Spelling suggestions: "subject:"δυτική ελλάδα"" "subject:"δυτική ελλάδας""
1 |
Επιχειρηματικότητα στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας / Entrepreneurship in the Region of Western GreeceΘεοδωρόπουλος, Ηλίας 07 July 2010 (has links)
Η παρούσα μελέτη εκπονείται στα πλαίσια του Μεταπτυχιακού προγράμματος της «Διοίκησης Επιχειρήσεων» του Πανεπιστημίου Πατρών και παρουσιάζει και αναλύει την εξέλιξη της Επιχειρηματικότητας στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.
Ειδικότερα, παρατίθενται μία σειρά από κρίσιμα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα, όπως δημογραφικά στοιχεία, στοιχεία απασχόλησης και εξέλιξης του ΑΕΠ, καθώς και δομικά στοιχεία ανάπτυξης των επιμέρους τομέων της τοπικής οικονομίας, που δίνουν μία συνοπτική, πλην όμως ουσιαστική εικόνα του πλαισίου - περιβάλλοντος εντός του οποίου αναπτύσσεται η Επιχειρηματικότητα στην Περιφέρεια.
Ο σκοπός μας είναι:
- Να εντοπίσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, καθώς και να προτείνουμε τρόπους να τα διατηρήσουμε (strengths).
- Να βρούμε και στη συνέχεια να διορθώσουμε τα συγκριτικά μειονεκτήματα (weaknesses).
- Να εκμεταλλευθούμε τις τωρινές ευκαιρίες της αγοράς, καθώς και αυτές που θα προκύψουν (opportunities).
- Να μειώσουμε τις συνέπειες των τωρινών και μελλοντικών απειλών της αγοράς (threats). / The present study’s goal is to present and analyze, as thoroughly as possible, the development of Entrepreneurship in the Region of Western Greece mainly based on the available official elements.
Moreover our research relies on a wide range of critical qualitative and quantitative data , such as demographic elements, elements of employment and development of GDP, as well as structural elements of growth of different sectors of local economy, in order to give an evidential picture of this region’ s Entrepreneurship framework.
By using the swot analysis method, this paper’s aim is:
- to locate the comparative advantages (strengths), as well as to propose ways to maintain them
- to locate the comparative disadvantages (weaknesses) and then propose ways that could lead to their solution
- to explore the current opportunities of the market and also try to forecast the future ones
- to decrease the loss-causing consequences of the current and future threats of market.
|
2 |
Οικολογική εκτίμηση των λιμνοθαλασσών της δυτικής Ελλάδας με χρήση υδρόβιων μακρόφυτων, ως βιολογικών δεικτών / Assessment of the ecological status of coastal lagoons of Western Greece using aquatic macrophytes as biological indicatorsΧρηστιά, Χρυσούλα 02 March 2015 (has links)
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή μελετήθηκαν οι λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας Ροδιά, Τσουκαλιό και Λογαρού του Αμβρακικού κόλπου, η λιμνοθάλασσα Κλείσοβα του συμπλέγματος λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού, η λιμνοθάλασσα του Αράξου και η λιμνοθάλασσα του Καϊάφα με σκοπό να αξιολογηθεί η οικολογική τους κατάσταση με τη χρήση υδρόβιων μακροφύτων ως ειδών δεικτών.
Τα αποτελέσματα της διατριβής παρουσιάζονται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται διάκριση των λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας σε τύπους με βάση τα κύρια αβιοτικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά τους. Στο δεύτερο μέρος διερευνώνται οι εποχικές και χωρικές διακυμάνσεις των αβιοτικών παραμέτρων που μετρήθηκαν σε κάθε τύπο λιμνοθάλασσας από την άνοιξη του 2005 έως το φθινόπωρο του 2007. Στο τρίτο μέρος γίνεται διάκριση των υδρόβιων μακροφύτων των λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας σε συναθροίσεις και διερευνώνται οι εποχικές και διαχρονικές τους μεταβολές σε κάθε τύπο λιμνοθάλασσας. Τέλος, στο τέταρτο μέρος της διδακτορικής διατριβής εκτιμήθηκε η οικολογική κατάσταση κάθε τύπου λιμνοθάλασσας με τη χρήση έξι διαφορετικών δεικτών που βασίζονται τόσο σε αβιοτικά (TSI-Chl-a, TSI-TP, TRIX) και βιοτικά κριτήρια (EEI, E-MaQI) ή συνδυασμό και των δύο (TWQI). Στη Μεσόγειο διακρίθηκαν συνολικά πέντε τύποι λιμνοθαλασσών που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και την αλατότητα. Οι λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας ανήκουν στους τέσσερις από τους πέντε τύπους.
