• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 2
  • Tagged with
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Η λεπτομερής ιζηματολογική-πετρογραφική μελέτη των αποθέσεων του φλύσχη στη Λήμνο σε σχέση με την παλαιογεωγραφική εξέλιξη του Βορείου Αιγαίου στην κατεύθυνση της πιθανής ύπαρξης πεδίων υδρογονανθράκων

Μαραβέλης, Άγγελος 11 January 2010 (has links)
Ο καθορισμός της ηλικίας των ιζημάτων πραγματοποιήθηκε μέσα από την μελέτη ασβεστιτικών νανοαπολιθωμάτων και έδειξε ότι η ιζηματογένεση τους ξεκίνησε στο ανώτερο Ηώκαινο και ολοκληρώθηκε στο κατώτερο Ολιγόκαινο (NP18-NP21b). Επιπλέον, η απόθεση των υποθαλάσσιων ριπιδίων πραγματοποιήθηκε κατά την διάρκεια των βιοζωνών (NP18-NP21b κατά Μartini, 1971) και προηγήθηκε αυτής της απόθεσης της υφαλοκρηπίδας (ΝΡ21b) δείχνοντας μία προοδευτική σχετική πτώση της στάθμης της θάλασσας. Τα αποτελέσματα της έρευνας οργανικής γεωχημείας βασίστηκαν στην μέθοδο πυρόλυσης Rock Eval 6 και δείχνουν ότι οι αποθέσεις των εξωτερικών τμημάτων του ριπιδίου αποτελούν τα πιο ελπιδοφόρα τμήματα του τουρβιδιτικού συστήματος. Η υφαλοκρηπίδα αποτελεί τον σχηματισμό ο οποίος είναι πιθανόν να παρουσιάσει πετρελαϊκό ενδιαφέρον στο μέλλον μιας και βρίσκεται σε ανώριμο στάδιο θερμικής ωριμότητας Η έρευνα της πιθανής ύπαρξης αποθέσεων που μπορούν να αποτελέσουν ρεζερβουάρ αερίων υδρογονανθράκων στη περιοχή μελέτης αλλά και ο προσδιορισμός της ποιότητας τους βασίστηκε στην τεχνική ποροσιμετρίας υδραργύρου και αποκαλύπτει έναν μεγάλο αριθμό δειγμάτων (8), με αξιόλογες τιμές πορώδους και διαπερατότητας. Τα δείγματα αυτά προέρχονται τόσο από τα εσωτερικά όσο και από τα εξωτερικά τμήματα του τουρβιδιτικού συστήματος ενώ η υφαλοκρηπίδα δεν δείχνει να είναι ικανή να αποτελέσει ρεζερβουάρ αερίων υδρογονανθράκων. Ο προσδιορισμός των ιστολογικών παραμέτρων αποκάλυψε ότι πρόκειται για μεσόκοκκους έως πολύ λεπτόκοκκους ψαμμίτες οι οποίοι προέρχονται τόσο από χαμηλής όσο και από υψηλής πυκνότητας τουρβιδιτικά ρεύματα. Το κοκκομετρικό τους μέγεθος δεν παρουσιάζει σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τα διάφορα περιβάλλοντα και υποπεριβάλλοντα ιζηματογένεσης. Η γεωχημική στην Λήμνο βασίστηκε στην μέθοδο ενεργοποίησης νετρονίων και δηλώνει ένα περιβάλλον ενεργού ηπειρωτικού περιθωρίου ή ενός ηπειρωτικού νησιωτικού τόξου και ένα μικρό βαθμό ανακύκλωσης (recycling) των υπό μελέτη δειγμάτων. Επιπλέον, αποκαλύπτεται η επίδραση μιας μικτής, όξινης και βασικής/υπερβασικής σύστασης, πηγή τροφοδοσίας. Η ασθενή θετική ανωμαλία στο Eu που παρουσιάζουν, εξηγείται μέσα από ιζηματογενείς διεργασίες όπου τα πλαγιόκλαστα είναι συγκεντρωμένα στις άμμους εξαιτίας της ταξιθέτησης. Η πετρογραφία αποκαλύπτει και την συνεισφορά μιας μεταμορφωμένης, ιζηματογενούς αλλά και μαγματικής πηγής τροφοδοσίας Οι ψαμμίτες συγκεντρώνονται στο πεδίο του ανακυκλωμένου ορογενούς. Η προβολή τους στο συγκεκριμένο πεδίο υποδηλώνει μία ζώνη καταβύθισης ως πιθανό γεωτεκτονικό περιβάλλον της περιοχή μελέτης και είναι σε συμφωνία με την γεωχημική έρευνα και την αποκάλυψη ενός γεωτεκτονικού περιβάλλοντος ενεργού ηπειρωτικού περιθωρίου ή ενός ηπειρωτικού νησιωτικού τόξου για την περιοχή μελέτης. Η ανάλυση και η σύνθεση ιζηματολογικών, παλαιορευματικών, γεωχημικών και πετρογραφικών δεδομένων που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή μελέτης υποδηλώνουν ότι κατά την διάρκεια του ανώτερου Ηωκαίνου-κατώτερου Ολιγοκαίνου (NP18-NP21b) η Λήμνος λειτούργησε ως μία λεκάνη ιζηματογένεσης συστολής μπροστά από το μαγματικό τόξο (contracted