Spelling suggestions: "subject:"ιζηματολογία"" "subject:"ιζηματολογίας""
1 |
Μελέτη των ιζηματολογικών χαρακτηριστικών και των φυσικοχημικών παραμέτρων των υδάτων της λιμνοθάλασσας Πρόκοπος - Δυτική Ελλάδα / Study of sendimetological characteristics and physicochemical parameters of the water of Prokopos Lagoon – Western GreeceΚατσαρός, Δημήτριος 17 July 2014 (has links)
Η λιμνοθάλασσα Πρόκοπος βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Πελοποννήσου και αποτελεί μια πολύ σημαντική περιοχή με μοναδική πολιτιστική και οικολογική κληρονομιά όχι μόνο για τη συγκεκριμένη περιοχή, αλλά και για την Ελλάδα γενικότερα. Η λιμνοθάλασσα και ο υδροβιότοπο γύρω από αυτή έχει αναγνωριστεί από διεθνείς συνθήκες (RAMSAR), ευρωπαϊκά προγράμματα για την προστασία της φύσης (NATURA 2000) και της βιοποικιλότητας. Η λιμνοθάλασσα είναι ένας ενιαίος υγροβιότοπος, όμως το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης της έχει μικρό βάθος (περίπου 30 cm) και καλύπτεται από πυκνούς καλαμιώνες, ιδιαίτερα κατά την θερινή περίοδο
Στην εργασία αυτή παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της μελέτης των ιζημάτολογικών χαρακτηριστικών της λιμνοθάλασσας μέσα από την ιζηματολογική και γεωχημική ανάλυση δειγμάτων ιζημάτων τα οποία συλλέχθηκαν από έξι θέσεις με πυρήνες βαρύτητας. Συνολικά 31 δείγματα αναλύθηκαν ως προς το κοκκομετρικό τους μέγεθος, τον ολικό οργανικό άνθρακα (TOC) και τα κύρια στοιχεία και ιχνοστοιχεία. Η κοκκομετρική ανάλυση πραγματοποιήθηκε για το αδρομερές υλικό με κόσκινα ενώ για το λεπτομερές κλάσμα χρησιμοποιώντας τον αναλυτή Malvern Mastersizer 2000 Hydro. Ο προσδιορισμός του ολικού οργανικού άνθρακα έγινε με την τροποποιημένη μέθοδο της τιτλοδότησης Walkley-Black ενώ ο προσδιορισμός των κυρίως στοιχείων και ιχνοστοιχείων, Al, Ca, Fe, K, Mg, Mn, Na, P, Cd, Cr, Cu, Ni, Pb, V και Ζn με φασματοσκοπία πλάσματος ατομικής εκπομπής Thermo Scientific iCAP 6000 ICP-OES. Για την αξιολόγηση των φυσικοχημικών παραμέτρων των υδάτων χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία των σταθμών τηλεμετρίας (πολυαισθητήρας YSI6600), που έχουν εγκατασταθεί στην λιμνοθάλασσα του Πρόκοπου και τα οποία καλύπτουν περίοδο παρακολούθησης ενός έτους. Οι φυσικοχημικές παράμετροι οι οποίοι παρουσιάζονται και αξιολογούνται είναι το pH, θερμοκρασία (0C), διαλυμένο οξυγόνο (DO-mg/L) και αλατότητα (S ‰).
Από την μελέτη των ανωτέρω παραμέτρων πρόεκυψε ότι τα ιζήματα της λιμνοθάλασσας αποτελούνται από πολύ πτωχά έως πτωχά ταξιθετημένη, πολύ λεπτόκοκκη άμμο έως αδρομερή πηλό και από υψηλές συγκεντρώσεις ολικού οργανικού άνθρακα >3%. Από τις εποχικές διακυμάνσεις των φυσικοχημικών παραμέτρων καταγράφηκαν περίοδοι με πολύ χαμηλές έως μηδενικές συγκεντρώσεις διαλυμένου οξυγόνου, τη θερινή περίοδο δείχνοντας υποξικές συνθήκες και ανοξικές κρίσης. Με βάση την θέση των σταθμών διακρίνουμε ότι η αλατότητα παρουσιάζει σημαντική διακύμανση, η οποία δημιουργείται από τη διαδικασία εισόδου-εξόδου του θαλάσσιου και γλυκού νερού στη λιμνοθάλασσα. Το pH παρουσιάζει μια φυσική ημερήσια διακύμανση του συντελεστή 0,5 το οποίο είναι ανάλογο προς τη θερμοκρασία και τη συγκέντρωση του οξυγόνου διαλύματος. Για την αξιολόγηση της περιβαλλοντικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας από τις γεωχημικές αναλύσεις, χρησιμοποιήσαμε γεω-περιβαλλοντικούς δείκτες ώστε να προσδιορίσουμε τον εμπλουτισμό ή τον απεμπλουτισμό των ιζημάτων του πυθμένα σε βαρέα μέταλλα στην λιμνοθάλασσα. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήσαμε τον δείκτη γεω-συσσώρευσης (index of geo-accumulation), τον δείκτη μόλυνσης (contamination factor), τον δείκτη εμπλουτισμού (enrichment factor) που υπολογίσθηκαν σε σχέση με τιμές βάσεις των υπό εξέταση μετάλλων στα ιζήματα από την διεθνή βιβλιογραφία. Από την πιο πάνω ανάλυση φαίνεται ότι με βάση τους γεω-περιβαλλοντικούς δείκτες που υπολογίσθηκαν, τα υπό εξέταση ιζήματα στην περιοχή μελέτης δεν εμφανίζουν χαρακτηριστικά φαινόμενα ρύπανσης. / The Prokopos Lagoon is located in the north-western part of Peloponessus and is one of the most important ecological are of Greece. It is protected by the environmental international convention Ramsar and is listed in the Nature 2000 European network as special protected area. The lagoon is very shallow with mean depth of 30 cm while parts of it are consist of reed-bed forests and marshes.
