1 |
L’aversion extrême aux risques majeurs : une approche économique basée sur le modèle de l’utilité espérée dépendante des rangs / The extreme aversion to major risks : an economic approach based on rank-dependent expected utility modelSantos, Joël 03 September 2014 (has links)
La thèse vise à caractériser l’aversion des individus face aux risques majeurs. Cette caractérisation s’appuie sur la notion de consentements à payer (pour éviter ce type de risques) et mobilise les modèles d’utilité espérée (UE) et d’utilité espérée dépendante des rangs (UEDR) de Quiggin (1982). Ces deux modèles permettent un traitement identique des conséquences monétaires, mais diffèrent quant au traitement des probabilités. Dans le cadre des risques majeurs, cela se traduit sous UEDR par une surévaluation potentiellement très importante des très petites probabilités. S’appuyant sur une méthode d’approximation des consentements à payer bien adaptée au cadre des risques majeurs, on montre que les consentements à payer d’un individu UEDR peuvent être substantiellement plus élevés que ceux d’un individu UE. En particulier, l’ampleur de cette différence en termes de consentements à payer est strictement équivalente à l’ampleur de la surévaluation subjective des très petites probabilités objectives de perte. En plus de ce résultat théorique, la thèse mène une investigation expérimentale, au moyen de la méthode d’élicitation des Tradeoff (Deneffe et Wakker, 1996), qui confirme le résultat standard du modèle UEDR selon lequel les individus surpondèrent les très petites probabilités. L’expérimentation met aussi en évidence que cette surpondération est d’autant plus importante que la probabilité objective est petite. Enfin, à partir des résultats théoriques et expérimentaux de la thèse, on évalue le cas du coût subjectif d'un risque majeur, en particulier d'un accident nucléaire grave. Nos résultats montrent que ce coût se traduit par des consentements à payer qui sont bien plus élevés sous UEDR que sous UE. Ces différences en matière de consentements à payer qui existent entre ces deux modèles montrent sans ambiguïté l’impact de l’ampleur de la surpondération des très petites probabilités sur la caractérisation des comportements des individus vis-à-vis des risques majeurs. / The objective of this thesis is to characterize individuals’ aversion to major risks. This characterization relies on the notion of willingness-to-pay (to avoid this type of risks) and calls for the expected utility (EU) model and the rank-dependent expected utility (RDEU) model developed by Quiggin (1982). These models identically deal with monetary consequences but differ as regards to the treatment of probabilities. In the context of major risks, RDEU leads to a potentially high overvaluation of very low probabilities. Based on an approximation method of willingness-to-pay that is well-suited to the study of major risks, we show that the willingness-to-pay of an RDEU decision-maker may be substantially higher than the willingness-to-pay of an EU decision-maker. In particular, the extent of this difference in terms of willingness-to-pay is strictly equivalent to the extent of the subjective overvaluation of very small objective probabilities of loss. In addition to this theoretical result, this thesis leads an experimental investigation that uses the (gamble-)tradeoff method of elicitation (Deneffe & Wakker, 1996). The experiment confirms the standard result of the RDEU model according to which individuals overweight very small probabilities. This experiment also emphasizes on the fact that such overweighting is all the more so large as the objective probability is small. Using both theoretical and experimental results of this thesis we eventually investigate the case of the subjective cost of major risks, dealing with a serious nuclear accident in particular. Our results show that this cost translates into willingness-to-pay levels that are way higher under RDEU than under EU. Such differences between the two models as regards to willingness-to-pay unambiguously show the impact of the extent of overweighting of very small probabilities on the characterization of individual behaviors towards major risks.
|
2 |
Χαρακτηριστικά και πρόβλεψη επιχειρήσεων στόχων εξαγοράς - συγκριτική ανάλυση και ανάπτυξη νέων οικονομετρικών υποδειγμάτων / Characteristics and prediction of takeover targets - comparative analysis and development of new econometric modelsΤσαγκανός, Αθανάσιος 04 February 2008 (has links)
Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η ανάδειξη των χαρακτηριστικών των επιχειρήσεων – στόχων του βιομηχανικού τομέα και η δυνατότητα πρόβλεψης αυτών αποκαλύπτοντας έτσι τα κίνητρα των αγοραστών. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται μέσα από ένα διαφοροποιημένο τρόπο ανάπτυξης του θεωρητικού πλαισίου (σε σχέση με τους υφιστάμενους) και κατ’ επέκταση των θεωρητικών υποθέσεων. Σε αντιστοιχία με τις θεωρητικές υποθέσεις αναπτύσσεται η δειγματοληψία και ορίζονται οι μεταβλητές. Συνέπεια τούτου, οι μεταβλητές διακρίνονται σε χρηματοοικονομικές και μη χρηματοοικονομικές. Το κύριο βάρος της εργασίας εστιάζεται στην εφαρμογή εναλλακτικών οικονομετρικών υποδειγμάτων αναφορικά με τους στόχους – εξαγοράς. Η κύρια συνεισφορά της διατριβής εντοπίζεται στη θεωρητική ανάπτυξη και εφαρμογή ενός νέου ουσιαστικά οικονομετρικού υποδείγματος του Bootstrap Mixed Logit (BMXL) που δίνει μια νέα διάσταση τόσο στον εντοπισμό των χαρακτηριστικών των επιχειρήσεων – στόχων όσο και στη δυνατότητα βελτίωσης της πρόβλεψης αυτών. Τέλος η εργασία ολοκληρώνεται εξάγοντας τα κύρια συμπεράσματα και κάνοντας προτάσεις για μελλοντική έρευνα και συνεισφορά. / The purpose of this dissertation is the identification of the characteristics of takeover targets of industrial sector and its predictive ability revealing the motives of buyers. This purpose is achieved using a different theoretical context and manner of sampling. We distinct the variables into financial and non financial. We focus on the application of alternative econometric model relatively to the takeover targets. The contribution of this dissertation is located to the theoretical development and application of a new econometric model the Bootstrap Mixed Logit (BMXL)that provide a new dimension not only on the identification of takeover targets but also on the ability of their prediction. Finally, the dissertation concludes making suggestion for future research.
