• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 4
  • Tagged with
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Έκφραση των δεικτών απόπτωσης bcl-2, bax, bcl-x, Fas, και Fasl, των δεικτών κυτταρικού πολλαπλασιασμού Κi67 και PCNA και του ογκογονιδίου p53 σε παρασκευάσματα θυμεκτομών από ασθενείς με βαρεία μυασθένεια και συσχέτιση με τη μετεγχειρητική επιβίωση ασθενών και τους κλασικούς προγνωστικούς δείκτες της νόσου

Σαλάκου, Σταυρούλα 06 August 2008 (has links)
Σκοπός: Σήμερα η θυμεκτομή αποτελεί ευρέως αποδεκτή θεραπευτική μέθοδο για τη βαρεία μυασθένεια (ΒΜ). Επιπλέον η απόπτωση πιστεύεται ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ΒΜ. Ο σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η μελέτη της έκφρασης των δεικτών bcl-2, bcl-x, bax, Fas, Fasl (αποπτωτικές ογκοπρωτεϊνες), PCNA και Ki67 (δείκτες κυτταρικού πολλαπλασιασμού) και p53 (ογκοκατασταλτικό γονίδιο) σε παρασκευάσματα θυμεκτομών από ασθενείς με ΒΜ, και η συσχέτιση αυτής της έκφρασης με κλινικοπαθολογοανατομικές παραμέτρους και την κλινική κατάσταση των ασθενών μετά τη θυμεκτομή. Ασθενείς και Μέθοδοι: Η μελέτη περιέλαβε 46 ασθενείς (17 άνδρες και 29 γυναίκες με μέση ηλικία 36.60±16.09 έτη) με ΒΜ, οι οποίοι υπεβλήθησαν σε τροποποιημένη ριζική θυμεκτομή. Η κλινική σταδιοποίηση (ταξινόμηση κατά Osserman) πριν τη θυμεκτομή έδειξε ότι 5 ασθενείς ήταν σταδίου Ι, 21 ΙΙΑ, 17 ΙΙΒ και 3 σταδίου ΙΙΙ. Η ιστοπαθολογική εξέταση του θύμου έδειξε την παρουσία υπερπλασίας σε 26 περιπτώσεις, ατροφίας σε 8, θυμώματος σε 9 και θυμικού καρκινώματος σε 3 περιπτώσεις. Σε τομές παραφίνης, εφαρμόσθηκαν α) η ανοσοϊστοχημική μέθοδος στρεπταβιδίνης-βιοτίνης περοξειδάσης για τα αντισώματα εναντίον των bcl-2, bax, bcl-x, Fas, Fasl, PCNA, Ki67 και p53, β) η μέθοδος in situ υβριδισμού με ιχνηθέτες σημασμένους με διγοξιγενίνη για τους δείκτες bcl-2, bax, bcl-x, Fas και Fasl και γ) η μέθοδος in situ υβριδισμού TUNEL για την εκτίμηση του αποπτωτικού δείκτη (ΔΑΣ). Τα αποτελέσματα εκφράσθηκαν μετά από μορφομετρική ανάλυση και συσχετίσθηκαν με τις κλινικοπαθολογοανατομικές παραμέτρους. Η αναλογία bax/bcl-2 (στα επίπεδα mRNA και πρωτεϊνης) καθορίσθηκε για κάθε δείγμα, διαιρώντας τα %bax (+) κύτταρα με τα % bcl-2 (+) κύτταρα. Η κλινική κατάσταση των ασθενών αξιολογήθηκε σε χρονικό διάστημα 39-166 (διάμεσος 86) μηνών μετά τη θυμεκτομή. Κατά τη στιγμή της αξιολόγησης και σύμφωνα με διεθνή κριτήρια (Jaretzki A, et al, Neurology 55:16, 2000) οι ασθενείς διαχωρίστηκαν ως εξής: ομάδα Α: πλήρης σταθερή ύφεση, ομάδα B: φαρμακολογική ύφεση+ελάχιστες εκδλώσεις+βελτίωση+επιδείνωση. Αποτελέσματα: Η αξιολόγηση της κλινικής κατάστασης ήταν δυνατή σε 39/46 ασθενείς. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα κριτήρια 13/39 ασθενείς ανήκαν στην ομάδα Α και 26/39 στην ομάδα B. Η ανάλυση απλής μεταβλητής απεκάλυψε ότι οι κλινικοί παράγοντες που σχετίζονται με πιο συχνή εμφάνιση πλήρους σταθερής ύφεσης είναι: η νεαρότερη ηλικία των ασθενών κατά τη θυμεκτομή, ο μικρότερος χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της έναρξης των συμπτωμάτων της νόσου και της θυμεκτομής (μικρότερος του έτους) και το ηπιότερο στάδιο της νόσου (Ι και ΙΙΑ vs. ΙΙΒ+ΙΙΙ). Όμως η ανάλυση κατά Cox απεκάλυψε ότι μόνο ο μικρότερος χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της έναρξης των συμπτωμάτων της νόσου και της θυμεκτομής (μικρότερος του έτους) και το ηπιότερο στάδιο της νόσου (Ι και ΙΙΑ vs. ΙΙΒ+ΙΙΙ) αποτελούν ανεξάρτητους προγνωστικούς παράγοντες (95% CI:0.043-6.50, p=0.01 και 95% CI:1.023-4.529, p=0.043, αντιστοίχως). Η έκφραση του bcl-2 ήταν υψηλότερη στις περιπτώσεις υπερπλασίας και θυμώματος σε σχέση με τα θυμικά καρκινώματα (p<0.001). Υψηλότερη έκφραση στα καρκινώματα σε σύγκριση με τα θυμώματα και τις περιπτώσεις υπερπλασίας κατεγράφη για τους δείκτες bax (p<0.001), PCNA, Ki67 (p<0.001), Fas, Fasl, p53 και ΔΑΣ (p<0.001). Επιπροσθέτως, αυτοί οι δείκτες εμφάνισαν υψηλότερη έκφραση προς τα βαρύτερα στάδια της νόσου. Η έκφραση του bcl-x δεν έδειξε καμία συσχέτιση με τα ιστοπαθολογικά χαρακτηριστικά του θύμου ή τα χαρακτηριστικά της ΒΜ. Η αναλογία bax/bcl-2 (στο επίπεδο mRNA και πρωτεΐνης) ήταν αυξημένη προς τα βαρύτερα στάδια της νόσου (+370% για το mRNA και +391% για την πρωτεΐνη, από το στάδιο I προς το στάδιο III). Όλες οι 13 περιπτώσεις της ομάδας Α είχαν αναλογία bax/bcl-2 <1, ενώ όλες οι 26 περιπτώσεις της ομάδας Β είχαν αναλογία >1. Η στατιστική ανάλυση απεκάλυψε: A) θετική συσχέτιση των bax(+) κυττάρων με το στάδιο της ΒΜ (p<0.001), του ΔΑΣ και των %Ki67(+) κυττάρων με το στάδιο της ΒΜ (p<0.001, αντίστοιχα), %Ki67(+) και %bax(+) κυττάρων με τον ΔΑΣ(p<0.05), %p53(+) και %bax(+) κυττάρων (p<0.05), και B) ανάστροφη συσχέτιση μεταξύ των %bcl-2(+) κυττάρων και του σταδίου της ΒΜ (p<0.05). Οι καμπύλες επιβίωσης Kaplan Meier έδειξαν υψηλότερο διάστημα ελεύθερο νόσου, στην ομάδα A (p<0.01). Η ανάλυση κατά Cox απεκάλυψε ότι η τιμή της αναλογίας bax/bcl-2 αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα (95% CI:1.078-44.073, p=0.041). Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι α) ασθενείς με βαρεία μυασθένεια που υπέστησαν τροποποιημένη μεγίστη θυμεκτομή εμφάνισαν σε υψηλό ποσοστό (95%) βελτίωση των συμπτωμάτων της νόσου μετά την επέμβαση, και β) η κλινική έκβαση των μυασθενικών ασθενών μετά την μεγίστη τροποποιημένη θυμεκτομή εξαρτάται από κλινικούς και μοριακούς παράγοντες. Σε αυτή τη μελέτη, η έκφραση των διαφόρων μοριακών δεικτών (bcl-2, bax, bcl-x, PCNA, Ki67, p53) και του αποπτωτικού δείκτη συσχετίσθηκε θετικά ή αρνητικά με τα μικροσκοπικά ευρήματα του θύμου. Αυξημένος βαθμός απόπτωσης και κυτταρικού πολλαπλασιασμού συνοδεύει τα βαρύτερα στάδια της νόσου. Η ανάλυση κατά Cox απεκάλυψε ότι ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες για την κλινική κατάσταση των ασθενών μετά τη θυμεκτομή, είναι το μικρότερο χρονικό διάστημα μεταξύ έναρξης της νόσου και θυμεκτομής, το ηπιότερο στάδιο και η τιμή της αναλογίας bax/bcl-2 <1. Επιπλέον έρευνα χρειάζεται, η οποία θα έχει ως στόχο να καταδείξει εκείνους τους συγκεκριμένους δείκτες οι οποίοι θα παρέχουν με ασφάλεια πληροφορίες για τα μακρόχρονα αποτελέσματα της χειρουργικής θεραπείας στη μυασθένεια. / Objective: Today thymectomy is a widely accepted therapeutic option for myasthenia gravis (MG). On the other hand apoptosis seems to