• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • 1
  • Tagged with
  • 4
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Ελεγχόμενη διάδοση ρωγμών λόγω κόπωσης σε συνθήκες συντονισμού

Δεντσόρας, Αργύρης Ι. 18 August 2010 (has links)
- / -
2

Χαρακτηρισμός & μελέτη της επίδρασης των ρωγμών & της θερμικής κόπωσης στη μηχανική συμπεριφορά σύνθετων υλικών εποξικής ρητίνης ενισχυμένης με κόκκους αλουμινίου

Αγγελακόπουλος, Γιώργος 09 February 2009 (has links)
Εξ’ αιτίας της ραγδαίας αύξησης στη χρήση σύνθετων υλικών, στην παρούσα εργασία ασχοληθήκαμε με σύνθετο υλικό μήτρας εποξικής ρητίνης και ενίσχυσης κόκκους αλουμινίου με μέση διάμετρο 63 μm. Σκοπός της έρευνας αυτής είναι κατά πρώτον να μελετήσει τη συμπεριφορά του συνθέτου σε στατική κάμψη αναλόγως της κατά βάρος περιεκτικότητά του σε κόκκους και να συγκρίνει τα πειραματικά αποτελέσματα με αντίστοιχες θεωρητικές προβλέψεις και κατά δεύτερον να μελετήσει την επίδραση βλάβης λόγω ύπαρξης εγκοπής ή θερμικής κόπωσης στην υποβάθμιση του σύνθετου υλικού και να προβλέψει την παραμένουσα μηχανική συμπεριφορά χρησιμοποιώντας το μοντέλο R.P.M. Τρία διαφορετικά μοντέλα πρόβλεψης, ανεπτυγμένα απ’ το CMG (Composite Material Group) του Πανεπιστημίου Πατρών, θα εφαρμοστούν για τις προβλέψεις και δύο απ’ αυτά θα συγκριθούν και με άλλα μοντέλα ανεπτυγμένα από άλλους ερευνητές. Κατ’ αρχήν, για τον υπολογισμό της μέγιστης τάσης εφαρμόστηκε το μοντέλο του τμηματικού κόκκου. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, ο κόκκος χωρίζεται σε άπειρο αριθμό ινών και σύμφωνα με την θεωρία του Cox μπορεί να υπολογιστεί η μέση τάση που ασκείται σε κάθε ίνα του κόκκου. Στη συνέχεια, για τον υπολογισμό του μέτρου ελαστικότητας συναρτήσει της κατά βάρους περιεκτικότητας σε κόκκους αλουμινίου εφαρμόστηκε το μοντέλο της μεσοφάσης. Το μοντέλο αυτό λαμβάνει υπόψιν την ύπαρξη μιας τρίτης φάσης ανάμεσα στις δύο κύριες (μήτρα-ενίσχυση) και η οποία αποτελεί μια σημαντική παράμετρο επίδρασης στη συμπεριφορά οποιουδήποτε σύνθετου υλικού. Τέλος, στις περιπτώσεις της ύπαρξης εγκοπής και της θερμικής κόπωσης εφαρμόστηκε το μοντέλο R.P.M. Το μοντέλο αυτό μπορεί να εφαρμοστεί για την περιγραφή της υποβάθμισης των ιδιοτήτων των υλικών μετά από βλάβη και στη συγκεκριμένη εργασία εφαρμόστηκε για να περιγράψει τις μεταβολές στην μέγιστη τάση του υλικού και στο μέτρο ελαστικότητάς του συναρτήσει του μήκους εγκοπής ή του αριθμού των θερμικών κύκλων. / -
3

Συγκριτική αξιολόγηση μεθόδων απορρύπανσης της ακόρεστης ζώνης εδάφους μολυσμένου με κηροζίνη / Comparative evaluation of methods used for the remediation of the unsaturated zone of a soil polluted by kerosene

Τζοβόλου, Δήμητρα 16 March 2012 (has links)
Η ρύπανση του εδάφους από βιομηχανικά και αστικά απόβλητα αποτελεί παγκοσμίως ένα από τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα. Ανάμεσα στους πιο επικίνδυνους ρύπους συγκαταλέγονται και οι υδρογονάνθρακες πετρελαιοειδών. Αναπόφευκτη συνέπεια της διαφυγής των υγρών ρύπων στο έδαφος είναι η μεταφορά τους προς στην ακόρεστη ζώνη του εδάφους μέσω μιας σειράς διεργασιών (ροή, διαλυτοποίηση, εξάτμιση, διασπορά, ρόφηση, κτλ) και η ρύπανση των υποκείμενων ταμιευτήρων υπογείων υδάτων. Οι πλέον κλασσικές μέθοδοι απομακρυσμένης (ex situ) απορρύπανσης εδαφών περιλαμβάνουν εκσκαφή και μεταφορά του εδάφους σε κατάλληλους χώρους (π.