1 |
Συσχέτιση της επιπτώσεως ενεργού φυματικής λοιμώξεως με το μέγεθος της δερματικής αντιδράσεως σε δοκιμασίες με 2.4-δινιτροχλωρεβενζένιο και φυματίνη επί ασθενών σε τελικό στάδιο νεφρικής ανεπάρκειας: κλινική και απεικονιστική μελέτη των ιδιαίτερων μορφών φυματιώσεως στον ειδικό αυτό πληθυσμόΧριστόπουλος, Αντώνης 11 August 2008 (has links)
Οι ασθενείς στο τελικό στάδιο της
νεφρικής νόσου βιώνουν μία
παράλληλη έκπτωση της ανοσιακής
τους απάντησης. H ένταξη σε χρόνιο
πρόγραμμα αιμοκάθαρσης δεν
διορθώνει την ανοσιακή απάντηση.
Αντίθετα την επιβαρύνει και με το
οξειδωτικό στρες της εξωσωματικής
κυκλοφορίας. Οι διαταραχές αφορούν
κυρίως το κλάδο της κυτταρικής
ανοσίας. Το πρόβλημα είναι κλινικά
σημαντικό. Οι αιμοκαθαιρόμενοι παρουσιάζουν δερματική ανεργία, φτωχή
απάντηση σε θυμοεξαρτώμενα αντιγόνα αλλά και αυξημένη συχνότητα
εκδήλωσης μυκοβακτηριδιώσεων.
Η συχνότητα εκδήλωσης φυματίωσης
αναφέρεται αυξημένη στον ειδικό αυτό
πληθυσμό. Η διαγνωστική προσέγγιση
της νόσου, είναι ιδιαίτερα δύσκολη
λόγω των μη ειδικών κλινικών συ-
μπτωμάτων, που προσομοιάζουν αυτά
του ουραιμικού συνδρόμου αλλά και
των συχνών εξωπνευμονικών εντοπίσεων.
Ανασκοπώντας την διεθνή βιβλιογραφία συναντούμε πολλές αναφορές
φυματίωσης στους αιμοκαθαιρόμενους. Παρατηρείται όμως έλλειψη
προοπτικών μελετών της συχνότητας
εκδήλωσης φυματίωσης στους αιμοκοθαιρόμενους, ενώ οι όποιες μελέτες
έχουν κατά καιρούς γίνει δεν
παρουσιάζουν στοιχεία σχετικά με τον
γενικό πληθυσμό από τον οποίο
προέρχονται οι ασθενείς.
Στην παρούσα μελέτη ξεπεράσαμε
τους μεθοδολογικούς αυτούς
περιορισμούς. Εντάξαμε στην μελέτη
μας 272 αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς
και καταγράψαμε την συχνότητα
εκδήλωσης φυματίωσης για περίοδο
36 μηνών. Ταυτόχρονα καταγράφαμε
την επίπτωση φυματίωσης στους
κατοίκους του νομού Αχαΐας, περιοχή
από την οποία προέρχονταν οι
ασθενείς της μελέτης. Για να
μελετήσουμε τη επίδραση τυχών
τοπικών ενδονοσοκομιακών παραγόντων στην συχνότητα εκδήλωσης
φυματίωσης των αιμοκαθαιρομένων,
εντάξαμε στην μελέτη και ομάδα
ελέγχου 45 ατόμων, μη ουραιμικών,
που εργάζονταν στις νοσηλευτικές
μονάδες που πραγματοποιήθηκε η
μελέτη. Σκοπός της μελέτης ήταν να
υπολογίσουμε τον κίνδυνο εκδήλωσης
φυματίωσης στους αιμοκαθαιρόμενους
ασθενείς και να τον συσχετίσουμε με
κλινικά χαρακτηριστικά των ασθενών
μας όπως η φυματινοαντίδραση, το
φύλλο, η ηλικία, το σωματικό βάρος, η
συνύπαρξη σακχαρώδη διαβήτη, ο
χρόνος σε τακτικό πρόγραμμα
αιμοκαθάρσεων αλλά και τα ευρήματα
της ακτινογραφίας θώρακα. Τα παραπάνω ευρήματα είναι πολύ χρήσιμα
στην επιλογή των αιμοκαθαιρόμενων
που πρέπει να λάβουν χημειοπροφύλαξη κατά της φυματίωσης.
