• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • Tagged with
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Απεικόνιση των ενδοκρανιακών αγγείων με την ψηφιακή αγγειογραφία (DSA) συγκριτικά με την CT αγγειογραφία (CTA) / Demonstration of the intracranial vessels using digital subtraction angiography (DSA) in comparison to CT angiography (CTA)

Καραμεσίνη, Μαρία 25 June 2007 (has links)
Η CT αγγειογραφία εγκεφάλου (CTA) είναι μέθοδος καθιερωμένη για την διερεύνηση και την θεραπεία των ενδοκρανιακών ανευρυσμάτων. Σκοπός της μελέτης μας ήταν η σύγκριση των ευρημάτων της ψηφιακής αγγειογραφίας (DSA) με αυτά της CTA και με τα χειρουργικά ευρήματα σε ασθενείς με οξεία υπαραχνοειδή αιμορραγία, καθώς επίσης και η αξιολόγηση της κλινικής χρησιμότητας της μεθόδου. Κατά την διάρκεια τριών ετών, 82 ασθενείς προσήλθαν με κλινική εικόνα και σημειολογία συμβατή με υπαραχνοειδή αιμορραγία. Η CTA έγινε αμέσως μετά την απλή CT, ενώ η DSA εντός των πρώτων 48 ωρών από την εισαγωγή. Όλα τα ανευρύσματα που ευρέθησαν με τις δύο μεθόδους υπεβλήθησαν σε χειρουργική αποκατάσταση ή ενδαγγειακό εμβολισμό. Σε όσους ασθενείς βρέθηκε αρνητικό αποτέλεσμα και με τις δύο μεθόδους, έγινε επαναληπτική DSA 15 ημέρες μετά το επεισόδιο με σκοπό την επιβεβαίωση της απουσίας ανευρύσματος. Οι CTA εξετάσεις καθώς και οι κλασσικές αγγειογραφίες μελετήθηκαν από μια ομάδα δύο ακτινολόγων για κάθε τεχνική, οι οποίοι έπρεπε να καταγράψουν την ύπαρξη ή μη ανευρύσματος, να περιγράψουν τα χαρακτηριστικά του και να αξιολογήσουν την μέθοδο. Χειρουργική ή και ενδαγγειακή θεραπεία έγινε σε 45 ασθενείς και ανευρέθησαν 53 ανευρύσματα. Χρησιμοποιώντας την CTA, ευρέθησαν 47 ανευρύσματα σε 42 ασθενείς. Η DSA ανίχνευσε 43 ανευρύσματα σε 39 ασθενείς. Η ευαισθησία της CTA για τον εντοπισμό όλων των ανευρυσμάτων με βάση το χειρουργικό/θεραπευτικό αποτέλεσμα ήταν 88,7%, η ειδικότητα 100%, η θετική προβλεπτική αξία (PPV) 100%, η αρνητική προβλεπτική αξία (NPV) 80,7% και η ακρίβεια 92,3%. Αντίστοιχα, η ευαισθησία της DSA ήταν 87,8%, η ειδικότητα 98%, η PPV 97,7%, η NPV 89,1% και η ακρίβεια 92,9%. Όσον αφορά στα ανευρύσματα ≥3 mm, η CTA είχε ευαισθησία που κυμαινόταν μεταξύ 93,3 έως 100%, ίση με αυτή της DSA. Η CTA εμφάνισε τα ίδια ποσοστά ευαισθησίας με αυτά της DSA σε ανευρύσματα ≥3 mm. Εμφάνισε επίσης 100% ποσοστό ανίχνευσης σε ανευρύσματα της πρόσθιας αναστομωτικής και του διχασμού της μέσης εγκεφαλικής αρτηρίας, ενώ μερικές εντοπίσεις όπως η οπίσθια αναστομωτική αρτηρία παραμένουν προβληματικές. 80 Κατά την διάρκεια της παρούσας μελέτης προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε μια τεχνική προσομοίωσης της διεγχειρητικής εικόνας των ραγέντων ενδοκρανιακών ανευρυσμάτων, με τη χρήση volume rendering techniques σε εικόνες που προκύπτουν από CT αγγειογραφία. Η τρισδιάστατη κατασκευή των εικόνων προέκυψε από την συνεργασία μιας ομάδας αποτελούμενης από τέσσερις ακτινολόγους, έναν νευροχειρουργό και έναν ιατρικό φυσικό. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν η παραγωγή μιας εικόνας οριοθετημένης στο χώρο, με οδηγά σημεία που εύκολα μπορούσαν να αναπαραχθούν κατά την διάρκεια του χειρουργείου. Οι εικόνες χειρουργικής προσομοίωσης ενός ανευρύσματος είναι πιθανώς χρήσιμο εργαλείο για τον προεγχειρητικό σχεδιασμό των ενδοκρανιακών ανευρυσμάτων. / Cerebral CT angiography is an established method applied to both the detection and treatment planning of intracranial aneurysms. The aim of our study was to compare DSA to CTA findings and with the surgical results mainly in patients with acute SAH and to evaluate the clinical usefulness of CTA. During the last three years, 82 consecutive patients were admitted under clinical symptoms and signs suggestive of harbouring an