forearc basin). Έτσι, η περιοχή μελέτης τοποθετείται ανάμεσα στο ενεργό μαγματικό τόξο της ζώνης της Ροδόπης και στο πρίσμα προσαύξησης το οποίο πιθανόν να βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του κεντριού Αιγαίου. / Outcrops of both deep-water and shelf sediments were selected for study on Lemnos Island. During this time interval (NP18-Np21b) the study area was characterized by the deposition of submarine fans that overly shelf deposits with this swallowing upward trend to be owed to tectonic activity. The turbidity system is structured by a “basin floor” fan that is presented overlying a “slope” fan and was constructed under the simultaneous interaction of both progradation and aggradation processes. Both “basin floor” and “slope” fans constitute the lower parts of the stratigraphic column in the study area and have been interpreted as parts of a sand-rich submarine fan on the base of slope to basin floor environment. In order to determine the grain-size statistic and hydraulic parameters thirty (30) thin sections were cut perpendicular to bedding and essentially randomly oriented relative to flow direction. Data obtained from this study suggest that samples are consisted of very-fine to medium grained sandstones, are characterized by poor to very good sorting with their greater part consisting of very good, good and fair sorting sandstones. Moreover, derived from both high and low-density turbidity currents. In order to estimate the flow direction, palaeocurrent data were collected from outcrops. The number of measurements from each outcrop ranges from 10 to 15 and there were plotted in rose diagrams showing that the main palaeocurrent direction has a NNE trend. Twenty samples (20) from the Late Eocene- Early Oligocene turbidite and shelf deposits were selected from the Lemnos Island in order to determine the quantity and quality of the organic matter in each one. The total organic carbon content was determined using a LECO C-230 carbon determinator while the quality of the organic matter was evaluated using a common programmed temperature pyrolysis method, called Rock-Eval 6 pyrolysis by BASELINE RESOLUTION INCORPORATION (BRILABS). The results obtained from the research suggest that studied samples have from poor to excellent source rock potential while the shales of the Lemnos sedimentary rocks can be classified principally as secondary source rocks with potentials to generate gas. In order to assess the tectonic setting of the Lemnos Island, NE Greece, major elements and 14 trace elements were determined using a Thermo Jarrell-Ash ENVIRO II ICP plasma mass spectrometer (ICP-OES) while rare earth elements and additional ultra-trace elements were determined using a Perkin Elmer SCIEX ELAN 6000 (ICP-MS). The study suggests an active margin environment. The positive anomaly of Zr that reflects a heavy mineral input and could be considered typical of passive margin environment is owed to reworking and sorting during sediment transfer. Moreover, a mafic/ultramafic source should be considered as the major component controlling both submarine fans and shelf deposition. The determination of porosity and permeability was based on the “mercury porosimetry technique” as has been described by Katz and Thompson (1986, 1987). Data obtained from this technique suggest that although the majority (13) of the sandstone samples is presented having from fair to very good porosity only some samples (8) have fair to very good permeability.
