Spelling suggestions: "subject:"άσθμα"" "subject:"άσθματος""
1 |
Η στάθμη της ενδοθηλίνης -1 κατά τη διάρκεια ασθματικών παροξυσμών και κατά τη διάρκεια της ύφεσης της νόσουΝικολάου, Ευγενία Κ. 26 June 2007 (has links)
Η ενδοθηλίνη-1 (ΕΤ-1) εμπλέκεται στην παθογένεση του βρογχικού άσθματος και της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ). Η ΕΤ-1 είναι μέλος μίας οικογενείας πεπτιδίων 21 αμινοξέων. Αρχικά σχηματίζεται ένα πεπτίδιο 208 αμινοξέων, η προ-προενδοθηλίνη. Στη συνέχεια, με τη δράση της μετατρεπτάσης της φουρίνης, σχηματίζεται ένα πεπτίδιο 38 αμινοξέων η big-ενδοθηλίνη και στη συνέχεια με τη δράση του μετατρεπτικού ενζύμου ενδοθηλίνης μετατρέπεται σε πεπτίδιο 21 αμινοξέων την ενδοθηλίνη η οποία κυκλοφορεί στο πλάσμα. Η ΕΤ-1 συνδέεται σε δύο τύπους υποδοχέων Α και Β. Οι υποδοχείς τύπου Α επικρατούν στα λεία μυϊκά κύτταρα των αγγείων και των βρόγχων. Οι υποδοχείς τύπου Β επικρατούν κυρίως στα ενδοθηλιακά κύτταρα και στα λεία μυϊκά κύτταρα των αεραγωγών. Κύριες θέσεις παραγωγής της ΕΤ-1 είναι το βρογχικό επιθήλιο, το ενδοθήλιο των πνευμονικών αρτηριών, τα ενδοθηλιακά και τα λεία μυϊκά κύτταρα των αγγείων. Οι δράσεις της ΕΤ-1 στους βρόγχους αφορούν στη συστολή των λείων μυϊκών ινών των αεραγωγών, στην αναδιαμόρφωση του τοιχώματος των βρόγχων, στην έκκριση βλέννης, στη διέγερση-απελευθέρωση άλλων μεσολαβητών φλεγμονής, σε μεταβολές στην διαπερατότητα των μικροαγγείων των αεραγωγών, στην νευρορρύθμιση και τέλος στην υπεραντιδραστικότητα των αεραγωγών.
Στην παρούσα μελέτη εξετάστηκαν τα επίπεδα ΕΤ-1 ορού αρτηριακού αίματος 40 ασθματικών ασθενών στην έξαρση και στην ύφεση της νόσου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης μας, τα επίπεδα της ΕΤ-1 στην έξαρση της νόσου ήταν αυξημένα σε σχέση με αυτά στην ύφεση. Υπάρχει θετική συσχέτιση ανάμεσα στην ΕΤ-1 έξαρσης και ύφεσης ανά ασθενή. Αποδείχθηκε αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στην ΕΤ-1 έξαρσης και SatO2 έξαρσης καθώς και στην ΕΤ-1 ύφεσης και SatO2 ύφεσης, καθώς και μεταξύ ΕΤ-1 έξαρσης, FEV1 και FVC. Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ ΕΤ-1 και καπνίσματος. Οι άντρες είχαν υψηλότερα επίπεδα ΕΤ-1 κατά την έξαρση της νόσου και κατά την ύφεση από ό,τι οι γυναίκες. Δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στην χρόνια θεραπεία με κορτικοστεροειδή και στα επίπεδα ΕΤ-1 έξαρσης. Τέλος τα επίπεδα της ΕΤ-1 ύφεσης δεν συσχετίστηκαν με την διάρκεια ούτε τη δοσολογία της θεραπείας έξαρσης με κορτικοστεροειδή.