Οι τιμές των αβιοτικών παραμέτρων που μετρήθηκαν κατά τη διάρκεια των περιόδων παρακολούθησης (άνοιξη 2005-φθινόπωρο 2007), υποδεικνύουν τη χωρική και χρονική διακύμανση των χαρακτηριστικών της στήλης του νερού στους τέσσερις τύπους λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας, με σημαντικότερες μεταβολές να παρατηρούνται κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή για πρώτη φορά γίνεται συστηματική καταγραφή και παρακολούθηση της υδρόβιας βλάστησης στις λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας. Συνολικά συλλέχθηκαν και αναγνωρίστηκαν 40 είδη υδρόβιων μακροφύτων που σχηματίζουν πέντε διαφορετικές συναθροίσεις μακροφύτων. Τα αγγειόσπερμα είδη Zostera noltii, Ruppia cirrhosa, Cymodocea nodosa, Potamogeton pectinatus καθώς και τα χαρόφυτα Lamprothamnium papulosum και Chara hispida f. corfuensis αποτελούν τα κυρίαρχα είδη στους τύπους λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας και είναι εκείνα τα οποία συμβάλλουν σημαντικά στην ανομοιότητα (ANOSIM) των συναθροίσεων μεταξύ των τύπων λιμνοθαλασσών. Οι δείκτες εκτίμησης της τροφικής κατάστασης των μεταβατικών οικοσυστημάτων που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα έχουν σχεδιαστεί είτε για λίμνες είτε για παράκτια ύδατα και η επιλογή του καταλληλότερου αποτελεί πρόκληση για την επιστημονική κοινότητα. Η εφαρμογή αβιοτικών δεικτών στις λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας κατατάσσει την τροφική κατάσταση των λιμνοθαλασσών κυμαίνεται από ολιγοτροφική έως υπερτροφική. Επιπλέον, στην παρούσα διδακτορική διατριβή, η εφαρμογή βιοτικών δεικτών που στηρίζονταν στην υδρόβια βλάστηση παρουσίασε δυσκολίες και περιορισμούς λόγω των διαφορετικών ειδών υδρόβιων μακροφύτων που απαντώνται στις λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας. Ο δείκτης E-MaQI μπόρεσε να εφαρμοστεί μόνο σε δύο (Κλείσοβα, Άραξος) από τις έξι λιμνοθάλασσες λόγω περιορισμένου αριθμού ειδών, ενώ ο δείκτης ΕΕΙ-c δεν εφαρμόστηκε στη λιμνοθάλασσα του Καϊάφα λόγω έλλειψης κατάταξης του είδους Chara hispida f. corfuensis σε ομάδα οικολογικής κατάστασης. Παρόλα αυτά, στις περιοχές όπου εφαρμόστηκαν οι παραπάνω δείκτες η οικολογική κατάσταση των λιμνοθαλασσών κυμαίνονταν από φτωχή έως άριστη.
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή ελέγχθηκε και βαθμονομήθηκε ο πολυμετρικός δείκτης TWQI στους τέσσερις τύπους λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας και συγκρίθηκε με άλλα έξι διαφορετικά μεταβατικά οικοσυστήματα της Μεσογείου. Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι η εφαρμογή του πολυμετρικού δείκτη TWQI είναι καταλληλότερη για τα μεταβατικά οικοσυστήματα. Τα αποτελέσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό εργαλείο στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των φυσικοχημικών παραμέτρων και των υδρόβιων μακροφύτων ως μέρους των δομικών στοιχείων των λιμνοθαλασσών και τα συμπεράσματά της μπορούν να συγκριθούν με αντίστοιχα των λιμνοθαλασσών της Μεσογείου. / In the current thesis they were monitored six coastal lagoons positioned at the Western coast of Greece: Rodia, Tsoukalio and Logarou lagoons belonging to the Amvrakikos Gulf lagoonal complex, as well as Kleisova which belong to the Messolonghi-Aitoliko lagoonal complex, Araxos and Kaiafas lagoons in order to assess their ecological status using aquatic macrophytes as indicator species.
