• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 6
  • 4
  • 1
  • 1
  • 1
  • Tagged with
  • 14
  • 6
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Novel synonymous and missense variants in FGFR1 causing Hartsfield syndrome

Courage, Carolina, Jackson, Christopher B., Owczarek-Lipska, Marta, Jamsheer, Aleksander, Sowinska-Seidler, Anna, Piotrowicz, Małgorzata, Jakubowski, Lucjusz, Dallèves, Fanny, Riesch, Erik, Neidhardt, John, Lemke, Johannes R. 21 June 2023 (has links)
Hartsfield syndrome is a rare clinical entity characterized by holoprosencephaly and ectrodactyly with the variable feature of cleft lip/palate. In addition to these symptoms patients with Hartsfield syndrome can show developmental delay of variable severity, isolated hypogonadotropic hypogonadism, central diabetes insipidus, vertebral anomalies, eye anomalies, and cardiac malformations. Pathogenic variants in FGFR1 have been described to cause phenotypically different FGFR1-related disorders such as Hartsfield syndrome, hypogonadotropic hypogonadism with or without anosmia, Jackson–Weiss syndrome, osteoglophonic dysplasia, Pfeiffer syndrome, and trigonocephaly Type 1. Here, we report three patients with Hartsfield syndrome from two unrelated families. Exome sequencing revealed two siblings harboring a novel de novo heterozygous synonymous variant c.1029G>A, p.Ala343Ala causing a cryptic splice donor site in exon 8 of FGFR1 likely due to gonadal mosaicism in one parent. The third case was a sporadic patient with a novel de novo heterozygous missense variant c.1868A>G, p.(Asp623Gly).
12

Ανίχνευση μεταλλάξεων στο γονίδιο FGFR 1, στο γονίδιο GPR54, και στο γονίδιο της Prokineticin 2 και του υποδοχέα της Prokineticin receptor 2 σε ασθενείς με ανεπάρκεια GnRH (ιδιοπαθή υπογοναδοτροφικό υπογοναδισμό και σύνδρομο Kallmann) και διερεύνηση της παρουσίας μεταλλαγών στο γονίδιο KAL1 σε ασθενείς με αγενεσία/δυσγενεσία νεφρού

Βαρνάβας, Πέτρος 05 August 2014 (has links)
Εισαγωγή: Το σύνδρομο της μεμονωμένης ανεπάρκειας της εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπινών (IGD) χαρακτηρίζεται από μεμονωμένη λειτουργική ανεπάρκεια της υποθαλαμικής παραγωγής ή/και έκκρισης της GnRH οδηγώντας σε μεμονωμένη ανεπάρκεια των γοναδοτροπινών με φυσιολογική λειτουργικότητα των υπολοίπων υποφυσιακών ορμονών. Η συνύπαρξη IGD και ανοσμίας αναφέρεται ως σύνδρομο Kallmann (ΣΚ), ενώ η απουσία οσφρητικής διαταραχής αναφέρεται ως ιδιοπαθής υπογοναδοτροφικός υπογοναδισμός (ΙΥΥ). Σκοπός: Σκοπός της μελέτης είναι η περιγραφή των φαινοτυπικών χαρακτηριστικών ασθενών με μεμονωμένη ανεπάρκεια GnRH (ΙΥΥ και ΣΚ), η διερεύνηση της ύπαρξης μεταλλάξεων στα γονίδια KAL1, FGFR1 (υποδοχέας του αυξητικού παράγοντα των ινοβλαστών 1), PROK2 (προκινετισίνη 2), PROKR2 (υποδοχέας της προκινετισίνης 2) και GPR54 (KISS1R: υποδοχέας της κισσπεπτίνης) στους ασθενείς αυτούς, καθώς και η συσχέτιση μεταξύ του γονότυπου των ασθενών και ειδικών κλινικών φαινοτύπων. Επίσης διερευνείται η παρουσία μεταλλάξεων στο γονίδιο KAL1 σε ομάδα φαινομενικά υγιών παιδιών με ετερόπλευρη αγενεσία/δυσγενεσία νεφρού (ΕΝΑ), σε μια προσπάθεια καθορισμού της συχνότητας των μεταλλάξεων του γονιδίου KAL1 στην ΕΝΑ. Τέλος πραγματοποιείται in-vitro λειτουργικός έλεγχος δύο σημειακών μεταλλάξεων του γονιδίου FGFR1 που επηρεάζουν το ίδιο αμινοξύ της πρωτεΐνης (R254W και R254Q), με στόχο τη συσχέτιση