play a significant role in progress of MG. The aim of this study was to evaluate bcl-2, bcl-x, bax, Fas, Fasl (apoptotic oncoproteins), PCNA and Ki67 (cell proliferation markers) and p53 (tumor suppressor gene) expression in thymus from patients with myasthenia gravis (MG) and to determine the potential correlation with clinicopathologic parameters and the clinical response after thymectomy. Patients and Methods: The study included 46 patients (17 males, 29 females; mean age 36.60±16.09 years) with MG who underwent modified maximal thymectomy. Clinical staging (Osserman classification) included stage I in five, IIA in 21, IIB in 17 and III in three. Microscopic examination of thymus showed thymic hyperplasia in 26, atrophy in eight, thymoma in nine and thymic carcinoma in three cases. On paraffin sections, the streptavidin–biotin technique, using antibodies to bcl-2, bax, bcl-x, Fas, Fasl, PCNA, Ki67 and p53, was employed, and in situ hybridization with digoxigenin-labeled probes to bcl-2, bax, bcl-x, Fas and Fasl was performed. In addition, the apoptotic body index (ABI) was assessed via the TUNEL method. Staining results were expressed following morphometric analysis and were correlated with clinicopathologic parameters. Bax to bcl-2 mRNA and protein ratio was determined for each sample by dividing %bax (+) cells by % bcl-2 (+) cells. Patients were followed up for 39-166 (median 86) months. At the end of the follow-up period, according to standard criteria (Jaretzki A, et al, Neurology 55:16, 2000) patients were classified as follows: group A: complete stable remission, group B: pharmacological remission+minimal manifestations+ improvement, deterioration. Results: Follow-up data were available on 39/46 patients. According to the aforementioned criteria 13/39 patients belonged to group A and 26/39 to group B. ANOVA test revealed that the clinical factors correlated with more frequent development of complete stable remission were: the younger age of the patients, the shorter interval time between disease onset and thymectomy (less than a year) and the earlier stage (Ι και ΙΙΑ vs. ΙΙΒ+ΙΙΙ) of the disease. However Cox regression analysis revealed that only the shorter interval time between disease onset and thymectomy (less than a year) and the earlier stage (Ι και ΙΙΑ vs. ΙΙΒ+ΙΙΙ) of the disease constitute independent prognostic factors (95% CI:0.043-6.50, p=0.01 and 95% CI:1.023-4.529, p=0.043, respectively). Bcl-2 expression was higher in hyperplasia and thymoma cases, compared to thymic carcinomas (p<0.001). Higher expression in carcinomas, compared to hyperplasia and thymomas, was observed for bax (p<0.001), PCNA, Ki67 (p<0.001), Fas, Fasl, p53 and ABI (p<0.001). In addition these markers exhibited higher expression towards advanced stages of the disease. Bcl-x expression did not show any correlation with thymus pathology or MG features. The bax/bcl-2 mRNA and protein ratios were increased towards advanced disease stages (+370% for mRNA and +391% for protein, from MG stage I to stage III). All the 13 cases of group A had a bax/bcl-2 ratio<1, whereas all the 26 cases of group B