Spelling suggestions: "subject:"cuba""
11 |
Cost-benefit analýza v praxi České republiky / Cost-benefit analysis in practice in Czech republicMurgašová, Pavla January 2008 (has links)
The work describes problems of creating CBA. The theoretical part of the work defines the CBA, its drawbacks and strengths. An important part of it is a different view of economic orientations to the CBA. The work also deals with the current institutional situation that determines the obligation of drawing up the CBA for the selected projects seeking public support. The aim of this work is to evaluate the production of any obligation of the CBA. For this purpose, will be used as well interviews with experts.
|
12 |
Investiční záměr v obci / Investment project in the municipalityHadrbolcová, Zuzana January 2018 (has links)
The thesis is focus on the public investment in village development. The theoretical part explains the concept of public investment, describes the sources of financing these investment and describes the methods which can be use for public investment evaluated. Then it discribe status and functioning of the municipality in the legal system, processes of budgeting and facility management. The practical part is already focused on the village Chyšky, which decided to invest to improve development. In the thesis are described two specific investment projects, determined their cash flows and evaluated using the eCBA program. The output of the thesis is to determine the project, which will be more advantageous for the municipality.
|
13 |
Financování neziskové organizace / Funding of Nonprofit OrganizationZabák, Martin January 2013 (has links)
This master´s thesis deals with evaulating of non-profit organizations focusing on amateur football clubs. During the analytical part,a financial statement will ge given by a CBA analysis based on a practical example of designing a new building with changing rooms and technical infrastructure of the football club "TJ Sokol Slavonin". "Finally, proposals improving the return on investment, followed by a financial structure, how to finance the project in an optimal way, show that an integrated finance model was created.
|
14 |
Is Harsher Punishment the Solution? : A Cost-benefit Analysis of a Swedish Crime PolicyBengtsson, Sofia, Båvall, Tobias January 2019 (has links)
In this thesis we analyse the economic effects of a policy proposal in Sweden, which implies a removal of the sentence reduction for 18- to 20-year-old offenders. We use a cost-benefit analysis (CBA) to systematically assess its effects. Our results indicate that the policy proposal is most likely beneficial to society, a conclusion which is strengthened by our sensitivity analysis. Our CBA builds upon Becker’s (1968) economic model of crime, and the extensive literature it has inspired which explores the effects of harsher punishment on crime. In order to assess how a harsher sentencing regime affects society, we use crime-punishment elasticities and costs of crime based on previous studies and own estimations. Our main contribution to the existing literature is twofold. First, we provide an economic dimension to a current political issue. Second, we employ a CBA to a research area in Sweden in which the method has been used sparingly. Knowing how an increase in punishment affects crime rates is of great importance for policy making. Hence, we encourage further analysis in this area, especially in Sweden.
|
15 |
Cost – Benefit Analysis of Different Rice Cropping systems in ThailandARAYAPHONG, SUPISRA January 2012 (has links)
System of Rice Intensification (SRI) has been introduced and practiced throughout Thailand. However, the conventional transplanting system is well-accepted among Thai farmers over the country. This paper quantifies and compares costs and benefits of SRI and the conventional system of rice cultivation in Thailand to find the best system for a farmer, the environment and a society. The scope of this paper includes a farmer’s profit, the environmental damages and a society’s net benefits categorized in clay soil and sandy loam conditions. The farmer’s profit consists of a production cost and income. The amount of fertilizer application, level of lethal dose and climate change cost are regarded as environmental damage components. The society has concerned over the farmer’s profit and the environmental cost in a decision. The study uses cost-benefit analysis to investigate mean and variation of profit and cost in monetary term. Monte Carlo simulation is utilized for quantifying risk in each scenario. The study finds that SRI saves the production input and increases yield gain significantly. The most impressive results are a reduction in water consumption and number of seeds. Also, the environmental damage caused by this system is lower due to less amount of chemical fertilizer and pesticide applications as well as a low rate of methane gas emission. Sensitivity analysis shows that SRI has better performance under best and worst case scenarios for both types of soil (clay soil and sandy loam). However, the system contains the highest risk of the farmer’s profit. In conclusion, SRI is more beneficial and efficient than conventional system. Still, risk aspects should be considered in decision making. This study can be employed as a framework for government or any parties, who are interested or have willingness to conduct a field study of SRI and the conventional rice cropping system or for the further study about the integrated system (a combination between SRI and conventional system).
