Spelling suggestions: "subject:"αποδοτικότητα"" "subject:"αποτελεσματικότητας""
1 |
Συγκριτική αξιολόγηση μονάδων διανομής της ΔΕΗ με την περιβάλλουσα ανάλυση δεδομένωνΚάρτας, Άγγελος 25 February 2010 (has links)
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται το πρόβλημα της συγκριτικής αξιολόγησης των Μονάδων Διανομής της ΔΕΗ, και ειδικότερα των 14 Περιοχών της Διεύθυνσης Περιφέρειας Πελοποννήσου – Ηπείρου, με τη βοήθεια της μεθόδου περιβάλλουσας ανάλυσης δεδομένων, της DEA (Data Envelopment Analysis). Οι εξεταζόμενες Περιοχές είναι: Αγρίνιο, Αίγιο, Άρτα, Ζάκυνθος, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κόρινθος, Ναύπλιο, Πάτρα, Πύργος, Σπάρτη και Τρίπολη.
Η ΔΕΗ είναι η μοναδική εταιρεία διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα, η οποία έχει στην ιδιοκτησία της το δίκτυο διανομής και είναι υπεύθυνη για τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας σε όλη την ελληνική επικράτεια. Η κάθε Περιοχή αποτελεί καταρχήν ανεξάρτητη οικονομική – διοικητική μονάδα, η οποία έχει αποστολή την ανάπτυξη, την συντήρηση και την λειτουργία του Δικτύου του γεωγραφικού χώρου ευθύνης της, καθώς και την παροχή πρόσβασης σ’ αυτό προς όλους του δικαιούμενους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Διαχείρισης Δικτύου. Η επίτευξη της αποστολής αυτής θα πρέπει να γίνεται με την καλύτερη δυνατή διαχείριση και αξιοποίηση των πόρων που διαθέτει η κάθε Περιοχή.
Ως εισροές για κάθε Περιοχή είναι η εργασία (αριθμός των μισθωτών), ο κύριος εξοπλισμός (δίκτυα διανομής και μετασχηματιστές διανομής) και τα λειτουργικά έξοδα (ελέγξιμες δαπάνες εκμετάλλευσης). Ο Κώδικας Διαχείρισης Δικτύου δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ποιότητα της παρεχόμενης ενέργειας και εξυπηρέτησης προς τους πελάτες. Για τον λόγο αυτό, υιοθετούνται επίσης ως εισροές, αντιπροσωπευτικά τους μεγέθη όπως: αριθμός βλαβών στο δίκτυο διανομής και χρόνος αποκατάστασης αυτών, καθώς και χρόνοι παροχών (μελέτη & κατασκευή). Ως εκροές, για μια Περιοχή Διανομής είναι ο αριθμός των πελατών (Χαμηλής Τάσης και Μέσης Τάσης), και η αντίστοιχη πωληθήσα ηλεκτρική ενέργεια.
Η σχετική αποδοτικότητα των Περιοχών υπολογίσθηκε με βάση την δυνατότητά τους να μειώσουν τις εισροές με δεδομένα τα υφιστάμενα επίπεδα εκροών (προσανατολισμός στην εισροή). Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν αφορούν στοιχεία για το έτος 2007. Χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό Warwick DEA Software, (Warwick Business School, Warwick University, UK).
Επίσης υπολογίσθηκαν οι συντελεστές συσχέτισης Pearson και Kendall, προκειμένου να εξεταστεί η ύπαρξη πιθανών συσχετίσεων μεταξύ των δεικτών αποδοτικότητας που προκύπτουν από την εφαρμογή της μεθόδου DEA και των απλών δεικτών αποδοτικότητας, ορισμένοι από τους οποίους χρησιμοποιούνται από τη ΔΕΗ, εκτιμούν όμως μεμονωμένους μόνο παράγοντες των Μονάδων.
Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψαν τα ακόλουθα, (τα οποία δεν υιοθετούνται απαραίτητα από την ΔΕΗ):
• Γενικά η αποδοτικότητα των Περιοχών είναι σχετικά υψηλή (>80%), πλην μιας Περιοχής.
