• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 7
  • Tagged with
  • 7
  • 5
  • 4
  • 3
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Η τεκτονο-στρωματογραφική εξέλιξη της ΝΑ Μεσογείου, με έμφαση στη λεκάνη του Ηροδότου, στην κατεύθυνση ανάπτυξης πεδίων υδρογονανθράκων

Ηλία, Χρίστος 11 July 2013 (has links)
Η Μεσόγειος θάλασσα είναι μια κλειστή θάλασσα που μπορεί να χωριστεί σε δυτικό και ανατολικό τμήμα. Η ανατολική Μεσόγειος είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος από την δυτική και παρουσιάζει έντονο γεωλογικό ενδιαφέρον σε διάφορους τομείς. Συγκεκριμένα η νοτιοανατολική Μεσόγειος με την παρουσία της Μεσογειακής ράχης, της Λεκάνης Λεβαντίνης, του αβυσσικού πεδίου του Ηροδότου, του κώνου του Νείλου και του ηπειρωτικού μπλοκ του Ερατοσθένη αποτελεί ένα μεγάλο πεδίο ερευνών. Ένας τομέας ερευνών που τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μια έξαρση είναι η ύπαρξη πεδίων υδρογονανθράκων στην περιοχή. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον εστιάζεται στη γεωλογική εξέλιξη δυο λεκανών, της Λεβαντίνης νοτιοανατολικά της Κύπρου και του Ηροδότου νοτιοδυτικά της Κύπρου. Οι δυο αυτές λεκάνες σχηματίστηκαν την ίδια γεωλογική περίοδο ως λεκάνες προχώρας λόγω της καταβύθισης της Αφρικανικής πλάκας κάτω από την Ευρασία. Φιλοξενούν το ίδιο περίπου πάχος ιζημάτων όπως και ίδιους τύπους ιζημάτων. Έχουν διαφορετική γεωμετρία με την λεκάνη του Ηροδότου να είναι βαθύτερη και διπλάσια σε έκταση από την λεκάνη της Λεβαντίνης. Για την λεκάνη της Λεβαντίνης υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την στρωματογραφία της, και τη δυνατότητα της να αναπτύξει πεδία υδρογονανθράκων, καθώς και πιστοποιημένα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Μέσω αυτών των στοιχείων και γνωρίζοντας ότι η λεκάνη Ηροδότου έχει ίδια ηλικία σχηματισμού συγκρίναμε τις δυο λεκάνες όσον αφορά την παλαιογεωγραφική τους εξέλιξη και την στρωματογραφία τους με σκοπό να εκτιμήσουμε τα αποθέματα που μπορεί να φιλοξενεί η λεκάνη του Ηροδότου. Σύγχρονα λαμβάνουμε υπόψη και το ρόλο που διαδραματίζουν στην εξέλιξη των λεκανών αλλά και της ευρύτερης περιοχής, το ηπειρωτικό μπλοκ του Ερατοσθένη και ο κώνος του Νείλου Παρουσιάζονται επίσης σεισμικά δεδομένα στα οποία φαίνονται άμεσοι δείκτες υδρογονανθράκων DHI (Direct Hydrocarbons Indicators) αλλά και άλλα στοιχεία που αφορούν την εξέλιξη των λεκανών. Αυτοί οι δείκτες συνδέονται άμεσα με σημεία στα οποία υπάρχουν διαφυγές υδρογονανθράκων, όπου πιθανά να υπάρχουν πεδία υδρογονανθράκων. Επίσης αναφέρεται ποια πρέπει να είναι τα κριτήρια ούτως ώστε να αναπτυχθούν υδρογονάνθρακες. Τέλος παρουσιάζεται ένας συγκεντρωτικός πίνακας με όλα τα συγκριτικά στοιχεία των δυο λεκανών, που μας δείχνει τα πιστοποιημένα στοιχεία της λεκάνης της Λεβαντίνης και τις εκτιμήσεις για την λεκάνη του Ηροδότου μέσα από την σύγκριση της με τη λεκάνη Λεβαντίνης. / The Mediterranean Sea is an close sea that can be divided into western and eastern part. The Eastern Mediterranean is larger in size than the west and has a big geological interest in various fields. Specifically, the southeastern Mediterranean in the presence of the Mediterranean ridge, the Levantine basin, the Herodotus abyssal plain, the Nile cone and the Eratosthenes continental block, is a large field of investigation. One of the main interesting topics is the genesis and the development of hydrocarbon fields in the area. The major focus is on the palaeogeographic evolution of two major basins, such as Levantine basin and Herodotus basin. These two basins were formed in the same geological period as foreland basins due to subduction of the African plate beneath Eurasia. Accommodate approximately the same sediment thickness and the same sediment types. They have different geometry with Herodotus basin is deeper and doubles in size from the Levantine basin. For the Levantine basin there is enough evidence for the stratigraphy, and the ability to develop oil fields and they are certified reserves of petroleum and natural gas. Through these elements and knowing that Herodotus basin formed in the same age we compared the palaeogeographic evolution and stratigraphy of the two basins with a view to assess the stocks that can accommodate the Herodotus basin. At the same time we take into account the role they played in the evolution of the basins, the Eratosthenes continental block and the Nile cone. Seismic data are also presented which show direct hydrocarbon indicators DHI (Direct Hydrocarbons Indicators) and other data concerning the evolution of the two basins. These indicators are directly linked to places where there are leaks of hydrocarbons, which are thought to be hydrocarbon fields. Finally we present a table summarizing all the comparisons of the two basins, which shows us the certified data of the Levantine basin and the estimated oil and gas reserves of Herodotus basin through the comparison of the Levantine basin.
