• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 2
  • 1
  • Tagged with
  • 8
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Phylogenies of genes with shared histories : insights into the evolution of vertebrate and bacterial gene families

Budd, Aidan January 2005 (has links)
No description available.
2

Ancestral body size and the evolutionary ecology of phyletic dwarfs

Webster, Andrea Jane January 2000 (has links)
No description available.
3

Towards a liklihood framework for whole genome phylogenetic analysis

Savva, George Mario January 2006 (has links)
No description available.
4

The evolutionary history of a group of clustered Fox genes in the vertebrates

Wotton, Karl January 2007 (has links)
No description available.
5

The evolution and maintenance of the isochore in vertebrate genomes

Belle, Elise Manuele Sara January 2004 (has links)
No description available.
6

Étude de la diversité génétique chez la bactérie lactique Carnobacterium maltaromaticum et de son adaptation à l'environnement gastro-intestinal de mammifères / Study of the genetic diversity of a lactic acid bacteria Carnobacterium maltaromaticum and its adaptation to gastro-intestinal environment of mammals

Rahman, Abdur 11 December 2013 (has links)
L'utilisation de la bactérie C. maltaromaticum dans l'industrie alimentaire n'est pas autorisée en raison de faible connaissance et des pathologies qu'il peut provoquer chez le poisson. Un des objectifs de ce travail est de renforcer la connaissance par la séquence génomique d'une souche fromagère et d'évaluer le devenir de la bactérie après ingestion par le consommateur. L'autre objectif est de mieux connaitre la taxonomie de la bactérie par MLST. La séquence complète de C. maltaromaticum LMA 28 a révélé une taille génomique de 3,8 Mpb qui est atypique dans le genre Carnobacterium. L'analyse génomique indique qu'il contiendrait des gènes d'adaptation à l'environnement intestinal. Il a été montré que la bactérie est capable de survivre le transit gastro-intestinal chez la souris et d'adhérer à des cellules intestinales humaines qui présenteraient des propriétés neutres voire anti-inflammatoires. Le résultat suggère qu'elle est capable de survivre le transit GIT et d'interagir avec l'hôte. Il a été montré que la MLST chez C. maltaromaticum permet d'atteindre un haut niveau de résolution. MLST suggèrent que le lait et les fromages à pâte molle sont peu sélectifs pour C. maltaromaticum. De plus, deux CC majoritaires, principalement représentés par des souches laitières, ont été identifiés. Leur existence suggère qu'une lignée de l'espèce est particulièrement bien adaptée à l'environnement laitier ou qu'un phénomène de domestication est en cours. Un grand nombre de singletons ont été identifiés suggérant que la diversité chez cette espèce est sous-estimée et qu'elle reste à explorer / The bacterium Carnobacterium maltaromaticum is not used in industry due to limited knowledge about this organism and its virulence in fish. One objective of this thesis was to strengthen the body of knowledge by determining the complete genome sequence of the cheese strain and to evaluate the fate of this bacterium after ingestion by the consumer. Another objective was to improve the taxonomic knowledge within the species C. maltaromaticum through the development of a MLST scheme. The complete sequence of the strain C. maltaromaticum LMA 28 revealed a genome size of approximately 3.8 Mbp, which is unusually high in the genus Carnobacterium. The genome analysis of this strain indicates the presence of genes conferring the adaptation to the intestinal environment. The bacterium is able to survive during the gastro-intestinal transit in mice. Moreover, this strain is able to adhere to human intestinal epithelial cell lines and would have neutral or anti-inflammatory properties. These data suggest that C. maltaromaticum LMA 28 is adapted to the digestive tract of mammals. At the taxonomical level, it was shown that MLST is highly discriminatory for the species C. maltaromaticum. In addition, the MLST results suggest that milk and soft cheeses are poorly selective for strains of this species. In addition, two major clonal complexes suggest that a sub-population within this species is well adapted to the dairy environment or that a sub-population is submitted to a domestication process. A high proportion of singletons was obtained suggesting that the diversity was under-estimated and remains to be explored
7

