• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 4
  • Tagged with
  • 4
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης (IURG) : παθογενετικοί μηχανισμοί

Γερονάτσιου, Αικατερίνη 19 January 2011 (has links)
Η ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης ορίζεται ως παθολογική μείωση του ρυθμού εμβρυικής ανάπτυξης που καταλήγει σε ένα έμβρυο το οποίο δεν έχει την αναμενόμενη ανάπτυξη σύμφωνα με την ηλικία κύησης και το οποίο διατρέχει κίνδυνο αυξημένης περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας. Ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης είναι η ανικανότητα του εμβρύου να διατηρήσει τον αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης ανεξάρτητα αν το βάρος του είναι κάτω από τη 10η εκατοστιαία θέση. Όταν η ανάπτυξη του εμβρύου είναι κάτω από την 5η εκατοστιαία θέση τότε ίσως να μπορεί να θεωρηθεί πραγματική ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης. Σύμφωνα με το αμερικανικό κολέγιο γυναικολόγων και μαιευτήρων American College of Obstetricians and Gynecologists (ACOG) η ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης ορίζεται ως το έμβρυο που αποτυγχάνει να έχει τον αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης. Πολλές φορές οι όροι ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης (IUGR) και μικρό για την ηλικία κύησης (SGA) συγχέονται και για αυτό το λόγο διευκρινίζεται ότι ο όρος μικρό για την ηλικία κύησης (SGA) αναφέρεται σε έμβρυο του οποίου το εκτιμώμενο βάρος είναι κάτω από τη 10η εκατοστιαία θέση. Από το σύνολο των μικρών για την ηλικία κύησης (SGA) εμβρύων το 40% είναι υγιή, 20% είναι μικρά εξαιτίας χρωμοσωμικών και περιβαλλοντικών παραγόντων και 40% διατρέχουν ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο ενδομήτριου θανάτου και σχετίζονται με ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης. Η ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης είναι μια πολυσυστηματική διαταραχή και διακρίνεται σε: Α) Συμμετρική. Όταν η ανάπτυξη της κεφαλής και της κοιλιάς επιβραδύνονται συμμετρικά. Είναι λιγότερο συχνή, 20%-30%. Β) Ασύμμετρη. Δυσανάλογη ελάττωση του μεγέθους της κοιλιάς σε σχέση με αυτό της κεφαλής. Είναι περισσότερο συχνή, 70%-80%, και οφείλεται συνήθως σε μητροπλακουντιακή ανεπάρκεια και συμβαίνει μετά την 28η εβδομάδα. Στη φάση αυτή γίνεται η μεγαλύτερη εναπόθεση λίπους. Η ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης αποτελεί κύριο πρόβλημα στην περιγεννητική ιατρική, είναι η ΔΕΥΤΕΡΗ αιτία θανάτου μετά την προωρότητα. 52% των ανεξήγητων ξαφνικών θανάτων των εμβρύων συσχετίζονται με ανάπτυξη IUGR. 10% των περιπτώσεων περιγεννητικής θνησιμότητας στην Ευρώπη είναι αποτέλεσμα μη διαγνωσμένης IUGR. Η επίπτωση της ενδομήτριας καθυστέρησης ανάπτυξης είναι 8% στον γενικό πληθυσμό. / Intrauterine growth restriction (IUGR) is the failure of the fetus to achieve his/her intrinsic growth potential and is associated with significantly increased perinatal morbidity and mortality. IUGR affects 10% of pregnancies and perinatal mortality rates are 4-8 times higher for infants with this disorder. Intrauterine growth restriction is not a specific disease entity with a unique pathophysiology, but the result of suboptimal intrauterine growth conditions in conjunction with a variety of disorders from genetic to metabolic, vascular, coagulative, autoimmune, as well as infectious. Newborns with intrauterine growth restriction (IUGR) present reduced fat mass and undergo adaptational changes of endocrine/metabolic mechanisms as a result of intrauterine malnutrition. Recently, it was shown that fat-secreted adipokines such as visfatin, a novel adipokine improving glucose tolerance through insulin-mimetic effects, and vaspin , profoundly influence insulin sensitivity and energy metabolism.
2

Σχέση σειράς γέννησης παιδιού και καπνίσματος μητέρας με λόγο αγοριών/ κοριτσιών και ενδομήτρια αύξηση

