• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 2
  • Tagged with
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Ο ρόλος της τροποποιημένης μεγίστης θυμεκτομής στην έκβαση των ασθενών με βαρεία μυασθένεια / The impact of modified maximal thymectomy on the outcome of patients with myasthenia gravis

Προκάκης, Χρήστος 09 March 2011 (has links)
Σκοπός: Η θυμεκτομή αποτελεί κοινώς αποδεκτή θεραπεία της μυασθένειας με τις διάφορες προσπελάσεις να αναφέρονται ως ανάλογης αξίας για την επίτευξη ύφεσης της νόσου. Έχοντας πλέον την μόνιμη σταθερή ύφεση ως καθαρή και μετρήσιμη νευρολογική έκβαση των μυασθενικών ασθενών μετά θυμεκτομή και γνωρίζοντας ότι η ύφεση της νόσου αποτελεί χρόνο-εξαρτώμενο γεγονός, πραγματοποιήσαμε μια αναδρομική μελέτη των ασθενών με μυασθένεια που αντιμετωπίστηκαν χειρουργικά με σκοπό τον πιο αξιόπιστο καθορισμό του ρόλου των μεγίστων θυμικών εκτομών και την ταυτοποίηση προγνωστικών παραγόντων για ύφεση της νόσου μετά θυμεκτομή. Υλικό και μέθοδος. Η μελέτη περιλαμβάνει 78 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε τροποποιημένη μέγιστη θυμεκτομή από το 1990 έως το 2007. Οι ενδείξεις θυμεκτομής περιελάμβαναν: οφθαλμική μυασθένεια ανθιστάμενη στη φαρμακευτική αγωγή, γενικευμένη μυασθένεια και μυασθένεια με θύμωμα. Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν αφορούσαν τη βαρύτητα της νόσου (τροποποιημένη Osserman ταξινόμηση), την προεγχειρητική φαρμακευτική αγωγή, την ηλικία έναρξης της νόσου (≤ 40/ > 40 έτη), το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη διάγνωση στη θυμεκτομή (≤ 12/ > 12 μήνες), το φύλο, την ιστολογία του θύμου αδένα, τη θνητότητα και τις επιπλοκές. Στους ασθενείς με θύμωμα περαιτέρω στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη αφορούσαν τον ιστολογικό τύπο του θυμώματος κατά την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και το στάδιο του όγκου κατά Masaoka. Η εκτίμηση της νευρολογικής έκβασης στο τέλος του μετεγχειρητικού follow up έγινε βάση της νέας ταξινόμησης του Αμερικανικού Ιδρύματος για τη Βαρεία Μυασθένεια με την πλήρη σταθερή ύφεση να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της επάρκειας της διενεργηθείσας εκτομής και για τη σύγκριση των αποτελεσμάτων μας με αυτά προηγουμένων μελετών. Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε με το SPSS 17 και αφορούσε δύο ομάδες ασθενών ανάλογα με την παρουσία ή μη θυμώματος. Η μέθοδος Kaplan-Meier χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της επίπτωσης των υπό εκτίμηση προγνωστικών παραγόντων στην επίτευξη της πλήρους ύφεσης ενώ η Cox Regression ανάλυση αποτέλεσε το μοντέλο για την ανάλυση της ταυτόχρονης επίδρασης των υπό μελέτη παραμέτρων στην επίτευξη πλήρους σταθερής ύφεσης. Τιμές του p < 0.05 θεωρήθηκαν στατιστικά σημαντικές. Αποτελέσματα: 51 ασθενείς είχαν μυασθένεια χωρίς θύμωμα και 27 ασθενείς παρανεοπλασματική μυασθένεια. Δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στα προεγχειρητικά κλινικά χαρακτηριστικά των ασθενών πλην της αναμενομένης εμφάνισης της νόσου σε απώτερη ηλικία στους ασθενείς με θύμωμα. Η θνητότητα ήταν μηδενική ενώ η χειρουργική νοσηρότητα, ανάλογη προηγουμένων μελετών θυμεκτομής με διαφορετικού τύπου προσπέλασεις, ανήλθε στο 7,7% και ήταν ως επί το πλείστον ήσσονος σημασίας. Το ποσοστό μετεγχειρητικής μυασθενικής κρίσης ήταν μόλις 3,8%. Οι ασθενείς με μυασθένεια και θύμωμα βίωσαν όψιμη νευρολογική έκβαση ανάλογη αυτής των ασθενών χωρίς θύμωμα (πιθανότητα ύφεσης 74,5% vs 85,7%, p= 0.632). Η μη χρήση στεροειδών στην προεγχειρητική φαρμακευτική αγωγή, ως έμμεσος δείκτης της βαρύτητας της νόσου, σχετίστηκε με στατιστικά καλύτερη πιθανότητα για πλήρη ύφεση των συμπτωμάτων τόσο στους ασθενείς με θύμωμα (95% CI 2.687-339.182, p= 0.006) όσο και σε αυτούς χωρίς θύμωμα (CI 95% 