had a ratio>1.Statistical analysis demonstrated: A) positive correlation of bax(+) cells with MG stage (p<0.001), ABI and %Ki67(+) cells with MG stage (p<0.001, respectively), %Ki67(+) and %bax(+) cells with ABI (p<0.05), %p53(+) and %bax(+) cells (p<0.05), and B) reverse correlation between %bcl-2(+) cells and MG stage (p<0.05). The Kaplan Meier survival curve showed higher percentage of complete stable remission in group A (p<0.01). Cox regression analysis revealed that the bax/bcl-2 ratio constituted independent prognostic factor (95% CI:1.078-44.073, p=0.041). Conclusions: This study shows a) that patients with MG who underwent modified maximal thymectomy for treatment developed improvement in 95% of the cases and b) that the prognosis of these patients depends on clinical and molecular factors. The expression of the several molecular markers included in this study (bcl-2, bax, bcl-x, PCNA, Ki67, p53) and the apoptotic index correlates positively or reversibly with the microscopic findings of thymus. Increased apoptosis and proliferation accompany advanced disease stage. Cox regression revealed that independent prognostic factors for therapeutic response after thymectomy are the shorter time interval between disease onset and thymectomy, the earlier stage and the bax/bcl-2 ratio<1. More extensive studies are needed in order to use these markers in the design and selection of the proper therapeutic modality in such cases.
2

Βαριά μυασθένεια: δημογραφικά στοιχεία, διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση

Τσιμπρή, Ευαγγελία 08 August 2008 (has links)
Το υλικό της μελέτης μας περιλαμβάνει 120 πάσχοντες από βαριά μυασθένεια που μελετήθηκαν και παρακολουθήθηκαν από το 1977-2000. Η διάγνωση της νόσου στηρίχτηκε στην κλινική σημειολογία, τις φαρμακολογικές δοκιμασίες, την ηλεκτροφυσιολογική μελέτη και τη μέτρηση των αντισωμάτων κατά των υποδοχέων της ακετυλοχολίνης. Η σταδιοποίησή της νόσου έγινε με την κλίμακα του Οsser man. Στόχος της μελέτης πέραν της καταγραφής των δημογραφικών στοιχείων της νόσου στον Ελλαδικό χώρο ήταν η αξιολόγηση της ευαισθησίας των χρησιμοποιουμένων διαγνωστικών μέσων και της αποτελεσματικότητας της φαρμακευτικής αγωγής και της θυμεκτομής. Οι γυναίκες συγκριτικά με τους άνδρες υπερείχαν αριθμητικά (σχέση 2:1) και προσβλήθηκαν σε μικρότερη ηλικία (41 ± 18 έτη έναντι 47,7 ± 17,1 έτη ).Σε ότι αφορά τη βαρύτητα της νόσου υπερείχε σαφώς στις γυναίκες που κατά την έναρξη ανήκαν κατά 85% στη βαρύτερη γενικευμένη μορφή της νόσου έναντι του 51% των ανδρών. Από τους 120 ασθενείς, οι 64 αντιμετωπίσθηκαν συντηρητικά με φάρμακα ενώ οι 56 υπεβλήθησαν και σε θυμεκτομή. Η φαρμακευτική αγωγή περιέλαβε πυριδοστιγμίνη, πρεδνιζολόνη, azathioprine σε μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό των ανωτέρω με ικανοποιητική ανταπόκριση στον έλεγχο της συμπτωματολογίας . πλασμαφαίρεση έγινε σε περιορισμένο αριθμό βαριών περιπτώσεων της νόσου που δεν ανταποκρίθηκαν στην ανωτέρω αγωγή. Η θυμεκτομή έγινε κατά κύριο λόγο με εκτεταμένη διαστερνική προσπέλαση με τα ισχύοντα διεθνώς κριτήρια δηλαδή στο πρώιμο στάδιο της νόσου και στη γενικευμένη κυρίως μορφή της. Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν από 1 μέχρι και 23 χρόνια και έγινε συστηματική προσπάθεια συγκριτικής αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της συντηρητικής θεραπείας και της θυμεκτομής. Η θυμεκτομή, παρ, ότι δεν διαπιστώθηκε στο υλικό μας στατιστικώς σημαντική υπεροχή της έναντι της συντηρητικής αγωγής εξακολουθεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της νόσου .αναμένεται ωστόσο η σύγχρονη έρευνα να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα της επιλογής του κατάλληλου χρόνου και των κατάλληλων για την επέμβαση περιπτώσεων λαμβανομένου πάντα υπόψιν του όποιου θετικού αποτελέσματος της συγχορηγούμενης φαρμακευτικής αγωγής. / The purpose of this study is to evaluate the epidemiological data of our 120 patients and to estimate the benefit of the pharmaceutical therapy and the effect of the thymectomy in our myasthenic patients.Our survey is a retrospective one (1977-2000) including 120 patients with myasthenia gravis who have been followed in the Neurological clinic of Patras University . The diagnosis was based on clinical aspects, pharmacological tests (prostigmine and Tensilon ), electrophysiological study (Desmedt),acetylcholine receptor antibodies titer, and CT scan of the mediastinum. All myasthenic patients have been classificated according to the Osserman scale. The male/female ratio was 2:1.The mean age at diagnosis time was 41,1+_18 years for females and 47,7+_1,7 for males.The prostigmine test was positive in 86.4% of patients with the ophthalmic type of the disease and in 91.4%of patients with the generalized form. The Tensilon test was positive in the 80% of patients with the ophthalmic form and in all patients with generalized form. 60.7% of patientswith ophthalmic form and 83.3% of patients with the generalized form had positive Desmedt test while 33.3% of patients with the opthalmic form and 72.5% with the generalized form had an abnormal acetylcholine receptor antibody titer. CT of the mediastinum was positive for 32% of our patients. All patients received drug treatment and 56 of them have been additionally thymectomised. The first choise of drug therapy have been anticholinesteracic remedies and in cases of therapy failure immunosupressants (prezolon, azathioprin) were added. 20-47.6% of our patients were given anticholinesteracic drugs while some 20-60.75% were given additionally prednizolone. Azathioprine was added in case that prednizolone was ineffective or patients experienced major adverse effects. Plasmaferesis was performed in a small number of our patients. Thymectomy was performed in 56 (46.4%) patients. 42 (75%) of them were males and 14 (25%) females.Thymectomy was performed mainly in the patients with the generalized type of the disease.Only 5 patient had the ophthalmic form of the disease. the rest suffered of the generalized myasthenia. Thymectomy is still a tool in management of myasthenia gravis.However in our study a benefit of thymectomy 83 compared to drug therapy does not seem to reach stastistical significance. This is in accordance with the majority of recent publications.
