1 |
Différenciation en plasmocytes à longue durée de vie lors de la déplétion lymphocytaire B dans le purpura thrombopénique / Pas de titre en anglaisMahevas, Matthieu 04 October 2013 (has links)
Les plasmocytes à longue durée de vie responsables de la production d’anticorps sont majoritairement retrouvés dans la moelle osseuse (Manz, et al 1997). D’autres sites de résidence ont été décrits, comme la rate ou les lieux de réactions immunes inflammatoires. Au cours de ce travail, nous nous sommes attachés à décrire les caractéristiques des cellules plasmocytaires responsables de la sécrétion d’anticorps pathogéniques, dans une maladie auto-immune, le purpura thrombopénique immunologique (PTI). Le PTI est une maladie caractérisée par une thrombopénie d’intensité variable associée à la présence d’anticorps anti-plaquettes à l’origine d’une destruction des plaquettes par les macrophages spléniques.Nous avons étudié la rate de ces patients dans différentes conditions pathologiques, splénectomisés en seconde ligne thérapeutique, ou après traitement par un anticorps anti-CD20 déplétant les lymphocytes B. En étudiant les tissus spléniques des patients en échec primaire du traitement par anti-CD20, nous avons mis en évidence une population plasmocytaire résiduelle splénique constituée principalement de plasmocytes, qui en l’absence de lymphocytes B proliférant, préexistaient à la déplétion B. L’analyse du transcriptome de ces plasmocytes, a révélé un profil comparable aux plasmocytes de la moelle osseuse, avec un programme à longue durée de vie. A l’inverse, les plasmocytes des donneurs sains, ainsi que les plasmocytes des patients non traités par les anti-CD20 présentaient un profil intermédiaire entre les plasmocytes à longue durée de vie et les plasmablastes. Une analyse plus fine en cellule unique a confirmée qu’il s’agissait d’une population intermédiaire. Ainsi, la déplétion lymphocytaire B (par l’anticorps anti-CD20) dans le PTI semble favoriser la différenciation en plasmocytes à longue durée de vie dans la rate de ces patients, expliquant ainsi pour certain d’entre eux l’absence de réponse thérapeutique. Nos résultats suggèrent ainsi que les modifications de l’environnement splénique par la déplétion B, pourraient promouvoir la différenciation et l’établissement de plasmocytes « normaux » en plasmocytes à longue durée de vie dans la rate, notamment par le biais de BAFF (B-cell activating factor), ouvrant la perspective à des travaux fondamentaux, et surtout à des applications cliniques qui permettraient en modulant l’environnement splénique lors du traitement anti-CD20 d’empêcher la formation des plasmocytes à longue durée de vie et donc la splénectomie. / Pas de résumé en anglais
|
2 |
The ectoenzyme PC-1 in lymphocyte functionCooksley, Susan January 1996 (has links)
No description available.
|
3 |
Control of plasma cell generation and population dynamicsSlocombe, Tom January 2012 (has links)
Plasma cells, the effector stage of the B cell compartment, secrete large amounts of antibody. These cells arise in two waves during T-‐dependent immune responses; an early wave (extrafollicular plasma cells) generate low-‐affinity antibodies that provide a first line of defence against invading pathogens. Later, plasma cells emerge from the germinal centre reaction and secrete high-‐affinity antibodies. These plasma cells have the capacity to migrate to the bone marrow, where they become established as long-‐lived, non-‐dividing plasma cells. Here, I show that plasma cells found in the bone marrow of young (5-‐week-‐old) mice had a turnover comparable to that seen in the spleen. Long-‐lived plasma cells accumulated over the ensuing weeks until they came to dominate the bone marrow plasma cell compartment by 30-‐weeks of age. This accumulation required MHC II, CD40 and a normal B cell receptor repertoire, implying that these cells are generated during T-‐dependent immune responses. Secondly, I determine the signalling pathways required to generate splenic extrafollicular plasma cell responses in the T-‐dependent response to sheep red blood cells (SRBC) and in bacterial infection with Salmonella. While T cell help, antigen recognition through the B cell receptor (BCR) and TLR signalling were required for maximal plasma cell responses to SRBC, in Salmonella infection TLR signalling was required for day 4 IgM plasma cell responses, whereas class-‐ switched responses at day 8 required T cell help. The extrafollicular responses generated in Salmonella persisted for around 35 days, far greater than the 2-‐3 days seen following SRBC immunisation. This was likely due to both antigen persistence causing the generation of new plasma cells, and the induction of cellular populations that produced the plasma cell survival factor APRIL. Thirdly, I document the failure of chronic immune responses to generate long-‐ lived bone marrow plasma cells. This was accomplished by measuring the generation and survival of bone marrow plasma cells in models of rheumatoid arthritis (K/BxN mice), long-‐term infection with Salmonella, and a direct comparison between acute and chronic delivery of the T-‐dependent protein antigen NP-‐KLH. In all cases, chronic immune responses generated few bone marrow plasma cells, ostensibly due to a failure to migrate to the organ. Finally, I show the depletion of bone marrow plasma cell populations caused by inflammatory episodes. This was observed in Salmonella infection, Schistosoma mansoni infection and immunisation with protein antigen plus adjuvants. This depletion mediated a reduction of antigen-‐specific bone marrow plasma cell populations and serum antibody previously established by the secondary response to NP-‐KLH.