The results of this study are presented in four parts. Into the first part coastal lagoons were classified into lagoon types according to their main abiotic and geomorphological characteristics. The second part explores the seasonal and spatial variations of abiotic parameters measured in each lagoon type from spring 2005 to autumn 2007. Additionally, the third part distinguishes the aquatic macrophytes of Western Greece coastal lagoons in assemblages and investigated the seasonal and temporal changes of them in each lagoon type. Finally, the fourth part of the thesis assessed the trophic status of each lagoon using six different indicators based on both abiotic (TSI-Chl-a, TSI-TP, TRIX) and biotic criteria (EEI-c, E-MaQI) or combination of both (TWQI).
In the Mediterranean region coastal lagoons were totally distinguished into five lagoons types which differ significantly in size and salinity. Coastal lagoons of Western Greece belong only to four of them. The principal component analysis applied separately to the lagoons of Western Greece verify the above results and except from size and salinity, considers that the average depth, the freshwater inflow, the length and width of the barrier and the degree of confinement contribute significantly to their differentiation.
The values of abiotic parameters measured during the monitoring periods, indicate the spatial and temporal variation of water quality characteristics at four lagoon types of Western Greece, with significant changes mainly occur in spring and summer. Coastal lagoons with high degree of confinement (Type I – Rodia) showed high nitrate concentrations and lower salinity values, unlike lagoon Types II and III (Tsoukalio, Logarou, Kleisova, Araxos) that are exposed to higher seawater influence. In all studied lagoons of Western Greece, the mean concentration values of Chl-a were low, although nutrient concentrations were high, indicating ongoing eutrophication phenomena. The current thesis constitutes the first systematic approach of monitoring the submerged aquatic vegetation of coastal lagoons in Western Greece. They were totally collected and identified 40 submerged aquatic macrophyte species which forming five different macrophytic assemblages. The angiosperm species of Zostera noltii, Ruppia cirrhosa, Cymodocea nodosa, Potamogeton pectinatus, as well as, the charophytes Lamprothamnium papulosum and Chara hispida f. corfuensis are the dominant species of coastal lagoons in Western Greece. These species contribute significantly to the dissimilarity (ANOSIM) of macrophytic assemblages between lagoon types. The presence of opportunistic species of the genus Ulva and Cladophora, as well as epiphytic species of genus Chondria or Ceramium were more pronounced in spring and summer. During the monitoring period they were recorded significant changes in salinity values in Rodia lagoon resulting thus to the decrease of mean abundance of the angiosperm species Zostera noltii which was replaced by Ruppia cirrhosa. The results of Redundancy Analysis (RDA) showed that abiotic parameters such as depth, salinity, dissolved oxygen, pH and concentrations of Chl-a and total inorganic nitrogen affect the composition of macrophytic assemblages. The calculation of diversity indices in coastal lagoons of Western Greece showed statistically significant differences between seasons and sampling stations. Lagoon types that are more influenced by seawater intrusion such as Types II and III showed higher number of species and higher Shannon index values with respect to lagoon Types I and IV.
In this thesis the application of biotic indices based on submerged aquatic vegetation presented difficulties and limitations due to the different species of aquatic macrophytes found in coastal lagoons of Western Greece. The index E-MaQI could be implemented in only two (Kleisova, Araxos) of the six lagoons due to the limited number of species, while the index EEI-c could not be applied in Kaiafas lagoon due to the lack of classification of species Potamogeton pectinatus in an ecological status group. However, into the areas in which both indices applied yielded different results ranging from poor to high ecological condition.
The multimetric index TWQI was tested and calibrated in four different lagoon types of Western Greece and compared with other Mediterranean transitional water ecosystems. The results showed that the application of TWQI is appropriate for transitional ecosystems. The index is simple to use and is less sensitive to changes in Chl-a and nutrients that derived from nutrient inputs due to anthropogenic activities. The results of this thesis could be considered an important tool for understanding the relationships between physicochemical parameters and aquatic macrophytes, as part of the structural elements of the lagoons, while the findings could be compared with other lagoons of the Mediterranean Sea.
|
3 |
Η σκλήρυνση κατά πλάκας στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας - επιδημιολογία της νόσου και κλινική μελέτη των πασχόντωνΓουρζουλίδου, Ευθυμία 23 October 2008 (has links)
Από τη μελέτη μας πάνω στην ΣκΠ τα τελευταία 23 χρόνια, προέκυψαν στοιχεία χρήσιμα τόσο για την επιδημιολογία της νόσου στην περιοχή μελέτης όσο και για τα κλινικά χαρακτηριστικά αυτής .
