• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 14
  • Tagged with
  • 14
  • 12
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Η δυναμική των μεταδοτικών ασθενειών: αναλυτική μελέτη και μοντελοποίηση

Βαρδαξής, Θεόδωρος 26 June 2008 (has links)
- / -
2

Επιδημιολογική έρευνα σχέσεως μεταξύ καρκίνου και μόλυνσης με μυκοβακτηρίδιο φυματίωσης

Φραγκούλια, Αγγελική 09 April 2010 (has links)
- / -
3

Επιδημιολογικοί δείκτες της Pseudomonas aeruginosa

Παληογιάννη, Φωτεινή 15 April 2010 (has links)
- / -
4

Λοίμωξη από chlamydia pneumoniae στα παιδιά

Τρίγκα, Μαρία 19 May 2010 (has links)
- / -
5

Παρουσία και επιδημιολογική διερεύνηση και μελέτη της διασποράς της λεγιονέλλας στη δυτική Ελλάδα / Prevalence and epidemiological study of Legionella spp. in Western Greece

Φράγκου, Κατερίνα 17 September 2012 (has links)
Η Λεγιονέλλωση είναι μια λοιμώδης νόσος που αναγνωρίστηκε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Η σοβαρότητα της Νόσου ποικίλει από μια ήπια εμπύρετη ασθένεια (Pontiac πυρετός), μέχρι σοβαρής μορφής πνευμονία (Νόσος των Λεγεωνάριων). Μέχρι στιγμής, το γένος Legionella περιλαμβάνει τουλάχιστον 50 είδη, τα οποία περιλαμβάνουν 70 ξεχωριστές υποομάδες. Συγκεκριμένα η L.pneumophila περιλαμβάνει 16 υποομάδες, τις περισσότερες συγκριτικά με τα άλλα είδη. Το βακτήριο L.pneumophila είναι το πιο συνηθισμένο και επικίνδυνο μέλος της οικογένειας Legionella. Η L.pneumophila serogroup 1 προκαλεί τον μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων της νόσου στην Ευρώπη και Αμερική. Πρόκειται για ένα υδατογενές παθογόνο βακτήριο που βρίσκεται παντού στο υδάτινο περιβάλλον και αναπτύσσεται σε θερμοκρασίες 20οC-45οC, ενώ η θερμοκρασία των 35οC είναι η ιδανικότερη για την ανάπτυξη της Legionella pneumophila. Η ικανότητα του βακτηρίου να επιβιώνει σε υψηλές θερμοκρασίες, του επιτρέπει να αποικίζει σε τεχνητά υδάτινα συστήματα, τα οποία λειτουργούν σε υψηλότερες θερμοκρασίες από την θερμοκρασία περιβάλλοντος. Μεταδίδεται αερογενώς μέσω των εισπνεόμενων υδατοσταγονιδίων, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει διαπιστωθεί μετάδοση της νόσου από άτομο σε άτομο. Από την στιγμή που το βακτήριο είναι ευρέως διαδεδομένο στο περιβάλλον, μπορεί να εγκατασταθεί και να αναπτυχθεί σε τεχνητά συστήματα νερού, όπως οι πύργοι ψύξης και τα συστήματα ζεστού και κρύου νερού. Το 1986 συγκροτήθηκε η Ευρωπαϊκή Ομάδα Εργασίας για την Νόσο των Λεγεωνάριων (EWGLI: European Working Group for Legionella Infections) και το 1987 υλοποιήθηκε η επιτήρηση των περιπτώσεων της Νόσου των Λεγεωνάριων που συνδέονται με ταξίδια, μέσω του Ευρωπαϊκού Δικτύου Επιτήρησης της Νόσου των Λεγεωνάριων. Στην Ελλάδα, η Νόσος των Λεγεωνάριων αποτελεί νόσημα υποχρεωτικής δήλωσης σε χρονικό διάστημα 24 ωρών από την διάγνωση. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι το ΚΕΕΛΠΝΟ, αναφέρει περιστατικά της Νόσου των Λεγεωνάριων, από το 1998 έως το 2008, ενώ μετά το 2008 δεν παρέχει κάποια δεδομένα για την Νόσο των Λεγεωνάριων. Περιστατικά της Νόσου των Λεγεωνάριων στην Ελλάδα, έχουν αναφερθεί ήδη από το 1982. Κάθε χρόνο δηλώνονται κατά μέσον όρο 13 κρούσματα της Νόσου των Λεγεωνάριων. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εξέταση των υδάτινων συστημάτων σε νοσοκομεία και ξενοδοχεία της Νοτιοδυτικής Ελλάδος για την ανίχνευση των ειδών Legionella. Επιπλέον πραγματοποιήθηκε προσπάθεια καταγραφής των κρουσμάτων πνευμονίας και της Νόσου των Λεγεωνάριων που νοσηλεύονταν στα νοσοκομεία, έτσι ώστε να υπάρχει μια γενικότερη εικόνα της παρουσίας του βακτηρίου στην Νοτιοδυτική Ελλάδα. Συνολικά αναλύθηκαν 91 δείγματα νερού από τα υδάτινα συστήματα 8 νοσοκομείων και 25 δείγματα από 9 ξενοδοχεία για το χρονικό διάστημα Μάιος 2008-Δεκέμβριος 2009. Αρχικά πραγματοποιήθηκε ταυτοποίηση του βακτηρίου με την καλλιεργητική μέθοδο (ISO 11731:1998) και στην συνέχεια ακολούθησε απομόνωση του DNA του βακτηρίου. Έπειτα έγινε ταυτοποίηση της Legionella pneumophila με τη Μοριακή Μέθοδο της PCR και τέλος τα θετικά προϊόντα της PCR επιβεβαιώθηκαν με αλληλούχιση που πραγματοποιήθηκε στην Μονάδα Αλληλουχίας του Τμήματος Ανοσολογίας και Ιστοσυμβατότητας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Παράλληλα πραγματοποιήθηκαν φυσικοχημικές αναλύσεις όπως μέτρηση του pH, θερμοκρασία, αγωγιμότητα και μικροβιολογικές αναλύσεις, όπως έλεγχος παρουσίας της Ολικής Μεσόφιλης Χλωρίδας στους 220C και 370C (ISO 6222:1999) και του βακτηρίου Pseudomonas aeruginosa (ISO 16266:2006) . Tο 33% των δειγμάτων νερού που ελήφθησαν από τα Νοσοκομεία της Νοτιοδυτικής Ελλάδας βρέθηκαν θετικά για το βακτήριο L.pneumophila. Όσο αναφορά τα Ξενοδοχεία της περιοχής των Πατρών, στο 36% των δειγμάτων νερού