|
16 |
Ανασυνδυασμένες πρωτεΐνες της νευρομυϊκής σύναψης και χρήση τους στην ανάπτυξη διαγνωστικών μεθόδων για τη μυασθένειαΤσώνης, Αναστάσιος 07 July 2015 (has links)
Η βαριά μυασθένεια (MG) αποτελεί μια αυτοάνοση νόσο η οποία χαρακτηρίζεται από μυϊκή αδυναμία. Η παθολογία της νόσου προκαλείται από την παρουσία αυτοαντισωμάτων που στοχεύουν πρωτεΐνες της νευρομυϊκής σύναψης (NMJ). Πιο συγκεκριμένα, αντιγονικούς στόχους αποτελούν ο AChR, σε ποσοστό 80-85% των ασθενών, η MuSK σε ποσοστό 5-7% και η LRP4 σε ποσοστό 2-3%. Παρά την εκτεταμένη έρευνα, το ποσοστό των οροαρνητικών μυασθενών (SN-MG), δηλαδή ασθενών που δεν φέρουν αντισώματα για κανένα από τα ήδη γνωστά αντιγόνα, αποτελεί ένα σοβαρό κενό για την πλήρη κατανόηση της νόσου. Το γεγονός αυτό πιθανώς οφείλεται στην ύπαρξη άγνωστων μέχρι σήμερα αντιγόνων ή/και στη χαμηλή ευαισθησία των τεχνικών ανίχνευσης που είναι διαθέσιμες.
Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει ως στόχο την ανάπτυξη ευαίσθητων διαγνωστικών τεχνικών για την ανίχνευση αυτοαντισωμάτων έναντι των αντιγόνων LRP4 και MuSK συνεισφέροντας στη μείωση των SN-MG. Η ανίχνευση των αντι-LRP4 αντισωμάτων πραγματοποιείται από την ευαίσθητη αλλά μόνο ποιοτική CBA τεχνική. Η ανάπτυξη μιας τεχνικής (RIPA, ELISA) για την ποσοτικοποίηση αυτών των αντισωμάτων είναι απαραίτητη για την παρακολούθηση της νόσου. Αντιθέτως, σε ότι αφορά στην MuSK-MG, πολύτιμη είναι η ανάπτυξη μιας ευαίσθητης τεχνικής όπου η MuSK θα βρίσκεται στην φυσική της διαμόρφωση (όπως στο CBA), σε αντίθεση με τις μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμενες τεχνικές (RIPA). Με αυτό τον τρόπο θα είναι δυνατός ο εντοπισμός χαμηλής συγκέντρωσης αντι-MuSK αντισωμάτων ή αντισωμάτων που απαιτούν τη σωστά δομημένη πρωτεΐνη για να ανιχνευθούν.
