Spelling suggestions: "subject:"κατάσταση"" "subject:"εγκατάσταση""
11 |
Optimization of cDNA microarray image analysis methods / Βελτιστοποίηση της επεξεργασίας εικόνας μικροσυστοιχιών DNAΔασκαλάκης, Αντώνιος 03 May 2010 (has links)
The expression of genetic information, in all organisms, might be characterized as in a constant state of flux with only a fraction of the gene within a genome being expressed at any given time. The genes’ expression pattern reflects the response of cells to stimuli that control growth, development and signal environmental changes. Understanding genes’ expression at the level of transcription and/or other stages of gene regulation at the mRNA level (half life of mRNA, RNA production from primary transcript) might reveal insights into the genes expression mechanisms that control these changes.
With the DNA microarray technology researchers are now able to determine, in a single experiment, the gene expression profiles of hundreds to tens of thousands of genes in tissue, tumors, cells or biological fluids. Accordingly, and since the patterns of gene expression are strongly functionally correlated, microarrays might provide unprecedented information both on basic research (e.g. expression profiles of different tissues) and on applied research (e.g. human diseases, drug and hormone action etc).
While the simultaneous measurement of thousands of gene expression levels potentially serves as source of profound knowledge, genes quantification (i.e. extraction of the genes expression levels) is confounded by various types of noise originating both from the microarray experimental procedure (e.g. sample preparation) and the probabilistic characteristics of the microarray detection process (e.g. scanning errors). The “noisy” nature of the measured gene expression levels obscures some of the important characteristics of the biological processes of interest. The latter, as a direct effect, renders the extraction of biological meaningful conclusions through microarray experiments difficult and affects the accuracy of the biological inference. Thus, as a major challenge in DNA microarray analysis, and especially for the accurate extraction of genes expression levels, might be considered the effective separation of “true” gene expression values from noise.
Noise reduction is an essential process, which has to be incorporated into the microarray image analysis pipeline in order to minimize the “errors” that propagate throughout the microarray analysis pipeline and, consequently, affect the extracted gene expression levels. A possible solution, as proposed in previous studies, for addressing microarray image noise is image enhancement. Results of these studies have indicated a superior quality of the enhanced images, without however examining whether enhancement leads to more accurate spot segmentation or reduces the variability of the extracted gene expression levels.
As foresaid, noise also complicates the extraction of meaningful biological conclusions. While more advanced methods have been introduced [28-32] that attempt to prevent the noisy set of genes from being grouped, there is a lack of consensus among experts on the selection of a single method for determining meaningful clusters of genes. The latter, directly affects the biological inference, since different number of clusters are produced when different clustering techniques or either different parameters in the clustering algorithms are utilized.
Thus, it turns up that it is not only important to assess the performance of each analysis stage independently (i.e. whether the techniques employed in the microarray analysis pipeline provide accurate extracted gene expression levels or the clustering techniques group biologically related genes) but it is also necessary to ensure an acceptable performance of all steps, as a whole, in terms of biologically meaningful information.
This thesis has been carried out towards the development of a complete microarray image processing and analysis framework in order to improve the extraction and, consequently, the quantification of gene expression levels on spotted complementary DNA (cDNA) microarray images. The aims of the present thesis are: a) to model and address the effects of cDNA microarray image noise in such a way that it will increase the accuracy of the extracted gene expression levels, b) to investigate the impact of noise and facilitate genes expression data analysis in order to allow biologists to develop an integrated understanding of the process being studied, c) to introduce a semi-supervised biologically informed criterion for the detection of meaningful biological clusters of genes that answer specific biological questions, d) to investigate the performance and the impact of various state-of-art and novel cDNA microarray image segmentation techniques in the quantification of genes expression levels
For exploring all of these aspects, a complete and robust framework of microarray image processing and analysis techniques was designed, built and implemented. The framework incorporated in the microarray analysis pipeline a novel combination of image processing and analysis techniques originating from the comprehensive quantitative investigation of the impact of noise on spot segmentation, intensity extraction and data mining. Additionally, novel formulations of known image segmentation techniques have been introduced, implemented and evaluated in the task of microarray image segmentation. The usefulness of the proposed methods has been validated experimentally on both simulated and real cDNA microarray images. / Η έκφραση της γενετικής πληροφορίας, σε όλους τους οργανισμούς, χαρακτηρίζεται από μια σταθερή κατάσταση «ροής» στην οποία όμως μόνο ένα μέρος του γονιδίου μέσα στο γονιδίωμα (genome) εκφράζεται ανά χρονική στιγμή. Το γονιδιακό μοτίβο έκφρασης (gene expression pattern or gene expression profile) θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντανακλά την αντίδραση των κυττάρων στα διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα. Για να μπορέσουν να απαντηθούν ερωτήματα σχετικά με τους μηχανισμούς που επηρεάζουν και μεταβάλλουν τη γονιδιακή έκφραση ανάλογα με το εξωτερικό ερέθισμα είναι απαραίτητη η μελέτη της γονιδιακής έκφρασης σε μεταγραφικό επίπεδο (transcription level) ή/και άλλα στάδια (παράγοντες) που ρυθμίζουν τη γονιδιακή έκφραση (gene regulation) σε επίπεδο mRNA.
Με τη χρήση της τεχνολογίας των μικροσυστοιχιών, οι ερευνητές έχουν πλέον τη δυνατότητα να μελετήσουν ταυτόχρονα την γονιδιακή έκφραση δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων γονιδίων σε ιστούς, κύτταρα όγκους κλπ με τη χρήση ενός και μόνο πειράματος. Κατά συνέπεια, και από τη στιγμή που τα γονιδιακά μοτίβα έκφρασης συσχετίζονται έντονα λειτουργικά (functionally correlated), η τεχνολογία των μικροσυστοιχιών παρέχει ανεκτίμητης αξίας πληροφορίες που μπορούν να δώσουν ώθηση τόσο στην ανάπτυξη της βασικής έρευνας π.χ. μελέτη των γονιδιακών προφίλ έκφρασης διαφορετικών ιστών όσο και στην ανάπτυξη της εφαρμοσμένης έρευνας π.χ. μελέτη ασθενειών, δράση φαρμάκων και ορμονών κλπ.
