1 |
Μεταβολές στην επίπτωση και κλινική έκβαση των αιμορραγιών ανώτερου πεπτικού την τελευταία δεκαετία στο Ν. ΑχαΐαςΘεοχάρης, Γεώργιος 27 April 2009 (has links)
Η οξεία αιμορραγία ανώτερου πεπτικού (ΟΑΑΠ) παραμένει ένα από τα πιο συχνά και επείγοντα περιστατικά που συνοδεύεται με αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα. Σκοπός της μελέτης είναι να δειχθούν αλλαγές στα κλινικο-επιδημιολογικά χαρακτηριστικά των ασθενών με ΟΑΑΠ την τελευταία δεκαετία.
Συλλέχθηκαν δεδομένα από όλους τους ασθενείς που εισήχθησαν στα νοσοκομεία του Νομού Αχαΐας με ΟΑΑΠ από 1η Ιανουαρίου ως την 31η Δεκεμβρίου 2005 και έγινε αναδρομική σύγκριση με δεδομένα από ασθενείς που εισήχθησαν πριν 10 έτη στην ίδια περιοχή την περίοδο από 1η Ιανουαρίου ως τη 31η Δεκεμβρίου 1995. Η επίπτωση των ασθενών με ΟΑΑΠ και των πεπτικών ελκών και στις δυο περιόδους υπολογίσθηκε με βάση δεδομένων στοιχείων από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία.
Παρατηρήθηκε μείωση στην επίπτωση των ασθενών με ΟΑΑΠ από 162,9/100.000 πληθυσμού το 1995, σε 108,2 /100.000 πληθυσμού (RR=0,49, CI 95%=0,37-0,63) το 2005 και στην επίπτωση των ασθενών με αιμορραγία από πεπτικό έλκος (ΑΠΕ) από 104,8 /100.000 πληθυσμού σε 72,5 /100000 (RR=0,49, CI 95%=0,35-0,68). Η μείωση αυτή οφειλόταν κυρίως στη μείωση της επίπτωσης των ασθενών με αιμορραγία από δωδεκαδακτυλικό έλκος (ΑΔΕ)(από 66,7ασθενείς/100.000 σε 35,5/100.000 πληθυσμού), ενώ η επίπτωση της αιμορραγίας από γαστρικά έλκη παρέμεινε στα ίδια επίπεδα (από 33,1 /100.000 σε 34,4 /100.000). Η μέση ηλικία των ασθενών αυξήθηκε από 59,4±17,1 έτη σε 66,1±16,1, p<0.0001, όπως και η συν-νοσηρότητα των ασθενών. Το ποσοστό χρήσης μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ) σε αυτούς τους ασθενείς παρέμεινε σταθερό (49,3% vs 48,2%), ενώ η χρήση από του στόματος αντιπηκτικών και αντιαιμοπεταλιακών φαρμάκων αυξήθηκε σημαντικά (από 2,2% σε 6,8%, p=0,001 και από 1,2% σε 10,8%, p<0,0001 αντίστοιχα). Η συχνότητα υποτροπής αιμορραγίας σε ασθενείς με ΑΠΕ ,καθώς και η συχνότητα της επείγουσας χειρουργικής αιμόστασής τους μειώθηκαν σημαντικά (από 12% σε 5,9%, p=0,02 και από 8,9% σε 3,4%, p=0,009, αντίστοιχα). Δεν ανεβρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στην συνολική θνητότητα (3,9% το 1995 vs 6,5 % το 2005).
Η επίπτωση της ΟΑΑΠ κατά την τελευταία δεκαετία μειώθηκε σημαντικά κυρίως λόγω της μείωσης της επίπτωσης των ασθενών με ΑΔΕ. Οι ασθενείς αυτοί είναι πιο ηλικιωμένοι με αυξημένα συνοδά νοσήματα, αλλά χωρίς να έχει μεταβληθεί στατιστικά η θνητότητά τους τα τελευταία δέκα έτη. / Acute upper gastrointestinal bleeding (AUGIB) remains a common medical emergency and an important cause of morbidity and mortality. The aim of this study was to evaluate changes in clinico-epidemiologic characteristics of patients who presented with AUGIB during the last 10 years.
Data from all patients admitted with AUGIB in a defined geographical area in Greece from January 1 to December 31, 2005 (period B) were compared with retrospectively collected data from all patients admitted with AUGIB in the same area 10 years ago, from January 1 to December 31, 1995 (period A). The estimated incidence of AUGIB and peptic ulcer bleeding (PUB) in both periods was calculated using data from the population of this area according to the National Statistical Service.
