) were used with the view to measuring the degree of market power and evaluating the competitive conditions. The first approach is the conjectural variation approach, which provides estimates regarding the actual degree of market power. The second approach is the Hall-Roeger approach and it investigates the market structure and more specifically the markup. The third approach developed comprises an extension of the Hal-Roeger approach and offers contemporaneous estimates about the degree of market power and the markup. Moreover, the welfare losses were estimated using a formal model of oligopoly. The technical efficiency was measured following the “data envelopment analysis” (DEA), while its sources were determined based on the Simar and Wilson’s Algorithm 1. A very important issue in the present study is the application of the bootstrap technique to the empirical estimations. That is why the application of the bootstrapping can lead to an accurate estimation of the sampling distribution without any assumptions on the distribution of the population from which the sample was taken so that the results of the empirical estimates can be accurate, robust and reliable.
The empirical results indicate the presence of some degree of market power and markup in all sectors of the Greek manufacturing industry as well as those of the Greek food and beverages manufacturing industry over the period 1983-2007. In other words, the findings imply that both the manufacturing industry as well as the food and beverages industry operated under conditions of imperfect competition implying the existence of welfare losses. Furthermore, the results indicate that in the case of the Greek manufacturing industry, among the factors determining the market power and the markup at the sectoral level are the number of firms, the labor intensity and the sector size, while the determinants of market power and markup, over time, are the number of firms, the labor intensity and the growth. In the case of the Greek food and beverages manufacturing industry, the results suggest that among the determinants of the markup are the number of firms, the capital intensity and the sector size. More specifically, the empirical results imply that the degree of market power and the markup are negatively related to the variables of the number of firms and the labor intensity. In other words, the higher the number of firms, the lower the degree of market power and markup. Also, the sectors which are more labor-intensive have a lower degree of market power and markup. Additionally, the findings support that the degree of market power and the markup are related positively to the variables of the sector size, the growth and the capital intensity. In particular, the bigger the size of a sector the higher the degree of market power and markup. Also, the growth leads to a higher level of market power and markup. Furthermore, the sectors which are more capital-intensive have a higher markup.
Moreover, the empirical results indicate that, on average, all sectors of the Greek manufacture as well as those of the food and beverages industry are technically inefficient over the period 1984-2007. Note that, in the case of the Greek manufacturing industry, the technical efficiency tends to increase over the period 1984-2007, whereas in the case of the Greek food and beverages manufacturing industry, the technical efficiency tends to decrease over the same period, i.e. 1984-2007. Also, the findings of the present dissertation imply that among the factors affecting technical efficiency for both the Greek manufacture and the food and beverages industry are the sector size, the growth, the capital and labor productivity and the labor intensity. More specifically, the empirical results indicate that the variables of sector size, growth, capital and labor productivity and labor intensity can positively influence the level of technical efficiency. In other words, the bigger the sector the higher the level of technical efficiency. Also, the growth improves the technical efficiency of a sector. Moreover, an increase in the capital productivity or/and in the labor productivity can lead to a higher level of technical efficiency. In addition to that, an increase of the labor intensity can result in the technical efficiency increase. / Η κοινωνική ευημερία μιας οικονομίας μεγιστοποιείται όταν οι διάφοροι κλάδοι που την απαρτίζουν λειτουργούν ανταγωνιστικά. Σύμφωνα με τη βιομηχανική οργάνωση, οποιαδήποτε απόκλιση από τον τέλειο ανταγωνισμό οδηγεί σε διάφορες απώλειες για την εν λόγω οικονομία, οι οποίες βέβαια επιφέρουν και ποικίλες κοινωνικές επιπτώσεις. Η εξέταση του βαθμού δύναμης της αγοράς (market power), η οποία αποτελεί τον βασικό στόχο της παρούσας διατριβής, είναι ζωτικής σημασίας για την σωστή λειτουργία της οικονομίας.
