• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • Tagged with
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Ανάπτυξη νοητικών δεξιοτήτων τετράχρονων παιδιών, μέσα από διαδικασίες επίλυσης μαθηματικού προβλήματος

Σιακαλλή, Μαρία Άντζελα 26 July 2013 (has links)
Ο βασικός σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση του κατά πόσον: κατά τη διαδικασία επίλυσης μαθηματικού προβλήματος εντός ενός ευνοϊκού μαθησιακού περιβάλλοντος μιας τάξης πρωτοσχολικής ηλικίας, τα παιδιά, αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους και με τη νηπιαγωγό, εμπλέκονται σε διεργασίες οι οποίες προάγουν την ανάπτυξη δεξιοτήτων. Ο πιο πάνω σκοπός διερευνάται μέσα από τρία βασικά ερευνητικά ερωτήματα καθένα από τα οποία αναλύεται σε επιμέρους ερωτήματα: 1. πώς λειτουργεί η εκτενής σε χρονική διάρκεια, τακτική (καθημερινή) και οργανωμένη από την νηπιαγωγό ενασχόληση παιδιών με διαδικασία επίλυσης μαθηματικού προβλήματος, μέσα σε ένα ευνοϊκό μαθησιακό περιβάλλον; 2. πώς επιδρά στα παιδιά η διαδικασία επίλυσης μαθηματικού προβλήματος στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων (α) εμπλοκής στην επίλυση του μαθηματικού προβλήματος : (i) το παιδί χρησιμοποιεί το υλικό αναπαράστασης του προβλήματος και καταγραφής των λύσεών του με τρόπο που οδηγεί σε επίλυση του προβλήματος; (ii) το παιδί εργάζεται με τρόπο που δείχνει ότι έχει λάβει υπόψη τα δεδομένα του προβλήματος; (iii) το παιδί εργάζεται με τρόπο που οδηγεί σε επίλυση του προβλήματος; (β) ανάπτυξης στρατηγικών επίλυσης του μαθηματικού προβλήματος: (i) ποιες στρατηγικές αναπτύσσουν τα παιδιά κατά τη διαδικασία επίλυσης του κάθε μαθηματικού προβλήματος; (ii) τα παιδιά εφαρμόζουν την ίδια στρατηγική και σε επόμενες διαδικασίες επίλυσης του ίδιου μαθηματικού προβλήματος; (iii) παρατηρείται ανάπτυξη ή βελτίωση της στρατηγικής από τα παιδιά σε επόμενη εφαρμογή της διαδικασίας επίλυσης του ίδιου μαθηματικού προβλήματος; (γ) ανίχνευσης των λύσεων του μαθηματικού προβλήματος: (i) μπορούν τα παιδιά να ανιχνεύσουν όλες τις λύσεις του μαθηματικού προβλήματος (ii) με ποιους τρόπους καταφέρνουν τα παιδιά να ανιχνεύσουν όλες τις λύσεις του προβλήματος; (δ) γραφικής αναπαράστασης των λύσεων του μαθηματικού προβλήματος: (i) πώς επιλέγουν τα παιδιά να αναπαραστήσουν γραφικά τις λύσεις του κάθε προβλήματος; (ii) πώς χρησιμοποιούν τα παιδιά τις γραφικές αναπαραστάσεις των λύσεων του προβλήματος στη διαδικασία επίλυσής του; 3. μπορούν οι γλωσσικές αλληλεπιδράσεις που αναπτύσσονται σε μια τάξη πρωτοσχολικής εκπαίδευσης μεταξύ παιδιών αλλά και μεταξύ παιδιών και νηπιαγωγού να συνεισφέρουν στην επίλυση μαθηματικού προβλήματος; : (ι)σε ποια από τις κατηγορίες σωρευτικός λόγος, λόγος αμφισβήτησης, διερευνητικός λόγος εμπίπτει ο διάλογος μεταξύ παιδιών και πού οδηγεί; (ii) που οδηγεί ο διάλογος μεταξύ παιδιού/παιδιών και νηπιαγωγού; (iii) πού οδηγεί ο μονόλογος του παιδιού; Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι (α) μέσα από την αλληλεπίδραση, τόσο μεταξύ τους όσο και με τη νηπιαγωγό, ακόμη και τετράχρονα παιδιά μπορούν να καταστούν ικανά να εφαρμόσουν διαδικασία επίλυσης μαθηματικού προβλήματος (β) η συστηματική, εκτενής και οργανωμένη ενασχόληση παιδιών με διαδικασία επίλυσης μαθηματικού προβλήματος προάγει την ανάπτυξη δεξιοτήτων (γ) βασικό ρόλο στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων παίζει η νηπιαγωγός και ο τρόπος με τον οποίο η ίδια οργανώνει το μαθησιακό περιβάλλον της τάξης. Η παρούσα εργασία αποτελείται από τέσσερα Κεφάλαια. Στο πρώτο Κεφάλαιο μελετάται η διαδικασία επίλυσης μαθηματικού προβλήματος στο νηπιαγωγείο και ο όρος του ευνοϊκού μαθησιακού περιβάλλοντος. Ο καθορισμός των στοιχείων του ευνοϊκού μαθησιακού περιβάλλοντος γίνεται μέσα από βιβλιογραφική ανασκόπηση σχετικά με το ρόλο της εκπαιδευτικού στη δημιουργία του όλου περιβάλλοντος και της προαγωγής γλωσσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ της ίδιας και των παιδιών και μεταξύ των παιδιών. Στο δεύτερο Κεφάλαιο αναλύεται η μεθοδολογία της έρευνας. Στο τρίτο Κεφάλαιο παρουσιάζονται