|
4 |
Μορφογένεση της επιδερμίδας : μελέτη της υδατανθρακικής συστάσεως των κυτταροπλασματικών μεμβρανώνΜπανταβάνης, Γεώργιος Ι. 22 January 2009 (has links)
Οι υδατάνθρακες αποτελούν βασικά δομικά στοιχεία των
κυτταροπλασματικών μεμβρανών, ως συστατικά των μορίων
γλυκοπρωτεϊνών, γλυκοζαμινογλυκανών ή γλυκολιπιδίων. Είναι πλέον
γνωστό ότι οι υδατάνθρακες δεν αποτελούν απλά ενεργειακά αποθέματα
αλλά μόρια υψίστης λειτουργικής σημασίας, τα οποία δρουν ρυθμιστικά
στον πολλαπλασιασμό και την διαφοροποίηση των κυττάρων και
συμμετέχουν σε διεργασίες όπως η κυτταρική αναγνώριση και
προσκόλληση, η λειτουργία υποδοχέα, η λήψη και η μεταγωγή
μηνυμάτων, ο καθορισμός της αντιγονικότητας, η αντιπρωτεολυτική και
ανοσοδυναμική δράση κ.α.
Οι λεκτίνες είναι πρωτεΐνικά ή γλυκοπρωτεΐνικά μόρια φυτικής ή
ζωικής προελεύσεως, τα οποία έχουν την ιδιότητα της ειδικής και
αναστρέψιμης συνδέσεως με υδατανθρακικές ομάδες της κυτταρικής
επιφάνειας, της διάμεσης θεμέλιας ουσίας ή ελεύθερων γλυκολιπιδίων
και γλυκοπρωτεϊνών, την χημική σύσταση των οποίων δεν αλλοιώνουν.
Η χρήση ειδικά σεσημασμένων λεκτινών στα πλαίσια ιστοχημείας,
ανοσοϊστοχημείας, ηλεκτρονικής μικροσκοπίας, ραδιοαπεικονιστικών
και άλλων μεθόδων, προσφέρει ένα θαυμάσιο εργαλείο για τη μελέτη και
κατευθυνόμενη τροποποίηση της μεμβρανικής υδατανθρακικής
συστάσεως.
Παρά τα σημαντικά βήματα προόδου στην μοριακή ανατομία κατά
τα τελευταία έτη, οι γνώσεις μας για τη μορφογένεση του ανθρώπινου
δέρματος είναι σχετικά περιορισμένες. Η ιδιαίτερα σημαντική για την
διαφοροποίηση αλλά και για την μορφογένεση, υδατανθρακική σύσταση
των κυτταροπλασματικών μεμβρανών της ανθρώπινης εμβρυϊκής
επιδερμίδας, οι μεταβολές της αναλόγως του εξελικτικού σταδίου και οι διαφορές της σε σχέση με την επιδερμίδα του ενηλίκου, είναι ελάχιστα
μελετημένες. Οι σχετικές εργασίες που ανευρίσκονται στη διεθνή
βιβλιογραφία είναι ελάχιστες σε αριθμό και αποσπασματικές
(περιορισμένο υλικό, στενό φάσμα εξεταζόμενων ηλικιών), ενώ τα
αποτελέσματα τους είναι σε πολλές περιπτώσεις αντιφατικά. Για τους
λόγους αυτούς ο σκοπός της παρούσης εργασίας ήταν η διερεύνηση σε
μεγάλο δείγμα και ευρύ ηλικιακό φάσμα της υδατανθρακικής συστάσεως
των κυτταροπλασματικών μεμβρανών κατά τη μορφογένεση της
ανθρώπινης επιδερμίδας, με τη χρήση έξι διαφορετικών βιοτινυλιωμένων
λεκτινών (PNA, DBA, WGA, RCA, ConA και UEA), η αντιπαραβολή
των ευρημάτων με τα αντίστοιχα της διεθνούς βιβλιογραφίας και με
εκείνα της υγιούς επιδερμίδας του ενηλίκου και τέλος η διερεύνηση του
ενδεχομένου μελλοντικής αξιοποιήσεως των ευρημάτων της μελέτης στα
πλαίσια διαγνωστικών ή θεραπευτικών εφαρμογών.
Το υλικό της παρούσης εργασίας αποτελείτο από 152 συνολικά
βιοψίες δέρματος κνήμης, ηλικίας 10 έως 23 εβδομάδων EGA. Ο
καθορισμός της ηλικίας, η επεξεργασία των βιοψιών και η χρώση με
λεκτίνες έγιναν σύμφωνα με καθιερωμένες μεθόδους που περιγράφονται
στο αντίστοιχο κεφάλαιο.
Κατά τη χρώση με τη λεκτίνη ΡΝΑ διαπιστώθηκε στο περιδέρμιο
και στην ενδιάμεση στιβάδα συνεχής παρουσία της D-γαλακτοζο-β-(1,3)-
Ν-ακετυλο-D-γαλακτοζαμίνης από την 10η μέχρι και την 20η εβδομάδα.