Παρά τη δυνατότητα που παρέχει η τεχνολογία των μικροσυστοιχιών για την ταυτόχρονη μέτρηση των επιπέδων έκφρασης χιλιάδων γονιδίων, η ποσοτικοποίηση της γονιδιακής έκφρασης (δηλ. η εξαγωγή των επιπέδων έκφρασης των γονιδίων), επηρεάζεται από τους διάφορους τύπους θορύβου που υπεισέρχονται τόσο κατά την πειραματική διαδικασία κατασκευής των μικροσυστοιχιών (π.χ. προετοιμασία δειγμάτων) όσο και από τα πιθανοκρατικά χαρακτηριστικά που διέπουν τη διαδικασία ανίχνευσης (microarray scanning procedure) των μικροσυστοιχιών (π.χ. λάθη ανίχνευσης). Η «θορυβώδης» φύση των γονιδίων και κατά συνέπεια των μετρούμενων γονιδιακών εκφράσεων «κρύβει» (obscure) μερικά από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά των βιολογικών διαδικασιών ενδιαφέροντος και καθιστά δύσκολη την εξαγωγή χρήσιμων βιολογικών συμπερασμάτων.
Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι η μείωση του θορύβου είναι μια πολύ σημαντική διαδικασία η οποία θα πρέπει να ενσωματωθεί στην αλγοριθμική μεθοδολογία που μέχρι στιγμής χρησιμοποιείται για την εξαγωγή των γονιδιακών εκφράσεων από τις εικόνες μικροσυστοιχιών. Με αυτό τον τρόπο θα ελαχιστοποιηθούν τα πιθανά «λάθη» τα οποία μεταφέρονται (propagate) κατά τη διαδικασία εξαγωγής των εντάσεων (μέσω της χρησιμοποιούμενης αλγοριθμικής μεθοδολογίας) και τελικά επηρεάζουν την «ακριβή» εξαγωγή των γονιδιακών εκφράσεων.
‘Ως πιθανή λύση για την αντιμετώπιση του θορύβου στις εικόνες μικροσυστοιχιών, έχει προταθεί στη διεθνή βιβλιογραφία η χρήση τεχνικών αναβάθμισης εικόνας. Τα αποτελέσματα αυτών των επιστημονικών εργασιών συμπεραίνουν ότι με τη χρήση τεχνικών αναβάθμισης η ποιότητα των επεξεργασμένων εικόνων είναι σαφώς καλύτερη. Ωστόσο, καμία από αυτές τις εργασίες δεν μελετάει εάν οι τεχνικές αναβάθμισης οδηγούν στον ακριβέστερο προσδιορισμό των παρυφών των κουκίδων (spot) από τις οποίες εξάγονται οι γονιδιακές εκφράσεις ή εάν βοηθάνε στη μείωση της μεταβλητότητας (variability) των εξαγόμενων γονιδιακών εκφράσεων.
Επιπρόσθετα, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, ο θόρυβος παρεμποδίζει την εξαγωγή χρήσιμων βιολογικών συμπερασμάτων. Παρά το μεγάλο πλήθος εξελιγμένων μεθόδων που έχουν προταθεί στη διεθνή βιβλιογραφία για την αποτροπή της ομαδοποίησης γονιδίων που χαρακτηρίζονται ως «θορυβώδη», δεν έχει καθοριστεί ακόμα (από τους ειδικούς) μια ενιαία μέθοδος που να βρίσκει και να ομαδοποιεί γονίδια τα οποία θα παρέχουν βιολογικά χρήσιμες πληροφορίες. Αποτέλεσμα αυτής της «ασυμφωνίας» μεταξύ των ειδικών αποτελεί η εξαγωγή διαφορετικών βιολογικών συμπερασμάτων ανάλογα α) με τον αριθμό των δημιουργούμενων γονιδιακών ομάδων (που εξαρτάται άμεσα από τη διαφορετική μέθοδο ομαδοποίησης (clustering)) και β) με τις διαφοροποιήσεις που μπορεί να έχουμε στις παραμέτρους των διαφόρων μεθόδων ομαδοποίησης.
H παρούσα διατριβή στοχεύει στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πλαισίου για την επεξεργασία και ανάλυση εικόνων μικροσυστοιχιών με σκοπό την βελτιστοποίηση της εξαγωγής και κατά συνέπεια της ποσοτικοποίησης των γονιδιακών εντάσεων από εικόνες μικροσυστοιχιών κουκίδων (spotted cDNA microarray images). Οι στόχοι της παρούσας διατριβής συνοψίζονται ως εξής: α) μοντελοποίηση και περιορισμός των επιδράσεων του θορύβου σε εικόνες μικροσυστοιχιών κουκίδων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αυξηθεί η ακρίβεια των εξαγόμενων γονιδιακών εκφράσεων, β) μελέτη της επίδρασης του θορύβου και βελτιστοποίηση των μεθόδων ανάλυσης των γονιδιακών εκφράσεων με σκοπό τη διευκόλυνση των βιολόγων στην εξαγωγής βιολογικών συμπερασμάτων και την καλύτερη κατανόηση της βιολογικής διεργασίας που μελετάται, γ) εισαγωγή ενός ημιεποπτευόμενου (semi-supervised) κριτηρίου που στηριζόμενο σε βιολογικές πληροφορίες θα αποσκοπεί στην ανεύρεση βιολογικά σημαντικών ομάδων γονιδίων τα οποία ταυτόχρονα θα απαντούν σε συγκεκριμένα βιολογικά ερωτήματα ,δ) μελέτη της επίδρασης και της απόδοσης διαφόρων τεχνικών κατάτμησης εικόνων μικροσυστοιχιών κουκίδων, τόσο ανωτάτου επιπέδου (state-of-art) όσο και νέων, στην ποσοτικοποίηση γονιδιακών εκφράσεων.
