• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 2
  • 1
  • Tagged with
  • 3
  • 3
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Does culture influence asset manager's views and behavior

Χρυσανθοπούλου, Δέσποινα 05 February 2015 (has links)
Η έρευνα αυτή παρουσιάζει συγκριτικά στοιχεία ερευνών σχετικά με τις απόψεις και τη συμπεριφορά των διευθυντικών στελεχών στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γερμανία , την Ιαπωνία και Ταϊλάνδη. Στηριζόμενη στις τέσσερις πολιτιστικές διαστάσεις του Hofstede , διαπιστώνουμε ότι οι πολιτισμικές διαφορές είναι χρήσιμες για την κατανόηση των διαφορών μεταξύ των χωρών, οι οποίες δεν μπορούν να εξηγηθούν από καθαρά οικονομική και μόνο πλευρά. Οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζονται τεράστιες ποσότητες συνήθως δισεκατομμύρια δολάρια για τις τράπεζες , τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα αμοιβαία κεφάλαια, επενδύουν τα περιουσιακά στοιχεία που τους έχουν ανατεθεί σε παγκόσμιο επίπεδο ως κάτι το αυτονόητο . Επιπλέον , οι αποφάσεις τους λαμβάνονται με βάση τη θεωρίες για την κεφαλαιαγορά και για τη βέλτιστη κατανομή του χαρτοφυλακίου που είναι παγκοσμίως ομοιόμορφη. Έτσι, αναμένουμε ότι η συμπεριφορά των διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων θα επηρεάζεται από ερεθίσματα που προκύπτουν από την ηλικία , την εμπειρία ,την εκπαίδευση κλπ και από τα θεσμικά στοιχεία και όχι από πολιτισμικές διαστάσεις. Στην έρευνα αυτή , αναλύονται οι απόψεις και οι συμπεριφορές των διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων στην αγορά, εξετάζονται τα χαρακτηριστικά των ερωτηθέντων, όπως είναι το φύλο, η πείρα , η θέση ή το μέγεθος της επιχείρησης τους καθώς και τα χαρακτηριστικά του κεφαλαίου. Στο επίκεντρο της έρευνας είναι το ερώτημα , κατά πόσον οι πολιτισμικές διαφορές , όπως προβλέπει η πολιτισμική θεωρία, έχουν κάποια συστηματική επίδραση στη διεθνή βιομηχανία της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Διαπίστωσαν μάλιστα ότι πράγματι η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων είναι μια παγκόσμια επιχείρηση που έχει κάποιες κοινές παγκόσμιες διαστάσεις. Ωστόσο, βρήκαν και ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ των χωρών που δύσκολα μπορούν να εξηγηθούν από τη θεωρία της κεφαλαιαγοράς , αλλά αντ’ αυτού συνάδουν με την πολιτιστική επιρροή στις απόψεις και στις συμπεριφορές. Η δομή της διπλωματικής εργασίας ξεκινάει με το πρώτο κεφάλαιο στο οποίο θα ασχοληθούμε με τις κοινές παραδοχές στο διεθνές asset management όπως αναφέρονται από τους Beckmann, Menkhoff και Suto (2007). Στη συνέχεια, θα εστιάσουμε στις τέσσερις πολιτισμικές διαστάσεις του Hofstede, θα παραθέσουμε τα αποτελέσματα της έρευνας για κάθε μία από αυτές, στο δεύτερο κεφάλαιο θα δούμε μέσω μιας έρευνας του Hofstede ότι η κουλτούρα των ατόμων είναι αυτή που επηρεάζει περισσότερο τη συμπεριφορά και τη στάση τους, πάρα η ηλικία, το φύλο, η θέση τους μέσα στην επιχείρηση και γενικά την κατανόηση των εθνικών πολιτισμικών αξιών και η επίδρασή τους στη συμπεριφορά και στις αποφάσεις των managers. Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο θα αναλύσουμε πως αντιμετωπίζεται ο πολιτισμός και η κουλτούρα στην περίπτωση που δυο εταιρείες ενσωματωθούν και στο τέλος, θα αναφερθούν τα συμπεράσματα της μελέτης αυτής. Ορισμένα συμπεράσματα που πρόεκυψαν από την έρευνα αυτή είναι τα εξής : ότι ο υψηλότερος ατομικισμός εξηγεί τη λιγότερο αγελαία συμπεριφορά, η μεγαλύτερη απόσταση εξουσίας οδηγεί σε σχετικά μεγαλύτερους σε ηλικία διαχειριστές που είναι σε υψηλότερη ιεραρχία, η αρρενωπότητα οδηγεί τους άντρες σε υψηλές θέσεις και συνεπάγεται ισχυρή επιρροή του φύλου στον υπό διαχείριση όγκο περιουσιακών στοιχείων υπό προσωπική ευθύνη και η υψηλότερη αποφυγή της αβεβαιότητας σχετίζεται με υψηλότερα περιθώρια ασφάλειας έναντι του επιτρεπόμενου tracking error και με μεγαλύτερη ερευνητική προσπάθεια. Αυτές οι συνέπειες, επηρεάζουν εμφανώς την επενδυτική συμπεριφορά. Επίσης , η πολιτισμική διαφορετική σημασία της αγελαίας συμπεριφοράς, της ηλικίας, της εμπειρίας, του φύλου, του στυλ της ενεργούς διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και της προσπάθειας για έρευνα για πληροφορίες επηρεάζει και γενικότερα την οργανωτική συμπεριφορά των μάνατζερ. Οι μάνατζερ μπορούν να διαπιστώνουν τις αξίες που υπερισχύουν στις διάφορες χώρες και παράλληλα να ομαδοποιήσουν χώρες που έχουν τις ίδιες αλλά και πολλές φορές διαφορετικές αξίες. Η καλύτερη κατανόηση των αξιών, των πεποιθήσεων, των προτύπων, της κουλτούρας δηλαδή, όπου ανήκουν οι υπάλληλοι, θα τους βοηθήσει να γίνουν αποτελεσματικότεροι στο έργο τους. Ο Πολιτισμός αποτελείται από κοινές μακροχρόνιες αξίες , πεποιθήσεις και παραδοχές που επηρεάζουν τη συμπεριφορά κάποιου , τη στάση , και το νόημα σε μια εταιρεία ή και σε μια κοινωνία. Η κουλτούρα επηρεάζει το πώς οι άνθρωποι συμπεριφέρονται και πώς κατανοούν τις δικές τους ενέργειες. Νέες πολιτιστικές αξίες που επιβάλλονται στους ανθρώπους σπάνια μπορούν να αντικαταστήσουν υποκείμενες αξίες και τις πεποιθήσεις κάποιων σε μια μακροπρόθεσμη βάση. / This research presents comparative survey data on attitudes and behavior of managers in the United States, Germany, Japan and Thailand. Based on the four cultural dimensions of Hofstede, we find that cultural differences are useful for understanding the differences between countries, which can’t be explained by purely economic and side only. The asset managers that manage huge amounts usually billions of dollars for banks, insurance companies and mutual funds, investing the assets entrusted to them worldwide as a matter of course. Furthermore, decisions are taken based on theories of capital and optimal portfolio allocation that is globally uniform. Thus, we expect that the behavior of asset managers will be influenced by stimuli arising from age, experience, education, etc., and by institutional factors rather than cultural dimensions. In this study, analyzed the opinions and attitudes of asset managers in the market, looking at the characteristics of respondents, such as gender, experience, position or size of their business and the characteristics of the capital. The focus of research is the question of whether cultural differences, such as providing cultural theory, have a systemic impact on the international industry of asset management. They found that indeed even asset management is a global company that has some common global dimensions. However, they found specific differences between countries can hardly be explained by the theory of capital, but instead are consistent with their cultural influence on the opinions and attitudes. The structure of the thesis begins with the first chapter in which we will deal with the common assumptions in international asset management as reported by Beckmann, Menkhoff and Suto (2007). Then we will focus on four cultural dimensions of Hofstede, we will describe the survey results for each of these, the second chapter will look through a survey of Hofstede that culture of people is that most affects the behavior and attitudes , too, the age, location within the enterprise and general understanding of national cultural values and their influence