Ανάπτυξη και εφαρμογή εργαλείων βιοπληροφορικής για τη φυλογενετική ανάλυση και πρόβλεψη της δομής και ρύθμισης της λειτουργίας των πρωτεϊνών

Παυλοπούλου, Αθανασία 10 August 2011 (has links)
Στο πλαίσιο της παρούσης διατριβής, αξιοποιήθηκαν οι αλληλουχίες γνωστών γονιδιωμάτων, αλλά και γονιδιωμάτων που αποκρυπτογραφήθηκαν πρόσφατα, για να μελετηθεί η εξελικτική ιστορία τριών λειτουργικά σημαντικών πρωτεϊνικών οικογενειών: (α) των φυτικών DNA μεθυλομεταφορασών και (β) των ευκαρυωτικών RNA μεθυλομεταφορασών, οι οποίες είναι ένζυμα που επιφέρουν μεθυλίωση στις νουκλεοτιδικές αλληλουχίες, καθώς και (γ) των πεπτιδασών συγγενών της καλλικρεΐνης (KLKs), οι οποίες είναι γνωστές σερινοπρωτεϊνάσες με δράση τύπου θρυψίνης ή χυμοθρυψίνης. Οι εξελικτικές σχέσεις των χαρακτηρισμένων και καινοφανών πρωτεϊνών των τριών οικογενειών διερευνήθηκαν με κατασκευή φυλογενετικών δένδρων. Επίσης, αναλύθηκε η δευτεροταγής και τριτοταγής δομή των ομόλογων πρωτεϊνών, η δομή των γονιδίων που κωδικοποιούν τις πρωτεΐνες αυτές, και κατασκευάσθηκαν διαγνωστικά πρωτεϊνικά μοτίβα από τις αλληλουχίες των τριών οικογενειών ενζύμων. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων οδήγησαν στην εξαγωγή σημαντικών συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανή βιολογική λειτουργία των καινοφανών πρωτεϊνών. Συγκεκριμένα, ομόλογες φυτικές DNA μεθυλομεταφοράσες και καινοφανείς ευκαρυωτικές RNA μεθυλομεταφοράσες ταυτοποιήθηκαν σε δημόσιες βάσεις δεδομένων. Λεπτομερής φυλογενετική ανάλυση οδήγησε στην ταυτοποίηση των τεσσάρων ήδη γνωστών οικογενειών φυτικών DNA μεθυλομεταφορασών και μιας καινοφανούς υποοικογένειας (Pavlopoulou and Kossida, 2007). Επίσης, ταυτοποιήθηκαν πέντε υποοικογένειες ευκαρυωτικών RNA μεθυλομεταφορασών. Πέραν των τριών ήδη γνωστών υποοικογενειών (NOP2, NCL1 και YNL022C), ταυτοποιήθηκε μια καινοφανής υποοικογένεια (RCMT9), και μια υποοικογένεια, FMU, η οποία εθεωρείτο ότι απαντάται αποκλειστικά σε προκαρυωτικούς οργανισμούς (Pavlopoulou and Kossida, 2009). Επιπλέον, κατασκευάσθηκαν πρωτεϊνικά αποτυπώματα της οικογένειας (και των επιμέρους υποοικογενειών) των RNA μεθυλομεταφορασών, τα οποία καταχωρήθηκαν στη δευτερογενή πρωτεϊνική βάση δεδομένων PRINTS (http://www.bioinf.man.ac.uk/dbbrowser/PRINTS). Στα πλαίσια της διατριβής, αναπτύχθηκε το υπολογιστικό πρόγραμμα RCMTHMM, με σκοπό τη διάκριση/ταυτοποίηση των ευκαρυωτικών RNA μεθυλομεταφορασών, το οποίο διατέθηκε για δημόσια χρήση στη διεύθυνση URL: http://www.bioacademy.gr/bioinformatics/RCMTHMM. Σημαντική συνεισφορά της παρούσας μελέτης είναι η αναδιατύπωση της εξελικτικής ιστορίας των καλλικρεϊνών (Pavlopoulou et al., 2010). Οι καλλικρεΐνες είναι σημαντικά πρωτεολυτικά ένζυμα που δρουν ατομικά ή σε πρωτεολυτικούς καταρράκτες και ρυθμίζουν σημαντικές φυσιολογικές