Ασημακοπούλου, Ασπασία 10 June 2014 (has links)
Σκοπός: Να αξιολογηθεί ο λόγος αγόρια/κορίτσια (sex ratio) στα παιδιά καπνιστριών και μη καπνιστριών μητέρων, σε σχέση με τη σειρά γέννησης των παιδιών (τόκος). Να αξιολογηθεί το αποτέλεσμα του καπνίσματος της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη στην εμβρυική ανάπτυξη σε σχέση με τον τόκο την ηλικία και τον αριθμό των τσιγάρων που κάπνιζαν οι μητέρες ανά ημέρα κατά την εγκυμοσύνη και το φύλο των παιδιών. Σχεδιασμός: Προοπτική μελέτη. Τόπος: Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών. Αντικείμενο: Μελετήθηκαν 2.108 τελοιόμηνα νεογνά που γεννήθηκαν από το 1993 έως και το 2002, 665 νεογνά καπνιστριών μητέρων και 1.443 νεογνά μη καπνιστριών μητέρων. Αποτελέσματα: Ο λόγος αγόρια/κορίτσια στο σύνολο των νεογνών που μελετήθηκε ήταν 1,09. Η υπεροχή των αγοριών στα παιδιά των καπνιστριών και μη καπνιστριών μητέρων ήταν 1,26 και 1,03 αντίστοιχα. Στα παιδιά των καπνιστριών μητέρων που ήταν τόκων 1, 2 και ≥3 ήταν 1,47, 1,35 και 0,92 αντίστοιχα, ενώ στα παιδιά των μη καπνιστριών μητέρων ήταν 1,04, 1,00 και 1,03 αντίστοιχα. Η στατιστική ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι η πιθανότητα για γέννηση αγοριού από καπνίστριες μητέρες ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στις πρωτότοκες παρά στους τόκους ≥3, ανεξάρτητα από την ηλικία της μητέρας. Αντίστροφα, η σειρά γέννησης των παιδιών δεν επηρέασε τον λόγο αγόρια/κορίτσια στις μη καπνίστριες μητέρες. Αυξανομένου του τόκου στα νεογνά των μη καπνιστριών μητέρων παρατηρήθηκε μια σταδιακή αύξηση της ανάπτυξης ενώ στα νεογνά μη καπνιστριών μητέρων παρατηρήθηκε μια σταδιακή μείωση της ανάπτυξης. Αυτό το αποτέλεσμα ήταν περισσότερο εμφανές στα αγόρια. Ένα σημαντικά αρρνητικό αποτέλεσμα στην αύξηση παρατηρήθηκε από την στην συσχέτιση του καπνίσματος με τον τόκο (p=0,0013) και, με το φύλο και τον τόκο (p=0,001). Υπήρχε μια σημαντική αρρνητική συσχέτιση ανάμεσα στον αριθμό των τσιγάρων που καπνίζονταν ανά ημέρα και της αύξησης η δύναμη της οποίας αυξανόταν με την αύξηση του τόκου, κυρίως στα αγόρια. Συμπεράσματα: Οι πρωτότοκες μητέρες που κάπνιζαν κατά την εγκυμοσύνη γέννησαν σημαντικά περισσότερα αγόρια απ’ ότι κορίτσια, ενώ μητέρες με τόκους ≥3 γέννησαν περισσότερα κορίτσια. Δευτερότοκες γυναίκες που κάπνιζαν λιγότερα από 10 τσιγάρα την ημέρα γέννησαν σημαντικά περισσότερα αγόρια, αλλά ο λόγος αγόρια/κορίτσια ελαττώθηκε όταν κάπνιζαν ≥10 τσιγάρα την ημέρα. Το κάπνισμα της μητέρας κατά την κύηση προκαλεί καθυστέρηση στην εμβρυική αύξηση, κυρίως στα αγόρια, ένα αποτέλεσμα που ενισχύεται με τον τόκο αλλά είναι ανεξάρτητο από την ηλικία της μητέρας. / Objective: To assess the sex ratio in offspring of smoking and nonsmoking mothers in relationship to the parity. To examine the effect of maternal smoking during pregnancy on fetal growth in relationship to maternal parity, age and number of cigarettes smoked/day, and offspring’s gender. Design: Prospective study. Setting: University hospital. Subjects: Were studied 2018 term singleton neonates born form 1993 to 2002, 665 from smoking and 1443 from nonsmoking mothers. Main outcome measures: Secondary sex ratio in regard to maternal periconseptual smoking and parity. Results: The male preponderance in the offspring of smoking and nonsmoking mothers was 0.558 and 0.506, respectively (p=0.031). In the smoking women parity 1, 2 and 3 it was 0.596, 0.574 and 0.462, respectively, whereas in the nonsmoking it was 0.511, 0.500 and 0.508, respectively (p=0.02, 0.04 and 0.64, respectively). Logistic regression analysis showed that the possibility for a boy to be delivered by mothers who smoked was significantly greater in primiparous than in party ≥3, independently of the maternal age. Conversely, parity did not affect the sax ratio in the offspring of the nonsmoking mothers. With increasing parity, in the neonates of nonsmoking mothers there was a gradual increase of growth, whereas in neonates of smoking mothers there was a gradual decrease of growth. This effect was more pronounced in males. A significant negative main effect on growth resulted from the interaction of smoking with parity (p=0,013), and with gender and parity (p=0,001). There was a significant negative correlation between number of cigarettes smoked per day and growth, the strength of which increased with parity, mainly in males. Conclusions: Among women who smoked in the periconceptual period, significantly more male than female offspring are born from primiparous, whereas parity >3 give birth to more female offspring; women parity 2 give birth to significantly more male, but the sex ratio declines when they smoked ≥10 cigarettes/day. Maternal smoking during pregnancy causes a delay in getal growth, which is greater in male offspring, an effect that is enhanced with parity but is independent of maternal age.
3

