Σκοπός της μελέτης: Ο σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση του
θεραπευτικού αποτελέσματος και της ασφάλειας του συνδυασμού
ακτινοθεραπείας και ιβανδρονικού οξέος, σε ασθενείς με οστικές μεταστάσεις
από συμπαγείς όγκους. Το θεραπευτικό αποτέλεσμα διερευνήθηκε τόσο για το
σύνολο των ασθενών, όσο και ξεχωριστά για τους ασθενείς με λυτικές, μικτές και
σκληρυντικές οστικές μεταστάσεις. Παράλληλα, επιχειρήθηκε ο συσχετισμός της
κλινικής ανταπόκρισης των ασθενών με την μέτρηση της μέσης οστικής
πυκνότητας των οστικών βλαβών με αξονικό τομογράφο (ΑΤ). Η
επανοστεοποίηση διερευνήθηκε και με Μαγνητικό Τομογράφο.
Ασθενείς και μέθοδος: 52 ασθενείς (33 άντρες, 19 γυναίκες, μέσης ηλικίας
68.3 έτη) με οστικές μεταστάσεις από διάφορους ιστολογικά επιβεβαιωμένους
συμπαγείς όγκους, υποβλήθηκαν σε εξωτερική ακτινοθεραπεία, από τον
Νοέμβριο του 2003 μέχρι τον Ιούνιο του 2005. Η συνολική δόση κυμαινότανε
από 30 έως 40 Gy και η ημερήσια δόση από 1.8 έως 2.0 Gy. Κατά την πρώτη
ημέρα της ακτινοθεραπείας οι ασθενείς υποβάλλονταν και σε ενδοφλέβια έγχυση
με 6mg ιβανδρονικό οξύ. Η χορήγηση διαρκούσε μια ώρα και επαναλαμβανόταν
κάθε 4 εβδομάδες, με μέγιστο αριθμό χορηγήσεων τις 10. Όλοι οι ασθενείς
υποβάλλονταν σε κλινική και ακτινολογική αξιολόγηση με ΑΤ κατά την πρώτη
ημέρα της συνδυασμένης θεραπείας και τρείς, έξι και δέκα μήνες μετά. Η
αξιολόγηση της κλινικής ανταπόκρισης ελάμβανε χώρα με την καταγραφή της
κλίμακας πόνου (0-10), της ποιότητας ζωής (ερωτηματολόγιο EORTC-QΟL-
κλίμακα φυσικής λειτουργικότητας, 0-100), της φυσικής κατάστασης (Karnofsky
Performance Status index, 0-100), της κατανάλωσης αναλγητικών, όπως και της συχνότητας επανάληψης της ακτινοθεραπείας, εμφάνισης παθολογικών
καταγμάτων και συνδρόμου συμπίεσης νωτιαίου μυελού.
Η ακτινολογική αξιολόγηση με ΑΤ περιλάμβανε την μέτρηση της μέσης οστικής
πυκνότητας σε κάθε οστική βλάβη, αλλά και κατηγοριοποίηση των οστικών
βλαβών σε 3 τύπους: λυτικού, μικτού και σκληρυντικού. Μια οστική μετάσταση
χαρακτηριζόταν ως λυτική όταν επικρατούσε η οστεολυτική δραστηριότητα και
σκληρυντική όταν επικρατούσε η οστεοβλαστική δραστηριότητα. Σε περιπτώσεις
όπου καμία από τις δύο δραστηριότητες δεν επικρατούσε, η βλάβη
χαρακτηριζόταν ως μικτού τύπου. Επτά ασθενείς διερευνήθηκαν περαιτέρω με
Μαγνητικό Τομογράφο, προ της θεραπείας και τρείς μήνες μετά.