λειτουργίες, ενώ η απορρυθμισμένη δράση τους έχει συνδεθεί με σοβαρές ασθένειες (καρδιοαγγειακές, νευροεκφυλιστικές, φλεγμονώδεις, δερματικές, διάφορους τύπους καρκίνου). Για την απομόνωση νέων καλλικρεϊνών αξιοποιήθηκε το γεγονός ότι τα KLK γονίδια συνεντοπίζονται στο ίδιο χρωμόσωμα υπό μορφή μη διακοπτόμενης συστάδας γονιδίων. Σε προηγούμενες μελέτες είχε προταθεί ότι οι καλλικρεΐνες απαντώνται μόνον στα θηλαστικά και ότι εμφανίσθηκαν πριν από περίπου 150 εκατομμύρια χρόνια. Στην παρούσα μελέτη, ομόλογες καινοφανείς ακολουθίες καλλικρεϊνών ανιχνεύθηκαν in silico στα γονιδιώματα διάφορων οργανισμών. Ορθόλογα των καλλικρεϊνών ταυτοποιήθηκαν για πρώτη φορά στα ερπετά, στα πτηνά και στα αμφίβια, υποδεικνύοντας την εξελικτική καταγωγή των καλλικρεϊνών πριν από 330 εκατομμύρια χρόνια. Επιπροσθέτως, πέραν των 15 γνωστών KLKs (KLΚ1-15), ταυτοποιήθηκαν τρία καινοφανή μέλη (ορφανές Klks) και με σύγκριση των προβλεπόμενων δομών δείχθηκε ότι τα δομικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την καταλυτική δράση είναι συντηρημένα στις καινοφανείς πρωτεϊνικές αλληλουχίες KLK. Σημειωτέον, δείχθηκε ότι στα γονιδιώματα όλων των υπό εξέταση οργανισμών, τα ορθόλογα γονίδια KLK χαρτογραφούνται στην ίδια χρωμοσωμική περιοχή, διευθετημένα εν σειρά με τον ίδιο προσανατολισμό και χωρίς παρεμβολή μη καλλικρεϊνικών γονιδίωνΠροτείναμε ότι η οικογένεια των καλλικρεϊνών προέκυψε από μια σειρά γονιδιακών διπλασιασμών και μεταλλάξεων, και ότι οι καλλικρεΐνες έχουν συνεξελιχθεί με τα ειδικά υποστρώματά τους (Pavlopoulou et al., 2010). / In the present thesis, the availability of an increasing number of complete or almost complete genomes, including those that were completed recently, enabled the study of the evolutionary history of three functionally important protein families: (a) the plant DNA methyltransferases and (b) the eukaryotic RNA methyltransferases, which are enzymes that catalyze the transfer of a methyl group to nucleotide sequences, as well as (c) the kallikrein-related peptidases or KLKs, which are trypsin- or chymotrypsin-like serine proteases. The evolutionary relationships of the already known and the novel proteins of the three families that were identified here were investigated using phylogenetic trees. Moreover, the secondary and tertiary structures of the homologous proteins were analyzed, as well as the structure of the protein-encoding genes, and diagnostic protein motifs were constructed based on the sequences of the three enzyme families. Our results led to suggestions pertaining to the biological function of the identified novel proteins. In particular, homologous plant DNA methyltransferases and novel eukaryotic RNA methyltransferases were identified in publicly accessible sequence