A reduction in the incidence of AUGIB from 162.9/100,000 population in 1995, to 108.2/100,000 population (rate ratio=0.49, confidence interval 95%=0.37-0.63) in 2005 and in the incidence of PUB from 104.8/100,000 population to 72.5/100,000 (rate ratio=0.49, confidence interval 95%=0.35-0.68) were, respectively, observed. This reduction was mainly due to the reduction in the incidence of duodenal ulcer bleeding (from 66.7 cases/100,000 to 35.5/100,000 population), whereas gastric ulcer bleeding incidence remained unchanged (33.1/100,000 vs. 34.4/100,000 cases). Mean age of patients increased from 59.4+/-17.1 years to 66.1+/-16.1, P<0.0001, and the patients' comorbidity. The percentage of NSAIDs' use remained stable (49.3% vs. 48.2%), whereas the use of oral anticoagulants and antiplatelets drugs increased significantly (from 2.2% to 6.8%, P=0.001 and from 1.2% to 10.8%, P<0.0001, respectively). Blood transfusion requirements per patient significantly decreased (from 2.5+/-2 to 2+/-2.4, P=0.009). The rate of rebleeding in PUB patients and emergency surgical hemostasis statistically decreased (from 12% to 5.9%, P=0.02 and from 8.9% to 3.4%, P=0.009, respectively). No significant difference in the overall mortality was observed (3.9% in 1995 vs. 6.5% in 2005).
The incidence of AUGIB during the past 10 years significantly decreased, mainly due to the decline in the incidence of bleeding duodenal ulcers. Nowadays, patients are older with more comorbidities, but mortality remains unchanged.
|
2 |
Υπαραχνοειδής αιμορραγία και υπέρτασηΠαρθένη, Μελπομένη 12 May 2010 (has links)
- / -
|
3 |
Απεικόνιση των ενδοκρανιακών αγγείων με την ψηφιακή αγγειογραφία (DSA) συγκριτικά με την CT αγγειογραφία (CTA) / Demonstration of the intracranial vessels using digital subtraction angiography (DSA) in comparison to CT angiography (CTA)Καραμεσίνη, Μαρία 25 June 2007 (has links)
Η CT αγγειογραφία εγκεφάλου (CTA) είναι μέθοδος καθιερωμένη για
την διερεύνηση και την θεραπεία των ενδοκρανιακών ανευρυσμάτων. Σκοπός
της μελέτης μας ήταν η σύγκριση των ευρημάτων της ψηφιακής
αγγειογραφίας (DSA) με αυτά της CTA και με τα χειρουργικά ευρήματα σε
ασθενείς με οξεία υπαραχνοειδή αιμορραγία, καθώς επίσης και η αξιολόγηση
της κλινικής χρησιμότητας της μεθόδου.
Κατά την διάρκεια τριών ετών, 82 ασθενείς προσήλθαν με κλινική
εικόνα και σημειολογία συμβατή με υπαραχνοειδή αιμορραγία. Η CTA έγινε
αμέσως μετά την απλή CT, ενώ η DSA εντός των πρώτων 48 ωρών από την
εισαγωγή. Όλα τα ανευρύσματα που ευρέθησαν με τις δύο μεθόδους
υπεβλήθησαν σε χειρουργική αποκατάσταση ή ενδαγγειακό εμβολισμό. Σε
όσους ασθενείς βρέθηκε αρνητικό αποτέλεσμα και με τις δύο μεθόδους, έγινε
επαναληπτική DSA 15 ημέρες μετά το επεισόδιο με σκοπό την επιβεβαίωση
της απουσίας ανευρύσματος. Οι CTA εξετάσεις καθώς και οι κλασσικές
αγγειογραφίες μελετήθηκαν από μια ομάδα δύο ακτινολόγων για κάθε τεχνική,
οι οποίοι έπρεπε να καταγράψουν την ύπαρξη ή μη ανευρύσματος, να
περιγράψουν τα χαρακτηριστικά του και να αξιολογήσουν την μέθοδο.
