Spelling suggestions: "subject:"ψευδοαποφολίδωση"" "subject:"ψευδοαποφολίδωσης""
1 |
Ψευδοαποφολίδωση και στεφανιαία νόσοςΑνδρικόπουλος, Γεώργιος 09 October 2009 (has links)
Σκοπός της μελέτης είναι η διερεύνηση της επίπτωσης του γλαυκώματος και της στεφανιαίας νόσου (ΣΝ) σε ασθενείς με καταρράκτη και ψευδοαποφολιδωτικό (ΡΕΧ) σύνδρομο.
Υλικό και μέθοδοι: Πρόκειται για μια cross-sectional μελέτη 2140 ασθενών που προσέρχονταν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας για να χειρουργηθούν για καταρράκτη. Μόνο ασθενείς με καταρράκτη περιλαμβάνονται στη μελέτη. Σε όλους τους ασθενείς έγινε πλήρης οφθαλμολογικός έλεγχος, που περιελάμβανε εξέταση στη σχισμοειδή λυχνία, μετά από μυδρίαση, για ανεύρεση ΡΕΧ υλικού στο πρόσθιο ημιμόριο του οφθαλμού, μετρήσεις ενδοφθάλμιας πίεσης και έλεγχο της κοίλανσης του οπτικού νεύρου. Επίσης, στους ασθενείς έγινε εκτίμηση για ΣΝ από καρδιολόγο. Οι ασθενείς θεωρήθηκαν θετικοί για ΣΝ αν είχαν ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου, ή ισχαιμίας, ή παθολογική στεφανιογραφία. Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν σε δύο ομάδες: σε αυτούς με ΡΕΧ υλικό και αυτούς χωρίς ΡΕΧ υλικό.
Αποτελέσματα: 1088 ασθενείς (50,8%) ήταν άνδρες και 1052 (49,2%) γυναίκες. Η συνολική επίπτωση του ΡΕΧ συνδρόμου ήταν 27,9% και βρέθηκε να αυξάνει με την αύξηση της ηλικίας. Η αμφοτερόπλευρη μορφή ήταν συχνότερη από την ετερόπλευρη και επίσης βρέθηκε να αυξάνει με την ηλικία. Συνολικά 132 ασθενείς (22,1%) με ΡΕΧ σύνδρομο εμφάνιζαν γλαύκωμα, ενώ από τους ασθενείς χωρίς ΡΕΧ σύνδρομο μόνο 2,6%. Το ΡΕΧ σύνδρομο βρέθηκε επίσης να σχετίζεται θετικά με τη ΣΝ στα άτομα μετά τα 50 έτη. Δε βρέθηκε σχέση μεταξύ ΣΝ και γλαυκώματος.
Συμπεράσματα: Το ΡΕΧ σύνδρομο αποτελεί κύριο παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση γλαυκώματος και πιθανό παράγοντα κινδύνου για ΣΝ. Οι ασθενείς με ΡΕΧ σύνδρομο θα πρέπει να ενημερώνονται και να εξετάζονται συχνά, αφού ο κίνδυνος υπάρχει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. / Purpose: To investigate the prevalence of glaucoma and coronary artery disease (CAD) in patients with cataract and pseudoexfoliation (PEX) syndrome.
Methods: Cross-sectional study of 2140 consecutive patients with cataract admitted at the University Hospital of Patras, Greece, for cataract surgery. Only patients with senile cataract were included in this study. All patients underwent a complete ophthalmological examination that included slit-lamp evaluation with dilated pupil for PEX material in the anterior segment, intraocular pressure (IOP) measurements and optic disc cup examination. They also underwent an evaluation for CAD by a cardiologist. CAD was considered present if a patient had a history of myocardial infarction, or ischaemia, or abnormal coronary angiography. The patients were classified into two groups: the PEX and the non-PEX group.
Results: One thousand and eighty-eight (50.8%) patients were men and 1052 (49.2%) were women. The overall prevalence of PEX syndrome was found to be 27.9% and it was found to increase with progressing age. Bilateral PEX was more frequent than unilateral PEX, with the percentage of bilateral PEX raising with progressing age. A total of 132 patients (22.1%) in the PEX group exhibited glaucoma, while in the non-PEX group only 2.6% suffered glaucoma. PEX was also found to be positively associated with the risk for CAD among subjects 50 years or older. No association between CAD and glaucoma was found.