Ταυτόχρονα μπορούν να στηρίξουν
της απόφαση χορήγησης εμπειρικής
αντιφυματικής αγωγής, όταν τα
αποτελέσματα του ελέγχου παραμένουν αρνητικά αλλά η υποψία της
νόσου είναι ισχυρή.
Κατά την ένταξη στην μελέτη η περί-
πτωση ενεργού φυματίωσης από-
κλείετο κλινικά και ακτινολογικά.
Ταυτόχρονα οι συμμετέχοντες υπο-
βάλλονταν σε δερματικές δοκιμασίες
με φυματίνη και 2,4-δινιτροχλωρο-
βενζένιο ώστε να καταγραφεί ο δείκτης
κυτταρικής τους ανοσίας.
Κατά την περίοδο των 36 μηνών της
μελέτης, 24 αιμοκαθαιρόμενοι νεφροπαθείς εκδήλωσαν ενεργό φυματίωση
(συχνότητα εκδήλωσης 7.4%). Σύμφωνα με τον προκαταρκτικό έλεγχο, 8
από αυτούς είχαν θετική (12.9%), 2
ασθενώς θετική (7.4%) και 14 (7.6%),
αρνητική Mantoux κατά την ένταξη
στην μελέτη. Όλες οι περιπτώσεις ήταν
βακτηριολογικά ή/και ιστολογικά
επιβεβαιωμένες.
Σε 4 μόνο από τις περιπτώσεις
φυματίωσης που διαγνώσθηκαν
(16.6%), η νόσος εντοπιζόταν αποκλειστικά στους πνεύμονες. Στις υπό-
λοιπες 20 περιπτώσεις (83.4%),
76
επικρατούσαν οι εξωπνευμονικές εντοπίσεις. Οι λεμφαδένες, ο υπεζωκότας,
το περικάρδιο, το περιτόναιο, το ήπαρ,
ο σπλήνας, οι νεφροί, τα οστά και οι
μήνιγγες ήταν τα κύρια όργανα στα
οποία διαπιστώθηκαν εντοπίσεις
(πίνακας 4). Οι περισσότερες περιπτώσεις εκδηλώνονταν τους πρώτους
μήνες από την ένταξη σε χρόνιο
πρόγραμμα.
Στην ομάδα ελέγχου των μη
ουραιμικών, ένας άνδρας, μη
διαβητικός, με θετική φυματινοαντίδραση κατά τον προκαταρκτικό
έλεγχο, από το προσωπικό μίας από
τις νοσηλευτικές μονάδες που συμμετείχαν στην μελέτη, εκδήλωσε επίσης
ενεργό φυματίωση (2%). Την ίδια
χρονική περίοδο, στο Νομό Αχαΐας
καταγράψαμε 131 περιπτώσεις ενεργού φυματίωσης. Η συχνότητα
εκδήλωσης φυματίωσης για τις ηλικίες
> 25 ετών ήταν 0.11%.
Θεωρώντας των γενικό πληθυσμό του
νομού Αχαΐας σαν ομάδα αναφοράς, ο
σχετικό κίνδυνος εκδήλωσης ενεργού
φυματίωσης για τους αιμοκαθαιρομένους νεφροπαθείς υπολογίσθηκε
67.2 (95% confidence interval [CI]
58.65-113.6, P <0.001).
Θεωρώντας τους μη ουραιμικούς της
ομάδας ελέγχου, από το προσωπικό
των νοσηλευτικών ομάδων στις οποίες
αιμοκαθαίρονταν οι ασθενείς της
μελέτης μας, σαν ομάδα αναφοράς ο
σχετικός κίνδυνος εκδήλωσης φυματίωσης για τους αιμοκαθαιρομένους
νεφροπαθείς υπολογίσθηκε 3.7 (95%
confidence interval [CI] 2.86-4.45, P =
0.02).
Οι πίνακες 5 and 6, παρουσιάζουν τον
σχετικό κίνδυνο εκδήλωσης φυματίωσης στους αιμοκαθαιρόμενους
νεφροπαθείς κατά τους 36 μήνες της
μελέτης μας, σε σχέση με παράγοντες
που σχετίζονται με την εκδήλωση
φυματίωσης, ως προς το γενικό
πληθυσμό του νομού Αχαΐας.
