Spelling suggestions: "subject:"αγγεία"" "subject:"υγεία""
1 |
Αγγεία της Κάτω Ιταλίας και αττική κωμωδία : Aγγειογραφίες στην Κάτω Ιταλία και αθηναϊκή κωμωδία του 4ου π.Χ. αιώναΚωνσταντινοπούλου, Βασιλική 27 May 2014 (has links)
Τα αγγεία της Κάτω Ιταλίας και η αττική κωμωδία του 4ου αιώνα π.Χ. Στην παρούσα μελέτη γίνεται προσπάθεια της όσο το δυνατόν αντικειμενικής παρουσίασης των επιστημονικών θέσεων σχετικά με το ζήτημα των αγγείων της Κάτω Ιταλίας. Ως αντικείμενο αναφοράς της μελέτης έχουν επιλεγεί τέσσερα αγγεία που
κατατάσονται από τους μελετητές στην ομάδα των αγγείων της Κάτω Ιταλίας και,
σύμφωνα με αρκετούς, πρέπει να αποκαλούνται «φλυακικά» καθώς εμφανίζουν
ορισμένα τυπικά, χαρακτηριστικά στοιχεία. Η επιλογή των συγκεκριμένων αγγείων
οφείλεται σε ορισμένες ιδιαιτερότητές τους. Οι απεικονίσεις τους διακρίνονται για τη
χαρακτηριστικά ρεαλιστική αποτύπωση των μορφών, οι οποίες διαγράφονται με
μεγάλη λεπτομέρεια όσον αφορά την ενδυματολογική τους εμφάνιση και τα
χαρακτηριστικά του προσωπείου τους. Επιπλέον, σε ένα από αυτά ζωηρές
χειρονομίες συνοδεύονται από την ύπαρξη «φράσεων».
Επιπροσθέτως, και με στόχο τη δημιουργία ενός πλαισίου κατανόησης του θέματος,
δίνονται στοιχεία για τη μορφή του θεάτρου την Κλασική Εποχή, καθώς το φλυακικό
δράμα, αν και σχεδόν άγνωστο ως κείμενο, αντιμετωπίζεται και ως θεατρικό
δρώμενο.
Τέλος, και με δεδομένο ότι σε ένα από τα υπό μελέτη αγγεία απεικονίζεται ο μύθος
του Τήλεφου, γίνεται μια ευρεία αναφορά στις απεικονίσεις του συγκεκριμένου
θέματος. / Vases of South Italy and Attic comedy of the 4th century BC In the present study an effort is made possible objective presentation of scientific positions on the issue of vases of Lower Italy.
|
2 |
Μελέτη του μηχανισμού μετάδοσης του ερεθίσματος των α-αδρενεργικών υποδοχέων στη θωρακική αορτή του επίμυ / Study of the signal transduction mechanism of α-adrenergic receptors in rat thoracic aortaΜανωλόπουλος, Ευάγγελος 18 March 2010 (has links)
- / -
|
3 |
Παράγοντες που επηρεάζουν την αγγειογένεση στο σύστημα της ανασυγκροτημένης βασικής μεμβράνης in vitro και in vivoΧαραλαμπόπουλος, Γεώργιος 15 June 2010 (has links)
- / -
|
4 |
Ένα τροποποιημένο μοντέλο σύζευξης για τη βελτιστοποίηση της ακουστικής συστήματος συζευγμένων χώρων με τη βοήθεια συντονιστώνΖακυνθινός, Τηλέμαχος 04 February 2008 (has links)
Το κύριο αντικείμενο αυτής της διατριβής είναι να δοθεί απάντηση στο ιστορικό ερώτημα: ήταν αποτελεσματικοί οι συντονιστές; Και αν ναι, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την βελτιστοποίηση της ακουστικής ενός χώρου μόνοι τους ή με τη συμβολή κάποιας άλλης τεχνικής; Εδώ χρησιμοποιείται η τεχνική της σύζευξης, η οποία και αναλύεται διεξοδικά.