Μετά από λεπτομερή εξέταση όλων των στοιχείων που υπήρχαν καταχωρημένα στο αρχείο της κλινικής από το 1984 ( έτος έναρξης λειτουργίας της κλινικής είναι το 1983 στο Γενικό νομαρχιακό Νοσοκομείο «Αγ. Ανδρέας») ως και το 2006, βρήκαμε ότι σε αυτό το διάστημα των 23 χρόνων είχαν γίνει 1651 εισαγωγές-νοσηλείες ασθενών με συμπτωματολογία πιθανής ή βεβαίας ΣκΠ. Με τον έλεγχο και τη διασταύρωση των στοιχείων που ακολούθησε, καταλήξαμε στον αριθμό των 834 εισαγωγών-νοσηλειών ασθενών με διάγνωση βεβαίας ΣκΠ.
Η μορφή της νόσου ήταν: RRMS (υποτροπιάζουσα με εξάρσεις και υφέσεις ΣΚΠ) για το 61.7% των ασθενών, SPMS (δευτεροπαθώς προιούσα ΣΚΠ) για 22.1% και PPSM (πρωτοπαθώς προϊούσα ΣΚΠ) για το 16.2% των ασθενών.
Από τον συνολικό αριθμό περιστατικών με τη νόσο της ΣκΠ, 483(57.9%) ήταν γυναίκες και 351 ( 42.1%) άνδρες, δηλαδή αναλογία των γυναικών προς τους άνδρες 1.4.
Η μέση ηλικία του συνόλου των ασθενών βρέθηκε 38.04 χρόνια με τυπική απόκλιση (SD) 11.9 χρόνια και εύρος 69 χρόνια. Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έδειξε ότι υπάρχει διαφορά στην ηλικία μεταξύ των δύο φύλων, με μικρότερη αυτή των γυναικών (Ζ =-4.261, p-value <0.001<0.05). Δηλαδή νοσούν περισσότερες γυναίκες και σε μικρότερη ηλικία σε σχέση με τους άνδρες.
Αναλύοντας τη μέση ηλικία του συνολικού δείγματος ως προς το έτος της νοσηλείας (από το 1984 ως το 2006) βρήκαμε μια διακύμανση αυτού με τη μέση τιμή του να κυμαίνεται μεταξύ 30.45 και 41.25 χρόνια και την τυπική απόκλιση (SD) να φτάνει τα 14.3 χρόνια.
Επίσης βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στις μέσες τιμές ηλικίας των ασθενών κατά το πρώτο ή τα πρώτα συμπτώματα της νόσου μεταξύ των δύο φύλων (t=(348)=2.451, p-value=0.015<0.05). Η μέση ηλικία του δείγματος στο πρώτο σύμπτωμα της πάθησης ήταν 31,41 χρόνια (SD = 10,970), ευρήματα που συμφωνούν με τα διεθνή δεδομένα (μέση ηλικία εκδήλωσης της νόσου το διάστημα μεταξύ 20 και 40 χρόνων).
Μελετήσαμε την εκδήλωση της νόσου κατά την έναρξή της και κατατάξαμε τα δεδομένα σύμφωνα με τα λειτουργικά συστήματα κατά Kurtzke που είναι αποδεκτά στην EDSS (Expanded Disability Status Scale). 19.5% των πασχόντων είχαν συμμετοχή πολλών συστημάτων κατά Kurtzke, όταν το 80.5% είχε μεμονωμένη κλινική εκδήλωση σε ένα λειτουργικό σύστημα. Τα αισθητικά συμπτώματα παρατηρήθηκαν σε 33.2% των ασθενών, πυραμιδικά συμπτώματα είχαν 22.3% και συμπτώματα από την όραση το 27.0%.
Η διαφορά σε χρόνια μεταξύ του 1ου συμπτώματος και της βεβαίας διάγνωσης της νόσου είχε μέση τιμή 2.6 χρόνια με τυπική απόκλιση (SD) 5.6 και εύρος 40.
Την μέση τιμή της κλίμακας αξιολόγησης της ανικανότητας (EDSS) τη βρήκαμε 2.88 (SD=1.8). Ο έλεγχος της κλίμακας αυτής ως προς το φύλο ανέδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά της μεταβλητής ως προς το φύλο (p-value 0.002<0.05) με μεγαλύτερη EDSS να παρουσιάζουν οι άνδρες.