Χειρουργική ή και ενδαγγειακή θεραπεία έγινε σε 45 ασθενείς και
ανευρέθησαν 53 ανευρύσματα. Χρησιμοποιώντας την CTA, ευρέθησαν 47
ανευρύσματα σε 42 ασθενείς. Η DSA ανίχνευσε 43 ανευρύσματα σε 39
ασθενείς. Η ευαισθησία της CTA για τον εντοπισμό όλων των ανευρυσμάτων
με βάση το χειρουργικό/θεραπευτικό αποτέλεσμα ήταν 88,7%, η ειδικότητα
100%, η θετική προβλεπτική αξία (PPV) 100%, η αρνητική προβλεπτική αξία
(NPV) 80,7% και η ακρίβεια 92,3%. Αντίστοιχα, η ευαισθησία της DSA ήταν
87,8%, η ειδικότητα 98%, η PPV 97,7%, η NPV 89,1% και η ακρίβεια 92,9%.
Όσον αφορά στα ανευρύσματα ≥3 mm, η CTA είχε ευαισθησία που
κυμαινόταν μεταξύ 93,3 έως 100%, ίση με αυτή της DSA.
Η CTA εμφάνισε τα ίδια ποσοστά ευαισθησίας με αυτά της DSA σε
ανευρύσματα ≥3 mm. Εμφάνισε επίσης 100% ποσοστό ανίχνευσης σε
ανευρύσματα της πρόσθιας αναστομωτικής και του διχασμού της μέσης
εγκεφαλικής αρτηρίας, ενώ μερικές εντοπίσεις όπως η οπίσθια αναστομωτική
αρτηρία παραμένουν προβληματικές.
80
Κατά την διάρκεια της παρούσας μελέτης προσπαθήσαμε να
δημιουργήσουμε μια τεχνική προσομοίωσης της διεγχειρητικής εικόνας των
ραγέντων ενδοκρανιακών ανευρυσμάτων, με τη χρήση volume rendering
techniques σε εικόνες που προκύπτουν από CT αγγειογραφία. Η
τρισδιάστατη κατασκευή των εικόνων προέκυψε από την συνεργασία μιας
ομάδας αποτελούμενης από τέσσερις ακτινολόγους, έναν νευροχειρουργό και
έναν ιατρικό φυσικό. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν η
παραγωγή μιας εικόνας οριοθετημένης στο χώρο, με οδηγά σημεία που
εύκολα μπορούσαν να αναπαραχθούν κατά την διάρκεια του χειρουργείου. Οι
εικόνες χειρουργικής προσομοίωσης ενός ανευρύσματος είναι πιθανώς
χρήσιμο εργαλείο για τον προεγχειρητικό σχεδιασμό των ενδοκρανιακών
ανευρυσμάτων. / Cerebral CT angiography is an established method applied to both the
detection and treatment planning of intracranial aneurysms. The aim of our
study was to compare DSA to CTA findings and with the surgical results
mainly in patients with acute SAH and to evaluate the clinical usefulness of
CTA.
During the last three years, 82 consecutive patients were admitted
under clinical symptoms and signs suggestive of harbouring an intracranial
aneurysm. CT angiography performed immediately afterwards the plain CT,
while DSA was performed within the first 48 hours of admission. All
aneurysms detected, were confirmed during surgery or endovascular
embolization. Repeat DSA was performed in all patients having both the initial
CTA and the DSA 15 days after the onset of symptoms negative. CT
angiograms and conventional angiographies were studied by a consensus of
two radiologists for each technique, who performed aneurysm detection,
morphological features characterization and evaluation of the technique.
Surgical or/and endovascular treatment was performed in 45 patients and 53
aneurysms were confirmed. Using 3D-CT angiography we detected 47
aneurysms in 42 patients. Conventional angiography depicted 43 aneurysms
in 39 patients. The sensitivity of CTA for the detection of all aneurysms versus
surgery was 88.7%, the specificity 100%, the positive predictive value (PPV)
100%, the negative predictive value (NPV) 80.7% and the accuracy 92.3%.
Consequently, the sensitivity of DSA was 87.8%, the specificity 98%, the PPV
97.7%, the NPV 89.1% and the accuracy 92.9%. Considering the aneurysms
≥ 3 mm, CTA showed a sensitivity ranging from 93.3% to 100%, equal to that
of DSA.
Cerebral CT angiography has an equal sensitivity to DSA in the
detection of intracranial aneurysms greater than 3 mm. It has also 100%
detection rate in AcoA and MCA bifurcation aneurysms, while some locations
like posterior communicating artery aneurysms remain problematic. The
delineating features of each aneurysm are better depicted with CTA due to 3D
visualization. The use of Digital Subtraction Angiography as a diagnostic tool
can be limited in equivocal cases.