2

Στρατηγικές εισόδου σε αναδυόμενες αγορές

Μπούμπουρας, Βασίλειος 20 October 2010 (has links)
Σκοπός της διπλωματικής εργασίας είναι η περιγραφή και η ανάλυση των ευκαιριών που προκύπτουν κατά την είσοδο των επιχειρήσεων στις αναδυόμενες αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αρχικά επιδιώχθηκε μια θεωρητική προσέγγιση του θέματος περιγράφοντας τις θεωρίες διεθνοποίησης. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις όλων των γνωστών επιστημόνων στο χώρο της διοίκησης και όχι μόνο, εμπλούτισαν τις γνώσεις μας και οριοθέτησαν το περιεχόμενο της παρούσας εργασίας. Στη συνέχεια καθορίστηκαν οι λόγοι για τους οποίους μια επιχείρηση επιθυμεί να διεθνοποιηθεί. Δίπλα στους λόγους δεν μπορούσαν να απουσιάζουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μια επιχείρηση κατά την διεθνοποίηση της καθώς και οι τρόποι εισόδου. Έγινε προσπάθεια να καταγραφούν και συστηματοποιηθούν όλες οι δυνατές μορφές εισόδου σε μια αγορά του εξωτερικού. Βέβαια η παρούσα διπλωματική εργασία επικεντρώνεται στην Νοτιοανατολική Ευρώπη. Κρίθηκε συνεπώς απαραίτητο να αναφερθούν και οι αιτίες οι οποίες καθοδηγούν την απόφαση των Ελλήνων επιχειρηματιών να χαράξουν νέες διαδρομές σε καινούργιες αγορές. Στο σημείο αυτό η εργασία αλλάζει μορφή και περνάει στο δεύτερο μέρος, το πρακτικό. Η συμβολή του εν λόγω τμήματος ήταν σημαντική διότι συνέδεσε την θεωρία με αυτό που συμβαίνει στην ελληνική πραγματικότητα. Αναλυτικότερα, για την έκφραση των προφίλ των Ελλήνων επιχειρηματιών χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο και μέσα από μια σειρά παραμέτρων οδηγηθήκαμε σε δεδομένα τα οποία μπορούμε να θεωρήσουμε γενικεύσιμα. Προτιμήθηκε η χρήση της ποιοτικής μεθόδου για την διατύπωση αποτελεσμάτων σχετικά με την είσοδο μιας ελληνικής επιχείρησης στο εξωτερικό προκειμένου τα δεδομένα να αποφευχθούν να είναι ευάλωτα σε στερεοτυπίες. Με τη μέθοδο των συνεντεύξεων συλλέξουμε σημαντικά ευρήματα αναφορικά πάντα με τις αναδυόμενες αγορές, τις στρατηγικές που ακολουθήθηκαν και τα εμπόδια που αντιμετώπισαν. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν μέσα από τη διαδικασία των συνεντεύξεων μελετήθηκαν και παρατίθενται αναλυτικά στο πρακτικό μέρος. / -
3

Φάσεις πλαστικής παραμόρφωσης στα μεταμορφωμένα πετρώματα της ανατολικής Καρυστείας

Πιπερίδης, Γρηγόρης 21 December 2012 (has links)
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται την τεκτονική ανάλυση δύο μεγασκοπικών επωθήσεων στην περιοχή της νότιας Εύβοιας. Αναλύονται τα εξελικτικά στάδια της παραμόρφωσης στην περιοχή μελέτης, τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την κατανόηση των παραμορφωτικών φάσεων είναι εικόνες καθώς επίσης και μετρήσεις με γεωλογική πυξίδα οι οποίες προβλήθηκαν σε στερεογραφικά δίκτυα για εξαγωγή συμπερασμάτων. Τονίζεται ότι τα παραπάνω παρουσιάζουν ορθή ερμηνεία πάντα σε συσχέτιση με υπαίθριες παρατηρήσεις. / The present work deals with the tectonic analysis of two megascopic structures in the region of southern Evia. Are analyzed the evolutionary stages of deformity in the region of study,the means that are used for the comprehension of the deforming phases are pictures as well as measurements with geological compass.