Για την πραγματοποίηση των παραπάνω στόχων σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε μια πλήρως δομημένη μεθοδολογία (a complete and robust framework) που περιελάμβανε αλγοριθμους επεξεργασίας και ανάλυσης εικόνας κουκίδων μικροσυστοιχιών Η προτεινόμενη μεθοδολογία ενσωμάτωσε στην ήδη υπάρχουσα αλγοριθμική μεθοδολογία (microarray analysis pipeline) έναν πρωτότυπο συνδυασμό τεχνικών επεξεργασίας και ανάλυσης εικόνας βασισμένο στην εις βάθος ποσοτική έρευνα της επίδρασης του θορύβου στην κατάτμηση κουκίδων (spot segmentation), στην εξαγωγή εντάσεων και στην εξόρυξη δεδομένων (data mining). Επιπρόσθετα, κατά την παρούσα διατριβή προτάθηκαν, κατασκευάστηκαν και αξιολογήθηκαν νέες τεχνικές κατάτμησης εικόνας από μικροσυστοιχές κουκίδων. Η χρησιμότητα των προτεινόμενων μεθοδολογιών αξιολογήθηκε τόσο σε εικονικές (simulated) όσο και σε πραγματικές εικόνες μικροσυστοιχιών κουκίδων.
|
12 |
Σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις για άτομα με ειδικές ανάγκεςΠαπακωνσταντίνου, Γεωργία 20 April 2011 (has links)
Τα άτομα με αναπηρία, ή αλλιώς άτομα με ειδικές ανάγκες (εν συντομία ΑΜΕΑ) αποτελούν μια σημαντική κατηγορία του πληθυσμού, η οποία, όμως, συχνά αντιμετωπίζει προβλήματα κοινωνικού ρατσισμού και αποκλεισμού, αδιαφορίας ή ακόμα και άνισης μεταχείρισης εξαιτίας των προκαταλήψεων που εκδηλώνονται πολλές φορές εις βάρος τους. Τα άτομα με ειδικές ανάγκες τείνουν να τίθενται στο περιθώριο και να αντιμετωπίζονται με προκατάληψη από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Συναντούν φραγμούς σε όλες τις δραστηριότητες της ζωής τους, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η ενεργός συμμετοχή τους σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνίας και να βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από αυτόν των υπολοίπων πολιτών. Καθίσταται, λοιπόν, αναγκαία, η μέριμνα από μέρος της πολιτείας ώστε τα άτομα με ειδικές ανάγκες να καταστούν ισότιμα μέλη της κοινωνίας. Δεν πρέπει να ξεχνούμε, άλλωστε, ότι μια κοινωνία για να αναπτυχθεί κοινωνικά και οικονομικά χρειάζεται τη συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των πολιτών της. Με δεδομένο, μάλιστα, το γεγονός ότι ένα στα είκοσι άτομα παρουσιάζει κάποια αναπηρία, μπορούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος της ανάγκης λήψης των απαραίτητων μέτρων. / People with disabilities, or otherwise disabled (briefly disabled) people, are an important class of population which, however, often face problems of social exclusion and racism, indifference or even unequal treatment because of the prejudices that often occur in weight. People with disabilities tend to put on the sidelines and be treated with prejudice by the rest of society. They encounter barriers in all activities of their life, thereby preventing the active participation in all aspects of society and they experience the social exclusion at a much greater extent than other people. Becomes therefore necessary to ensure a part of the state that people with disabilities to become equal members of society. We should not forget, moreover, that a society in order to be developed social and economic, needs the participation of all citizens without exception. Given, moreover, the fact that one in twenty people has a disability, we can understand the magnitude of the need to take the necessary measures.
The purpose of this study is just the recording and surveying the situation that currently exists for people with disabilities in our country. But, as the question of applying or not of disabled people rights, can relate to all areas and aspects of everyday life, our work focuses mainly on the Health sector. Specifically, it explores whether and how modern technological advances contribute to a better and faster clinical recovery of the disabled persons.
|
13 |
Μελέτη μιας μεθόδου ελάχιστα επεμβατικής οστεοσύνθεσης καταγμάτων του περιφερικού άκρου της κερκίδας / Study of a minimally invasive method for osteosynthesis of fractures of the distal radiusΚαρνέζης, Ιωάννης 26 June 2007 (has links)
Παρά τον μεγάλο όγκο της βιβλιογραφίας σχετικά με τα αποτελέσματα της αντιμετώπισης των ασταθών καταγμάτων του περιφερικού άκρου της κερκίδας με κλειστή ανάταξη και ελάχιστα επεμβατική οστεοσύνθεση υπάρχουν ακόμα σημαντικά αναπάντητα ερωτήματα. Πιό συγκεκριμένα, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία γιά τον ρυθμό αποκατάστασης των κλινικών παραμέτρων κατά τη διάρκεια της μετατραυματικής περιόδου, γιά το τελικό αποτέλεσμα όπως εκφράζεται από τους ασθενείς με τη χρήση κλιμάκων αυτο-αξιολόγησης, καθώς και γιά τον βαθμό επίδρασης συγκεκριμένων ακτινολογικών παραμέτρων στο τελικό λειτουργικό αποτέλεσμα. Επίσης, δεν έχει διερευνηθεί ο συσχετισμός μεταξύ της ακτινολογικής παραμέτρου της παλαμιαίας γωνίας του περιφερικού άκρου της κερκίδας και των φορτίων που αναπτύσσονται στην φυσιολογική κερκιδοκαρπική άρθρωση. Η εργασία αυτή αποτελεί μία προοπτική μελέτη ασταθών καταγμάτων του περιφερικού άκρου της κερκίδας που αντιμετωπίστηκαν με κλειστή ανάταξη και ελάχιστα επεμβατική (διαδερμική) οστεοσύνθεση. Έγινε ανάλυση ακτινολογικών και κλινικών παραμέτρων καθώς και χρησιμοποίηση κλίμακας αυτο-αξιολόγησης της δυσλειτουργίας της πηχεοκαρπικής άρθρωσης γιά συνολικό διάστημα ενός έτους μετά τον τραυματισμό. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο ‘τυπικός’ ρυθμός μετατραυματικής αποκατάστασης αντιστοιχεί σε ταχεία κλινική βελτίωση κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών ακολουθούμενη από ήπιου βαθμού δυσλειτουργία. Ωστόσο σημαντική δυσλειτουργία παραμένει σε 10% των ασθενών ένα έτος μετά τον τραυματισμό. Επίσης, τα αποτελέσματα δείχνουν σημαντικές διαφορές στο βαθμό κατά τον οποίο ο περιορισμός συγκεκριμένων αντικειμενικών κλινικών παραμέτρων αντανακλά το επίπεδο δυσλειτουργίας της πηχεοκαρπικής άρθρωσης. Ακτινολογικά, η μόνιμη απώλεια της παλαμιαίας γωνίας, η κερκιδική βράχυνση και η παρουσία ανωμαλίας της αρθρικής επιφάνειας της πηχεοκαρπικής με αρθρικό ‘βήμα’ τουλάχιστον ενός χιλιοστού σχετίζονται με επιμένοντα συμπτώματα πόνου και δυσλειτουργίας, ενώ δεν υπάρχει εμφανής συσχέτιση μεταξύ του τύπου του κατάγματος και του τελικού λειτουργικού αποτελέσματος. Επιπλέον, ανάλυση δυνάμεων της φυσιολογικής πηχεοκαρπικής άρθρωσης έδειξε φορτίσεις που μπορεί να φθάνουν έως 4,2 φορές το ανυψούμενο βάρος, αντίστροφο συσχετισμό μεταξύ της παλαμιαίας γωνίας του περιφερικού άκρου της κερκίδας και του μέγιστου φορτίου στην κερκιδοκαρπική άρθρωση καθώς και μη σημαντική διαφορά μεταξύ της γωνίας διεύθυνσης του μέγιστου φορτίου της κερκιδοκαρπικής και της παλαμιαίας γωνίας του περιφερικού άκρου της κερκίδας. / Despite the large volume of published literature on the results of management of unstable fractures of the distal radius using closed reduction and minimally invasive fixation there are still significant unanswered questions. More specifically, there is no sufficient evidence about the rate of recovery of the clinical parameters over the post-traumatic period, the final outcome as expressed by the patients using self-assessment scores and the degree that specific radiographic parameters influence the final functional outcome. Furthermore, the correlation between the radiographic parameter of volar tilt of the distal radius and the normal loads in the radiocarpal joint has not been investigated. The present thesis is a prospective study of unstable fractures of the distal radius managed with closed reduction and minimally invasive (percutaneous) fixation. Analysis of radiographic and clinical parameters as well as of patient-rated wrist dysfunction score for one year following injury was carried out. The results showed that a ‘typical’ rate of post-traumatic recovery corresponds to an initial rapid clinical improvement for the first three months followed by mild wrist dysfunction. However, significant dysfunction persists in 10% of patients one year following injury. Furthermore, the results showed significant differences in the degree to which the restriction of specific objective clinical parameters reflected the level of wrist dysfunction. Regarding the radiographic parameters, permanent loss of palmar tilt of the distal radius, radial shortening and the presence of articular incongruency with an articular ‘step off’ of at least 1 mm correlate with persisting pain and dysfunction while there is no obvious correlation between the fracture type and the final functional outcome. Moreover, force analysis in the normal wrist showed loads as high as 4.2 times the lifted weight, a reverse relationship between the angle of palmar tilt of the distal radius and the maximum radiocarpal load as well as a nonsignificant difference between the angle of the maximum radiocarpal force and the angle of palmar tilt of the distal radius.
|
14 |
Γεωλογικές-εδαφολογικές παράμετροι της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς (Ν. Ηλείας) ως παράγοντες για τον καθορισμό κριτηρίων εφαρμογής αποκατάστασης και αειφορικής διαχείρισης υγροτόπων / Geological and soil properties of the drained Mouria Lake (Prefecture of Elia, Western Peloponnese, Greece) as parameters for the setting of criteria for rehabilitation and sustainable management of wetlandsΧατζηαποστόλου, Αδαμαντία 31 March 2010 (has links)
Η μελέτη των γεωμορφολογικών, των ιζηματολογικών, των γεωχημικών και των ορυκτολογικών διεργασιών σε ένα υποβαθμισμένο υγροτοπικό σύστημα κρίνεται απαραίτητη και αναγκαία πριν τη λήψη αποφάσεων, που αφορούν στην αποκατάστασή του, προκειμένου να διερευνηθεί η εξέλιξή του μέσα στο γεωλογικό χρόνο και να προβλεφθούν ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις από την επαναδημιουργία του τόσο στον άνθρωπο, όσο και στο περιβάλλον.
Η παρούσα έρευνα εστιάστηκε στην περιοχή της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς (Ν. Ηλείας). Η λίμνη αυτή σχηματίστηκε πίσω από παράκτιους αμμώδεις φυσικούς φραγμούς και είχε τροφοδοσία από επιφανειακά ύδατα και θαλασσινό νερό, μέσω ενός διαύλου μήκους περίπου 400 m. Η αποξήρανσή της ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και οι νέες εκτάσεις δόθηκαν για καλλιέργεια. Σήμερα το μεγαλύτερο τμήμα της περιοχής είναι γεωργικά ανεκμετάλλευτο, λόγω της κακής ποιότητας του εδάφους. Επιπλέον καλύπτεται από σωρούς απορριμμάτων, μπάζων, ενώ υπάρχουν και αυθαίρετα ποιμνιοστάσια και κατοικίες. Οι ανεξέλεγκτες αυτές χρήσεις προκαλούν έντονη δυσοσμία της περιοχής, συμβάλλουν στην οπτική υποβάθμιση του τοπίου, τη ρύπανση των εδαφών και των υπόγειων νερών, ενώ είναι πολλές φορές πηγές επικίνδυνων μεταδοτικών ασθενειών.
Αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι η διερεύνηση των γεωλογικών και εδαφολογικών παραμέτρων της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς. Η έρευνα εστιάστηκε στη μελέτη των φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων των ιζημάτων της περιοχής, καθώς επίσης των ορυκτολογικών και των χημικών τους συστατικών. Στόχος είναι η πληρέστερη κατανόηση των παραγόντων, που επηρέασαν το σχηματισμό και την εξέλιξη του συγκεκριμένου υγροτοπικού συστήματος μέσα στο χώρο και το χρόνο, η εκτίμηση του μεγέθους της ανθρωπογενούς επίδρασης και του βαθμού υποβάθμισης της περιοχής μετά την αποξήρανση της λίμνης, καθώς επίσης και η διερεύνηση της δυνατότητας εφαρμογής ενός ολοκληρωμένου προγράμματος αποκατάστασης και αειφορικής διαχείρισης, μέσω της εφαρμογής πιλοτικού επαναπλημμυρισμού μικρού τμήματος της περιοχής και της παρακολούθησής του.