on the behavior and decisions of managers. In the third and final chapter will analyze how should civilization and culture where two companies incorporated in the end, will be reported to the conclusions of the study.That higher individualism explains the less gregarious behavior, greater power distance leads to relatively older managers who are at a higher hierarchy, masculinity leads men in high places and implies a strong influence in the volume under management assets under personal responsibility and higher uncertainty avoidance is associated with higher safety margins against the permissible tracking error and greater research effort. These effects clearly affect investment behavior. Also, the different cultural importance of herd behavior, age, experience, gender, style of active asset management and effort for research and general information affects organizational behavior manager. Managers can find the values that prevail in different countries, and to group countries are the same and sometimes different values. A better understanding of the values, beliefs, standards, namely culture, where employees belong, will help them become more effective in their work. Culture consists of shared long-term values, beliefs and assumptions that affect one's behavior, attitude, and meaning in a company or a society. Culture influences how people behave and how they understand their own actions. New cultural values imposed on people seldom can replace the underlying values and beliefs of some on a long term basis.
2

Εκπαιδευτική πολιτική για την ποιότητα της εκπαίδευσης : ο σχολικός σύμβουλος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης / Educational policy for the quality in educatio : the school consultant of primary education

Μπαρτζάκλη, Μαριάννα 07 April 2011 (has links)
Η παρούσα διατριβή ασχολείται με την έννοια της Ποιότητας της Εκπαίδευσης και συγκεκριμένα εστιάζεται στο ρόλο και τη δράση του Σχολικού Συμβούλου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στο θέμα αυτό ως υπεύθυνου για την επιστημονική και παιδαγωγική καθοδήγηση και αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Οι πολιτικές για την ποιότητα φαίνεται ότι δεν προέρχονται από την ελληνική παράδοση ή και τις ελληνικές εκπαιδευτικές προτεραιότητες. Είναι περισσότερο επίδραση της συμμετοχής της χώρας σε υπερ-εθνικούς και διεθνείς θεσμούς και μορφώματα. Κατά συνέπεια, η μελέτη αυτή εκκινεί από τη διττή διαπίστωση πως η διερεύνηση της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής για την εκπαίδευση δεν μπορεί παρά να εστιάζει ταυτόχρονα, τόσο στο διεθνές περιβάλλον (ΕΕ και μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί) όσο και στις ιδιαιτερότητες του εθνικού μέσα από τις δράσεις φορέων που μπορούν να διαμορφώσουν, να επηρεάσουν ή να καθορίσουν την τελική επιτυχία μιας οποιασδήποτε δέσμης πολιτικών αποφάσεων κατά την εφαρμογή τους. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται απόπειρα να αναλυθεί η έννοια της Ποιότητας της Εκπαίδευσης, να διερευνηθεί το πώς προσεγγίζεται από τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς και πώς σχεδιάζεται και εν τέλει υλοποιείται ως εκπαιδευτική πολιτική. Στη συνέχεια, ενδιαφέρει το πώς αυτή η πολιτική μεταφέρεται, εφαρμόζεται και προσαρμόζεται τελικά στην ελληνική πραγματικότητα. Μέσα από την ανάλυση περιεχομένου κειμένων διεθνών οργανισμών, ευρωπαϊκών νομοθετικών κειμένων, ελληνικών νομοθετημάτων και του Διδασκαλικού Βήματος (1993-2008) καθώς και την ανάλυση ημί-δομημένων συνεντεύξεων σε 28 Σχολικούς Συμβούλους Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης επιχειρείται η ανάλυση και ερμηνεία τόσο των πολιτικών για την εκπαίδευση, διεθνώς και στην Ελλάδα, όσο και το ρόλο του Σχολικού Συμβούλου σε αυτές. Στα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύονται και ερμηνεύονται οι λόγοι απόστασης θέσπισης και εφαρμογής των νομοθετημάτων που παρατηρείται στην ελληνική εκπαιδευτική πολιτική. Ακόμα συγκαταλέγονται τα εμπόδια που συναντά ο Σχολικός Σύμβουλος κατά τη δράση του, οι περιορισμοί της δράσης του καθώς επίσης και τα περιθώρια που έχει να αναπτύξει πρακτική που στοχεύει στην ποιότητα της εκπαίδευσης. Προς επικύρωση αλλά και ανάδειξη της καλής πρακτικής χρησιμοποιούνται ευρήματα έρευνας πεδίου σε εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. / The present thesis deals with the subject of quality in education. More specifically it deals with the role and action of the Scholikou Symvoulou of Primary Education. This person in the Greek educational system is responsible for the scientific and pedagogical guidance, consultation and the evaluation of teachers. It seems that the Greek educational policies that concerns quality in education do not have roots in the Greek educational tradition. They come as a result and consequence to the Greek’s participation in International Organizations and Unions. The dissertation focus starts from the dual point that the study of Greek educational policy should consider on the one hand the international makers of educational policy (European Union and International Organizations) and on the other the national specific under which the action of players who can modify, affect or determine the final success of political decision in their implementation. In this context we attempt to understand the meaning of quality in education, to study how this notion is used by the international organizations and how it is formulated and implemented in the Greek educational system. Through the content analysis of documents of International Organizations, of the European Union, of the Greek regulative framework and of the journal “Didaskaliko Vima” (1993-2008) and also the findings of the 28 semi-structured interviews of Scholikous Symvoulous we attempt on the one hand to analyze and explain the implementation of the Greek regulative framework and on the other to clarify and analyze the role and actions of Scholikou Symvoulou. The findings of the research bring to light the gap between formulation and implementation of the Greek educational policy that concerns quality in education. Furthermore the findings bring to light the obstacles, the restrictions of his/ her action but also the ways that he/ she has to develop action that promotes quality in education. In order to make clear this action that promotes quality, findings are used from semi-structured interviews to teachers.
3

Les parents et l'école en Grèce. Etude contrastive des rapports dans un contexte d'hétérogénéité culturelle / Οι γονείς και το σχολείο στη Ελλάδα. Αντιθετική μελέτη των σχέσεων μέσα σε συνθήκες πολιτισμικής ετερογένειας

Παπακωνσταντίνου, Αντιγόνη Άλμπα 21 March 2011 (has links)