In this study we present the sedimentological characteristics of the bottom lagoon sediments using sedimentological and geochemical techniques. The analyzed samples were collected from six locations with gravity cores. A total number of 31 samples were analyzed for their grain size, total organic carbon (TOC) and major and trace elements. The particle size analysis was performed on the coarse material by sieving while the fine fraction was analyzed using the Malvern Mastersizer 2000 Hydro and moment measures were calculated using GRADISTAT software. The determination of the total organic carbon was made according to the modified titration method of Walkley-Black while the identification of the major and trace elements, Al, Ca, Fe, K, Mg, Mn, Na, P, Cd, Cr, Cu, Ni, Pb , V and Zn with plasma atomic emission spectroscopy Thermo Scientific iCAP 6000 ICP-OES. In order to evaluate the water physicochemical parameters, data from two telemetric stations (with multi parameter sensors YSI6600) were analyzed covering a period of one year monitoring. The physicochemical parameters that are presented and assessed are the pH, temperature (0C), dissolved oxygen (DO - mg/L) and salinity (S ‰).
The study of the above parameters revealed that the bottom lagoon sediments consist of poorly to very poorly sorted, very fine sand to coarse silt and are characterized by high content of total organic carbon (>3%). The seasonal variations of physicochemical parameters indicate periods (summer) with very low to zero dissolved oxygen concentrations, showing hypoxic conditions and anoxic crisis. Salinity variations are the result of the process exchange of marine and freshwater into the lagoon via the narrow inlet. The pH variations follow proportionally the temperature and the oxygen concentration trend of the lagoon water. For the assessment of the environmental status of the lagoon and based on the geochemical analyses, we used geo-environmental indices to determine the enrichment or depletion of the bottom sediments heavy metals concentrations. For this purpose we used the geo-accumulation index, the index of contamination, the enrichment factor, compared to the bibliography values of baseline concentration. From the above analysis and based on thee geo-environmental indices we conclude that the bottom lagoon sediments are not polluted.
|
2 |
Ολοκαινικά περιβάλλοντα απόθεσης και η σύγχρονη ιζηματολογία του βοιωτικού Κηφισού ποταμούΚαρκάνας, Αλέξανδρος 07 November 2008 (has links)
- / -
|
3 |
Ιζηματολογική ανάλυση του ποταμού ΕρύμανθουΠανίτσας, Χρήστος 04 September 2013 (has links)
Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελεί ο μεγαλύτερος ποταμός της Πελοποννήσου, ο Αλφειός και ο παραπόταμός του Ερύμανθος. Ο Αλφειός πηγάζει από τους ασβεστολιθικούς όγκους της ορεινής Αρκαδίας που ανήκουν στη γεωτεκτονική ζώνη Γαβρόβου – Τριπόλεως ενώ ο Ερύμανθος πηγάζει από την ορεινή Αχαΐα (και το ομώνυμο όρος Ερύμανθος) που ανήκει γεωτεκτονικά στη ζώνη Ωλονού - Πίνδου. Το υδρογραφικό δίκτυο του Αλφειού καλύπτει μια ευρεία περιοχή που εκτείνεται από την ορεινή Αχαΐα, Αρκαδία και Μεσσηνία και διαρρέοντας ένα μεγάλο μέρος της κεντρικής Πελοποννήσου συνεχίζει στο Νομό Ηλείας εκβάλλοντας στο Ιόνιο Πέλαγος. Στο πρώτο κεφάλαιο πραγματοποιείται μια περιγραφή της περιοχής μελέτης με κάποια γενικά στοιχεία και δίνεται μια εικόνα χρήσεων γης της περιοχής.
Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα γεωμορφολογικά στοιχεία, γίνεται ανάλυση του υδρογραφικού δικτύου και του ανάγλυφου.
Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται η γενική γεωλογική δομή της περιοχής μελέτης. Πραγματοποιείται ανάλυση της στρωματογραφίας αλλά και της τεκτονικής
Στο τέταρτο κεφάλαιο περιλαμβάνονται οι αναλύσεις και τα συμπεράσματα από την περιοχή μελέτης. Σημειώνεται ότι η περιοχή μελέτης χωρίστηκε σε δύο τμήματα που αποτελούν χωριστές διπλωματικές εργασίες. Η παρούσα αναφέρεται στο κομμάτι του Ερύμανθου ποταμού πριν την ένωση με τον κηρίο πόταμο τον Αλφειό. Η αναφορά που φαίνεται στους πίνακες και για τα στοιχεία των αναλύσεων για τον Αλφειό γίνεται για να μπορέσει να γίνει σύγκριση μεταξύ των δυο διπλωματικών.