Conclusions: PEX syndrome constitutes a major glaucoma risk factor and a probable CAD risk factor. Patients with PEX should be informed and examined frequently as the risk is present throughout.
|
2 |
Μεταβολές των ανόργανων οφθαλμικών συστατικών στο σύνδρομο της ψευδοαποφολίδωσηςΠαντελή, Βασιλική 30 May 2012 (has links)
Σκοπός της μελέτης ήταν ο ποσοτικός προσδιορισμός των ιχνοστοιχείων βαρέων μετάλλων του ψευδαργύρου, καδμίου και χαλκού στο υδατοειδές υγρό ασθενών με ψευδοαποφολίδωση και η μέτρηση του δυναμικού οξειδοαναγωγής στο υδατοειδές αυτών των ασθενών.
Υλικό και μέθοδοι: Δείγματα υδατοειδούς υγρού ελήφθησαν κατά την εγχείρηση καταρράκτη από 14 ασθενείς με PEX σύνδρομο (7 άνδρες και 7 γυναίκες) και 21 ασθενείς με καταρράκτη αλλά χωρίς PEX (9 άνδρες και 12 γυναίκες). Τα δείγματα διατηρήθηκαν στους -24C μέχρι την ανάλυση. Τα επίπεδα των τριών μετάλλων και στις δύο ομάδες προσδιορίστηκαν, για πρώτη φορά στην Οφθαλμολογία, με τη μέθοδο της βολταμετρίας με χρήση ηλεκτροδίων υαλώδους γραφίτη με υμένιο υδραργύρου, ενδεικτικού ηλεκτροδίου λευκόχρυσου και αναφοράς Ag/AgCl. Εφαρμόσθηκε η τεχνική της ανοδικής βολταμετρίας απογύμνωσης με τετραγωνικούς παλμούς και έγινε σύγκριση των τιμών ανάμεσα στις δύο ομάδες. Η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων έγινε με το Mann-Whitney test (p<0.05)
Στη συνέχεια, κατά τον ίδιο τρόπο, δείγματα υδατοειδούς ελήφθησαν από 13 ασθενείς με PEX (7 άνδρες/6 γυναίκες) και 22 ασθενείς χωρίς PEX (7 άνδρες/15 γυναίκες). Η μέτρηση του δυναμικού οξειδοαναγωγής γινόταν αμέσως μετά την απόκτηση του κάθε δείγματος και για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Οφθαλμολογία, ένα μικροηλεκτρόδιο λευκοχρύσου μαζί με ένα ενσωματωμένο ηλεκτρόδιο αναφοράς Ag/AgCl/KCl. Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε με το t-test για ανεξάρτητα δείγματα (p<0.05).
Αποτελέσματα: O Cu βρέθηκε στατιστικά σημαντικά χαμηλότερος στην PEX ομάδα σε σχέση με τη φυσιολογική ομάδα (p<0.05), ενώ ο Zn και το Cd δεν παρουσίασαν καμία συσχέτιση στο υδατοειδές υγρό ασθενών με ψευδοαποφολίδωση.
Το δυναμικό οξειδοαναγωγής ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερο στο υδατοειδές των ασθενών με PEX σύνδρομο.
Συμπεράσματα: Στην παρούσα εργασία εφαρμόζεται για πρώτη φορά, η ανοδική βολταμετρία απογύμνωσης για τον προσδιορισμό στο υδατοειδές υγρό του Zn, Cd και Cu και η μέτρηση του δυναμικού οξειδοαναγωγής στο υδατοειδές. Τόσο τα στατιστικώς σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα Cu στο υδατοειδές ασθενών με PEX, όσο και το υψηλότερο δυναμικό οξειδοαναγωγής στο υδατοειδές αυτών των ασθενών ενισχύουν την παθογενετική θεωρία του οξειδωτικού στρες του PEX συνδρόμου. / To determine the Zn, Cd and Cu concentrations in aqueous humor of patients with PEX syndrome and to evaluate the overall oxidative status of the aqueous in this group by measuring the reduction-oxidation (redox) potential in the aqueous samples.
Material and methods: Samples from aqueous humor were collected during cataract extraction from 14 patients with PEX syndrome (7 male/7 female) and 21 patients without PEX (9 male/12 female). All samples were stored in -24C until analyzed. The levels of selected trace elements in both groups were assayed for the first time in the field of Ophthalmology, with anodic stripping voltammetry, using the square wave differential pulse technique. In this analytical procedure a glassy carbon mercury film electrode, a platinum indicator and a reference Ag/AgCl electrode were used. Finally the metal levels in all samples were compared between the two groups using the Mann-Whitney test (p<0.05).