2

Ημερήσια παραγωγή αβγών και ενδιαίτημα ωοτοκίας του γαύρου, Engraulis encrasicolus (Linnaeus, 1758), στο ΒΑ Αιγαίο / Daily egg production and spawning habitat of anchovy, Engraulis encrasicolus (Linnaeus, 1758), in NE Aegean

Σχισμένου, Ευδοξία 28 June 2007 (has links)
Στην παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκε εκτίμηση της αναπαραγόμενης βιομάζας του ευρωπαϊκού γαύρου, Engraulis encrasicolus, στην περιοχή του Βορειοανατολικού Αιγαίου (Θρακικό Πέλαγος, Κόλπος Καβάλας, Στρυμωνικός Κόλπος, Λήμνος) τα έτη 2003 και 2004 με τη Μέθοδο Ημερήσιας Παραγωγής Αβγών (DEPM). Για την εφαρμογή της μεθόδου πραγματοποιήθηκαν δύο ωκεανογραφικά ταξίδια με το Ε/Σ «ΦΙΛΙΑ» κατά το μέγιστο της ωοτοκίας του γαύρου τον Ιούνιο του 2003 και του 2004. Στη διάρκεια τους συλλέχθηκαν δείγματα ιχθυοπλαγκτού για την εκτίμηση της ημερήσιας παραγωγής αβγών, ενώ πραγματοποιήθηκαν και λήψεις κατακόρυφων διατομών θερμοκρασίας και αλατότητας σε εκτεταμένο δίκτυο σταθμών. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες ενήλικων ατόμων γαύρου είτε επί του επαγγελματικού στόλου των γρι-γρι της περιοχής, είτε με την πελαγική τράτα του «ΦΙΛΙΑ», τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση της αναλογίας φύλου, της γονιμότητας ομάδας, της συχνότητας ωοτοκίας και του μέσου βάρους των θηλυκών. Όσον αφορά στις περιβαλλοντικές συνθήκες, το 2003 παρατηρήθηκε αυξημένη στρωματοποίηση των υδάτων, χαμηλότερη επιφανειακή αλατότητα και υψηλότερες τιμές χλωροφύλλης-α, διαφορές που πιθανώς οφείλονται σε αυξημένη εκροή νερού της Μαύρης Θάλασσας. Και τα δύο έτη η βιομάζα του ζωοπλαγκτού ήταν περίπου ίδια. Μέσω απλής ανάλυσης πηλίκου για το χαρακτηρισμό του αναπαραγωγικού ενδιαιτήματος του γαύρου, βρέθηκε ότι και τις δύο χρονιές η ωοτοκία πραγματοποιήθηκε σε νερά με χαμηλή αλατότητα (<34.5), πλούσια σε χλωροφύλλη-α και ζωοπλαγκτό. Αντίθετα, τα θερμοκρασιακά εύρη κατά τις δύο χρονιές διέφεραν, γεγονός που φαίνεται να αντανακλά περισσότερο τις διαφορές θερμοκρασίας ανάμεσα στα δύο έτη παρά διαφορετική προτίμηση για ωοτοκία. Επιπλέον, το 2004 η παραγωγή αβγών ήταν μειωμένη, το πεδίο αναπαραγωγής είχε συρρικνωθεί και η ωοτοκία ήταν επικεντρωμένη στην περιοχή του Θρακικού. Για την εκτίμηση της συχνότητας ωοτοκίας πραγματοποιήθηκε ιστολογική ανάλυση των θηλυκών γονάδων του γαύρου, από την οποία προέκυψε ότι ενώ τα στάδια ανάπτυξης των υγιών ωοκυττάρων ήταν παρόμοια με περιγραφές για το είδος Engraulis mordax, τα στάδια της ατρησίας παρουσίασαν ορισμένες διαφορές. Αυτές αφορούσαν στην εμφάνιση καφε-κίτρινων χρωστικών (χαρακτηριστικό γνώρισμα της δ-ατρησίας) στο τέλος της β-ατρησίας. Επιπλέον, η απορρόφηση των κενών ωοθυλακίων διαρκούσε δύο ημέρες σε αντίθεση με παρατηρήσεις για το Engraulis mordax, όπου παρατηρούνταν και κενά ωοθυλάκια τριών ημερών, διαφορά που οφείλεται στις υψηλότερες θερμοκρασίες του ΒΑ. Αιγαίου σε σχέση με περιοχές αναβλύσεων. Οι παράμετροι των ενηλίκων που προέρχονταν από δείγματα της επαγγελματικής και πειραματικής αλιείας δεν εμφάνισαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Αντίθετα, διαφορές παρατηρήθηκαν ανάμεσα στα δύο έτη όσον αφορά στις παραμέτρους του μέσου βάρους, της συχνότητας ωοτοκίας και της γονιμότητας. Συγκεκριμένα, το 2004 τα ψάρια ήταν βαρύτερα, πιο εύρωστα και απελευθέρωναν μεγαλύτερο αριθμό αβγών ανά μικρότερα χρονικά διαστήματα. Αν λάβει κανείς υπ’όψιν ότι το 2004 η αναπαραγόμενη βιομάζα ήταν σημαντικά μικρότερη ενώ η βιομάζα του ζωοπλαγκτού παρέμεινε η ίδια, οι παραπάνω διαφορές μπορούν να