Όπως αναπτύσσεται στα κεφάλαια της διατριβής στους χώρους λατρείας για αρκετούς αιώνες εντοίχιζαν συντονιστές που είχαν τη μορφή αγγείων [1.4-7], [1.9-10], [1.12], [1.15] [1.18] [1-25]. Για την αποτελεσματικότητα αυτής της τεχνικής αυτής έχουν διατυπωθεί αρκετές αντικρουόμενες απόψεις. Για ορισμένους ερευνητές (όπως π.χ. ο Bulle κ.α.) οι συντονιστές δεν προσέφεραν καμία βελτίωση στην ακουστική των κλειστών χώρων [1.3]. Κύριο επιχείρημα τους ήταν η εγκατάλειψη της τεχνικής αυτής γύρω στον 19ο αιώνα. Άλλοι ερευνητές όπως για παράδειγμα ο Knudsen πίστευαν ότι οι συντονιστές χρησιμοποιούνταν ως απορροφητές [1.28]. Για άλλους (όπως π.χ. o Junker), οι συντονιστές χρησιμοποιούνταν για την ενίσχυση του ήχου ή τη βελτίωση της ακουστικής ποιότητας των χώρων. Κύριο επιχείρημα της ομάδας αυτής είναι η εξάπλωση της τεχνικής αυτής σε ολόκληρο σχεδόν τον τότε πολιτισμένο κόσμο [1.19 – 20].
Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι δείκτες και οι τρόποι με τους οποίους αξιολογούνται ακουστικά οι χώροι. Χωρίζονται σε κατηγορίες, αξιολογούνται και δίνεται έμφαση σε αυτούς που θα χρησιμοποιηθούν, σε όσους είναι πιο σημαντικοί και σε όσους μπορούν να παρουσιάσουν διαφοροποιήσεις μετρήσιμες και αξιοσημείωτες ανάλογα με τις αλλαγές που επιφέρονται στους εκάστοτε χώρους.
Έχοντας παρουσιάσει τη χρήση των συντονιστών σε χώρους λατρείας με πολλά παραδείγματα και φωτογραφίες, επιχειρείται μια παρουσίασή τους πιο θεωρητική. Παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά τους, η λειτουργία τους, τα μοντέλα τους και όλη η θεωρεία που τους συνοδεύει με αρκετές αναφορές ιστορικές και επιστημονικές από διάφορους ερευνητές και μελετητές από τον Helmholtz μέχρι σήμερα.
Το δεύτερο μεγάλο κομμάτι περιλαμβάνει τη θεωρεία της σύζευξης μέσα από τα μοντέλα που έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς, τις έρευνες που έχουν γίνει και τα αποτελέσματα των μελετών που έχουν κατά καιρούς ασχοληθεί με αυτή. Τα πιο σημαντικά κομμάτια είναι οι απαντήσεις στα παρακάτω ερωτήματα: ποιοι είναι συζευγμένοι χώροι, πόσο ισχυρά ή ασθενώς συζευγμένοι είναι, ποια μοντέλα τους προσδιορίζουν καλύτερα, ποιες εξισώσεις μπορούν να αποδώσουν καλύτερα τις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα κατά τη σύζευξη κ.α.
Στο τέλος παρουσιάζεται το προτεινόμενο μοντέλο για τη σύζευξη που λαμβάνει υπόψη του τη λειτουργία των συντονιστών και το κατά πόσο μπορούν να αλλάξουν τη συμπεριφορά των συζευγμένων χώρων. Τα θεωρητικά αποτελέσματα του μοντέλου συγκρίνονται με πραγματικές μετρήσεις σε χώρους λατρείας στους οποίους στήθηκαν πειραματικές διατάξεις για να καταγράψουν τη συμπεριφορά αυτών με τη παρουσία των συντονιστών και χωρίς.
Γενικότερα, για να πραγματοποιηθούν τα παραπάνω, η έρευνα προχώρησε σε τρεις κατευθύνσεις. Η πρώτη κατεύθυνση ήταν η μελέτη και η καταγραφή της τεχνικής εντοίχισης της μορφής των αγγείων, του αριθμού των αγγείων και όλων των λοιπών στοιχείων που σχετίζονται με τους συντονιστές. Η δεύτερη κατεύθυνση ήταν στη μέτρηση της ακουστικής συμπεριφοράς των χώρων με την παρουσία συντονιστών και χωρίς αυτούς. Η τρίτη κατεύθυνση αφορά την κατασκευή ενός στατιστικού μοντέλου που να περιλαμβάνει τη λειτουργία των συντονιστών. Οι προβλεπόμενες τιμές από το μοντέλο συγκρίθηκαν με μετρήσεις σε ναούς.