• Ο κύριος εξοπλισμός των Περιοχών (δίκτυο διανομής και μετασχηματιστές διανομής) και οι υπηρεσίες που προσφέρουν στους πελάτες τους (αριθμός πελατών και πωληθήσα ηλεκτρική ενέργεια) αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την καταρχήν κατάταξή τους με βάση την τεχνική τους αποδοτικότητα.
• Λαμβάνοντας όμως υπόψη στη μελέτη και άλλα κριτήρια, όπως οι ελέγξιμες δαπάνες, η ποιότητα της παρεχόμενης ενέργειας και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, προκύπτει διαφοροποίηση στην αρχική κατάταξη των μη αποδοτικών Περιοχών, οι οποίες εν γένει βελτιώνουν την αποδοτικότητά τους, εκτός από τρεις περιοχές, οι οποίες παραμένουν στάσιμες.
• Εξετάζοντας την αποδοτικότητα κλίμακας (σύγκριση της τεχνικής αποδοτικότητας κάθε Περιοχής, υπό κλίμακα σταθερών και μεταβλητών αποδόσεων), προκύπτει ότι υπάρχει επίπτωση του μεγέθους της κλίμακας στην παραγωγικότητα της αποτιμώμενης Περιοχής σε 6 Περιοχές, (αποδοτικότητα κλίμακας < 1).
• Ορισμένοι από τους απλούς δείκτες αποδοτικότητας, οι οποίοι χρησιμοποιούνται και από τη ΔΕΗ, έχουν σημαντική συσχέτιση με τους δείκτες αποδοτικότητας που προκύπτουν από την εφαρμογή της μεθόδου DEA και μπορούν να εξηγήσουν την βαρύτητα ορισμένων παραγόντων στην διαμόρφωση της τεχνικής αποδοτικότητας των Μονάδων. Δεν παύουν όμως αυτοί οι απλοί δείκτες να εκτιμούν μεμονωμένους μόνο παράγοντες των Μονάδων, χωρίς να μπορούν να εκτιμήσουν την συνολική τεχνική αποδοτικότητα, όπως κάνει η μεθοδολογία DEA.
• Η μέθοδος DEA μπορεί να αποτελέσει ένα βασικό και χρήσιμο εργαλείο πληροφόρησης και κατεύθυνσης για την ιεραρχία των Περιοχών, χωρίς όμως απαραίτητα να αποτελεί πανάκεια για τη λήψη αποφάσεων, αφήνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο περιθώρια πρωτοβουλιών στη διοίκηση των Μονάδων. Η μέθοδος DEA συμβάλλει επίσης στην ανάπτυξη ενός εσωτερικού ανταγωνισμού μεταξύ των Μονάδων Διανομής.
Περαιτέρω έρευνα με την εφαρμογή της μεθόδου σε δεδομένα περισσότερων ετών (π.χ. πενταετία), θα οδηγούσε σε ποιο ασφαλή και αξιόπιστα αποτελέσματα, λαμβάνοντας υπόψη κατ’ αυτό τον τρόπο και την εξέλιξη – πορεία των Περιοχών στο χρόνο. Η έρευνα θα μπορούσε επίσης να εφαρμοστεί για όλες της Περιοχές της Διανομής (59 Περιοχές) και να προκύψουν συγκριτικά αποτελέσματα για τις 5 Περιφερειακές Διευθύνσεις της Γενικής Διεύθυνσης Διανομής. / The present thesis deals with the problem of comparative evaluation of Distribution Districts of Power Public Corporation (PPC), and more specifically the 14 Districts of Peloponnese – Epirus Region Department, with the use of DEA (Data Envelopment of Analysis). The examined Districts are: Aegio, Agrinio, Arta, Corfu, Ioannina, Kalamata, Kefalonia, Korinthos, Nauplio, Patras, Pyrgos, Sparti, Tripoli and Zakynthos.
PPC is the only company of electric energy distribution in the country, which is the ownership of the distribution network. Every District constitutes an independent economic–administrative unit, which has the mission of development, operation and maintenance of its network. It is also responsible to assure the access to the network of the beneficiaries (consumers & producers), according to the Distribution Network Operation Code.
As inputs for each District are the work (personnel), the main equipment (distribution network and distribution transformers) and the functional expenses (controllable expenses). The Distribution Network Operation Code gives particular importance in the quality of provided energy and service to the customers. For this reason, they are adopted also as inputs: the number of network interruptions and the duration of interruptions, as well as the connection time to the network (study and construction). As outputs for each District are the number of customers (Low Voltage and Medium Voltage) and the supplied energy.