Ο κίνδυνος ήταν σημαντικά
υψηλότερος:
α) στις γυναίκες
αιμοκαθαιρόμενες (P =0.03),
β) στους ανεργικούς
αιμοκαθαιρομένους νεφροπαθείς (P
<0.001)
γ) στους διαβητικούς
νεφροπαθείς (P =0.03).
Επίσης ο σχετικός κίνδυνος
αυξανόταν:
α) με την πρόοδο της ηλικίας (r
= 0.95, P = 0.006),
β) με την μείωση του BMI (r =
0.98, P < 0.001), και
γ) αν και όχι κλιμακωτά, με το
μέγεθος της απάντησης στην Mantoux
κατά την ένταξη στη μελέτη (r = 0.84, P
= 0.02).
Τέλος, με εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο
εκδήλωσης ενεργού φυματίωσης
σχετιζόταν και :
α) η παρουσία στην ακτινογραφία θώρακα ευρημάτων συμβατών
με παλαιά (μη θεραπευθείσα),
αυτόματα επουλωμένη φυματίωση (P
< 0.001).
β) το αρχικό στάδιο αιμοκάθαρσης (P < 0.001).
Καθώς οι περισσότεροι από τους
παράγοντες κινδύνου εκδήλωσης
φυματίωσης που μελετήσαμε είναι
αλληλοεξαρτώμενοι, προχωρήσαμε σε
ανάλυση πολλαπλών πιθανοτήτων
των αποτελεσμάτων της μελέτης, η
οποία επιβεβαίωσε όλες τις συσχετίσεις που περιγράψαμε παραπάνω.
Οι αναφορές για αυξημένη συχνότητα
εκδήλωσης φυματίωσης στους
αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς επιβεβαιώθηκαν από τα ευρήματα της
παρούσας μελέτης. Αιτία είναι η
ανοσοβιολογικές διαταραχές που
συνοδεύουν την ουραιμία. Οι
τελευταίες ευθύνονται για την σημαντική μείωση του δείκτη κυτταρικής
ανοσίας που καταγράψαμε στους
ασθενείς της μελέτης μας. Η αδυναμία
των αιμοκαθαιρόμενων να εκφράσουν
πλήρως, όπως η ομάδα ελέγχου, μια
αντίδραση επιβραδυνόμενου τύπου
υπερευαισθησίας (DTH), όπως η
ευαισθησία εξ επαφής (contact
77
sensitivity reaction, CSR) στο DNCB,
αποτελεί ένδειξη ανεπάρκειας των Τ-
λεμφοκυττάρων, άρα και αδυναμία
ενεργοποίησης των μακροφάγων,
στην περίπτωση φυματικής μόλυνσης
και εκρίζωσης των μυκοβακτηριδίων.
Ο δείκτης κυτταρικής ανοσίας που
υπολογίζετο κατά την ένταξη στη
παρούσα μελέτη αποτελεί μία
ποσοτική έκφραση της ικανότητας να
εκδηλωθεί μία CSR-αντίδραση άρα και
της επάρκειας των Τ-λεμφοκυττάρων
των συμμετεχόντων. Οι διακυμάνσεις
του δείκτη των ασθενών της μελέτης,
ακολουθούνταν από αντίστοιχες
αυξομειώσεις της συχνότητας
εκδήλωσης φυματίωσης.
Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης,
επιβεβαίωσαν και τις αναφορές για
αυξημένη συχνότητα εμφάνισης εξωπνευμονικών εκδηλώσεων αλλά και
άτυπων πνευμονικών εντοπίσεων.
Οι θεράποντες ιατροί θα πρέπει να
διατηρούν υψηλό επίπεδο υποψίας και
να συμπεριλαμβάνουν την φυματίωση
στην διαφοροδιάγνωση κάθε αιμοκαθαιρόμενου ασθενούς που παρουσιάζει μη ειδικά συμπτώματα όπως
ανορεξία, πυρετό η/και απώλεια
βάρους. Πρέπει να καταβάλλονται
όλες οι προσπάθειες για γρήγορη διά-
γνωση και να μην διστάζουμε να
χρησιμοποιούμε όπου είναι εφικτό και
επεμβατικές μεθόδους (βιοψίες,
ενδοσκοπήσεις κλπ.) για την επιβεβαίωσή της διάγνωσης. Παραταύτα,
ένα αυτό δεν είναι εφικτό και τα
αποτελέσματα είναι αρνητικά ενώ η
υποψία της νόσου παραμένει ισχυρή,
η χορήγηση εμπειρικής αντί-ΤΒ αγωγής είναι απόλυτα δικαιολογημένη.