4

Συμβολή στη μελέτη της φυλογεωγραφίας στην Ανατολική Μεσόγειο: η περίπτωση του εδαφόβιου φιδιού Typhlops vermicularis Merrem, 1820 / Contribution to the study of phylogeography in the Eastern Mediterranean: the case of the fossorial snake Typhlops vermicularis Merrem, 1820

Κορνήλιος, Παναγιώτης 31 August 2012 (has links)
Η φυλογεωγραφία είναι η επιστημονική περιοχή που ασχολείται με τη μελέτη της γεωγραφικής εξάπλωσης των γενεαλογικών γραμμών εντός ενός είδους ή μεταξύ στενά συγγενικών ειδών. Περιλαμβάνει τον προσδιορισμό των φυλογενετικών συγγενειών και τη γεωγραφική τους αποτύπωση, ώστε να αναδειχθεί η εξελικτική προέλευση και η βιογεωγραφική ιστορία των μελετώμενων πληθυσμών, υποειδών ή ειδών. Στην παρούσα διατριβή εξετάζεται για πρώτη φορά η ενδοειδική γενεαλογία του μικρού εδαφόβιου φιδιού Typhlops vermicularis σε μια φυλογεωγραφική προσέγγιση. Το T. vermicularis είναι ο μοναδικός ευρωπαϊκός αντιπρόσωπος της υπεροικογένειας Solecophidia και εξαπλώνεται στην ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η περιοχή χαρακτηρίζεται από μια πολύπλοκη γεωλογική και κλιματική ιστορία, η οποία έχει επηρεάσει ή διαμορφώσει τη φυλογένεση και τη βιογεωγραφία πολλών οργανισμών, και ιδιαίτερα των ερπετών και των αμφιβίων που είναι ευαίσθητοι δείκτες παλαιογεωγραφικών και παλαιοκλιματικών γεγονότων. Σκοπός της διατριβής ήταν να αποσαφηνιστούν οι φυλογενετικές σχέσεις μεταξύ των πληθυσμών του εξεταζόμενου είδους, με τη χρήση μοριακών δεικτών του μιτοχονδριακού και του πυρηνικού DNA, και να προσεγγιστούν βασικά ερωτήματα που αφορούν τόσο στη φυλογένεση και βιογεωγραφία του είδους, όσο και στις διεργασίες που καθόρισαν ή επηρέασαν την εξελικτική και βιογεωγραφική ιστορία των ζωικών οργανισμών της ανατολικής Μεσογείου. Συνολικά χρησιμοποιήθηκαν 130 δείγματα, ενώ ως μοριακοί δείκτες επιλέχθηκαν τα μιτοχονδριακά γονίδια 12S και ND2 και το πυρηνικό γονίδιο PRLR, τα οποία πολλαπλασιάστηκαν μέσω της αλυσσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR). Ακολουθήθηκαν βασικές μέθοδοι φυλογενετικής ανάλυσης (Σύνδεση Γειτόνων, Μέγιστη Πιθανοφάνεια και Μπεϊεσιανή Συμπερασματολογία), ενώ οι γενεαλογικές σχέσεις μεταξύ των μιτοχονδριακών και πυρηνικών απλοτύπων προσεγγίστηκαν μέσω δικτύων απλοτύπων που κατασκευάστηκαν με τον αλγόριθμο της στατιστικής φειδωλότητας. Η γενετική διαφοροποίηση μεταξύ των απλοτύπων του ίδιου δικτύου υπολογίστηκε με τη στατιστική παράμετρο Snn του Hudson. Εξάλλου, ελέγχθηκε η υπόθεση ταχείας επέκτασης με τις δοκιμασίες ουδετερότητας των παραμέτρων Fs του Fu και R2. Οι χρόνοι απόσχισης των φυλογενετικών κλάδων του μιτοχονδριακού DNA εκτιμήθηκαν με την προσέγγιση του αυστηρού μοριακού ρολογιού και με σημείο βαθμονόμησης την απομόνωση του κλάδου της Κύπρου μετά τη λήξη της Κρίσης Αλατότητας του Μεσσηνίου, πριν 5,3 εκατομύρια χρόνια. Τέλος, για την καλύτερη κατανόηση της βιογεωγραφικής ιστορίας του T. vermicularis εφαρμόστηκε η στατιστική προσέγγιση της Διασποράς-Βικαριανισμού. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής, παρατηρείται μια αδυναμία του πυρηνικού δείκτη να διακρίνει τις εξελικτικές γραμμές που αναδεικνύονται από τον μιτοχονδριακό δείκτη, εκτός από την περίπτωση του γενετικά πιο διαφοροποιημένου κλάδου Α (για το μιτοχονδριακό DNA) ή nA (για το πυρηνικό DNA) που κατανέμεται γεωγραφικά στην περιοχή της Ιορδανίας και της νότιας Συρίας. Σε αυτήν την ασυμφωνία μπορεί να συμβάλουν παράγοντες της αναπαραγωγής, της γενεαλογικής ιστορίας και του τρόπου διασποράς των ατόμων του είδους, καθώς επίσης και του τρόπου κληρονομικότητας του μιτοχονδριακού DNA και της πίεσης της φυσικής επιλογής. Το T. vermicularis περιλαμβάνει δέκα μιτοχονδριακούς κλάδους, οι οποίοι αντιστοιχούν σε ισάριθμες Εξελικτικά Σημαντικές Μονάδες. Η γενετική διαφοροποίηση στο εσωτερικό κάθε κλάδου είναι πολύ μικρή, ενώ είναι ιδιαίτερα μεγάλη μεταξύ των κλάδων, γεγονός που υποδηλώνει πιθανή ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων φαινομένων γενετικής στενωπού ή ιδρύσεως. Το γενικό φυλογεωγραφικό πρότυπο αντιστοιχεί στην Κατηγορία Ι του Avise (2000), η οποία αφορά βαθιά γενεαλογικά δένδρα µε τις κύριες γενεαλογικές γραμμές σε αλλοπατρία και που παρατηρείται μεταξύ πληθυσμών που έχουν χωριστεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Το γενικό αυτό πρότυπο συνοδεύεται, στην περίπτωση του T. vermicularis, από την παρουσία πολυτομιών, δηλαδή σχέσεων που δεν είναι αποσαφηνισμένες. Αυτές οι πολυτομίες μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού έλλειψης δεδομένων και πιθανών παράλληλων κλαδογενετικών γεγονότων. Με βάση την εκτίμηση των χρόνων κατά τους οποίους συνέβησαν τα βασικά φυλογενετικά γεγονότα για το T. vermicularis, καθώς και τα παλαιογεωγραφικά και, κυρίως, τα παλαιοκλιματικά γεγονότα που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή μελέτης κατά τους χρόνους αυτούς, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι κατά το Ύστερο Νεογενές η κατανομή του T. vermicularis ακολούθησε πολλούς κύκλους επέκτασης και συρρίκνωσης. Οι απότομες και έντονες μεταβάσεις από πιο υγρές σε πιο ξηρές συνθήκες σε αυτήν την περίοδο, είναι πολύ πιθανό να προκάλεσαν κατακερματισμό της γεωγραφικής κατανομής του ζώου και να έδρασαν ως βικαριανιστικός παράγοντας. Κατά τη διάρκεια των μη ευνοϊκών περιόδων (ξηρών και ψυχρών), πολλές περιοχές κυρίως στην Ανατολία, λειτούργησαν ως θύλακες βιοποικιλότητας για το T. vermicularis, λόγω των γεωμορφολογικών και οικολογικών χαρακτηριστικών τους. Για είδη, όπως το T. vermicularis, τα οποία έχουν μια ενιαία γεωγραφική κατανομή που καλύπτει ολόκληρη την Ανατολία, αποκαλύπτεται η ύπαρξη γενετικών «ποικιλιών», με τη βοήθεια μοριακών δεικτών, σε αυτές τις περιοχές που θεωρούνται καταφύγια. Σε άλλες περιπτώσεις ειδών ερπετών, οι γεωγραφικές εξαπλώσεις είναι πολύ πιο περιορισμένες ή κατακερματισμένες και συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τις περιοχές που λειτούργησαν ως καταφύγια για το T. vermicularis, λειτουργώντας και ως κέντρα ενδημισμού. Τόσο οι εξελικτικές γραμμές εντός του