Ο ρόλος της ενδοθηλίνης στο αμνιακό υγρό ως δείκτης παθολογικών καταστάσεων της εγκυμοσύνης

Lavinia, Margarit 07 June 2013 (has links)
Η ενδοθηλίνη-1 (ET-1) είναι ένα πεπτίδιο αποτελούμενο από 21 αμινοξέα. Είναι ισχυρός αγγειοσυσπαστικός παράγοντας και μιτογόνο των λείων μυϊκών κυττάρων. Στο πλάσμα ασθενών που πάσχουν από σοβαρού βαθμού υπέρταση ή προεκλαμψία έχουν ανιχνευθεί υψηλές συγκεντρώσεις ΕΤ-1. Ο ακριβής ρόλος της ΕΤ-1 σε σχέση με την ανθρώπινη αναπαραγωγή είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό ένα αίνιγμα. Μητρικές και εμβρυικές συγκεντρώσεις στο πλάσμα της ενδοθηλίνης έχουν μελετηθεί πρόσφατα σε σχέση με την εγκυμοσύνη. Αυτοί περιλαμβάνουν ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης (IUGR) και προεκλαμψία. Οι ακριβείς μηχανισμοί για αυτές τις παθολογικές διαδικασίες και η αύξηση των συγκεντρώσεων πλάσματος της ενδοθηλίνης είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό άγνωστοι, αν και υπάρχουν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι η ενδοθηλίνη συνδέεται με βλάβη του ενδοθηλίου των κυττάρων. Υπάρχουν τώρα κάποιες ενδείξεις ότι οι αμνιακές συγκεντρώσεις της ενδοθηλίνης είναι αυξημένες σε κυήσεις που σχετίζονται με προ-εκλαμψία. Ο σκοπός αυτής της προοπτικής μελέτης ήταν να καταγράψει την συγκέντρωση ενδοθηλίνης στο αμνιακό υγρό σε γυναίκες με φυσιολογικές κυήσεις συγκριτικά με τις γυναίκες που εμφανίζουν προεκλαμψία , IUGR και προώρη ρήξη εμβρυικων υμένων. Εξετάσθηκε το αμνιακό υγρό που προήλθε από αμνιοπαρακέντηση από 125 γυναίκες κατά το δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης . Τα επίπεδα της ενδοθηλίνης μετρήθηκαν με μια ευαίσθητη και ειδική εξεταση ραδιοανοσοπροσδιορισμού. Η συγκέντρωση στο αμνιακό υγρό της ενδοθηλίνης είναι αυξημένη από το δεύτερο τρίμηνο σε γυναίκες που αργότερα αναπτύσσουν PPROM, PROM, IUGR και προεκλαμψία με στατιστικά σημαντική διαφορά. Έχει αποδειχθεί ότι τα επίπεδα ΕΤ1 συσχετίζονται με το βάρος γέννησης των νεογνών, για τη κυήση που περιπλέκονται με IUGR, με το βάρος γέννησης των νεογνών, και με την ηλικία κύησης για την ομάδα PPROM, κια με το βάρος γέννησης των νεογνών σε κυήσεις με προεκλαμψία. Η διερεύνηση επιπέδων ΕΤ-1 στο αμινιακό υγρό δευτέρου τριμήνου μπορεί να είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός χώρος έρευνας στο μέλλον, καθώς θα μπορούσε να ρίξει περισσότερο φως για την πρώιμη ανέυρεση των παθοφυσιολογικων διαδικασιών της πλακουντιακής δυσλειτουργίας. / Endothelin-1 (ET-1) is a peptide consisting of 21 amino acids. It is a strong vasoconstrictor and mitogenic factor with significant activity on to the smooth muscle cells. High concentrations of ET-1 have been detected in plasma of patients with severe hypertension or preeclampsia. The exact role of ET-1 in relation to human reproduction is still largely an enigma. Maternal and fetal plasma concentrations of ET-1 have been studied recently in relation to pregnancy. These include intrauterine growth retardation (IUGR) and preeclampsia. The exact mechanisms of these pathological processes and increased plasma concentrations of ET-1 are still largely unknown, although there is evidence to suggest that ET-1 is associated with impaired endothelial cells. There is now some evidence that amniotic ET-1 concentrations are elevated in pregnancies associated with pre-eclampsia. The purpose of this prospective observational study was to record the ET-1 concentration in second trimester amniotic fluid and compare with the levels in women who develop preeclampsia, IUGR and premature rupture of membranes. The amniotic fluid samples were obtained from 125 women by amniocentesis during the second trimester of pregnancy. The levels of ET-1 were measured with a sensitive and specific radioimmunoassay examination (ELISA). The amniotic fluid concentrations of ET-1 are statistically significantly higher from the second trimester in women who later develop PPROM, PROM, IUGR with preeclampsia. This study showed that ET-1 levels correlated with the birth weight of newborns in the pregnancies complicated by IUGR, the birth weight of newborns and the gestational age for the group PPROM, and with the birth weight of newborns in pregnancies with preeclampsia . Investigating the levels of ET-1 in the second trimester amniotic fluid can be an extremely important research area in the future, and could shed more light on the early discovery of the pathophysiological process of placental dysfunction.
4