Στο πλαίσιο της παρούσας διδακτορικής διατριβής πραγματοποιείται μία προσπάθεια εκτίμησης του βαθμού δύναμης της αγοράς (market power) και των προσδιοριστικών της παραγόντων για είκοσι-ένα (21) κλάδους της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας χρησιμοποιώντας στοιχεία της περιόδου 1983-2007. Επιπλέον, στόχος της εργασίας αυτής είναι ο υπολογισμός του βαθμού δύναμης της αγοράς (market power) των εννέα (9) κλάδων της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών κατά τη διάρκεια της περιόδου 1983-2007. Επίσης, υπολογίζεται το περιθώριο κέρδους (markup) και οι προσδιοριστικοί του παράγοντες για τους είκοσι-ένα κλάδους της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας και τους εννέα κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών κατά τη διάρκεια της περιόδου 1984-2007, καθώς και οι απώλειες ευημερίας σε περίπτωση ύπαρξης ολιγοπωλιακής δύναμης στους εν λόγω κλάδους. Τέλος, στο πλαίσιο της εργασίας αυτής γίνεται υπολογισμός του επιπέδου τεχνικής αποτελεσματικότητας καθώς και των προσδιοριστικών παραγόντων της τεχνικής αποτελεσματικότητας για τους είκοσι-ένα κλάδους της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας και τους εννέα κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών κατά τη διάρκεια της περιόδου 1984-2007.
Τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις, που βασίζονται στην μεθοδολογία της «νέας εμπειρικής βιομηχανικής οργάνωσης», χρησιμοποιούνται για την μέτρηση του βαθμού δύναμης της αγοράς (market power) και την εξέταση των συνθηκών ανταγωνισμού γενικότερα. Η πρώτη, αφορά την προσέγγιση της «εικαζόμενης μεταβλητότητας» και παρέχει εκτιμήσεις σχετικά με τον ακριβή βαθμό δύναμης της αγοράς (market power). Η δεύτερη, βασίζεται στην προσέγγιση των Hall-Roeger και εξετάζει τη δομή της αγοράς και πιο συγκεκριμένα το περιθώριο κέρδους (markup). Η τρίτη προσέγγιση που αναπτύσσεται αποτελεί μια επέκταση της προσέγγισης των Hal-Roeger και παρέχει ταυτόχρονες εκτιμήσεις σχετικά με το βαθμό δύναμης της αγοράς και το περιθώριο κέρδους. Μέσω της παρούσας εργασίας, επίσης, γίνεται προσπάθεια εκτίμησης των απωλειών ευημερίας χρησιμοποιώντας ένα τυπικό μοντέλο ολιγοπωλίου. Επιπλέον, μετράται η τεχνική αποτελεσματικότητα ακολουθώντας την τεχνική της «περιβάλλουσας ανάλυσης δεδομένων» (data envelopment analysis or DEA), ενώ οι παράγοντες που την επηρεάζουν προσδιορίζονται βάσει του Αλγορίθμου 1 των Simar and Wilson. Ένα πολύ σημαντικό σημείο αυτής της διατριβής αποτελεί η εφαρμογή της μεθόδου «bootstrap» στις εμπειρικές εκτιμήσεις. Το παραπάνω παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί η εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου μπορεί να οδηγήσει στην ακριβή εκτίμηση της δειγματικής κατανομής χωρίς καμία υπόθεση για την κατανομή του πληθυσμού από τον οποίο λαμβάνεται το δείγμα ούτως ώστε τα αποτελέσματα των εμπειρικών εκτιμήσεων να είναι ιδιαίτερα αξιόπιστα.