|
3 |
Υποδείγματα δεικτών διάχυσης (diffusion index models) : μια εφαρμογή σε δεδομένα του ελληνικού πληθωρισμού / Diffusion index models : an application in data of Greek inflationΚανελλόπουλος, Βασίλειος 01 June 2010 (has links)
Τα υποδείγματα δεικτών διάχυσης χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη χρονοσειρών όπως το ΑΕΠ ή ο πληθωρισμός.Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στην εκτίμηση παραγόντων με την μέθοδο των κύριων συνιστωσών. / Diffusion Index Models are used in forecasts of time series such as GNP or inflation.This method is based on estimation of factors with the method of principal components.
|
4 |
Μία μέθοδος ανάλυσης της αποδοτικότητας μεγάλων οργανισμώνΚαρατζάς, Ανδρέας 18 February 2010 (has links)
Σκοπός αυτής της διπλωματικής είναι να παρουσιάσει τη μεθοδολογία της Data Envelopment Analysis, μιας τεχνικής σύγκρισης οργανισμών με απώτερο σκοπό τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας τους και τη μέτρηση της αποδοτικότητας τους. Γενικά οι μέθοδοι της ΠΕΑ χρησιμοποιούνται ως εργαλείο ώστε να αντιληφθούμε καλυτέρα και να αναλύσουμε το πώς κατανέμονται οι πόροι μιας επιχείρησης και πως αυτοί συνεισφέρουν στην παραγωγή της. Επιπρόσθετα, έχουν ως σκοπό να μεγιστοποιήσουν την απόδοση της επιχείρησης είτε περιορίζοντας τους πόρους της διατηρώντας το παραγόμενο προϊόν σταθερό είτε ελαχιστοποιώντας το παραγόμενο προϊόν διατηρώντας τους πόρους σταθερούς.
Προκειμένου να μελετηθεί μια μονάδα απόφασης διαχωρίζεται σε «εισόδους» και «εξόδους». Όταν μιλάμε για εισόδους της υπό μελέτης μονάδας εννοούμε τους αναγκαίους πόρους που χρειάζεται για να λειτουργήσει ενώ αντίστοιχα ως εξόδους αναφέρουμε τα παραγόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρει. Για παράδειγμα, ως είσοδοι σε τραπεζικά υποκαταστήματα μπορεί να θεωρηθούν τα λειτουργικά κόστη του ακινήτου και το προσωπικό ενώ ως έξοδοι το σύνολο των χρηματικών συναλλαγών που πραγματοποιούνται ή ο αριθμός των πελατών που έχουν συνάψει συνεργασία με το υποκατάστημα αυτό. Παρουσιάζεται αρχικά το μοντέλο CCR που είναι το βασικότερο ανάμεσα στις μεθόδους της DEA (παρουσιάστηκε το 1978 από τους Charnes, Cooper και
Rhodes). Παρατίθεται η υπολογιστική διαδικασία του μοντέλου ΕΟΚ καθώς και μία επέκταση του με την χρήση του δυϊκού προβλήματος το οποίο υπερτερεί έναντι του πρωτεύοντος σε ταχύτητα επίλυσης σε μεγάλο αριθμό μονάδων απόφασης καθώς επίσης και στο εύρος λύσεων του προβλήματος. Το μοντέλο CCR καθώς και οι επεκτάσεις του στηρίχτηκαν στον ορισμό των σταθερών οικονομιών κλίμακας δηλαδή θα πρέπει να ισχύει ότι εάν μια δράση (x,y) είναι εφικτή, τότε για κάθε θετικό αριθμό t, η δράση (tx,ty) είναι επίσης εφικτή. Έτσι, αν αποδώσουμε γραφικά την αποδοτικότητα όλων των μονάδων απόφασης και σχεδιάσουμε το σύνορο αποδοτικότητας, αυτό θα αποτελείται από ευθύγραμμα τμήματα με ακμές τις μονάδες απόφασης.