Η βασική στιβάδα ήταν αρνητική σε όλα τα παρασκευάσματα από την
10η έως την 20η εβδομάδα, ενώ παρουσία της D-γαλακτοζο-β-(1,3)-Ν-
ακετυλο-D-γαλακτοζαμίνης στην βασική μεμβράνη διαπιστώθηκε από
την 10η έως και την 13η εβδομάδα. Στα παρασκευάσματα της 23η
εβδομάδας η κεράτινη στιβάδα, η βασική στιβάδα και η βασική
μεμβράνη ήταν αρνητικές στην ΡΝΑ, ενώ οι κυτταροπλασματικές
μεμβράνες των κυττάρων τόσο της κοκκώδους όσο και της ακανθωτής στιβάδας παρουσίαζαν μετρίας εντάσεως θετική χρώση. Η
υδατανθρακική σύσταση των κυτταροπλασματικών μεμβρανών στην
εμβρυϊκή επιδερμίδα ηλικίας 23ων εβδομάδων και στην επιδερμίδα των
ενηλίκων είναι ταυτόσημη.
Η RCA έδωσε θετική αντίδραση κυμαινόμενης εντάσεως στο
περιδέρμιο και στην ενδιάμεση στιβάδα σε όλα τα παρασκευάσματα από
την 10η έως και την 20η εβδομάδα, γεγονός το οποίο υποδηλώνει
μεμβρανική παρουσία της β-D-γαλακτόζης. Η β-D-γαλακτόζη ήταν
παρούσα σε χαμηλή συγκέντρωση στις κυτταροπλασματικές μεμβράνες
των κυττάρων της βασικής στιβάδας μεταξύ 10ης-12ης και 18ης-20ης
εβδομάδας, ενώ αντιθέτως δεν ανιχνεύθηκε από την 13η έως την 17η
εβδομάδα. Στην βασική μεμβράνη παρουσία της διαπιστώθηκε έως την
15η εβδομάδα. Στην εμβρυϊκή επιδερμίδα της 23ης εβδομάδας η β-D-
γαλακτόζη απουσιάζει μόνο στην κεράτινη στιβάδα και στη βασική
μεμβράνη, ενώ η συγκέντρωσή της αυξάνει στις μεμβράνες των
κυττάρων από την βασική προς την ενδιάμεση στιβάδα. Όσον αφορά και
την RCA η χρώση της εμβρυϊκής επιδερμίδος κατά την 23η εβδομάδα
αντιστοιχεί σε γενικές γραμμές με εκείνη της επιδερμίδας των ενηλίκων.
Το περιδέρμιο ήταν θετικό για την DBA από την 10η έως και την
20η εβδομάδα, εύρημα το οποίο υποδηλώνει παρουσία της α-D-N-
ακετυλο-D-γαλακτοζαμίνης στις κυτταροπλασματικές μεμβράνες των
κυττάρων του από την 10η εβδομάδα μέχρι και την απόπτωσή του. Ο
υδατάνθρακας αυτός απουσίαζε όμως πλήρως στις μεμβράνες των
κυττάρων τόσο της ενδιάμεσης όσο και της βασικής στιβάδας από την
10η έως και την 20η εβδομάδα. Η α-D-N-ακετυλο-D-γαλακτοζαμίνη
ανιχνευόταν στη βασική μεμβράνη μόνον μεταξύ της 10ης και της 12ης
εβδομάδας. Στην εμβρυϊκή επιδερμίδα ηλικίας 23ων εβδομάδων ο
υδατάνθρακας αυτός απουσίαζε παντελώς στη βασική μεμβράνη και σε
όλες τις στιβάδες πλην της βασικής, στην οποία ανιχνευόταν σε ποσοστό 40% των παρασκευασμάτων και μόνον εστιακά. Το παρατηρούμενο
πρότυπο γλυκοζυλιώσεως στην 23η εβδομάδα όσον αφορά την α-D-N-
ακετυλο-D-γαλακτοζαμίνη, είναι ταυτόσημο με εκείνο που παρατηρείται
στην επιδερμίδα των ενηλίκων. Σύμφωνα με πρόσφατα βιβλιογραφικά
δεδομένα πιθανολογείται πως τα DBA-θετικά κύτταρα της βασικής
στιβάδας αποτελούν πρώιμα μεταμιτωτικά διαφοροποιούμενα κύτταρα.
Για την μετακίνηση των κυττάρων αυτών προς τις υπερβασικές στιβάδες
είναι απαραίτητη η απώλεια των β1-ιντεγκρινών από την κυτταρική
επιφάνεια, φαινόμενο που σχετίζεται με την διακοπή της
γλυκοζυλιώσεως της β1 ιντεγκρινικής υπομονάδας και τη συσσώρευσή
της στο σύστημα Golgi. Η παρουσία της α-D-N-ακετυλο-D-
γαλακτοζαμίνης θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει σήμα αναστολής της
κινήσεως της β1-ιντεγκρίνης προς την κυτταρική επιφάνεια.