υπήρξε παρουσία του βακτηρίου. Η φυλογενετική ανάλυση έδειξε, πως τα ελληνικά στελέχη που απομονώθηκαν στην παρούσα μελέτη επέδειξαν υψηλή ομολογία με στελέχη L.pneumophila που έχουν χαρακτηριστεί γονοτυπικά με στελέχη της Ιταλίας. Καταγράφηκαν 325 κρούσματα πνευμονίας, εκ των οποίων τα 2 ήταν θετικά για το βακτήριο. Συμπερασματικά η παρούσα μελέτη υποδηλώνει μια συχνή παρουσία του βακτηρίου Legionella pneumophila, στα υδάτινα συστήματα των νοσοκομείων και των ξενοδοχείων. Η έρευνα μας επιβεβαιώνει την ανάγκη τακτικής παρακολούθησης των μικροβιολογικής ποιότητας των υδάτινων συστημάτων των νοσοκομείων και των ξενοδοχείων της Νοτιοδυτικής Ελλάδος. / Legionellosis is an infectious disease that was recognized in the second half of the 20th century. The severity of the disease varies from a mild febrile illness (Pontiac fever) to severe pneumonia (Legionnaires' disease). To date, the genus Legionella comprises at least 50 species, comprising 70 separate subgroups. Specifically, the L.pneumophila includes 16 subgroups, most compared to other species. The bacterium L.pneumophila is the most common and dangerous member of the family of Legionella. L.pneumophila serogroup 1 causes the majority of cases reported in Europe and in the US. Legionella species are aquatic bacteria that are widespread in nature and have been found everywhere in the aquatic environment, developed at temperature 20oC-45oC and 35oC temperature is ideal for growth of Legionella pneumophila. Their tolerance to relatively to high temperatures probably helps them to colonize in artificial water systems that are often above temperatures. Legionellosis is transmitted via airborne aerosols by aspiration and as far there have been no reported cases of inter-human transmission. Once the bacterium is widespread in the environment can be established and developed in artificial water systems such as cooling towers and systems for hot and cold water.In 1986, the European Working Group for legionnaire's disease (EWGLI: European Working Group for Legionella Infections) established and in 1987 was realized the surveillance of cases of the legionnaires' disease associated with travel through the European Network Monitoring legionnaire's disease. In Greece, the Legionnaires' disease is a modifiable disease in period of 24 hours of diagnosis. It is significant that the KEELPNO states cases of Legionnaires ‘disease from 1998 to 2008, but after 2008 does not provide any data on legionnaire's disease. Cases of Legionnaires ‘disease in Greece have been reported since 1982 and every year reported an average of 13 cases of legionnaires' disease. The aim of the present study was to determine the prevalence of Legionella spp. in water systems of hospitals and hotels located in South Western Greece. Furthermore, attempt to record the incidence of pneumonia and legionnaire's disease hospitalized in hospitals, so that there is a general overview of the presence of the bacterium in South Western Greece. A prevalence survey for Legionella spp. by culturing techniques in water distribution systems of eight hospitals (total 91 water samples) and nine hotels (total 25 water samples) occurred in South Western Greece, for the period May 2008-December 2009. Initially carried out identification of the bacterium with the classic culture methods (ISO 1173:1998) and followed by isolation of DNA of the bacterium. Following, was made identification of Legionella pneumophila by molecular methods of PCR and the positive PCR products were confirmed by sequencing conducted in Sequencing Unit of the Department of Immunology and Histocompatibility, School of Medicine, University of Thessaly. In parallel physicochemical analysis carried out, such as residual free chlorine, pH, temperature, conductivity and microbiological analysis such as, Total Count (220C and 370C) and Pseudomonas aeruginosa presence according to ISO 6222:1999 and ISO 16266:2006, respectively. Legionella pneumophila was detected in 33% and 36% of the distribution systems of hospitals and hotels. The phylogenetic analysis showed that Greek strains showed a high homology to L.pneumophila strains isolated during a study of genotypic characterization of Legionella species isolated in Italy. 325 cases of pneumonia were recorded, and 2 of them were positive for the bacterium. In conclusion, our survey results suggest a frequent prevalence of elevated concentrations of Legionella spp. in water systems of hospitals and hotels. Our investigation has confirmed the need to regularly monitor the microbiological condition of water systems in hospitals and hotels in South Western Greece.
6