intracranial aneurysm. CT angiography performed immediately afterwards the plain CT, while DSA was performed within the first 48 hours of admission. All aneurysms detected, were confirmed during surgery or endovascular embolization. Repeat DSA was performed in all patients having both the initial CTA and the DSA 15 days after the onset of symptoms negative. CT angiograms and conventional angiographies were studied by a consensus of two radiologists for each technique, who performed aneurysm detection, morphological features characterization and evaluation of the technique. Surgical or/and endovascular treatment was performed in 45 patients and 53 aneurysms were confirmed. Using 3D-CT angiography we detected 47 aneurysms in 42 patients. Conventional angiography depicted 43 aneurysms in 39 patients. The sensitivity of CTA for the detection of all aneurysms versus surgery was 88.7%, the specificity 100%, the positive predictive value (PPV) 100%, the negative predictive value (NPV) 80.7% and the accuracy 92.3%. Consequently, the sensitivity of DSA was 87.8%, the specificity 98%, the PPV 97.7%, the NPV 89.1% and the accuracy 92.9%. Considering the aneurysms ≥ 3 mm, CTA showed a sensitivity ranging from 93.3% to 100%, equal to that of DSA. Cerebral CT angiography has an equal sensitivity to DSA in the detection of intracranial aneurysms greater than 3 mm. It has also 100% detection rate in AcoA and MCA bifurcation aneurysms, while some locations like posterior communicating artery aneurysms remain problematic. The delineating features of each aneurysm are better depicted with CTA due to 3D visualization. The use of Digital Subtraction Angiography as a diagnostic tool can be limited in equivocal cases. A supplement to the above work is our effort to describe a technique for simulating the surgical view of ruptured intracranial aneurysms, using volume 82 rendering techniques in spiral CT angiography data. The 3D rendered images were assessed by a team consisted of four radiologists, one neurosurgeon and one medical physicist. The resultant ‘surgical view’ image was standardized in space using a three-dimensional coordinate system, which allowed for its reproduction in the operating theatre. The surgical views are easily reproducible and αποτελούν a useful tool for the surgical planning of intracranial aneurysms.
2

Μελέτη της προφυλακτικής δράσης της παρστατίνης έναντι της νεφροτοξικότητας των ιωδιούχων σκιαγραφικών μέσων κατά τη διάρκεια εξετάσεων με ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία

Διαμαντόπουλος, Αθανάσιος 11 October 2013 (has links)
Εισαγωγή: Τα ιωδιούχα σκιαγραφικά μέσα (ΣΜ) σήμερα χρησιμοποιούνται ευρέως τόσο για διαγνωστικούς λόγους όσο και κατά τη διάρκεια επεμβατικών πράξεων στην Επεμβατική Ακτινολογία ή/και την καρδιολογία. Δυστυχώς, η χρήση τους δεν στερείται επιπλοκών με την νεφροτοξικότητα (Νεφροτοξικότητα οφειλόμενη στα ΣΜ - ΝΣΜ) να είναι μία από τις πιο σοβαρές συνέπειες. Παρά το γεγονός ότι πολλές στρατηγικές με σκοπό τόσο την πρόληψη όσο και την θεραπεία έχουν προταθεί και δοκιμαστεί ευρέως τα τελευταία χρόνια στη μάχη κατά της ΝΣΜ, καμία δεν έχει καταφέρει να δείξει ισχυρά αξιόπιστα αποτελέσματα. Η Παρστατίνη είναι το αμινο τελικό 41-αμινοξέων πεπτίδιο που διασπάται και αποσπάται από τον υποδοχέα PAR1 όταν αυτός ενεργοποιείται από τη θρομβίνη. Οι χαμηλές δόσεις Παρστατίνης είναι γνωστό ότι εμφανίζουν προστατευτική δράση στο μυοκάρδιο αρουραίου μετά από βλάβη του τύπου της ισχαιμίας / επαναιμάτωσης. Η κύρια υπόθεση της μελέτης μας ήταν ότι η συγκεκριμένη ουσία μπορεί να ασκήσει προστατευτική δράση στους νεφρούς έναντι της ΝΣΜ. Για να ελεγχθεί αυτή η υπόθεση, χρησιμοποιήσαμε ένα πειραματικό μοντέλο ΝΣΜ σε θηλαστικά (Κόνικλους Νέας Ζηλανδίας). Υλικά και Μέθοδοι: Το πρώτο στάδιο της μελέτης αφορούσε στην ανάπτυξη ενός αξιόπιστου πειραματικού μοντέλου νεφροτοξικότητας μετά τη χορήγηση ιωδιούχων σκιαγραφικών μέσων. Το μοντέλο αναπτύχθηκε και αξιολογήθηκε εκτενώς σε μία σειρά από λευκούς κονίκλους Νέας Ζηλανδίας. Εν συνεχεία ακολούθησε η συστηματική δοκιμή της προστατευτικής δράσης της Παρστατίνης. Στο μέρος αυτό τα πειραματόζωα χωρίστηκαν σε τρεις υπό-ομάδες. Μια υπό-ομάδα έλαβε την υπό δοκιμή ουσία (Παρστατίνη) σε δόση 10μg/kg ακριβώς 15 λεπτά πριν από την έναρξη της ενδοφλέβιας έγχυσης του ΙΣΜ αντίθεσης. Σε αυτή τη φάση όλα τα πειραματόζωα της ομάδας ελέγχου προήλθαν από τα προκαταρκτικά πειράματα τα οποία είχαν λάβει ίσο όγκο φυσιολογικού ορού (NaCl 0,9%). Στις λοιπές δύο υπό-ομάδες χορηγήθηκε Παρστατίνη σε δόση είτε υποδεκαπλάσια (1μg/kg) είτε δεκαπλάσια (100μg/kg) της αρχικής. Ως κατώφλι για την αναγνώριση ανάπτυξης ΝΣΜ τέθηκε η τιμή της κρεατινίνης του ορού ίση ή άνω του 1,5mg/dl 48 ώρες μετά την έγχυση του ΣΜ. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα πειραματόζωων υποβλήθηκε σε ευθανασία 48 ώρες μετά τη λήψη του ΣΜ με σκοπό την ιστολογική εξέταση/ανάλυση. Αποτελέσματα: Το πρώτο μέρος της μελέτης συμπεριέλαβε συνολικά 32 πειραματόζωα. Σε 7 εξ’ αυτών πραγματοποιήθηκε μόνο πείραμα προσομοίωσης (ομάδα sham) έτσι ώστε να οριστούν οι τιμές βάσης. Η μέση τιμή της κρεατινίνης ορού σε αυτή την ομάδα ήταν 0,90 mg/dl (Cl:0,80-1,10). Τα υπόλοιπα πειράματα έδειξαν ότι η μεγαλύτερη αναπαραγωγιμότητα του μοντέλου επιτυγχάνεται με ρυθμό έγχυσης του σκιαγραφικού μέσου αντίθεσης μεταξύ 2,5 έως 3,0 ml/min. Έτσι το σύνολο της σκιαγραφικής ουσίας χορηγείτο μεταξύ 28-35 λεπτών. Σε συνολικά 15 πειραματόζωα τα οποία αποτέλεσαν και την ομάδα ελέγχου και για τα λοιπά πειράματα (control group) η μέση τιμή της κρεατινίνης ορού ήταν 3,09 mg/dl (CI:2,40-4,00), ενώ το 86,7% αυτών ανέπτυξε κλινικά σημαντική ΝΣΜ. Όσον αφορά τα αποτελέσματα του δεύτερου μέρους αναγνωρίστηκε η θεραπευτική δράση της Παρστατίνης σε δόση ίση με 10μg/Kg. Ποίο συγκεκριμένα στην ομάδα πειραματόζωων (n=18) που έλαβε την ανωτέρο δόση η μέση τιμή της κρεατινίνης 48 ώρες μετά τη χορήγηση του ΙΣM ήταν 1,01mg/dl (CI:0,93-2,34) (Στατιστικά σημαντική διαφορά συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου, p=0,012). Το αποτέλεσμα αυτό εξαλείφεται με τον δεκαπλασιασμό και με τον υπό-δεκαπλασιασμό της ανωτέρο δόσης. Στατιστικά σημαντικά μικρότερος ήταν και ο αριθμός των πειραματόζωων που ανέπτυξαν ΝΣΜ στην ομάδα της Παρστατίνης συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (27,8% έναντι 86,7%, p<0,001). Τα ιστολογικά αποτελέσματα έδειξαν σημαντικά μικρότερη σωληναριακή νέκρωση στην ομάδα των πειραματόζωων που έλαβαν θεραπεία με Παρστατίνη συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (13,13 Vs 26.60 στην ομάδα ελέγχου, ρ = 0.0007). Συμπέρασμα: Η υπό δοκιμή ουσία Παρστατίνη (Parstatin) αναστέλλει επιτυχώς την ανάπτυξη νεφροτοξικότητας μετά την χορήγηση σκιαγραφικών μέσων σε ένα πειραματικό in-vivo μοντέλο. Το παραπάνω αποτέλεσμα αποδείχτηκε τόσο με εργαστηριακές μετρήσεις της κρεατινίνης ορού όσο και μετά από ιστολογική μελέτη νεφρών. Το παραπάνω αποτελεί ένα πολύ αισιόδοξο μήνυμα. Παρόλα αυτά περαιτέρω μελέτες είναι αναγκαίες για την επικύρωση του προστατευτικού αυτού ρόλου. / Introduction: Iodinated Contrast Media (CM) are today widely used in routine non-invasive or percutaneous invasive imaging examinations and therapeutic interventions. Unfortunately, use of CM is not free of complications with nephrotoxicity (Contrast-Induced nephropathy – CIN) being one of the most severe. Although numerous preventing and/or therapeutic strategies have been proposed and widely tested