Similarly, samples were collected during cataract extraction from 13 patients (7 male/6 female) with PEX syndrome and 22 normal patients (7 male/15 female). A platinum electrode together with a reference electrode Ag/AgCl/KCl was used for the first time in Ophthalmology, for the measurement of the apparent redox potential in the aqueous humor. The independent samples t-test was used to compare aqueous redox potential between the study and control group. Statistical significance was set at 0.05.
Results: Cu was found significantly lower in the PEX than in the control group (p<0.05), whereas Zn and Cd had no statistical differences between the two groups.
The redox potential was found significantly higher in patients with PEX syndrome than in normal patients (p<0.05).
Conclusions: In the present study we represent the first successful application of ASV in eye research for the determination of aqueous Zn, Cd and Cu concentrations and the meauserment of aqueous redox potential. The significantly lower Cu concentrations and the higher redox potential in aqeous humor of PEX syndrome support the role of increased oxidative stress in the development of PEX.
|
3 |
Σύνδρομο αποφολίδωσης και νευροαισθητήρια απώλεια ακοήςΠαπαδόπουλος, Θεόδωρος-Αθανάσιος 10 August 2011 (has links)
Η παρούσα προοπτική ελεγχόμενη κλινική μελέτη διεξήχθη για να ερευνήσει τη συσχέτιση του συνδρόμου αποφολίδωσης με τη νευροαισθητήρια απώλεια ακοής. Τα άτομα της ομάδας μελέτης εμφάνιζαν το σύνδρομο στον ένα ή αμφοτέρους τους οφθαλμούς, ενώ τα άτομα της ομάδας ελέγχου δεν εμφάνιζαν το σύνδρομο σε κανένα οφθαλμό. Κριτήρια αποκλεισμού από τη μελέτη ήταν: προηγηθείσα ωτολογική επέμβαση, οξείες ή χρόνιες ωτολογικές παθήσεις, τραύμα κεφαλής ή ωτός, έκθεση σε θόρυβο, λήψη ωτοτοξικών φαρμάκων, λοίμωξη ανωτέρου αναπνευστικού συστήματος, γλαύκωμα, οφθαλμική υπερτονία και διάφορες συστηματικές παθήσεις. Οι συμμετέχοντες υπεβλήθησαν σε μέτρηση οπτικής οξύτητας, βιομικροσκόπηση, τονομέτρηση, γωνιοσκοπία, βυθοσκόπηση μετά από μυδρίαση, εξέταση οπτικών πεδίων, επισκόπηση και ψηλάφηση ώτων, ωτοσκόπηση, εξέταση ρινοφάρυγγα, εξέταση με τονοδότες και ακοομετρία καθαρών τόνων. Κατά την ακοομετρία υπολογίστηκε για κάθε ους ο ουδός ακοής, για την αέρινη και την οστέινη αγωγή, στις συχνότητες των 0.25, 0.5, 1, 2, 4 και 8kHz.
Συνολικά έλαβαν μέρος στη μελέτη 69 άτομα (47 στην ομάδα μελέτης και 22 στην ομάδα ελέγχου). Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 74,7 ετών και στις δύο ομάδες. Δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην κατανομή ηλικιών και φύλων ανάμεσα στις δύο ομάδες. Σε όλους τους εξετασθέντες οι ουδοί ακοής αέρινης και οστέινης αγωγής ήταν ταυτόσημοι για κάθε συχνότητα, γεγονός που υποδήλωνε αμιγή νευροαισθητήρια απώλεια ακοής ή φυσιολογική ακοή. Δεν προέκυψαν κλινικά σημαντικές διαφορές, μεταξύ ουδών ακοής δεξιού και αριστερού ωτός, σε κανένα άτομο. Τα άτομα της ομάδας μελέτης, σε σύγκριση με εκείνα της ομάδας ελέγχου, παρουσίασαν: Α) Σημαντικά υψηλότερα ποσοστά επιπολασμού απώλειας ακοής στις συχνότητες των 1, 2, 4 και 8kHz. Β) Σημαντικά υψηλότερους μέσους ουδούς ακοής και σοβαρότερη απώλεια ακοής στις συχνότητες των 4 και 8kHz. Η μεγαλύτερη διαφορά στη σύγκριση των μέσων ουδών ακοής παρατηρήθηκε στα 8kHz.