A supplement to the above work is our effort to describe a technique for
simulating the surgical view of ruptured intracranial aneurysms, using volume
82
rendering techniques in spiral CT angiography data. The 3D rendered images
were assessed by a team consisted of four radiologists, one neurosurgeon
and one medical physicist. The resultant ‘surgical view’ image was
standardized in space using a three-dimensional coordinate system, which
allowed for its reproduction in the operating theatre. The surgical views are
easily reproducible and αποτελούν a useful tool for the surgical planning of
intracranial aneurysms.
|
4 |
Ανοσολογικό προφίλ πρόωρων νεογνών με σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειαςΘωμάς, Ιάσων 05 January 2011 (has links)
Το σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας (ΣΑΔ) είναι ένα από τα συνηθέστερα προβλήματα και η κύρια αιτία θανάτου σε πρόωρα νεογνά. Παρά τη μείωση της νοσηρότητας και θνητότητας μετά την εισαγωγή της χρήσης εξωγενούς επιφανειοδραστικού παράγοντα στη θεραπεία του ΣΑΔ, υπάρχουν περιπτώσεις νεογνών που όχι μόνο δεν παρατηρείται βελτίωση, αλλά εμφανίζεται αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης πνευμονικής αιμορραγίας. Η φλεγμονή, όχι μόνο τοπική αλλά και συστηματική, παίζει σημαντικό ρόλο στην παθογένεια του ΣΑΔ. Για να καθορίσουμε το ανοσολογικό προφίλ και την κατεύθυνση της πόλωσης της ανοσολογικής απόκρισης, μετρήσαμε με Cytometric Bead Array τις κυτταροκίνες type 1 (IL-2, TNF-α, IFN-γ) και type 2 (IL-4, IL-5, IL-10) 47 πρόωρων νεογνών με ΣΑΔ, και μιας ομάδας ελέγχου 30 υγειών, κατάλληλων για την ηλικία κύησης, τελειόμηνων νεογνών. Τα επίπεδα IL-6 και TGF-β1 ορού μετρήθηκαν με ELISA. Τα δείγματα αίματος συλλέχθηκαν κατά τη γέννηση (αίμα ομφάλιου λώρου) τόσο από τα πρόωρα νεογνά όσο κι από την ομάδα ελέγχου, και από νεογνά που έλαβαν επιφανειδραστικό παράγοντα και από εκείνα που εμφάνισαν πνευμονική αιμορραγία. Αξιοσημείωτη αύξηση στα επίπεδα όλων των κυτταροκινών παρατηρήθηκε τη στιγμή της γέννησης (p <0.05, εκτός των IL-5 και TNF-α). Η type 1 αυτή ‘’πόλωση’’ του ανοσοποιητικού συστήματος δεν επηρεάστηκε από την ηλικία κύησης, και παρέμεινε η ίδια ακόμη και μετά τη χορήγηση επιφανειοδραστικού παράγοντα (ανεξαρτήτως προέλευσης). Ωστόσο, τα νεογνά που εμφάνισαν πνευμονική αιμορραγία και είχαν χειρότερη πρόγνωση, εμφάνισαν διαφορετικό ανοσολογικό προφίλ στο οποίο κυριαρχούν οι προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες. Η type 1 ‘’πόλωση’’ διατηρήθηκε, αλλά εμφανίζεται πιο έντονη. Τα επίπεδα των IL-10 και TGF-β1 στον ορό αυτών των νεογνών είναι μειωμένα. Ο ρόλος της φλεγμονής στην εξέλιξη του ΣΑΔ είναι φανερός. Τα πρόωρα νεογνά με ΣΑΔ εμφανίζουν μια έντονη type 1 ‘’πόλωση’’ του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία παραμένει ανεξαρτήτως της θεραπευτικής αγωγής που χορηγείται και ενισχύεται όταν οι πιθανές επιπλοκές εμφανιστούν. / Respiratory distress syndrome (RDS) is one of the most common problems and the leading cause of death in premature infants. Although the introduction of surfactant treatment for RDS management was beneficial lowering mortality and morbidity, some neonates do not improve, while others are at increased risk for pulmonary hemorrhage. Inflammation, not only local but also systemic, plays an important role in the pathogenesis of RDS. In order to determine the immunological profile and direction of polarization of immune response, we used Cytometric Bead Array to measure type 1 (IL-2, TNF-α, IFN-γ) and type 2 (IL-4, IL-5, IL-10) cytokines of forty-seven premature infants with established RDS, and a control group of 30 healthy, appropriate for gestational age, full-term neonates. Serum IL-6 and TGF-β1 levels were measured by ELISA. Blood samples were obtained at time of delivery (cord blood) for both premature and control group, and from neonates who received surfactant treatment and those who developed pulmonary hemorrhage. A remarkable increase to all cytokine levels was noted at time of delivery (p <0.05, except for IL-5 and TNF-α). This type 1-polarized immunological pattern was not affected by gestational age, and remained the same even after surfactant administration (irrespective of extract’s origin). However, neonates who developed pulmonary hemorrhage and had worse final outcome, presented different cytokine profile in which pro-inflammatory cytokines prevail. Type 1 polarization was maintained, though more intense; serum IL-10 and TGF-β1 levels appeared suppressed in these newborns. Overall, the role of inflammation in the progress of neonatal RDS is evident. Premature infants with established disease present a strong type 1 polarization, which persists irrespective of treatment provided, and is amplified when possible complications appear.