Η χρώση της εμβρυϊκής επιδερμίδας με ConA στο περιδέρμιο και
την ενδιάμεση στιβάδα ήταν θετική μεταξύ 10ης και 20ης εβδομάδος, με
συνεχείς διακυμάνσεις της εντάσεως (και κατά συνέπεια της
συγκεντρώσεως της α-D-μανόζης και της α-D-γλυκόζης). Στην βασική
στιβάδα η ConA ήταν θετική έως και την 12η εβδομάδα, ενώ στην βασική
μεμβράνη ήταν θετική έως την και την 14η εβδομάδα. Η παρουσία της α-
D-μανόζης και της α-D-γλυκόζης στην βασική στιβάδα σε πρώιμα στάδια
της μορφογενέσεως φαίνεται να αποτελεί διαφορά μεταξύ της εμβρυϊκής
επιδερμίδας και άλλων εμβρυϊκών επιθηλίων και υποδηλώνει κάποιο
ειδικό ρόλο του υδατάνθρακος αυτού κατά το κρίσιμο στάδιο της
επιδερμιδικής διαφοροποιήσεως. Στην εμβρυϊκή επιδερμίδα κατά την 23η
εβδομάδα η α-D-μανόζη και η α-D-γλυκόζη ανιχνεύονται μόνο στις
κυτταροπλασματικές μεμβράνες των κυττάρων της κοκκώδους και της
ακανθωτής στιβάδας. Η απουσία τους από τη βασική στιβάδα της
εμβρυϊκής επιδερμίδας στις 23 εβδομάδες αποτελεί και τη μοναδική
διαφορά της τελευταίας σε σύγκριση με την επιδερμίδα των ενηλίκων. Αν εξαιρέσει κανείς τη βασική στιβάδα της εμβρυϊκής επιδερμίδας
(και τη βασική μεμβράνη) από τη 10η έως και την 20η εβδομάδα στην
οποία η μεμβρανική χρώση με UEA ήταν αρνητική (άρα απουσίαζε η α-
L-φουκόζη) στις υπόλοιπες επιδερμιδικές στιβάδες η ένταση της
χρώσεως παρουσίαζε μεγάλες διακυμάνσεις. Στην εμβρυϊκή επιδερμίδα
ηλικίας 23ων εβδομάδων θετική χρώση με UEA και επομένως και
παρουσία α-L-φουκόζης υπήρχε μόνο στις κυτταροπλασματικές
μεμβράνες των κυττάρων της κοκκώδους και της ακανθωτής στιβάδας,
όπως ακριβώς συμβαίνει και στην επιδερμίδα του ενηλίκου. Η απουσία
της α-L-φουκόζης στη βασική στιβάδα φαίνεται να αποτελεί σημαντική
διαφορά μεταξύ της εμβρυϊκής επιδερμίδας και άλλων εμβρυϊκών
επιθηλίων όπως π.χ. του αναπνευστικού. Αντιθέτως, η πρώιμη παρουσία
της στις μεμβράνες των κυττάρων της ενδιάμεσης στιβάδας, υποδηλώνει
σημαντικό ρόλο της κατά τα πρώτα στάδια της επιδερμιδικής
διαφοροποιήσεως.
Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της χρώσεως της εμβρυϊκής
επιδερμίδας από την 10η έως και την 20η εβδομάδα με τη λεκτίνη WGA
ήταν οι συνεχείς διακυμάνσεις της εντάσεώς της τόσο στο περιδέρμιο
όσο και στην ενδιάμεση και στη βασική στιβάδα, ενώ στη βασική
μεμβράνη μετά την 13η εβδομάδα η αντίδραση ήταν αρνητική. Τα
ευρήματα αυτά υποδηλώνουν αντίστοιχες ποσοτικές μεταβολές της
μεμβρανικής συγκεντρώσεως της β(1,4)-D-N-ακετυλο-D-γλυκοζαμίνης.
Στα παρασκευάσματα της 23ης εβδομάδας αρνητική χρώση με WGA
παρατηρήθηκε μόνο στην κεράτινη στιβάδα και στη βασική μεμβράνη,
όπως ακριβώς και στην επιδερμίδα των ενηλίκων.
Σε όλες τις περιπτώσεις μεταξύ 13ης και 15ης εβδομάδος η βασική
μεμβράνη αρνητικοποιήθηκε για τους υδατάνθρακες D-γαλακτοζο-β-
(1,3)-Ν-ακετυλο-D-γαλακτοζαμίνη, β-D-γαλακτόζη, α-D-N-ακετυλο-D-
γαλακτοζαμίνη και α-D-μανόζη, α-D-γλυκόζη. Οι αλλαγές αυτές στην γλυκοζυλίωση συμπίπτουν χρονικά με την έναρξη του σταδίου της θυλακικής κερατινοποίησης και πιθανώς να σχετίζονται με την - απαραίτητη για τη μορφογένεση των τριχικών θυλάκων και άλλων δομών
- σύνθετη αλληλεπίδραση επιδερμίδας-χορίου.