during recent years in the battle against CIN, none of them manage to show strong reliable evidence that can prevent CIN development. Parstatin is the N-terminal-41-amino-acid peptide cleaved by thrombin from the protease-activated receptor-1. Low doses of Parstatin are known to have a protective effect in the rat myocardium after ischemia/reperfusion injury. The primary hypothesis of our study was that Parstatin may exert a nephroprotective role against the development of CIN. To test this hypothesis we used a mammalian experimental CIN model. Materials and Methods: The first stage of the study involved the development of a reliable experimental model of nephrotoxicity after administration of iodinated contrast media. The model was developed and extensively evaluated in a series of New Zealand white rabbits. The next stage involved the systematic testing of the protective effect of Parstatin. In this part the animals were divided into three sub-groups. A sub-group received the test substance (Parstatin) at a dose of 10mg/kg just 15 minutes before intravenous infusion of iodinated contrast medium. In the other two sub-groups Parstatin was administered at a dose of either subdivided by ten times (1mg/kg) or multiplied by ten times (100mg/kg) of the original. In this phase the control group was derived from the preliminary experiments of the first stage. As a threshold for the recognition of CIN development was the value of serum Creatinine equal to or more than 1,5 mg/dl 48 hours after injection of the CM. A representative sample of experimental animals was euthanized 48 hours after receiving the CM in order to perform histological examination and analysis. Results: The first part of the study included a total of 32 animals. In 7 of them only a simulation experiment was performed (group sham) to define baseline values of sCr. The mean serum Creatinine in this group was 0,90mg/dl (Cl:0,80-1,10). Following experiments showed that greater reproducibility of the model is achieved with injection rate of the contrast medium contrast between 2.5 έως 3,0 ml/min. Based on that the total contrast agent was administered between 28-35 minutes. In a total of 15 rabbits which were and the control group for the following experiments (control group) the mean sCr was 3,09 mg/dl (CI:2,40-4,00), while 86.7% of them developed clinically significant CIN. Regarding the results of the second part recognized that the maximum therapeutic effect of Parstatin is accomplished with a dose of 10mg/Kg. More specifically in the group of animals (Group P10, n=18) who received the abovementioned dose the mean sCr values 48 hours after administration of the CM was 1,01 mg/dl (CI:0,93-2,34) (Statistically significant difference compared with the control group, p=0,012). This therapeutic effect was eliminated when the dose was either multiplied or divided by 10. A significantly lower number of animals developed the CIN in the treatment group (Group P10) compared with the control group (27.8% vs. 86.7%, p<0.001). The histological results showed significantly less tubular necrosis in the group of animals treated with Parstatin compared to controls (13,13 Vs 26.60 in the control group, p = 0.0007). Conclusion: The test substance Parstatin successfully inhibits the development of contrast-induced nephrotoxicity in an in-vivo experimental model. The above result was verified both by laboratory measurements of serum Creatinine and after histological examination of kidney specimens. The above is a very optimistic message. Nevertheless, further studies are necessary to validate the protective role of Parstatin against contrast nephrotoxicity in both experimental and clinical settings.