The relative efficiency of Districts was calculated based on their possibility to decrease their inputs keeping their outputs constant (input orientation). The data that were used concern the year 2007. The Warwick DEA Software used for the calculations (Warwick Business School, Warwick University, UK).
The Pearson and Kendall correlation coefficient were also calculated and the DEA technical efficiencies were compared with simple indices of efficiency, which PPC uses.
From the analysis of data resulted following, (that are not necessarily adopted by PPC):
• Generally the Districts efficiency is relatively high (> 80%), except one District.
• The main equipment of Districts (distribution network and distribution transformers) and the offered services to their customers (number of customers and supplied energy) constitute decisive factors for their initial classification based on their technical efficiency.
• Taking into consideration more criteria, as the controllable expenses, the quality of provided energy and the quality of provided services, result differentiation in the initial classification of not efficient Districts, what in general improve their efficiency, apart from three Districts, what remain stagnant.
• Examining the scale efficiency (comparison of technical efficiency of each District, under variable and constant returns to scale), it results that exists effect of scale size in the productivity of 6 Districts, (scale efficiency < 1).
• Some of simple indices of efficiency, which are also used by PPC, have important correlation with the DEA efficiencies and may explain the importance of some factors in the configuration of technical efficiency of Districts. However these simple indices continue to estimate only individual factors of Districts and not the total technical efficiency, as DEA does.
• DEA can be a basic and useful tool of information and direction for the Districts Directors, without however be panacea for the decision-making, leaving in this way margins of initiatives in the Districts administration. DEA also contributes to the promotion of internal competition between the Distribution Districts.
|
2 |
Μία μέθοδος ανάλυσης της αποδοτικότητας μεγάλων οργανισμώνΚαρατζάς, Ανδρέας 18 February 2010 (has links)
Σκοπός αυτής της διπλωματικής είναι να παρουσιάσει τη μεθοδολογία της Data Envelopment Analysis, μιας τεχνικής σύγκρισης οργανισμών με απώτερο σκοπό τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας τους και τη μέτρηση της αποδοτικότητας τους. Γενικά οι μέθοδοι της ΠΕΑ χρησιμοποιούνται ως εργαλείο ώστε να αντιληφθούμε καλυτέρα και να αναλύσουμε το πώς κατανέμονται οι πόροι μιας επιχείρησης και πως αυτοί συνεισφέρουν στην παραγωγή της. Επιπρόσθετα, έχουν ως σκοπό να μεγιστοποιήσουν την απόδοση της επιχείρησης είτε περιορίζοντας τους πόρους της διατηρώντας το παραγόμενο προϊόν σταθερό είτε ελαχιστοποιώντας το παραγόμενο προϊόν διατηρώντας τους πόρους σταθερούς.
Προκειμένου να μελετηθεί μια μονάδα απόφασης διαχωρίζεται σε «εισόδους» και «εξόδους». Όταν μιλάμε για εισόδους της υπό μελέτης μονάδας εννοούμε τους αναγκαίους πόρους που χρειάζεται για να λειτουργήσει ενώ αντίστοιχα ως εξόδους αναφέρουμε τα παραγόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρει. Για παράδειγμα, ως είσοδοι σε τραπεζικά υποκαταστήματα μπορεί να θεωρηθούν τα λειτουργικά κόστη του ακινήτου και το προσωπικό ενώ ως έξοδοι το σύνολο των χρηματικών συναλλαγών που πραγματοποιούνται ή ο αριθμός των πελατών που έχουν συνάψει συνεργασία με το υποκατάστημα αυτό. Παρουσιάζεται αρχικά το μοντέλο CCR που είναι το βασικότερο ανάμεσα στις μεθόδους της DEA (παρουσιάστηκε το 1978 από τους Charnes, Cooper και
Rhodes). Παρατίθεται η υπολογιστική διαδικασία του μοντέλου ΕΟΚ καθώς και μία επέκταση του με την χρήση του δυϊκού προβλήματος το οποίο υπερτερεί έναντι του πρωτεύοντος σε ταχύτητα επίλυσης σε μεγάλο αριθμό μονάδων απόφασης καθώς επίσης και στο εύρος λύσεων του προβλήματος. Το μοντέλο CCR καθώς και οι επεκτάσεις του στηρίχτηκαν στον ορισμό των σταθερών οικονομιών κλίμακας δηλαδή θα πρέπει να ισχύει ότι εάν μια δράση (x,y) είναι εφικτή, τότε για κάθε θετικό αριθμό t, η δράση (tx,ty) είναι επίσης εφικτή. Έτσι, αν αποδώσουμε γραφικά την αποδοτικότητα όλων των μονάδων απόφασης και σχεδιάσουμε το σύνορο αποδοτικότητας, αυτό θα αποτελείται από ευθύγραμμα τμήματα με ακμές τις μονάδες απόφασης.
