1 |
Behaviour of integral bridges subjected to nonuniform temperature creep and soil-structure interaction loadingRobberts, Johannes Matthys January 2003 (has links)
No description available.
|
2 |
Shear assessment of concrete bridges : anchorage effects and use of plasticityShave, Jonathan David January 2005 (has links)
No description available.
|
3 |
Estimation non-invasive de la durée de vie des infrastructures civiles soumises à des contraintes non-contrôlées / Non-invasive estimation of the lifetime of civil infrastructures subjected to uncontrolled stressesEl Hajj Chehade, Fatima 25 October 2018 (has links)
Les infrastructures civiles sont généralement soumises à des facteurs externes pouvant agir sur leur durée de vie. Pour les ponts en béton armé, l’environnement agressif induit une pénétration des ions, comme les chlorures, dans le béton poreux entrainant la corrosion des armatures, qui est une cause principale de détérioration pour ce type de structures. Les effets du temps sont aussi à prendre en considération, ceux-ci se manifestent par le fluage et le retrait du béton, suite auxquels la performance de ces ouvrages est fortement influencée. Cependant dans ce type de problème, le caractère probabiliste est souvent dominant. Cela ne se limite pas au trafic routier qui génère des contraintes non-contrôlées dans les sections portantes mais concerne aussi beaucoup de variables impliquées dans le calcul. La théorie de fiabilité a toujours constitué le moyen le plus efficace pour traiter ce type de problèmes, vu qu’elle puisse fournir une idée sur la durée de vie sous forme d’une probabilité de défaillance ou d’un indice de fiabilité. Ce travail comporte quatre axes principaux. Une famille de 21 ponts en béton armé servira pour l’application. Concernant le chargement du trafic, il est simulé en se basant sur des données de pesage en marche provenant d’autoroutes en Europe. La théorie de fiabilité est ensuite utilisée pour le calcul des indices de fiabilité avec le temps. Les effets de corrosion, du fluage et du retrait en plus du chargement réaliste de trafic sont introduits dans le calcul. Enfin, une approche basée sur l’optimisation génétique est proposée afin d’actualiser les lois d’évolution de la rigidité en se basant sur des données simulées de la déflexion à long terme. / Civil infrastructures are generally subjected to external factors that can affect their lifetime. In case of reinforced concrete bridges, the aggressive environment induces, for example, the penetration of ions such as chloride, into the porous concrete leading to the corrosion of reinforcement bars. This constitutes the main cause of deterioration for this kind of structure. Time effects are also to be taken into account, for example creep and shrinkage that strongly influence the performance of the structure. However, in this type of problems, the probabilistic nature is often dominant. This is not limited to the traffic loading which generates uncontrolled stresses, but also concerns most of the variables involved in the calculation. Reliability theory has always been the most appropriate way to deal with this kind of problems, since it can provide an idea about the structure lifetime in the form of failure probability or reliability index. This work has four main axes. A set of 21 reinforced concrete bridges will be used for the application. Regarding the traffic loading applied on the bridges, it is simulated according to weigh-in-motion data recorded in European motorways. Subsequently, the reliability theory is used to calculate the time-dependent reliability indices for the bridge set. The effects of corrosion, shrinkage and creep as well as the realistic traffic loading are introduced in the calculation. Finally, a new approach based on genetic optimization is proposed to update the evolution law of the global rigidity based on simulated data for long term deflection.
|
4 |
Crowd-induced lateral bridge vibrationCarroll, Seàn P. January 2013 (has links)
Vibration induced by walking pedestrians has motivated research in the civil engineering community for many years. An area within this broad field that has received particular attention is the dynamic interaction that can occur between pedestrians and laterally flexible bridge structures. Perhaps the most notable example occurring on the opening day of London's Millennium Bridge. The enduring interest in this research problem is fuelled by two of its key features; (i) the sensitivity and adaptability of human balance to lateral motion and (ii) the spatial and temporal variation in flow characteristics exhibited by a pedestrian crowd. Both of these features are addressed herein. In this project an experimental campaign was executed with the aim of identifying the interaction mechanism by which pedestrians produce force harmonics, that resonate with the oscillating structure on which they walk. These so-called self-excited forces have been experimentally identified by others but the underlying reason for their existence has remained an open question. In an effort to address this, human balance behaviour while walking on a laterally oscillating treadmill was recorded using 3-dimensional motion capture equipment. Subsequent analysis revealed that human response to sinusoidal base motion is dominated by periodic alteration of foot placement position. This produces amplitude modulation of the lateral component of the ground reaction force and is ultimately responsible for the self-excited force harmonics. It was further revealed that human centre of mass motion while walking on an oscillating structure is predominantly passive. The passive inverted pendulum model is thus an excellent model of pedestrian frontal plane balance. The second facet of this work is concerned with developing a crowd-structure interaction model that builds upon the current state of the art. The model presented utilises the understanding of human-structure interaction identified above and employs an agent-based modelling approach. Thus, the resulting 'virtual crowd' is capable of simulating key crowd features, such as inter-subject variability and emergent velocity-density flow behaviour. Using this model, it is shown that the experimentally identified human-structure interaction mechanism can lead to large amplitude lateral deck oscillations, consistent with field observations reported in the literature. The model successfully predicts the multi-mode instability of Bristol's Clifton Suspension Bridge in the absence of step frequency tuning among the crowd. This provides supporting evidence for the model's validity. The work described above has resulted in a clearer understanding of the feedback between pedestrian balance behaviour and bridge response. Furthermore, the modelling techniques developed have potential for application in the wider study of crowd-induced vibration of dynamically susceptible structures.
