Spelling suggestions: "subject:"άμεσα""
1 |
Προσομοίωση ιξώδους συσσωμάτωσης και διασποράς σε κοκκώδη υλικάΜιχάλης, Βασίλειος 22 November 2011 (has links)
Ο στόχος της παρούσας εργασίας είναι η περαιτέρω κατανόηση και ποσοτική σύνδεση φαινομένων μεταφοράς που λαμβάνουν χώρα σε πορώδη μέσα με τα αντίστοιχα φαινόμενα στην κλίμακα λίγων πόρων. Η επέκταση των αποτελεσμάτων από την κλίμακα πόρου στην κλίμακα του πορώδους μέσου δεν είναι προφανής και για το λόγο αυτό η τοπολογία και μορφολογία της πορώδους δομής αντιμετωπίζονται εδώ με δίκτυα πόρων, με έμφαση στα φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα στις διασταυρώσεις, αλλά και με ψηφιακές αναπαραστάσεις της δομής με βάση μικροφωτογραφίες δείγματος του υλικού. Συγκεκριμένα, στην εργασία αυτή εξετάζεται η διασπορά μορίων διαλυμένης ουσίας σε δίκτυα πόρων, παρουσιάζεται μία καινούργια τεχνική ανακατασκευής ανομοιογενών πορωδών υλικών και αναπτύσσεται μια μέθοδος προσομοίωσης της ροής αερίων δια μέσου ανακατασκευασμένων πορωδών υλικών στη μεταβατική περιοχή ροής όπου η μέση ελεύθερη διαδρομή των μορίων ενός αερίου είναι συγκρίσιμη με το μέγεθος των πόρων οπότε και παύει να ισχύει η συνήθης παραδοχή του συνεχούς.
Η επίδραση της ανάμειξης μέσα σε πόρους ή στις διασταυρώσεις πόρων/ρωγμών στη διασπορά μορίων διαλυμένης ουσίας σε πορώδη μέσα ερευνήθηκε μέσα από την ανάπτυξη και χρήση διαφορετικών τεχνικών προσομοίωσης με έμφαση στις λεπτομέρειες της ροής και της μεταφοράς μάζας στην περιοχή της διασταύρωσης. Βρέθηκε ότι μία νέα μέθοδος τυχαίου περιπάτου αναπαράγει με καλή ακρίβεια το συντελεστή διασποράς σε χαμηλές και μεσαίες τιμές του Peclet, χάρη στο γεγονός ότι λαμβάνει υπ’ όψη την ανάντι της ροής κίνηση των σωματιδίων και τους διαφορετικούς χρόνους παραμονής μέσα σε κάθε κλάδο.
Παράλληλα αναπτύχθηκε μία καινοτόμος μέθοδος ανακατασκευής πορωδών μέσων. Η τεχνική στηρίζεται στο διφασικό πρότυπο δικτύου Boltzmann, το οποίο περιγράφει την εξέλιξη συστημάτων υγρού-αερίου υπό την επίδραση της διεπιφανειακής τάσης. Ο μηχανισμός αυτός οδηγεί στη δημιουργία συσχετισμένων δομών, όπου τόσο η μορφολογία του πορώδους μέσου όσο και ο βαθμός συσχέτισής του καθορίζονται από τις λειτουργικές παραμέτρους του προτύπου. Η τεχνική εφαρμόστηκε επιτυχώς σε πραγματικό δείγμα εδάφους με αφετηρία την πληροφορία που δίνεται από μία μικροφωτογραφία μίας στατιστικά χαρακτηριστικής τομής του.