Το επόμενο μοντέλο που παρουσιάζεται είναι αυτό των Banker, Charnes και Cooper (BBC) όπου η κύρια διάφορα του με το προηγούμενο έγκειται στο γεγονός ότι το σύνολο παραγωγικότητας είναι το κυρτό σύνολο των σημείων που απεικονίζουν τις μονάδες απόφασης (και όχι τα ευθύγραμμα τμήματα τους).
Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο παραπάνω μοντέλων είναι ότι κάθε φορά στην ανάλυση των δεδομένων πρέπει να εστιάσουμε είτε στην ελαχιστοποίηση των εισόδων είτε στην μεγιστοποίηση των εξόδων για να εξάγουμε συμπεράσματα. Τα προσθετικά μοντέλα που παρουσιάζονται στη συνέχεια δεν κάνουν αυτόν τον διαχωρισμό καθώς στηρίζονται στην ελαχιστοποίηση της περίσσειας πόρων εισόδου και την ταυτόχρονη μεγιστοποίηση των παραγόμενων εξόδων. Επιπρόσθετα, πλεονέκτημα των προσθετικών μοντέλων είναι η ανάλυση αρνητικών δεδομένων κάτι που δεν ήταν εφικτό από τα προηγούμενα μοντέλα. Παρουσιάζεται, επίσης, μια επέκταση του προσθετικού μοντέλου όπου η μέτρηση της αποδοτικότητας δεν επηρεάζεται από τυχόν διαφορές στις μονάδες μέτρησης ανάμεσα στις εξόδους και τις εισόδους.
Τέλος περιγράφεται η ανάλυση ευαισθησίας που είναι μία σημαντική παράμετρος των μεθόδων της DEA καθώς δίνει την δυνατότητα σε κάποιον να μελετήσει τις διαφοροποιήσεις όταν εισάγονται η διαγράφονται μονάδες λήψης αποφάσεων η όταν εισάγονται η διαγράφονται είσοδοι και έξοδοι σε ένα πρόβλημα. / The purpose of this thesis is to present the methodology of Data Envelopment Analysis, a technique to compare organizations with a view to optimizing the operation and measurement of their profitability.
Generally, methods of DEA are used as a tool to better understand and analyze how resources are distributed and how each one contributes to company’s production. Additionally, they are designed to maximize the performance of business by limiting its resources while maintaining the output constant or by minimizing the product obtained by maintaining the resources constant.
The unique characteristics of every decision making unit are "inputs" and "outputs". Inputs of a unit correspond to the resources needed for the company to operate and outputs correspond to the products or services offered. For example, inputs in bank branches can be considered all the operating costs of the property and the personnel occupied and us outputs all financial transactions carried out or the whole number of customers that have made transactions with a particular branch.
Initially the CCR model is presented as it is considered to be the very first method of DEA (firstly introduced by Charnes, Cooper and Rhodes). The whole process of the CCR model is presented and also an extension and the use of the dual problem that outweighs the computational speed of the primary model in solving a large number of decision points as well as the range of solutions to the problem. The CCR model and its extensions are based on the definition of constant economies of scale which can be expressed as if an action (x, y) is feasible, then for each positive number t, the action (tx, ty) is also feasible. Thus, if we depict the performance of every decision making unit in a single graph with their corresponding performance, then the efficient frontier consists of segments that have decision making units in each edge
The next model presented is that of Banker, Charnes and Cooper (BBC) where the main difference with the previous lies in the fact that total productivity is the convex set of points that reflects the decision making units (and not their segments). A common feature of both these models is that each time the data analysis should focus either on minimizing inputs or on maximizing outputs to come over a conclusion. The additive models presented does not make this distinction as they are based on the minimization of the excess resources of inputs and simultaneously on the maximization of produced outputs. Additionally, a competitive advantage of the additive model is the analysis of negative data which was not possible with previous models. An extension of the additive model is presented where the measurement of efficiency is not affected by any differences in units between the inputs and outputs. Finally, the sensitivity analysis is described as an important parameter of DEA’s methods as it analyses the differences in production when a decision making unit is imported or deleted or when inputs and outputs are being inserted or deleted in a problem set.