Βρουκέλλωση στα παιδιά στο νομό Αχαΐας: κλινική εικόνα και επιδημιολογικά στοιχεία

Γιαννακόπουλος, Ιωάννης 03 July 2008 (has links)
Η μελέτη εξετάζει την μετάδοση της βρουκέλλωσης από την πάσχουσα μητέρα στο έμβρυο, αναλύει τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα στην παιδική βρουκέλλωση και τα επιδημιολογικά δεδομένα της νόσου στον Ν. Αχαΐας στην διάρκεια 15 ετών από το 1986 μέχρι το 2000. Η εργασία μας δείχνει ότι η νόσος μπορεί να μεταδοθεί διαπλακουντιακά από την πάσχουσα μητέρα στο έμβρυο. Έγινε αναδρομική ανάλυση κλινικών και εργαστηριακών ευρημάτων 52 παιδιών, που νοσηλεύθηκαν στην Παιδιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών για βρουκέλλωση. Στο 50% των καλλιεργειών αίματος απομονώθηκε B. abortus. Ο πυρετός, η αρθρίτιδα και η αρθραλγία ήταν τα πιο συχνά συμπτώματα. Τα μικρότερα σε ηλικία παιδιά είχαν πιο συχνά θετικές καλλιέργειες αίματος από τα μεγαλύτερα. Η μέση διάρκεια θεραπείας στα παιδιά ήταν 28 ημέρες και περιλάμβανε συνδυασμό φαρμάκων. Δεν υπήρχαν επιπλοκές, ενώ υποτροπή εμφάνισε μόνο ένα παιδί. Από τα 52 παιδιά επανεξετάσθηκαν 47, τουλάχιστον 6 μήνες μετά το πέρας της θεραπείας και ήσαν όλα υγιή. Η επίπτωση της βρουκέλλωσης στο Νομό Αχαΐας για την χρονική περίοδο 1986 έως 2000 ήταν συνολικά 7,3, στις αστικές περιοχές 3,1, στις ημιαστικές 68,0 και στις αγροτικές 9,9/100.000 κατοίκους. Η νόσος αποτελεί μείζον πρόβλημα υγείας σε συγκεκριμένες αγροτικές περιοχές (περιοχή Χαλανδρίτσας και Τριταίας, επίπτωση 28,9). Από τους 352 ασθενείς με βρουκέλλωση 96 ήταν παιδιά ηλικίας μικρότερης των 14 ετών. Η επίπτωση στα παιδιά υπολογίζεται σε 12,4 και είναι μεγαλύτερη από αυτή των ενηλίκων, που ήταν 6,3 (p< 0,001). Τα αγόρια προσβάλλονται πιο συχνά από τα κορίτσια, η διαφορά όμως δεν είναι στατιστικά σημαντική (επίπτωση 13,9 έναντι 10,9 p>0,1). Στους άνδρες η επίπτωση είναι στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερη από τις γυναίκες (8,3 έναντι 4,3, p<0,001). Εξάρσεις της νόσου εμφανίζονται κατά την διάρκεια της άνοιξης. Δεν παρατηρήθηκε σημαντική μείωση της νόσου κατά την διάρκεια της μελέτης. Συμπερασματικά, η νόσος μπορεί να μεταδοθεί και διαπλακουντιακά από την μητέρα στο έμβρυο. Η βρουκέλλωση ήταν ήπια στα παιδιά, πιθανώς επειδή συχνά οφειλόταν σε B. abortus. Στο Νομό μας η νόσος προσβάλλει πιο συχνά παιδιά από ότι ενήλικες και αποτελεί μείζον πρόβλημα υγείας σε ορισμένες αγροτικές περιοχές και στις ημιαστικές περιοχές. / The purpose of this study was to examine the transplacentally transmission of brucellosis from the affected mother to the neonate, to evaluate the clinical and laboratory findings, the treatment modalities and the final outcomes in childhood brucellosis and to analyze the epidemiological data of the disease in Achaia for the years 1986 to 2000. Our findings demonstrate that brucellosis due to B. abortus can be also transplacentally transmitted from the affected mother to the neonate. Signs, symptoms, laboratory findings, treatment modalities and final outcomes were retrospectively analyzed in 52 children with brucellosis treated in the Department of Pediatrics. B. abortus was the main pathogen isolated in 50% of positive cultures. Fever and arthritis or arthralgia, were the main symptoms. Young children had statistically significantly more often positive blood cultures than older children. Treatment with a combination of antibiotics lasted for 28 days on average. There were no complications and relapses except one among the 52 children. Out of the 52 children 47 were reexamined for brucellosis at least 6 months after the end of treatment, and all of them were healthy. The incidence of brucellosis in the Prefecture of Achaia during the period 1986 to 2000 was in total 7.3, in urban regions 3.1, in suburban 68.0 and in rural 9.9/100.000 inhabitants. Brucellosis is an important problem in concrete rural regions of the Prefecture (Chalandritsa and Tritaia, incidence 28.9). Out of the 352 patients with brucellosis 96 (27.3%) were children. The incidence of brucellosis was statistically significantly higher in children than in adults (12.4 vs 6.3, p< 0.001) and in males than in females (8.3 vs 4.3, p< 0.001). Boys are also more often affected than girls, but the difference is not statistically significant (p>0.1). Exacerbations occurred during spring. The incidence of the disease did not change during the fifteen year-period. In conclusion, brucellosis can be also transmitted transplacentally from affected mother to neonate. The disease was mild among children probably because it was mainly due to B. abortus. In the Prefecture of Achaia brucellosis affect more often children than adults and is an important problem in the suburban regions as well as in some rural-areas.
7