χ. αποτεφρωτήρες, βιο-σωροί, κλπ). Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί έντονο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη και εφαρμογή τεχνολογιών επιτόπιας απορρύπανσης των εδαφών (in situ soil remediation) με χαμηλό κόστος και ελάχιστο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Στην παρούσα εργασία μελετώνται δύο σχετικά νέες μέθοδοι επιτόπιας απορρύπανσης: α) ο βιοαερισμός και, β) η έγχυση ατμού. Και στις δύο περιπτώσεις, για να αυξηθεί η ακτίνα δράσης της απορρύπανσης, το έδαφος διεγέρθηκε με την δημιουργία οριζόντιων υδραυλικών ρωγμών που λειτουργούν ως οριζόντια φρεάτια διαβίβασης και εξαγωγής ρευστών. Το πεδίο μελέτης είναι ένα πρώην στρατιωτικό αεροδρόμιο της Βόρειο-Δυτικής Πολωνίας, το Kluczewo, το οποίο έχει ρυπανθεί εκτεταμένα με κηροζίνη για μεγάλο χρονικό διάστημα (1935-1992). Το έδαφος της περιοχής αυτής παρουσιάζει ρωγμές ενώ η πορώδης μήτρα έχει σχετικά χαμηλή διαπερατότητα. Οι ίδιες γεωλογικές συνθήκες επικρατούν σε μεγάλο μέρος του υπεδάφους της Βόρειας Ευρώπης. Λόγω της ισχυρά ετερογενούς φύσης αυτών των εδαφών από την κλίμακα των πόρων στην κλίμακα του πεδίου και της δημιουργίας προτιμητέων μονοπατιών ροής, είναι αρκετά δύσκολο να σχεδιαστούν αποδοτικές μέθοδοι απορρύπανσης. Κύριος στόχος της εργασίας είναι η αξιολόγηση της απόδοσης των δύο μεθόδων απορρύπανσης μετά την εφαρμογή τους στην ακόρεστη ζώνη ετερογενούς εδάφους που έχει ρυπανθεί εκτενώς με υδρογονάνθρακες πετρελαιοειδών (κηροζίνη). Για να προσδιοριστεί η απόδοση κάθε μεθόδου, συλλέχθηκαν δείγματα εδάφους από ένα μεγάλο αριθμό σημείων και πραγματοποιήθηκαν χημικές αναλύσεις μέτρησης της συγκέντρωσης και της σύστασης των υδρογονανθράκων με GC-MS και GC-FID. Προκειμένου να διευκρινιστoύν καλύτερα οι κύριοι μηχανισμοί απομάκρυνσης του ρύπου και να εκτιμηθεί η αποδοτικότητα της έγχυσης ατμού και του βιοαερισμού, διεξήχθησαν πειράματα έγχυσης ατμού και βιοαερισμού και σε εργαστηριακή κλίμακα (oρθογώνιο κελί από PMMA με διαστάσεις 55 cm x 50 cm x 12 cm και υπό ακόρεστες συνθήκες). Λόγω των ετερογενειών της πορώδους δομής, στον βιοαερισμό ο κύριος μηχανισμός απομάκρυνσης ρύπου ήταν η εξάτμιση των υδρογονανθράκων και η σχετικά γρήγορη μεταφορά των ατμών μέσω διάχυσης και λόγω της μεγάλης βαθμίδας συγκέντρωσης από την μικροπορώδη μήτρα προς μονοπάτια προτιμητέας ροής (preferential flow paths) αέρα (αερισμός). Αντιστοίχως, λόγω της χαμηλής διαπερατότητας του εδάφους, στην περίπτωση της έγχυσης ατμού ο κύριος μηχανισμός απομάκρυνσης των ημι-πτητικών και μη πτητικών συστατικών ήταν η απόσταξη ατμού (δηλαδή η μείωση του σημείου ζέσεως των υδρογονανθράκων λόγω της παρουσίας μη αναμίξιμης υδατικής φάσης). Η σύγκριση των δύο μεθόδων απορρύπανσης με διάνοιξη οριζόντιων υδραυλικών ρωγμών έδειξε ότι και οι δύο μέθοδοι είναι αρκετά αποδοτικές όσον αφορά στη μείωση της μάζας του ρύπου (~72%) σε ισχυρά ετερογενή εδάφη με ρωγμές. Η έγχυση ατμού όμως είναι πολύ πιο γρήγορη (3 μήνες) από το βιοαερισμό (12 μήνες) αλλά ταυτόχρονα και αρκετά πιο ακριβή από αυτόν (14-25%). Όσον αφορά το ποσοστό μείωσης επικινδυνότητας του υπολειπόμενου ρύπου, ο βιοαερισμός δίνει με μεγάλη διαφορά καλύτερα αποτελέσματα (93%) από ότι η έγχυση ατμού (8-68%) όπου παρατηρείται και μεγάλη διακύμανση τιμών. / Soil contamination by industrial and urban wastes is nowadays one of the most important pollution problems worldwide. The petroleum hydrocarbons are included in the list of toxic pollutants that have contaminated extensive areas all over the world. An inevitable consequence of liquid pollutants release on the ground is their transport by a variety of mechanisms (e.g. gravity flow, dissolution, volatilization, dispersion, sorption, etc) in the unsaturated zone of soil, and subsequent pollution of the underlying aquifers. Conventional methods of ex-situ soil remediation are the soil excavation and its transportation in appropriate places (e.g. incinerator, bio-piles, etc). During the last years, there is a growing interest for the development and application of low-cost and sustainable (low environmental impact) in-situ soil remediation technologies. In the present work, two relatively new in-situ remediation technologies, bioventing and steam injection, were tested on the vadose zone of a low permeability and fractured glacial till sediment that was contaminated by jet fuel. The experimental site is situated in an abandoned military airport (Kluczewo) in North-Western Poland. The area was polluted extensively by jet fuel over a long period (1935-1992). The geological characterization revealed the existence of vertical desiccation fractures at the upper layers and horizontal/sub-horizontal tectonic fractures at the deeper ones, and a relatively low permeability and heterogeneous micro-porous matrix. The same geologic conditions dominate in a major part of the subsurface in Northern and Central Europe. Due to the multi-scale heterogeneities, ranging from the pore-scale to the field-scale, and the creation of preferential flow paths in such soils, it is very difficult to design successful remediation strategies based on vertical wells. For this reason, in both field experiments (bioventing and steam injection), the soil was stimulated by opening hydraulic fractures which acted as horizontal wells of fluid injection/extraction, and enhanced the influence radius of remediation. The main goal of the work is to evaluate, under field conditions, steam injection and bioventing as sustainable and efficient technologies for the removal of petroleum hydrocarbons from highly heterogeneous soils. In order to determine the efficiency of each remediation method, soil samples were collected from twelve wells and seven depths, and placed inside specific flasks pre-filled with dichloromethane (DCM). After the accelerated extraction of non-aqueous phase liquid (NAPL) from the soil and its dissolution in DCM, the composition and concentration of hydrocarbons (NAPL) was performed by using GC-MS and GC-FID. In order to clarify the main NAPL removal mechanisms and evaluate the effectiveness of steam injection and bioventing, lab-scale experiments were also conducted in soil tanks by using synthetic NAPL (PMMA cell with 55 cm x 50 cm x 12 cm dimensions) and keep the conditions comparable to the field ones. Due to pore structure heterogeneities, the main NAPL removal mechanism in bioventing was the volatilization of