|
5 |
Υβριδικές δοκιμές σεισμικά μονωμένης γέφυραςΔημητροπούλου, Ευριδίκη 04 December 2012 (has links)
Στην παρούσα διατριβή παρουσιάζονται τα αποτελέσματα ψευδοδυναμικών δοκιμών σε γέφυρα από οπλισμένο σκυρόδεμα, πολλών ανοιγμάτων, σεισμικά μονωμένης με απλά ελαστομεταλλικά εφέδρανα χαμηλής απόσβεσης. Το μέγεθος της γέφυρας καθιστά αδύνατη την προσομοίωση ολόκληρου του φορέα στο εργαστήριο σε πλήρη κλίμακα ή έστω σε μικρότερη αλλά ρεαλιστική κλίμακα. Παράλληλα, η απόκριση του καταστρώματος και των βάθρων αναμένεται να είναι ελαστική κατά την διάρκεια της σεισμικής διέγερσης ενώ η ανελαστική παραμόρφωση θα εντοπίζεται στην στάθμη της σεισμικής μόνωσης. Για αυτό το λόγο, ο οικονομικότερος και πιο κατάλληλος τρόπος δοκιμής είναι η χρήση της μεθόδου των υπο-κατασκευών. Με τον τρόπο αυτό τα εφέδρανα χρησιμοποιούνται ως δοκίμιο και η απόκριση τους μετράται εργαστηριακά, ενώ η υπόλοιπη κατασκευή (κατάστρωμα και βάθρα) προσομοιώνονται αναλυτικά. Οι ψευδοδυναμικές δοκιμές έγιναν με την μέθοδο αυτή εφαρμόζοντας ως διέγερση το πραγματικό επιταχυνσιογράφημα του σεισμού της 15ης Απριλίου του Montenegro, τροποποιώντας το κατάλληλα, ώστε το φάσμα του να είναι συμβατό με το φάσμα του Ευρωκώδικα 8 για έδαφος τύπου C. Το τυπικό όμως πρόβλημα το οποίο εμφανίζεται κατά την εκτέλεση ψευδοδυναμικών δοκιμών μη πραγματικού χρόνου σε συσκευές, των οποίων η απόκριση επηρεάζεται από την ταχύτητα παραμόρφωσης, όπως είναι τα εφέδρανα, είναι η διαφοροποίηση των μετρούμενων δυνάμεων με την πραγματοποίηση της δοκιμής σε διεσταλμένη κλίμακα του χρόνου. Συνεπώς είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί μια διαδικασία, ώστε σε κάθε βήμα η μετρούμενη δύναμη αντίδρασης των εφεδράνων, η οποία εκφράζει την δυσκαμψία τους, να διορθώνεται ώστε να αντιστοιχεί στην δύναμη που θα μετριόταν εάν η δοκιμή ήταν πραγματικού χρόνου. Για τα λόγο αυτό πραγματοποιήθηκαν προκαταρκτικές δοκιμές χαρακτηρισμού, με στόχο αφενός τον προσδιορισμό των μηχανικών χαρακτηριστικών των εφεδράνων σε διάφορα επίπεδα παραμόρφωσης και αφετέρου τον υπολογισμό απαραίτητων συντελεστών διόρθωσης, οι οποίοι θα χρησιμοποιηθούν στην ψευδοδυναμική δοκιμή για να ληφθεί υπόψη η επιρροή του ρυθμού παραμόρφωσης. Οι δοκιμές αυτές πραγματοποιήθηκαν σε επίπεδα διατμητικής παραμόρφωσης των εφεδράνων που έφταναν το 100% της αντοχής τους και σε συχνότητες που ήταν κοντά στις ιδιοσυχνότητες που αναμένονται για την κατασκευή κατά την διάρκεια της σεισμικής διέγερσης. Κατά τη διεξαγωγή των δοκιμών τα εφέδρανα υποβάλλονται σε καθορισμένη ιστορία φόρτισης που αποτελείται από συνεχείς ημιτονοειδείς κύκλους μειούμενου εύρους και ένα τμήμα τυχαίας χρονοϊστορίας. Μετά τον προσδιορισμό των διορθωτικών συντελεστών πραγματοποιήθηκαν οι ψευδοδυναμικές δοκιμές σε διάφορα επίπεδα έντασης της εδαφικής σεισμικής επιτάχυνσης. Για τις δοκιμές χρησιμοποιήθηκαν δύο ζευγάρια εφεδράνων, για καθένα από τα οποία έγινε ξεχωριστή δοκιμή χαρακτηρισμού. Η ταχύτητα εκτέλεσης των δοκιμών επιλέχθηκε να είναι μια τάξη μεγέθους πιο γρήγορη από αντίστοιχες προηγούμενες δοκιμές. Τα αποτελέσματα των δοκιμών έδειξαν καταρχάς ότι η διαδικασία που επιλέχθηκε για να ληφθεί υπόψη η επιρροή του ρυθμού παραμόρφωσης ήταν επιτυχής. Επιπλέον, κατέδειξαν ότι η μόνωση γεφυρών με χρήση του συγκεκριμένου τύπου εφεδράνων δεν αποτελεί αποτελεσματική μέθοδο αντισεισμικής προστασίας καθώς τα εφέδρανα αστόχησαν σε επίπεδα παραμόρφωσης χαμηλότερα από αυτά που απαιτούν οι κανονισμοί. / The results of hybrid tests performed on a multi-span RC bridge are presented. The bridge, typical example of bridges employing only plain, elastomeric, low damping isolation devices, is sub-structured for testing purposes: the isolators are physically tested while the response of the remaining structure is simulated numerically. Hybrid
