• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 4
  • Tagged with
  • 4
  • 4
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Μελέτη της λειτουργικής υπόθεσης της επιλογής δράσεως από τα βασικά γάγγλια / Study of the functional hypothesis of action selection in the basal ganglia

Περάκης, Δημήτρης 29 June 2007 (has links)
Μελέτη της υπόθεσης ότι τα βασικά γάγγλια, μία κεντρική δομή του εγκεφάλου, συμμετέχει ενεργά στην επιλογή της κατάλληλης δράσης. Προσπάθεια μοντελοποίησης της λειτουργίας των βασικών γαγγλίων κια προσομοίωση παθολογικών καταστάσεων του ανθρώπινου εγκεφάλου. / Stydy of the hypothesis that the basal ganglia, a major structure in the mamalian brain, plays a crusial role in the selection of the appropriate action. In this direction we try to simulate the functionality of the basal ganglia as well the pathophysiological conditions (Parkinson, Huntington disease) related to them.
2

Δόμηση υπολογιστικού μηχανισμού πρόβλεψης της δράσης και των παρενεργειών των νευροψυχιατρικών φαρμάκων

Σολωμού, Αναστασία 20 September 2010 (has links)
Στην καθημερινή ιατρική πρακτική υπάρχουν δυσκολίες κατά την επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος που ωφελεί ατομικά τον ασθενή, ο οποίος αποτελεί μία ξεχωριστή και μοναδική οντότητα. Η διαδικασία που ακολουθεί ένα φάρμακο από τη στιγμή που λαμβάνεται ακολουθεί τους κανόνες της φαρμακοκινητικής και φαρμακοδυναμικής, που με τη σειρά τους εξαρτώνται από παράγοντες όπως είναι η ηλικία, το φύλο, το περιεχόμενο του γαστρεντερικού σωλήνα (ΓΕΣ), ο τρόπος ζωής του ατόμου, οι συνήθειές του, οι συμπαρομαρτούσες νόσοι καθώς και άλλα φάρμακα που μπορεί να συγχορηγούνται. Οι μοριακοί μεσολαβητές όλων αυτών των παραγόντων υπόκεινται σε διακύμανση που απορρέει από την ύπαρξη γενετικών πολυμορφισμών. Γενετικοί πολυμορφισμοί σε γονίδια που κωδικοποιούν πρωτεΐνες-μεταφορείς διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Οι παράγοντες αυτοί συνολικά επηρεάζουν την «τύχη» του φαρμάκου στον οργανισμό μέσω προαγωγής ή αναστολής μεταφορέων του τοιχώματος του ΓΕΣ, μέσω μεταβολής του pH ή της βακτηριακής χλωρίδας, μέσω αναστολής ή προαγωγής του μεταβολισμού του στο ήπαρ ή και μέσω της επιρροής της απέκκρισης και της κατανομής του φαρμάκου. Όσον αφορά την φαρμακοδυναμική, δηλαδή το αποτέλεσμα του ιδίου του φαρμάκου στον οργανισμό, επίσης εξαρτάται από τους παραπάνω παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, συνοδές παθήσεις, άλλα φάρμακα ή χημικές ουσίες (που τυχόν δρουν ως ανταγωνιστές της θέσης δράσης) και φυσικά, οι γενετικοί πολυμορφισμοί των υποδοχέων θέσεων δράσης. Στην ιατρική πράξη και κατά τη συνταγογράφηση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία. Φυσικά, η πολυπλοκότητα αυτού κάνει κάτι τέτοιο να φαίνεται αδύνατο για έναν ιατρό. Για το λόγο αυτό, θα επιχειρηθεί ο θεωρητικός σχεδιασμός ενός υπολογιστικού συστήματος-λογισμικού που θα υλοποιήσει τον μέχρι τώρα ακατόρθωτο συνδυασμό όλων αυτών των αποσπασματικών παραμέτρων που επηρεάζουν την δράση των φαρμάκων και συγκεκριμένα των νευροψυχιατρικών. Η υλοποίηση ξεκινά με τη συλλογή των δεδομένων που στο εξής ονομάζονται παράμετροι-μεταβλητές του συστήματος και των οποίων ο συνδυασμός θα δίνει το αναμενόμενο αποτέλεσμα της χρήσης ενός νευροψυχιατρικού φαρμάκου σε κάθε ασθενή ξεχωριστά, αναλόγως της ηλικίας, του φύλου, του τρόπου ζωής, τις συνοδές παθήσεις, συγχορηγούμενα φάρμακα και τυχόν γνωστών γενετικών πολυμορφισμών. Το σύστημα θα είναι έτσι σχεδιασμένο, ώστε ανά πάσα στιγμή θα μπορούν να διοχετευθούν νέα δεδομένα, ανάλογα με την πρόοδο της έρευνας. Στο μέλλον, θα μπορούσε η μελέτη αυτή να θέσει τις βάσεις για ένα πλήρες σύστημα πρόβλεψης της δράσης όλων των κατηγοριών των φαρμάκων για τον ξεχωριστό ασθενή με απώτερο σκοπό την αποτελεσματικότερη και ασφαλέστερη ατομική θεραπεία. / -