Η πρόγνωση του ασθενούς είναι στενά
συνδεδεμένη με την έγκαιρη έναρξη
φαρμακευτικής αγωγής. Φυσικά, θεραπεύοντας ένα ηλικιωμένο πληθυσμό,
συχνά με πολλαπλά συνοδά
προβλήματα υγείας που τον
καταβάλλουν, όπως στην περίπτωση
τω αιμοκαθαιρόμενων, είναι αναμενόμενες και κάποιες θεραπευτικές
αποτυχίες λόγω κακής συμμόρφωσης
αλλά και λόγω της τοξικότητας των
φαρμάκων. Στην περίπτωση αυτή, την
απόφαση για χορήγηση αγωγής θα
πρέπει να συνεπικουρεί η ύπαρξη
προδιαθεσικών, τρόπο τινά
παραγόντων.
Στην παρούσα μελέτη η προχωρημένη
ηλικία, το θηλυκό γένος, το χαμηλό
σωματικό βάρος, η συνύπαρξη σακχαρώδη διαβήτη και το μικρότερο των 12
μηνών διάστημα από την ένταξη σε
χρόνιο πρόγραμμα αιμοκάθαρσης
συσχετίστηκαν με σημαντική έκπτωση
του δείκτη κυτταρικής ανοσίας και
αυξημένη συχνότητα εκδήλωσης
φυματίωσης. Η συχνότητα φυματίωσης, αυξανόταν ακόμη περισσό-
τερο στην περίπτωση ύπαρξης ινοδωσκληρυντικών ή άλλων αλλοιώσεων
συμβατών με παλαιά φυματίωση στην
ακτινογραφία θώρακα. Τα κλινικά και ακτινολογικά χαρακτηριστικά που προαναφέραμε αποδείχτηκαν σημαντικοί παράγοντες κινδύνου εκδήλωσης φυματίωσης και θα πρέπει να
λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν στην
απόφαση για την χορήγηση εμπειρικής
αντί-ΤΒ αγωγής.
Η αυξημένη συχνότητα εκδήλωσης
φυματίωσης αλλά και η άτυπη κλινικοακτινολογική εμφάνιση στους αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς, επιβάλουν την
χορήγηση χημειοπροφύλαξης κατά της
φυματίωσης. Στην περίπτωση αυτή
όμως, είναι απαραίτητη η περαιτέρω
διεύρυνση των ισχυουσών διεθνών
κατευθυντήριων οδηγιών.
Η απόφαση για την επιλογή των
αιμοκαθαιρόμενων που θα λάβουν ΤΒ-
προφύλαξη δεν θα πρέπει να
εξαρτάται αποκλειστικά από την φυματινοαντίδραση των ασθενών. Όπως
παρατηρήσαμε στην μελέτη μας, η
φυματινοαντίδραση υποεκτιμά την επίπτωση Λανθάνουσας Φυματικής
Λοίμωξης στο ειδικό αυτό πληθυσμό,
λόγω των υψηλών ποσοστών
ανεργίας. Οι ανεργικοί δε αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς παρουσιάζουν
αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης φυματίωσης και θα πρέπει να λαμβάνεται
σοβαρά υπόψιν η ανάγκη χορήγηση
ΤΒ-προφύλαξης και στην περίπτωσή τους. Στη περίπτωση αυτή η απόφαση
για την χορήγηση της φαρμακευτικής
αγωγής συνε-πικουρείται από την
ύπαρξη προδι-αθεσικών παραγόντων
εκδήλωσης φυματίωσης. Όπως παρατηρήσαμε στην μελέτη μας, η προχωρημένη ηλικία, το θηλυκό γένος, το
χαμηλό σωματικό βάρος, η συνύπαρξη σακχαρώδη διαβήτη, το μικρό-
τερο των 12 μηνών διάστημα από την
ένταξη σε χρόνιο πρόγραμμα αιμοκάθαρσης και τα ευρήματα παλαιάς
νόσου στην ακτινογραφία θώρακα,
σχετίζονται με αυξημένη συχνότητα
εκδήλωσης φυματίωσης και θα πρέπει
να θεωρούνται παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης της
νόσου. / Background: Dialysis patients are at
increased risk of developing
tuberculosis (TB) and anergy due to
attenuated cellular immunity.