Το μοντέλο που αναπτύχθηκε ουσιαστικά αποτελεί την επέκταση της θεωρίας της σύζευξης, διότι στους χώρους λατρείας υπάρχουν ισχυρά φαινόμενα σύζευξης, ώστε να περιλάβει συστήματα σκέδασης όπως είναι οι συντονιστές. / This thesis tries to answer to the question: Was resonators effective? If yes, can be used to improve the acoustics of a room or has to be used combined to some other technique? Here is used the coupling method.
A lot of resonators have been found in church's walls but the effectiveness of this method has been discussed a lot by specialists. Some researchers say that resonators do not effect the acoustics of a church, some others support that resonators were used to enlarge voice or as absorbers.
Many useful rates are being introduced and most of them are going to be used to evaluate the acoustics of the questioned rooms.
The theory of resonators is being introduced analytically. How and when resonators have been used, which are their characteristics and their models and lastly many papers are being referred.
The theory of coupling is the next important issue and is being introduced in detail. Most of the models and papers referred to coupling method are being presented and the most important questions are: which are the coupling rooms, how strong or weak is coupling and which models describe better the coupling procedure.
In the end the proposed model is being presented. This model takes into account the coupling method and the resonator's function in order to evaluate the behaviour of the room. The outcomes of the model are being compared to measured values from churches.
Three steps have been followed. Firstly, the vessels used as enwalled resonators were examined and marked. Then, the acoustics of rooms with resonators was evaluated and lastly a statistic model was constructed to anticipate the behaviour of coupling rooms with resonators.
|
5 |
Παράγοντες κινδύνου αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίουΠολυχρονόπουλος, Παναγίωτης 23 April 2010 (has links)
- / -
|
6 |
Πειραματικός και θεωρητικός προσδιορισμός "περισταλτικών αντλιών αίματος"Μανόπουλος, Χρήστος 14 June 2010 (has links)
- / -
|
7 |
Αποτελέσματα και επιπλοκές της χολοπαγκρεατικής εκτροπής με γαστρική παράκαμψη Roux-Y στην αντιμετώπιση ασθενών με δείκτη σωματικής μάζας > 50Παπαδούλας, Σπύρος 20 July 2010 (has links)
- / -
|
8 |
Μελέτη των πρωτεογλυκανών του ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής του ανθρώπου με βιοχημικές, ανοσοϊστοχημικές και μεθόδους μοριακής βιολογίαςΘεοχάρης, Αχιλλέας 19 March 2010 (has links)
- / -
|
9 |
Κλινική μελέτη των καλυμμένων με φαρμακευτικές ουσίες ενδοπροθέσεων στα κνημιαία αγγείαΚρανιώτης, Παντελής 26 January 2009 (has links)
Σκοπός: Η μελέτη είχε ως σκοπό την διερεύνηση της ασφάλειας και της
αποτελεσματικότητας των sirolimus-eluting stent, σε σχέση με τα απλά
μεταλλικά stent, στα πλαίσια αγγειοπλαστικής των κνημιαίων αγγείων, σε
ασθενείς με χρόνια κρίσιμη ισχαιμία του κάτω άκρου. Πρόκειται για μια
προοπτική ελεγχόμενη, κλινική μελέτη με διπλό σκέλος. Τα stent
τοποθετήθηκαν σε περιπτώσεις μη ικανοποιητικής αγγειοπλαστικής (δηλ. σε
περιπτώσεις ελαστικής επαναφοράς-υπολειμματικής στένωσης >30% και σε
περιπτώσεις διαχωρισμού). Οι ασθενείς ελέγχθηκαν κλινικά και αγγειογραφικά
στο εξάμηνο και στο 1 έτος.