3

Τα εικαστικά στο δημοτικό σχολείο : η σχολική πραγματικότητα, τα σχολικά εγχειρίδια και ο ρόλος του δασκάλου. Έρευνα δράσης στην Ε' τάξη του δημοτικού, προτάσεις και προοπτικές

Θεοδωροπούλου, Ιωάννα 01 February 2013 (has links)
Η διδασκαλία της τέχνης στο σχολείο συμβάλλει στην ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού, καλλιεργώντας τη δημιουργικότητά του και ενθαρρύνοντας την κοινωνικοποίησή του. Με την αλλαγή του αναλυτικού προγράμματος και την εισαγωγή του ΔΕΠΠΣ στην εκπαίδευση, εισήχθησαν και τα βιβλία των εικαστικών στα σχολεία. Ωστόσο, στο Δημοτικό Σχολείο το μάθημα των εικαστικών δεν διδάσκεται όπως ορίζεται από το αναλυτικό πρόγραμμα και οι εκπαιδευτικοί αποφεύγουν τη διδασκαλία του μαθήματος. Στην παρούσα μελέτη προσπαθούμε να διερευνήσουμε τους λόγους και τα αίτια που οδηγούν τους δασκάλους στην αποφυγή ή την τροποποίηση της διδασκαλίας του μαθήματος των εικαστικών και να προσδιορίσουμε κατά πόσο το βιβλίο των εικαστικών αποτελεί ή όχι χρηστικό εργαλείο για το δάσκαλο και τι στήριξη χρειάζεται για να νιώσει ικανός να συμπεριλάβει δράσεις εικαστικών στο πρόγραμμά του. Στόχος μας είναι, αξιοποιώντας την έρευνα δράσης ως ερευνητικό εργαλείο, να εντοπίσουμε ποια είναι η σύγχρονη σχολική πραγματικότητα, εάν υπάρχει ανταπόκριση από τους μαθητές στο μάθημα των εικαστικών και τι έχουν να προτείνουν οι εικαστικοί εκπαιδευτικοί για το θέμα. Από την έρευνα προέκυψε ότι αν και το βιβλίο των εικαστικών είναι ένα χρήσιμο εργαλείο δουλειάς για τα δάσκαλο, εντούτοις αισθάνεται αβεβαιότητα και ανασφάλεια να διδάξει το μάθημα αποφεύγοντας να το χρησιμοποιήσει. Προτείνεται η επιμόρφωση των δασκάλων στη διδακτική των εικαστικών, η αξιοποίηση των εικαστικών εκπαιδευτικών στα σχολεία και η βελτίωση της υλικοτεχνικής υποδομής των σχολείων με τη δημιουργία εξοπλισμένων εικαστικών εργαστηρίων. / The teaching of art in schools contributes to the multifaceted development of the child, cultivating his/her creativity and encouraging his/her socialization. With the change in the curriculum and the introduction of the cross-thematic curriculum framework in education, art books were introduced in schools. However, in primary schools, art is not taught as specified by the curriculum and teachers avoid teaching it. In the present study, we are trying to investigate the reasons teachers are led to avoid or modify the teaching of art and to determine whether or not the art book is a useful tool as well as what kind of support teachers need to feel competent to include art activities in their program. Using action research as a research tool, our aim is to trace the current reality in schools, to determine students’ responses towards art as well as teachers’ feedback on this issue. The present research shows that although the art book is a useful tool for the teacher, he/she feels unsure and lacks self-efficacy to teach this lesson and thus avoids using it. Consequently, we recommend that teachers be trained in the teaching of art, that art teachers be utilized in schools and finally that well-equipped art labs be created.