Aim: To define the risk of TB in regular
dialysis treatment patients and its
association with clinical and
radiological risk factors such as sex,
age, body mass index, tuberculin
sensitivity, coincidence of diabetes
mellitus, time in dialysis treatment and
evidence of old TB in chest x-ray.
Methods: A total of 272 dialysis
patients were enrolled in this
prospective study over a period of 36
months. Upon entering the study,
participants underwent Mantoux and
2,4-dinitrochlorobenzene skin tests
and their cell-mediated immunity
(CMI)–indexes were estimated.
Patients were then classified as
anergic (CMI-index ≤2) or non anergic
and specific, relative risks of TB were
calculated using data from the general
population and 49 non-uremic health
care workers. The independent effect
of sex, age and Diabetes Mellitus was
determined using Cox’s proportional
hazard method.
Results: Among the 116 (42.6%)
anergics 13 (11.2%), and among the
156 non-anergics 11 (7%) developed
active tuberculosis. Anergics had a
significantly higher risk of TB than nonanergics
(Adjusted Relative Risks,
98.3, 95% CI 58.65-113.6 versus 61.6,
95% CI 13.6.-72.1, P =0.003). Initial
response to Mantoux was weakly
associated with the subsequent risk of
TB (r =0.51). The latter showed a
steadily decreasing trend with
increasing CMI-index (r = -0.99). Older
patients, females, diabetics,
underweighted patients, treated for
<12 months and those with abnormal
x-rays presented a significant higher
risk for TB development.
Conclusion: Anergy influences the
association of tuberculin sensitivity
with the risk of TB development.
Anergic dialysis patients are at
increased risk of TB development and
chemoprophylaxis is justified in their
treatment as well.
|
2 |
Λοιμώξεις από Mycobacterium spp.: Ταυτοποίηση ειδών με βιοχημικές μεθόδους και με μεθόδους μοριακής βιολογίας. Έλεγχος αντοχής στα αντιφυματικά φάρμακα / Infections due to Mycobacterium spp.: Identification at the species level by biochemical and molecular methods and resistance to antimycobacterial agentsΦέγγου, Ελένη 25 June 2007 (has links)
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται παγκοσμίως επιδείνωση των επιδημιολογικών δεικτών της φυματίωσης με αποτέλεσμα την αναζοπύρωση του διεθνούς ενδιαφέροντος έρευνας που αφορά τη διακοπή μετάδοσης της αλυσίδας των μυκοβακτηριδιακών λοιμώξεων. Κύριο στοιχείο ελέγχου και περιστολής της νόσου αποτελεί η αναζήτηση και θεραπεία των πασχόντων με θετικά πτύελα έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η διακοπή μετάδοσης των μυκοβακτηριδίων. Τα μικρά ποσοστά της άμεσης μικροβιολογικής επιβεβαίωσης μιας κλινικής διάγνωσης, η καθυστέρηση των καλλιεργειών λόγω μεγάλου χρόνου επώασης καθώς και το χρονοβόρο και ανεπαρκές των κλασσικών μεθόδων ελέγχου ευαισθησίας στα διάφορα αντιφυματικά φάρμακα επιβάλλουν συνεχή έρευνα προς ανεύρεση γρήγορων και ευαίσθητων διαγνωστικών μεθόδων. Στην παρούσα μελέτη μελετήθηκαν 3.500 δείγματα προερχόμενα από ασθενείς της πενταετίας 1999-2003 που προσήλθαν στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών καθώς και στο Ειδικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Δυτικής Ελλάδος με σκοπό την ανεύρεση μυκοβακτηριδίων (Mycobacterium spp.). Η μελέτη περιελάμβανε: α) άμεσο έλεγχο σε παρασκεύασμα μετά από οξεάντοχη χρώση Ziehl-Neelsen (ΖΝ) για ανεύρεση οξεάντοχων και αλκοολάντοχων βακτηρίων (Acid Fast Bacteria –AFB) σε ποικίλα δείγματα του αναπνευστικού, αλλά και από άλλα στείρα υγρά σώματος, και β) τη μοριακή μέθοδο COBAS AMPLICOR αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (CA PCR). Η ευαισθησία, η ειδικότητα, η θετική και αρνητική προγνωστική αξία της CA PCR καθορίστηκε