hydrocarbons and the fast vapour transfer through diffusion (due to the high concentration gradient) from the porous matrix to the high hydraulic conductivity preferential flow paths of injected air (ventilation). Respectively, due to the low soil permeability, in steam injection the main removal mechanism of semi- and non-volatile substances was steam distillation (namely the reduction of NAPL compounds bubble point because of the coexistence of immiscible water). The comparison of the two remediation technologies, steam injection and bioventing, indicate that both methods are efficient with respect to the reduction of the pollutant mass (~72%) in highly heterogeneous and fractured soils. With respect to cost issues, steam injection albeit faster, is 14-25% more expensive than bioventing. Finally, concerning the risks associated with the reduction of residual NAPL in groundwater, bioventing was more effective (~93%) than steam injection (8-68%).
4

Vibration analysis of nonlinear-dynamic rotor-bearing systems and defect detection / Ανάλυση ταλαντώσεων μη γραμμικών-δυναμικών συστημάτων αξόνων-εδράνων και ανίχνευση βλαβών

Χασαλεύρης, Αθανάσιος 20 October 2010 (has links)
This work focuses in two main directions of rotor dynamics field, the simulation of rotor bearing systems and the fault diagnosis. From the serious multiple faults that can appear in a rotor bearing system two of them are the target of current research: the transverse fatigue crack of a rotor and the radial extended wear in a bearing. The transverse crack is a defect able to bring a catastrophic failure of the system when the growth (depth) takes high percentage values relatively to radius of the shaft (i.e. >60%) and the symptoms of crack presence have been widely investigated during last four decades yielding efficient methods for the early crack detection. On the other hand the defect of bearing wear is much less investigated without results connected with wear diagnosis methods. Concerning previous works in those two defects the current dissertation’s persuasion is firstly to make a proposal in bearing wear detection, secondly to achieve a method definition able to detect a breathing transverse crack in a different way from those referred to literature. For the subject of crack detection, a different crack breathing model is proposed with emphasis in coupled local compliances definition and their variation during rotation while for the subject of bearing wear detection, a wear model from the literature is used with emphasis in rotor bearing system construction in a different way in relation to what up to now is available in literature. The rotor bearing system construction (simulation) is a matter widely investigated since early 60’s and some points of the current work try to differ in the way that the rotor and the fluid film bearings interact in discrete time. The concept of nonlinear fluid film forces is confronted in this work leaving out the nonlinear stiffness and damping bearing fluid film coefficients and assuming that during the journal whirling no equilibrium point must be defined in order to evaluate the future progress of vibration. Towards generality the fluid film bearings are not defined geometrically