Τα ανωτέρω αποτελέσματα συνηγορούν υπέρ πολλαπλής συσχέτισης του συνδρόμου αποφολίδωσης με τη νευροαισθητήρια απώλεια ακοής και αφενός επιβεβαιώνουν μαρτυρίες από προηγούμενες έρευνες, αφετέρου παρέχουν ένα εντελώς νέο εύρημα που είναι η στατιστικά σημαντική επίδραση του συνδρόμου στη σοβαρότητα απώλειας ακοής στις υψηλές συχνότητες. Σε σύγκριση με προηγούμενες μελέτες, η παρούσα μελέτη πλεονεκτεί διότι η διερεύνηση της επίδρασης του συνδρόμου στον επιπολασμό και στη σοβαρότητα απώλειας ακοής έγινε με πιο αναλυτική διαδικασία, ετέθησαν λεπτομερέστερα κριτήρια αποκλεισμού υποψηφίων, o ακοομετρικός έλεγχος αφορούσε σε μεγαλύτερο αριθμό συχνοτήτων και αποκλείστηκαν γλαυκωματικοί ασθενείς, ώστε η σχέση μεταξύ συνδρόμου αποφολίδωσης και απώλειας ακοής να εξεταστεί με πιο αντικειμενικό τρόπο. Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης επαληθεύουν τη θεωρία ότι το σύνδρομο αποφολίδωσης δεν αποτελεί μόνο οφθαλμολογική πάθηση, αλλά συστηματική διαταραχή με πολυάριθμες επιπλοκές, μία εκ των οποίων αφορά το έσω ους. Συνεπώς, στους ασθενείς με σύνδρομο αποφολίδωσης, εκτός από την οφθαλμολογική εξέταση, συνιστάται η εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας με ακοομετρική δοκιμασία. / The present prospective case control clinical study was conducted to investigate the relationship between exfoliation syndrome and sensorineural hearing loss. Study group subjects manifested the syndrome in one or both eyes, whereas control group subjects didn’t manifest the syndrome in either eye. Exclusion criteria from the study were: previous ear surgery, acute or chronic ear diseases, ear or head trauma, noise exposure, oto-toxic drug intake, upper respiratory system infection, glaucoma, ocular hypertension and various systemic diseases. All participants underwent visual acuity measurement, biomicroscopy, tonometry, gonioscopy, dilated fundoscopy, visual field testing, ear inspection and palpation, otoscopy, nasopharyngeal examination, tuning fork testing and pure-tone audiometry. During audiometry the hearing threshold was calculated for every ear, using air and bone conduction, at frequencies of 0.25, 0.5, 1, 2, 4 and 8kHz.
A total of 69 subjects participated in the study (47 in study group and 22 in control group). Mean age of participants was 74.7 years in both groups. Differences in age and gender distribution between the two groups were not statistically significant. Hearing thresholds were identical for both air and bone conduction, in all examined subjects at each frequency, signifying pure sensorineural hearing loss or normal hearing. No clinically significant differences were found, between hearing thresholds of left and right ear, in any subject. Compared to control group, study group subjects displayed: A) Significantly higher prevalence rates of hearing loss at frequencies of 1, 2, 4 and 8kHz. B) Significantly higher mean hearing thresholds and more severe hearing loss at frequencies of 4 and 8kHz. The greatest difference in the comparison of mean hearing thresholds was observed at 8kHz.
The above results advocate for a multiple association between exfoliation syndrome and sensorineural hearing loss and on the one hand support evidence from previous research, on the other hand provide a totally new finding, that is the statistically significant effect of the syndrome on severity of hearing loss at high frequencies. Compared to previous studies, the present study has advantages because the syndrome effect on prevalence and severity of hearing loss was investigated in a more thorough manner, the candidate exclusion criteria were more detailed, audiometric testing involved a greater number of frequencies and glaucomatous patients were excluded, in order the relationship between exfoliation syndrome and hearing loss to be examined in a more objective way. The findings of the present study verify the theory that exfoliation syndrome is not only an ocular disease, but also a systemic disorder with numerous complications, one of which concerns the inner ear. Consequently, in patients with exfoliation syndrome, besides the ophthalmologic examination, an assessment of hearing ability with audiometric testing is recommended.
|
Page generated in 0.5993 seconds