Suite à une immigration massive pendant les deux dernières décennies, la société grecque connaît de grands changements démographiques et se trouve face à des enjeux politiques, économiques, sociaux et donc aussi éducatifs. Face à une telle conjoncture le système scolaire oscille entre une organisation centralisée et traditionnelle, et l’adoption de mesures ponctuelles et progressistes qui visent d’une part à l’intégration des enfants d’immigrés et d’autre part à une meilleure collaboration entre les familles, les enseignants et l’institution scolaire. Se situant dans ce cadre marqué par des mutations sociales et éducatives, la présente étude a comme objectif de décrire, de comprendre et d’expliquer le rapport à l’école primaire des parents grecs et des parents immigrés, qui constituent par ailleurs la première génération migratoire en Grèce. Le rapport parental à l’école est examiné plus en termes de processus et de relations qu’en termes de situations. Par ailleurs, nous avons considéré qu’il ne peut être saisi, détecté et compris que par l’étude du rapport des parents aux savoirs scolaires, à l’institution scolaire elle-même ainsi qu'aux enseignants. Notre intérêt a porté sur les perceptions parentales concernant les savoirs dispensés par l’école primaire, sur les logiques familiales relatives à l’accompagnement scolaire de l’enfant et sur les contacts et les interactions des parents avec les enseignants. La recherche a été axée sur trois hypothèses de travail. La première hypothèse, portant sur le rapport parental aux savoirs scolaires, suggère que les parents immigrés favoriseraient plutôt les connaissances pratiques et intellectuelles, tandis que les parents grecs demanderaient de l’école primaire une éducation dite générale. La deuxième hypothèse repose sur l'idée que les parents grecs s’impliqueraient davantage dans la scolarité de leurs enfants et entreraient en contact avec l’institution scolaire plus souvent que les parents immigrés ; ces derniers ne se rendent dans l’institution scolaire que sur invitations ou convocations du personnel éducatif. Enfin, la troisième hypothèse concerne le rapport des parents avec les enseignants. Nous supposons que les parents grecs entretiendraient des relations plus amicales avec les enseignants que les parents immigrés, dont le rapport aux enseignants serait empreint de réticence et de soumission. Du fait que chaque groupe, que ce soit celui des parents grecs ou des parents immigrés, est profondément hétérogène et qu’il faut aussi tenir compte de la subjectivité des acteurs, l’accent est mis sur les différences et les contrastes entre les comportements, les réactions, les opinions, les perceptions et les choix de chaque acteur. Ce travail s’attache à analyser les expériences des parents, leurs logiques, leurs objectifs et leurs stratégies comportementales. En effet, nous partons du principe que l’acteur social, c’est-à-dire dans notre cas les parents, est porté par des désirs, des ambitions et des objectifs, qu'il est ouvert au monde social dans lequel il est actif et où il occupe une place singulière. Le rapport des parents à l’école est donc étudié en mettant en évidence la subjectivité de chaque acteur social inscrite dans des situations scolaires et sociales authentiques. Nous avons mené une recherche qualitative dans un quartier de la ville d’Athènes marqué par une forte hétérogénéité culturelle. La méthode choisie a été l’enquête et la technique celle de l’entretien semi-directif. Plus spécifiquement, conformément à certains critères d’échantillonnage, nous avons interviewé 41 parents (20 parents grecs et 21 parents immigrés) appartenant à différents milieux socio-économiques. L’analyse des entretiens s’est appuyée sur la technique de l’analyse de contenu de type thématique, qui permet une meilleure exploration des valeurs, des attitudes, des comportements, des relations et des opinions. Ainsi, tout en respectant les limites de généralisation que la recherche qualitative impose, nous avons dégagé certaines tendances générales, qui caractérisent et