as short or long. These two specific geometric assumptions of short/long bearing appear widely in real machines and yield analytical expressions of fluid film forces but in current work the finite fluid film bearing is used demanding the well known finite difference method in order to evaluate the impedance forces, as many researches have propose. Both defects are met in a rotor bearing system parted from a continuous rotor and finite fluid film bearings. An entire chapter is dedicated in the way that Rayleigh equation of rotor motion incorporates internal damping using exclusively Real number confrontment, and in the way that fluid film forces react in rotor motion by defining boundary conditions in every discrete time moment. The definition of boundary conditions in discrete time makes them functions of the entire system response yielding a nonlinear dynamic system with the resulting time xx histories to be characterized from periodicity or quasi-periodicity sometimes depending in the defects presence. An extended analysis of time histories of the intact and the defected system is made in order to invest the symptoms of each defect in magnitudes of time and frequency domain. Timefrequency analysis is performed using continuous wavelet transform in virtually or really (the former from simulation, the latter from experiment) acquired time histories in order to extract the variable coupling phenomenon exclusively due to the breathing crack from the other two main reasons of coupling, the bearings and the shaft. Vertical response due to crack coupling is amplified when the crack coupled compliances become larger under an electromagnetic horizontal excitation in the rotor. This rapid in time variable coupling due to crack is used at last in order to detect the crack presence. The external excitation is used also in the case of wear detection since results of time-frequency analysis yield unexpected amplification of specific harmonics when the wear defect is present. Both considerations about the corresponding fault detection are tried in a real experimental system after the observation that response of the current rotor bearing simulation converges with the response of the physical system in characteristics that are judged important for the method robustness. The general speculation is that both defects have to be detected without the need of operation interruption since this cannot be feasible (high cost) in real turbo machinery plants and in an early growth that coincides with safe machine operation. The defect growths have to be at least 10% (of radius) for the crack and 20% (of radial clearance) for bearing wear so as the methods to be efficient. / Η συγκεκριμένη διατριβή επικεντρώνεται κυρίως σε δύο κατευθύνσεις του αντικειμένου της δυναμικής των περιστρεφόμενων αξόνων: την προσομοίωση συστημάτων αξόνων και εδράνων και την ανίχνευση βλαβών σ΄αυτά τόσο σε αναλυτικό όσο και σε πειραματικό επίπεδο. Από τις συνήθως απαντώμενες βλάβες σε τέτοια συστήματα δύο από αυτές αποτελούν στόχους για τη συγκεκριμένη εργασία: η εγκάρσια ρωγμή λόγω κόπωσης του άξονα και η ακτινική φθορά των εδράνων ολίσθησης. Η εγκάρσια ρωγμή είναι μία βλάβη ικανή να επιφέρει ολοκληρωτική καταστροφή