1.607-19.183, P= 0.007) στην πολυπαραγοντική ανάλυση. Αξιόλογη διαφορά, αν και στατιστικά μη σημαντική, για τη έκβαση της νόσου είχε η πρώιμη σε σχέση με την απώτερη χειρουργική αντιμετώπιση των ασθενών. Στη σύγκριση των 27 ασθενών με μυασθένεια και θύμωμα με 12 επιπλέον ασθενείς που υποβλήθηκαν στην ίδια επέμβαση για θύμωμα άνευ μυασθένειας η παρουσία των συμπτωμάτων μυϊκής αδυναμίας συνδυάστηκε με στατιστικά σημαντική βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών (100% vs 38,8% στη 10ετία, p< 0.001). Στους ασθενείς με μυασθένεια χωρίς θύμωμα και απώτερης ηλικιακά έναρξης της νόσου το ποσοστό σημαντικής βελτίωσης των μυασθενικών συμπτωμάτων, εξαιρουμένης της πλήρους ύφεσης, ήταν 70%. Στους ασθενείς με μυασθένεια και θύμωμα η ιστολογική ταυτοποίηση των θυμωμάτων κατά την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας προέκυψε στατιστικά σημαντική τόσο στην μονοπαραγοντική όσο και στην πολυπαραγοντική ανάλυση με τα θυμώματα τύπου Β2, Α και Β3 να επιτυγχάνουν από πολύ καλή έως άριστη πιθανότητα πλήρους ύφεσης και τα θυμώματα τύπου ΑΒ, Β1 και C να έχουν απογοητευτική έκβαση όσον αφορά την ίαση. Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι η τροποποιημένη μεγίστη θυμεκτομή είναι ασφαλής και σχετίζεται με υψηλή πιθανότητα για ίαση των μυασθενικών ασθενών με και χωρίς θύμωμα. Οι ασθενείς πρέπει να αντιμετωπίζονται χειρουργικά πρώιμα μετά τη διάγνωση με κυριότερο προγνωστικό παράγοντα για το απώτερο νευρολογικό αποτέλεσμα την προεγχειρητική βαρύτητα της νόσου. Η ασφαλής και πιο αξιόπιστη εκτίμηση της τελευταίας απαιτεί πιο αντικειμενικά κριτήρια όπως αυτά που θεσπίστηκαν από το Αμερικανικό Ίδρυμα για τη Βαρεία Μυασθένεια. Η ενσωμάτωση σε αυτά τα κριτήρια μοριακών παραμέτρων που φαίνεται να επηρεάζουν την πρόγνωση της νόσου, ενδεχόμενα να βελτιώσουν την αξιοπιστία της κλινικής σταδιοποίησης του MGFA και να αναδείξουν υποομάδες ασθενών με διαφορετική νευρολογική πρόγνωση μετά από θυμεκτομή. Επίσης η πρώιμη διάγνωση των θυμωμάτων εξαιτίας των συνυπαρχόντων μυασθενικών συμπτωμάτων μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη επιβίωση τους συγκεκριμένους ασθενείς. Τέλος η νευρολογική έκβαση των ασθενών με θυμωματώδη μυασθένεια σχετίζεται με τον ιστολογικό τύπο των θυμωμάτων, αλλά όχι αναγκαία και με την κακοήθη συμπεριφορά τους. / Objective: Thymectomy represents a widely accepted treatment for myasthenia gravis with different surgical approaches reported as comparably efficient in achieving disease’s remission. With the complete stable remission being currently accepted as a clear measurable outcome of patients with myasthenia undergoing surgical treatment and the knowledge that disease’s remission should be evaluated as a time dependent event we proceeded to a retrospective analysis of our experience on the surgical management of myasthenic patients. The objective was to access the effect of maximal resection on the neurological outcome and identify predictors of disease remission. Materials and methods: The study group consisted of 78 patients who underwent modified maximal thymectomy for myasthenia from 1990 to 2007. Indications for thymectomy included: ocular myasthenia refractory to medical treatment, generalized myasthenia and thymomatous myasthenia. The data collected included preoperative disease’s severity (modified Osserman classification), preoperative medical treatment, age at onset of the disease (≤ 40/ > 40 years), time elapsed between diagnosis and thymectomy (≤ 12/ > 12 months), gender, thymus gland histology, mortality and morbidity. In thymoma patients further analysis was carried out according the World Health Organization histological classification and the Masaoka stage of the tumors. The evaluation of the neurological outcome at the end of follow