Μελέτη των ανοσολογικών και φυσικοχημικών-βιολογικών ιδιοτήτων των μακρομορίων της εξωκυττάριας βλεννώδους στιβάδας του Staphylococcus epidermidis

Κολονίτσιου, Φεβρονία 26 March 2010 (has links)
- / -
8

Αποικισμός του ρινοφάρυγγα με Streptococcus pneumoniae παιδιών ηλικίας δύο μηνών έως δύο ετών

Γριβέα, Ιωάννα 18 May 2010 (has links)
- / -
9

Μοντέλα διάδοσης απειλών σε δίκτυα υπολογιστών : ένα προτεινόμενο μοντέλο

Βαβίτσας, Γιώργος 28 May 2009 (has links)
Τα τελευταία χρόνια το Διαδίκτυο αναπτύσσεται και επεκτείνεται με εκθετικούς ρυθμούς τόσο σε επίπεδο πλήθους χρηστών όσο και σε επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών. Η ευρεία χρήση των κατανεμημένων βάσεων δεδομένων, των κατανεμημένων υπολογιστών και των τηλεπικοινωνιακών εφαρμογών βρίσκει άμεση εφαρμογή και αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο στις επικοινωνίες, στην άμυνα, στις τράπεζες, στα χρηματιστήρια, στην υγεία, στην εκπαίδευση και άλλους σημαντικούς τομείς. Το γεγονός αυτό, έχει κάνει επιτακτική την ανάγκη προστασίας των υπολογιστικών και δικτυακών συστημάτων από απειλές που μπορούν να τα καταστήσουν τρωτά σε κακόβουλους χρήστες και ενέργειες. Αλλά για να προστατεύσουμε κάτι θα πρέπει πρώτα να καταλάβουμε και να αναλύσουμε από τι απειλείται. Η διαθεσιμότητα αξιόπιστων μοντέλων σχετικά με τη διάδοση απειλών στα δίκτυα υπολογιστών, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη με πολλούς τρόπους, όπως το να προβλέψει μελλοντικές απειλές ( ένα νέο Code Red worm) ή να αναπτύξει νέες μεθόδους αναχαίτισης. Αυτή η αναζήτηση νέων και καλύτερων μοντέλων αποτελεί ένα σημαντικό τομέα έρευνας στην ακαδημαϊκή και όχι μόνο κοινότητα. Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι η παρουσίαση κάποιων βασικών επιδημιολογικών μοντέλων και κάποιων παραλλαγών αυτών. Αναλύουμε για κάθε μοντέλο τις υποθέσεις που έχουν γίνει, τα δυνατά και αδύνατα σημεία αυτών. Αυτά τα μοντέλα χρησιμοποιούνται σήμερα εκτεταμένα προκειμένου να μοντελοποιηθεί η διάδοση αρκετών απειλών στα δίκτυα υπολογιστών, όπως είναι για παράδειγμα οι ιοί και τα σκουλήκια ( viruses and worms). Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε ότι οι ιοί υπολογιστών και τα σκουλήκια (worms) είναι οι μόνες μορφές τεχνητής ζωής που έχουν μετρήσιμη επίδραση-επιρροή στη κοινωνία. Επίσης αναφέρουμε συγκεκριμένα παραδείγματα όπως το Code Red worm, τον οποίων η διάδοση έχει χαρακτηριστεί επιτυχώς από αυτά τα μοντέλα. Τα επιδημιολογικά αυτά μοντέλα που παρουσιάζουμε και αναλύουμε είναι εμπνευσμένα από τα αντίστοιχα βιολογικά, που συναντάμε σήμερα σε τομείς όπως είναι για παράδειγμα ο τομέας της επιδημιολογίας στην ιατρική που ασχολείται με μολυσματικές ασθένειες. Αναλύουμε τις βασικές στρατηγικές σάρωσης που χρησιμοποιούν σήμερα τα worms προκειμένου να βρουν και να διαδοθούν σε νέα συστήματα. Παρουσιάζουμε τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτών. Επίσης παρουσιάζουμε αναλυτικά κάποιες βασικές κατηγορίες δικτύων που συναντάμε σήμερα και χαρακτηρίζουν τα δίκτυα υπολογιστών. Η γνώση αυτή που αφορά την τοπολογία των δικτύων είναι ένα απαραίτητο στοιχείο που σχετίζεται άμεσα με τη διάδοση κάποιων απειλών που μελετάμε στη συγκεκριμένη εργασία. Τέλος παρουσιάζουμε και αναλύουμε ένα δικό μας μοντέλο διάδοσης απειλών με τη χρήση ενός συστήματος διαφορικών εξισώσεων βασιζόμενοι στο θεώρημα του Wormald. Θεωρούμε ότι τα δίκτυα email, Instant messaging και P2P σχηματίζουν ένα social δίκτυο. Αυτά τα δίκτυα μακροσκοπικά μπορούν να θεωρηθούν σαν μία διασύνδεση ενός αριθμού αυτόνομων συστημάτων. Ένα αυτόνομο σύστημα είναι ένα υποδίκτυο που διαχειρίζεται από μία και μόνο αρχή. Παρουσιάζουμε λοιπόν ένα μοντέλο διάδοσης βασισμένο σε αυτή τη δομή δικτύου που θα