Ανάπτυξη τεχνικών επεξεργασίας ιατρικών δεδομένων και συστημάτων υποστήριξης της διάγνωσης στη γυναικολογία

Βλαχοκώστα, Αλεξάνδρα 25 May 2015 (has links)
Η αυτόματη επεξεργασία εικόνων του ενδομητρίου αποτελεί ένα δύσκολο και πολυδιάστατο πρόβλημα, το οποίο έχει απασχολήσει πλήθος ερευνητών και για το οποίο έχει αναπτυχθεί μεγάλος αριθμός τεχνικών. Στην παρούσα διατριβή, παρουσιάζεται μια μεθοδολογική προσέγγιση, η οποία βασίζεται στη χρήση αλγορίθμων ψηφιακής επεξεργασίας και ανάλυσης εικόνων, για την αυτόματη εκτίμηση χαρακτηριστικών που περιγράφουν την αγγείωση και την υφή εικόνων του ενδομητρίου. Αφορμή της μελέτης αποτελεί ο ρόλος που διαπιστώνεται ότι διαδραματίζει η μεταβολή των τιμών των εν λόγω χαρακτηριστικών στην έγκαιρη διάγνωση των παθήσεων του ενδομητρίου. Στα πλαίσια της διατριβής, υλοποιήθηκε κατάλληλη μεθοδολογία για τον υπολογισμό ενός συνόλου χαρακτηριστικών τόσο για υστεροσκοπικές εικόνες, όσο και για ιστολογικές εικόνες του ενδομητρίου. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στην προ – επεξεργασία των εικόνων προκειμένου να προκύψει βελτίωση της ποιότητας καθώς και ενίσχυση της αντίθεσης αυτών. Στη συνέχεια, ανιχνεύτηκαν τα σημεία που αποτελούν τους κεντρικούς άξονες των υπό εξέταση αγγείων με χρήση διαφορικού λογισμού για τις υστεροσκοπικές εικόνες και υπολογίστηκε ένα σύνολο χαρακτηριστικών μεγεθών που περιγράφουν την αγγείωση και την υφή των εικόνων τόσο για τις υστεροσκοπικές όσο και για τις ιστολογικές εικόνες. Τέλος, εφαρμόστηκαν κατάλληλοι αλγόριθμοι με σκοπό την κατηγοριοποίηση των υστεροσκοπικών και των ιστολογικών εικόνων και συγκεκριμένα τον διαχωρισμό των παθολογικών και των φυσιολογικών εικόνων του ενδομητρίου. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκε η ROC ανάλυση στην απεικόνιση και ανάλυση της συμπεριφοράς των εν λόγω κατηγοριοποιητών. / Automatic analysis of the endometrial images is a difficult and multidimensional problem. For this reason, the number of papers and techniques regarding this issue is numerous. In this Thesis, a methodology is presented, based on advance image processing techniques in order to automatically estimate texture and vessel’s features in endometrial images. Motivation for the Thesis is the fact that the variation of the measurements of the specific features plays significant role in the seasonable diagnosis of endometrial disorders. Throughout this Thesis, an appropriate methodology is developed in order to estimate the features for the hysteroscopical and histological images of the endometrium. An important step is the pre – processing of the images in order to enhance the image quality and the image contrast. Then, the pixels that constitute the centerlines of vessels are detected by using differential calculus for the hysteroscopical images, only. Furthermore, the texture and vessel’s features in hysteroscopical and histological images are estimated. Finally, appropriate algorithms are applied in order to classify the hysteroscopical and histological images and distinguish pathological and normal endometrial images. ROC analysis is used in order to evaluate the discrimination power of the features that were estimated.

Page generated in 0.0351 seconds