Τέλος, μελετήθηκε η ροή αερίων σε πορώδη μέσα, σε πεπερασμένους αριθμούς Knudsen, όπου η μέση διάμετρος των πόρων είναι της ίδιας τάξης με τη μέση ελευθέρα διαδρομή των μορίων του αερίου. Η μελέτη έγινε με τη μεσοσκοπική μέθοδο DSMC. Ο έλεγχος της αξιοπιστίας της μεθόδου και της παρούσας υλοποίησής της έγινε μέσω της μελέτης της ισοθερμοκρασιακής ροής αερίου μεταξύ παραλλήλων πλακών. Παράλληλα υπολογίστηκε το δυναμικό ιξώδες αερίου σε συνθήκες υψηλής αραίωσης και παρουσιάστηκε η εξάρτησή του από τον αριθμό Knudsen. Βρέθηκε ότι τα αποτελέσματα προσεγγίζονται ικανοποιητικά από μία αναλυτική έκφραση τύπου Bosanquet που συσχετίζει το αποτελεσματικό ιξώδες με την τιμή του στο όριο του συνεχούς και με τον αριθμό Knudsen. Επιπρόσθετα μελετήθηκε για πρώτη φορά με τη μέθοδο DMSC η ροή αερίων σε υπολογιστικά ανακατασκευασμένες πορώδεις δομές. Επιβεβαιώθηκε το φαινόμενο του Klinkenberg και η γραμμική εξάρτηση του συντελεστή διαπερατότητας από την αντίστροφη πίεση. Τέλος χρησιμοποιήθηκε μια διαφορετική προσέγγιση στο πρόβλημα υπολογισμού της ροής στη μεταβατική περιοχή μέσω ανάπτυξης προτύπου δικτύου Boltzmann, κατάλληλα τροποποιημένου για ροές σε συνθήκες αραίωσης. Το πρότυπο δοκιμάστηκε τόσο στην περίπτωση ροής μεταξύ παραλλήλων πλακών όσο και σε ροή σε πορώδη μέσα όπου η συμφωνία με τη μέθοδο DSMC βρέθηκε πολύ ικανοποιητική. / The aim of the present study is the further understanding and quantification of transport phenomena in porous media and their connection with the phenomena in the scale of a few pores. The extension of the results from the pore-scale to the scale of the porous medium is not obvious and for this reason the representation of the porous medium is treated both with pore-networks and digital reconstruction. Specifically, in this study it is examined the dispersion of molecules of a solute in porous networks, a new reconstruction technique is presented for heterogeneous granular materials and also a methodology is developed for the study of gas flow in reconstructed porous media in the transient regime, where the mean free path of the gas molecules is comparable with the characteristic length of the pores and thus the continuum description is no longer valid.
The effect of the mixing in the pores or the junctions of the pores on the dispersion of molecules of a solute in porous media is examined through various simulation techniques with emphasis on the details of the flow and mass transport in the area of the junction. It was found that a new random-walk technique is reproducing with good accuracy the dispersion coefficient for low and average values of the Peclet number, due to the fact that it takes into account the backwards, with respect to the main direction of the flow, movement of the molecules and the different residence time in each branch.
Furthermore, a new reconstruction technique was developed for porous media. The technique is based on 2-phase lattice Boltzmann model, which describes the evolution of a gas-liquid system under the influence of the surface tension. This mechanism leads to the creation of correlated structures, where the morphology of the porous medium and the correlation factor are determined by the operating parameters of the model. The technique was applied successfully for the reconstruction of a real soil sample, starting from the information that is solely given from a microphotograph of a statistically adequate section of the material.
Finally, the gas flow through porous media was examined at moderate Knudsen numbers, where the mean diameter of the pores is of the same order of magnitude with the mean free path of the gas molecules. The study was done mainly with the mesoscopic DSMC technique. The credibility of the technique was examined through the study of the isothermal gas flow through parallel plates. Additionally, the dynamic viscosity of a gas under rarefaction conditions was calculated and its dependence on the Knudsen number was shown. It was found that the results are approximated satisfactorily with an analytical Bosanquet-type equation that relates the effective viscosity with its value at the continuum limit and with the Knudsen number. Furthermore, it was studied for the first time with the DSMC method the gas flow through reconstructed porous media. The Klinkenberg effect was confirmed and the linear dependence of the permeability coefficient on the inverse pressure was shown. Finally an alternative approach was used for the calculation of gas flow though porous media in the transient regime through the development of a lattice Boltzmann model suitably modified for rarefied gas flows. The model was tested for the case of flow through parallel plates as well as for the case of flow through porous media and the agreement with the DSMC method was very satisfactory.