T. vermicularis, όσο και οι περιοχές οι οποίες διαδραμάτισαν στο παρελθόν σπουδαίο ρόλο στη διατήρηση της βιοποικιλότητας, είναι σημαντικές από διαχειριστικής απόψεως και χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας. Μεταξύ των Εξελικτικά Σημαντικών Μονάδων του T. vermicularis, ο κλάδος A είναι γενετικά πολύ διαφοροποιημένος από τους υπόλοιπους κλάδους (μιτοχονδριακό και πυρηνικό DNA), ενώ ο χρόνος του φυλογενετικού διαχωρισμού του από τους άλλους κλάδους είναι πολύ μεγάλος (~ 10 εκατ. χρόνια πριν), συγκρινόμενος με χρόνους απόσχισης μεταξύ αναγνωρισμένων ειδών των οικογενειών Typhlopidae και Leptotyphlopidae. Με βάση τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής, ο κλάδος αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένα ξεχωριστό είδος. / Phylogeography is the scientific field that studies the geographical distribution of genealogical lineages within a species or closely related ones. Phylogenies are reconstructed and plotted geographically to display their spatial relationships and deduce the evolutionary origins and biogeographic history of populations, subspecies and species. The current study represents a phylogeographical approach of the intraspecific genealogy of the small fossorial snake Typhlops vermicularis. Typhlops vermicularis is the only extant representative of the superfamily Solecophidia and it is distributed in the eastern Mediterranean region. This area is characterized by a complex geological and climatic history that has affected or formed the phylogeny and biogeography of several organisms, and especially reptiles and amphibians which are sensitive indicators of palaeogeographic and palaeoclimatic events. The scope of the current study was to assess the phylogenetic relationships among the populations of the studied species, with the use of mitochondrial and nuclear molecular markers, and to answer questions regarding the phylogeny and biogeography of this species and the processes that affected the evolutionary and biogeographic history of animal taxa in the eastern Mediterranean. In total, 130 specimens were used, while the mitochondrial genes 12S and ND2, and the nuclear gene PRLR were chosen as markers, and were amplified via the polymerase chain reaction (PCR). Basic methods of phylogenetic analysis were followed (Neighbour-Joining, Maximum Likelihood and Bayesian Inferrence), and the genealogical relationships among the mitochondrial and nuclear haplotypes were approached through haplotype-networks with the use of the statistical parsimony algorithm. Genetic differentiation among the haplotypes of the same network was calculated with the use of Hudson’s Snn parameter. Moreover, the rapid expansion hypothesis was tested with the neutrality tests of Fu’s Fs and R2. Divergence times for the mitochondrial clades were estimated with a strict molecular-clock approach and the use of the phylogenetic split of the Cypriot lineage at the end of the Messinian Salinity Crisis (5.3 Mya) as a calibration point. Finally, a Dispersal-Vicariance analysis was performed, in order to better understand the biogeographic history of T. vermicularis. According to the results of the present study, the nuclear-marker phylogeny does not distinguish the evolutionary lineages that resulted from the phylogenetic analysis of the mitochondrial marker, except for the strongly differentiated clade A (mitochondrial DNA) or nA (nuclear DNA), which is distributed in Jordan and south Syria. This incongruence could be a result of reproduction, genealogical and dispersal factors, but also the mitochondrial-DNA inheritance and natural selection. Typhlops vermicularis includes ten mitochondrial clades, which represent ten Evolutionary Significant Units. Genetic divergence within each clade is very small, while it is significantly higher among the clades, implying one or more genetic bottleneck or founder effects. The general phylogeographical pattern agrees with Avise’s (2000) Category I, which concerns deep phylogenetic trees with the genealogical lineages in allopatry, and is observed among populations that have been isolated for a long period. In T. vermicularis, this pattern is also combined with the presence of polytomies, i.e. unresolved relationship, s a result of lack in data and possible parallel cladogenetic events. Based on the estimated times of diversification events within T. vermicularis, and the palaeogeographic and, most importantly, the palaeoclimatic events that occurred during those times in the area, it seems that, during the Late Neogene, T. vermicularis’ distribution followed many circles of expansion and shrinkage. The sudden and intense transitions from wetter to more arid conditions during that period possibly induced fragmentations in the geographic distribution of this animal and acted as a vicariant agent. During the non-favourable periods (arid and cold), several regions, especially in Anatolia, acted as biodiversity pockets for T. vermicularis, due to their geomorphological and ecological characteristics. For species, such as T. vermicularis, that present a continuous distribution throughout Anatolia, the existence of genetic “varieties” is exposed with the use of molecular markers, in areas considered as refugia. For other reptile species, geographic distributions are more confined or patchy, and coincide with the areas that acted as refugia for T. vermicularis, also acting as endemism centers. The identified T. vermicularis evolutionary lineages and the areas that played an essential role in sustaining biodiversity in the past are important in terms of management and protection. Among the T. vermicularis Evolutionary significant Units, clade A is genetically differentiated from the others (mitochondrial and nuclear DNA), while its divergence time is very old (~ 10 mya), compared to that of other recognized Typhlopidae and Leptotyphlopidae species. According to these results, this clade could represent a separate species.