της μηχανής στην οποία παρουσιάζεται, όταν η έκτασή της υπερβαίνει το 60% περίπου της διαμέτρου και τα συμπτώματα της ρωγμής στην ταλαντωτική συμπεριφορά του συστήματος έχουν εκτενώς διερευνηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ποικίλων μεθόδων για την έγκαιρη ανίχνευση της βλάβης. Αντιθέτως, η φθορά των εδράνων αποτελεί μία βλάβη πολύ λιγότερο διερευνημένη συγκριτικά με τη ρωγμή, χωρίς αποτελέσματα για την διάγνωσή της κατά τη λειτουργία της μηχανής. Έχοντας υπ’ όψη τις εργασίες των προηγουμένων ετών στο αντικείμενο της ανίχνευσης αυτών των δύο βλαβών, η παρούσα διατριβή έχει ως στόχο πρωτίστως να προτείνει μεθόδους για την ανίχνευση της φθοράς του εδράνου και δευτερευόντως να επιτύχει την ανίχνευση της ρωγμής με ένα διαφορετικό ως προς τη φιλοσοφία, και απλό ως προς την εφαρμογή τρόπο, αναφορικά με τις μέχρι σήμερα μεθόδους. Για το αντικείμενο της ανίχνευσης της ρωγμής, προτείνεται αρχικά μία διαφορετική προσομοίωση της συμπεριφοράς της κατά την περιστροφή με έμφαση στον υπολογισμό των τοπικών ενδοτικοτήτων σύζευξης κατά την διάρκεια της λειτουργίας του συστήματος, ενώ για το αντικείμενο της ανίχνευσης της φθοράς χρησιμοποιείται ένα ήδη υπάρχον μοντέλο από τη βιβλιογραφία. Και οι δύο βλάβες ενσωματώνονται σε μία νέα ως προς τη βιβλιογραφία προσομοίωση συστήματος αξόνων και εδράνων η οποία αντιμετωπίζει τον άξονα και τα έδρανα ως ένα ενιαίο σύστημα χρησιμοποιώντας τις πιο ακριβείς έως τώρα προσεγγίσεις ταλάντωσης συνεχούς μέσου και της υδροδυναμικής θεωρίας των εδράνων. Η προσομοίωση συστημάτων αξόνων και εδράνων είναι ένα ζήτημα ευρέως διερευνημένο από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 και ορισμένα στοιχεία της παρούσας διατριβής, πάνω στην αντιμετώπιση του θέματος αυτού, έχουν ως στόχο τη βελτίωση με την παρούσα ανάλυση της υπάρχουσας γνώσης, για τον τρόπο που έδρανο και άξονας αλληλεπιδρούν σε διακριτό χρόνο. xxii Το θέμα των μη γραμμικών δυνάμεων του φιλμ λιπαντικού των εδράνων αντιμετωπίζεται σε αυτή τη διατριβή υπολογίζοντας κατευθείαν τις μη γραμμικες δυνάμεις που ασκούνται από το φιλμ στον άξονα. Η παραδοχή αυτή βοηθάει την προσομοίωση ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει σημείο ισσοροπίας λόγω περιδήνησης μεγάλου εύρους ή λειτουργείας σε κρίσιμη ταχύτητα. Επίσης, για λόγους γενικότητας και πληρότητας της προσομοίωσης, δεν γίνεται η κατά κόρον κατά τη βιβλιογραφία παραδοχή του εδράνου απείρου μήκους (infinitely long bearing) ή του εδράνου αμελητέου μήκους (infinitely short bearing). Αυτές οι δύο ακραίες υποθέσεις για το έδρανο επιτρέπουν αναλυτικές εκφράσεις για τη υδροδυναμική λίπανση αλλά δεν απαντώνται απαραίτητα στην πραγματικότητα. Στην παρούσα διατριβή χρησιμοποιούνται πεπερασμένα έδρανα τα οποία επιλύονται με ήδη γνωστό και αξιόπιστο τρόπο, όπως πολλοί ερευνητές έχουν προτείνει, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των πεπερασμένων διαφορών. Η ανάγκη για την παρουσία εσωτερικής (υστερητικής) απόσβεσης στην προσομοίωση του συνεχούς άξονα είναι αναπόφευκτη, από τη στιγμή που απαιτούνται λύσεις πάνω στο συντονισμό, ούτως ώστε να αναδειχθούν οι επιδράσεις των βλαβών, που στη περιοχή του συντονισμού γίνονται εντονώτερες. Ο απειρισμός της απόκρισης, απουσία εσωτερικής απόσβεσης, δεν αφήνει περιθώρια