|
2 |
Ανάπτυξη συστημάτων κωδίκων για την ανίχνευση και διόρθωση σφαλμάτων σε δεδομένα μετάδοσηςΤυχόπουλος, Αυξέντιος 16 June 2010 (has links)
Το ερευνητικό αντικείμενο της παρούσας διατριβής υπάγεται στον «Έλεγχο
Σφαλμάτων» (Error Control), έναν επιστημονικό χώρο με καθοριστικής σημασίας
συνεισφορά στην εξέλιξη των ψηφιακών τηλεπικοινωνιών. Πιο συγκεκριμένα, η
παρούσα διατριβή πραγματεύεται την εφαρμογή του «ελέγχου σφαλμάτων» στην
οπτική μετάδοση. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας (‘93-‘08), τρεις
γενιές «άμεσης διόρθωσης σφαλμάτων» (FEC) έχουν διαδεχθεί η μία την άλλη, σε
ανταπόκριση προς τις ολοένα απαιτητικότερες προδιαγραφές των οπτικών ζεύξεων
(υψηλότεροι ρυθμοί μετάδοσης και πυκνότερα οπτικά πλέγματα).
Κατά κανόνα, οι μέθοδοι FEC κωδικοποιούν τα δεδομένα εισόδου χωρίς να
έχουν γνώση γι’ αυτά (π.χ. δομή, πρωτόκολλο) και χωρίς να επεμβαίνουν σ’ αυτά.
Η προσέγγιση αυτή καλείται «κωδικοποίηση εκτός ζώνης» (Out-Band Coding –
OBC) και συνεπάγεται αύξηση του ρυθμού μετάδοσης στο οπτικό κανάλι σε σχέση
με το ρυθμό των δεδομένων εισόδου, ανάλογα με το ποσοστό πλεονασμού του
κώδικα. Ωστόσο, ο τελικός ρυθμός μετάδοσης στο κανάλι μπορεί να διατηρηθεί
αμετάβλητος, αν το πρωτόκολλο μετάδοσης προβλέπει την ύπαρξη πλεονάσματος
και μέρος αυτού μπορεί να διατεθεί για κωδικοποίηση FEC. Η εναλλακτική αυτή
προσέγγιση καλείται «κωδικοποίηση εντός ζώνης» (In-Band Coding – IBC).
Η «σύγχρονη ψηφιακή ιεραρχία» (SDH) και το «σύγχρονο οπτικό δίκτυο»
(SONET) είναι τα πρότυπα, που σήμερα κυριαρχούν στις οπτικές τηλεπικοινωνίες.
Με αφθονία πλεονάσματος στα πλαίσια μετάδοσης, τα παραπάνω σύγχρονα δίκτυα
προσφέρονται για την IBC. Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής, τα SDH & SONET
αναλύθηκαν από κοινού για την εύρεση της βέλτιστης μεθόδου IBC με βάση έναν
αριθμό από κριτήρια. Καταρχήν εξετάστηκε διεξοδικά το πλεόνασμα μετάδοσης για
να εντοπιστούν τα διαθέσιμα bytes και να αιτιολογηθεί η δέσμευσή τους για την
IBC. Στη συνέχεια, αναζητήθηκε ο βέλτιστος κώδικας FEC για τα δεδομένα πλαίσια
μετάδοσης και με το δεδομένο πλεόνασμα (για την αποθήκευση των bits ισοτιμίας
του κώδικα). Η βελτιστοποίηση κάλυψε όλους τους γραμμικούς και συστηματικούς
κώδικες ανά κατηγορίες – ο χωρισμός τους σε κατηγορίες έγινε με βάση τις εξής
βασικές ιδιότητες: α) την αλφάβητο: «δυαδικοί» έναντι «μη-δυαδικών», και β) τη
διορθωτική ικανότητα: κώδικες κατάλληλοι για «τυχαία» (μεμονωμένα) σφάλματα
έναντι κατάλληλων για «ομοβροντίες» (ριπές) σφαλμάτων.