5

Αναπαραγωγική οικολογία και γενετική δομή του Ευρωπαϊκού θαλασσοκόρακα [Phalacrocorax aristotelis (L., 1761)] στο Αιγαίο / Reproductive ecology and genetic structure of the European Shag [Phalacrocorax aristotelis (L., 1761)] in the Aegean, Greece

Θάνου, Ευανθία 06 August 2013 (has links)
Ο Ευρωπαϊκός Θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis) περιλαμβάνει τρία υποείδη που διαχωρίζονται με βάση μορφολογικές και συμπεριφορικές διαφορές και εξαπλώνονται σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Το ατλαντικό υποείδος, P. a. aristotelis, κατά την αναπαραγωγική του περίοδο, εξαπλώνεται στον Ατλαντικό από τη Β. Ρωσσία μέχρι τις ατλαντικές ακτές της Ιβηρικής χερσονήσου, το υποείδος P. a. riggenbachi διαβιεί στις ακτές της Β. Αφρικής και το μεσογειακό (Phalacrocorax aristotelis desmarestii) θεωρείται ενδημικό υποείδος της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Η βιολογία και η οικολογία του μεσογειακού θαλασσοκόρακα δεν είναι μελετημένη, ιδιαίτερα στις ανατολικές περιοχές της εξάπλωσής του, παρότι η περιοχή του βόρειου Αιγαίου περιλαμβάνεται στις σημαντικότερες περιοχές αναπαραγωγής του είδους. Η παρούσα διδακτορική διατριβή, αποτελεί την πρώτη μελέτη σχετικά με την οικολογία της αναπαραγωγής και την ανάλυση της γενετικής δομής του μεσογειακού θαλασσοκόρακα σε αποικίες του Αιγαίου. Συγκεκριμένα, μελετώνται τέσσερα θέματα της βιολογίας του υποείδους: (1) η αναπαραγωγική επιτυχία και οι πιθανοί περιβαλλοντικοί παράγοντες που ενδέχεται να την επηρεάζουν, (2) η αναλογία του φύλου των νεοσσών, (3) οι διατροφικές συνήθειες κατά την αναπαραγωγική περίοδο, και (4) η γενετική δομή αναπαραγωγικών πληθυσμών του Αιγαίου, καθώς και οι φυλογεωγραφικές σχέσεις μεταξύ τους και με άλλους μη ελληνικούς πληθυσμούς. / The European Shag (Phalacrocorax aristotelis) is currently divided in three subspecies based on plumage differences, non-overlapping distributions and phenology. The nominate subspecies, P. a. aristotelis, has a breeding distribution from northern Russia to the Atlantic coast of Iberia, P. a. riggenbachi is found along the northern African coasts and the Mediterranean Shag (Phalacrocorax aristotelis desmarestii) is considered an endemic subspecies of the Mediterranean and the Black Seas. The Mediterranean subspecies’ biology and ecology are poorly studied, especially in the eastern part of its distribution, despite the fact that North Aegean Sea (Greece) is considered one of the most important regions for its reproduction. This study presents the first results regarding the study of its reproduction ecology and genetic structure in colonies from the Aegean Sea region. Specifically, four aspects of the its biology are addressed here: (1) breeding success and the possible ecological factors that may affect it, (2) the sex ratio of fledglings, (3) feeding habits during reproduction, and (4) the genetic structure of breeding populations in the Aegean and their phylogeographic relationships with other non-Greek populations.