Αποτελέσματα: 52 ασθενείς αξιολογήθηκαν κατά το χρονικό σημείο των τριών
μηνών, 34 στους έξι μήνες και 30 στους δέκα. Ο μέσος όρος κλίμακας πόνου
του συνόλου των ασθενών μειώθηκε από τις 6.3 στις 0.5 μονάδες στους 10
μήνες παρακολούθησης (p<0.001). Στο ίδιο χρονικό σημείο 23/30 ασθενείς, ή
ποσοστό 76.7% ανάφεραν ολική ανταπόκριση πόνου (κλίμακα πόνου 0). Ο
μέσος όρος ποιότητας ζωής κατά την αρχική αξιολόγηση έφθανε μόλις τις 40.9
μονάδες, ενώ μετά από δέκα μήνες παρακολούθησης ο μέσος όρος ανήλθε στις
88.5 μονάδες (p<0.001). Σημαντική βελτίωση καταγράφηκε και για τη φυσική
κατάσταση των ασθενών, αφού δέκα μήνες μετά την έναρξη της συνδυασμένης
θεραπείας παρατηρήθηκε αύξηση κατά 23.3 μονάδες (p<0.001). Κατά την
έναρξη της συνδυασμένης θεραπείας, 84.6% των ασθενών ήταν υπό αναλγητική
αγωγή με οπιοειδή. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 10% κατά την αξιολόγηση
των δέκα μηνών (p<0.001). Εκτός από τη μείωση της ποσοστιαίας κατανάλωσης
οπιοειδών αναλγητικών, σημαντική ήταν και η μείωση στην ημερήσια
κατανάλωση. Κατά την αξιολόγηση των δέκα μηνών, η μέση οστική πυκνότητα αυξήθηκε κατά 73.2% (p<0.001) (συγκριτικά με τις μετρήσεις προ της έναρξης
της θεραπείας). Η αξιολόγηση των οστικών βλαβών με Μαγνητικό Τομογράφο
τρείς μήνες μετά την έναρξη της συνδυασμένης θεραπείας, ανέδειξε μείωση
στην ενίσχυση σήματος σε Τ1 TSE ακολουθίες, η οποία ήταν πιο έντονη μετά
από έγχυση παραμαγνητικής ουσίας. Πιο συγκεκριμένα, προ της θεραπείας η
ποσοστιαία ενίσχυση σήματος με παραμαγνητική ουσία έφθανε το 60%, ενώ
τρείς μήνες μετά περιορίστηκε στο 15%.
Η κατηγοριοποίηση των ασθενών σύμφωνα με τον τύπο των οστικών
μεταστάσεων κατά την αρχική αξιολόγηση, έδειξε πως οι ασθενείς των οποίων
οι οστικές βλάβες χαρακτηρίζονταν από λυτική δραστηριότητα (λυτικού τύπου),
είχαν τον υψηλότερο μέσο όρο οστικού πόνου (8.1 μονάδες) και το χαμηλότερο
μέσο όρο ποιότητας ζωής (29.7 μονάδες) και φυσικής κατάστασης (60.9
μονάδες). Η ομάδα αυτή είχε και την υψηλότερη ποσοστιαία και ημερήσια
κατανάλωση οπιοειδών αναλγητικών. Το αντίθετο παρατηρήθηκε για την ομάδα
των ασθενών με σκληρυντικού τύπου οστικές μεταστάσεις, οι οποίοι είχαν το
μικρότερο αρχικό μέσο όρο οστικού πόνου (4.4 μονάδες) και την υψηλότερη
βαθμολογία ποιότητας ζωής (52.5 μονάδες) και φυσικής κατάστασης (69.3
μονάδες). Οι ασθενείς με σκληρυντικού τύπου οστικές βλάβες είχαν επίσης την
χαμηλότερη ποσοστιαία και ημερήσια κατανάλωση οπιοειδών αναλγητικών. Οι
ασθενείς με μικτού τύπου οστικές μεταστάσεις είχαν ενδιάμεσο μέσο όρο
αποτελεσμάτων αξιολόγησης. Η ομάδα των ασθενών με λυτικού τύπου οστικές
μεταστάσεις είχαν επίσης το χαμηλότερο μέσο όρο οστικής πυκνότητας και οι
ασθενείς με σκληρυντικού τύπου βλάβες τον υψηλότερο. Οι διαφορές μεταξύ
των τριών ομάδων κατά την αρχική αξιολόγηση ήταν στατιστικά σημαντικές για
όλες τις παραμέτρους που εκτιμήθηκαν. Οι διαφορές αυτές εξομαλύνθηκαν (δηλ. έπαψαν να είναι στατιστικά σημαντικές), από το χρονικό σημείο των τριών
μηνών και μετά.