και αναλύονται τα δεδομένα της παρούσας έρευνας. Στο τέταρτο, και τελευταίο, Κεφάλαιο συνοψίζονται τα σημαντικότερα ευρήματα της παρούσας εργασίας και διατυπώνονται τα βασικά της συμπεράσματα, μέσα από την απάντηση των ερευνητικών της ερωτημάτων και παρουσιάζονται εισηγήσεις για μελλοντική διερεύνηση ερωτημάτων που προέκυψαν από την παρούσα εργασία. / The aim of this study is to investigate whether: during the process of mathematical problem solving within a favorable learning environment of a pre-school classroom setting, while child-child and child-teacher interaction takes place, children involve themselves in processes promoting skill development. The above hypothesis is studied through three basic research questions, each of which is analysed in further and more specific questions: 1. how does the extensive, frequent (daily) and organized by the teacher, occupation of children with mathematical problem solving process, within a favorable learning environment, function? 2. how does the mathematical problem solving process effect children’s skill development in (a)their involvement in the mathematical problem solving process : (i)can the child use the material created for the mathematical problem representation in a way that leads to the solution of the problem? (ii) does the child’s work show that he/she has considered the problem’s data, (iii) does the child’s work lead to the solution of the mathematical problem? (b)the development of strategies in order to solve the mathematical problem : (i)which strategies do the children develop during the mathematical problem solving process? (ii) do the children apply the same strategy every time they engage in the process of solving the same mathematical problem? (iii) is there a development or an improvement of the children’s strategy during future processes of solving the same mathematical problem? (c)the detection of all possible solutions of a mathematical problem : (i)can children detect all possible solutions of the mathematical problem? (ii) in which ways do the children manage to detect all possible solutions of the mathematical problem? (d)graphically representing the solutions of the mathematical problem : (i)how do children chose to graphically represent the solutions of the mathematical problem? (ii) how do children use graphical representations of problem solutions during the problem solving process? 3. can child-child and child-teacher language interactions, which develop within a pre-school classroom setting, contribute to the problem solving process (i)in which of the categories cumulative talk, investigative talk, exploratory talk does children’s dialogue fall and where does it lead? (ii) where does child-child and child-teacher dialogue lead? (iii) where does child monologue lead? The results show that (a) through child-child and child-teacher interaction children as young as four years old can become capable of applying the mathematical problem solving process, (b) extensive, frequent and organized occupation of young children with the mathematical problem solving process leads to skill development, (c) the teacher’s role is central to the development of skills in the way she organizes the classroom’s learning environment. The present study consists of four chapters. Chapter I studies the problem solving process in pre-school and the term “favorable learning environment”. The determination of the elements of such an environment is established through bibliographical research relative to the teacher’s role in the creation of the classroom environment and the promotion of language interaction between herself and children and between children. Chapter II analyses the methodology of the current study. Chapter III presents and studies the research findings. Chapter IV summarizes the basic findings of the study and presents its conclusions through answering its research questions and gives suggestions for future investigation of questions that have emerged from the present study.