3

Αθηρωμάτωση του συστήματος των βρογχικών αρτηριών και πιθανός συσχετισμός με την στεφανιαία κυκλοφορία

Κωτούλας, Χριστόφορος 22 December 2008 (has links)
Σκοπός: Διεξάγαμε την παρούσα μελέτη για να καταδείξουμε την ύπαρξη των βρογχικο-στεφανιαίων αναστομώσεων στο πειραματικό μοντέλο του χοίρου. Επιπλέον διερευνήσαμε την επίπτωση της αρτηριοσκλήρυνσης στις βρογχικές αρτηρίες. Υλικό – Μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκαν τα παρασκευάσματα καρδιάς και πνευμόνων από 6 χοίρους. Επιπλέον, δείγματα βρογχικών αρτηριών ελήφθησαν από 40 ασθενείς που υποβάλλονταν σε θωρακοτομή. Σημειώθηκαν αναλυτικά οι κλινικοί και εργαστηριακοί παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη αρτηριοσκλήρυνσης. Αποτελέσματα: Με υπολογιστική τομογραφία, ψηφιακή αγγειογραφία και χορήγηση χρωστικής ρητίνης καταδείξαμε το αναστομωτικό δίκτυο μεταξύ των βρογχικών και κυρίως των αριστερών στεφανιαίων αρτηριών σε 5 από τα 6 παρασκευάσματα. Η μικροσκοπική εξέταση των δειγμάτων δεν στοιχειοθέτησε ύπαρξη αθηροσκλήρυνσης, παρά μόνο ύπαρξη ασβεστοποιού σκλήρυνσης του μέσου χιτώνα σε ποσοστό 2.5%, που δεν συσχετίστηκε με τους παράγοντες κινδύνου αρτηριοσκλήρυνσης. Συμπεράσματα: Με δεδομένο ότι βρογχικές αρτηρίες παρουσιάζουν ελάχιστο βαθμό ασβεστοποιού σκλήρυνσης του μέσου χιτώνα., υποθέτουμε ότι θα μπορούσαν να συνδράμουν στη στεφανιαία κυκλοφορία μέσω των προαναφερθεισών αναστομώσεων σε καταστάσεις εκσεσημασμένης στεφανιαίας νόσου. Η μελέτη μας υπογραμμίζει την σπουδαιότητα των βρογχικών αρτηριών και των βρογχικο-στεφανιαίων αναστομώσεων σε περιπτώσεις εμβολισμού των βρογχικών αρτηριών, μεταμοσχεύσεων καρδιάς-πνευμόνων και αντιμετώπισης ανευρυσμάτων θωρακικής αορτής. / Aim of the study: We conducted this study to demonstrate the coronary-bronchial anastomotic routes in a porcine model. Additionally, we estimated the incidence of bronchial arteries arteriosclerosis. Material and Methods: Six heart-lung porcine blocks were used. Furthermore, 40 bronchial arteries were obtained from patients who underwent thoracotomy. Detailed clinical and laboratory atherosclerotic risk factors of the patients were documented. Results: Using CT-scan, Digital Subtraction Angiography and colored latex, we demonstrated communications between the bronchial and coronary circulation in 5 of 6 subjects. Histology revealed no established atherosclerotic lesion and narrowing of the lumen, but medial calcific sclerosis in 2.5%, that was independent from the arteriosclerotic risk factors. Conclusions: As evidence suggests that bronchial arteries only exhibit medial calcific sclerosis, we hypothesize that bronchial arteries can contribute to the coronary flow through the broncho-coronary anastomoses in cases of severe coronary artery disease. Our study emphasizes their importance and their anastomoses to coronaries in cases of embolization, heart-lung transplantation and thoracic aorta aneurysms repair.

Page generated in 0.0521 seconds