Στο πέμπτο κεφάλαιο ιζηματολογική λιθογραφική μελέτη
Στο τελευταίο κεφάλαιο έχουμε Συζήτηση Συμπεράσματα
Τέλος, θα πρέπει να αναφέρω ότι οι εργασίες πεδίου έγιναν συγχρόνως και στα δύο τμήματα του Αλφειού όμως η παρουσίαση γίνεται χωριστά για να αναδειχτούν οι διαφορές μεταξύ των δύο τμημάτων. / Purpose of this study is the largest river in the Peloponnese, Alpheus and tributary Erymanthos.
|
4 |
Μικροδομή των λεπτομερών νεογενών - πλειστοκαινικών ιζημάτων της Βορείου Πελοποννήσου σε σχέση με τα φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά τουςΧριστοδουλοπούλου, Τασούλα 11 November 2009 (has links)
- / -
|
5 |
Λεπτομερής ιζηματολογική ανάλυση του ολισθημένου τεμάχους ολιγοκαινικής ηλικίας μέσα στην μειοκαινική ακολουθία στο δυτικότερο περιθώριο της λεκάνης προχώρας της Πίνδου, στην περιοχή της Ζακύνθου, και η συμβολή του ολιγόκαινου στο πετρελαϊκό δυναμικό της περιοχήςΚυπαρίσση, Χριστίνα-Αγγέλα 13 January 2015 (has links)
Η παρούσα διπλωματική διατριβή εκπονήθηκε στα πλαίσια πτυχιακής εργασίας του τμήματος Γεωλογίας της σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους συνέλαβαν και με βοήθησαν στην συγγραφή και την ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας. Καταρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω: Τον επιβλέποντα της διπλωματικής εργασίας κ. Ζεληλίδη Αβραάμ, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών, για την βοήθεια που μου παρείχε τόσο στο θεωρητικό όσο και στο ερευνητικό μέρος της εργασίας μου καθώς και για την άψογη συνεργασία που είχαμε κατά την εκπόνηση της. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους υποψήφιους διδάκτορες Τσερόλα Παναγιώτη και Θωμαή Αναγνωστούδη για την βοήθεια που μου παρείχαν τόσο κατά την δαδικασία της δειγματοληψίας, όσο και κατά το εργαστηριακό κομμάτι αλλά και την συγγραφή, αλλά και τους μεταπτυχιακούς φοιτητές Μπελιβάνη Δήμητρα, Μποτζιολή Χρύσανθο και Πετράκο Γεώργιο που συνέβαλαν καθοριστικά στην ολοκλήρωση της διπλωματικής. Επιπλέον, πέρα από την οικογένειά μου, για την στήριξή της αυτά τα τέσσερα χρόνια της φοίτησης μου στο τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, θα ήθελα να ευχριστήσω και τους φίλους Κολοκύθα Δημήτριο, Κουρουπάκη Ασημίνα, Τριανταφύλλου Μαλαματένια και Γκάτζο Ιωάννη για την ηθική τους στήριξη και την πολύτιμη βοήθεια τους. Τέλος, θα ήταν σκόπιμο να αναφερθεί ότι η παρούσα διπλωματική εργασία, αποτελεί την ερευνητική συνέχεια της διπλωματικής του Μποτζιολή Χρύσανθου με τίτλο «Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης, παλαιογεωγραφική εξέλιξη και δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων των Μειοκαινικών αποθέσεων του νησιού της Ζακύνθου» όσον αφορά την ΤΟΜΗ 3, όμως συμπληρωματικά και για συγκριτικούς λόγους, λήφθηκαν δείγματα και από τις υπόλοιπες 3 τομές. / This dissertation was prepared for the Department of Geology-University of Patras. At this point I would like to thank all those who conceived and helped in the writing and completion of this work.Firstly, I would like to thank the supervisor of my thesis Mr. Zelilidis Abraham, Professor of the University of Patras, for the help he gave me both in the theoretical research and for the excellent cooperation during the preparation of this dissertation. I would also like to thank the PhD students Tserolas Panagiotis and Thomai Anagnostoudi for the help they have given me during the procedure of the samples, and in the laboratory part and writing, but also the graduate students Belivani Dimitra and Botziolis Chrysanthos, as well as Petrakos George, who contributed to the completion of the thesis. Moreover, apart from my family for the support of these four years of my studies, I would also like to thank my friends Kolokythas Dimitrios, Triantafyllou Malamatenia and Gkatzos Ioannis, not only for their moral support, but also for their valuable help. Finally, it should be noted that the present work is the continuation of the thesis of Botziolis Chrysanthos, entitled "Sedimentary Environments, paleogeographic evolution and hydrocarbon potential of the Miocene deposits of the island of Zakynthos" for the section number 3, but for additional and comparative purposes, I also examined samples from the other three sections.