για διερεύνηση των επιπτώσεων των βλαβών πάνω στην κατάσταση συντονισμού και για το λόγο αυτό η εσωτερική υστερητική απόσβεση ενσωματώνεται προκειμένου να επιτρέψει υπολογισμό της απόκρισης. Ο τρόπος με τον οποίο εισάγεται η υστερητική απόσβεση δεν διαφοροποιείται από τη βιβλιογραφία καθώς η απόσβεση εισάγεται με τη χρήση του μιγαδικού μέτρου ελαστικότητας και διάτμησης αλλά η επίλυση του προβλήματος αντιμετωπίζεται με τη χρήση μόνο πραγματικών αριθμών προκειμένου να είναι εφικτή η εισαγωγή των εδράνων στο σύστημα. Διεξάγεται μια εκτεταμένη ανάλυση των χρονοσειρών του συστήματος με και χωρίς βλάβη, προκειμένου να διερευνηθούν τα συμπτώματα κάθε βλάβης στα πεδία χρόνου και συχνότητας. Η ανάλυση χρόνου-συχνότητας εκτελείται χρησιμοποιώντας το Συνεχή Μετασχηματισμό Wavelets (CWT) στις πειραματικές και αναλυτικές χρονοσειρές προκειμένου να εξαχθεί το μεταβλητό φαινόμενο συζεύξεων που οφείλεται αποκλειστικά στην ανοιγοκλείνουσα ρωγμή, από τους άλλους δύο κύριους λόγους της σύζευξης, δηλ. αυτούς των ανισότροπων εδράνων και των συζευγμένων εξισώσεων του περιστρεφόμενου άξονα. Εδώ χρησιμοποιήθηκε η ιδέα της χρήσης εξωτερικού ηλεκτρομαγνητικού διεγέρτη οριζόντιας διεύθυνσης, κατάλληλης συχνότητας και εύρους, ώστε να αναδειχθούν χαρακτηριστικά των βλαβών κατά τη λειτουργία. Η κατακόρυφη απόκριση, εξ αιτίας της σύζευξης ταλαντώσεων λόγω της ρωγμής, ενισχύεται όταν η ρωγμή βρίσκεται σε θέση όπου οι ενδοτικότητες σύζευξης γίνονται μεγαλύτερες, σε σχέση με την οριζόντια διεύθυνση xxiii εφαρμογής της ηλεκτρομαγνητικής διέγερσης στον άξονα. Αυτή η μεταβλητή σύζευξη παρουσιάζεται μόνο λόγω της ρωγμής και χρησιμοποιείται τελικά για την ανίχνευσή της. Η εξωτερική διέγερση χρησιμοποιείται επίσης και στην περίπτωση της ανίχνευσης φθοράς, δεδομένου ότι η ανάλυση των ταλαντώσεων στο πεδίο του χρόνου ή της συχνότητας, δείχνει ότι ενισχύονται συγκεκριμένες αρμονικές όταν η φθορά υπεισέρχεται στο σύστημα. Και οι δύο μέθοδοι για την αντίστοιχη ανίχνευση των βλαβών δοκιμάζονται σε ένα πραγματικό πειραματικό σύστημα. Η φιλοσοφία της μεθόδου ανίχνευσης των βλαβών βασίζεται στο ότι και οι δύο βλάβες πρέπει να ανιχνευθούν κατά τη λειτουργία του συστήματος. Πράγματι, υπάρχει η ανάγκη για έγκαιρη διάγνωση των βλαβών, σε πρώϊμο στάδιό τους, στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές συντηρήσεις διασφαλίζοντας την ασφαλή λειτουργία των μηχανών. Η έκταση των προς ανίχνευση βλαβών πρέπει να είναι τουλάχιστον 20% (της ακτίνας) για τη ρωγμή και 20% (της ακτινικής χάρης) για την φθορά έτσι ώστε η μέθοδος ανίχνευσης να χαρακτηρίζεται αποδοτική. Οι κύριοι στόχοι της παρούσας διατριβής είναι: Η προσομοίωση ενός περιστρεφομένου και εσωτερικά αποσβενύμενου συνεχούς άξονα, εδραζομένου σε φθαρμένα ή μη πεπερασμένα έδρανα ολίσθησης. Η προσομοίωση και ο υπολογισμός των τοπικών καμπτικών ενδοτικοτήτων σύζευξης της περιστρεφόμενης ανοιγοκλείνουσας ρωγμής και η προσομοίωση των συζευγμένων ταλαντώσεων του ρηγματωμένου συστήματος άξονα-εδράνων. Η αναλυτική και πειραματική εφαρμογή του ρηγματωμένου και του φθαρμένου συστήματος και η διερεύνηση των επιδράσεων της ρωγμής και της φθοράς στην ταλαντωτική του συμπεριφορά. Η ανάπτυξη μεθόδων έγκαιρης ανίχνευσης της ρωγμής και της φθοράς.

Page generated in 0.0154 seconds