των in-vitro ευρημάτων με τον κλινικό φαινότυπο των ασθενών. Ασθενείς: Μελετήθηκαν συνολικά εξήντα έξι (66) ασθενείς με μεμονωμένη ανεπάρκεια GnRH (26 με ΣΚ και 40 με ΙΥΥ), στους οποίους πραγματοποιήθηκε μοριακός έλεγχος των γονιδίων KAL1, FGFR1, PROK2, PROKR2 και GPR54. Επίσης μελετήθηκαν 13 παιδιά (ηλικίας κάτω των 15 ετών) στα οποία υπήρχε απεικονιστικά επιβεβαιωμένη συγγενής ετερόπλευρη νεφρική αγενεσία/δυσγενεσία, η οποία δεν παρατηρήθηκε στα πλαίσια γνωστού συνδρόμου και τα οποία ελέχθησαν για την παρουσία μεταλλάξεων στο γονίδιο KAL1. Μέθοδοι: Η μεθοδολογία του μοριακού γονιδιακού ελέγχου περιλάμβανε την απομόνωση DNA γονιδιώματος από δείγμα ολικού αίματος, τον εκλεκτικό πολλαπλασιασμό των εξονίων των υπό μελέτη γονιδίων με την αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR amplification) και τον προσδιορισμό της αλληλουχίας του DNA στα προϊόντα της PCR (DNA sequencing). Ο in-vitro λειτουργικός έλεγχος των δύο μεταλλαγμένων μορφών του υποδοχέα FGFR1 (R254W και R254Q) περιλάμβανε την μελέτη της σηματοδοτικής δραστηριότητας του υποδοχέα κατόπιν διέγερσής του από τον προσδέτη FGF2, καθώς και τον προσδιορισμό των επιπέδων έκφρασης των μεταλλαγμένων μορφών του υποδοχέα FGFR1, τα οποία συγκρίθηκαν με τα αντίστοιχα του φυσιολογικού υποδοχέα (WT=wild type). Η μετάδοση σήματος του υποδοχέα FGFR1 αξιολογήθηκε με την τεχνική ανίχνευσης δραστηριότητας του γονιδίου αναφοράς της λουσιφεράσης. Η μέτρηση των επιπέδων της ολικής έκφρασης του FGFR1 πραγματοποιήθηκε με την τεχνική της ανάλυσης πρωτεϊνών με ηλεκτροφόρηση σε πήκτωμα πολυακριλαμιδίου, ακολουθούμενη από την τεχνική της ανάλυσης κατά Western. Η εκτίμηση της ενδοκυττάριας ωρίμανσης του πρωτεϊνικού μορίου του υποδοχέα FGFR1 έγινε μέσω ενζυμικής πέψης της γλυκοπρωτεΐνης με ενδογλυκοσιδάσες, ενώ ο υπολογισμός των επιπέδων έκφρασης του FGFR1 στην κυτταροπλασματική μεμβράνη έγινε με την πρόσδεση ραδιοσημασμένου αντισώματος (radiolabelled antibody binding assay). Αποτελέσματα: Εκ του μοριακού γονιδιακού ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στους ασθενείς με IGD εντοπίσθηκαν πέντε διαφορετικές μεταλλάξεις στο γονίδιο KAL1 σε τρεις άρρενες ασθενείς με σύνδρομο Kallmann (Ε514Κ, Α660Τ, Ε37Κ, T235S, έλλειψη εξονίων 5-10), καθώς και μια σημειακή μετάλλαξη στο γονίδιο FGFR1 (R254W) σε έναν άρρενα ασθενή με ιδιοπαθή υπογοναδοτροφικό υπογοναδισμό. Εκ του in-vitro λειτουργικού ελέγχου των δύο σημειακών μεταλλάξεων του γονιδίου FGFR1 (R254W και R254Q) που μελετήθηκαν, προέκυψε ότι η μέγιστη σηματοδοτική δραστηριότητα για τη μεταλλαγμένη μορφή του υποδοχέα R254W παρουσιάζει μείωση κατά 45% σε σύγκριση με τον wild-type υποδοχέα (p<0.01), ενώ η μέγιστη απάντηση της μεταλλαγμένης μορφής R254Q μειώνεται κατά 15% σε σχέση με το wild-type υποδοχέα, διαφορά που δεν αναδείχθηκε στατιστικά σημαντική. Ωστόσο και οι δυο μεταλλαγμένες μορφές R254W και R254Q εμφανίζουν ελαττωμένα επίπεδα ολικής έκφρασης (40% και 30% μείωση σε σχέση με τον wild-type, αντίστοιχα), ενώ η πρωτεϊνική ωρίμανση δεν φαίνεται να επηρεάζεται. Τέλος η έκφραση των μεταλλαγμένων μορφών R254W και R254Q επί της κυτταρικής επιφάνειας παρουσιάζεται σημαντικά ελαττωμένη (35%, p<0.01 και 15%, p<0.05, αντιστοίχως). Εκ του μοριακού γονιδιακού ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στους ασθενείς με ΕΝΑ βρέθηκε μετάλλαξη του KAL1 σε έναν ασθενή 12 ετών, ο οποίος εμφάνιζε συνοδό