αναλύσουμε, καθώς και στις συνήθειες επικοινωνίας των χρηστών. Το μοντέλο αυτό ενσωματώνει τη συμπεριφορά των χρηστών με βάση κάποιες παραμέτρους που ορίζουμε. Επίσης προτείνουμε ένα πιο ρεαλιστικό μοντέλο σχετικά με τη προοδευτική ανοσοποίηση των συστημάτων. Η μοντελοποίηση του δικτύου έγινε με βάση το Constraint Satisfaction Problem (CSP). Χρησιμοποιώντας αυτό το μοντέλο που προτείνουμε, μπορούμε να καθορίσουμε τη διάδοση κάποιων απειλών όταν δεν έχουμε εγκατεστημένο κάποιο πρόγραμμα προστασίας ή σωστά ενημερωμένους χρήστες. / In recent years the Internet grows and expands exponentially rates at many levels of users and service level. The widespread use of distributed databases, distributed computing and telecommunications applications is directly applicable and is an essential element in the communications, defense, banks, stock exchanges in the health, education and other important areas. This has made imperative the need to protect computer and network systems from threats that may make them vulnerable to malicious users and actions. But to protect something you must first understand and analyze what is threatened. The availability of reliable models for the spread of threats to computer networks, may prove useful in many ways, such as to predict future threats (a new Code Red worm) or develop new methods of containment. This search for new and better models is an important area of research in the academic community and not only. The purpose of this work is to present some basic epidemiological models and some variations thereof. We analyze each model assumptions made, the strengths and weaknesses of these. These models are currently used extensively to disseminate montelopoiithei several threats to computer networks, eg viruses and worms (viruses and worms). It should be mentioned here that the computer viruses and worms (worms) are the only artificial life forms that have a measurable impact-influence in society. Also cite specific examples, such as Code Red worm, whose spread has been described successfully by these models. Epidemiological models are presented and analyzed are inspired by their biological, which have been created in areas such as for example the field of epidemiology in medicine that deals with infectious diseases. We analyze the basic scanning strategies used today to find worms and spread to new systems. We present the advantages and disadvantages of these. Also present in detail some basic types of networks which have been characterized and computer networks. This knowledge on the topology of networks is an essential element directly related to the dissemination of some threats are studying in this work. Finally we present and analyze our own model proliferation threats using a system of differential equations based on the theorem of Wormald. We believe that networks email, Instant messaging and P2P form a social network. These networks can be considered macroscopically as an interconnection of a number of autonomous systems. An autonomous system is a subnet managed by a single authority. Presents a diffusion model based on the network structure to be analyzed, and the communication habits of users. This model incorporates the behavior of users based on some parameters set. Also propose a more realistic model of the progressive immune systems. The modeling system was based on the Constraint Satisfaction Problem (CSP). Using this model we propose, we can determine the spread of some threats when we have established a protection program or properly informed users.
10

Η σκλήρυνση κατά πλάκας στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας - επιδημιολογία της νόσου και κλινική μελέτη των πασχόντων