2

Διδακτικές στρατηγικές, μαθήτυποι και δεξιότητες κριτικής σκέψης στη διδασκαλία της χρηματοοικονομικής : προσέγγιση με την quantile regression / Teaching strategies, learning types and critical thinking skills in finance teaching : a quantile regression approach

Πομώνης, Γεράσιμος 05 May 2009 (has links)
Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη της επίδρασης των εφαρμοζόμενων διδακτικών στρατηγικών για την διδασκαλία της Χρηματοοικονομικής στη διαμόρφωση των μαθησιακών στρατηγικών των φοιτητών και στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων κριτικής σκέψης, με την χρησιμοποίηση της οικονομετρικής τεχνικής της quantile regression (QR). Η επισκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας καθώς και η έρευνα για την παρούσα διατριβή δείχνουν, αφενός ότι στους συγγενείς επιστημονικούς χώρους της Οικονομικής, της Χρηματοοικονομικής και της Λογιστικής εφαρμόζονται διδακτικές στρατηγικές που βασίζονται στη μέθοδο των διαλέξεων και φαίνεται να επηρεάζουν την διαμόρφωση των μαθησιακών στρατηγικών και αφετέρου ότι η χρησιμοποίηση διδακτικών στρατηγικών ενεργού εμπλοκής των φοιτητών στην μάθηση μπορεί πράγματι να επηρεάζει τη διαμόρφωση των μαθησιακών στρατηγικών και να συμβάλλει στην ανάπτυξη δεξιοτήτων κριτικής σκέψης. Από την ως άνω επισκόπηση έχει καταφανεί ότι η στατιστική ανάλυση των ως άνω επιδράσεων στηρίζεται, κατά το πλείστον, σε υπολογισμό συντελεστών συσχέτισης, σε ανάλυση της διακύμανσης καθώς και στην χρησιμοποίηση της κλασικής παλινδρόμησης. Η διαμόρφωση των μαθησιακών στρατηγικών εκτιμάται μέσα από την διαμόρφωση των τρόπων και τύπων μάθησης των φοιτητών, με τη χρησιμοποίηση του Learning Style Inventory (LSI) του Kolb και του Learning Styles Questionnaire (LSQ) των Honey και Mumford. Με το LSI (που χρησιμοποιήθηκε και στις δυο φάσεις της έρευνας) εκτιμάται η προτίμηση προς τέσσερεις τρόπους μάθησης (Απτή Εμπειρία, Στοχαστική Παρατήρηση, Αφηρημένη Αντίληψη Εννοιών και Ενεργός Πειραματισμός), με βάση τους οποίους προκύπτουν τέσσερεις τύποι μάθησης (Αποκλίνων, Αφομοιωτικός, Συγκλίνων και Διευκολύνων). Για την εκτίμηση του επιπέδου ανάπτυξης των δεξιοτήτων κριτικής σκέψης των φοιτητών, χρησιμοποιείται το California Critical Thinking Skills Test (CCTST), δημιουργημένο από τον Peter Facione με βάση τα συμπεράσματα της Delphi Report (American Philosophical Association). Το CCTST εκτιμά πέντε επιμέρους δεξιότητες κριτικής σκέψης (Ανάλυση, Αξιολόγηση, Συμπερασμός, Επαγωγικός και Απαγωγικός Συλλογισμός) καθώς και την συνολική ικανότητα στις δεξιότητες κριτικής σκέψης. Η έρευνα δια την συγκέντρωση παρατηρήσεων διενεργήθηκε σε δυο φάσεις: στην πρώτη εκτιμήθηκαν μόνο οι τρόποι και τύποι μάθησης με τη χρήση των LSQ και LSI και στην δεύτερη εκτιμήθηκαν οι τρόποι και τύποι μάθησης με τη χρήση μόνο του LSI καθώς και οι δεξιότητες κριτικής σκέψης με τη χρήση του CCTST. Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων της έρευνας στηρίζεται στη χρησιμοποίηση του οικονομετρικού μοντέλου της quantile regression (QR), με το οποίο μπορούν να υπολογιστούν συντελεστές ακόμη και για τα 99 εκατοστημόρια της κατανομής της εξαρτημένης μεταβλητής, αυξάνοντας θεαματικά την αντλούμενη πληροφόρηση, έναντι της κλασικής παλινδρόμησης. Προκύπτει έτσι ένα σημαντικό ερμηνευτικό πλεονέκτημα, το οποίο φωτίζει την επίδραση που ασκείται σε όλο το εύρος της κατανομής και συμβάλλει στην εκτενέστερη και βαθύτερη κατανόηση των ασκούμενων επιδράσεων. Αυτή η δυνατότητα έχει κατ’ εξοχήν σημασία στην ερμηνεία της αλλαγής της προτίμησης από τον έναν τρόπο μάθησης στον διαμετρικά αντίθετό του και την ενδιάμεση κατάσταση της ισορροπημένης μάθησης, για κάθε μια από τις δυο διαστάσεις μάθησης του μοντέλου Εμπειρικής Μάθησης του Kolb. Η QR χρησιμοποιείται επίσης για την έρευνα της επίδρασης των διαμορφωμένων τρόπων και τύπων μάθησης στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων κριτικής σκέψης. Θεωρητικά υποστηρίζεται ότι ο Συγκλίνων μαθήτυπος του μοντέλου του Kolb υπερτερεί στην επίδοση στις δεξιότητες κριτικής σκέψης, υπόθεση που δεν τεκμηριώνεται στην περίπτωση που αναπτύσσεται ισορροπημένη προτίμηση προς τους τέσσερεις τρόπους μάθησης. Οι εν λόγω επιδράσεις τεκμηριώνονται με την ανάλυση των δεδομένων από την