Το μεγαλύτερο θεραπευτικό όφελος παρατηρήθηκε για τους ασθενείς με λυτικού
τύπου οστικές μεταστάσεις, αφού δέκα μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας
σημειώθηκε μείωση στην κλίμακα πόνου κατά 7.6 μονάδες (p<0.001). Κατά το
ίδιο χρονικό σημείο, παρατηρήθηκε σημαντικού βαθμού βελτίωση στην ποιότητα
ζωής αλλά και φυσική κατάσταση, παραμέτρους για τις οποίες καταγράφηκε
αύξηση κατά 57.8 και 24.1 μονάδες αντίστοιχα (p<0.001). Σε σχέση με τη
μέτρηση προ της έναρξης της θεραπείας, η μέση οστική πυκνότητα αυξήθηκε
κατά 186% 10 μήνες μετά (p<0.001). Το ποσοστό αυτό ήταν και το υψηλότερο
των τριών ομάδων. Το μικρότερο θεραπευτικό όφελος (συγκριτικά πάντα με την
αρχική αξιολόγηση) παρατηρήθηκε για τους ασθενείς με σκληρυντικού τύπου
οστικές μεταστάσεις. Στους δέκα μήνες το θεραπευτικό αποτέλεσμα για τις τρείς
ομάδες ήταν ισάξιο, αφού ο μέσος όρος των κλινικών παραμέτρων που
αξιολογήθηκαν ήταν συγκρίσιμος.
Η διερεύνηση των συσχετίσεων μεταξύ των παραμέτρων που διερευνήθηκαν με
την δοκιμασία Spearman ανέδειξε ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Κατά την αρχική
αξιολόγηση η συσχέτιση μεταξύ του οστικού πόνου και της οστικής πυκνότητας
ήταν αρνητική και στατιστικά σημαντική (Rs=-0.43). Επίσης ο οστικός πόνος
ήταν ο κύριος παράγοντας που επηρέαζε την ποιότητα ζωής και την φυσική
κατάσταση αρνητικά (Rs= -0.78 και Rs= -0.38 αντίστοιχα, p<0.05). Κατά τις
αξιολογήσεις των τριών, έξι και δέκα μηνών η συσχέτιση μεταξύ του πόνου,
φυσικής κατάστασης και ποιότητας ζωής δεν ήταν στατιστικά σημαντική.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης δεν υπήρξε οποιαδήποτε επανάληψη
ακτινοθεραπείας λόγω υποτροπής πόνου. Καταγράφηκε ένα παθολογικό κάταγμα και ένα επεισόδιο συμπίεσης νωτιαίου μυελού. Επίσης, δεν
παρατηρήθηκε οποιαδήποτε σοβαρή τοξικότητα.
Συμπεράσματα: Ο συνδυασμός της ακτινοθεραπείας και ιβανδρονικού οξέος
βρέθηκε να είναι αποτελεσματικός και ασφαλής για την αντιμετώπιση επώδυνων
οστικών μεταστάσεων από διάφορους συμπαγείς όγκους. Παρατηρήθηκε
αξιόλογη ύφεση του άλγους, αλλά και βελτίωση στην ποιότητα ζωής και φυσική
κατάσταση για το σύνολο των ασθενών. Τη μεγαλύτερη κλινική και ακτινολογική
ανταπόκριση είχε η ομάδα των ασθενών με λυτικού τύπου οστικές μεταστάσεις.