|
3 |
Ανάλυση των επιχειρήσεων του πρωτογενούς τομέα στην ΑιτωλοακαρνανίαΤζούπης, Αλέξανδρος 07 July 2015 (has links)
Σκοπός της εν λόγω διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη και η αξιολόγηση των οικονομικών καταστάσεων των αγροτικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο νομό Αιτωλοακαρνανίας με την χρήση χρηματοοικονομικών δεικτών. Σημαντικό στοιχείο της εργασίας αποτελεί το γεγονός ότι η χρονική περίοδος αξιολόγησης των επιχειρήσεων διαχωρίζεται με ορόσημο το διαχειριστικό έτος 2008 ώστε να έχουμε μία πλήρη εικόνα των επιχειρήσεων προ οικονομικής κρίσης και μετά. / --
|
4 |
Μεταβολές του αζώτου στο έδαφος και την καλλιέργεια γλυκού σόργου (Sorghum bicolor (L) Moench)Κουβέλας, Αντώνης 24 January 2011 (has links)
Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν η μελέτη της δυναμικής του αζώτου σε καλλιέργεια γλυκού σόργου. Χρησιμοποιήθηκαν φυτά γλυκού σόργου [Sorghum bicolor (L) Moench] ποικιλίας Keller και πραγματοποιήθηκαν αφ’ ενός πειράματα στο πεδίο αφ’ ετέρου πειράματα σε πλαστικά δοχεία.
Τα πειράματα πεδίου πραγματοποιήθηκαν σε αγρόκτημα του Πανεπιστημίου Πατρών, τις καλλιεργητικές περιόδους του 2004 και 2005, και περιλάμβαναν δύο χειρισμούς (βιολογική και συμβατική διαχείριση της γονιμότητας του εδάφους), με τρεις επαναλήψεις ο καθένας σε πλήρη τυχαιοποιημένη διάταξη. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων πεδίου, έδειξαν ότι η βιολογική διαχείριση της γονιμότητας του εδάφους ευνόησε τη διαθεσιμότητα του εδαφικού νιτρικού αζώτου. Το 2004, μέχρι και την ολοκλήρωση της άνθησης, τα φυτά του βιολογικού χειρισμού συσσώρευσαν περισσότερο άζωτο από ό,τι τα φυτά του συμβατικού χειρισμού, αν και οι διαφορές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές, εκτός από τη δεύτερη δειγματοληψία, όπου τα φυτά του συμβατικού χειρισμού συσσώρευσαν 2,69 N gm-2, ενώ για τα φυτά του βιολογικού χειρισμού η αντίστοιχη τιμή ήταν 5,12 N gm-2. Το 2005, η συσσώρευση αζώτου ακολούθησε παρόμοια πορεία μέχρι τα μέσα της άνθησης και οι διαφορές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές, εκτός από τη τρίτη δειγματοληψία, όπου τα φυτά του συμβατικού χειρισμού συσσώρευσαν 3,61 N gm-2, ενώ για τα φυτά του βιολογικού χειρισμού η αντίστοιχη τιμή ήταν 4,61 N gm-2.