3

Μυασθένεια με anti-MuSK αντισώματα : επιδημιολογία και ανοσολογικά χαρακτηριστικά

Τσιάμαλος, Παντελής 09 October 2009 (has links)
Σκοποί της εργασίας ήταν η επιδημιολογική μελέτη της MuSK-MG (μυασθένεια με αντι-MuSK αντισώματα) στην Ελλάδα, ο προσδιορισμός των υποτάξεων των IgG αυτοαντισωμάτων της MuSK-MG, η επίδραση της χορήγησης 4 MuSK-MG ορών στον AChR (υποδοχέα ακετυλοχολίνης) των κυττάρων της μυϊκής κυτταρικής σειράς ΤΕ671 και ο προσδιορισμός των ανοσογόνων επιτόπων της MuSK. Η επιδημιολογική μελέτη της MuSK-MG έλαβε χώρα μεταξύ 1 Ιανουαρίου 1986 και 30 Ιουνίου 2006 κι αφορούσε σε 33 ασθενείς. Ο προσδιορισμός των υποτάξεων των IgG αυτοαντισωμάτων πραγματοποιήθηκε με ραδιοανοσοκατακρήμνιση στους ορούς 14 ασθενών. Ο προσδιορισμός των ανοσογόνων επιτόπων της MuSK πραγματοποιήθηκε συνθέτοντας το εξωκυτταρικό κομμάτι της MuSK με τη μέθοδο Geysen της σύνθεσης πεπτιδίων σε στερεά φάση κι ελέγχοντας, στη συνέχεια, με τη μέθοδο ELISA, τη δέσμευση μιας σειράς MuSK-MG ορών στο τμήμα της MuSK που συνθέσαμε. Η μέση ετήσια επίπτωση της MuSK-MG στην Ελλάδα ήταν 0,32 ασθενείς/εκατομμύριο πληθυσμού/έτος. Στις γυναίκες, η έναρξη της MuSK-MG εμφανίστηκε μετά τα 30, ενώ, στους άνδρες, η νόσος εμφανίζεται σε κάθε δεκαετία. Οι περισσότεροι ασθενείς εμφάνισαν συμπτώματα από τους προσωπικούς κι αυχενικούς μύες. Η συντριπτική πλειονότητα των αυτοαντισωμάτων της MuSK-MG ήταν IgG4 υποτάξης. Σχετικά με την επίδραση των 4 MuSK-MG ορών στον AChR, οι οροί αυτοί ήταν ανίκανοι στην πρόκληση αποδόμησης του AChR των κυττάρων. Τέλος, δεν κατέστη δυνατός ο προσδιορισμός των ανοσογόνων επιτόπων της MuSK, αφού υπήρχαν αμινοξικές αλληλουχίες, στις οποίες ο αρνητικός μάρτυρας του πειράματος δεσμευόταν ισχυρότερα σε σχέση με τους MuSK-MG ορούς που δοκιμάσαμε. / The purposes of this study were to determine the epidemiological characteristics of muscle-specific kinase-myasthenia gravis (MuSK-MG) in Greece, the IgG subclass of the anti-MuSK antibodies, the effect of 4 MuSK-MG sera on the AChR of the cells of muscle cell line TE671 and the immunodominant epitopes of MuSK. This population-based study was performed on MuSK-MG patients in Greece between 1 January 1986 and 30 June 2006. Epidemiological and clinical data for 33 patients were collected. In addition, the distribution of anti-MuSK IgG autoantibody subclasses in the sera of 14 patients was determined by immunoprecipitation. The determination of the immunodominant epitopes on MuSK was performed by synthesizing the extracellular part of MuSK via Geysen method of peptide synthesis. Then, we performed ELISA method in order to determine the epitopes. The average annual incidence was 0.32 patients/million population/year. In females, onset of MuSK-MG occurred after the age of 30, whilst, in males, the disease appears in any decade. Most patients presented with involvement of the facial and bulbar muscles. The vast majority of anti-MuSK antibodies were IgG4. As far as the the effect of 4 MuSK-MG sera on the AChR of the cells is concerned, these sera were incapable of destroying the AChR effectively. Finally, we did not determine the immunodominant epitopes on MuSK, as there were amino acid sequences on which the negative control was bound with greater affinity than the MuSK-MG sera we tested.