iii
Από την παραπάνω διαδικασία βελτιστοποίησης προέκυψε μία μέθοδος IBC,
που βασίζεται στο συρρικνωμένο Reed-Solomon κώδικα RS(240,236,9). Πρόκειται
για μία εντελώς νέα μέθοδο και δικαιολογεί τη διάκρισή της ως βέλτιστη, έχοντας
σαφή πλεονεκτήματα έναντι των μεθόδων, που είχαν προταθεί στο παρελθόν. Στα
πλαίσια της παρούσας διατριβής, η παραπάνω βέλτιστη μέθοδος προτείνεται με το
όνομα «FOCUS» για την κωδικοποίηση IBC στα δίκτυα SDH/SONET. Με στόχο την
ακριβή πειραματική αξιολόγηση της προτεινόμενης μεθόδου FOCUS, υλοποιήθηκε
κατόπιν ένας αριθμός από πρωτότυπα συστήματα, χρησιμοποιώντας τις διαθέσιμες
μικροκυματικές κάρτες «10g-Tester». Αναλυτικότερα, η μοντελοποίηση έγινε στη
γλώσσα περιγραφής υλικού VHDL και η υλοποίηση με προγραμματιζόμενη λογική
(Xilinx® XC2V3000-4 FPGA). Τέλος, η πειραματική αξιολόγηση της προτεινόμενης
μεθόδου FOCUS πραγματοποιήθηκε σε δύο διαδοχικές φάσεις:
Στην πρώτη φάση, το σύστημα FOCUS αξιολογήθηκε ως μία «ανεξάρτητη»
μέθοδος κωδικοποίησης FEC (stand-alone IBC evaluation). Η αξιολόγηση έγινε με
ρυθμό μετάδοσης STM-64 σε κατάλληλα διαμορφωμένη, πειραματική οπτική ζεύξη
«από-σημείο σε-σημείο» (point-to-point optical link), συνολικού μήκους ~88 χμ.
Στην παραπάνω ζεύξη μετρήθηκαν οι επιδόσεις του FOCUS κατά την αντιστάθμιση
των κυριότερων ατελειών της οπτικής μετάδοσης: α) της χρωματικής διασποράς
(CD), β) της «παρασιτικής» ενίσχυσης του θορύβου από οπτικούς ενισχυτές (ASE)
και γ) της μη-γραμμικής συμπεριφοράς (WDM -NL).
Στη δεύτερη φάση, το σύστημα FOCUS αξιολογήθηκε ως μία «αναβάθμιση»
για οπτικές ζεύξεις, οι οποίες διαθέτουν ήδη κωδικοποίηση OBC (evaluation of IBC
and OBC in concatenation). Πιο συγκεκριμένα, το σύστημα FOCUS συνδέθηκε σε
σειρά (ως εξωτερικός κώδικας) με το κατά ITU-T G.975 (2000) πρότυπο σύστημα
κωδικοποίησης (OBC). Σε αυτή τη συνδεσμολογία, το σύστημα FOCUS αποτελεί τη
δικλείδα ασφαλείας, που επεμβαίνει όταν ο εσωτερικός αποκωδικοποιητής (G.975)
υπερχειλίζεται από τα σφάλματα του καναλιού. Η αξιολόγηση της υβριδικής αυτής
μεθόδου κωδικοποίησης έγινε με ρυθμό μετάδοσης 10.66 Gb/s (SDH STM-64 x
15/14) σε μία καθαρά οπτική διάταξη μετατροπής μήκους κύματος, που αποτελείται
από δύο οπτικούς ενισχυτές πυριτίου (SOA-based MZI). Ειδικότερα, μετρήθηκαν:
α) η μείωση της ευαισθησίας της οπτικής διάταξης στις (τυχαίες) μεταβολές φάσης
των δύο σημάτων εισόδου και β) η καθαρή συνεισφορά του συστήματος FOCUS,
όταν αυτό επεμβαίνει ως δικλείδα ασφαλείας. Το FOCUS συγκεντρώνει σημαντική
καινοτομία, τόσο στην επινόηση όσο και στην υλοποίηση. Όλα τα συμπεράσματα
της αξιολόγησης έχουν δημοσιευτεί σε έγκυρα διεθνή περιοδικά και συνέδρια. / This Ph.D. thesis falls into “Error Control”, a scientific field with key contribution to
the evolution of digital telecommunications. In specific, this thesis treats optical transmission
in terms of “Error Control”. Noteworthy is the fact that during the last fifteen years (‘93-‘08),
three generations of “Forward Error Correction” (FEC) methods for optical transmission have
succeeded one another, in response to the increasingly demanding optical link specifications
(higher transmission rates, denser wavelength mesh).