πειραματική εφαρμογή διδακτικού μοντέλου ενεργού εμπλοκής των φοιτητών στην διαδικασία διδασκαλίας-μάθησης της Χρηματοοικονομικής με τη χρήση της QR. Τα βασικά συμπεράσματα της παρούσας διατριβής είναι τα εξής: α) Το μαθησιακό περιβάλλον που διαμορφώνεται από την εκάστοτε εφαρμοζόμενη διδακτική στρατηγική επιδρά διαφορετικά σε κάθε τμήμα της κατανομής της εξαρτημένης μεταβλητής. β) Η ανάπτυξη ισορροπημένης προτίμησης προς τους τρόπους μάθησης είναι επωφελέστερη, έναντι της επιλεκτικής προτίμησης, για την ανάπτυξη δεξιοτήτων κριτικής σκέψης. γ) Η διάδραση που αναπτύσσεται μεταξύ των φοιτητών σε ομάδες που απαρτίζονται από διαφορετικούς τύπους μάθησης ασκεί σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη ισορροπημένης μάθησης και στη βελτίωση του επιπέδου των δεξιοτήτων κριτικής σκέψης. δ) Η εκτίμηση πολλών συντελεστών παλινδρόμησης με την χρήση της QR διευρύνει σημαντικά την ερμηνεία των επιδράσεων των ανεξάρτητων στις εξαρτημένες μεταβλητές, έναντι άλλων απλών στατιστικών μέτρων καθώς και της κλασικής παλινδρόμησης. ε) Στον τομέα της διδασκαλίας στον επιστημονικό χώρο της Χρηματοοικονομικής στην Ελλάδα, η παρούσα εργασία είναι μοναδική και πρωτότυπη και η συμβολή της είναι καθολική, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ένα οικονομετρικό μοντέλο – την QR – σε ερμηνευτικό εργαλείο των σχέσεων που αναπτύσσονται στην διδακτική πράξη. / The aim of this dissertation is the study of the effect of the implemented teaching strategies in Finance teaching on the formation of students’ learning strategies and development of critical thinking skills, by using the econometric model of quantile regression (QR). The review of the relevant literature, as well as the research for this dissertation show that on the one hand the implemented teaching strategies in the related disciplines of Economics, Finance and Accounting are mainly based on the use of the lecture method and seem to affect the formation of students’ learning strategies and on the other hand the use of teaching strategies that involve students in the teaching-learning process may affect the formation of students’ learning strategies and contribute to the development of critical thinking skills as well. The literature review also shows that statistical analysis of effects is mostly based on correlation coefficients and analysis of variance, as well as the use of traditional regression. The formation of students’ learning strategies is estimated through student learning styles and types, by the use of Kolb’s Learning Style Inventory (LSI) and Honey & Mumford’s Learning Styles Questionnaire (LSQ). By the use of the LSI (which has been used in both phases of the relative research), student preferences towards four learning styles (Concrete Experience, Reflective Observation, Abstract Conceptualization and Active Experimentation) are estimated. Based on the relevant preference for two consecutive learning styles, in the order depicted above, four learning types may occur: Divergers, Assimilators, Convergers, and Accommodators. The California Critical Thinking Skills Test (CCTST) is used for estimating the level of development of students’ critical thinking skills. This instrument has been developed by Peter Facione and is based on the results and recommendations of the Delphi Report of the American Philosophical Association. The CCTST estimates five discrete critical thinking skills, namely Analysis, Evaluation, Inference, Induction and Deduction and the overall critical thinking skills ability as well. The research for the collection of data has been carried out in two phases. In the first phase the LSQ and LSI instruments have been used for the estimation of students’ learning styles and types and in the second phase the LSI has been used for the estimation of students’ learning styles and types and the CCTST for the estimation of students’ critical thinking skills. The statistical analysis of the research data is based on the use of the econometric model of the quantile regression (QR), by which coefficients for as many as 99 percentiles of the dependent variable can be computed. In this way derived information is extremely richer than that derived by using