ανοσμία, συγκινησία άνω άκρων και κρυψορχία. Στον ασθενή αυτόν τέθηκε η γενετική διάγνωση του ΣΚ και αργότερα υποβλήθηκε σε έγκαιρη έναρξη θεραπευτικής αγωγής. Συμπεράσματα: Το ποσοστό των γνωστών μεταλλάξεων που έχουν εντοπισθεί στους ασθενείς με IGD του Ελλαδικού χώρου είναι πολύ μικρό και επομένως παραμένει πρόσφορο το πεδίο για περαιτέρω έρευνα προς την κατεύθυνση της διευκρίνησης της μοριακής αιτιοπαθογένειας της νόσου. Η σύγκριση φαινότυπου-γονότυπου των ασθενών με σύνδρομο Kallmann υποδεικνύει ότι η παρουσία συνοδού ετερόπλευρης αγενεσίας νεφρού αποτελεί ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη μεταλλαγών στο γονίδιο KAL1. Η ανεύρεση μεταλλάξεων του γονιδίου KAL1 σε παιδιά με ΕΝΑ έχει διττή σημασία· αφενός επιβεβαιώνει την εμπλοκή της ανοσμίνης-1 (του προϊόντος του γονιδίου KAL1) στην οργανογένεση του νεφρού και αφετέρου οδηγεί στην πρώιμη διάγνωση του ΣΚ. Ο μοριακός έλεγχος του γονιδίου KAL1 σε παιδιά με ΕΝΑ συστήνεται επί συνύπαρξης και άλλων κλινικών σημείων του ΣΚ (ανοσμία, κινήσεις καθρέπτη, κρυψορχία, μικροφαλλία) ή ανάδειξης οικογενειακού ιστορικού υπογοναδισμού και ανοσμίας. Ο συγκριτικός λειτουργικός έλεγχος δύο μεταλλάξεων του FGFR1 που επηρεάζουν το ίδιο αμινοξύ (R254W, R254Q) αναδεικνύει την απώλεια της λειτουργικότητας των μεταλλαγμένων μορφών του υποδοχέα in-vitro. Αν και από τον in-vitro λειτουργικό έλεγχο προκύπτει ότι η μετάλλαξη R254W είναι πιο σοβαρή από τη μετάλλαξη R254Q, ωστόσο δεν παρατηρείται συσχέτιση του βαθμού της απώλειας της in-vitro λειτουργικότητας των μεταλλαγμένων μορφών του υποδοχέα με τον κλινικό φαινότυπο των ασθενών που φέρουν αυτές τις μεταλλάξεις. / Background: Isolated GnRH deficiency (IGD) is characterized by a functional deficit of GnRH production or secretion in the hypothalamus resulting in the loss of pulsatile secretion of GnRH and in impaired gonadotropin release, in the setting of otherwise normal anterior pituitary anatomy and function and in the absence of secondary causes of hypogonadotropic hypogonadism (HH). Kallmann syndrome (KS) is characterized by the association of IGD and anosmia, whereas patients with normal olfactory function are referred as having normosmic Idiopathic Hypogonadotropic Hypogonadism (nIHH). Objective: The objective of the study was to describe the different patients phenotypes with IGD (KS and nIHH), to identify mutations in the KAL1, FGFR1, PROK2, PROKR2 and GPR54 genes and to correlate specific phenotypes with the patients genotypes. We also studied the presence of KAL1 mutations in young children with unilateral renal agenesis/dysgenesis, in order to determine the incidence of KAL1 gene mutations in this population. In addition, we attempted to define the in vitro functionality of two FGFR1 mutants (R254W and R254Q), resulting from two different amino acid substitutions of the same residue, and to correlate the in vitro findings to the patients phenotypes. Patients: A total of 66 patients with IGD (26 with KS and 40 with nIHH) were included in this study and mutation analysis of KAL1, FGFR1, PROK2, PROKR2 and GPR54 genes was performed for this group of patients. We also studied 13 children (up to the age of 15) with unilateral renal agenesis/dysgenesis, confirmed by imaging studies. Mutation analysis of KAL1 gene was performed for the later group of patients. Methods: Gene mutation analysis methodology included DNA