décrivent le rapport des parents grecs et immigrés à l’école primaire. Plus spécifiquement, la majorité des parents grecs interviewés attribuent une grande importance à la fonction socialisatrice de l’école primaire. Ils sous-estiment les savoirs pratiques et considèrent que l’école primaire a surtout comme vocation l’éducation générale des enfants. Leur rapport à l’institution scolaire prend plusieurs formes et dépend des plusieurs facteurs. En général, tant le fonctionnement de l’institution scolaire que l’hétérogénéité culturelle des classes sont vivement critiqués par les parents grecs, qui pourtant se rendent souvent dans l’espace scolaire et expriment toujours leurs mécontentements et leurs reproches. Les relations des parents grecs avec les enseignants sont décrites comme fréquentes, proches et souvent amicales. Ainsi, le rapport parent/enseignant se marque de solidarité, de soutien et de compréhension mutuelle. En revanche, les parents immigrés valorisent les apprentissages pratiques, qui pourraient faciliter l’insertion et même garantir la réussite professionnelle de leurs enfants. Leur rapport à l’institution scolaire est marqué d’ambiguïté ; la plupart des parents immigrés ne se rendent à l’espace scolaire que très rarement et toujours dans les dates prévues par l’école. Pourtant, ils disent qu'ils sont satisfaits du fonctionnement de l’école et ils affirment se sentir les bienvenus en son sein. Les relations des parents immigrés avec les enseignants sont décrites comme distantes, officielles et parfois inexistantes. Ainsi, la plupart des discours parentaux esquissent un rapport qui est marqué par de réticence, du repli et de la soumission aux demandes des enseignants. Le rapport à l’école des parents grecs et immigrés s’avère donc complexe, car influencé par de nombreux facteurs, et souvent contrasté et plein d’antithèses. L’expérience migratoire apparaît comme un facteur qui influence, détermine, voire règle les logiques familiales dans leurs rapports à l’institution scolaire, les objectifs parentaux face à l’éducation procurée par l’école et les comportements des parents à l’occasion des contacts et des interactions avec les enseignants. En guise de conclusion, il convient de noter que le fait d’être ou de se sentir étranger émerge à travers cette étude comme un facteur important et décisif concernant le rapport des parents à l’école et comme un fait social total dans la trajectoire de vie et dans l’expérience des acteurs. / Η ελληνική κοινωνία γνωρίζει σήμερα μεγάλες δημογραφικές αλλαγές ως συνέπεια της μαζικής μετανάστευσης των δύο τελευταίων δεκαετιών και βρίσκεται αντιμέτωπη με κοινωνικά, πολιτικά και εκπαιδευτικά διακυβεύματα. Συγχρόνως, το εκπαιδευτικό σύστημα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια συντηρητική και συγκεντρωτική οργάνωση από τη μια και στην υιοθέτηση από την άλλη προοδευτικών μέτρων που αποσκοπούν στην ένταξη των παιδιών των μεταναστών και στην καλύτερη συνεργασία των οικογενειών με τους εκπαιδευτικούς και το σχολικό θεσμό. Στόχος αυτής της μελέτης είναι να αποτυπώσει, να κατανοήσει και να εξηγήσει τη σχέση των Ελλήνων και των μεταναστών γονέων με το δημοτικό σχολείο. Η έρευνα αυτή επιχειρεί, λοιπόν, να περιγράψει και να προσδιορίσει τις οικογενειακές λογικές που σχετίζονται με την παρακολούθηση και τη φοίτηση εν γένει του παιδιού στο σχολείο, τους στόχους και τις αξιολογήσεις των γονέων σχετικά με την παρεχόμενη εκπαίδευση αλλά και τις σχέσεις των γονέων με τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι παράμετροι αυτές θεωρήθηκε ότι διαμορφώνουν και σκιαγραφούν τη σχέση των γονέων με το σχολείο και μας οδήγησαν στην διατύπωση τριών βασικών υποθέσεων. Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση η σχέση των Ελλήνων γονέων με τη σχολική γνώση είναι διαφορετική από εκείνη των μεταναστών γονέων, οι οποίοι αποτελούν, πρέπει να τονίσουμε, και την πρώτη γενιά μεταναστών στην Ελλάδα. Οι μετανάστες γονείς εκδηλώνουν μια προτίμηση στις πρακτικές γνώσεις που θα μπορούσαν να εισαγάγουν το παιδί γρηγορότερα και ευκολότερα στην αγορά εργασίας, ενώ οι Έλληνες γονείς θεωρούν ότι το δημοτικό σχολείο πρέπει να προσφέρει γενικές γνώσεις και πάντως όχι τόσο εξειδικευμένες γνώσεις. Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση οι Έλληνες γονείς, συγκριτικά με τους μετανάστες, εμπλέκονται πιο δυναμικά και πιο ενεργά στη σχολική ζωή του παιδιού τους και έρχονται συχνότερα σε επαφή με το σχολικό θεσμό. Τέλος, η τρίτη υπόθεση εστιάζει στις σχέσεις των γονέων με τους εκπαιδευτικούς, ο οποίες θεωρείται ότι κινούνται σε φιλικά επίπεδα Αντίθεση εκείνες των μεταναστών γονέων εμφανίζουν στοιχεία συγκράτησης, επιφυλακτικότητας και συχνά υποταγής στη θέληση και στις απαιτήσεις των εκπαιδευτικών. Αναγνωρίζοντας την εσωτερική ετερογένεια της εκάστοτε ομάδας δρώντων υποκειμένων αλλά και την υποκειμενικότητα του κάθε γονέα, η μελέτη επικέντρωσε στις διαφορές και στις αντιθέσεις που παρουσιάζουν οι συμπεριφορές, οι αντιδράσεις, οι απόψεις, οι αντιλήψεις και οι επιλογές των Ελλήνων και των μεταναστών γονέων σχετικά με τις σχολικές γνώσεις, το σχολικό θεσμό και τους εκπαιδευτικούς. Γενικά η έρευνα αυτή εστίασε στις εμπειρίες των γονέων, στις αντιλήψεις τους σχετικά με την εκπαίδευση, στις λογικές τους, στις δραστηριότητές τους αλλά και στις στρατηγικές συμπεριφοράς τους. Το δρών υποκείμενο, ο εκάστοτε γονέας στην περίπτωση αυτή, γίνεται αντιληπτό ως ένα άτομο το οποίο επηρεάζεται, κατευθύνεται, και τελικά λειτουργεί με βάση τις επιθυμίες του, τις φιλοδοξίες του και τους στόχους ζωής που έχει θέσει, καθώς το υποκείμενο είναι ανοιχτό στην κοινωνία αναλαμβάνοντας ποικίλες δράσεις και καταλαμβάνοντας μια θέση μοναδική κάθε φορά. Στα πλαίσια αυτής της έρευνας η σχέση των γονέων με το σχολείο μελετήθηκε ως μια διαδικασία δυναμική και όχι στατική, η οποία καθορίζεται και διαμορφώνεται τόσο από την υποκειμενικότητα του κάθε δρώντος υποκειμένου, όσο και από τη αυθεντικότητα των σχολικών καταστάσεων και συμβάντων. Με αφετηρία αυτές τις θεωρητικές συνισταμένες πραγματοποιήθηκε μια ποιοτική έρευνα σε περιοχή του κέντρου της Αθήνας που παρουσιάζει αυξημένα ποσοστά πολιτισμικής ετερογένεια γιατί ακριβώς η πλειοψηφία των κατοίκων της έχει μεταναστευτικό υπόβαθρο. Επιλέχθηκε η μέθοδος της διερεύνησης και η τεχνική της συνέντευξης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με κάποια δειγματοληπτικά κριτήρια, διενεργήθηκαν 41 συνεντεύξεις σε Έλληνες και μετανάστες γονείς (21 μετανάστες γονείς και 20 Έλληνες γονείς), οι οποίοι ανήκουν σε διάφορες κοινωνικοοικονομικές ομάδες. Η πρώτη επαφή με τις οικογένειες έγινε μέσω του δασκάλου και κατόπιν οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν στα σπίτια των γονέων. Προκειμένου για την ανάλυση των συνεντεύξεων προτιμήθηκε η ανάλυση περιεχομένου θεματικού τύπου, η οποία επιτρέπει την καλύτερη αποτύπωση και κατανόηση των αξιών, των συμπεριφορών, των σχέσεων, των αντιλήψεων και των απόψεων των υποκειμένων που συμμετείχαν. Από την ανάλυσή μας προκύπτει η πολυπλοκότητα που διέπει τη σχέση των γονέων με το σχολείο αλλά και η πολλαπλότητα των παραγόντων που τη διαμορφώνουν, τη χαρακτηρίζουν και την προσανατολίζουν. Όπως αποδεικνύεται κάθε δρών υποκείμενο