Ασθενείς και μέθοδοι: 29 ασθενείς, εκ των οποίων 8 γυναίκες και 21 άνδρες,
με μέση ηλικία τα 68,7 έτη υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική στα κνημιαία
αγγεία, με απλά μεταλλικά stent, ομάδα Β. Σε αυτή την ομάδα τοποθετήθηκαν
απλά stent σε 65 αλλοιώσεις, εκ των οποίων 38 στενώσεις και 27 αποφράξεις
σε συνολικά 40 κνημιαία αγγεία. Άλλοι 29 ασθενείς, 8 γυναίκες και 21 άνδρες,
με μέση ηλικία τα 68,8 έτη αντιμετωπίστηκαν με sirolimus-eluting stent, ομάδα
S. Σε αυτή την ομάδα αντιμετωπίστηκαν 66 αλλοιώσεις εκ των οποίων 46
στενώσεις και 20 αποφράξεις, σε 41 συνολικά αγγεία. Οι ασθενείς
επανελέγχθηκαν κλινικά και με ενδαρτηριακή αγγειογραφία στους 6 μήνες και
στο 1 έτος, μετά την αρχική επέμβαση. Έγινε στατιστική ανάλυση των
αποτελεσμάτων.
Αποτελέσματα: Οι συνοδές νόσοι ήταν περισσότερες στην ομάδα S (όπως η
συμπτωματική νόσος από την καρδιά και τις καρωτίδες, καθώς και η
υπερλιπιδαιμία, p<0.05).
Η τεχνική επιτυχία ήταν 96,6% (28/29 άκρα) στην ομάδα Β έναντι 100%
(29/29 άκρα) στην ομάδα S (p=0.16)
Στον επανέλεγχο εξαμήνου:
Η βατότητα ήταν 68,1% στην ομάδα Β και 92,0% στην ομάδα S, (p<0.002).
Τα μεγαλύτερα ποσοστά βατότητας των sirolimus-eluting stent, μετά από
πολυπαραγοντική regression analysis είχαν OR 5.625, με 95% CI 1.711-
18.493, που ήταν στατιστικά σημαντικό (p=0.004).
Η δυαδική επαναστένωση εντός του stent ήταν 55,3% ενώ η επαναστένωση
στα άκρα του stent ήταν 66,0% στους ασθενείς με τα απλά μεταλλικά stent.
Αντιθέτως τα ποσοστά στους ασθενείς με sirolimus-eluting stent ήταν 4,0%
και 32,0% αντίστοιχα. Συγκεκριμένα η επαναστένωση εντός του stent είχε OR
0.067, με 95% CI 0.021-0.017, και η επαναστένωση στα άκρα του stent είχε
OR 0.229 με 95% CI 0.099-0.533. Και τα δύο ήταν ήταν στατιστικά σημαντικά
με p<0.001 και p=0.001, αντίστοιχα.
Τα συνολικά ποσοστά επανεπέμβασης (TLR) στο εξάμηνο ήταν 17,0% στην
ομάδα Β έναντι 4,0% στην ομάδα S, (OR 0.057, με 95% CI 0.008-0.426). Το
αποτέλεσμα ήταν επίσης στατιστικά σημαντικό υπέρ των sirolimus stent.
(p=0.02)
Η διάσωση του άκρου ήταν 100% και στις δύο ομάδες.
Η θνησιμότητα και ο ελάσσων ακρωτηριασμός στο εξάμηνο ήταν 6,9% και
17,2% στην ομάδα Β έναντι 10,3% και 3,4% στην ομάδα S (p=0.32 και
p=0.04, αντίστοιχα).
Στον επανέλεγχο έτους:
Τα sirolimus-eluting stent σχετίζoνταν και πάλι με καλύτερη πρωτογενή
βατότητα (OR 10.401, με 95% CI 3.425-31.589, p<0.001) και σημαντικά
μειωμένη δυαδική επαναστένωση εντός του stent (OR 0.156, με 95% CI
0.060-0.407, p<0.001), καθώς και στα άκρα του stent. (OR 0.089, με 95% CI
0.023-0.349, p=0.001)
Τα ποσοστά επανεπέμβασης στις βλάβες (TLR) ήταν πολύ μικρότερα στην
ομάδα του sirolimus (OR 0.238, με 95% CI 0.067-0.841, p=0.026) .
Δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες Β και
S όσον αφορά στα ποσοστά θνησιμότητας 10,3% έναντι 13,8%, στη διάσωση
του άκρου 100% έναντι 96% και στους ελάσσονες ακρωτηριασμούς 17,2%
έναντι 10,3% αντίστοιχα.
Συμπεράσματα: Τα sirolimus-eluting stents περιορίζουν την ενδοθηλιακή
υπερπλασία στα κνημιαία αγγεία. Η εφαρμογή τους έχει ως αποτέλεσμα την
σημαντική μείωση των ποσοστών επαναστένωσης και μειώνει την ανάγκη για
επανεπεμβάσεις. / Aim : The purpose of our study was to investigate the 6-month and 1-year
angiographic and clinical outcome in the setting of a controlled clinical study.
The study examined the safety and relative effectiveness of sirolimus-eluting
stents opposed to conventional metal stents, in the infrapopliteal vessels, in
patients with critical limb ischemia (CLI). The stents were used in a bail-out
setting during infrapopliteal endovascular procedures, i. e. stenting was
carried out in cases of suboptimal angioplasty results (recoil - residual
stenosis >30%, or in cases of dissection, after angioplasty).
Patients and Methods: Twenty-nine patients comprising 8 women and 21
men with a mean age of 68.7 years were submitted to infrapopliteal
revascularization with conventional (bare) metal stents, called group B. In
these patients 65 lesions were treated with bare stents, of whom 38 stenoses
and 27 occlusions, in a total of 40 infrapopliteal vessels. Another 29 patients,
again 8 women and 21 men, with a mean age of 68.8 years were treated with
sirolimus-eluting stents, named group S. There were 66 lesions in this group
with 46 of them stenoses and 20 occlusions, in a total of 41 arteries. Patients
were followed-up with clinical examination and intrarterial angiography 6
months and 1 year after the procedure. Both results were subsequently
analyzed statistically.
135
Results: Co morbidities like symptomatic cardiac and carotid disease, as well
as hyperlipidemia were more prominent in group S (p<0.05).
Technical success was 96.6% (28/29 limbs) in group B against 100.0% (29/29
limbs) in group S (p=0.16).
During 6-month patient follow-up:
Primary patency was 68.1% in group B opposed to 92.0% in group S
(p<0.002). Sirolimus-eluting stents exhibited higher primary patency with OR
5.625 and 95% CI 1.711-18.493, which was statistically significant (p=0.004).
Binary in-stent restenosis rate was 55.3% while in-segment restenosis
was 66.0%, in patients who had received bare metal stents. In opposition the
respective restenosis rates, in patients with sirolimus-eluting stents were 4.0%
and 32.0%. Diminished in-stent (OR 0.067 with 95% CI 0.021-0.017) and insegment
(OR 0.229 with 95% CI 0.099-0.533) binary restenosis were both
statistically significant with p values being p<0.001 and p=0.001 respectively.
Collective target lesion re-intervention (TLR) at 6 month follow-up was
17.0% in group B against 4.0% (OR 0.057 with 95% CI 0.008-0.426) in group
S, which proved again statistically significant for sirolimus stents (p=0.02).
Six-month limb salvage rate was 100% in both groups.
Six-month mortality and minor amputation rates were respectively 6.9%
and 17.2%, in group B versus 10.3% and 3.4%, in group S (p=0.32 and
p=0.04, respectively).
During 1-year patient follow-up:
136
SES were still related with better primary patency rate (OR 10.401 with
95% CI 3.425-31.589, p<0.001) and considerably lesser events of in-stent
binary restenosis (OR 0.156, 95% CI 0.060-0.407, p<0.001) as well as insegment
(OR 0.089, 95% CI 0.023-0.349, p=0.001) binary restenosis.
Target lesion re-intervention (TLR), was much lower in the SES
patients group during 1-year follow-up (OR 0.238 with 95% CI 0.067-0.841,
p=0.026) .
At 1 year follow-up there were no statistically significant differences
among group B and group S regarding mortality (10.3% against 13.8%), limb
salvage rates (100% vs. 96%) and minor amputation (17.2% vs. 10.3%).