|
6 |
Κατανομή και συμπεριφορά ιχνοστοιχείων στα νερά του Νοτίου Αιγαίου ΠελάγουςΝακοπούλου, Χρυσάνθη 12 November 2009 (has links)
- / -
|
7 |
Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης, παλαιογεωγραφική εξέλιξη και δυνατότητα γένεσης υδρογοναθράκων των Μειοκαινικών αποθέσεων του νησιού της ΖακύνθουΜποτζιολής, Χρύσανθος 11 July 2013 (has links)
Λαμβάνοντας υπόψη ιζηματογενείς δομές και υφές, και την βιοστρωματογραφία κατα-λήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ιζηματογενής ακολουθία κατά μήκος της νότιας ακτής της Ζακύνθου από το χωριό Κερί μέχρι και τη χερσόνησο του Άγιου Σώστη έχει επη-ρεαστεί από ισχυρή τεκτονική δραστηριότητα, παράγοντας τουλάχιστον τέσσερις κύ-κλους με αυξανόμενο κοκκομετρικό μέγεθος προς τα πάνω. Η παρουσία της ακολου-θίας Bouma και των οριζόντων ολίσθησης συστήνουν ένα βαθύ θαλάσσιο περιβάλλον απόθεσης. Η κοκκομετρική ανάλυση έδειξε μια σταδιακή πλήρωση του κάθε κύκλου ιζηματογένεσης, αλλά και ολόκληρης της περιοχής. Επιπροσθέτως, η ανάλυση του TOC και του CaCO3 έδειξε ότι υπάρχει μια σχέση του ποσοστού τους με το περιβάλ-λον απόθεσης, καθώς και ότι υπάρχουν αρκετά καλές πιθανότητες για ανάπτυξη μη-τρικών πετρωμάτων με μέτρια έως καλή δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων. / Taking into account sedimentary structures and textures, and biostratigraphy we conclude that the sedimentary sequence along the southern coast of Zakynthos is-land from Keri village as far as Ag. Sostis peninsula was influenced by strong tec-tonic activity, producing at least four coarsening upward cycles. The presence of Bouma sequence and slump horizons within the studied sediments introduce gener-ally deep sea depositional conditions. Grain size analysis showed a gradual upward swallowing of depositional conditions both to each cycle and general to the whole area. In addition, TOC and CaCΟ3 analysis showed that there is a relation of their content with the depositional conditions and moreover there are quite enough condi-tions for the development of source rocks with fair to good hydrocarbon generation.
|
8 |
Ιζηματολογική, γεωχημική ανάλυση και παλαιογεωγραφική εξέλιξη - δυναμικό γένεσης υδρογονανθράκων των μειοκαινικών αποθέσεων στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού της ΚέρκυραςΜποτζιολής, Χρύσανθος January 2015 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία με τίτλο «Ιζηματολογική, γεωχημική μελέτη και παλαιογεωγραφική εξέλιξη - Δυναμικό γένεσης υδρογονανθράκων των Μειοκαινικών αποθέσεων στη Βορειοδυτική πλευρά του νησιού της Κέρκυρας», εκπονήθηκε στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος με τίτλο «Γεωλογικές Διεργασίες στη Λιθόσφαιρα και Γεωπεριβάλλον», του τμήματος Γεωλογίας της σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών.
Η περιοχή μελέτης ανήκει στη λεκάνη της Κέρκυρας και αποτελεί τμήμα ενός συγκλίνου, γνωστό ως Λεκάνη Καρουσάδων, το οποίο αναπτύσσεται στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, και δημιουργήθηκε εξαιτίας της δράσης της Ιόνιας επώθησης. Με βάση τον γεωλογικό χάρτη του Ι.Γ.Μ.Ε., φύλλο Βόρειος και Νότιος Κέρκυρα 1962, 1:50.000, τα μελετηθέντα ιζήματα αναφέρονται ως μολασσικές αποθέσεις ηλικίας Μέσου - Ανώτερου Μειοκαίνου.
Για την ιζηματολογική ανάλυση συλλέχθηκαν 88 δείγματα, εκ των οποίων τα 8 από το Βόρειο τμήμα της Κέρκυρας, και τα υπόλοιπα 80 από τον κόλπο του Αγίου Γεωργίου Πάγων. Για την γεωχημική έρευνα, πραγματοποιήθηκε μια σειρά από χημικές αναλύσεις σε όλο των αριθμό των δειγμάτων, προκειμένου να υπολογιστεί η περιεκτικότητα των ιζημάτων σε Corg και CaCO3. Ο υπολογισμός της περιεκτικότητας σε Corg έγινε με τη μέθοδο τιτλοδότησης, που πρόκειται για την τροποποιημένη μέθοδο Walkley - Βlack σύμφωνα με τον Gaudette et al., 1974 και ο υπολογισμός της περιεκτικότητας σε CaCO3 έγινε με τη μέθοδο διάσπασης του CaCO3 με την χρήση οξικού οξέως CΗ3CΟΟΗ (Varnavas, 1979).
Στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη των ιζηματολογικών και γεωχημικών χαρακτηριστικών των νεογενών σχηματισμών της βορειοδυτικής Κέρκυρας, με έμφαση στην περιοχή του κόλπου του Άγιου Γεώργιου Πάγων. Ειδικότερα, η λεπτομερής ανάλυση των ιζημάτων θα μας βοηθήσει στον προσδιορισμό των περιβαλλόντων ιζηματογένεσης τους και στον εντοπισμό πιθανών μητρικών πετρωμάτων υδρογονανθράκων, που σε συνδυασμό με την κατακόρυφη και πλευρική τους ανάπτυξη θα μας δώσει τη δυνατότητα δημιουργίας του εξελικτικού μοντέλου της περιοχής μελέτης.
Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την ιζηματολογική ανάλυση μας οδήγησαν στην κατασκευή δύο σεναρίων για την παλαιογεωγραφική εξέλιξη της περιοχής. Η διαφορά των δύο σεναρίων εστιάζεται στο χρόνο έναρξης της μετανάστευσης της τεκτονικής δραστηριότητας προς τα δυτικά και συνεπώς στο πότε η πίεση μετανάστευσε δυτικά και έξω από την περιοχή μελέτης.
Το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των αναλυθέντων ιζημάτων χαρακτηρίζεται από ικανοποιητικό έως υψηλό ποσοστό Corg μας έδωσε τη δυνατότητα να χαρακτηρίσουμε τα ιζήματα της περιοχής ότι έχουν καλή έως και πολύ καλή δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων.
Τέλος, έγινε μελέτη της ανθρακικής σειράς της Κέρκυρας, με βάση μόνο βιβλιογραφικά δεδομένα και με σκοπό την εκτίμηση της πιθανότητας γένεσης υδρογονανθράκων. Προσδιορίστηκε ότι κύριο μητρικό πέτρωμα μπορούν να αποτελέσουν οι σχιστόλιθοι Ιουρασικής ηλικίας, με τους υπερκείμενους ασβεστόλιθους να μπορούν να αποτελέσουν το ταμιευτήριο πέτρωμα. / The present thesis, «Sedimentological, Geochemical analysis and Palaiogeographic evolution – Prospectivity of the Miocene deposits of the Northwestern part of Corfu island», was conducted as part of a postgraduate program in Geology. The study area is extended in the basin of Karousades, located at the northwestern part of Corfu Island and constitutes part of a syncline, which was created by the activity of the Ionian thrust. The sedimentological units were classified based on the geological map of I.G.M.E., North and South Corfu sheet 1962, 1:50.000, as Molasse formation of Middle-Upper Miocene.
In order to determine the sedimentological parameters, a total of eighty-eight (88) samples were collected of which eight (8) samples were from the Northern part of Corfu Island and eighty (80) samples were from the gulf of Agios Giorgos Pagon. In addition, a series of geochemical analysis was accomplished in order to calculate the calcium carbonate (CaCO3) and organic carbon (Corg) content. The analysis of Organic Carbon (Corg) content was based on the method of titration according to a modified Walklet – Black method (Gaudette et al., 1974) and the analysis of calcium carbonate was based on decomposition of CaCO3 using CH3COOH (Varnavas, 1979).
The objective of this thesis is the study of sedimentological and geochemical characteristics of the Neogene formations in northwest Corfu, with emphasis in the gulf of Agios Georgios Pagon. Specifically, detailed analysis of sediments will help us to identify the depositional environments and identify potential source rocks, which in combination with the vertical and lateral development will enable us to reconstruct the evolutionary model of the study area.
The results obtained from our sedimentological analysis led to the construction of two scenarios for the paleogeographic evolution of the region. The difference between the two scenarios focuses on the start time of tectonic activity migration to the west and therefore, in when the pressure migrated west and outside the study area.
The fact that many of the analyzed sediments are characterized by high Corg rate suggests that the studied samples have a good to very good source rocks potential.
Finally, the study of carbonate formations of Corfu was based only on bibliographic data in order to assess the probability of finding potential source rocks. It was determined that the main source rock is constituted by shales of Jurassic age, with overlying limestone as the reservoir rock.