|
5 |
Ανάπτυξη τεχνικών επεξεργασίας ιατρικών δεδομένων και συστημάτων υποστήριξης της διάγνωσης στη γυναικολογίαΒλαχοκώστα, Αλεξάνδρα 25 May 2015 (has links)
Η αυτόματη επεξεργασία εικόνων του ενδομητρίου αποτελεί ένα δύσκολο και πολυδιάστατο πρόβλημα, το οποίο έχει απασχολήσει πλήθος ερευνητών και για το οποίο έχει αναπτυχθεί μεγάλος αριθμός τεχνικών.
Στην παρούσα διατριβή, παρουσιάζεται μια μεθοδολογική προσέγγιση, η οποία βασίζεται στη χρήση αλγορίθμων ψηφιακής επεξεργασίας και ανάλυσης εικόνων, για την αυτόματη εκτίμηση χαρακτηριστικών που περιγράφουν την αγγείωση και την υφή εικόνων του ενδομητρίου. Αφορμή της μελέτης αποτελεί ο ρόλος που διαπιστώνεται ότι διαδραματίζει η μεταβολή των τιμών των εν λόγω χαρακτηριστικών στην έγκαιρη διάγνωση των παθήσεων του ενδομητρίου.
Στα πλαίσια της διατριβής, υλοποιήθηκε κατάλληλη μεθοδολογία για τον υπολογισμό ενός συνόλου χαρακτηριστικών τόσο για υστεροσκοπικές εικόνες, όσο και για ιστολογικές εικόνες του ενδομητρίου. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στην προ – επεξεργασία των εικόνων προκειμένου να προκύψει βελτίωση της ποιότητας καθώς και ενίσχυση της αντίθεσης αυτών. Στη συνέχεια, ανιχνεύτηκαν τα σημεία που αποτελούν τους κεντρικούς άξονες των υπό εξέταση αγγείων με χρήση διαφορικού λογισμού για τις υστεροσκοπικές εικόνες και υπολογίστηκε ένα σύνολο χαρακτηριστικών μεγεθών που περιγράφουν την αγγείωση και την υφή των εικόνων τόσο για τις υστεροσκοπικές όσο και για τις ιστολογικές εικόνες. Τέλος, εφαρμόστηκαν κατάλληλοι αλγόριθμοι με σκοπό την κατηγοριοποίηση των υστεροσκοπικών και των ιστολογικών εικόνων και συγκεκριμένα τον διαχωρισμό των παθολογικών και των φυσιολογικών εικόνων του ενδομητρίου. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκε η ROC ανάλυση στην απεικόνιση και ανάλυση της συμπεριφοράς των εν λόγω κατηγοριοποιητών. / Automatic analysis of the endometrial images is a difficult and multidimensional problem. For this reason, the number of papers and techniques regarding this issue is numerous.
In this Thesis, a methodology is presented, based on advance image processing techniques in order to automatically estimate texture and vessel’s features in endometrial images. Motivation for the Thesis is the fact that the variation of the measurements of the specific features plays significant role in the seasonable diagnosis of endometrial disorders.
Throughout this Thesis, an appropriate methodology is developed in order to estimate the features for the hysteroscopical and histological images of the endometrium. An important step is the pre – processing of the images in order to enhance the image quality and the image contrast. Then, the pixels that constitute the centerlines of vessels are detected by using differential calculus for the hysteroscopical images, only. Furthermore, the texture and vessel’s features in hysteroscopical and histological images are estimated. Finally, appropriate algorithms are applied in order to classify the hysteroscopical and histological images and distinguish pathological and normal endometrial images. ROC analysis is used in order to evaluate the discrimination power of the features that were estimated.
|
Page generated in 0.0347 seconds