μεταξύ AFB-θετικών και AFB-αρνητικών δειγμάτων. Υψηλή ευαισθησία της CA PCR παρατηρήθηκε μεταξύ όλων των AFB-θετικών δειγμάτων, ενώ τα δείγματα πτυέλων που ελήφθησαν μετά από βρογχοσκόπηση (ΜΤΒ-πτύελα) θεωρήθηκαν τα πλέον κατάλληλα δείγματα με ευαισθησία 70% και ειδικότητα 98,6% μεταξύ των AFB-αρνητικών δειγμάτων. Η αύξηση τα τελευταία χρόνια της ανθεκτικότητας στελεχών του Μ. tuberculosis καθιστά αναγκαία την καλλιέργεια και την ευαισθησία στα αντιφυματικά φάρμακα. Για το σκοπό αυτό, μετά από ειδική επεξεργασία των κλινικών δειγμάτων (ρευστοποίηση και εμπλουτισμό) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της εταιρείας Becton Dickinson BBL MycoPrep, ακολούθησε καλλιέργεια η οποία έγινε ταυτόχρονα με δυο μεθόδους: α) σε στερεό θρεπτικό υλικό Löwentein-Jensen (L-J BioMerieux, SA Lyon, France), και β) σε φιαλίδια BACTEC MYCO/F Becton-Dickinson για γρήγορη ανίχνευση με το αυτόματο σύστημα BACTEC 9000 ΜΒ. Θετικές καλλιέργειες προερχόμενες και από τις δύο μεθόδους επιβεβαιώθηκαν με τρεις τρόπους: α) χρώση (Ζ-Ν) του παρασκευάσματος για οξεάντοχα και αλκοολάντοχα βακτηρίδια (AFB) β) ανακαλλιέργεια σε L-J και γ) CA PCR. Ακολούθησε ταυτοποίηση ειδών Mycobacterium spp: α) με βιοχημικές δοκιμασίες (παραγωγή νιασίνης – παραγωγή θερμοανθεκτικής καταλάβης), και β) με μεθόδους μοριακής βιολογίας (PCR και υβριδισμό Genotype Mycobacteria). Σε 88 ΜΤΒ απομονωθέντα στελέχη από διαφορετικούς ασθενείς τα οποία ταυτοποιήθηκαν με PCR και υβριδισμό, εφαρμόστηκε δοκιμασία ευαισθησίας στα τέσσερα πρώτης επιλογής αντιφυματικά φάρμακα (INH, RIF, STR, EMB) με τρεις διαφορετικές μη αυτόματες μεθόδους: τη μέθοδο αναλογιών σε άγαρ (ΜΟΡ), την MGIT και το E-test. Καλή συμφωνία αποτελεσμάτων σημειώθηκε μεταξύ E-test και ΜΟΡ για την ΙΝΗ και RIF, ενώ μεταξύ των μεθόδων MGIT και ΜΟΡ παρατηρήθηκε καλή συμφωνία για την ΙΝΗ, RIF και STR. Έτσι, ενώ η ΜΟΡ παραμένει μέθοδος εκλογής, αν και χρονοβόρα, εν τούτοις η MGIT παρουσιάζει μεγάλη ευαισθησία και είναι ταχύτερη. Η εφαρμογή νέων αξιόπιστων τεχνικών μειώνει εντυπωσιακά το χρόνο έκδοσης αποτελεσμάτων όσον αφορά τις λοιμώξεις από Mycobacterium spp., την ταυτοποίηση και τον έλεγχο αντοχής στα αντιφυματικά φάρμακα έτσι ώστε η πρόγνωση της νόσου όσον αφορά την εργαστηριακή διάγνωση της φυματίωσης και την παρακολούθηση της θεραπείας βελτιώνεται σημαντικά. / Re-emergence of tuberculosis in combination with the appearance of multidrug-resistant strains in recent yearsintensifies the need for application of rapid methods for the identification of mycobacteria. Even though staining for acid-fast bacilli (AFB) to identify Mycobacterium tuberculosis complex (MTB) is usually performed in the first 24 h of specimen receipt, it is considered a method of low sensitivity. Although time consuming, the standard detection method remains the culture of specimens with optimum results obtained after application of both solid and liquid media.The use of nucleic acid amplification techniques provides a sensitive and specific approach for the identification of MTB directly in clinical specimens. The Cobas Amplicor polymerase chain reaction for MTB (CA PCR, Roche Diagnostic Systems, Inc., Branchburg, N.J., USA) is a system that combines specimen processing with automated amplification and detection, easily adopted by a clinical laboratory. In the present study, the sensitivity, specificity, positive and negative predictive values of CA PCR and culture results of AFB-positive and AFB-negative respiratory specimens obtained by different means (expectoration, bronchoscopy, expectoration after bronchoscopy, lavages and aspirations), as well as in samples from normally sterile body fluids, were evaluated. A