4

Η εφαρμογή του θερμοκαυτηριασμού με ραδιοσυχνότητες (RF ablation) στη θεραπεία καλοηθών οστικών όγκων

Παπαθανασίου, Ζαφειρία 19 January 2011 (has links)
Η θεραπεία των καλοήθων οστικών όγκων εξαρτάται από την ανατομική εντόπιση, τα συμπτώματα, τη φυσική ιστορία του όγκου και τη θνησιμότητα της θεραπείας η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις περιλαμβάνει ή την εκτομή ή την απόξεση αν και όχι σπάνια είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί μία ευρύτερη εξαίρεση, χρησιμοποιώντας τις ίδιες αρχές όπως στους κακοήθεις οστικούς όγκους. Οι νεότερες διαδερμικές μέθοδοι, με κυριότερο εκπρόσωπο τη διαδερμική θερμοκαυτηρίαση (RFA) έρχονται να δώσουν τη λύση, εξασφαλίζοντας την πλήρη καταστροφή του όγκου αλλά και τη διατήρηση της λειτουργικής κινητικότητας του ασθενούς. Η παρούσα μελέτη εξέτασε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της εν λόγω θεραπευτικής μεθόδου στην αντιμετώπιση κατά κύριο λόγο των οστεοειδών οστεωμάτων αλλά και άλλων καλοήθων οστικών όγκων, όπως τα χονδροβλαστώματα και τα οστεοβλαστώματα. Επίσης, μελετήθηκαν τα απεικονιστικά πρότυπα των όγκων πριν και μετά RFA και έγινε συσχέτιση των απεικονιστικών αποτελεσμάτων με άλλες παραμέτρους των υπό μελέτη οστικών όγκων. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ Από τον Δεκέμβριο του 2003 έως και τον Δεκέμβριο του 2009 συνολικά 33 ασθενείς με συνολικά 33 καλοήθεις οστικούς όγκους υποβλήθηκαν σε διαδερμική θερμοκαυτηρίαση με ραδιοσυχνότητες (κατόπιν ενυπόγραφης πληροφορημένης συναίνεσης). Από τους 33 καλοήθεις όγκους, οι 29 ήταν οστεοειδή οστεώματα, οι τρεις χονδροβλαστώματα και ο ένας οστεοβλάστωμα. Από τους 33 ασθενείς, οι 23 ήταν άντρες και οι 10 γυναίκες (♂/♀: ~2/1), ηλικίας από 11 έως 39 ετών (μέση ηλικία : 22,5 έτη). Η διάμετρος των οστεοειδών οστεωμάτων κυμαίνονταν από 4 έως 12 χιλ. (μέση τιμή:7 χιλ.), των χονδροβλαστωμάτων από 26 έως 32 χιλ. (μέση τιμή:29 χιλ.) και του οστεοβλαστώματος 32 χιλ. Συνολικά 27 (82%) όγκοι εντοπίζονταν στα κάτω άκρα, τέσσερις (12%) στα άνω άκρα και δύο (6%) στην σπονδυλική στήλη. Οι έντεκα (33%) από τις 33 βλάβες είχαν ενδαρθρική εντόπιση. Η διάγνωση των οστεοειδών οστεωμάτων στηρίχθηκε αποκλειστικά σε ακτινολογικά και κλινικά κριτήρια, ενώ για τα χονδροβαλστώματα και το οστεοβλάστωμα πραγματοποιήθηκε βιοψία. Σε όλους τους όγκους η θερμοκαυτηρίαση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ενός άκαμπτου RF ηλεκτροδίου σε σχήμα «ράβδου» εκτός από δύο περιπτώσεις χονδροβλαστωμάτων της μηριαίας κεφαλής όπου χρησιμοποίηθηκε εκπτυσσόμενο RF ηλεκτρόδιο δίκην «ομπρέλας». Καταγράφηκαν και μελετήθηκαν τα ποσοστά επιτυχίας, οι υποτροπές, οι επιπλοκές καθώς και τα αποτελέσματα της στατιστικής ανάλυσης. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Η μέθοδος ήταν τεχνικά επιτυχής και στους 33 όγκους (100%). Υποτροπή των συμπτωμάτων παρουσιάστηκε σε τρεις περιπτώσεις (9%, 3/33) οστεοειδών οστεωμάτων (ένα ενδαρθρικό στο σπογγώδες οστό και δύο εξω-αρθρικά στην φλοιώδη μοίρα), αντίστοιχα στους δύο, έξι και τέσσερις μήνες μετά την «θερμοκαυτηρίαση» (μέση τιμή : 4 μήνες). Η μη σωστή τοποθέτηση του RF ηλεκτροδίου μέσα στον όγκο και ο τραυματισμός του αρθρικού χόνδρου ήταν οι λόγοι αποτυχίας της μεθόδου. Ο ένας ασθενής υπεβλήθη σε δεύτερο επιτυχή «θερμοκαυτηριασμό» (εξω-αθρικό, φλοιώδες οστεοειδές οστέωμα), ο δεύτερος ακολούθησε τη χειρουργική οδό (εξω-αθρικό, φλοιώδες οστεοειδές οστέωμα) και ο τρίτος συνέχισε τη φαρμακευτική αγωγή (ενδαρθρικό, σπογγώδες οστεοειδές οστέωμα). Έτσι, τα ποσοστά κλινικής επιτυχίας μετά την 1η RF συνεδρία ανέρχονται στο 91% (30/33) και συνολικά μετά και την 2η RF συνεδρία ανέρχονται τελικά στο 94% (31/33). Η περίοδος κλινικής παρακολούθησης κυμάνθηκε συνολικά για όλους τους όγκους από 6 έως 70 μήνες (μέση τιμή follow-up : 28 μήνες). Στις επιπλοκές περιλαμβάνονται μία περίπτωση θερμικής δερματικής κάκωσης 1ου βαθμού (ελάσσονα επιπλοκή), μία περίπτωση ιατρογενούς- εκφυλιστικής οστεοαρθρίτιδας (3η υποτροπή) και μία περίπτωση σηπτικής αρθρίτιδας της αριστερής κατά γόνυ αρθρώσεως με σχηματισμό δερματικού συριγγίου δύο μήνες μετά RFA που αντιμετωπίστηκε χειρουργικά. Για τις 25 (86%, 25/29) συνολικά περιπτώσεις οστεοειδών οστεωμάτων με διαθέσιμο CT follow-up πριν και μετά τη θερμοκαυτηρίαση (6, 12 και 24 μήνες), πραγματοποιήθηκε στατιστική συσχέτιση πολλαπλών μεταβλητών και προέκυψαν τα κάτωθι συμπεράσματα (Kendall’s t-test): 1) Η ελάχιστη ή και μηδαμινή «οστεοποίηση» της «φωλεάς» δεν υποδεικνύει απαραίτητα την κλινική αποτυχία (P=0.14). 2) Η ανίχνευση εσωτερικής «οστεοποίησης» της «φωλεάς» παρουσίασε έντονη θετική συσχέτιση με την μεγάλη (≥12 μήνες) διάρκεια του CT follow-up (P=0.014). 3) Το μεγάλο μέγεθος των οστεοειδών οστεωμάτων (>7 χιλ.) συσχετίζεται έντονα αρνητικά με την φλοιώδη (P=0.001), την εξωαρθρική (P=0.003) και την διαφυσιακή εντόπιση (P=0.001). 4) Επίσης και το μεγάλο (≥ 7χιλ.) μέγεθος (P=0.086), δηλαδή και το μεγάλο μέγεθος τείνει να συσχετίζεται με την «ωριμότητα» του όγκου (παρουσία εσωτερικών αποτιτανώσεων προ RFA) . Στοιχεία εσωτερικής «οστεοποίησης» (μετά RFA) ανεδείχθησαν ήδη με την συμπλήρωση των 12 μηνών από την θερμοκαυτηρίαση για δύο χονδροβλαστώματα ενώ το τρίτο εμφάνισε σχεδόν πλήρη «οστεοποίηση» στους 48 μήνες απεικονιστικού follow-up. Απ’ την άλλη, δεν παρατηρήθηκε αλλαγή στην απεικόνιση του οστεοβλαστώματος της κερκίδας στο εξάμηνο ακτινολογικό follow-up. Μέχρι σήμερα όλα τα περιστατικά των χονδροβλαστωμάτων και του οστεοβλαστώματος παραμένουν –από κλινικής απόψεως- ελεύθερα άλγους ή κινητικής δυσχέρειας. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Η διαδερμική θερμοκαυτηρίαση με ραδιοσυχνότητες (RF Ablation) είναι μία ελάχιστα επεμβατική θεραπευτική επιλογή για τους ασθενείς με οστεοειδή οστεώματα, η οποία παρέχει άμεση ανακούφιση από το άλγος με χαμηλά ποσοστά επιπλοκών και υποτροπών. Η RF θερμοκαυτηρίαση θεωρείται πλέον ως η θεραπεία εκλογής για τα οστεοειδή οστεώματα του περιφερικού σκελετού και της πυέλου αλλά και για τις χειρουργικές υποτροπές. Μειώνει την ενδονοσοκομειακή νοσηλεία και τη διάρκεια της επαναφοράς και αποκατάστασης του ασθενούς. Η οστική βιοψία πριν την RF θεραπεία δεν είναι απαραίτητη εφ’ όσον η διάγνωση μπορεί με ασφάλεια να βασιστεί στα κλινικά και απεικονιστικά ευρήματα. Η αξιολόγηση της κλινικής πορείας και όχι η απεικόνιση είναι το καλύτερο κριτήριο για να γίνει διάκριση μεταξύ των ασθενών με καλή ή όχι κιλινική έκβαση. Η καταγραφή και η συσχέτιση παραμέτρων, όπως το μέγεθος, η θέση και η παρουσία εσωτερικών αποτιτανώσεων των οστεοειδών οστεωμάτων δύναται να βοηθήσουν στην κατανόηση της παθογένεσής τους. Η μέθοδος, σε επιλεγμένες περιπτώσεις (θέση-μέγεθος) και υπό κατάλληλες συνθήκες (πολλαπλές «αλληλοεπικαλυπτόμενες» RF συνεδρείες μικρότερης «ενεργού» ακτίνας), μπορεί να εφαρμοστεί επιτυχώς και σε άλλους καλοήθεις οστικούς όγκους όπως τα χονδροβλαστώματα και τα οστεοβλαστώματα. / Treatment of benign primary bone tumors depends on the anatomical location, symptoms, the natural history of the tumor and the morbidity of treatment and in most cases involves either simple excision or curettage although occasionally it is necessary to perform a complete excision using the same principles as for malignant tumors. CT-guided radiofrequency ablation (RFA), has emerged as minimally invasive alternative to destroy the tumor, overcome surgical difficulties and potential hazards and preserve the functional ability of the patient. The present study demonstrates the healing effect of RFA and evaluates its efficacy and safety in the treatment of osteoid osteomas, chondroblastomas and osteoblastomas. Additionally, this series compare the imaging pattern of the bone tumors prior and post RFA and correlate the results with other selected tumor parameters. MATERIAL AND METHODS From December 2003 to December 2009 a total number of 33 patients (23 male, 10 female, 11-39 years, mean: 22, 5 years) with 33 benign bone tumors were treated with RFA. Informed consent and institutional board approval were obtained. The tumors consisted of 29 osteoid osteomas, three biopsy-proved chondroblastomas and one biopsy-proved osteoblastoma. The mean maximum diameter was 7mm (range: 4-12 mm) for osteoid osteomas, 29 mm for chondroblastomas (range: 26-32 mm) and 32mm for the osteoblastoma. Lesions were located in the limbs (n: 27, 82%), the upper arm (n: 4, 12%) and two in the spine (n: 2, 6%). Intra-articular location was detected in 11(33%) tumors. Diagnosis of osteoid osteomas was base on imaging and clinical criteria. Ablation was performed using a straight rigid RF electrode in 31 tumors while a multi-tined expandable RF electrode was used in two cases of femoral chondroblastomas. Primary success rate, total secondary success rate, recurrences, complications, follow-up and statistical analysis results were assessed. RESULTS Technical success was achieved in 33 patients (33/33, 100%). Recurrence occurred in three osteoid osteomas (3/33, 9%); one