αντιλαμβάνεται, ερμηνεύει και ενεργεί απέναντι στις διάφορες καταστάσεις ανάλογα με τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις προσωπικές διαδρομές του αλλά και τις επιρροές που δέχεται από τις ποικίλες ομάδες στις οποίες ενδέχεται να ανήκει (πολιτισμικές, κοινωνικές, θρησκευτικές…). Δεχόμενοι ex definition ότι η ποιοτική έρευνα δεν επιδέχεται γενικεύσεις, με την προσπάθειά μας αυτή επιδιώξαμε να εμβαθύνουμε, να προσδιορίσουμε και να ερμηνεύσουμε τις λογικές που συγκροτούν και κατευθύνουν τη σχέση των γονέων με το σχολείο. Αρχικά λοιπόν αξίζει να σημειώσουμε πώς τόσο οι Έλληνες όσο και οι μετανάστες γονείς επιδεικνύουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη σχολική ζωή των παιδιών τους και παρουσιάζονται πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους εκπαιδευτικούς. Εντούτοις, η σχέση των Ελλήνων γονέων με το σχολικό θεσμό εμφανίζεται συχνά αντίθετη από εκείνη των μεταναστών γονέων. Όπως προκύπτει από την ανάλυση των συνεντεύξεων, οι Έλληνες γονείς διαμορφώνουν μια σχέση στενή αλλά συγχρόνως και πολύ επικριτική απέναντι στο σχολικό θεσμό. Αντίθετα, οι μετανάστες γονείς παρουσιάζονται ευχαριστημένοι από τη λειτουργία του σχολικού θεσμού παρόλο που όπως δηλώνουν οι επαφές τους είναι σχετικά περιορισμένες. Η αντίθεση που χαρακτηρίζει τη σχέση με το σχολείο των Ελλήνων και των μεταναστών γονέων αντικατοπτρίζεται επίσης και στις αντιλήψεις και τις αξιολογήσεις των γονέων τις σχετικές με τη σχολική γνώση. Οι περισσότεροι Έλληνες γονείς που συμμετείχαν στην έρευνα αυτή εμφανίζονται να επιθυμούν μια ολοκληρωτική σχολική εκπαίδευση για τα παιδιά τους, τονίζοντας σε πολλές περιπτώσεις τη σημαντική κοινωνικοποιητική λειτουργία του δημοτικού σχολείου. Οι μετανάστες γονείς αντίθετα αναπτύσσουν μια πιο χρηστική, η καλύτερα ωφελιμιστική σχέση με τις σχολικές γνώσεις, συνδέοντας τες άμεσα με την επαγγελματική επιτυχία των παιδιών τους. Οι σχέσεις με τους εκπαιδευτικούς παρουσιάζονται εξίσου αντιθετικές για τους Έλληνες και τους μετανάστες γονείς. Οι πρώτοι διατηρούν τις περισσότερες φορές στενές και φιλικές σχέσεις με το δάσκαλο ή τη δασκάλα του παιδιού τους, ενώ παράλληλα απέναντι στα όποια σχολικά προβλήματα δεν διστάζουν να εκφράσουν την αλληλεγγύη και την υποστήριξή τους στους εκπαιδευτικούς. Από την άλλη μεριά, οι μετανάστες γονείς χαρακτηρίζουν τις σχέσεις τους με τους εκπαιδευτικούς ως απόμακρες και τυπικές και δεν διστάζουν να εκφράσουν την έντονη κριτική τους για τον τρόπο συμπεριφοράς ή διδασκαλίας των εκπαιδευτικών. Μέσα από αυτήν την μελέτη, λοιπόν, η οποία δίνει ιδιαίτερο βάρος στην υποκειμενικότητα των ατόμων και απορρίπτει τις ντετερμινιστικές και κουλτουραλιστικές εξηγήσεις, η μετανάστευση αναδεικνύεται σε ένα κοινωνικό γεγονός ιδιαίτερης σημασίας για τη ζωή των ατόμων. Όπως αποδεικνύεται, η εμπειρία της μετανάστευσης επηρεάζει τις οικογενειακές λογικές που αφορούν τη γονική σχέση με το σχολικό θεσμό, προσανατολίζει τους γονικούς στόχους που σχετίζονται με τη σχολική εκπαίδευση και ρυθμίζει τις συμπεριφορές των γονέων ως προς τις επαφές και τις σχέσεις τους με τους εκπαιδευτικούς. Κλείνοντας, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, σύμφωνα πάντοτε με τις απαντήσεις, τα σχόλια, τις εξηγήσεις, τις περιγραφές και τις ερμηνείες των γονέων, ότι το να είναι ή το να νιώθει ένα άτομο ξένο μέσα σε μια δεδομένη κοινωνία ενδέχεται να οδηγήσει στην υιοθέτηση οικογενειακών λογικών απέναντι στο σχολείο οι οποίες να διαφοροποιούνται των γηγενών γονέων, οι οποίοι δρουν και αναπτύσσουν σχέσεις μέσα στο ίδιο κοινωνικό και απέναντι στο ίδιο εκπαιδευτικό πλαίσιο.

Page generated in 0.0172 seconds