Πιθανώς, η επινόηση ανταγωνιστών υποδοχέων ΕΤ-1, εκλεκτικών ή μη, να έχει ιδιαίτερη σημασία στην θεραπεία του βρογχικού άσθματος υπό την έννοια της πρόληψης πνευμονικής υπερτάσεως σε ασθενείς με βαρύ άσθμα. / Endothelin-1 (ET-1) has been implicated in the pathogenesis of asthma and chronic obstructive pulmonary disease (COPD). ET-1 is a member of a family of peptides of 21 amino-acids. The initial stage in the synthesis of ET-1 involves the formation of a 208-amino acid peptide, named pre-proendothelin, which is processed, via the activity of furin, to the 38-amino acid prohornon, big-endothelin-1, which is secreted and circulates in plasma. Big-ET-1 is then cleaved between Trp and Val to form ET-1 via an endopeptidase called “ET converting enzyme”. ET-1 binds to two types of receptors A and B. Receptors type A are expressed on vascular smooth muscle cells of vessels and bronchuses. Receptors type B are expressed predominantly on endothelial cells and to a much lesser extend on vascular smooth muscle cells. Main places of ET- 1 production are the bronchial epithelium, the epithelium of pulmonary arteries, the vascular endothelial and smooth muscle cells. ET-1 induces airway smooth muscle cell contraction, airway wall remodeling, mucus secretion, stimulation of the release of other mediators, changes in airway microvascular permeability neuromodulation and finally airway hyperresponsiveness.
In the present study, we examined ET-1 arterial blood levels of 40 asthmatic patients during the exacerbation and the remission of the disease. According to the results of our study, the ET-1 levels during the exacerbation of the disease were increased concerning them, during the remission. ET-1 levels were negatively statistically significantly correlated with SatO2 during the exacerbation and the remission of the disease as well as between ET-1 levels, FEV1 and FVC during the exacerbation of the disease. There were not found statistically significant correlation between ET-1 and smoking. Men had higher ET-1 levels during the exacerbation and the remission of the disease, than women. There were not statistically significant correlation between chronic treatment with corticosteroides and the ET-1 exacerbation levels, as well as between treatment with corticosteroides during the exacerbation and the ET-1 remission levels.
Probably, the invention of ET-1 receptor inhibitors (selected or not) has a particularly important meaning concerning treatment of bronchial asthma under the meaning of prevention of pulmonary hypertension in patients with heavy asthma.
|
2 |
Συχνότητα άσθματος και αλλεργίας σε παιδιά σχολικής ηλικίας : συγχρονική επιδημιολογική μελέτη στην πόλη της ΠάτραςΠαντιώρα, Αγγελική 31 January 2013 (has links)
Σύμφωνα με τα ευρήματα τεσσάρων καταγραφών που έγιναν στην Πάτρα κατά την περίοδο 1978-2003, ο επιπολασμός του πρόσφατου (διαγνωσμένου στα 2 τελευταία χρόνια) και του οποτεδήποτε διαγνωσμένου κατά τη διάρκεια της ζωής συριγμού/άσθματος παιδιών σχολικής ηλικίας έχει αυξηθεί, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό. Ανάλογη αύξηση παρατηρήθηκε και στον επιπολασμό της ρινοεπιπεφυκίτιδας και του εκζέματος όπως καταγράφηκε σε τρεις αποτυπώσεις στο διάστημα 1991-2003.
Σκοπός: Διερευνήθηκε ο επιπολασμός του συριγμού/άσθματος, της ρινοεπιπεφυκίτιδας και του εκζέματος στο ίδιο αστικό περιβάλλον το 2008.
Μέθοδος: Χρησιμοποιώντας πανομοιότυπη μεθοδολογία με τις προηγούμενες συγχρονικές αποτυπώσεις, μοιράσθηκε γραπτό ερωτηματολόγιο που απευθυνόταν στους γονείς παιδιών Τρίτης και Τετάρτης τάξης Δημοτικού Σχολείου (8-9 ετών) το 2008 και υπολογίσθηκε ο πρόσφατος και ο οποτεδήποτε διαγνωσμένος κατά τη διάρκεια της ζωής επιπολασμός των τριών νοσημάτων. Τα ευρήματα συγκρίθηκαν με εκείνα των προηγούμενων καταγραφών (1978: N=3003, 1991: N=2417, 1998: N=3076 και 2003: N=2725).
Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός του πρόσφατου άσθματος κατά τα έτη 1978, 1991, 1998, 2003 και 2008 (Ν=2688) ήταν 1.5%, 4.6%, 6.0%, 6.9% και 6.9% αντίστοιχα (p τάσης διακύμανσης διορθωμένο ως προς το φύλο <0.001). Οι αντίστοιχες τιμές για συριγμό/άσθμα οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της ζωής στις καταγραφές της περιόδου 1991-2008 ήταν 8.0%, 9.6%, 12.4% και 12.6% (p τάσης διακύμανσης διορθωμένο ως προς το φύλο <0.001). Ανεξαρτήτως φύλου, το διαγνωσμένο άσθμα ελαττώθηκε στα παιδιά με πρόσφατο συριγμό/άσθμα κατά 17% (p <0.001) την περίοδο 2003-2008, όμως δε συνέβη το ίδιο σε εκείνα με αποδραμόντα συριγμό/άσθμα (6.6%, p=0.16). Ο επιπολασμός της ρινοεπιπεφυκίτιδας οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της ζωής τα έτη 1991, 1998, 2003 και 2008 ήταν 2.1%, 3.4%, 4.6% και 5.1% αντίστοιχα (p τάσης διακύμανσης διορθωμένο ως προς το φύλο <0,001). Οι αντίστοιχες τιμές για έκζεμα οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της ζωής ήταν 4.5%, 6.3%, 9.5% και 10.8% (p τάσης διακύμανσης διορθωμένο ως προς το φύλο <0.001). Η αναλογία αγόρια:κορίτσια του πρόσφατου και οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της ζωής συριγμού/άσθματος, ρινοεπιπεφυκίτιδας και εκζέματος αυξήθηκε κατά τη διάρκεια των 30 ετών παρακολούθησης του άσθματος και των 17 ετών παρακολούθησης της αλλεργίας (p τάσης διακύμανσης <0.001). Επίσης παρατηρήθηκε αύξηση της ρινοεπιπεφυκίτιδας και του εκζέματος στα παιδιά με πρόσφατο συριγμό/άσθμα (p τάσης διακύμανσης διορθωμένο ως προς το φύλο <0.001) κατά την περίοδο 1991-2008. Το ποσοστό του συριγμού/άσθματος που μπορεί να αποδοθεί στην αλλεργία (πρόσφατος συριγμός/άσθμα με ρινοεπιπεφυκίτιδα ή/και έκζεμα οποτεδήποτε στη διάρκεια της ζωής) αυξήθηκε περαιτέρω κατά την περίοδο 2003-2008 (p <0.05, p τάσης διακύμανσης <0.001 για την περίοδο 1991-2008).
Συμπεράσματα: Ο επιπολασμός του συριγμού και του άσθματος κορυφώθηκε κατά την περίοδο 2003-2008 στην Πάτρα, ενώ η αναλογία αγόρια:κορίτσια αυξήθηκε. Αντίθετα, παρατηρήθηκε συνεχής αύξηση του επιπολασμού των αλλεργικών εκδηλώσεων –ρινοεπιπεφυκίτιδα και έκζεμα– στο διάστημα 1991-2008. Η συχνότητα του συριγμού/άσθματος που μπορεί να αποδοθεί στην αλλεργία, μετά από μια απότομη κλιμάκωση κατά την περίοδο 1991-2003, συνέχισε να αυξάνεται στο διάστημα 2003-2008, αλλά με βραδύτερο ρυθμό, παρά τη διατήρηση του επιπολασμού του συριγμού/άσθματος σταθερού στη διάρκεια αυτής της πενταετίας. / According to four surveys conducted in the city of Patras, Greece, during 1978-2003, the prevalence of current (diagnosed in the last 2 years) and lifetime wheeze/asthma at schoolage has risen, albeit at a decelerating rate. A similar increase occurred in the prevalence of lifetime rhinoconjunctivitis and eczema in the three more recent surveys during 1991-2003.