εξηγηθούν από φαινόμενα εξάρτησης των παραμέτρων αυτών από την πυκνότητα του πληθυσμού (density dependence). Η αναπαραγόμενη βιομάζα το 2004 (6251t) ήταν σημαντικά μειωμένη και αντιστοιχούσε σχεδόν στο 1/3 της βιομάζας του 2003 (17600t). Η μείωση αυτή πιθανώς να οφείλεται σε συνδυασμό έντονης αλιευτικής πίεσης και χαμηλών επιπέδων στρατολόγησης της ηλικιακής κλάσης του 2003. / The spawning biomass of the European anchovy, Engraulis encrasicolus, stock in the N.E. Aegean Sea was estimated by means of the Daily Egg Production Method (DEPM) for the years 2003 and 2004. Two oceanographic surveys were conducted with the R/V “PHILIA” during the maximum reproductive activity of the anchovy population in June 2003 and 2004. Ichthyoplankton sampling and vertical profiles of temperature and salinity were performed over an extensive grid of stations. At the same time adult anchovy samples were collected either on board the commercial purse-seine fleet or by means of an experimental pelagic trawl operated by “PHILIA”. The adult samples were used to estimate parameters of the DEPM: sex ratio, mean female weight, batch fecundity and spawning frequency. Significant interannual differences were found in the environmental conditions. In June 2003 the water column was more stratified, less saline (5m) and richer in chlorophyll-α, which probably were due to larger outflow of Black Sea Water (BSW). The zooplankton biomass remained the same during 2003 and 2004. A simple quotient rule analysis was applied to characterize the spawning habitat of anchovy. In both years anchovy spawning appeared to take place in less saline waters (34.5), rich in chlorophyll-α and zooplankton. On the contrary, anchovy spawning appeared to take place over different temperature range in the two years. This rather reflects different temperature values in 2003 and 2004 than different selection for spawning. In 2004 the daily egg production was reduced, the spawning area was limited and the spawning activity took place mainly in the Thracian Sea. Histological analysis of the female anchovy gonads was carried out in order to estimate the spawning frequency. The developmental stages of healthy oocytes were similar to those of the species Engraulis mordax. However, the atresia stages were different with regard to the appearance of brown-yellow pigments at the end of beta stage atresia instead of the end of delta stage atresia. Moreover, the absorption of the postovulatory follicle lasted two days instead of three days. The higher temperatures in the N.E. Aegean Sea were responsible for the shorter duration of the postovulatory follicle absorption. There were no statistically significant differences between DEPM adult parameters calculated from purse-seine samples compared to pelagic trawl samples. On the contrary, mean female weight, fecundity and spawning frequency showed statistically significant differences between the two years. In 2004 the anchovies were in better condition and produced numerous eggs in short interspawning intervals. Since the estimated biomass was lower in 2004 while the zooplankton biomass remained stable, it seems that density-dependence phenomena could justify the interannual differences. The estimated spawning biomass in 2004 (6251t) was significantly lower compared to that of 2003 (17600t). Intense fishing effort and low levels of recruitment of the 2003 cohort are probably responsible for this decrease.

Page generated in 0.0387 seconds