H επίδραση εμβολίων Azospirillum brasilense, σε παραμέτρους αύξησης φυτών γλυκού σόργου και στην πρόσληψη αζώτου από τα φυτά, υπό διαφορετικά επίπεδα αζωτούχου λίπανσης μελετήθηκε σε πειράματα σε πλαστικά δοχεία. Το κάθε πείραμα περιλάμβανε πέντε χειρισμούς με τριάντα επαναλήψεις, έκαστος. Τα φυτά που εμβολιάστηκαν με Azospirillum brasilense και έλαβαν τη μισή ποσότητα αζώτου, έδωσαν 7,69 g ξηρής βιομάζας φυτό-1 στο τέλος του πρώτου πειράματος και 4,89 g ξηρής βιομάζας φυτό-1 στο τέλος του δεύτερου πειράματος, ενώ τα φυτά που δέχθηκαν πλήρη λίπανση αζώτου χωρίς εμβόλιο έδωσαν 2,39 και 2,04 g ξηρής βιομάζας φυτό-1 στο τέλος του πρώτου και δεύτερου πειράματος αντιστοίχως. Οι διαφορές των χειρισμών ανά πείραμα ήταν στατιστικά σημαντικές. Το συνολικό προσλαμβανόμενο άζωτο από τα φυτά που εμβολιάστηκαν με Azospirillum brasilense και έλαβαν τη μισή ποσότητα αζώτου ήταν 153,23 και 99,96 mg φυτό-1 στο τέλος του πρώτου και του δεύτερου πειράματος αντιστοίχως. Οι τιμές ήταν υψηλότερες σε σχέση με τις τιμές του συνολικού προσλαμβανόμενου αζώτου των φυτών των λοιπών και οι διαφορές ήταν στατιστικά σημαντικές. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων έδειξαν υψηλή αξιοποίηση του εφαρμοζόμενου αζώτου των φυτών που εμβολιάστηκαν με Azospirillum.
Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν την βιωσιμότητα ενός βιολογικού συστήματος καλλιέργειας, όσον αφορά την κάλυψη των αναγκών των φυτών σε άζωτο. Η υψηλή αξιοποίηση του αζώτου από τα φυτά γλυκού σόργου, οδηγεί στη μείωση εφαρμογής αζωτούχων λιπασμάτων και συμβάλλει στη μείωση του κόστους καλλιέργειας, στη μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στην μείωση διήθησης νιτρικών στο υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. / The aim of the present thesis was to study the nitrogen dynamics in sweet sorghum crop. Sweet sorghum plants [Sorghum bicolor (L) Moench] variety Keller were used, and field and experiments were conducted.
Field experiments were conducted during 2004 and 2005 growing seasons at the experimental station of the University of Patras, Greece and there were two treatments (biological and conventional soil fertility treatment), in a randomized complete block experimental design with three replications. The results showed that biological soil fertility treatment favour soil nitrate nitrogen concentration. In 2004, until completion of blooming, nitrogen uptake was higher in plants cultivated on biological fertility treated soil than in them cultivated on conventional but the differences were not statistically significant, except in second sampling, which nitrogen uptake was 2,69 N gm-2 in plants cultivated on conventional fertility treated soil and it was 5,12 N gm-2 in plants cultivated on conventional fertility treated soil. In 2005, until half of blooming, nitrogen uptake was similarly ranged for both treatments but the differences were not statistically significant, except in third sampling, which nitrogen uptake was 3,61 N gm-2 in plants cultivated on conventional fertility treated soil and it was 4,61 N gm-2 in plants cultivated on conventional fertility treated soil.
Τhe effect of Azospirillum brasilense inoculation on growth parameters and nitrogen uptake in sweet sorghum plants fertilized with various nitrogen levels, was studied during pot experiments. Each experiment was including five treatments and thirty replications of each. Plants inoculated with Azospirillum brasilense and receiving half amount of nitrogen fertilizer produced 7,69 g dry biomass plant-1 at the end of the first experiment and they produced 4,89 at the end of the second one, while plants receiving full amount of nitrogen fertilizer and no inoculation produced 2,39 and 2,04 g dry biomass plant-1 at the end of the first and second experiment, respectively. Differences among treatments in each experiment, were statistically significant. Total nitrogen uptake in Plants inoculated with Azospirillum brasilense and receiving half amount of nitrogen fertilizer was 153,23 and it was 99,96 mg plant-1 at the end of first and second experiment, respectively. Those plants showed higher nitrogen uptake than plants from each other treatment and the differences were statistically significant. Results showed that treatments which inoculated with Azospirillum brasilense were the most efficient in terms of nitrogen uptake.
These results indicate that biological management provides an adequate nitrogen nutrition to sweet sorghum crop. High nitrogen efficiency in sweet sorghum plants leads in reduced applying nitrogen fertilization and contribute in reduced crop cost, in reduced emission of the greenhouse gas and in reduced leaching of NO3-N to ground water.
|
Page generated in 0.0273 seconds