extraction, polymerase chain reaction amplification, and DNA sequence analysis of all exons of the KAL1, FGFR1, PROK2, PROKR2 and GPR54 genes. The in-vitro functional studies of two FGFR1 mutants (R254W and R254Q) included evaluation of the mutant signaling activity and the expression levels, which were compared to the wild type (WT) receptor signaling activity and expression. Signaling activity was determined by a FGF2/FGFR1dependent transcription reporter assay. Receptor total expression levels were assessed by Western blot assay and receptor cell surface expression was measured by radiolabelled antibody binding assay. Results: We identified 5 different mutations in KAL1 gene in three unrelated male patients with KS (Ε514Κ, Α660Τ, Ε37Κ, T235S, deletion of exons 5-10 of KAL1 gene with STS gene deletion) and one point mutation in FGFR1 gene (R254W) in a male patient with nIHH. The in-vitro functional studies of the two FGFR1 mutants (R254W and R254Q) showed that R254W maximal receptor signaling capacity was reduced by 45% (p<0.01), while maximal signaling of R254Q was also reduced (−15%) but the reduction was not statistically significant relative to WT. However, both mutants displayed diminished total protein expression levels (40% and 30% reduction relative to WT, respectively), while protein maturation was unaffected. Accordingly, cell surface expression levels of the mutant receptors were also significantly reduced (35% p<0.01 and 15% p<0.05, respectively). Sequence analysis of KAL1 gene in the group of patients with unilateral renal agenesis/dysgenesis revealed genetic defects in KAL1 gene in a 12 year old child with associated anosmia, bimanual synkinesis of upper limbs and cryptorchidism. The genetic diagnosis of Kallmann syndrome was established in this case, enabling a prompt therapeutic intervention for puberty induction at a later stage. Conclusions: Up to date very few mutations have been described in patients with IGD in the Greek population and the genetic causes of IGD still remains unclear in the majority of cases, pointing out the importance of further studies for determining the molecular pathogenesis of the disease. The phenotype of renal agenesis/dysgenesis strongly indicates the existence of KAL1 gene defects in the genotype of patients with sporadic KS, providing evidence for the X-linked mode of inheritance and offering the opportunity for genetic counseling. The detection of KAL1 gene mutations in children with unilateral renal agenesis (URA) not only confirms the involvement of anosmin-1 (the product of KAL1 gene) in kidney organogenesis, but it can also lead to an early prepubertal diagnosis of KS. Sequence analysis of KAL1 gene in patients with URA is recommended in those cases with associated clinical signs of KS (e.g. anosmia, mirror movements, cryptorchidism, microphallus) or with familial history of hypogonadism or/and anosmia. The comparative functional analysis of two FGFR1 mutations affecting the same residue (R254W, R254Q) in two unrelated patients with IGD showed that both are loss-of-function mutations and that a tryptophan substitution at R254 (R254W) is more disruptive to receptor structure than the more conserved glutamine substitution (R254Q). However, no clear correlation between the severity of in vitro loss-of-function and phenotypic presentation could be assigned.