Η ομάδα αυτή είχε τον υψηλότερο αρχικό μέσο όρο οστικού πόνου και τον
χαμηλότερο αρχικό μέσο όρο ποιότητας ζωής και φυσικής κατάστασης. Οι
συσχετίσεις μεταξύ των παραμέτρων που διερευνήθηκαν ανέδειξαν
ενδιαφέροντα και σημαντικά αποτελέσματα, με κυριότερη τη συσχέτιση μεταξύ
πόνου και οστικής πυκνότητας. Η συσχέτιση αυτή ήταν στατιστικά σημαντική,
αρνητική και ισχυρή. Η συνέργια μεταξύ της ακτινοθεραπείας και του
ιβανδρονικού οξέως επέφερε αυξημένη επανοστεοποίηση, που είχε σαν
αποτέλεσμα τη μερική ή πλήρη ύφεση του πόνου και τη βελτίωση της κλινικής
εικόνας των ασθενών. Τέλος, η ακτινολογική αξιολόγηση με ΑΤ έδωσε την
δυνατότητα της αντικειμενικής παρακολούθησης του θεραπευτικού
αποτελέσματος και της κλινικής ανταπόκρισης. Η κατηγοριοποίηση των
ασθενών με βάση ακτινολογικά κριτήρια έδωσε τη δυνατότητα της μελέτης των
διαφορών μεταξύ ασθενών με διαφορετικού τύπου οστικές μεταστάσεις (όσον
αφορά τις παράμερους που διερευνήθηκαν), αλλά και τη διερεύνηση των τυχών
διαφορών στην ανταπόκριση στη θεραπεία. / Purpose: The purpose of the study was to investigate the effectiveness and
safety of the combination of radiotherapy and ibandronate in managing bone
metastases form solid tumours. The therapeutic outcome was studied for the
total number of patients taking part in the study, as well as for patients with
different types of bone metastases: lytic, mixed and sclerotic. The changes in
bone density in the metastatic bone lesions were followed by computed
tomography (CT). The correlation between bone density and the clinical
parameters evaluated in the study was also investigated. Reossification was
investigated by using Magnetic resonance imaging (MRI) as well.
Patients and methods: 52 patients (33 males, 19 females, mean age 68.3
years) with bone metastases from a variety of solid tumors were involved in the
study. All patients underwent radiotherapy, receiving a total dose ranging
between 30 to 40 Gy, with a daily fractionation of 1.8 to 2.0 Gy. On the first day
of radiotherapy patients received an intravenous infusion of 6mg ibandronate.
Each infusion lasted for 1 hour and was repeated monthly for up to a total of 10
cycles.
Patients underwent both clinical and radiological evaluations on the first day of
radiotherapy and 3, 6 and 10 months post the onset of treatment. Clinical status
was assessed by bone pain (pain scale rated from 0 to 10), quality of life
(EORTC QOL-Physical functioning, 0-100), and performance status (Karnofsky
performance status index, 0-100). Analgesic use was also recorded in detail and
opioid consumption transformed in daily oral morphine equivalents.
Retreatments and incidences of pathological fractures and spinal cord compression were also recorded. Patients undergoing such events were
excluded from the study.
The radiological evaluation was carried out by using CT and the bone density of
each metastatic bone lesion was measured in Hounsfield units. CT was also
used to separate patients into three groups on the basis of the type of their bone
metastases. A bone metastasis was characterized as “Lytic” when osteolysis
was predominant and “sclerotic” when osteoblastic activity was mainly evident.
In cases were none of the above activities was predominant, the lesion was
characterized as “mixed” type. Seven patients were also evaluated by using
MRI. This was done prior to therapy and 3 moths later.
Results: 52 patients were evaluated at the time point of 3 months, 34 at 6
months and 30 at 10 months. The mean pain score at baseline was 6.3 points,
being reduced to 0.5 points after 10 months of follow up (p<0.001). At the same
time point 23/30 patients (76.7%) experienced a complete pain response (pain
score zero). The mean baseline score for quality of life was 40.9 points,
reaching 88.5 points at the end of the study (p<0.001). Significant improvement
was also recorded for performance status, since the mean Karnofsky
performance status score increased by 23.3 points, 10 months post the baseline
evaluation (p<0.001). Considerable reduction was also noted for opioid
consumption, both in the percentage and mean daily oral morphine equivalents.