traditional regression. This renders a significant explanatory advantage, which sheds light of the impact on the whole distribution of the dependent variable and thus it contributes to the more comprehensive and deeper understanding of the caused effect. This capability is especially important for explaining the change in the preference from one learning style to its diametrically opposite one and the interim situation of balanced learning, for each of the two dimensions of learning of Kolb’s Experiential Learning Model. QR is also used for the exploration of the impact of the formed learning styles and types on the development of critical thinking skills. Theory suggests that the Converging learning type of Kolb’s model beats the other three in critical thinking skills performance, but this suggestion is not corroborated in the case that a balanced preference towards all four learning styles is developed. The aforementioned impact is documented by the analysis of data rendered by the experimental implementation of a teaching strategy of active engagement of students in the teaching-learning process in Finance teaching, by using the QR. Basic results of this dissertation are as follows: a) The learning environment develop by the implemented teaching strategy has a different impact on each segment of the distribution of the dependent variable. b) The development of balanced preference towards the learning styles is more beneficial for critical thinking skills development than selective preference. c) The developed interactivity between students in groups made up by different learning types has a significant effect on developing balanced learning and on the improvement of the level of critical thinking skills development. d) The use of the Quantile Regression and the computation of many regression coefficients expands significantly the explanatoty potential about the impact of the independent variables on the dependent ones, against other simple statistical metres as well as traditional regression. e) Regarding the teaching endeavors of instructors in the area of Finance in Greece, this dissertation is unique and original and contributes in a total sense, while it simultaneously highlights the advantages of an econometric model – the QR – as an hermeneutic instrument for the relationships development in the teaching process.
3

Τα μαθηματικά στο χώρο εργασίας και η σύνδεσή τους με την τυπική εκπαίδευση

Τριανταφύλλου, Χρυσαυγή 19 August 2010 (has links)
Η παρούσα διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται σε δύο ερευνητικά προβλήματα που αποτελούν τα αντικείμενα δύο ερευνητικών φάσεων. Στην Α΄ ερευνητική φάση, διάρκειας ενός έτους, ασχολείται με τη διερεύνηση μαθηματικών πρακτικών σε τρεις ομάδες τεχνικών του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας αναζητώντας παράλληλα την ύπαρξη αμετάβλητων στοιχείων της μαθηματικής επιστήμης τα οποία διαπερνούν την ακαδημαϊκή και την παρούσα εργασιακή κοινότητα. Στη Β΄ ερευνητική φάση, διάρκειας οκτώ μηνών, εξετάζει κάτω και υπό ποιες προϋποθέσεις πέντε σπουδαστές ενός Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος που πραγματοποιούν την πρακτική τους άσκηση στον ίδιο Οργανισμό είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τα αμετάβλητα αυτά στοιχεία. Στην Α΄ ερευνητική φάση η Θεωρία Δραστηριότητας των Vygotsky, Leont’ ev και των συνεχιστών του έργου τους, Engeström & Cole, αποτελεί τη θεωρητική βάση της εργασίας. Τα ερευνητικά δεδομένα προκύπτουν από εθνογραφικής φύσης παρατηρήσεις αλλά και συζητήσεις με τους συμμετέχοντες. Η μαθηματική δραστηριότητα που αναγνωρίσαμε στο χώρο εργασίας ήταν πολύπλοκη και πλούσια αλλά πλήρως ενταγμένη στο πλαίσιο αναφοράς της. Ειδικότερα, αναγνωρίσαμε και ταξινομήσαμε τα μαθηματικά εργαλεία τα οποία διαμεσολαβούσαν στις κεντρικές καθημερινές εργασιακές δραστηριότητες των τεχνικών και αναδείξαμε τους τρόπους με τους οποίους αυτά εμπλέκονταν με τα τεχνικής φύσης εργαλεία τους. Ταυτόχρονα αναγνωρίσαμε αμετάβλητα μαθηματικά στοιχεία στις μαθηματικές έννοιες, στο τρόπο κατανόησής τους από τους τεχνικούς και σε μαθηματικές διαδικασίες που οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν για την επίτευξη των