Για το σκοπό αυτόν πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη εργασία υπαίθρου σε όλη την περιοχή της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς, στα πλαίσια της οποίας έγινε αναλυτική τοπογραφική και γεωλογική χαρτογράφηση, καθώς και δειγματοληψία πυρήνων ιζημάτων, σε βάθη έως και 5 m. Η περιοχή, που πραγματοποιήθηκε ο πιλοτικός επαναπλημμυρισμός, έχει έκταση 5 στρεμμάτων περίπου και η θέση της επιλέχθηκε μεταξύ των περιοχών ιδιοκτησίας του Δήμου Πύργου. Ο σχεδιασμός της πιλοτικής λίμνης και η κατασκευή της έγινε έτσι, ώστε η νέα λίμνη να εξυπηρετεί κοινωνικούς, εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, καθώς επίσης και να αναβαθμίζει την αισθητική του τοπίου της περιοχής. Για την πληρέστερη γεωλογική αποτύπωση και την επιτυχή κατασκευή της πιλοτικής λίμνης χαρτογραφήθηκε λεπτομερώς η έκταση των 5 στρεμμάτων και πραγματοποιήθηκε λεπτομερής δειγματοληψία πυρήνων ιζημάτων, σε βάθη έως και 2 m. Τα δείγματα από την περιοχή της αποξηραμένης λίμνης μελετήθηκαν ως προς τις φυσικές τους ιδιότητες, όπως υγρασία, pH, ηλεκτρική αγωγιμότητα, κοκκομετρική κατανομή και οργανικό υλικό, καθώς επίσης και ως προς τα ορυκτολογικά τους συστατικά. Ωστόσο η πλειονότητα των εργαστηριακών προσδιορισμών και αναλύσεων πραγματοποιήθηκε στα δείγματα που συλλέχθηκαν από την περιοχή πιλοτικού επαναπλημμυρισμού, καθώς έπρεπε να εξεταστεί η καταλληλότητα των ιζημάτων της περιοχής για την ασφαλή και επιτυχή κατασκευή της πιλοτικής λίμνης. Στα δείγματα αυτά προσδιορίστηκαν η υγρασία, το pH, η ηλεκτρική αγωγιμότητα, το ειδικό και το φαινόμενο βάρος των κόκκων, το πορώδες και ο λόγος κενών, η κοκκομετρική σύσταση, η συνεκτικότητα, η ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων, οι περιεκτικότητες σε ανθρακικό ασβέστιο, οργανικό υλικό, κύρια στοιχεία και ιχνοστοιχεία (με Flame Atomic Absorption Spectrometry και Inductively Coupled Plasma-Mass Spectrometry), ολικό οργανικό άνθρακα και διαθέσιμα θρεπτικά συστατικά (με Flame Atomic Absorption Spectrometry και Continuous Flow Analyzer), καθώς και τα ορυκτολογικά συστατικά (με X-ray Diffraction).
Ο αργιλικός ορίζοντας, που βρίσκεται σε βάθος περίπου 1 m από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους και απαντάται σε όλη την περιοχή επαναπλημμυρισμού, μελετήθηκε ως προς την υδροπερατότητά του. Επίσης εκτελέστηκαν δοκιμές στερεοποίησης και συμπύκνωσης στα ιζήματα αυτού του ορίζοντα, λόγω του ότι πρόκειτο να αποτελέσει τον πυθμένα της πιλοτικής λίμνης και το υλικό του θα χρησιμοποιόταν για την επίστρωση και στεγανοποίηση των πρανών της. Στα δείγματα που συλλέχθηκαν μέσα από την πλημμυρισμένη με όμβρια ύδατα πιλοτική λίμνη πραγματοποιήθηκαν προσδιορισμοί της υγρασίας, του pH, της ηλεκτρικής αγωγιμότητας, των περιεκτικοτήτων σε οργανικό υλικό και ανθρακικό ασβέστιο, της ικανότητας ανταλλαγής κατιόντων, των ορυκτολογικών συστατικών, των συγκεντρώσεων των κύριων στοιχείων, των ιχνοστοιχείων, του ολικού οργανικού άνθρακα και των διαθέσιμων θρεπτικών συστατικών.
Στην παράκτια ζώνη της πρώην Λίμνης Μουριάς αναγνωρίστηκαν από κάτω προς τα πάνω ιζήματα του συστήματος φυσικών φραγμών Αγουλινίτσας, οργανογενείς λάσπες ελώδους ζώνης, ιζήματα λιμνοθαλάσσιου πυθμένα, ιζήματα φραγματικού πεδίου και ιζήματα του σημερινού συστήματος φυσικών αμμωδών φραγμών. Το κύριο τμήμα της περιοχής πίσω από την παράκτια περιοχή και προς την ενδοχώρα αποτελείται από λεπτόκοκκα ιζήματα ποτάμιας προέλευσης, τα οποία συνιστούν τα ιζήματα του λιμνοθαλάσσιου πυθμένα. Το βόρειο τμήμα της περιοχής αποτελείται επίσης από ιζήματα ποτάμιας προέλευσης και συνιστά το χερσαίο περιθώριο της λίμνης/λιμνοθάλασσας. Στην περιοχή επαναπλημμυρισμού διακρίθηκαν από κάτω προς τα πάνω ιζήματα του συστήματος φυσικών φραγμών Αγουλινίτσας και ιζήματα λιμνοθαλάσσιου πυθμένα.
Η γενική απουσία οργανογενών ιζημάτων, με εξαίρεση αυτά της ελώδους ζώνης, δείχνει ότι στην περιοχή αυτή δεν επικράτησαν ποτέ οι κατάλληλες συνθήκες, οι οποίες ευνοούν τη συσσώρευση τύρφης σε παράκτια περιβάλλοντα, που σχηματίζονται πίσω από αμμώδεις φραγμούς. Φαίνεται δηλαδή ότι η συνεχής εισροή θαλασσινού νερού είχε ως επακόλουθο την άνοδο της στάθμης του νερού της λίμνης/λιμνοθάλασσας, γεγονός που εμπόδιζε τη συσσώρευση τυρφογενετικού υλικού, με αποτέλεσμα την παρουσία πολύ μικρών συγκεντρώσεων οργανικού υλικού στα ιζήματα της περιοχής.
Η παθογένεια των εδαφών της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς και η ακαταλληλότητά τους για καλλιέργεια έγκειται στο γεγονός, ότι είναι μετρίως έως πολύ ισχυρώς αλκαλικά, με αυξημένες τιμές ηλεκτρικής αγωγιμότητας, που οφείλονται στις κακές συνθήκες στράγγισης της περιοχής, καθώς και στον αβαθή υφάλμυρο υδροφόρο ορίζοντα.