Η ερμηνεία των παρατηρηθέντων μεταβολών της υδατανθρακικής
σύστασης των κυτταροπλασματικών μεμβρανών κατά τη μορφογένεση
της επιδερμίδας είναι επί του παρόντος δυσχερής, δεδομένου ότι οι
μηχανισμοί συνθέσεως και μεταφοράς των υδατανθράκων στα
επιδερμιδικά κύτταρα παραμένουν άγνωστοι. Η σύγκριση των
ευρημάτων της παρούσης μελέτης με τις ολιγάριθμες και
αποσπασματικές προγενέστερες σχετικές εργασίες, δείχνει ταύτηση σε
πολλά σημεία αλλά και σημαντικές διαφορές. Για την ερμηνεία των
διαφορών αυτών θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο πολύ μικρός αριθμός
παρασκευασμάτων που χρησιμοποιήθηκε στις προγενέστερες εργασίες, ο
συγκριτικά πολύ μεγάλος αριθμός παρασκευασμάτων που
χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα μελέτη, οι διαφορές στις θέσεις
λήψεως των βιοψιών του δέρματος μεταξύ των μελετών, αλλά και οι
διαφορές στις τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν.
Τα ευρήματα της παρούσης μελέτης, στην οποία αναλύεται για
πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό πληρότητας (ηλικιακό φάσμα, αριθμός
παρασκευασμάτων), η υδατανθρακική σύσταση των
κυτταροπλασματικών μεμβρανών κατά την μορφογένεση, θα μπορούσαν
να αξιοποιηθούν για τη διερεύνηση της παθογένειας δερματικών
νοσημάτων, καθώς και για τη μελλοντική ανάπτυξη διαγνωστικών και
θεραπευτικών εφαρμογών. / Carbohydrates are essential structure components of plasma cell
membranes since they are constituents of the molecules of glycoproteins,
glycosaminoglycans and glycolipids. It is known that carbohydrates do
not simply represent energy sources but molecules of cardinal functional
importance, which are involved in the regulatory mechanisms of the
mitotic activity and differentiation of cells and participate in cell
recognition and adhesion, signal transduction, receptor function, antigen
formation and other key biochemical and immunological events.
Lectins are proteins or glycoproteins of plant or animal origin, which are
capable of specifically and reversibly binding to carbohydrate residues of
the cell surface, intercellular matrix or free glycolipids and glycoproteins.
Specifically labelled lectins represent a useful tool for the study and
manipulation of carbohydrate composition of plasma cell membranes.
Despite the recent significant progress in molecular anatomy, our
knowledge and understanding of the mechanisms underlying the
morphogenesis of human skin are limited. Particularly very little is
known about the carbohydrate composition of plasma cell membranes of
human embryonic epidermis, its alterations during epidermal
morphogenesis and its differences, as compared to the adult epidermis.
The number of studies dealing with this subject is small, the examined
skin specimens are limited, the spectrum of the gestational age groups
they originated from is narrow and the corresponding results mostly
contradictory. We found it, therefore, of interest to : a) Investigate in the present study the carbohydrate composition of
plasma cell membranes during morphogenesis of human epidermis, using
six different biotinylated lectins (PNA, DBA, WGA, RCA, Con A and
UEA) in a large number of specimens derived from different gestational
age-groups.
b) To comparatively evaluate our findings with the available data on
embryonic and adult human epidermis and
c) To search for possible diagnostic or therapeutic applications of our
results.
A total number of 152 tibial skin specimens (10-23 weeks EGA) were
studied by lectin histochemistry. The positive reaction of periderm and
intermediate layer (10th to the 20th week EGA) points towards a persistent
occurrence of D-galactose-β-(1,3)-N-acetyl-D-galactosamine in the
plasma cell membranes of these layers. The basal layer revealed negative
reaction to PNA in all specimens (10th to 20th week EGA), whereas,
basement membrane demonstrated positive staining in the specimens of
the 10th to 13th week EGA. In the specimens of the 23th week EGA, the
keratin and basal layer and the basement membrane showed no staining
with PNA, whereas, the plasma cell membranes in the granular and
spinous layers showed a moderately positive reaction. The identical-PNA
binding pattern indicates the lack of any differences between the
embryonic (23 weeks EGA) and adult epidermis with regard to D-galactose-
β-(1,3)-N-acetyl-D-galactosamine plasma cell membrane composition.
In all specimens of the 10th to 20th week EGA, periderm and intermediate
layer showed a positive reaction to RCA of variable intensity. This
finding indicates that β-D-galactose is an obligatory constituent of plasma cell membranes in embryonic epidermis. Low β-D-galactose concentrations
were found in the plasma cell membranes of the basal layer in the
specimens of the 10th to 12th and 18th to 20th week EGA, whereas, this
carbohydrate was not detected in the specimens of 13th to 17th week EGA
and in the basement membrane beyond the 15th week EGA. In the
specimens of the 23th week it was absent in the keratin and basal layer,
whereas its concentrations progressively increased from the basal to the
spinous layers. The RCA-binding pattern of specimens of the 23th week
EGA is very similar to that of the adult epidermis.