|
9 |
Η ιζηματολογική εξέλιξη της λεκάνης της Ιονίου ζώνης από το Τριαδικό έως το Ηώκαινο και η πιθανή σύνδεση τους με πεδία υδρογονανθράκων σε περιοχές του κεντρικού τμήματος της λεκάνης / The sedimentological evolution of the Ionian basin during Triassic to Eocene and the possible existence of hydrocarbon plays in the central part of the basin.Γκέτσος, Κοσμάς 22 June 2007 (has links)
Η περιοχή μελέτης καλύπτει ένα μέρος των ανθρακικών αποθέσεων της Κεντρικής και Εξωτερικής Ιόνιας ζώνης οι οποίες αποτέθηκαν από το Τριαδικό έως το Ηώκαινο. Γεωγραφικά οριοθετείται, κατά τον άξονα Ανατολή – Δύση, από τον εθνικό δρόμο Άρτας – Ιωαννίνων και το Ιόνιο Πέλαγος, και κατά Βορά – Νότο από νοητούς, παράλληλους προς τον Ισημερινό άξονες που διέρχονται από την Άρτα και την Ηγουμενίτσα. Η περιοχή βρίσκεται ανάμεσα στις συντεταγμένες 20ο 12΄ και 21ο 00΄ Ανατολικά, και 39ο 00΄ με 39ο 30΄ Βόρεια και καλύπτεται από τα ακόλουθα γεωλογικά φύλλα του Ι.Γ.Μ.Ε, κλίμακας 1:50.000: Άρτα, Καναλάκι, Πάργα, Θεσπρωτικό και Παραμυθιά. Από την μικροφασική ανάλυση και την ανάλυση φασικών ζωνών που προηγήθηκε σε συνδυασμό με την βιοχρονολόγηση εξάγεται το συμπέρασμα ότι κατά το Α.Τριαδικό αποτέθηκαν μικριτικοί και κατά θέσεις λιθοκλαστικοί ασβεστόλιθοι σε περιβάλλον υφαλοκρηπίδας περιορισμένης κυκλοφορίας. Από το Α.Τριαδικό και μέχρι το τέλος του Λιασίου αποτίθενται σε όμοιες περιβαλλοντικές συνθήκες grapestones, rudstones, floatstones και grainstones. Από το Λιάσιο και μέχρι το Σαντώνιο αποτίθενται mudstone – wackestone και σπανιότερα packstone σε περιβάλλον πρόσθιας κατωφέρειας έως και υφαλοκρηπίδας ανοιχτής θάλασσας. Από το Καμπάνιο έως το Πριαμπόνιο, όπου τοποθετείται και το τέλος της ανθρακικής ιζηματογένεσης στην Ιόνιο ζώνη, αποτίθενται εναλλαγές από mudstone – wackestone και floatstone – packstone σε περιβάλλον πρόσθιας κατωφέρειας και βαθύτερο όριο υφαλοκρηπίδας. Στρωματογραφικά οι αποθέσεις της περιοχής μελέτης αποτελούνται από τέσσερις συνολικά ακολουθίες 3ης τάξης, δύο χαμηλής στάθμης (LST), μία υψηλής στάθμης (HST) και μια επικλυσιγενής (TST). Ο συνολικός όγκος των μελετηθέντων ιζημάτων ανέρχεται σε 3064,796 χλμ3, καταλαμβάνοντας χρονικό διάστημα από το Ανώτερο Τριαδικό έως το Παλαιογενές, από τα όποια 1398,050 χλμ3 αποτελούνται από τους ασβεστόλιθους του Ιουρασσικού οι οποίοι λόγω της απουσίας το Ammonitico Rosso δεν διαχωρίζονται. Επιπλέον 796,777 χλμ3 αποτελούνται από τους ασβεστόλιθους της Βίγλας οι οποίοι μαζί με τις πελαγικές αποθέσεις του Μέσου – Άνω – Ιουρασσικού απαρτίζουν την πελαγική ακολουθία 2ης τάξης. Τέλος 449,921 χλμ3 και 420,048 χλμ3 ανήκουν στους ασβεστόλιθους το Α.Κρητιδικού και του Παλαιογενούς οι οποίοι απαρτίζουν την δεύτερη ακολουθία 3ης τάξης. Οι αποθέσεις του Τριαδικού λόγω του άγνωστου υποβάθρου τους και τις ευδιάλυτης φύσης τους δεν συμπεριλήφθηκαν στους υπολογισμούς όγκου. Από την μελέτη με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης προέκυψε ότι διεργασίες όπως μικριτίωση, ανακρυστάλωση, προσαύξηση και νεομορφισμός του υλικού τσιμεντοποίησης είναι καθολικές για όλα τα δείγματα. Σε κάποια δείγματα παρατηρήθηκαν πυριτικά συσσωματώματα τα οποία συνδέονται με την δράση θειοβακτηριδίων. Επίσης στο σύνολο των δειγμάτων παρατηρήθηκε ασήμαντο από άποψη υδραυλικών χαρακτηριστικών μεσοκρυσταλλικό και μεσοκοκκώδες πορώδες. Το πιο σημαντικό πορώδες παρατηρήθηκε σε δείγματα wackestone του Παλαιογενούς το οποίο συνίσταται από πορώδες διαλυσιγενών καναλιών, βιοδιάτρησης και ενδοκοκκώδες παρουσιάζοντας αυξημένο ενδιαφέρον από άποψη υδροχωριτικότητας και διαπερατότητας. Από την μελέτη των αργιλικών ορυκτών προκύπτει ότι τα ιζήματα το Μέσου Ιουρασσικού βρέθηκαν σε στάδιο Μέσης διαγένεσης και σε θερμοκρασίες που δεν υπερέβησαν τους 100 0C. Τα μεταγενέστερα ιζήματα βρεθήκαν όπως αναμένονταν σε ζώνες ασθενέστερης διαγένεσης με αποκορύφωμα τα ιζήματα του Παλαιογενούς που βρέθηκαν μόνο στο στάδιο της πρώιμης διαγένεσης ή ρηχής ταφής. Οι συνθήκες διαγένεσης κρίνονται ανεπαρκής για την ωρίμανση και γένεση υδρογονανθράκων. Από τη ανάλυση σταθερών ισοτόπων και οργανικού άνθρακα εξάγεται το συμπέρασμα ότι κανένα από τα δείγματα που μελετήθηκαν δεν συνδέεται με κανένα τρόπο με μητρικό πέτρωμα υδρογονανθράκων. Επίσης από ανάλυση μάζας πετρώματος δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα ως προς την θερμοκρασία που επικρατούσε στο περιβάλλον απόθεσης, λόγω των διαγενετικών αλλαγών. Όλα τα δείγματα που εξετάστηκαν έχουν δ τιμές μέσα στο εύρος των κανονικών πελαγικών αποθέσεων. Η υπό αμφισβήτηση παραδοχή ότι από τα παλαιότερα σε νεότερα πετρώματα το περιεχόμενο σταθερών ισοτόπων γίνεται ελαφρύτερο, δεν επιβεβαιώθηκε και επιπρόσθετα από τα αποτελέσματα τεκμηριώνεται η μη ορθότητα της παραδοχής. Το ποσοστό οργανικού άνθρακα καθορίζεται από τις οξειδωτικές ή αναγωγικές συνθήκες που επικρατούσαν και από τη δράση θειοβακτηριδίων και παραμένει εξαιρετικά χαμηλο στο σύνολο των δειγμάτων (<0,05 %). Η Ιόνιος ζώνη αναπτύχθηκε πάνω από ένα παθητικό περιθώριο με υπόβαθρο παλαιοζωικά μεταμορφωμένα πετρώματα τα οποία δεν έχουν επιφανειακές εμφανίσεις. Αρχικά και μετά από ηπειρωτική διάρρηξη αποτέθηκαν εβαποριτικά και ανθρακικά ιζήματα σε περιβάλλον περιορισμένης υφαλοκρηπίδας με εκτεταμένες και διάσπαρτες υπεράλμυρες λίμνες (sabkhas). Μετά από μία σύντομη περίοδο επιφανειακής έκθεσης η στάθμη της θάλασσας αυξήθηκε και αποτέθηκαν κανονικής αλμυρότητας ασβεστόλιθοι υφαλοκρηπίδας σε όλη τη διάρκεια του Λιασίου (Κ.