up was performed according the Myasthenia Gravis Foundation of America classification. Both the effectiveness of the resection performed and the comparison of our results with those of previous studies were done using the complete stable remission as the end point of the study. The statistical analysis of the results was carried out using the SPSS 17. Kaplan-Meier life table analysis was performed and the log rank test was used to evaluate the effect of the variables examined on the distribution of disease’s remission over time. The Cox proportional hazard model was also applied to verify the concurrent effect of the evaluated factors on the achievement of complete stable remission. P values < 0.05 were considered statistically significant. Results: 51 patients suffered of non thymomatous myasthenia while 27 patients had myasthenia with thymoma. The two groups were comparable in refer to the clinical features of the patients apart the more advanced age at the time of the diagnosis for thymoma patients. There was no perioperative mortality, while the surgical morbidity was comparable to the one reported in other series of patients with different surgical approaches and was 7.7%. The rate of postoperative myasthenic crisis was only 3.8%. Thymoma and non thymoma patients experienced comparable complete stable remission prediction (74.5% vs 85.7% at 15 years, p= 0.632). The absence of steroids in the preoperative medical regimen was statistically associated with the achievement of complete stable remission in both thymoma (95% CI 2.687-339.182, p= 0.006) and non thymoma patients (CI 95% 1.607-19.183, P= 0.007) in multivariate analysis. There was an important difference, although not statistically significant, for the neurological outcome between early and late surgical treatment. When the 27 patients with myasthenia and thymoma were compared with other 12 patients similarly operated for thymoma without symptoms and signs of muscular weakness we found that the presence of myasthenia was statistically associated with improved survival (100% vs 38.8% at 10 years, p< 0.001). Non thymoma patients presenting with late onset myasthenia, experienced high improvement (complete stable remission excluded) rate reaching up to 70% at the end of follow up. Among patients with thymomatous myasthenia gravis the World Health Organization histological classification was statistically associated with the late neurological outcome. Thymoma types A, B3 and B2 reached a high to excellent prediction of disease’s remission while types AB, B2 and C had a disappointing neurological outcome. Conclusons: The present study demonstrated that the modified maximal thymectomy is a safe procedure, associated with an excellent neurological outcome in both thymomatous and non thymomatous myasthenia. The patients should be operated early after the diagnosis is made with the disease’s severity being the prime determinant of the possibility to achieve complete remission of myasthenic symptoms. The evaluation of disease’s severity requires objective criteria like the ones proposed by the Myasthenia Gravis Foundation of America. The inclusion in these criteria of molecular markers related to myasthenia’s prognosis and its neurological outcome after thymectomy may further enhance its validity and may allow the identification of subgroups of patients with different disease prognosis after thymectomy. The presence of muscular weakness may lead to early diagnosis and surgical treatment of thymomas with improved survival. Finally the neurologic outcome in thymoma patients after thymectomy may be statistically associated with the World Health Organization classification subtypes but not necessarily with the aggressiveness of these tumors.