Conclusions: Sirolimus-eluting stents appear to limit intimal hyperplasia in
the infrapopliteal vessels. The use of sirolimus-eluting stents decreases
considerably restenosis rates in the infrapopliteal vessels and reduces the
need for repeat interventions
|
10 |
Επεξεργασία οφθαλμολογικών εικόνων για μέτρηση διαμέτρων αγγείωνΒλαχοκώστα, Αλεξάνδρα 27 August 2008 (has links)
Σκοπός της παρούσας Διπλωματικής Εργασίας είναι η ανάπτυξη συγκεκριμένης μεθοδολογίας και αλγορίθμων ψηφιακής επεξεργασίας εικόνων για την αυτόματη εκτίμηση των διαμέτρων αγγείων σε οφθαλμολογικές εικόνες. Η συγκεκριμένη μέτρηση της διαμέτρου των αγγείων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην έγκαιρη διάγνωση παθήσεων καθώς έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των μεταβολών των τιμών των εν λόγω διαμέτρων και της εμφάνισης αλλοιώσεων στον αμφιβληστροειδή.
Στα πλαίσια της εργασίας, υλοποιήθηκαν δύο μεθοδολογίες για τον υπολογισμό των διαμέτρων αγγείων οφθαλμολογικών εικόνων, οι οποίες συλλέγονται με χρήση κάμερας πυθμένα (fundus camera). Η πρώτη μεθοδολογία στηρίζεται στην εύρεση των σημείων που αποτελούν τους κεντρικούς άξονες των υπό εξέταση αγγείων με χρήση διαφορικού λογισμού. Ακολούθως, σε κάθε σημείο που ανήκει σε κεντρικό άξονα αγγείου, υπολογίζονται οι παράμετροι μιας συνάρτησης. Η εν λόγω συνάρτηση περιγράφει βέλτιστα τα επίπεδα φωτεινότητας της εικόνας κατά μήκος του ευθύγραμμου τμήματος που διέρχεται από το σημείο και είναι κάθετο στο αγγείο. H εύρεση των παραμέτρων της συνάρτησης πραγματοποιείται με χρήση τεχνικών βελτιστοποίησης. Το τελικό βήμα της μεθοδολογίας είναι η εκτίμηση της διαμέτρου των αγγείων από τις τιμές των παραμέτρων που έχουν υπολογιστεί.
Η δεύτερη μεθοδολογία στηρίζεται στον αλγόριθμο που προτείνει ο P.H. Gregson. Αρχικά, πραγματοποιείται κατάτμηση της εικόνας με κατωφλίωση και εφαρμόζονται μορφολογικοί τελεστές συστολής και διαστολής στην εικόνα. Στη συνέχεια, εφαρμόζεται ο αλγόριθμος λέπτυνσης (thinning algorithm) με σκοπό την εύρεση των κεντρικών αξόνων των αγγείων και τέλος εκτιμάται η διάμετρος σε κάθε σημείο του κεντρικού άξονα με χρήση των επιπέδων του γκρίζου των εικονοστοιχείων που κείνται στην ευθεία που είναι κάθετη στο αγγείο σε κάθε σημείο του. / The scope of this Thesis is the development of a methodology and advance image processing techniques in order to automatically estimate vessel diameters in ophthalmological images. Motivation for the thesis is the fact that the measurement of vessel diameter plays significant role in the seasonable diagnosis of vascular disorders, as it is believed to be a relation between the variation in diameters and the detection of retinal disorders.
In this thesis, two methodologies are developed in order to be applied in ophthalmological images that are collected by using a fundus camera. The first methodology is based on the detection of the pixels that constitute the centerlines of vessels, by using differential calculus. Specifically, at each pixel that belongs to a centerline of vessel, the parameters of a specific function are calculated. This function describes as accurately as possible the intensity levels along the segment that passes through the specific pixel and is perpendicular to the vessel. The parameters of this function are estimated using optimization techniques. The final step of the methodology is the assessment of the diameters of vessels using the values of the parameters.
The second methodology is based on the algorithm that P.H.Gregson has proposed. At first, the vessels are detected by tresholding and a morphological closing algorithm is applied. Then, a thinning algorithm is used in order to detect the pixels that constitute the centerlines of the vessels and ultimately the diameter at each pixel of the centerlines is assessed using the gray levels of the pixels that constitute the segment that is perpendicular to the vessel at each specific pixel.
|
Page generated in 0.0196 seconds