Τα ιζήματα της περιοχής συνίστανται από πυριτικά ορυκτά, όπως χαλαζία, αστρίους, ιλλίτη, χλωρίτη, καολινίτη και βερμικουλίτη, ανθρακικά ορυκτά, όπως ασβεστίτη, δολομίτη και αραγωνίτη, και χλωριούχα ορυκτά, όπως αλίτη και συλβίτη. Στα δείγματα του φραγματικού πεδίου αναγνωρίστηκαν θειούχα (σιδηροπυρίτης), θειικά ορυκτά (ανυδρίτης) και οξείδια (αιματίτης). Όλα τα παραπάνω ορυκτά αποτελούν αλλόχθονα συστατικά των ιζημάτων της πρώην λίμνης, ενώ κάποια από αυτά σχηματίστηκαν και αυθιγενώς. Οι κλαστικοί κόκκοι προήλθαν από την αποσάθρωση και διάβρωση των Πλειο-Πλειστοκαινικών ιζημάτων, που συνιστούν τα ευρύτερα περιθώρια της λεκάνης του Πύργου, και των πετρωμάτων της υδρολογικής λεκάνης του Αλφειού Ποταμού και μεταφέρθηκαν στην περιοχή μέσω της ποτάμιας και της κυματικής δράσης. Επίσης ένα μέρος των κλαστικών κόκκων των ορυκτών στα ιζήματα της περιοχής μελέτης πιθανά μεταφέρθηκε με τον άνεμο.
Τα ιζήματα, που συνιστούν τον αργιλικό ορίζοντα πάχους περίπου 1,5 m σε βάθος περίπου 1 m από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους στην περιοχή επαναπλημμυρισμού, είναι ανόργανες άργιλοι μέσης πλαστικότητας σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης των εδαφών για μηχανικούς σκοπούς. Μελλοντικά προβλήματα επιφανειακής ολίσθησης των πρανών από τη διόγκωση των αργιλικών ορυκτών (βερμικουλίτη), καθώς και θολερότητας του νερού της λίμνης, πιθανά θα προκύψουν λόγω του ότι η συμπύκνωση της αργιλικής επένδυσης δεν έγινε με το συνιστώμενο σε τέτοιες περιπτώσεις τεχνικό εξοπλισμό (ποδαρικά). Ωστόσο δεν αναμένονται ουσιαστικά προβλήματα διαφυγών νερού τόσο από τον πυθμένα της λίμνης, όσο και από τα πρανή της λόγω της μικρής υδροπερατότητας των ιζημάτων αυτών.
Από την καλή συσχέτιση της ικανότητας ανταλλαγής κατιόντων με την περιεκτικότητα σε αργιλικό κλάσμα, συμπεραίνεται ότι η μεγάλη ιοντοανταλλακτική ικανότητα των ιζημάτων της περιοχής επαναπλημμυρισμού οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στα αργιλικά ορυκτά και όχι στην παρουσία του οργανικού υλικού.
Τα ιζήματα με τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε αργιλικά ορυκτά και ολικό οργανικό άνθρακα παρουσίασαν ιδιαίτερα αυξημένες συγκεντρώσεις σε As, Co, Cr, Cu, Li, Mn, Ni, Pb και V. Οι υψηλές περιεκτικότητες των ιζημάτων της περιοχής επαναπλημμυρισμού σε αυτά τα στοιχεία δεν συνδέονται απαραίτητα με ανθρωπογενείς επιδράσεις, αλλά φαίνεται ότι καθοριστικό ρόλο στη σύστασή τους έπαιξε η χημική σύσταση του μητρικού πετρώματος. Ωστόσο πιθανή ρύπανση των εδαφών της περιοχής μπορεί να προέρχεται από την εκτεταμένη χρήση φυτοφαρμάκων στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, καθώς και από την ανεξέλεγκτη απόρριψη σκουπιδιών στις ανεκμετάλλευτες περιοχές. Οι τιμές των ατομικών λόγων ολικού οργανικού άνθρακα προς ολικό άζωτο δηλώνουν προσφορά οργανικού υλικού τόσο από υδρόβιους, όσο και από χερσαίους οργανισμούς.
Μετά την κατάκλυση της πιλοτικής λίμνης με όμβρια νερά παρατηρήθηκε μικρή αύξηση των συγκεντρώσεων των ιζημάτων της λίμνης σε C, N, S και ολικό οργανικό C, σε σχέση με αυτές πριν τον επαναπλημμυρισμό, γεγονός που δείχνει ότι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ξεκίνησε η βιολογική δραστηριότητα. Παράλληλα η αύξηση της περιεκτικότητας των ιζημάτων σε βιοδιαθέσιμο Κ, συμβάλλει στην ανάπτυξη της υδρόβιας και της ελόβιας βλάστησης της λίμνης. Συγκριτικά με τις μέσες περιεκτικότητες των ιζημάτων πριν από τον επαναπλημμυρισμό, τα επιφανειακά ιζήματα του πυθμένα της πιλοτικής λίμνης δεν παρουσιάζουν εμπλουτισμό στα ιχνοστοιχεία As, Co, Cr, Cu, Li, Mn, Ni, Pb και V. Αντίθετα οι συγκεντρώσεις τους φαίνεται να παραμένουν σταθερές ή να αυξάνονται λίγο σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση. Οι έντονα αλκαλικές συνθήκες (υψηλό pH), που επικρατούν στα εδάφη και τα ιζήματα της νέας λίμνης, δρουν ανασταλτικά στην κινητικότητα των ιχνοστοιχείων, αυξάνοντας το ποσοστό συγκράτησής τους στα ανόργανα συστατικά και μειώνοντας τη διαλυτότητά τους στο νερό της πιλοτικής λίμνης. Συνεπώς δεν αναμένεται ρύπανση του νερού της λίμνης από τα επικίνδυνα αυτά ιχνοστοιχεία, ούτε φυτοτοξικότητα των νέων φυτικών ειδών που θα αναπτυχθούν.
Η συνεχής παρακολούθηση της χημικής σύστασης των ιζημάτων της πιλοτικής λίμνης, των φυσικών τους ιδιοτήτων, αλλά και των μεταβολών τους μέσα στο χρόνο, κρίνεται απαραίτητη για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς ενδεχόμενη μεταβολή των συνθηκών που επικρατούν σήμερα, θα διαταράξει την ισορροπία του συστήματος της πιλοτικής λίμνης προκαλώντας ενδεχόμενα αύξηση της κινητικότητας των ιχνοστοιχείων και αποδέσμευσή τους στο περιβάλλον. / Before taking a decision for restoration of a degraded wetland, the study of geomorphological, sedimentological, mineralogical and geochemical processes, which contributed to the wetland’s formation and evolution, is essential and necessary, in order to assess environmental impacts from restoration.