Το επόμενο μοντέλο που παρουσιάζεται είναι αυτό των Banker, Charnes και Cooper (BBC) όπου η κύρια διάφορα του με το προηγούμενο έγκειται στο γεγονός ότι το σύνολο παραγωγικότητας είναι το κυρτό σύνολο των σημείων που απεικονίζουν τις μονάδες απόφασης (και όχι τα ευθύγραμμα τμήματα τους).
Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο παραπάνω μοντέλων είναι ότι κάθε φορά στην ανάλυση των δεδομένων πρέπει να εστιάσουμε είτε στην ελαχιστοποίηση των εισόδων είτε στην μεγιστοποίηση των εξόδων για να εξάγουμε συμπεράσματα. Τα προσθετικά μοντέλα που παρουσιάζονται στη συνέχεια δεν κάνουν αυτόν τον διαχωρισμό καθώς στηρίζονται στην ελαχιστοποίηση της περίσσειας πόρων εισόδου και την ταυτόχρονη μεγιστοποίηση των παραγόμενων εξόδων. Επιπρόσθετα, πλεονέκτημα των προσθετικών μοντέλων είναι η ανάλυση αρνητικών δεδομένων κάτι που δεν ήταν εφικτό από τα προηγούμενα μοντέλα. Παρουσιάζεται, επίσης, μια επέκταση του προσθετικού μοντέλου όπου η μέτρηση της αποδοτικότητας δεν επηρεάζεται από τυχόν διαφορές στις μονάδες μέτρησης ανάμεσα στις εξόδους και τις εισόδους.
Τέλος περιγράφεται η ανάλυση ευαισθησίας που είναι μία σημαντική παράμετρος των μεθόδων της DEA καθώς δίνει την δυνατότητα σε κάποιον να μελετήσει τις διαφοροποιήσεις όταν εισάγονται η διαγράφονται μονάδες λήψης αποφάσεων η όταν εισάγονται η διαγράφονται είσοδοι και έξοδοι σε ένα πρόβλημα. / The purpose of this thesis is to present the methodology of Data Envelopment Analysis, a technique to compare organizations with a view to optimizing the operation and measurement of their profitability.
Generally, methods of DEA are used as a tool to better understand and analyze how resources are distributed and how each one contributes to company’s production. Additionally, they are designed to maximize the performance of business by limiting its resources while maintaining the output constant or by minimizing the product obtained by maintaining the resources constant.
The unique characteristics of every decision making unit are "inputs" and "outputs". Inputs of a unit correspond to the resources needed for the company to operate and outputs correspond to the products or services offered. For example, inputs in bank branches can be considered all the operating costs of the property and the personnel occupied and us outputs all financial transactions carried out or the whole number of customers that have made transactions with a particular branch.
Initially the CCR model is presented as it is considered to be the very first method of DEA (firstly introduced by Charnes, Cooper and Rhodes). The whole process of the CCR model is presented and also an extension and the use of the dual problem that outweighs the computational speed of the primary model in solving a large number of decision points as well as the range of solutions to the problem. The CCR model and its extensions are based on the definition of constant economies of scale which can be expressed as if an action (x, y) is feasible, then for each positive number t, the action (tx, ty) is also feasible. Thus, if we depict the performance of every decision making unit in a single graph with their corresponding performance, then the efficient frontier consists of segments that have decision making units in each edge
The next model presented is that of Banker, Charnes and Cooper (BBC) where the main difference with the previous lies in the fact that total productivity is the convex set of points that reflects the decision making units (and not their segments). A common feature of both these models is that each time the data analysis should focus either on minimizing inputs or on maximizing outputs to come over a conclusion. The additive models presented does not make this distinction as they are based on the minimization of the excess resources of inputs and simultaneously on the maximization of produced outputs. Additionally, a competitive advantage of the additive model is the analysis of negative data which was not possible with previous models. An extension of the additive model is presented where the measurement of efficiency is not affected by any differences in units between the inputs and outputs. Finally, the sensitivity analysis is described as an important parameter of DEA’s methods as it analyses the differences in production when a decision making unit is imported or deleted or when inputs and outputs are being inserted or deleted in a problem set.
|
5 |
Inférences dans les modèles ARCH : tests localement asymptotiquement optimaux / Inference in ARCH models : asymptotically optimal local testsLounis, Tewfik 16 November 2015 (has links)
L'objectif de cette thèse est la construction des tests localement et asymptotiquement optimaux. Le problème traité concerne un modèle qui contient une large classe de modèles de séries chronologiques. La propriété de la normalité asymptotique locale (LAN) est l'outil fondamental utilisé dans nos travaux de recherches. Une application de nos travaux en finance est proposée / The purpose of this phD thesis is the construction of alocally asymptotically optimal tests. In this testing problem, the considered model contains a large class of time series models. LAN property was the fundamental tools in our research works. Our results are applied in financial area
|
Page generated in 0.0314 seconds