Γουρζουλίδου, Ευθυμία 23 October 2008 (has links)
Από τη μελέτη μας πάνω στην ΣκΠ τα τελευταία 23 χρόνια, προέκυψαν στοιχεία χρήσιμα τόσο για την επιδημιολογία της νόσου στην περιοχή μελέτης όσο και για τα κλινικά χαρακτηριστικά αυτής . Μετά από λεπτομερή εξέταση όλων των στοιχείων που υπήρχαν καταχωρημένα στο αρχείο της κλινικής από το 1984 ( έτος έναρξης λειτουργίας της κλινικής είναι το 1983 στο Γενικό νομαρχιακό Νοσοκομείο «Αγ. Ανδρέας») ως και το 2006, βρήκαμε ότι σε αυτό το διάστημα των 23 χρόνων είχαν γίνει 1651 εισαγωγές-νοσηλείες ασθενών με συμπτωματολογία πιθανής ή βεβαίας ΣκΠ. Με τον έλεγχο και τη διασταύρωση των στοιχείων που ακολούθησε, καταλήξαμε στον αριθμό των 834 εισαγωγών-νοσηλειών ασθενών με διάγνωση βεβαίας ΣκΠ. Η μορφή της νόσου ήταν: RRMS (υποτροπιάζουσα με εξάρσεις και υφέσεις ΣΚΠ) για το 61.7% των ασθενών, SPMS (δευτεροπαθώς προιούσα ΣΚΠ) για 22.1% και PPSM (πρωτοπαθώς προϊούσα ΣΚΠ) για το 16.2% των ασθενών. Από τον συνολικό αριθμό περιστατικών με τη νόσο της ΣκΠ, 483(57.9%) ήταν γυναίκες και 351 ( 42.1%) άνδρες, δηλαδή αναλογία των γυναικών προς τους άνδρες 1.4. Η μέση ηλικία του συνόλου των ασθενών βρέθηκε 38.04 χρόνια με τυπική απόκλιση (SD) 11.9 χρόνια και εύρος 69 χρόνια. Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έδειξε ότι υπάρχει διαφορά στην ηλικία μεταξύ των δύο φύλων, με μικρότερη αυτή των γυναικών (Ζ =-4.261, p-value <0.001<0.05). Δηλαδή νοσούν περισσότερες γυναίκες και σε μικρότερη ηλικία σε σχέση με τους άνδρες. Αναλύοντας τη μέση ηλικία του συνολικού δείγματος ως προς το έτος της νοσηλείας (από το 1984 ως το 2006) βρήκαμε μια διακύμανση αυτού με τη μέση τιμή του να κυμαίνεται μεταξύ 30.45 και 41.25 χρόνια και την τυπική απόκλιση (SD) να φτάνει τα 14.3 χρόνια. Επίσης βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στις μέσες τιμές ηλικίας των ασθενών κατά το πρώτο ή τα πρώτα συμπτώματα της νόσου μεταξύ των δύο φύλων (t=(348)=2.451, p-value=0.015<0.05). Η μέση ηλικία του δείγματος στο πρώτο σύμπτωμα της πάθησης ήταν 31,41 χρόνια (SD = 10,970), ευρήματα που συμφωνούν με τα διεθνή δεδομένα (μέση ηλικία εκδήλωσης της νόσου το διάστημα μεταξύ 20 και 40 χρόνων). Μελετήσαμε την εκδήλωση της νόσου κατά την έναρξή της και κατατάξαμε τα δεδομένα σύμφωνα με τα λειτουργικά συστήματα κατά Kurtzke που είναι αποδεκτά στην EDSS (Expanded Disability Status Scale). 19.5% των πασχόντων είχαν συμμετοχή πολλών συστημάτων κατά Kurtzke, όταν το 80.5% είχε μεμονωμένη κλινική εκδήλωση σε ένα λειτουργικό σύστημα. Τα αισθητικά συμπτώματα παρατηρήθηκαν σε 33.2% των ασθενών, πυραμιδικά συμπτώματα είχαν 22.3% και συμπτώματα από την όραση το 27.0%. Η διαφορά σε χρόνια μεταξύ του 1ου συμπτώματος και της βεβαίας διάγνωσης της νόσου είχε μέση τιμή 2.6 χρόνια με τυπική απόκλιση (SD) 5.6 και εύρος 40. Την μέση τιμή της κλίμακας αξιολόγησης της ανικανότητας (EDSS) τη βρήκαμε 2.88 (SD=1.8). Ο έλεγχος της κλίμακας αυτής ως προς το φύλο ανέδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά της μεταβλητής ως προς το φύλο (p-value 0.002<0.05) με μεγαλύτερη EDSS να παρουσιάζουν οι άνδρες. Μελετήθηκε η μέση ετήσια επίπτωση της πάθησης ανά φύλο και για τον συνολικό πληθυσμό μας. Από 2,7 /100.000 το διάστημα 1984-1989 η επίπτωση στους άνδρες, γίνεται 8,44/100.000 κατοίκους το 2002-2006. Για τις γυναίκες η μεταβολή για τα ίδια χρονικά διαστήματα είναι από 2,70/100.000 σε 13,26 /100.000 κατοίκους. Στο σύνολο των ασθενών η επίπτωση αυξήθηκε από 2,71 το 1984-1989 σε 10,73/100.000 κατοίκους το 2002-2006. Η τιμή του επιπολασμού που βρήκαμε είναι 119,61/100.000 κατοίκους στις 31 Δεκεμβρίου 2006. Η μεγαλύτερη τιμή επιπολασμού καταγράφηκε στην ηλικιακή ομάδα 35-54 χρόνων, με κορυφή στην ηλικία 45-54 χρόνων. Επιπλέον οι γυναίκες έδειξαν μεγαλύτερη τιμή επιπολασμού σε σύγκριση με το ανδρικό φύλο. Αυτά τα ευρήματα συμφωνούν με δημοσιεύσεις που υποστηρίζουν τον υψηλότερο επιπολασμό των γυναικών . Οι τιμές μας είναι μεγαλύτερες από όλες όσες αφορούν στον ελλαδικό χώρο, αλλά είναι κοντά στις τιμές που πρόσφατα δημοσιεύτηκαν στην νότια Ιταλία, την Σικελία, 165.8/100.000, την Κατάνια της νοτιοδυτικής Ιταλίας με 92.0/100.000, τη Γένοβα με 94.0/100.000, την Κωνσταντινούπολη στηΤουρκία με`101.4/100.000, την Ισπανία στα Κανάρια Νησιά με 77.5/100.000 κατοίκους. Ο εποπολασμός στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά από 10.1/100.000 το 1984 στην νότια Ελλάδα, 29.5 /100.000 το 1990 στη βόρεια Ελλάδα και 38.9/100.000 στον Έβρο στις 31 Δεκεμβρίου 1999, σε 119,61/100.000 πληθυσμού στις 31 Δεκεμβρίου 2006 στη περιοχή της δυτικής Ελλάδας, τιμή που είναι παραπλήσια με αυτήν που δίνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για τη χώρα μας. Η ετήσια επίπτωση (τυποποιημένη τιμή σε σχέση με τον πρότυπο ευρωπαϊκό πληθυσμό) της ΣΚΠ αυξήθηκε από 2,23/100.000 το 1984 σε 9,48 /100.000 κατοίκους το 2006 για την περιοχή της δυτικής Ελλάδας. Αυτές οι τιμές που βρήκαμε είναι ανάμεσα στις μεγαλύτερες στην Ευρώπη και επιβεβαιώνουν τον Rosati190 που ισχυρίζεται ότι οι χαμηλές τιμές που δημοσιευτήκαν από προηγούμενες μελέτες στην Ελλάδα, δεν αντανακλούν τη πραγματική συχνότητα της νόσου στη χώρα μας. Παρά τις αυξημένες ενδείξεις ότι η γενετική προδιάθεση/ευπάθεια μπορεί να επηρεάζει την νόσηση με ΣΚΠ, ένα απόλυτα γενετικό μοντέλο δεν φαίνεται ότι μπορεί να εξηγήσει τις αλλαγές που φαίνονται και είναι βέβαιο ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες ή το γεωγραφικό πλάτος δεν μπορούν να αγνοηθούν. Παράγοντες που συνετέλεσαν στην εύρεση αυξημένων τιμών είναι :  οι αλλαγές σε επίπεδο υποδομών στις κατά τόπους νομαρχίες, που είχαν ως αποτέλεσμα τη γρήγορη και εύκολη πρόσβαση των ασθενών στο Νοσοκομείο,  η βελτίωση του εθνικού συστήματος υγείας και της παροχής νευρολογικών υπηρεσιών,  η ευκολία στην πραγματοποίηση των εξετάσεων (π.χ. ΕΝΥ και μαγνητικής τομογραφίας, ιδιαίτερα χρήσιμων για τη διάγνωση της νόσου),  η εγρήγορση και ενημέρωση των ασθενών αλλά και του γενικού πληθυσμού πάνω σε θέματα υγείας και  η ευχέρεια των ιατρών –νευρολόγων να θέτουν τη διάγνωση, βασισμένοι στα διεθνώς αποδεκτά διαγνωστικά κριτήρια. Τα ευρήματά μας τοποθετούν την περιοχή σε ζώνη υψηλής επικινδυνότητας για τη νόσο και αντανακλούν μια τάση αυξητική της επίπτωσής της στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας την περίοδο 1984-2006. Σκόπιμο θα ήταν να γίνουν μελλοντικές μελέτες προκειμένου να καταγραφούν οι τάσεις του επιπολασμού και της επίπτωσης της πάθησης στη χώρα μας και να διερευνηθούν οι πιθανοί παράγοντες κινδύνου για αυτήν (γενετικοί, λοιμώδεις, περιβαλλοντικοί ή άλλοι).Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τόσο την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των πασχόντων και των ποικίλων προβλημάτων τους (κινητικών, συναισθηματικών, νοητικών, κοινωνικοοικονομικών), όσο και την κατανόηση του μηχανισμού παθογένεσης της νόσου με στόχο την επίτευξη της πλέον αποτελεσματικής θεραπείας της και ενδεχομένως και η πρόληψή της . / From our 23 year study on MS useful clinical and demographical data were obtained. After careful observation of our data from the Neurological clinic (beginning in 1983 from Agios Andreas General Hospital) we found 1651 cases with possible or definite MS. Of these, 834 eventually had definite MS. From the total 834 patients included in the study, the course of disease was not specified in 12 patients, as they lacked follow up data, although they had the diagnosis of definite MS. For the remaining 822 the course of disease was remitting-relapsing in 61.7%, secondary progressive in 22.1% and primary progressive in 16.2%. According to the Kurtzke functional systems incorporated in the Expanded Disability Status Scale (EDSS) many of our patients had more than one manifestation at onset. Specifically, 19.5 % had multiple Kurtzke functional systems involved, while 80.5% had their initial clinical manifestation in only one functional system. Sensory symptoms were observed in 33.2% of our patients, pyramidal symptoms in 22.3% and symptoms of the visual system in 27.0%. The remaining patients were suffering from signs of the cerebellar system (5.1%), symptoms of the urogenital system (3.5%), brainstem system (3.8%) and symptoms related to mental and other functions e.g., seizures and non specific pain. The mean score for the Kurtzke Expanded Disability Status Scale (EDSS) was 2.88 (SD= 1.8), range (0-9.5), with males showing significantly higher disability compared to females (Z = -3.138, p< .001). The mean age of the total sample of MS patients was 38.04 years, (SD =12.34) and the