total of 3414 specimens from 2365 patients (1 to 3 specimens/patient) with clinical suspicion of tuberculosis were processed during the study period (1999-2003) by the Microbiology Laboratory at the University Hospital of Patras. The respiratory specimens consisted of 684 sputa, 1473 bronchoalveolar lavages (BAL), 625 sputa expectorated after bronchoscopy (SAB), 296 tracheal aspirations (TA) and 189 pleural fluids. Furthermore,23 gastric aspirates and 124 samples ofsynovial, pericardial, peritoneal and cerebrospinal fluids (CSF) were also examined in the present study. All specimens were processed according to conventional procedures for identification of mycobacteria; cultures were performed by inoculation of sediments directly on Löwenstein-Jensen slants (L-J, bioMerieux, SA Lyon, France) and in BACTEC MYCO/F-Sputa and BACTEC MYCO/F LYTIC culture vials (Becton Dickinson). Statistical analysis was conducted using the SPSS v.12.0 software package for Windows (SPSS Inc.). Comparison of Z-N and PCR results were expressed by means of percent agreement and Kappa statistic. Highest sensitivity of CA PCR was observed among all positive AFB samples, whereas sputa collected after bronchoscopy were the most appropriate specimens, showing 70% sensitivity and 98.6% specificity, among the AFB-negative samples. The increase of M. tuberculosis infections is a global health problem in terms of both the disease and resistance to commonly used drugs. For the reason of continuing development of resistance and especially multidrug-resistance of M. tuberculosis (MDR), Microbiology Laboratories should provide reliable antibiotic susceptibility testing results in the minimum of time. In the present study, antimycobacterial drug susceptibility testing (AST) was performed on 88 non-replicate M. tuberculosis clinical isolates, using the Mycobacterium Growth Indicator Tube (MGIT) System and Etest as compared to the method of proportion (MOP), in order to evaluate the potential application of these manual methods in the routine diagnostic laboratory. Obtained results among four antituberculous agents, isoniazid (INH), rifampin (RIF), ethambutol (EMB) and streptomycin (STR) were compared. Isolates were recovered from different patients and were identified at species level by PCR and hybridization. Resistance to INH was detected in 20.5%, 29.5% and 12.5% of the isolates, followed by STR resistance (19.3% 26.1% and 1.1%), RIF (9.1%, 4.5% and 5.7%) and EMB (2.3%, 11.4% and 2.3%) as showed by the MOP, MGIT and Etest, respectively. Sensitivity of the manual MGIT ranged from 37.5% for RIF resistance to 100% for EMB, while sensitivity of Etest ranged from 5.9% for STR to 62.5% for RIF. In conclusion, whilesputum samples and BAL are the preferable clinical specimens for MTB recovery, sputa expectorated after bronchoscop are those showing the highest sensitivity by PCR, both among Z-N-positive and negative specimens. The combination of Z-N and CA PCR including internal control of collected after bronchoscopy from a patient with clinical signs of infectionundoubtedly contribute to the early diagnosis of tuberculosis. According to our data, the sensitivity of the manual MGIT is higher in testing resistant isolates compared to Etest, with the exception of rifampin. On the other hand, Etest shows higher specificity as well as higher positive predictive values and it may be used for testing rifampin resistance. However, for a routine Clinical Microbiology Laboratory, among the manual methods tested, the method of proportion remains the “gold standard” even though a longer incubation period is needed.
|
Page generated in 0.03 seconds