Periderm showed positive reaction to DBA in the specimens of the 10th to
20th week EGA, indicating the occurrence of α-D-N-acetyl-D-galactosamine
in the periderm until its apoptosis. However, this carbohydrate
was completely absent in the plasma cell membranes of the keratinocytes
in the intermediate and basal layers from the 10th to the 20th week EGA,
but was detected in the basement membrane only in the specimens of the
10th to the 12th week EGA. In embryonic epidermis (23 weeks EGA) this
carbohydrate was completely absent in the basement membrane and in all
layers but the basal, in which it was focally detected in 40% of the
specimens. Thus, the DBA-binding profile and concequently the pattern
of α-D-N-acetyl-D-galactosamine distribution in the embryonic epidermis
(23 weeks EGA) is identical to those of the adult epidermis. DBApositive
keratinocytes of the basal layer are thought to represent early
forms of post-mitotic differentiated keratinocytes. For the movement and
translocation of these cells to the suprabasal layers the disappearance of
β1-integrins from the cell surface is a prerequisite and related to the
inhibition of β1-integrin subunit glycosylation and its accumulation in the
Golgi apparatus. It is, therefore, possible that the presence of a-D-N acetyl-D-galactosamine could represent an inhibitory signal for β1-
integrin translocation to the cell surface.
Periderm and intermediate layer in the specimens of the 10th to the 20th
week EGA positively reacted to Con A. The intensity of this reaction and
concequently the concentration of α-D-glucose and α-D-mannose were
variable. The plasma cell membranes of the basal layer stained with Con
A only in the specimens of the 10th to 12th week EGA , whereas the
basement membrane positively reacted only in the specimens of the 10th
to 14th week EGA. It seems, therefore, that the occurrence of α-D-glucose
and α-D-mannose in the keratinocyte membranes of the basal layer
during the early stages of epidermal morphogenesis is a unique property
of embryonic epidermis not shared by other embryonic epithelia that
indicates a specific role of these carbohydrate residues in the critical
initial stage of epidermal differentiation. In the embryonic epidermis,
(23th week EGA), α-D-glucose and α-D-mannose were detected only in
the plasma cell membranes of the keratinocytes of the granular and
spinous layers, whereas its lack in the basal layer constitutes the only
difference, as compared to the adult epidermis.
Apart from the UEA negative basal layer (and the basement membrane)
in the specimens of the 10th to the 20th week EGA, all other epidermal
layers positively stained with this lectin. However, the intensity of the
staining and consequently the concentration of α-L-fucose revealed
dramatic variations. In the embryonic epidermis of the specimens of the
23rd week EGA only the plasma cell membranes of the keratinocytes in
the granular and spinous layer positively reacted to UEA, a binding
pattern identical to that found in the adult epidermis. The lack of α-Lfucose
in the plasma cell membranes of basal keratinocytes constitutes a
significant difference between the embryonic epidermis and other embryonic epithelia in humans. The occurrence of this monosaccharide in
the surface of keratinocytes in the intermediate layer during the early age
gestational roups indicate that it may play a significant role in the early
stages of epidermal differentiation.
A characteristic feature of embryonic epidermis (10th –20th week EGA)
was the variable binding of the periderm and the plasma cell membranes
of keratinocytes in the intermediate and basal layer to WGA, whereas the
basement membrane (after the 13th week EGA) revealed a negative
reaction. These findings clearly reflect corresponding variations of the
plasma cell β(1,4)-D-N-acetyl-D-glucosamine composition. With regard
to binding to WGA the embryonic epidermis (23rd week EGA) revealed a
negative reaction, a feature also shared by the adult epidermis.
It is of importance to note that in all specimens (13rd-15th week EGA) the
basement membrane developed a negative reaction to D-galactose-β-
(1,3)-Ν-acetyl-D-galactosamine, β-D-galactose, α-D-N-acetyl-D-galactosamine,
α-D-glucose and α-D-mannose. These changes in plasma cell
membrane glycosylation simultaneously occurred with the initiation of
hair follicle keratinization and may be related to the complex interaction
of epidermis and dermis, which is of essential importance for the
morphogenesis of hair follicles.
The interpretation of the observed alterations in the carbohydrate residue
composition of the plasma cell membranes during epidermal morphogenesis
is difficult at this juncture, since the mechanisms by which the
synthesis and transport of these molecules within epidermal keratinocytes
remain are mediated unknown. Our findings keep up with several results
of previous investigations but contradict others, probably due to
differences in the number and origin of the skin specimens and in the used techniques. The findings of the present study, in which the
carbohydrate residue composition of keratinocyte plasma cell membranes
was determined for the first time in a large number of specimens derived
from different gestational age groups, could be utilized in the investigation
of the pathogenesis, the prenatal diagnosis and the management
of a vast variety of dermatoses.