age range (15-75 years). Mean age of females was 36.61 years, (SD= 12.40) and for males 40.08 years, (SD=11.96). The mean age at onset of the first symptom for males was 32.97 years, (SD = 11.85) range (9-66 years), and 30.29 years, (SD= 10.16) for females, range (9-68). A dependent samples t-test indicated a significant difference between the mean age at onset between males and females [t (348) = 2.451, p = .015], with females showing earlier age at onset of first symptoms. As a group the mean age at onset was 31.41 years, (SD= 10.97), a finding that is congruent with international data (mean age of disease onset between 20-40 years old). The mean duration of illness, from onset of disease until diagnosis was 2.62 years, (SD= 5.26) range (0- 40 years). We calculated mean annual incidence rate of definite MS for the period 1984 - 2006, which increased from 2.71 for the period 1984 -1989 to 8.44/100,000 in 2002-2006 for males. For females we had increases from 2, 70/100.000 to 13, 26 /100.000. The total increase in incidence was from 2.71 to 10.73/100,000 population. We found a prevalence rate of 119.61/100,000 population and an increase in the mean annual incidence rate from 2.71 for the period 1984 -1989 to 10.73/100,000 in 2002-2006. The highest prevalence rate was in the 35-54 age range, with a peak in the 45 -54 range. Women also generally had higher rates than men. These figures place western Greece in the high risk area (and agree with the international literature) and are higher than reported previously in Greece but close to those reported recently in Southern Italy, Caltanissetta 165.8/100.00, and Catania 92.0/100,000, northwestern Italy, Genoa 94.0/100,000, Turkey, Istanbul 101.4/100.000, and Spain, Canary islands 77.5/100,000 population. The prevalence of MS in Greece rose significantly from 10.1/100.000 as recorded in 1984, 29.5 /100,000180 in 1990, in northern Greece and 38.9/100,000181 in Evros, on December 31, 1999 to 119.61/100,000177 population on December 31, 2006 in western Greece. The crude annual incidence rate increased from 2.11/100,000 in 1984 to 8.77/100,000 population in 2006. In the beginning of 1990, incidence rates were relatively low, gradually increasing from 1994 onwards, and eventually reaching a peak 14.85/100,000 population in 2004. The rates reported in this study are among the highest in Europe, and confirm Rosati in that the substantially lower prevalence rates noted in previous surveys in Greece, do not actually reflect the true frequency of MS in the country Factors that influenced our findings include:  The decreasing delay in the time between symptom onset and diagnosis of MS noted in the study clearly reflects the contribution of the most recently proposed diagnostic criteria of McDonald for MS, which rely heavily on the use of MRI findings.  With formal alterations in diagnostic criteria as applied in the study, increased awareness of MS due to easier availability and access to MRI and CSF analysis, in addition to increased awareness of MS therapies, the proportion of minimally affected individuals diagnosed with MS appears to be increasing substantially in western Greece.  Furthermore, the inclusion of only definite cases in serial prevalence studies like this survey, provide the most reliable and comparable estimate of MS frequency  Easier diagnosis of MS from neurologists and changes in diagnostic criteria probably affected the incidence and prevalence rates noted in this study. Although these findings support the role of exogenous factors towards the acquisition of MS during the studied period, interactions between genetic background and environmental factors are noted as a possible cause of MS. Future studies are however needed in order to further examine epidemiological issues in Western Greece and the possible predisposing variables (genetic, viral, environmental or combination of these) towards MS acquisition. This will result in better health – care for these patients including their motor, emotional, cognitive and socioeconomic needs and the under covering of the mechanism of pathogenesis for the disease process, leading to better therapeutic and possibly preventive strategies.

Page generated in 0.7462 seconds