Aim: We examined the prevalence of wheeze/asthma, rhinoconjunctivitis and eczema in the same urban environment in 2008.
Methods: Using identical methodology with the previously conducted cross-sectional surveys, a parental written questionnaire was distributed in 2008 to Third and Fourth grade schoolchildren (8-9 year-old) and the current and lifetime sex-specific prevalence of the three diseases was calculated and compared with the findings of the previous surveys (1978: N=3003; 1991: N=2417; 1998: N=3076; and 2003: N=2725).
Results: The prevalence rates of current wheeze/asthma in 1978, 1991, 1998, 2003 and 2008 (N=2688) were 1.5%, 4.6%, 6.0%, 6.9% and 6.9%, respectively (sex-adjusted p for trend <0.001). Respective values for lifetime (ever had) wheeze/asthma in the 1991-2008 surveys were 8.0%, 9.6%, 12.4% and 12.6% (sex-adjusted p for trend <0.001). Irrespective of sex, diagnosed asthma declined during 2003-2008 among current wheezers by 17% (p<0.001); however, this was not the case among non-current wheezers (6.7%, p=0.16). The prevalence rates of lifetime rhinoconjunctivitis in 1991, 1998, 2003 and 2008 were 2.1%, 3.4%, 4.6% and 5.1%, respectively (sex-adjusted p for trend <0.001). The respective values for lifetime eczema were 4.5%, 6.3%, 9.5% and 10.8% (sex-adjusted p for trend <0.001). The male:female ratio of current and lifetime wheeze/asthma, rhinoconjunctivitis and eczema increased during the 30-year surveillance period of wheeze/asthma and the 17-year surveillance period for allergic disease (p for trend <0.001). Among current wheezers/asthmatics there was an increase in lifetime rhinoconjunctivitis and lifetime eczema (sex-adjusted p for tend <0.001) over the period 1991-2008. The proportion of wheeze/asthma attributable to allergy (current wheeze/asthma with lifetime rhinoconjunctivitis and/or eczema) increased further during 2003-2008 (p <0.05, p for trend during 1991-2008 <0.001).
Conclusions: Childhood wheeze and asthma have reached plateau during the 2003-2008 period in Patras, Greece. The diagnosis of asthma declined among schoolage but not preschool wheezers during the same period, while the male:female ratio increased. On the other hand, there was a continuous increase in the prevalence of allergic manifestations, i.e. rhinoconjunctivitis and eczema, during 1991-2008. The frequency of wheeze/asthma attributable to allergy, after a steep rise in 1991-2003, continued to increase during 2003-2008 –albeit at a decelerating rate–despite the wheeze/asthma plateau which occurred over this 5-year period.
|
3 |
Η αναπνευστική λειτουργία εργαζομένων σε αρτοποιεία και η ευαισθητοποίηση αυτών στο αλεύρι / Respiratory function of workers in bakeries and their sensitization in flourΠατούχας, Δημήτριος 03 August 2009 (has links)
Σκοπός: 1) Η μελέτη της αναπνευστικής λειτουργίας εργαζόμενων σε αρτοποιεία, όσον αφορά τα αναπνευστικά συμπτώματα τα σχετικά με την εργασία (βήχας, δύσπνοια, ρινίτιδα, πταρμός και επιπεφυκίτιδα) και τους δείκτες πνευμονικής λειτουργίας (FEV1, FVC, λόγος FEV1/FVC, RV, TLC, λόγος RV/TLC). 2) η μελέτη της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης των εργαζομένων στα αλλεργιογόνα των διάφορων αλεύρων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή του άρτου.