The objective of the present thesis was to study the geological and pedological features in the area of the drained Mouria Lake (Prefecture of Elia, Western Peloponnese). The interest was focused on the physical and the mechanical properties of the sediments, as well as on their mineralogical and chemical composition. The aim was a better understanding of the factors that controlled the wetland’s temporal and spatial evolution and the assessment of the degree of degradation and anthropogenic impacts after drainage. The ultimate aim was to implement an integrated restoration and rehabilitation plan of the former lake, based on the knowledge and experience that were acquired during the construction and monitoring of a pilot-scale wetland.
Fieldwork included topographical and geological mapping, as well as sediment sampling, carried out all over the area of the former Mouria Lake. Physical properties such as moisture, acidity/alkalinity, electric conductivity, particle size distribution, as well as the organic and the mineral matter contents of the sediment samples from the drained lake, were determined in laboratory. The pilot-scale wetland, being approx. 0.5-ha large, was designed and constructed within the land owned to the Pyrgos Municipality with the purpose to meet mainly human (aesthetic, commercial and educational) needs. At the latter site detailed geological, topographical mapping and sediment logging and sampling were conducted, in order to study the bottom and the bank formations of the new pilot-scale wetland. On these sediment samples moisture, pH, electric conductivity, particle density, bulk unit weight, porosity and void ratio, particle size distribution, soil consistence (Atterberg limits), cation exchange capacity, calcium carbonate and organic matter contents, major and trace element contents using FAAS and ICP-MS, respectively, total organic carbon and plant-available nutrients contents and mineralogical composition applying X-ray diffractomentry, were conducted.
The permeability, the consolidation and the compaction of the clay horizon, which lies c. 1 m beneath surface all over the study area, were determined, since this horizon constitutes the bottom of the pilot-scale wetland and is also used for sealing up the banks. Sediments from the wetland’s bottom were picked up, after the filling in with rainwater, and examined for moisture, pH values, electric conductivity, organic matter and calcium carbonate contents, cation exchange capacity, major and trace element contents, total organic carbon, plant-available nutrients and mineral matter contents.
At the coastal zone of the former Mouria Lake, the Agoulinitsa sand-barrier islands, organogenic mud from the coastal telmatic zone, lagoonal bottom sediments, barrier flat sediments and modern sand-barrier islands occur from bottom to top. The main part of the drained area landwards, consists of fine lagoonal bottom sediments of fluvial origin, while the northern part consists of lagoonal marginal sediments also of fluvial origin. Lagoonal bottom sediments comprise the uppermost horizon of the re-flooded area, which overlies the Agoulinitsa sand-barrier islands.
The lack of organogenic sediments at this area, except these at a small coastal telmatic zone, indicates that conditions did never favour peat accumulation. The continuous input of sea water into the lagoon due to the negative altitudes of the entire area of the former lake may have resulted in rising of the water level and mixing with sea water in the lagoon, which prevented peat accumulation.
The medium to high alkalinity and the high electric conductivity, the latter due to the combination of poor drainage and the evaporation from the shallow brackish aquifer, resulted in soil pathogenesis and unsuitability for cultivation.
The sediments at the new-wetland site consist of silicate minerals such as quartz, feldspars, illite, chlorite, kaolinite and vermiculite, carbonates such as calcite, dolomite and aragonite, and chloride minerals such as halite and sylvite. In the samples picked up from the barrier flat and telmatic zone, also pyrite, anhydrite and hematite were identified. Most of these constituents have a clastic origin, but some of them may form authigenically. The main factor controlling the clastic mineral influx is weathering and erosion of the Plio-Pleistocene formations, which constitute the hilly marginal areas, as well as of rocks transported by the Alpheios River from its catchment basin. Part of minerals deposited into the former lake, were airborne. The 1.5 m thick layer consisting of inorganic clay and lying 1 m beneath surface at the selected area, reveals a moderate plasticity. Future problems such as slope slides, clay swelling and turbidity in the water may arise in the pilot-scale wetland, because the equipment used for the construction of the wetland banks was not the appropriate one for clay liner compaction. However, the clay sediments do not allow water to escape through the bottom and the banks of the new wetland.
The excellent correlation between cation exchange capacity and clay fraction content indicates that the clay minerals play an important role to the high cation exchange capacity of the sediments in contrast to the organic matter.
High concentrations of As, Co, Cr, Cu, Li, Mn, Ni, Pb and V were determined in sediments with high clay mineral and total organic carbon contents. The weathering of the pre-Neogene and Neogene formations of the marginal areas is considered to be the major factor controlling the chemical composition of the sediments, but anthropogenic activities may contribute as well. The main activities taking place in the area of the drained Mouria Lake, which may result in the sediment contamination are the extensive use of fertilizers at the cultivated areas, as well as waste dumping. The atomic ratio values of total organic carbon to total nitrogen contents reveal organic matter supply both from aquatic and terrestrial plant species.
The higher concentrations of C, N, S and total organic carbon of the sediments from the bottom of the pilot-scale wetland, in comparison to those before the construction of the new wetland, reveal that biological activity commenced after a quite short time. Additionally, the increase of bioavailable K content in these sediments positively affects the development of aquatic and helophytic vegetation. In comparison to the average trace element concentrations of the sediments from the pilot-scale wetland before filling in with rainwater, the bottom sediments do not reveal any enrichment in As, Co, Cr, Cu, Li, Mn, Ni, Pb and V. Strongly alkaline soil conditions decrease trace element mobility, as well as their solubility into the water. Under these conditions neither water contamination from hazardous soil trace elements nor plant toxicity are expected.
Continuous monitoring of the chemical composition and the physical properties of the pilot-scale wetland sediments and their changes through time, is necessary, in order to assess and prevent a possible mobilization of trace elements and the subsequent release to the environment.
|
15 |
Διερεύνηση της λειτουργίας και σχεδιασμός συστήματος ελέγχου του δυναμικού αποκαταστάτη τάσης (DVR) που χρησιμοποιείται στα δίκτυα διανομήςΚαφούρος, Σαράντος 19 January 2011 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως αντικείμενο τη διερεύνηση της λειτουργίας και το σχεδιασμό συστήματος ελέγχου του δυναμικού αποκαταστάτη τάσης (DVR - Dynamic Voltage Restorer, όπως αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία) που χρησιμοποιείται στα δίκτυα διανομής. Η συγκεκριμένη συσκευή ανήκει στην κατηγορία των FACTS (Flexible ac Transmission Systems), παρέχει εν σειρά αντιστάθμιση, και ο σκοπός λειτουργίας της είναι η βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης ισχύος και η αύξηση της αξιοπιστίας του συστήματος. Εξειδικεύεται στις βυθίσεις τάσεως.