Η ανάπτυξη μιας ποσοτικής και ευαίσθητης διαγνωστικής μεθόδου ανίχνευσης αντισωμάτων προϋποθέτει την παραγωγή, απομόνωση και καθαρισμό ενός πολύ καλά δομημένου και ακέραιου αντιγόνου. Η ανθρώπινη LRP4 είναι μια μεγάλη διαμεμβρανική πρωτεΐνη (212 kDa) με πολύπλοκες μεταμεταφραστικές τροποποιήσεις. Η πολυπλοκότητα της συγκεκριμένη πρωτεΐνης καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την παραγωγή της σε ετερόλογα συστήματα έκφρασης. Συνεπώς, επιπλέον από την μοριακή κατασκευή για την έκφραση της διαμεμβρανικής LRP4, πραγματοποιήθηκαν προσπάθειες έκφρασης της εξωκυττάριας περιοχής (ΕΚΠ) της, καθώς και λειτουργικών τμημάτων αυτής. Τα συστήματα έκφρασης που χρησιμοποιήθηκαν επιλέχθηκαν με γνώμονα τους μεταμεταφραστικούς μηχανισμούς που διαθέτουν, καθώς και με την ικανότητα τους να εκφράσουν μεγάλες ποσότητες των επιθυμητών πρωτεϊνών. Πιο συγκεκριμένα, για την έκφραση ολόκληρης της LRP4 (1905aa) καθώς και της LRP4-ΕΚΠ (21-1725aa) πρωτεΐνης, χρησιμοποιήθηκαν τα ευκαρυωτικά συστήματα έκφρασης των κυττάρων εντόμων (Sf9) επιμολυσμένα με βακιλοϊό και των θηλαστικών κυττάρων (HEK293), αντίστοιχα. Τα παραπάνω συστήματα έκφρασης είναι ικανά να εκφράσουν σωστά δομημένες πρωτεΐνες, με πλήρως λειτουργική δομή, αλλά συνήθως σε μικρές ποσότητες. Για την έκφραση των μικρότερων αλλά λειτουργικών τμημάτων της LRP4 χρησιμοποιήθηκαν τα συστήματα έκφρασης του ζυμομύκητα P. pastoris και των βακτηρίων E.Coli (BL21). Χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων συστημάτων έκφρασης είναι οι μεγάλες ποσότητες πρωτεΐνης που μπορούν να παράξουν. Υπολείπονται όμως στο επίπεδο μεταμεταφραστικών μηχανισμών καθιστώντας δυσκολότερη την έκφραση πολύπλοκων πρωτεϊνικών μορίων. Τα τμήματα της LRP4 όπου τα επίπεδα έκφρασης και καθαρότητας επέτρεπαν την ανάπτυξη διαγνωστικών εργαλείων, χρησιμοποιήθηκαν με στόχο την ανίχνευση αντι-LRP4 αντισωμάτων. Πιο συγκεκριμένα, το LRP4-ΕΚΠ χρησιμοποιήθηκε ως καθηλωμένο αντιγόνο για την ανάπτυξη έμμεσης ELISA, εφαρμογή της οποίας επιβεβαίωσε μόνο το 14% των θετικών για LRP4 αντισώματα MG ασθενών (προηγουμένως ελεγμένοι με CBA). Επιπρόσθετα, πραγματοποιήθηκε ανάπτυξη μιας ακόμα έμμεσης ELISA με τα τμήματα της LRP4 (785-1093aa, 1093-1439aa και 1004-1306aa) που εκφράστηκαν στο σύστημα έκφρασης των βακτηρίων ως καθηλωμένα αντιγόνα. Με την τεχνική αυτή επιβεβαιώθηκε πάλι περίπου το 10% των LRP4-MG. Ωστόσο, έπειτα από ιωδίωση του τμήματος 21-737aa της LRP4 που εκφράστηκε στον ζυμομύκητα P. pastoris αναπτύχθηκε μια τεχνική RIPA, η εφαρμογή της οποίας ανίχνευσε το 41,2% των θετικών MG για LRP4 αντισώματα. Συνεπώς η RIPA είναι η περισσότερο ευαίσθητη από τις διαγνωστικές τεχνικές που αναπτύχθηκαν. Οι προσπάθειες για την αύξηση της ευαισθησίας των διαγνωστικών εργαλείων που έχουν κατασκευασθεί συνεχίζονται, με στόχο τον ποσοτικό προσδιορισμό των LRP4 αντισωμάτων σε όλους τους LRP4-MG ασθενείς.