4

Ανασυνδυασμένα τμήματα του ανθρώπινου νικοτινικού υποδοχέα για την κατανόηση των παθογενετικών μηχανισμών της βαριάς μυασθένειας

Σιδέρης, Σωτήριος 28 August 2008 (has links)
Οι υποδοχείς της ακετυλοχολίνης (AChRs) είναι διαμεμβρανικές πρωτεΐνες ενεργοποιούμενες με τη δέσμευση της ακετυλοχολίνης (ACh). Με κριτήρια, όπως η χημική συγγένεια που εμφανίζουν για σηματοδότικά μόρια και οι φαρμακολογικές τους ιδιότητες, ταξινομούνται στην ομάδα των νικοτινικών AChRs και στην ομάδα των μουσκαρινικών AChRs. Οι νικοτινικού τύπου υποδοχείς δημιουργούνται από τη συναρμογή πέντε ομόλογων υπομονάδων και υποδιαιρούνται σε μυϊκού τύπου, ευρισκόμενους κυρίως στους σκελετικούς μύες των σπονδυλωτών και σε νευρικού τύπου, απαντώμενους κατά κύριο λόγο στο κεντρικό και περιφερικό νευρικό σύστημα. Οι AChRs σχετίζονται με σειρά παθολογικών καταστάσεων, μεταξύ των οποίων και η βαρειά μυασθένεια (Myasthenia Gravis-MG). Η μυασθένεια χαρακτηρίζεται από χρόνια μυϊκή αδυναμία, προκαλούμενη από τη δράση αντισωμάτων υψηλής συγγένειας έναντι του μυϊκού τύπου AChR. Με απώτερο σκοπό τη διερεύνηση της παθογονικότητας των αυτοαντισωμάτων έναντι μεμονωμένων υπομονάδων του AChR, προχωρήσαμε στην παραγωγή ανασυνδυασμένων πολυπεπτιδικών τμημάτων των υπομονάδων στο ζυμομύκητα Pichia pastoris. Τα πολυπεπτίδια χρησιμοποιήθηκαν στην παρασκευή χρωματογραφικών-ανοσοπροσροφητικών στηλών, που εφαρμόστηκαν ακολούθως για την απομόνωση αυτοαντισωμάτων από επιλεγμένους ορούς μυασθενικών ατόμων. Η παθογόνος δράση των απομονωμένων αυτοαντισωμάτων ελέχθηκε μέσω της προκαλούμενης απώλειας υποδοχέων (αντιγονική τροποποίηση-antigenic modulation) σε κυτταρική σειρά (ΤΕ671) που εκφράζει τον AChR και μέσω της χορήγησή τους σε πειραματόζωα και τον έλεγχο της εμφάνισης χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της νόσου. Εκτενής συγκριτική μελέτη μεταξύ τεσσάρων επιλεγμένων ορών και αντισωμάτων έναντι της α1 και της β υπομονάδας του υποδοχέα, που απομονώθηκαν από τους συγκεκριμένους ορούς, έδειξαν πως τα αυτοαντισώματα ευθύνονται για δράση των ορών στους υποδοχείς των κυττάρων. Τόσο οι ολικοί οροί όσο και τα απομονωμένα-καθαρά αυτοαντισώματα έναντι των υπομονάδων α1 και β, προκάλεσαν δοσοεξαρτώμενη απώλεια υποδοχέων στα κύτταρα και μάλιστα τα αντι-α1 αντισώματα εμφανίστηκαν περίπου τέσσερις φορές δραστικότερα από τα αντι-β. Η ικανότητα των μερικώς απαλλαγμένων από αυτοαντισώματα έναντι του υποδοχέα ορών να προκαλούν απώλεια υποδοχέων στα κύτταρα, φάνηκε να ποικίλλει και να συσχετίζεται άμεσα με το είδος των αντισωμάτων που έχουν παραμείνει στον ορό, υποστηρίζοντας μια διαφορετικότητα στην παθογονικότητα των επιμέρους αντισωμικών κλασμάτων. Με σκοπό την επιβεβαίωση και ενίσχυση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τα in vitro πειράματα, ακολούθησαν προσπάθειες για την πρόκληση πειραματικής μυασθένειας σε πειραματόζωα, με τη χορήγηση ορών μυασθενικών και καθαρών αυτοαντισωμάτων έναντι διαφόρων υπομονάδων του υποδοχέα. Η χορήγηση σε ζώα τόσο του ολικού ορού, όσο και καθαρών αντισωμάτων έναντι της α1-υπομονάδας του υποδοχέα, προκάλεσαν σημαντική απώλεια βάρους και εμφάνιση έντονων συμπτωμάτων μυϊκής αδυναμίας, μέχρι και το θάνατο. Πειραματόζωα που ενέθηκαν με το κλάσμα του ορού από το οποίο έχουν απομακρυνθεί τα συγκεκριμένα αντισώματα εμφάνισαν πολύ ηπιότερα ή και καθόλου συμπτώματα, ενώ απουσία συμπτωμάτων καταγράφηκε και κατά τη χορήγηση ορού που περιείχε αποκλειστικά αντισώματα έναντι της β υπομονάδας, αλλά και