Ιουρασσικό, κυρίως οι λεγόμενοι ασβεστόλιθοι ‘‘Παντοκράτορα’’). Στη συνέχεια και μέχρι το Σαντώνιο (Α.Κρητιδικό) αποτίθενται πελαγικοί ασβεστόλιθοι σε περιβάλλον υφαλοκρηπίδας ανοιχτής κυκλοφορίας με γεωμετρία ράμπας ίσης κλίσης (homoclinal ramp). Το περιβάλλον παραμένει ίδιο, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις, όπως μεταβολή της κλίσης σε συνάρτηση με τη απόσταση από την ακτή και μικρή μείωση της στάθμης της θάλασσας, μέχρι το τέλος του Ηωκαίνου (Παλαιογενές) οπότε γίνεται μετάβαση σε κλαστική ιζηματογένεση. Από όλα τα δείγματα που μελετήθηκαν αυτά που δείχνουν να έχουν εκτεθεί σε θερμοκρασίες πάνω από 90-100 0C είναι ηλικίας Ιουρασσικού ή παλαιότερα. Στη περιοχή μελέτης όλα τα δείγματα που μελετήθηκαν έχουν περιεκτικότητα σε οργανικό υλικό μέχρι 0,05 % το οποίο είναι πολύ χαμηλότερο από το ελάχιστο απαιτούμενο 0,7 % για να είναι πιθανή ή γένεση υδρογονανθράκων. Επιπλέον οι τιμές δ του σταθερού ισοτόπου 13C απέχουν πολύ από τις τιμές -18 ‰ έως -27 ‰ οι οποίες χαρακτηρίζουν τα μητρικά πετρώματα υδρογονανθράκων. Για τους παραπάνω λόγους πιθανά μητρικά πετρώματα φαίνεται να είναι οι Τοάρσιας ηλικίας, λεγόμενοι “Κατώτεροι σχιστόλιθοι με Poseidonia”, και οι πλούσιες σε οργανικό υλικό παρενστρώσεις που βρίσκονται μέσα στα Τριαδικής ηλικίας ιζήματα. Σημαντικό είναι ότι καμία από τις παραπάνω αποθέσεις δεν έχουν επιφανειακή εμφάνιση στην περιοχή μελέτης. Ταμιευτήρια πετρώματα μπορεί να είναι είτε οι ημιπελαγικές αποθέσεις του Α.Κρητιδικού και του Παλαιογενούς είτε οι μεταηωκαινικές κλαστικές αποθέσεις. Ολοκληρώνοντας το ρόλο καλυμμάτων μπορούν να παίξουν τόσο οι πελαγικές αποθέσεις από το Μ.Ιουρασσικό έως το Κ.Κρητιδικό όσο και οι μεταηωκαινικές κλαστικές αποθέσεις. / PhD Thesis title is “The sedimentological evolution of the Ionian basin during Triassic to Eocene and the possible existence of hydrocarbon plays in the central part of the basin”. The main target of the study is to reveal, in every detail, the sedimentation pattern during the above mentioned time interval. The study area is located in western Greece (Fig. 1). The sediments of the Ionian basin were studied in fifty outcrops and a number of 300 samples were collected (Fig 2). Thin sections were prepared for all the samples and they were studied under polar microscopy. The samples were classified using Dunham’s (1965) classification chart. Afterwards, SMF and FZ, after Flugel (1972) and Wilson (1975), were determined. In addition, stable isotope analysis; clay mineral analysis, organic carbon analysis and micropaleontological study were contacted. The Triassic rocks crop out sparsely and only in signs due to their stratigraphic position, the oldest rocks, and their soluble nature. The outcrops are consisted of chaotic masses with no preferred orientation and no primary structures, like bedding (Getsos et al., 2004). Often they have suffered extensive dissolution and collapsing giving rise to the formation “Solution Collapse Breccias” (Pomoni-Papaioannou, 1980; Pomoni-Papaioannou, 1985; Karakitsios & Pomoni-Papaioannou 1998). Extensive outcrops characterize lower Jurassic sediments with great thickness, completely absence of bedding or other similar primary structure and abundant fragments and fragmentation effects. Karstification, calichification and pedogenesis are common. The sediments were studied in the following six different outcrops: T45, T5, T6, T30, T33, and T38. Samples were studied under polar microscope and their sedimentological and diagenetical pattern were revealed. The studied Early to Late Cretaceous Vigla’s formation appear as extensive outcrops of thin to medium bedded limestones with an average thickness of 200-400 m. Samples were collected from fifteen outcrops around the study area and they were studied under polar microscope. The results of the sedimentological analysis were further combined with the results of low resolution stable isotope analysis, organic carbon and clay mineral analysis. The Paleogene limestones appear as extensive outcrops