Πιο συγκεκριμένα, ο δυναμικός αποκαταστάτης τάσης έχει στόχο, όπως μαρτυρά και το όνομά του, να διατηρεί την τάση ενός φορτίου κατά το δυνατόν σταθερή στην τιμή που αυτή είχε πριν συμβεί η όποια βύθιση. Έτσι, θα καταβληθεί προσπάθεια προκειμένου να προσομοιωθεί η λειτουργία μιας τέτοιας συσκευής σε ένα απλό δίκτυο με τη βοήθεια του λογισμικού PSCAD. Θα κατασκευαστεί ο DVR καθώς και το σύστημα ελέγχου του κι αφού συνδεθεί σε ένα φορτίο, θα δημιουργήσουμε διάφορα είδη σφαλμάτων και θα μελετήσουμε την απόκρισή του και την ικανότητά του να αποκαθιστά την τάση. / This diploma thesis refers to Dynamic Voltage Restorer (DVR), a series compensator used in transmission systems. It is a device that belongs to FACTS and its main function is the mitigation of volatge sags and swells.
|
16 |
Μικροχειρουργική τεχνική ελεύθερων αγγειούμενων κρημνών στην επανορθωτική χειρουργική κεφαλής και τραχήλου / Microsurgical technique of free vascularised flaps in head and neck reconstructionΑντωνόπουλος, Δημήτριος 26 July 2013 (has links)
Η μικροχειρουργική τεχνική και η μεταφορά ελεύθερων αγγειούμενων κρημνών για την αποκατάσταση εκτεταμένων και σύνθετων ελλειμμάτων ογκολογικής ή τραυματικής αιτιολογίας της κεφαλής και του τραχήλου αποτελεί μέθοδο επιλογής. Με την τεχνική αυτή επιτυγχάνεται στον ίδιο χρόνο με την εκτομή, η λειτουργική και αισθητική αποκατάσταση με μειωμένο ποσοστό επιπλοκών και επίπτωση από την δότρια περιοχή. Στην παρούσα μελέτη καταγράφουμε και αναλύουμε την εμπειρία μας σε ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν με μικροχειρουργική τεχνική και ελεύθερους αγγειούμενους κρημνούς.
Την περίοδο 2003 έως 2010, σε 48 ασθενείς πραγματοποιήθηκαν 56 ελεύθεροι αγγειούμενοι κρημνοί. Οι 34 ασθενείς από τους 48 υπεβλήθηκαν συγχρόνως σε ογκολογική εκτομή λόγω Ca και σε αποκατάσταση, ενώ σε 14 από τους 48 ασθενείς αφορούσε έλλειμμα τραυματικής αιτιολογίας. Η τοπογραφία του ελλείμματος αφορούσε το τριχωτό της κεφαλής και του μετώπου σε 12 ασθενείς (25%), το μέσο τριτημόριο του προσώπου και τα παραρίνια σε 9 ασθενείς (18.7%), το κάτω τριτημόριο του προσώπου και τραχήλου σε 27 ασθενείς (56.25%). Σε 7 ασθενείς χρησιμοποιήθηκαν διπλοί ελεύθεροι αγγειούμενοι κρημνοί και σε 41 ασθενείς μονήρεις κρημνοί. Χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 56 ελεύθεροι αγγειούμενοι κρημνοί. Σε 16 ασθενείς χρησιμοποιήθηκε φλεβικό μόσχευμα (33.3%). Οι κρημνοί επιλογής ήταν ο κερκιδικός κρημνός 28.5%, ο κρημνός της περόνης 17.8%, ο προσθιοπλάγιος κρημνός του μηρού 14.2%, ο μυοδερματικός κρημνός του ορθού κοιλιακού(VRAM) 12.5% και εγκάρσιος(ΤΡΑΜ) 5.3%, ο κρημνός του πλατέως ραχιαίου 8.9%, ο κρημνός του ισχνού προσαγωγού 7.1% και ο πρόσθιος οδοντωτός 1.7%. Οι μικροαγγειακές αναστομώσεις έγιναν στα αγγεία του τραχήλου σε ποσοστό 96.2%. Η επιβίωση των κρημνών ήταν σε ποσοστό 92.8% (52/56) και 4 κρημνοί απορρίφθηκαν (7.1%) λόγω θρόμβωσης. Ένας ασθενής απεβίωσε στην μετεγχειρητική περίοδο λόγω σοβαρών συστηματικών επιπλοκών.
Ο σωστός σχεδιασμός, η επιλογή του κατάλληλου κρημνού, η εμπειρία στην μικροχειρουργική και η συνεργασία των εμπλεκόμενων ιατρικών ομάδων είναι αυτά που διασφαλίζουν το υψηλό ποσοστό επιτυχίας στην επανορθωτική μικροχειρουργική με πολύ καλό λειτουργικό και αισθητικό αποτέλεσμα. / Microsurgical free tissue transfer considered as the best choice for the reconstruction of head and neck extended and complex tissue defects due to tumor resection or trauma.
A total of 48 patients underwent free tissue transfer between 2003-2010. There were 34 patients underwent one stage tumor resection and microsurgical free flap reconstruction and 16 patients for free flap reconstruction due to head and neck trauma. The defect in 12 patients 25% was on the scalp and forehead, the middle third in 9 patients 18.7% lower third in neck in 27 patients 56.25%. We used a combination of double free flaps for reconstruction in 7 cases and in 41 patients a single free flap. Vane grafts were used in 16 cases (33.3%). We used in total 56 free flaps with success rate 92.8% (52/56). Four flaps were lost due to anastomotic thromboses. Work horse flaps in our series include the radial forearm 28.5%, fibula 17.8%, ALT 14.2%, VRAM 12.5%, TRAM 5.3%, latissimus dorse 8.9%, gracilis 7.1% and serratus anterior 1.7%. The neck recipient vessels were used in 96.2%. One patient died in post surgical period after systemic complications.
Preoperative surgical and reconstruction plan, flaps selection, high microsurgical experience and team collaboration are essential for the good functional and aesthetic results in microsurgery reconstruction of head and neck tissue defects.
|
Page generated in 0.0363 seconds