databases. Detailed phylogenetic analysis of plant DNA methyltransferases identified four already known families and a novel subfamily in addition (Pavlopoulou and Kossida, 2007). Moreover, five distinct eukaryotic RNA methyltransferase subfamilies were identified; apart from the three already known subfamilies (NOP2, NCL1 and YNL022C), one novel subfamily (RCMT9) and the FMU which hitherto was considered to exist exclusively in prokaryotes were also identified (Pavlopoulou and Kossida, 2009). Furthermore, protein fingerprints were constructed from the generic family of RNA methyltransferases (and the individual subfamilies), which were deposited in the PRINTS database (http://www.bioinf.man.ac.uk/dbbrowser/PRINTS). We developed the computational program RCMTHMM, in order to discriminate/identify eukaryotic RNA methyltransferases from other proteins. The RCMTHMM program has been made publicly available in the URL: http://www.bioacademy.gr/bioinformatics/RCMTHMM. Finally, the evolutionary history of KLKs was reconstructed. Kallikreins are important proteolytic enzymes which are involved in proteolytic cascade pathways and their dysregulated expression has been associated with major human pathologies (cardiovascular diseases, neurodegenerative disorders, inflammatory diseases, skin diseases, different cancer types). The prominent feature of the kallikrein family is that it consists of tandemly and uninterruptedly arrayed genes on a single locus at human chromosome 19q13.3-13.4. This unique feature was used in order to identify novel KLKs and KLK-like genes/proteins. Previous studies on the evolution of kallikreins were restricted to mammals and the emergence of the kallikrein genes was suggested approximately 150 million years ago. In the present study, homologous novel kallikrein protein sequences were detected in silico in the genomes of various species. For the first time, novel KLK orthologues were identified in reptiles, aves and amphibia, which allowed us to trace the evolutionary origin of kallikreins 330 million years ago. In addition, apart from the 15 already known KLK genes (KLK1-15), three novel members were identified (orphan Klks). All the defining structural features which are related to the catalytic activity of KLKs were found to be conserved in the novel KLK protein sequences. Of particular interest, the synteny of the KLK-encoding genes was analyzed and it was shown that these genes are co-localized in contiguous, uninterrupted clusters maintaining the same orientation in all species under investigation. We suggest that a series of gene duplication and mutation events gave rise to the family of KLK enzymes and KLKs have co-evolved with their specific substrates (Pavlopoulou et al., 2010).
8