consisted of intercalations of thin bedded pelagic limestones and medium to thick bedded coarse bioclastic – lithoclastic limestones. Their thickness varies between 180 and 440 m. Triassic. The studied sediments are contributed to four 3rd order sequences, two low stand systems tracts (LST), one of high stand systems tract (HST) and one transressive systems tract (TST). The total volume of studied sediments amounts in 3000 km3, occupying the Late Triassic – Paleogene time interval. The first LST has a duration of 45 million years and average thickness more than 3000 metres. It is consisted of the Triassic rocks and the Early Jurassic shallow shelf limestones, the so called “Pantokrator Limestones”. The HST is constituted of the Late Jurassic to Late Cretaceous (Santonian) pelagic limestones with an average thickness of 600 metres. The duration of the sequence is almost 80 million years. Between the above mentioned sequences the TST were deposited. The deposition took part during the Middle Jurassic and duration was almost 20 million years with a maximum thickness of no more than 200 metres. Finally the last LST sequence is constituted by the Late Cretaceous (Campanian) to Paleogene (Eocene) limestones with an average thickness of 400 m. and 45 million years duration. The study of samples under SEM has revealed a common diagenetic pattern. It is consisted of early diagenetic micritization and early diagenetic neomorphism and recrystallization. In a small number of samples pyrite was studied. Usually pyrite is the product of sulphate reduction bacteria. The microporosity is mainly intecrystall and it has no importance for reservation and fluid circulation. The most important porosity was observed in samples consisted of wackestones and packstones Paleogene in age and it was consisted of solution channels, borings and intraparticle. Clay mineral analysis have revealed the Middle Jurassic sediments suffered the Middle diagenesis stage and their temperatures did not exceed 100 0C. The newer sediments reached up to the Middle stage as well with only exception the Paleogene sediments which suffered only Early diagenesis or “Shallow burial stage”. The diagenetical conditions are insufficient for the maturation and genesis of hydrocarbons. Oxygen and carbon stable isotopes analysis and organic carbon analysis has revealed that the studied sediments do not constitute oil source rocks or reservoirs. The obtained δ values of the studied sediments are within the -+ 4 ‰ which is the characteristic of the normal pelagic limestones. The organic carbon analysis was contacted with the wet oxidation method. The organic carbon content of the whole sediments is very low and do not exceeds the 0.05% value. The Ionian basin was developed on a Mesozoic passive margin. The basement is studied only in signs in nearby areas (Albania) and it is consisted of metamorphosed Palaeozoic rocks. The first sediments deposited were carbonates and sulfates. The depositional environment was restricted circulation shelf and tidal flats and evaporates on sabkhas – Salinas. During the transgressive phase the environment was deep shelf margin and it was part of a homoclinal ramp system (middle ramp). The homoclinal ramp was covered until the initialization of the deposition of the last LST phase when the environment was transformed into a distally steepened ramp or rimmed shelf. Afterwards the carbonate sedimentation came to an end and the clastic sedimentation was established in a foreland basin. The studied sediments with depositional age after the Middle Jurassic have been exposed in temperature much less than 100 0C and as a consequence they are immature. The older sediments have suffered diagenetical temperature almost 100 0C or more and as consequence they are mature. The organic carbon content, as have already been mentioned, is maximum 0.05 %. This value is much lower than minimum hydrocarbon source rock organic carbon content (0.7%). Furthermore the δ values of the carbon stable isotope are much heavier than the values -18 to -27 ‰ which are the typical values of the source rocks. Taking into account the above facts the possible source rocks of the studied area could be the Toarcian age “Lower Posidonia Shales” and the rich in organic matter clayey intercalation of Triassic age. These possible source rocks do not crop out anywhere in the study are. Potential reservoirs can be the hemipelagic LST sequence of Late Cretaceous – Paleogene age or the clastic post Eocene sediments. Potential seal rocks are the pelagic HST sequence of Middle Jurassic – Late Cretaceous limestone and the fine-grained post Eocene clastic sediments.
|
Page generated in 0.0993 seconds