|
5 |
A Rare Case of Non-Producing Primary Plasma Cell LeukemiaManthri, Sukesh, Rehman, Haroon, Zafar, Rabia, Chakraborty, Kanishka 12 April 2019 (has links)
Non-Secretory Multiple Myeloma (NSMM) is characterized by typical morphological and pathological multiple myeloma (MM) characteristics and the absence of an M-protein on immunofixation electrophoresis with estimated prevalence of 3%. Among the NSMM cases there is a subset in which no cytoplasmic Immunoglobulin synthesis is detected, and this entity is called ‘’Non-Producing’’ Multiple Myeloma (NPMM). Plasma cell leukemia (PCL) is an aggressive form of MM characterized by high levels of abnormal plasma cells circulating in the peripheral blood. We present a rare case of non-producing variant of PCL. 75-year-old male was admitted due to anemia and thrombocytopenia. His CBC revealed hemoglobin of 9.0 g/dl and platelets were 9 k/ul. CMP showed creatinine of 1.34 mg/dl, total protein of 6 g/dl, albumin 3.6 g/dl and corrected calcium was normal. LDH was 204 IU/L. Peripheral smear review showed 8% circulating atypical plasmacytoid cells, normochromic normocytic anemia and thrombocytopenia. SPEP showed no monoclonal protein. IgA was normal. IgG, IgM were low 315 mg/dl and 20 mg/dl respectively. Serum beta-2 microglobulin was high (5.5, 1.1 – 2.4 mg/dl). Serum free kappa light chain was low (0.15, 0.33-1.94 mg/dl), lambda light chain and ratio was normal. Skeletal survey showed possible lytic lesions in right femur neck and subtrochanteric left femur. Bone marrow biopsy showed plasma cell myeloma involving 90-95% of bone marrow cellularity. The plasma cells show morphologic heterogeneity with prominent immature, plasmablastic and pleomorphic morphology. Flow cytometry shows a dominant abnormal CD45-dim population with expression of CD38, CD138, CD56 and CD117 (partial). The abnormal cells are negative for cytoplasmic kappa and lambda immunoglobulin light chains and negative for myeloid and lymphoid markers (by flow cytometry and immunohistochemical stains). Complex chromosomal analysis. Plasma cell FISH studies was positive for t(11;14). Based on suggested revised diagnostic criteria for PCL from outcomes of patients at mayo clinic, our patient was diagnosed with plasma cell leukemia. Given aggressive biology of this disease, he was started on VD-PACE chemotherapy. Bone marrow biopsy after cycle 1 chemotherapy showed no morphologic, immunophenotypic or flow cytometric features of a plasma cell neoplasm. Given excellent treatment response and discussion with transplant center subsequent cycle 2 was changed to Velcade, Revlimid and low-dose dexamethasone. He is scheduled for stem cell transplant later this month. Primary plasma cell leukemia (pPCL) is the most aggressive form of the plasma cell dyscrasias. The outcome of pPCL has improved with the introduction of autologous stem cell transplantation and combination approaches with novel agents, including bortezomib and immunomodulatory drugs, such as lenalidomide. This case highlights the challenges in diagnosis of non-producer primary plasma cell leukemia.
|
6 |
Stromal plasma cells expressing immunoglobulin G4 subclass in non-small cell lung cancer / 肺非小細胞癌間質内のIgG4陽性形質細胞Fujimoto, Masakazu 23 March 2015 (has links)
京都大学 / 0048 / 新制・課程博士 / 博士(医学) / 甲第18861号 / 医博第3972号 / 新制||医||1008(附属図書館) / 31812 / 京都大学大学院医学研究科医学専攻 / (主査)教授 武藤 学, 教授 野田 亮, 教授 小川 誠司 / 学位規則第4条第1項該当 / Doctor of Medical Science / Kyoto University / DFAM
|
7 |
Contribution à la compréhension des mécanismes physiopathologiques des maladies de dépôts d'immunoglobulines monoclonales / Contribution in the understanding of monoclonal immunoglobulin deposition diseases pathophysiological mechanismsBender, Sebastien 15 May 2019 (has links)
Le plasmocyte représente le stade final de la différenciation lymphocytaire B. Il s’agit de la cellule productrice des immunoglobulines (Ig), ce qui en fait l’acteur majeur de la réponse immunitaire humorale. Toutefois, lors d’une prolifération plasmocytaire anormale, l’Ig produite en excès peut devenir pathogène pour l’organisme, s’agréger et conduire à une maladie de dépôt d’Ig monoclonales. Il existe une grande variété de ces maladies de dépôts dont la classification repose sur la nature des dépôts. Nous avons développé dans notre laboratoire un modèle murin pour l’une d’entre elle, la LCDD « Light Chain Deposition Disease », qui reproduit parfaitement les lésions rénales observées chez les patients. Nous montrons grâce à ce modèle qu’en supprimant la production de l’Ig pathogène, nous préservons la fonction rénale de nos souris. Nous montrons aussi grâce à des traitements réalisés avec des inhibiteurs du protéasome (IP) et par l’étude du transcriptome des PCs que ces cellules sont sensibilisées par l’Ig pathogène aux IP via une activation de la voie de réponse au stress du réticulum endoplasmique. Nous nous sommes également intéressés à un patient atteint d’une HCDD « Heavy Chain Deposition disease ». Les études moléculaires et les expériences in-vitro que nous avons réalisées à partir des prélèvements de ce patient nous ont permis de proposer un scénario expliquant la production d’une chaîne lourde tronquée par le clone plasmocytaire : l’apparition d’une mutation au niveau de la chaîne légère aurait conduit à la mutation de la chaîne lourde afin de surmonter un stress du réticulum endoplasmique et ainsi permettre la survie cellulaire. / The plasma cell represents the final stage of B-lymphocytes differentiation. It is the immunoglobulin (Ig) producing cell, making it the major player in the humoral immune response. However, during abnormal plasma cell proliferation, the Ig produced in excess can become pathogenic for the organism, aggregate and lead to a monoclonal Ig deposition disease. There is a wide variety of these deposition diseases whose classification is based on the nature of the deposits. In our laboratory, we have developed a mouse model for one of them, the Light Chain Deposition Disease (LCDD), perfectly reproducing the renal lesions observed in patients. We show by this model that by suppressing the production of the pathogenic Ig the renal function of our mice is preserved. Additionally, thanks to proteasome inhibitors (PI) treatment and plasma cell transcriptome studies, we prove that these cells are sensitized by the pathogen Ig to PI via the activation of the endoplasmic reticulum stress response pathway. We also studied a patient with Heavy Chain Deposition disease (HCDD). The molecular studies and in-vitro experiments carried out with the sample from this patient allowed us to propose a new scenario explaining the production of a truncated heavy chain by the plasma cell clone: the appearance of a mutation at the light chain level would led to the mutation of the heavy chain, in order to overcome the endoplasmic reticulum stress and thus allowing cell survival.