At 10 months of follow up mean bone density increased by 73.2%, as compared
to the baseline evaluation (p<0.001). The MRI evaluation at baseline revealed a
low signal in T1 TSE sequences, and enhancement after administration of
paramagnetic contrast agent. 3 months after the onset of therapy, T1 TSE signal intensities (with paramagnetic contrast agent) were significantly lower than the
corresponding baseline signal intensity values (p<0.01).
At the baseline evaluation the patients with Lytic bone lesions had the highest
baseline mean bone pain with 8.1 points, the lowest mean quality of life (29.7
points) and the lowest mean performance status with 60.9 points. This group
also had the highest percentage and mean daily oral morphine equivalent
consumption. On the contrary, the sclerotic group had the least mean bone pain
with 4.4 points, the highest mean score for quality of life with 52.5 points, and
the highest mean score for performance status with 69.3 points. These patients
also had the lowest percentage and mean daily opioid consumption. The group
of patients with mixed type bone lesions had intermediate mean assessment
values.
Mean baseline bone density was the least for the lytic group and the highest
for the sclerotic group. For all the evaluated parameters, the differences
between the 3 groups at the baseline evaluation were statistically significant.
From the evaluation at 3 months and onwards the differences were levelled out
(were not statistically significant).
The highest clinical response was noted for the lytic group, since at 10
months of follow up the mean bone pain was reduced by 7.6 points as
compared to the baseline evaluation (p<0.001). At the same time point
significant improvements were also noted for quality of life and performance
status, since as compared to the baseline evaluation the mean scores increased
by 57.8 and 24.1 points respectively (p<0.001). After 10 months of follow up
bone density increased by 186%. This was the highest increase out of the 3
groups. Even though the therapeutic response at 10 months was highest for the lytic group (as compared to the baseline assessments), the overall therapeutic
outcome for the 3 groups was equal, since at the end of the study the mean
values of the clinical assessments were comparable.
The spearman correlation test revealed important associations between the
evaluated parameters. At baseline bone pain had a negative, strong and
statistically significant correlation with bone density (Rs = -0.43). Bone pain was
the main factor influencing quality of life and performance status (Rs = -0.78 and
Rs = -0.38 respectively, p<0.05). At the evaluations of 3, 6 and 10 months the
correlations between bone pain, performance status and quality of life were not
statistically significant.
During the 10 months of follow up there was no retreatment due to pain relapse.
One pathological fracture and 1 spinal cord compression were recorded. No
major toxicity was noted.
Conclusions: The combination of radiotherapy and ibandronate for the
management of bone metastases, turned out to be effective and safe. The
effectiveness was manifested through clinical and radiological parameters. The
reduction in bone pain was significant, as well as the improvements in quality of
life and performance status of patients. The highest therapeutic response was
noted for the lytic group, since out of the 3 groups this group had the highest
mean baseline pain, and the lowest baseline mean scores for quality of life and
performance status. The correlations between the evaluated parameters were
interesting and revealed a strong and negative association between bone pain
and bone density. The synergy between radiotherapy and ibandronate resulted
in accelerated reossification that brought about an improvement in the clinical
parameters that were assessed. CT enabled us to follow the therapeutic response and investigate the differences in the parameters evaluated between
the patients with different types of bone metastases. The therapeutic response
of each group was investigated separately.
Identifer | oai:union.ndltd.org:upatras.gr/oai:nemertes:10889/909 |
Date | 29 August 2008 |
Creators | Βασιλείου, Βασίλειος Π. |
Contributors | Καρδαμάκης, Δημήτριος, Καρδαμάκης, Δημήτριος, Σιαμπλής, Δημήτριος, Ζούμπος, Νικόλαος, Λαμπίρης, Ηλίας, Πέτσας, Θεόδωρος, Καλόφωνος, Χαράλαμπος, Σολωμού, Αικατερίνη |
Source Sets | University of Patras |
Language | gr |
Detected Language | Greek |
Type | Thesis |
Rights | 0 |
Relation | Η ΒΥΠ διαθέτει αντίτυπο της διατριβής σε έντυπη μορφή στο βιβλιοστάσιο διδακτορικών διατριβών που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου της. |
Page generated in 0.0044 seconds