Μελέτη των φυλογενετικών σχέσεων των χρωμοσωματικών φυλών του υπόγειου σκαπτοποντικού Microtus thomasi με κυτταρογενετικές και μοριακές μεθόδους / Study of the phylogenetic relations of the chromosomal races of the underground vole Microtus thomasi with cytogenetic and molecular approaches

Ροβάτσος, Μιχαήλ 06 December 2013 (has links)
Στα πλαίσια της παρούσας διδακτορικής διατριβής μελετήθηκαν οι φυλογενετικές σχέσεις των χρωμοσωματικών φυλών του είδους M. thomasi με κυτταρογενετικές και μοριακές προσεγγίσεις. Συλλέχθηκαν συνολικά 408 άτομα από 65 τοποθεσίες της Ελλάδας, της Αλβανίας και του Μαυροβουνίου, που μελετήθηκαν με κλασικές κυτταρογενετικές μεθόδους (πρότυπο G & C ζώνωσης), συγκριτική μοριακή κυτταρογενετική ανάλυση με δείκτες τελομερικές και δορυφορικές αλληλουχίες, μοριακή φυλογένεση με δείκτες μιτοχονδριακούς γενετικούς τόπους (cytb, D-loop) και εργαστηριακές διασταυρώσεις ανάμεσα σε άτομα από διαφορετικές χρωμοσωματικές φυλές. Τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής δείχνουν ότι οι σκαπτοποντικοί από την Αττική και την Εύβοια παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τους υπόλοιπους πληθυσμούς, σε όλες τις προσεγγίσεις που χρησιμοποιήθηκαν και προτείνεται να θεωρηθούν ως διακριτό είδος με το όνομα Microtus atticus, όπως είχε αρχικά περιγραφεί από τον Miller το 1910. Τα δύο αδελφά είδη M. thomasi και M. atticus έχουν παρόμοιο πρότυπο C και G ζώνωσης στα αυτοσωματικά χρωμοσώματα, αλλά διαφέρουν ως προς την σύσταση της ετεροχρωματίνης των Χ χρωμοσωμάτων (στο Μ. atticus αποτελείται κυρίως από τη δορυφορική αλληλουχία Mth-Alu900, ενώ στο M. thomasi από τελομερικές αλληλουχίες), παρουσιάζουν αναπαραγωγική απομόνωση (σε εργαστηριακές συνθήκες δίνουν στείρα F1 υβρίδια) και παρουσιάζουν γενετικές αποστάσεις, παραπλήσιες με άλλα στενά συγγενικά είδη Microtus ως προς τους μιτοχονδριακούς γενετικούς τόπους (cytb: 2,7% και D-loop: 2,6%). Τα δύο παραπάνω είδη παρουσιάζουν εκτεταμένους χρωμοσωματικούς πολυμορφισμούς που ομαδοποιούνται σε εννέα χρωμοσωματικές φυλές στο είδος M. thomasi: “thomasi” (2n=44, FN=44), “peloponnesiacus" (2n=44, FN=46), “Tichio” (2n=42, FN=44), “Rb-subalpine”(2n=40, FN=42), “subalpine” (2n=42, FN=42), “Preveza” (2n=40, FN=42), “Kali” (2n=40, FN=42), “Aridea” (2n=38, FN=42), “Edessa”(2n=38, FN=40) και δύο φυλές στο είδος M. atticus: "atticus" (2n=44, FN=46), "Evia" (2n=44, FN=44). Με βάση τα αποτελέσματα των εργαστηριακών διασταυρώσεων, τη φυλογενετική και την κυτταρογενετική μελέτη, πραγματοποιήθηκε μία εκτεταμένη αναθεώρηση της προέλευσης των ήδη γνωστών χρωμοσωματικών φυλών, ενώ βρέθηκαν και περιγράφηκαν νέες χρωμοσωματικές φυλές. Οι πληθυσμοί σκαπτοποντικών από την Αττική και την Πελοπόννησο, που σύμφωνα με παλαιότερες εργασίες, είχαν περιγραφεί ως "atticus" και άνηκαν στο είδος M. thomasi, στην παρούσα διδακτορική διατριβή διαχωρίζονται σε δύο χρωμοσωματικές φυλές, που κατατάσσονται στα δύο διαφορετικά είδη. Οι πληθυσμοί από την Αττική ανήκουν στη φυλή "atticus" και κατατάσσονται στο είδος M. atticus, ενώ οι πληθυσμοί σκαπτοποντικών από την Πελοπόννησο θεωρούνται ως μία διακριτή φυλή, την "peloponnesiacus" και κατατάσσονται στο είδος M. thomasi. Οι χρωμοσωματικές φυλές του είδους M. thomasi: “Tichio”, “Preveza”, “Kali” και "Edessa" που είχαν αναφερθεί ως πολυμορφισμοί σε παλαιότερες εργασίες, περιγράφονται πια ως διακριτές χρωμοσωματικές φυλές. Επίσης, περιγράφονται για πρώτη φορά η χρωμοσωματική φυλή “Aridea” (2n=38, FN=42) του είδους M. thomasi και η χρωμοσωματική φυλή "Evia" (2n=44, FN=44) του είδους M. atticus. Οι χρωμοσωματικές φυλές "atticus" του είδους M. atticus και "peloponnesiacus", "subalpine", "Kali" και "Edessa" του είδους M. thomasi διασταυρώθηκαν στο εργαστήριο με την θεωρούμενη ως πιο πρωτόγονη φυλή "thomasi" του είδους