Στο δεύτερο μέρος της διδακτορικής διατριβής πραγματοποιήθηκε έλεγχος τριπλά αρνητικών ορών μυασθενών με την MuSK-CBA τεχνική που αναπτύχθηκε. Πιο συγκεκριμένα, ελέγχθηκαν 633 SN-MG από 13 χώρες. Από τα αποτελέσματα βρέθηκε πως το 13% των SN-MG φέρει αντισώματα έναντι της πρωτεΐνης MuSK. Η ειδικότητα της μεθόδου επιβεβαιώθηκε έπειτα από έλεγχο ορών υγιών δοτών και ασθενών με άλλες νευρολογικές νόσους εκ των οποίων βρέθηκαν θετικοί σε ποσοστό 1,9% και 5,1% αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι με τη συγκεκριμένη τεχνική ανιχνεύθηκε σημαντικός αριθμός διπλά θετικών ορών (AChR/MuSK και LRP4/MuSK) υποδηλώνοντας πως το συνολικό ποσοστό των πααραπάνω είναι τελικά μεγαλύτερο από αυτό που θεωρείται μέχρι σήμερα. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε συλλογή και εκτίμηση των κλινικών χαρακτηριστικών των MuSK-CBA θετικών ασθενών. Συνοπτικά, το 27% των SN-MG με οφθαλμική MG (i.e. αποκλειστική εμφάνιση οφθαλμικών συμπτωμάτων) φέρουν αντισώματα έναντι της MuSK. Επιπρόσθετα, το 23% των προσφάτως ανιχνευμένων MuSK-MG εμφανίζει υπερπλασία του θύμου. Τα ποσοστά αυτά είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα που έχουν περιγραφεί για τους RIPA θετικούς MuSK-MG ασθενείς.
Η φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνουν οι μυασθενείς εξαρτάται από το είδος των αντισωμάτων που φέρουν. Επιπρόσθετα, η πορεία της MG φαίνεται να σχετίζεται σε πολλές περιπτώσεις με την συγκέντρωση των αντισωμάτων αυτών. Συνεπώς η ανάπτυξη διαγνωστικών εργαλείων όπως αυτών που παρουσιάζονται στην παρούσα διατριβή μπορεί να οδηγήσουν σε καλύτερη και γρηγορότερη αντιμετώπιση της νόσου, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των MG ασθενών. / Myasthenia gravis (MG) is an autoimmune disease characterized by the presence of antibodies against the muscle components of the neuromuscular junction. The main antigen targets are the AChR, MuSK and LRP4. Antibodies against these three antigens are detected in 80-85%, 5-7% and ~2-3% of the MG patients, respectively. Despite the extensive research that has been done in the field of MG, there is a significant number of patients that do not have any detectable antibodies against the known antigens. These patients are known as seronegative MG patients (SN-MG). SN-MG presents a serious gap in the understanding of the etiology and pathogenic mechanisms of the disease. This is likely due to the presence of unknown antigens and / or the lack of sensitivity of the commercially available diagnostic assays, unable to detect antibodies at low concentrations.
The aim of this thesis was to develop very sensitive diagnostic assays for the detection of anti-LRP4 and anti-MuSK antibodies among the previously SN-MG patients, for the minimization of SN-MG. The detection of anti-LRP4 antibodies is currently undertaken only by the sensitive but qualitative CBA technique. The development of a quantitative technique (RIPA, ELISA) for the quantification of these antibodies is essential for disease monitoring. Regarding the detection of anti-MuSK antibodies, the development of a more sensitive technique, from those used until now (RIPA), is necessary. Α diagnostic assay in which MuSK will be in native form (as in CBA), will give us the opportunity to detect not only low concentration anti-MuSK antibodies but also antibodies which require the native structured protein.
The development of a quantitative and sensitive diagnostic method detecting anti-LRP4 antibodies requires the expression, isolation and purification of an intact antigen (LRP4 in our case). Human LRP4 is a large protein (212 kDa) with many post-transcriptional modifications. Because of the complexity of LRP4, the over-expression of this protein in heterologous expression systems is particularly difficult. For this reason, in addition to the intact LRP4, constructs of the whole extracellular domain (ECD) as well as of functional domains of LRP4-ECD were designed to be expressed in different expression systems. In order to improve the quantity and quality of the expressed recombinant proteins we used various expression systems the selection of which was based on the post-transcription mechanisms available as well as the ability to express large amount of recombinant proteins. More specifically, for the expression of the high complexity intact LRP4 (1905aa) and LRP4-ECD (21-1725aa) proteins, the eukaryotic baculovirus expression system and HEK293 mammalian cells were used, respectively. These expression systems are capable of expressing functional and properly structured proteins but usually in poor yields. On the other hand, for the expression of the smaller and less complex functional domains of LRP4-ECD, the P. pastoris and E. Coli expression systems were used. The latter are able to express large amounts of target proteins but lacking the complicated post-transcription mechanisms. Only few of the designed constructs were expressed at an acceptable level of yield in order to be used for the development of a diagnostic assay.