Μελετήθηκαν 103 άτομα που εργάζονταν σε παραδοσιακά αρτοποιεία στην περιοχή της πόλης των Πατρών. Από αυτούς τους εργαζόμενους οι 58 απασχολούνται αποκλειστικά στην παραγωγή του άρτου και οι υπόλοιποι 45 αποκλειστικά στην πώληση του άρτου. Ελέγχθηκε ο επιπολασμός των αναπνευστικών συμπτωμάτων των σχετικών με την εργασία (βήχας, πταρμός, επιπεφυκίτιδα, δύσπνοια και ρινίτιδα) με την χρήση ερωτηματολόγιου και προσωπικής συνέντευξης των δύο ομάδων ελέγχου. Επίσης ελέγχθηκε η πνευμονική λειτουργία των εργαζομένων με την χρήση σπιρομέτρησης και σωματικής πληθυσμογραφίας, με τον υπολογισμό των δεικτών FEV1, FVC, τον λόγο FEV1/FVC , RV, TLC και τον λόγο RV/TLC). Αναζητήθηκε επίσης το ποσοστό αποφρακτικής και περιοριστικής νόσου και στους παραγωγούς και στους πωλητές του άρτου και το ποσοστό ανταπόκρισης στην βρογχοδιαστολή (ενδεικτικό αναστρέψιμης αποφρακτικής νόσου). Τέλος εξετάστηκε ο επιπολασμός της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης των εργαζομένων στα αλλεργιογόνα άρτου
(σιτάρι, βρώμη, σίκαλη και κριθάρι) με την χρήση της δερματικής δοκιμασίας δια νυγμού (skin prick test) και της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης στα κοινά αλλεργιογόνα (γύρη λουλουδιών, ακάρεα σκόνης και επιθήλια γάτας και σκύλου) (ατοπία)
Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται αποκλειστικά με την παραγωγή του άρτου εμφανίζουν σε ποσοστό 41,37% ένα τουλάχιστον αναπνευστικό σύμπτωμα σχετικό με την εργασία, έναντι 6,6% των εργαζομένων στην πώληση του άρτου. Το πιο συχνό αναπνευστικό σύμπτωμα είναι η ρινίτιδα (σε ποσοστό 24,13% για τους παραγωγούς και 4,4% για τους πωλητές). Για τους παραγωγούς βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ των αναπνευστικών συμπτωμάτων σχετικών με την εργασία και της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης σε ένα τουλάχιστον αλλεργιογόνο των αρτοποιείων (p<0.01), και της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης στο αλεύρι σίτου (p<0.05). Οι τιμές των πνευμονικών δεικτών FEV1, FVC και FEV1/FVC για τους παραγωγούς κατά μέσο όρο είναι 91,62%, 94,53% και 96,78%, ενώ οι αντίστοιχες τιμές για τους πωλητές είναι 101,69%, 99,93% και 101,56%. Το ποσοστό αποφρακτικής νόσου μεταξύ των παραγωγών είναι 12,06%, ενώ το 20,68% παρουσιάζει ανταπόκριση στη βρογχοδιαστολή>12% (ενδεικτικό αναστρέψιμης αποφρακτικής νόσου-άσθμα). Το ποσοστό περιοριστικής νόσου είναι παρόμοιο για τις δυο ομάδες (12.06% για τους παραγωγούς και 11,1% για τους πωλητές ). Τέλος το 22,41% των παραγωγών άρτου εμφανίζει ευαισθητοποίηση σε ένα τουλάχιστον αλλεργιογόνο του άρτου, έναντι 4,4% των εργαζομένων στην πώληση του άρτου με καθοριστικό παράγοντα την ύπαρξη ατοπίας.(OR=15, 12, p<0.01). Το 17,24% των εργαζομένων στην παραγωγή του άρτου εμφανίζει ευαισθητοποίηση στο αλεύρι σίτου, ενώ μόνο το 2,2% των πωλητών εμφανίζει κάτι ανάλογο με την ατοπία επίσης να συντελεί σημαντικό ρόλο(OR=8.8, p<0.01)
Οι εργαζόμενοι στην παραγωγή του άρτου παρουσιάζουν πιο συχνά αναπνευστικά συμπτώματα σχετικά με την εργασία ανοσολογικής προέλευσης, χαμηλότερες τιμές στους δείκτες πνευμονικής λειτουργίας που υποδηλώνουν αποφρακτική νόσο και σε μεγαλύτερο ποσοστό ανοσολογική ευαισθητοποίηση στο αλεύρι σίτου από τους πωλητές άρτου. Σημαντικό ρόλο πιθανόν να παίζει η αυξημένη έκθεση στη συγκέντρωση σκόνης αλευριού στην οποία εκτίθενται οι εργαζόμενοι στην παραγωγή του άρτου σε σχέση με τους πωλητές του άρτου. / Aim: 1) The study of the respiratory function of people working in bakeries, concerning the respiratory symptoms which are related to the work (cough, dyspnoea, rhinitis, sneezing and conjunctivitis) and the indexes of lung function (FEV1, FVC, ratio FEV1/FVC, RV, TLC, ratio RV/TLC). 2) The study of the immunologic sensitization of the people working in the allergies of different flours which are used in bread production.