απομονωμένων αντι-β αντισωμάτων. Η παρούσα μελέτη υπέδειξε τα αυτοαντισώματα έναντι του AChR ως τον μοναδικό παθογόνο παράγοντα στον ορό μυασθενικών ατόμων, συμβάλλοντας στην κατανόηση της παθοφυσιολογίας της νόσου. Επιβεβαίωσε την υπεροχή των αντι-α1 αντισωμάτων έναντι των αντι-β, ως πρός την παθογονικότητά τους, τόσο in vitro όσο και in vivo, με την επιφύλαξη βέβαια που επιβάλλει ο μικρός αριθμός δειγμάτων που μελετήθηκαν. Η δυνατότητα λήψης αντισωμάτων που στοχεύουν σε συγκεκριμένη υπομονάδα μπορεί να συμβάλλει στη λεπτομερή μελέτη της δραστικότητας του κλάσματος και να οδηγήσει στη συσχέτισή του με την εμφάνιση συγκεκριμένων συμπτωμάτων της νόσου. / Acetylcholine receptors (AChRs) are integral membrane proteins that respond to the binding of acetylcholine (ACh), which is synthesized, stored and finally released by cholinergic neurons. Like other transmembrane receptors, AChRs have been classified according to either their pharmacological properties or their relative affinities for various molecules, and can therefore be further divided into: i) nicotinic AChRs, which are particularly responsive to nicotine and ii) muscarinic AChRs, which are particularly responsive to muscarine. AChRs are involved in myasthenia gravis (MG) and many other physiological disorders, mainly affecting the central and peripheral nervous system. In MG, autoantibodies are directed against the nicotinic AChR at the neuromuscular junction. The disease is characterized by various symptoms, including muscle weakness and fatigability, due to defective neuromuscular transmission. To obtain an insight into the role of the various anti-AChR antibody specificities in MG, we isolated and studied the in vitro and in vivo activity of autoantibodies targeting individual AChR subunits. Using recombinant proteins corresponding to extracellular domains (ECDs) of individual AChR subunits as immunoadsorbents; we isolated autoantibodies which specifically bind to these subunits. We then used the well established TE671 human muscle cell line to examine the in vitro functions of subunit-specific autoantibody populations through their ability to induce nAChR antigenic modulation. Isolated subunit-specific autoantibodies were also used to determine their capacity to passively transfer experimental MG into lab animals. Our results clearly demonstrated that autoantibodies against the α1 or β subunit can cause AChR loss via antigenic modulation in a dose-dependent manner, the anti-α1 autoantibodies being much more effective than the anti-β autoantibodies. Furthermore, we showed that the autoantibody-depleted sera were much less effective, or were completely inactive, at causing AChR loss. In in vivo experiments, the administration of MG sera derivatives to lab animals showed that sera enriched in anti-α1 autoantibodies, as well as the corresponding pure anti-α1 autoantibodies from two individuals, are efficient in inducing MG like symptoms to the animals. A single serum contained almost 100% anti-β antibodies and the corresponding purified antibodies did not cause any clinical MG symptoms. The depleted fraction of MG sera tested, induced mild symptoms or no symptoms were observed, and this is in agreement with the in vitro results, strongly suggesting that the anti-AChR autoantibodies in MG sera and mainly the anti-α1 specificities are the sole pathogenic factor in anti-AChR antibody-seropositive MG.

Page generated in 0.0205 seconds