More specifically, efforts were made to develop an indirect ELISA using the LRP4-ECD as an immobilized antigen. Using this technique was achieved the identification of only 14% of the anti-LRP4 positive MG sera (identified by CBA). In addition, the expressed in E. Coli domains of LRP4 (785-1093aa, 1093-1439aa, 1004-1306aa) used for the development of another indirect ELISA, identified the ~10% of LRP4-MG. However, using the expressed in P. pastoris LRP4 domain (21-737aa), a RIPA technique was developed identifying the 41.2% of LRP4-CBA positive MG sera. From the developed assays, RIPA seems to be the most sensitive one. Nevertheless efforts focused on the sensitivity improvements of the developed quantitative assays continue, aiming the quantification of the anti-LRP4 antibodies in LRP4-MG sera.
In the second part of this thesis we applied a CBA for the detection of MuSK antibodies undetectable by RIPA. We tested 633 triple-SN-MG patients' sera from 13 countries, and detected 13% of these sera as MuSK-positive. MuSK antibodies were found, at significantly lower frequencies, in 1.9% of healthy controls and 5.1% of patients with other neuroimmune diseases. Interestingly, we also detected a significant number of double positives (AChR/MuSK-MG, LRP4/MuSK-MG), suggesting their overall rate is more frequent than previously described. Moreover, the clinical data of the newly diagnosed MuSK-MG patients were collected and evaluated. Importantly, we found that 27% of SN-MG patients with ocular MG (i.e. MG with only ocular symptoms present) were MuSK antibody positive, whereas 23% of the newly identified MuSK-MG patients had thymic hyperplasia suggesting thymic abnormalities; these percentages are much higher than those described earlier for classical MuSK-MG.
The treatment of MG depends on the type of the circulating autoantibodies. Moreover, the course of the disease is associated with the antibody titer. Therefore, the development of diagnostic tools like these mentioned above can lead to a faster and better disease treatment, improving the quality of MG patients’ life.
|
17 |
Analýza nákladů a přínosů pro zamýšlené olympijské hry v Praze v roce 2016Valenta, Vít January 2008 (has links)
Aplikace standardní metody CBA na zamýšlené olympijské hry v Praze v roce 2016. Ocenění socioekonomických nákladů a přínosů, externalit a významných ekonomických toků projektu. Provedení citlivostní analýzy a analýzy rizik. Sestavení závěrečného rozpočtu her a jeho posouzení dle kriteriálních ukazatelů pro hodnocení investic.
|
18 |
Kostnadsnyttoanalys av direktkopplade brandvarnare till trygghetslarm : En samhällsekonomisk analys av fördelar och kostnader kopplat till direktkopplade brandvarnare / Directly connected smoke alarms to senior alarms : An economic analysis of the benefits and costs linked to directly connected smoke alarmsCarlsson, Andreas January 2021 (has links)
Syftet med den här studien är att se de samhällsekonomiska effekterna av att installera direktkopplade brandvarnare till personer med trygghetslarm och som är över 65 år. Studien avgränsades till de största kostnadstyperna kopplat till bostadsbrand vilket är egendomsskador och personskador och omkomna. Studien avgränsade de största kostnadstyperna kopplat till direktkopplade brandvarnare till utrustning/installation och falsklarm. Data har hämtats från Myndigheten för samhällsskydd och beredskap, Socialstyrelsen, Svensk Försäkring, Statistiska centralbyrån, Brandskyddsföreningen, Trafikverket och lokala data insamlat från räddningstjänster. Totalt uppgick nettonuvärde för en installerad brandvarnare till 6 694 kr. nettonuvärde för att installera direktkopplade brandvarnare hos alla personer med trygghetslarm över 65 år uppgick till cirka 1,4 miljarder kronor. nyttokostnadskvoten uppgick till 8,64. Studien visade att det är samhällsekonomiskt lönsamt att installera direktkopplade brandvarnare till personer med trygghetslarm som är över 65 år.