testing is performed quasi-statically and - to account for the actual influence of real-time loading on the properties of the isolation devices - a pre-testing phase is carried out in which isolators are strained dynamically at different velocity levels to determine the relation of the real-time response to that during static conditions.
Following this phase of characterization, pairs of isolators in a back-to-back (parallel) configuration are tested with the hybrid method, with on-line modification of the measured restoring forces based on the results of the pre-test campaign. The experimental program revealed that the specific type of elastomeric bearings used in the study do not comply to current code provisions as they rupture at deformation levels considerably lower than the code-prescribed ones.
|
6 |
Καμπύλες σεισμικής τρωτότητας γεφυρών οπλισμένου σκυροδέματοςΑσκούνη, Παρασκευή 04 December 2012 (has links)
Στην παρούσα εργασία αναπτύχθηκαν καμπύλες τρωτότητας οδικών και σιδηροδρομικών γεφυρών οπλισμένου σκυροδέματος που συναντώνται στην Ευρώπη. Οι κατηγορίες που εξετάστηκαν ήταν αυτές των κανονικών γεφυρών, με συνεχές κατάστρωμα συνδεδεμένο με τα βάθρα είτε μονολιθικά είτε μέσω ελαστομεταλλικών εφεδράνων. Άλλες παράμετροι που θεωρήθηκαν όσον αφορά στην τυπολογία των γεφυρών είναι το μήκος της γέφυρας, το ύψος των βάθρων και η διατομή τους, ο αριθμός των υποστυλωμάτων ανά βάθρο και το επίπεδο αντισεισμικού σχεδιασμού. Ο σχεδιασμός, η διαστασιολόγηση και οι λεπτομέρειες όπλισης έγιναν βάσει του Ευρωκώδικα 2 για γέφυρες που δεν υποβάλλονται σε σεισμική φόρτιση και του Ευρωκώδικας 8 για γέφυρες που σχεδιάζονται αντισεισμικά. Για την εκτίμηση στη συνέχεια των αντισεισμικών απαιτήσεων πραγματοποιήθηκε γραμμική ελαστική ανάλυση σύμφωνα με το μέρος 3 του Ευρωκώδικα 8 χρησιμοποιώντας την επιβατική δυσκαμψία των βάθρων και το ελαστικό φάσμα απόκρισης. Εν τέλει ότι οι συναρτήσεις τρωτότητας κατασκευάστηκαν έχοντας λάβει υπόψη την αβεβαιότητα του μοντέλου όσον αφορά στην σεισμική απόκριση και αντοχή, την διασπορά στην αντοχή των υλικών και τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά και την αβεβαιότητα των φασματικών τιμών. / This study presents first a literature review of existing fragility functions for bridges and then new fragility curves that were produced for European road and railway RC bridges. Regular bridges with continuous deck, connected to the piers either monolithically or through elastomeric bearings, were studied. Other variable parameters were: bridge length, pier height and cross-section, number of columns per pier and level of seismic design. Each bridge was designed, dimensioned and detailed according to Eurocode 2 and, for bridges with seismic design, according to Eurocode 8. Linear elastic analysis was subsequently performed according to Part 3 of Eurocode 8 to estimate the seismic demand. Fragility functions were then constructed accounting for the model uncertainty for demand and capacity, the dispersion of material and geometric properties and the uncertainty of spectral values.
|
Page generated in 0.0124 seconds