People working in traditional bakeries (103 people) in the area of the town of Patras were studied. Fifty eight of them were working exclusively in the bread production and forty five were working exclusively in the bread sale. The prevalence of the respiratory symptoms, related to the work (cough, sneezing, conjunctivitis, dyspnoea and rhinitis) was examined using a questionnaire and a personal interview of both groups being under examination. The lung function of the employees was also checked using a spirometry and body phlethysmography, calculating the indexes FEV1, FVC, the ratio FEV1/FVC, RV, TLC and the ratio RV/TLC). The percentage of the obstructive and the restrictive impairment both in the bread producers and sellers was also searched as well as the percentage of response in the bronchodilation (indication of inverted obstructive impairment). Finally the prevalence of the immunologic sensitization of people working in the allergies of flours (wheat, oats, rye and barley) was examined using the skin prick test and the immunologic sensitization in common allergies (pollen, house dust mite and animal dander).
The people working exclusively in the bread production present at least one respiratory symptom related to their work in a percentage of 41.37%, versus the people working in bread sale with a percentage of 6.6%. The most often respiratory symptom is rhinitis (a 24.13% of bread producers and a 4.4% of bread sellers). There was a connection, for the bread producers, among the respiratory symptoms related to the work and the immunologic sensitization in at least one allergy of bakeries (p<0.01), and the immunologic sensitization in the wheat flour (p<0.05). The rates of the lung ratios FEV1, FVC and FEV1/FVC are 91.62%, 94.53% and 96.78% on the average for the bread producers, versus the equivalent rates which are 101.69%, 99.93% and 101.56% for the bread sellers. The percentage of obstructive impairment among the bread producers is 12.06%, while a 20.68% present a response in the bronchodilation >12% (indication of inverted obstructive impairment – asthma), and while the percentage of restrictive impairment is similar in both groups (12.06% for bread producers and 11.1% for bread sellers). Finally a 22.41% of the bread producers present sensitization in at least one of the allergies of flour, versus a 4.4% of the bread sellers with a defining factor the existence of atopy. (OR=15, 12, p<0.01). A 17.24% of bread producers present a sensitization in wheat flour, versus a 2.2% of the bread sellers who present something equivalent, with atopy having an important part (OR=8.8, p<0.01).
The bread producers present more often respiratory symptoms of immunologic origin connected to the work, lower rates in the ratios of lung function which indicate obstructive illness and a higher percentage of immunologic sensitization to wheat flour versus the bread sellers. The increased exposure in the concentration of wheat dust, that the bread producers versus the bread sellers are exposed, is possible of important part.
|
Page generated in 0.0286 seconds