M. thomasi. Η χρωμοσωματική φυλή "atticus", που ανήκει στο είδος M. atticus, έδωσε στείρους απογόνους με τις φυλές "peloponnesiacus" και "thomasi", που ανήκουν στο είδος M. thomasi. Οι σκαπτοποντικοί της φυλής "subalpine" έδωσαν γόνιμους απογόνους στην F1 γενεά, στην F2 γενεά και στις ανάδρομες διασταυρώσεις, όταν διασταυρώνονται με σκαπτοποντικούς της φυλής "thomasi". Αντίθετα, οι σκαπτοποντικοί της φυλής "Kali" έδωσαν στείρους απογόνους στην F2 γενεά, ενώ οι σκαπτοποντικοί της φυλής "Edessa" έδωσαν στείρους απογόνους στην F1 γενεά, όταν διασταυρώνονται με σκαπτοποντικούς της φυλής "thomasi", αν και ανήκουν στο ίδιο είδος. Η αναπαραγωγική απομόνωση των φυλών "Kali" και "Edessa", από τη φυλή "thomasi" οφείλεται σε χρωμοσωματικές ασυμβατότητες και αποτελεί ένδειξη ότι η γενετική διαφοροποίηση των χρωμοσωματικών φυλών μπορεί να οδηγήσει υπό προϋποθέσεις σε ειδογένεση. Με βάση την παλαιογεωγραφία του ελληνικού χώρου και την συγκριτική ερμηνεία των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από όλες τις προσεγγίσεις, παρουσιάζεται ένα πιθανό σενάριο της εξελικτικής ιστορίας των χρωμοσωματικών φυλών των ειδών M. thomasi και M. atticus. Υποθέτουμε ότι η προγονική μορφή των δύο ειδών βρισκόταν σε παγετώδες καταφύγιο της Νότιας Ελλάδας κατά την τελευταία παγετώδη περίοδο (πριν από 10.000-125.000 χρόνια). Εξαιτίας οικολογικών ή/και παλαιοκλιματολογικών παραγόντων, ο αρχικός πληθυσμός διασπάστηκε σε δύο υποπληθυσμούς, που σταδιακά διαφοροποιήθηκαν σε διακριτά είδη. Με το τέλος της πρόσφατης παγετώδους περιόδου, η σταδιακή βελτίωση των κλιματολογικών συνθηκών, επέτρεψε στο είδος M. thomasi να αποικίσει την Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα, την Αλβανία και το Μαυροβούνιο, όπου διαμορφώθηκαν σταδιακά όλες οι γνωστές χρωμοσωματικές φυλές. Αντίθετα, οι αλλαγές στο ηπειρωτικό ανάγλυφο, όπως η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και ο αποχωρισμός της Εύβοιας από την Στερεά Ελλάδα, απομόνωσαν το είδος M. atticus στην περιοχή της Αττικής και της Εύβοιας αποτρέποντας την περαιτέρω εξάπλωσή του. / During the current PhD project, the phylogenetic relationships of the chromosomal races of the underground vole Microtus thomasi were examined through cytogenetic and molecular approaches. In total, 408 voles were collected from 65 localities of Greece, Albania and Montenegro, in order to clarify their phylogenetic relationships with classical cytogenetic techniques (G and C banding), comparative cytogenetic analysis with telomeric and satellite markers, molecular phylogeny with markers mtDNA markers (cytb, D-loop) and hybridization experiments between voles from distinct chromosomal races. Our results indicate that the voles from Attiki and Evia seem to be differentiated from other populations, based in all applied approaches. In this context, we propose that the populations from Attiki and Evia should be considered as a distinct species, validating the species name Microtus atticus, as it has been originally described by Miller at 1910. The two sibling species, Microtus thomasi and Microtus atticus have karyotypes with similar G and C banding pattern, but differ in the content of the X chromosome heterochromatin (mainly Mth-Alu900 satellite sequence in M. atticus, telomeric repeats in M. thomasi), appear reproductively isolated (produce sterile F1 hybrids when crossed in laboratory conditions) and the between species genetic distances were calculated similar to other closely related Microtus species (2,7% for cytb and 2,6% for D-loop). The two species demonstrate an extensive chromosomal polymorphism, resulting in the description of nine chromosomal races in M. thomasi: “thomasi” (2n=44, FN=44), “peloponnesiacus" (2n=44, FN=46), “Tichio” (2n=42, FN=44), “Rb-subalpine”(2n=40, FN=42), “subalpine” (2n=42, FN=42), “Preveza” (2n=40, FN=42), “Kali” (2n=40, FN=42), “Aridea” (2n=38, FN=42), “Edessa”(2n=38, FN=40) and two chromosomal races in M. atticus: "atticus" (2n=44, FN=46), "Evia" (2n=44, FN=44). Based on the results from the hybridization experiments, the molecular phylogenetic and the cytogenetic analysis, we proceed to the re-evaluation of the known chromosomal races and the description of new chromosomal races. The voles from Attiki and Peloponnesus, which were described to the "atticus" chromosomal race of the species M. thomasi according to previous publications, are distinguished in two races, which are attributed to distinct species. In fact, the voles from Attiki are attributed to "atticus" race and classified in M. atticus, while the voles from Peloponnesus are attributed to a new race, named "peloponnesiacus" and classified to M. thomasi. The race "atticus", consisting of the populations from Attiki and Peloponnesus according to previous studies, was distinguished in two distinct, reproductively isolated races: "atticus" (2n=44, FN=46) (populations from Attiki) attributed to M. atticus, and "peloponnesiacus" (2n=44, FN=46) (populations from Peloponnesus), attributed to M. thomasi. Furthermore, we described four chromosomal races (“Tichio”, “Preveza”, “Kali” και "Edessa") in the species M. thomasi, which were referred in previous works as chromosomal polymorphisms. In the same context, we described for first time the chromosomal race "Aridea" (2n=38, FN=42) in the species M. thomasi and the chromosomal race "Evia" (2n=44, FN=44) in the species M. atticus. The chromosome races "atticus" of the species M. atticus and "peloponnesiacus", "subalpine", "Kali" and "Edessa" of the species M. thomasi, were crossed in laboratory conditions with the most primitive form "thomasi" of the species M. thomasi. The voles from the chromosomal race "atticus" (M. atticus) produced sterile F1 hybrids, when crossed with voles from the chromosomal races "thomasi" and "peloponnesiacus" (M. thomasi). The voles from the chromosomal race "subalpine" produced fully fertile hybrids in F1, F2 and backcrosses generations, when crossed with the voles from the chromosomal race "thomasi". On the contrary, the voles from the chromosomal races "Kali" and "Edessa" produced sterile hybrids in F2 and F1 generations, when crossed with the voles from the chromosomal race "thomasi", despite the fact that all three races belong to the same species. The reproductive isolation of the chromosomal races "Kali" and "Edessa" could be attributed to chromosomal incompatibilities and indicates that the genetic differentiation of the chromosomal races could eventually lead to speciation. Based on the geographical traits of the Southern Balkans and the comparative interpretation of our results, we are able to present a possible scenario of the evolutionary history of the chromosomal races of the species M. thomasi and M. atticus. We assume that the primitive form was distributed in a glacial refugium of Southern Greece, during the last Glacial period (10.000-125.000 BP). Due to ecological or/and climatological factors, the ancestral population was separated in two subpopulations, which evolved to distinct species. At the end of the last glacial period, the global warming allowed the voles of M. thomasi to expand northwards to the Balkans, colonizing unoccupied areas of Greece, Albania and Montenegro and establishing all known chromosomal races. On the contrary, the changes of the landscape, due to the rise of the sea level and the separation of Evia Island from the Greek mainland, further isolated the M. atticus populations in Attiki and Evia, prohibiting the northwards colonization.

Page generated in 0.0243 seconds