|
19 |
Kostnadsnyttoanalys av tre dagars betald ledighet för kvinnor med svåra menssmärtor : En samhällsekonomisk analys av betald mensledighet i SverigeÅberg, Jennifer, Le, Giang January 2023 (has links)
The purpose of the study is to investigate whether it is economically profitable to implement a paid period leave for women with severe menstrual pain in Sweden. In order to evaluate the economic effect of such legislation, a cost benefit analysis is conducted where benefits are weighed against costs in monetary terms. This study will only concern employed women in Sweden of childbearing age between 20–54 years who theoretically could experience severe menstrual pain. The data has been taken from Socialstyrelsen, Statistiska centralbyrån, Försäkringskassan, Skatteverket, Statens beredning för medicinsk utvärdering, Tandvårds- och läkemedelsförmånsverket as well as from other relevant studies. In total, the net present value of a three-day paid menstrual leave amounted to approximately SEK 3,84 billion, and the benefit-cost ratio amounted to 1.10. As the benefit-cost ratio is close to one, it becomes difficult to make a recommendation for or against the implementation of a three-day paid period leave for employed women in Sweden.
|
20 |
Den ekonomiska aspekten av ett "mega-event" : En nytto-kostnadsanalys av världsmästerskapet i fotboll i Tyskland 2006Jonasson, Oskar January 2024 (has links)
Att få anordna ett världsmästerskap i fotboll ses som en stor ära, då det bygger upp förväntningar en nation, eller flera, kan bygga en gemenskap omkring. I juli år 2000 valdes Tyskland som arrangör till mästerskapet i fotboll år 2006 och således började förberedelser ta fart. Syftet med denna uppsats är studera huruvida fotbolls-VM i Tyskland (2006) var ett samhällsekonomiskt lönsamt projekt eller inte. Tidigare studier i området pekar på att det finns en överskattning i de nettofördelar som landet visar sig få. I studien kommer en nytto-kostnadsanalys (CBA) att utföras där relevanta nyttor och kostnader lyfts fram och ställs mot varandra. Kostnadssidan är mer tillförlitlig då de största utgifterna är officiella, medan nyttosidan inte är lika tillförlitlig på grund av att många siffror är estimerade. Dessutom finns det nyttor som inte kan räknas i monetära-termer (n.m) vilket också försvårar analysen. Slutligen pekar resultatet på att det inte var samhällsekonomiskt lönsamt för Tyskland att arrangera mästerskapet då kostnaderna övervägde nyttorna. För enskilt året 2006, kan det dock ses som samhällsekonomisklönsamt på grund av kostnadsfördelningen på fem år på de stora kostnadsposterna. / Organising a World Cup is seen as a great honour, as it builds up expectations and is something that one or more nations can build a community around. In July 2000, Germany was chosen to host the championship and so preparations began to take off. The purpose of this paper is to study whether the World Cup was socio-economically profitable or not in Germany (2006). Previous studies in this area indicate that there is an overestimation of the net benefits that the country will receive. In this study, a cost-benefit analysis (CBA) will be carried out where relevant benefits and costs are highlighted and compared. The cost side is more reliable as the largest expenditures are official, while the benefit side is less reliable as many figures are estimated. In addition, some benefits cannot be calculated in monetary terms, which also complicates the analysis. Finally, the result indicates that it was not a socio- economic benefit for Germany to organise the FIFA World Cup as the costs outweighed the benefits. However, only looking on the year of 2006, it can be seen as socio-economically profitable due to the five-year cost distribution of the main cost items.
|
Page generated in 0.0417 seconds