Τα εμπειρικά αποτελέσματα αναδεικνύουν τόσο την παρουσία κάποιου βαθμού δύναμης της αγοράς όσο κι ενός περιθωρίου κέρδους σε όλους τους κλάδους της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας και της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών κατά την διάρκεια της περιόδου 1983-2007. Γενικά, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι και η μεταποιητική βιομηχανία και η βιομηχανία τροφίμων και ποτών λειτουργούν υπό συνθήκες ατελούς ανταγωνισμού έχοντας ως συνέπεια την ύπαρξη απωλειών ευημερίας για τους εν λόγω κλάδους. Επιπλέον, στην περίπτωση της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας, ανάμεσα στους παράγοντες που επηρεάζουν τη δύναμη της αγοράς και το περιθώριο κέρδους σε επίπεδο κλάδου είναι ο αριθμός των επιχειρήσεων, η μεταβλητή εντάσεως εργασίας και το μέγεθος του κλάδου, ενώ ανάμεσα στους προσδιοριστικούς παράγοντες της δύναμης της αγοράς και του περιθωρίου κέρδους διαχρονικά συγκαταλέγονται ο αριθμός των επιχειρήσεων, η μεταβλητή εντάσεως εργασίας και η ανάπτυξη. Στην περίπτωση της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών τα εμπειρικά αποτελέσματα δείχνουν ότι ανάμεσα στους προσδιοριστικούς παράγοντες του περιθωρίου κέρδους είναι ο αριθμός των επιχειρήσεων, η μεταβλητή εντάσεως κεφαλαίου και το μέγεθος του κλάδου. Πιο συγκεκριμένα, τα εμπειρικά αποτελέσματα φανερώνουν ότι ο βαθμός δύναμης της αγοράς και το περιθώριο κέρδους είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα του αριθμού των επιχειρήσεων και της μεταβλητής εντάσεως εργασίας. Κατά συνέπεια, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των επιχειρήσεων σε ένα κλάδο, τόσο χαμηλότερος είναι ο βαθμός δύναμης της αγοράς και το περιθώριο κέρδους. Επίσης, οι κλάδοι που είναι περισσότερο εντάσεως εργασίας έχουν χαμηλότερο βαθμό δύναμης της αγοράς και περιθώριο κέρδους. Ένα επιπρόσθετο συμπέρασμα που εξάγεται μέσα από τη μελέτη και την ερμηνεία των εμπειρικών αποτελεσμάτων είναι ότι ο βαθμός δύναμης της αγοράς και το περιθώριο κέρδους σχετίζονται θετικά με το μέγεθος του κλάδου, την ανάπτυξη και τη μεταβλητή εντάσεως κεφαλαίου. Πιο συγκεκριμένα, όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος του κλάδου, τόσο μεγαλύτερα είναι η δύναμη της αγοράς και το περιθώριο κέρδους. Επίσης, χρήσιμο συμπέρασμα της ερμηνείας των εμπειρικών αποτελεσμάτων είναι το ότι η ανάπτυξη φαίνεται να οδηγεί σε υψηλότερο επίπεδο δύναμης της αγοράς και περιθώριο κέρδους. Ακόμα, οι κλάδοι που είναι περισσότερο εντάσεως κεφαλαίου εμφανίζονται να έχουν υψηλότερο περιθώριο κέρδους.
Σε ό,τι αφορά την παράμετρο της τεχνικής αποτελεσματικότητας τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής δείχνουν ότι - κατά μέσο όρο - όλοι οι κλάδοι της ελληνικής μεταποίησης και της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών είναι τεχνικά αναποτελεσματικοί κατά τη διάρκεια της περιόδου 1984-2007. Ωστόσο, στην περίπτωση της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας, και για την προαναφερθείσα χρονική περίοδο, η συγκεκριμένη παράμετρος παρουσιάζει μία πτωτική τάση, ενώ στην περίπτωση της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών η τάση αυτή είναι αυξητική. Επιπλέον, η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της παρούσας εργασίας φανερώνει ότι, τόσο για την ελληνική μεταποίηση όσο και τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών, ανάμεσα στους παράγοντες που επηρεάζουν την τεχνική αποτελεσματικότητα είναι το μέγεθος του κλάδου, η ανάπτυξη, η παραγωγικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας καθώς και η μεταβλητή εντάσεως εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί μέσω των αποτελεσμάτων να υποστηριχθεί ότι οι προαναφερθείσες μεταβλητές - το μέγεθος του κλάδου, η ανάπτυξη, η παραγωγικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας και η μεταβλητή εντάσεως εργασίας - επηρεάζουν θετικά την τεχνική αποτελεσματικότητα. Με άλλα λόγια, μια αύξηση στο μέγεθος ενός κλάδου θα οδηγήσει σε υψηλότερο επίπεδο τεχνικής αποτελεσματικότητας. Επίσης, η ανάπτυξη βελτιώνει την τεχνική αποτελεσματικότητα ενός κλάδου. Επιπρόσθετα, μια αύξηση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου ή/και της εργασίας μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα τεχνικής αποτελεσματικότητας. Τέλος, μια αύξηση της μεταβλητής εντάσεως εργασίας μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της τεχνικής αποτελεσματικότητας.
|
Page generated in 0.029 seconds