6

Χωροχρονική κατανομή του μεσοζωοπλαγκτού και του ιχθυοπλαγκτού στο Β.Α. Αιγαίο σε σχέση με αβιοτικές και βιοτικές παραμέτρους / Mesozooplankton and ichthyoplankton spatiotemporal distribution patterns in the N.E. Aegean Sea in relation to abiotic and biotic variables

Ίσαρη, Σταματίνα 28 July 2008 (has links)
Στόχο της παρούσας διατριβής αποτέλεσε η διερεύνηση των αβιοτικών και βιοτικών παραγόντων που ελέγχουν τη χωροχρονική κατανομή δύο βασικών συστατικών του πλαγκτικού συστήματος στο βορειοανατολικό Αιγαίο, του μεσοζωοπλαγκτού και των ιχθυονυμφών. Η περιοχή μελέτης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα παραγωγικότητας, συγκριτικά με τον ολιγότροφο χαρακτήρα της ανατολικής Μεσογείου, και ως εκ τούτου υψηλή συγκέντρωση ιχθυοαποθεμάτων (κυρίως μικρών πελαγικών ψαριών). Τα χαρακτηριστικά αυτά θεωρείται ότι σχετίζονται με την τοπογραφία της περιοχής (εκτεταμένη υφαλοκρηπίδα), την εισροή ποταμών αλλά κυρίως με την έντονη μέσης κλίμακας υδρολογική πολυπλοκότητα (μέτωπο Λήμνου, αντικυκλώνας Σαμοθράκης), που επάγει η εισροή και κυκλοφορία του χαμηλής αλατότητας νερού της Μαύρης Θάλασσας (<30 psu), στα 20-30 επιφανειακά μέτρα της υδάτινης στήλης. Η μελέτη της κατανομής και σύνθεσης του μεσοζωοπλαγκτού (σε κατακόρυφη και οριζόντια διάσταση) πραγματοποιήθηκε σε ένα εκτεταμένο δίκτυο σταθμών κατά τη διάρκεια τριών περιόδων θερμοστρωμάτωσης (Ιούλιος 2003– Σεπτέμβριος 2003 – Ιούλιος 2004), ενώ των ιχθυονυμφών κατά το μήνα Ιούνιο των ετών 2003 έως 2006. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το απόθεμα του μεσοζωπλαγκτού στο Β.Α. Αιγαίο βρέθηκε μεγαλύτερο σε σχέση με εκείνο που αναφέρεται για άλλα ελληνικά πελαγικά νερά (Ιόνιο, νότιο Αιγαίο), κλειστούς και ημίκλειστους κόλπους καθώς και για ορισμένες παράκτιες και πελαγικές περιοχές της Δυτικής Μεσογείου. Σημαντικό κομμάτι της βιοκοινότητας, ειδικά στο επιφανειακό στρώμα επίδρασης του νερού της Μαύρης Θάλασσας, αποτέλεσαν ηθμοφάγες ομάδες όπως τα κλαδοκεραιωτά, οι κωπηλάτες και τα βυτιοειδή. Το Σεπτέμβριο 2003 η αλατότητα στην περιοχή βρέθηκε υψηλότερη κατά δύο μονάδες σε σχέση με τον Ιούλιο του ίδιου έτους, αντανακλώντας ενδεχομένως τη μικρότερη εισροή του νερού της Μαύρης Θάλασσας (πλούσιο σε διαλυτό οργανικό άνθρακα), και η αφθονία των ηθμοφάγων ομάδων ήταν σημαντικά μειωμένη την περίοδο αυτή σε σχέση με τον Ιούλιο 2003. Η χρονική αυτή διακύμανση στο απόθεμα του μεσοζωοπλαγκτού φάνηκε να σχετίζεται τόσο με τη διαφοροποίηση της επίδρασης του νερού της Μαύρης Θάλασσας στην περιοχή, όσο και με τα χαρακτηριστικά της βιολογίας των οργανισμών (π.χ. εποχικός κύκλος). Τον Ιούλιο 2004 το νερό της Μαύρης Θάλασσας περιορίστηκε κυρίως στο ανατολικό τμήμα της θρακικής υφαλοκρηπίδας, εγκλωβιζόμενο σε μια αντικυκλωνική δομή γύρω από τη Σαμοθράκη περίπου 50 km διαμέτρου, και οι τιμές αφθονίας και βιομάζας βρέθηκαν ιδιαίτερα αυξημένες (διπλάσιες έως και τριπλάσιες) συγκριτικά με το 2003. Σημαντικό παράγοντα διαφοροποίησης των ποσοτικών χαρακτηριστικών του μεσοζωοπλαγκτού (αφθονία & βιομάζα) αλλά και διαμόρφωσης διακριτών συναθροίσεων ειδών κωπηπόδων και κλαδοκεραιωτών αποτέλεσε το βάθος. Τα επιφανειακά νερά, που δέχονταν την άμεση επιρροή του νερού της Μαύρης Θάλασσας, εμφανίστηκαν περισσότερο παραγωγικά με ιδιαίτερη σύνθεση ειδών, των οποίων οι συναθροίσεις αποτέλεσαν ευαίσθητους δείκτες της οριζόντιας ωκεανογραφικής ετερογένειας. Αλλαγές στην παροχή και κυκλοφορία του νερού της Μαύρης Θάλασσας φάνηκε να προκαλούν μέσης κλίμακας υδρολογική (μέτωπα, στρόβιλοι) και βιολογική πολυπλοκότητα στην περιοχή, η οποία βρέθηκε να αντανακλάται περαιτέρω στη δομή και κατανομή των ζωοπλαγκτικών συναθροίσεων τόσο στο οριζόντιο επίπεδο όσο και στο κατακόρυφο. Συγκεκριμένα, τα υδρολογικά μέτωπα αποτέλεσαν περιοχές αυξημένων τιμών φθορισμού και μεσοζωοπλαγκτικής βιομάζας και ο αντικυκλώνας της Σαμοθράκης αποτέλεσε ιδιαίτερο βιογεωχημικό ενδιαίτημα, χαρακτηριζόμενο από αυξημένες τιμές συνολικής αφθονίας και ιδιαίτερη σύνθεση βιοκοινότητας μεσοζωοπλαγκτού. Εκτός από τη σημασία των φυσικών παραγόντων στην κατανομή του μεσοζωοπλαγκτού, βιολογικές αλληλεπιδράσεις, όπως ο ανταγωνισμός και η θήρευση φάνηκε επίσης να παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των παρατηρούμενων προτύπων κατανομής. Η χωρική ετερογένεια στην κατανομή των πληθυσμών του μεσοζωοπλαγκτού φάνηκε να αντικατοπτρίζει τη σημασία των οικοφυσιολογικών χαρακτηριστικών των ειδών και του εύρους μεγέθους των τροφικών σωματιδίων. Σε αντίθεση με το μεσοζωοπλαγκτόν, η μέση αφθονία του συνόλου των ιχθυονυμφών καθώς και των μεμονωμένων ταξινομικών κατηγοριών τους στην περιοχή του Β.Α. Αιγαίου κατά την διάρκεια της τετραετούς έρευνας (2003-2006), δεν παρουσίασε σημαντική χρονική διαφοροποίηση. Οι ιχθυονύμφες των επιπελαγικών ειδών αποτέλεσαν το σημαντικότερο συστατικό της βιοκοινότητας, με κυρίαρχο είδος το Engraulis encrasicolus (γαύρος), είδος του οποίου η κορύφωση ωοτοκίας συμπίπτει χρονικά με την περίοδο δειγματοληψίας. Η οριζόντια κατανομή των ιχθυονυμφών στην περιοχή ήταν ετερογενής και φάνηκε να ελέγχεται από τη συνεργιστική δράση παραμέτρων που επιδρούν στο απόθεμα των γεννητόρων καθώς και φυσικών και βιολογικών διαδικασιών που επιδρούν στη πλαγκτική φάση των απογόνων τους. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των παρατηρούμενων ιχθυονυμφικών προτύπων κατανομής βρέθηκε να παίζουν εξελικτικές προσαρμογές των ειδών σε μεγάλη κλίμακα χρόνου, όπως είναι η στρατηγική αναπαραγωγής και το περιβάλλον διαβίωσης. Ως εκ τούτου, το βάθος αλλά και ενδείξεις των τροφικών συνθηκών στην κολώνα του νερού (π.χ. συγκέντρωση ζωοπλαγκτού, φθορισμός) εξήγησαν σε σημαντικό βαθμό τη χωρική διαφοροποίηση της σύνθεσης της βιοκοινότητας των ιχθυονυμφών. Η κυκλοφορία επίσης του νερού της Μαύρης Θάλασσας φάνηκε σε πολλές περιπτώσεις να επηρεάζει σημαντικά τη διαμόρφωση της οριζόντιας κατανομής τους, είτε συμβάλλοντας στην κατακράτηση τους κοντά στα πεδία ωοτοκίας, ή, προκαλώντας τη διασπορά τους μακριά από αυτά. Η αντανάκλαση της οριζόντιας ωκεανογραφικής ετερογένειας στις συναθροίσεις των συγκεκριμένων μεροπλαγκτικών οργανισμών, παρότι λιγότερο έντονη σε σχέση με τις ολοπλαγκτικές ομάδες του μεσοζωοπλαγκτού, ήταν επίσης εμφανής. Η υψηλή συμμετοχή στη βιοκοινότητα των ιχθυονυμφών, πελαγικών ειδών, που κατά την ενήλικη φάση είναι άμεσα επηρεαζόμενα από μεταβολές που πραγματοποιούνται στο ανώτερο στρώμα της υδάτινης στήλης (όπου επιδρά το νερό της Μαύρης Θάλασσας), φαίνεται να είχε σημαντική συμβολή σε αυτό. / The main aim of the present study was directed towards an understanding of the agents (abiotic and biotic) that shape the spatiotemporal distribution patterns of two fundamental components of the northeastern Aegean Sea (NEA) planktonic food web, namely mesozooplankton and fish larvae. The study area is of great scientific interest due to its relatively increased local productivity levels, comparatively to the highly oligotrophic eastern Mediterranean, hence its importance as a fishing ground, especially for fisheries targeting small pelagic fish. These characteristics are considered to be associated with local topographic features (extended continental shelf), riverine inflow, but mainly the high hydrological complexity (development of fronts and eddies) which is induced by the inflow and advection of low salinity Black Sea waters (BSW) at the upper part of the water column (surface 20-30 m). Mesozooplankton group composition and distribution patterns were examined both in horizontal and vertical plane in an extended sampling grid, during three stratification periods (July 2003 – September 2003 – July 2004). Four broad scale ichthyoplankton surveys were carried out (June 2003, 2004, 2005, 2006) over a station grid similar to that of mesozooplankton sampling, in order to investigate the major distribution and abundance patterns of fish larvae in the area. According to this study, the overall mesozooplankton standing stock in the NEA was found higher than those typically reported for other Mediterranean ecosystems, including hellenic pelagic waters and various closed or semi-closed gulfs as wells as some western Mediterranean pelagic and coastal regions. During all sampling periods, filter feeding taxa i.e. cladocerans, doliolids, appendicularians consisted an important element of mesozooplankton group composition particularly at the upper water column (directly influenced by the BSW). In September 2003, when surface salinity was 2 psu higher than July 2003 (probably reflecting lower BSW inflow in the area), the abundance values of these zooplankters decreased considerably. This temporal variation seemed to be related not only to differentiation in BSW (rich in dissolved organic carbon) influence, but also to species specific biological characteristics (e.g. seasonal cycle). In July 2004, BSW circulation was mainly restricted in the eastern part of the Thracian shelf and the abundance and biomass values in the area were significantly increased (2-fold up to 3-fold increase) compared to the previous surveys. Sampling depth played an important role in the differentiation of quantitive mesozooplankton characteristics (in terms of abundance and biomass values) but also in the formation of different copepod and cladoceran species assemblages. Surface waters, under the direct influence of BSW, were more productive and their species assemblages were sensitive tracers of horizontal oceanographic variability. Changes in the supply and flow of BSW into the NEA induced mesoscale hydrographic (fronts, eddies) and biological variability which was reflected on the structure and distribution of mesozooplankton assemblages in the horizontal and vertical plane. Frontal zones (e.g. southeastern of Lemnos) were characterized by increased fluorescence values and mesozooplankton biomass. The anticyclonic eddy over the Thracian shelf, where BSW is entrapped (Samothraki gyre), seemed to serve as a distinguished biochemical habitat with increased mesozooplankton abundance values and distinctive group composition. Besides the importance of physical parameters for zooplankton distribution