|
8 |
Regulation of transcription and analysis of drug targets in lymphoma and myeloma cellsBolick, Sophia C. E 01 June 2006 (has links)
Hematological malignancies, such as lymphomas and myelomas, have low cure rates or remain refractory to treatment, although advances have been made in treatment regimens for these patients. Questions still remain as to what is occurring in these cells on a molecular level, specifically at the level of gene transcription. The positive regulatory domain I binding factor 1 (PRDI-BF1) has been shown to directly repress genes required for cell proliferation and maintenance of the B cell phenotype, however very little is known as to its regulation. The first study presented in this dissertation demonstrates regulation of the PRDM1 gene occurs primarily at the level of transcription in B cell receptor (BCR)-stimulated lymphoma cells and myeloma cells. It also demonstrates PU.1 binding is involved in BCR-mediated activation of lymphoma cells. Most importantly, this study presents evidence of a promoter poised and primed for activation in lymphoma cells. These studies lay the groundwork for the second study which examines modulation of PRDM1 expression in lymphoma cells by chemotherapeutic agents. Induction of PRDI-BF1 in lymphoma cells negative for PRDM1 gene expression correlates with increased apoptosis, which has important therapeutic implications for treatment of lymphomas. One common problem that arises in treatment of cancer patients is the eventual emergence of a drug resistant population of cells. Identifying specific drug targets and whether they confer drug resistance is an important area of study, which is the focus of the third study presented in this dissertation. It demonstrates the response of myeloma cells to treatment with the farnesyltransferase inhibitor (FTI)-277 and examines whether known mechanisms of drug resistance in these cells are responsible for cross-resistance to FTI-277.
|
9 |
Toward Personalized Medicine: The potential role of RNA interference in Plasma Cell DyscrasiaPhipps, Jonathan E 01 December 2011 (has links)
A major contributor to mortality in patients with plasma cell dyscrasias (PCDs); i.e., multiple myeloma, light chain deposition disease and AL amyloidosis is the deposition as insoluble aggregates of monoclonal immunoglobulin light chain proteins (LC) in the kidneys and other organs. Currently anti-plasma cell chemotherapies are used to reduce LC synthesis, and slow deposition. While effective, these treatments are toxic, non-specific, expensive, and might not be appropriate in all cases, making the identification of an alternate means of reducing toxic LC species desirable. To this end, we have investigated whether RNA interference (RNAi) could achieve these goals.
Human (RPMI 8226, Bur) and transfected mouse myeloma (SP2/O-lambda 6) cells which produce measureable quantities of human LC protein were used as model systems for testing the efficacy of both synthetic small interfering RNAs (siRNAs) and short hairpin RNA (shRNA) expression vectors in reducing LC synthesis. Sequencing of LC genes provided the basis for design of siRNA duplexes targeting either the variable (V) or joining (J) regions of individual LCs, or the constant (C) region of either kappa or lambda LC isotypes. Myeloma lines were transfected with siRNAs using lipid-based transfection media. Cells receiving non-silencing siRNAs served as controls. Exposure of myeloma lines to siRNAs was well tolerated and no cytotoxicity was observed. LC mRNA expression was shown to be reduced ≥40% in 8226 and SP2/O- lambda 6 cell lines receiving siRNA treatment as compared with untreated controls. Exposure to siRNAs was also effective in significantly reducing both intracellular and secreted LC protein levels in cell lines tested as evidenced by flow cytometry or enzyme-linked immunosorbent assays (ELISAs).
Effective siRNA nucleotide sequences were used to generate shRNA cassettes which were ligated into lentiviral expression vectors under the control of the RNA polymerase III promoter, U6. These expression systems were used to generate replication incompetent lentiviral particles. Exposure of 8226 to lentiviral particles resulted in significant knockdown of LC mRNA and protein both in vitro and in xenograft tumor bearing immune compromised mice. These results provide positive evidence for the ability of RNAi based approaches to reduce LC secretion in models of PCD.
|
10 |
Remodelling of extracellular matrix in rectal cancer and preoperative radiotherapy /Angenete, Eva, January 2009 (has links)
Diss. (sammanfattning) Göteborg : Univ. , 2009. / Härtill 4 uppsatser.
|
Page generated in 0.0678 seconds