εργασιακών τους στόχων. Στην Β΄ ερευνητική φάση τα ερευνητικά δεδομένα προέρχονται από διερευνητικής και παρεμβατικής φύσης συνεντεύξεις με τους σπουδαστές και εθνογραφικές παρατηρήσεις. Μέσα από τις διερευνητικής φύσης συνεντεύξεις καταγράψαμε τις στάσεις των σπουδαστών ως μέλη της σπουδαστικής και της συγκεκριμένης εργασιακής κοινότητας και αναζητήσαμε μαθηματικές πρακτικές που ανέπτυξαν ως μαθητευόμενοι στην παρούσα εργασιακή τους κοινότητα. Οι μαθηματικές πρακτικές που ανέπτυξαν οι σπουδαστές, έστω και ασυνείδητα, είχαν άμεση εξάρτηση από τα εργαλεία και τους εργασιακούς στόχους της κάθε κοινότητας και αφορούσαν την ικανότητα οπτικοποίησης και την ανάγνωση και ερμηνεία σύνθετων οπτικών αναπαραστάσεων. Τέλος, μέσα από μια σειρά παρεμβατικής φύσης συνεντεύξεων αναλύσαμε με εργαλεία σημειωτικής τη δραστηριότητα που ανέπτυξαν οι ίδιοι σπουδαστές στην προσπάθεια ερμηνείας αυθεντικών αναπαραστάσεων με σκοπό τη σύνδεση κοινών μαθηματικών εννοιών που συναντώνται στην ακαδημαϊκή και στην παρούσα εργασιακή κοινότητα. Οι έννοιες αυτές αφορούσαν το θεσιακό σύστημα αρίθμησης και τη συναρτησιακή σχέση αντίστασης, μήκους, διαμέτρου χάλκινων καλωδίων. Καταλήγουμε, καταγράφοντας τα χαρακτηριστικά που προάγουν και αναστέλλουν, τη μεταφορά της γνώσης στο νέο κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο. Στο τέλος της διατριβής καταγράφονται και αναλύονται οι εκπαιδευτικές προεκτάσεις της έρευνας. / This dissertation thesis focuses on two different research problems carried out in two research phases. In the first research phase, lasting one year, it focuses on the exploration –identification of mathematical practices of three different groups of technicians of the Greek Telecommunication Organization. In parallel, it investigates the existence of invaried mathematical elements that are crossing the academic and the current workplace community. In the second research face, lasting eight months, it investigates how and whether five students of a Technological Educational Institute who were doing their practicum in this setting could recognize these invariant mathematical elements. In the first research phase, the theoretical framework is guided by Vygotsky and Leont’ev work on Activity theory and their followers, Engeström & Cole. Our data are coming from ethnographic observations and discussions with the participants. The mathematical activity we identified was complex and rich but completely contextual. Especially, we recognized and categorized the mediated mathematical tools in technicians’ central workplace activities and we were showing off how these are interrelated with their physical mediated tools. At the same time we recognized invariant mathematical elements in the category of mathematical concepts, the meanings the technicians attributed to these concepts and in the category of mathematical processes they were using in order to achieve their workplace goals. In the second research phase, our data are coming from eexploratory and intervention interviews with the students and ethnographic observations. In the exploratory interviews we recorded their experiences and their attitudes as members of the academic and the workplace community and we identified mathematical practices they developed as apprentice members of this community. Τhe main mathematical practices the students developed, mainly unconsciously, were attached to the tools and the goals of the workplace community and referring to visualization and reading and interpreting complex visual representations. Finally, through the intervention interviews, we analyzed with the help of semiotic tools the activity the same students developed in order to interpret mathematical objects that are common to the academic and workplace community. The mathematical objects were referring to the place value concept and the functional relation between the resistance, the length and the diameter of the copper wires. In the conclusion, we recorded the characteristics that support and block students’ transfer of knowledge in their new socio-cultural context. In the end of the thesis we discuss and analyze the educational implications of our findings.

Page generated in 0.0378 seconds