in the NEA, biological interactions (e.g. competition, predation) may have played a significant role in shaping the observed distribution patterns. The hydrological heterogeneity induced by the advection of the BSW seemed to influence the qualitative and quantitative characteristics of the lower trophic levels. In turn, mesozooplankton populations presented spatial heterogeneity that reflected the importance of food size spectra and species-specific ecophysiological characteristics. Contrary to mesozooplankton community, mean abundance values of fish larvae (either as a total or for each separate taxonomic category) did not show any significant interannual difference during the four year study in the area of NEA (2003-2006). Fish larvae of epipelagic species consisted the major component of community, while a dominance of anchovy larvae was also observed due to the coincidence of the sampling period with the intensive spawning of this species. Fish larvae horizontal distribution was heterogenous and seemed to be controlled by the coupling between agents acting on the spawning stock and physical and biological processes influencing the planktonic phase of their offsprings. Fish larvae distributional patterns seemed to highly depend on species specific evolutionary adaptations, like reproduction strategy and the living habitat of the adults. Sampling depth as well as indications of water column trophic conditions (e.g. zooplankton concentration, fluorescence), explained significantly the spatial differentiation of fish larvae assemblages during all sampling periods. The circulation pattern of BSW seemed to be an important determinant of the taxonomic composition and abundance of larval fish assemblages, contributing either on larval retention near the spawning grounds, or inducing their dispersion. The assemblages of these meroplanktonic early-life stages also reflected the horizontal oceanographic heterogeneity in NEA, though less intensively comparing to other holoplanktonic zooplankters. The domination of local larval fish community by larvae of pelagic fish, that in the adult phase are directly influenced by changes taking place in the upper part of the water column (influenced by the BSW), may have contributed to this reflection.
7

Ανάπτυξη τυπολογίας περιβαλλοντικών βάσεων δεδομένων για την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου

Κανέλλος, Φώτιος 13 February 2015 (has links)
Η μελέτη και παρακολούθηση του Περιβάλλοντος με σκοπό την κατανόηση και προστασία του, προϋποθέτουν τη δυνατότητα καταγραφής, επεξεργασίας και αποθήκευσης πλήθους μετρήσεων καθώς και τη χρήση μαθηματικών μοντέλων. Για τον σκοπό αυτό έχουν αναπτυχθεί από διεθνείς οργανισμούς (Κυβερνητικούς και Μη) ειδικές Περιβαλλοντικές Βάσεις Δεδομένων που ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους καταγράφουν τις τιμές διαφόρων περιβαλλοντικών μεταβλητών. Για την αποτελεσματικότερη χρήση των ΠΒΔ και την συγκριτική αξιολόγησή τους αναπτύχθηκε ένας Τυπολογικός Πίνακας βασισμένος σε δώδεκα (12) παραμέτρους με σκοπό την κατάταξη των κυριότερων ΠΒΔ σε αυτόν. Ως εκ τούτου, επιλέχθηκαν δεκαεπτά (17) ΠΒΔ, που υποστηρίζονται είτε από διεθνείς ή από ελληνικούς φορείς, και περιλαμβάνουν την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Η ανάπτυξη του Τυπολογικού Πίνακα επιτρέπει την κατάταξη οποιασδήποτε άλλης ΠΒΔ σε αυτόν ενώ αποτελεί και ένα χρήσιμο εργαλείο στο σχεδιασμό μελλοντικών τέτοιων Βάσεων. Κάνοντας χρήση των φίλτρων του Πίνακα επιλέχθηκαν τρείς (3) μελέτες περιπτώσεων για την συγκριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων δύο (2) ΠΒΔ που πληρούν όμοια κριτήρια. Στα συμπεράσματα της εργασίας περιλαμβάνεται η διαπίστωση ότι παρά την ετερογένεια της πληροφορίας που παρατηρείται μεταξύ των ΠΒΔ, υπάρχουν οι προϋποθέσεις να εξαχθούν ασφαλείς και χρήσιμες παρατηρήσεις. / Over the past decades, an effort has been made by several Governments and Non-Governmental Organizations to develop and support Environmental Data Bases (EDBs) containing specific environmental parameters and characteristics. The aim was to study and monitor environmental variables in order to better understand and predict their structures and trends and thus protect the global ecosystem. In order to achieve an effective way of using the various Environmental DBs a typological Table was developed in accordance to specific parameters. Priority was given to those EDBs that focus on the eastern part of Mediterranean. This Typology allows every EDB to be classified according to specific spatio-temporal scales and parameters and simultaneously can offer a better approach for designing other EDBs in the future. Three (3) case studies were selected based on the Typological Table for comparative assessment of the EDBs. In general the EDB are heterogeneous and do not follow the same data structure. However under some circumstances, interesting information can be extracted that expands and completes our knowledge about the Environment.

Page generated in 0.3558 seconds