In general, FEC-methods assume no prior knowledge of the input data (e.g. structure,
protocol); in addition, input data are not modified at all (i.e. under normal channel conditions,
output-data will be identical to the input data). This approach is called “Out-Band Coding”
(OBC) and incurs an increase of the optical channel data-rate relatively to the input data-rate,
inversely proportional to the coding-rate. Notwithstanding, the rate of the optical-channel can
be kept unchanged, on condition that the transmission protocol provides “overhead” and part
of this “overhead” can be allocated for parity-information. This alternative approach is called
“In-Band Coding” (IBC).
The “Synchronous Digital Hierarchy” (SDH) and the “Synchronous Optical Network”
(SONET) are currently the dominant standards in optical communications. The abundance of
overhead in transmission-frames renders these synchronous networks suitable for IBC. In this
thesis, SDH and SONET were analyzed together to determine the optimum IBC method with
respect to a number of criteria. Firstly, SDH/SONET transmission-overhead was scrutinized
in order to identify available bytes and justify their commitment to implement IBC. Next, the
optimum FEC-code was sought, given the size of the transmission-frames and the availability
of overhead (to allocate the parity bits). Optimization spanned all linear and systematic codes.
The codes were divided in groups according to the following fundamental properties: a) the
underlying alphabet: “binary” versus “non-binary” codes, and b) the corrective power: codes,
appropriate for “random” (isolated) errors versus codes, appropriate for “burst-form” errors.
Optimization resulted in an IBC-method, which relies on the shortened Reed-Solomon
code RS(240,236,9). This IBC-method is completely novel and its optimality can be verified
by the clear advantages, it presents over methods that were proposed in the past. In this thesis,
the above IBC-method is given the name “FOCUS” and proposed for IBC in SDH/SONET
networks. In order to accurately measure the performance of the proposed method “FOCUS”,
a number of prototypes were implemented by making use of microwave cards, called “10gv
Tester”. More specifically, “FOCUS” was modelled in the “VHDL” hardware description
language and its prototypes were implemented by means of a Xilinx® “XC2V3000-4” FPGA.
The experimental evaluation of the proposed method was conducted in two successive
phases:
During the first phase, “FOCUS” was evaluated as an independent (stand-alone) FEC
method. This evaluation took place at an STM-64 transmission-rate in a suitable experimental
“point-to-point” optical link, whose length was ~88 km. In the above link, the performance of
“FOCUS” was measured, in compensating the principal impairments of optical transmission:
a) the chromatic dispersion (CD), b) the parasitic amplification of noise by optical amplifiers
(ASE), and c) the non-linear behavior (WDM-NL).
During the second phase, “FOCUS” was evaluated as an “upgrade” for optical links,
which have already been equipped with OBC (evaluation of IBC and OBC in concatenation).
Specifically, “FOCUS” was concatenated with the OBC-method, which has been proposed in
rec. G.975 (ITU-T, 2000) with “FOCUS” as the outer- and “G.975” as the inner-code. In this
arrangement, “FOCUS” plays the role of the “safety-valve”, which prevents the inner decoder
(G.975) from deteriorating the error-rate of the optical link, when it is overwhelmed by severe
channel-conditions. The evaluation of this hybrid coding-method took place at a transmissionrate
of 10.66 Gb/s (SDH STM-64 x 15/14) in a purely optical wavelength conversion device,
which consists of two silicon optical amplifiers (SOA-based MZI). In the above wavelengthconversion
device, the following measurements were obtained: a) the reduction of sensitivity
of the optical wavelength converter to the (random) phase-changes of the two input signals,
and b) the net contribution of “FOCUS”, when acting as a “safety valve”.
“FOCUS” has many innovative aspects, both in its conception and the implementation
of its prototypes. All conclusions of the above two-phased experimental evaluation have been
published in international journals and conferences.
|
Page generated in 0.0289 seconds