intra-articular medullar lesion and two extra-articular cortical lesions at two, six and four months post RFA respectively (mean: 4 months). Failure was attributed to inadequate RF electrode positioning in the cortical lesions whilst articular damage was the main reason for pain relapse in the third intra-articular case. Primary success rate was 91% and total secondary success rate was 94%. Mean clinical follow-up period was 28 months (range: 6-70 months) for all lesions. Complications comprised of one mild thermal skin injury, one hip joint degenerative arthritis (third intra-articular failure case) and a case of septic arthritis with bony changes and cutaneous fistula, due to wound infection, which required surgical debridement. Statistical analysis of bone tumor parameters regarding 25 cases of osteoid osteomaswith available CT-follow-up, like complete, partial or absent ossification of the treated nidus, patient age and sex, tumor size and location, pre-existing calcifications, clinical outcome and CT follow-up, reached the following results (Kendall’s t-test): 1) Absence and/or minimal of post RFA ossification does not necessarily indicate clinical failure (P=0.14). 2) Detection of post RFA ossification showed an intense positive correlation with a long-lasting CT follow-up (≥ 12 months) (P= 0.014). 3) The “big” size of osteoid osteomas (>7mm) showed an intense negative correlation with the cortical (P=0.001), extra-articular (P= 0.003) and diaphyseal location (P=0.001). 4) Also, the “big” size of osteoid osteomas (>7mm) tends to correlate with the presence of calcifications (prior RFA), which represents a “maturity” marker of the tumor (P= 0.086). All three cases of chondroblastomas showed signs of internal ossification post RFA on regular imaging follow-up while the osteoblastoma did not show any imaging changes on the 6-month follow-up. On the other hand, the osteoblastoma and the remaining three cases of chondroblastomas presented an excellent post RFA clinical course without any signs of relapse. CONCLUSIONS Percutaneous RFA is a minimally invasive therapeutic option for osteoid osteomas which provides immediate pain relief and low rates of complications and recurrences. It is considered as the treatment of choice for appendicular and pelvic osteoid osteomas and for surgical recurrences as well. Biopsy is not mandatory provided that the diagnosis can be safely based on clinical and imaging grounds. The determination of an adverse clinical outcome should be based on clinical evaluation and not on the imaging pattern. The study and correlation of tumor parameters like size, location and pre-existing calcifications of osteoid osteomas can help in understanding their pathogenesis. The present study also suggests that RFA, when correctly performed, should be included in the treatment algorithm of selected cases of other benign bone tumors like chondroblastomas and osteoblastomas.

Page generated in 0.0191 seconds