2

Κακώσεις κατώτερης αυχενικής σπονδυλικής στήλης : κλινική πορεία των ασθενών - αλγόριθμοι – νευρολογικές κλίμακες – κλίμακες κατάθλιψης - κλίμακες ποιότητας ζωής και προσωπικότητας

Ματζάρογλου, Χαράλαμπος 14 October 2008 (has links)
Ε1. Ποιότητα της ζωής, άγχος και κατάθλιψη σε ασθενείς με κακώσεις νωτιαίου μυελού: Αυτή η μελέτη έχει σκοπό να αξιολογήσει την ποιότητα ζωής, το άγχος και την κατάθλιψη αλλά και τη νευρολογική θέση, σε ένα σύνολο ασθενών που ζουν με κάκωση του νωτιαίου μυελού (SCI). Μία «διατομική» μελέτη χρησιμοποιήθηκε σε 92 ανθρώπους που ζουν με κάκωση νωτιαίου μυελού SCI. Ολοκλήρωσαν το ερωτηματολόγιο της νοσοκομειακής κλίμακας άγχους και κατάθλιψης HADS (ν=42 ), την κλίμακα ποιότητας ζωής SF-36 (ν=42), καθώς επίσης τυποποιήθηκαν οι νευρολογικές (κλίμακα Frankel, Asia motor score), και οι λειτουργικές κλίμακές τους(FIM, MBI). Οι αναλύσεις μελετήθηκαν για ολόκληρο το δείγμα, κατά φύλο, κατά την κλίμακα Frankel, το Asia motor score, την FIM, και το επίπεδο νευρολογικής βλάβης. Αυτή η μελέτη παρουσιάζει τα προκαταρκτικά συμπεράσματα, τα οποία υποστηρίζουν υψηλά αποτελέσματα άγχους και κατάθλιψης (HADS) σε αυτό τον πληθυσμό των ασθενών με SCI, καθώς επίσης και πολύ χαμηλή ποιότητα ζωής. Ε 2. Σεξουαλική λειτουργία σε γυναίκες με κακώσεις νωτιαίου μυελού: Ο στόχος αυτής της μελέτης ήταν να προσδιοριστεί η σεξουαλικότητα των γυναικών με βαριές κακώσεις νωτιαίου μυελού (SCI) χρησιμοποιώντας την κλίμακα γυναικείας σεξουαλικής λειτουργίας. Το ερωτηματολόγιο με 19 ερωτήματα εκφάνσεις της σεξουαλικότητας του FSFI αφορά τη σεξουαλική λειτουργία και την ικανοποίηση στη σεξουαλική ζωή των γυναικών. Σε αυτή τη μελέτη, χρησιμοποίησαμε ένα δείγμα 39 γυναικών ασθενών με σοβαρή κάκωση νωτιαίου μυελού SCI. Συγκρίναμε δε αυτές τις ασθενείς με ένα υγιές δείγμα γυναικών αντίστοιχο σε οικονομικό –εκπαιδευτικό –επίπεδο ηλικίας - και συζυγική θέση- του γενικού πληθυσμού. Η σεξουαλική δραστηριότητα ήταν χαμηλότερη μεταξύ των γυναικών με SCI, αλλά η επιθυμία, η συναισθηματική ποιότητα της ζωής φύλων και η γενική σεξουαλική ικανοποίηση δεν διέφεραν από τις «υγιείς» γυναίκες του γενικού πληθυσμού. Αυτά τα αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι η σεξουαλική ζωή σε γυναίκες με κάκωση νωτιαίου μυελού παραμένει σχεδόν απρόσβλητη. E3. Ίλιγγος μετά από κάκωση ΑΜΣΣ δίκην μαστιγίου. Ο ίλιγγος συνοδεύει περιστασιακά μία κάκωση τύπου «whiplash». Η πιστοποίηση του συνδρόμου είναι ιδιαίτερης αξίας, αν αναλογιστούμε τις πολλές προσφυγές στα δικαστήρια και τις υψηλές δαπάνες που προκύπτουν μετά από τέτοιου τύπου κάκωση. Δώδεκα ασθενείς, που αναφέρθηκαν στα εξωτερικά ιατρεία της κλινικής μας, εξαιτίας μακράς διαρκείας υποκειμενικών ενοχλημάτων με κύριο σύμπτωμα τον ίλιγγο μετά από τον αυχενικό τραυματισμό τύπου “whiplash”, υποβλήθηκαν σε κλινικές, εργαστηριακές και ψυχομετρικές εξετάσεις. Κανένας από τους ασθενείς δεν είχε σημαντικά νευρολογικά συμπτώματα,ούτε ιδιαίτερη επίδραση στη ποιότητα ζωής του, και κανένα σημαντικό τραύμα της αυχενικής σπονδυλικής στήλης δεν προσδιορίστηκε με MRI. Τα στοιχεία μας δείχνουν ότι ο ίλιγγος τύπου “whiplash” είναι σημαντικά δυσκολότερο να το χειριστεί και να το αντιμετωπίσει ένας ιατρός συγκριτικά με τον ιδιοπαθή ίλιγγο. Η επαλήθευση του συνδρόμου αυτού απαιτεί ίσως αντικειμενικότερα κλινικά μέσα. Αυτή η έρευνα προτείνει ότι υπάρχει μια οργανική βάση του συνδρόμου αυτού, αλλά δεν δίνει λύση στην πλήρη κατανόηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών που το προκαλούν, δείχνει ότι το σύνδρομο αυτό δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στον ελληνικό πληθυσμό και προτείνει αυτό το σύνδρομο να εξετάζεται ως τμήμα του χρόνιου συνδρόμου κάκωσης τύπου “whiplash”, του γενικού όρου δηλαδή στην διεθνή βιβλιογραφία : Chronic or Late Whiplash. / Ε1. Quality of life, anxiety and depression in adults with spinal cord injuries: This study aimed to evaluate Life Satisfaction, the Anxiety and Depression and neurologic status, in a community sample of adults living with a spinal cord injury (SCI). A cross-sectional design was used with 92 people living in the community with an SCI. They completed the HADS (42 pts) and SF-36 (42 pts), Life Satisfaction Questionnaire. Analyses were conducted for the whole sample, by gender, Frankel Scale, ASIA motor score, FIM, and level of injury. No correlation findings between motor neurologic scales and quality of life assessment. Additionally this study presents preliminary findings, which support the psychometric integrity of HADS and high HADS scores within an outpatient population with SCI. Items that included potential somatic components revealed a more complex factor loading profile. E2. Sexual function in females with severe spinal cord injuries: The objective of this study was to identify the sexual adjustment of females with severe cervical spinal cord injuries (SCI) using the Female Sexual Function Index (FSFI). The 19-item questionnaire of the FSFI concerns sexual function and satisfaction in sex life. This study, conducted by the Orthopaedic and Psychiatry Departments of Patras University, used a sample of a series of 39 consecutive female patients with severe traumatic SCI. We compared these female patients with an age–economic–educational level- and marital status-matched control group of the general population. Sexual activity was lower among females with SCI, but the desire, the emotional quality of sex life and overall sexual satisfaction did not differ from the controls. These results demonstrate that sexual life in females with SCI remains almost unaffected. E3. Whiplash vertigo: Vertigo or dizziness occasionally accompanies a rear –end, neck injury or is provoked by a neck posture no matter what the orientation of the head is to gravity. Whiplash vertigo is matter of considerable concern because of the high litigation related costs of whiplash injuries. When Whiplash cervical vertigo is diagnosed, the usual symptoms are vertigo, dizziness associated with neck movement. Twelve patients, which were referred to our Outpatient Clinic because of long-lasting subjective vertigo complaints after cervical whiplash spine injury, underwent clinical, laboratorial and psychometric examinations. None of the patients had typical neurological symptoms, and no important lesions of the cervical spine were identified with MRI. Our data indicate that Whiplash Vertigo significantly is more difficult to treat than idiopathic Vertigo. The verification of Whiplash Vertigo Syndrome requires more objective clinical means. This investigation proposes that an organic base of the syndrome might be considered, but does not promote the comprehension of pathophysiologic mechanisms that induces it and of course this syndrome considered as part of the general term Chronic Whiplash Syndrome.

Page generated in 0.0332 seconds