13

Fibroblast Growth Factor 21 Expression in Mice with Altered Growth Hormone Action: Links to Obesity, Type 2 Diabetes Mellitus, and Increased Longevity

Brooks, Nicole E. 10 May 2016 (has links)
No description available.
14

PHARMACOLOGICAL TARGETING OF FGFR IN METASTATIC BREAST CANCER IS AUGMENTED BY DNMT1 INHIBITION

Mitchell G Ayers (18990533) 02 August 2024 (has links)
<p dir="ltr">Metastatic breast cancer (BC) remains a dauting therapeutic challenge due to the heterogeneity and cellular plasticity that exists. Because of these, BC resistance to targeted therapies and immune checkpoint blockade (ICB) present major challenges in the clinical setting. As a result, incomplete clearance of BC during a therapeutic regimen can lead to the persistence of minimal residual disease (MRD) which greatly contributes to tumor relapse. Here we develop a powerful in vivo model of lung metastasis in which we can achieve robust pulmonary tumor regression in response to the fibroblast growth factor receptor (FGFR) inhibitor, pemigatinib.</p><p dir="ltr">To enhance the efficacy of ICB, tumors must first be converted from an immune “cold” environment to an immune “hot” environment. Using our in vivo model of lung metastasis, we demonstrated that pemigatinib can significantly increase the presence of infiltrating T-cells into the lungs while suppressing the presence of MDSCs both locally in the lungs and systemically. Taken together, pemigatinib is an ideal candidate to prime these immune “cold” tumors for combination with ICB.</p><p dir="ltr">Upon establishment of MRD by pemigatinib in our in vivo model we observe upregulation of an alternate growth factor receptor, platelet-derived growth factor receptor (PDGFR). Functionally, upon FGFR inhibition, there is increased response to pulmonary fibroblast derived PDGF ligand, fueling survival of MRD. We demonstrated that knockdown of PDGFR significantly delayed tumor growth reinitiation in an in vitro 3D culture following pemigatinib as well as delayed tumor relapse in our pulmonary metastasis model.</p><p dir="ltr">To limit cellular plasticity and reduce survival of MRD, we propose a novel dual-targeted approach utilizing pemigatinib, in conjunction with inhibition of DNMT1 using the reversible inhibitor GSK3484862. We used our in vivo model of lung metastasis after treatment with pemigatinib as a model of cellular plasticity to targeted therapy. This combination therapy prevented growth factor plasticity and delayed tumor recurrence. Through prevention of PDGFR upregulation induced by pemigatinib.</p><p dir="ltr">In the present dissertation works, our study demonstrates pemigatinib’s robust ability to increase infiltrating T-cells in addition to its strong antitumor effects on pulmonary tumors. Despite the robust effects of pemigatinib, acquired mechanism of resistance through upregulation of PDGFR allows survival of MRD and are supported by PDGF secreting fibroblasts. Using an approach of limiting cellular plasticity through DNA methylation inhibition combined with pemigatinib, we achieved a more durable therapeutic response. Our findings underscore the significance of understanding adaptive responses to targeted therapies and provide a tangible therapeutic strategy to prolong treatment response in metastatic breast cancer.</p>

Page generated in 0.0345 seconds