Μελετήθηκε η μέση ετήσια επίπτωση της πάθησης ανά φύλο και για τον συνολικό πληθυσμό μας. Από 2,7 /100.000 το διάστημα 1984-1989 η επίπτωση στους άνδρες, γίνεται 8,44/100.000 κατοίκους το 2002-2006. Για τις γυναίκες η μεταβολή για τα ίδια χρονικά διαστήματα είναι από 2,70/100.000 σε 13,26 /100.000 κατοίκους. Στο σύνολο των ασθενών η επίπτωση αυξήθηκε από 2,71 το 1984-1989 σε 10,73/100.000 κατοίκους το 2002-2006.
Η τιμή του επιπολασμού που βρήκαμε είναι 119,61/100.000 κατοίκους στις 31 Δεκεμβρίου 2006. Η μεγαλύτερη τιμή επιπολασμού καταγράφηκε στην ηλικιακή ομάδα 35-54 χρόνων, με κορυφή στην ηλικία 45-54 χρόνων. Επιπλέον οι γυναίκες έδειξαν μεγαλύτερη τιμή επιπολασμού σε σύγκριση με το ανδρικό φύλο. Αυτά τα ευρήματα συμφωνούν με δημοσιεύσεις που υποστηρίζουν τον υψηλότερο επιπολασμό των γυναικών .
Οι τιμές μας είναι μεγαλύτερες από όλες όσες αφορούν στον ελλαδικό χώρο, αλλά είναι κοντά στις τιμές που πρόσφατα δημοσιεύτηκαν στην νότια Ιταλία, την Σικελία, 165.8/100.000, την Κατάνια της νοτιοδυτικής Ιταλίας με 92.0/100.000, τη Γένοβα με 94.0/100.000, την Κωνσταντινούπολη στηΤουρκία με`101.4/100.000, την Ισπανία στα Κανάρια Νησιά με 77.5/100.000 κατοίκους. Ο εποπολασμός στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά από 10.1/100.000 το 1984 στην νότια Ελλάδα, 29.5 /100.000 το 1990 στη βόρεια Ελλάδα και 38.9/100.000 στον Έβρο στις 31 Δεκεμβρίου 1999, σε 119,61/100.000 πληθυσμού στις 31 Δεκεμβρίου 2006 στη περιοχή της δυτικής Ελλάδας, τιμή που είναι παραπλήσια με αυτήν που δίνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για τη χώρα μας.
Η ετήσια επίπτωση (τυποποιημένη τιμή σε σχέση με τον πρότυπο ευρωπαϊκό πληθυσμό) της ΣΚΠ αυξήθηκε από 2,23/100.000 το 1984 σε 9,48 /100.000 κατοίκους το 2006 για την περιοχή της δυτικής Ελλάδας. Αυτές οι τιμές που βρήκαμε είναι ανάμεσα στις μεγαλύτερες στην Ευρώπη και επιβεβαιώνουν τον Rosati190 που ισχυρίζεται ότι οι χαμηλές τιμές που δημοσιευτήκαν από προηγούμενες μελέτες στην Ελλάδα, δεν αντανακλούν τη πραγματική συχνότητα της νόσου στη χώρα μας. Παρά τις αυξημένες ενδείξεις ότι η γενετική προδιάθεση/ευπάθεια μπορεί να επηρεάζει την νόσηση με ΣΚΠ, ένα απόλυτα γενετικό μοντέλο δεν φαίνεται ότι μπορεί να εξηγήσει τις αλλαγές που φαίνονται και είναι βέβαιο ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες ή το γεωγραφικό πλάτος δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Παράγοντες που συνετέλεσαν στην εύρεση αυξημένων τιμών είναι :
οι αλλαγές σε επίπεδο υποδομών στις κατά τόπους νομαρχίες, που είχαν ως αποτέλεσμα τη γρήγορη και εύκολη πρόσβαση των ασθενών στο Νοσοκομείο,
η βελτίωση του εθνικού συστήματος υγείας και της παροχής νευρολογικών υπηρεσιών,
η ευκολία στην πραγματοποίηση των εξετάσεων (π.χ. ΕΝΥ και μαγνητικής τομογραφίας, ιδιαίτερα χρήσιμων για τη διάγνωση της νόσου),
η εγρήγορση και ενημέρωση των ασθενών αλλά και του γενικού πληθυσμού πάνω σε θέματα υγείας και
η ευχέρεια των ιατρών –νευρολόγων να θέτουν τη διάγνωση, βασισμένοι στα διεθνώς αποδεκτά διαγνωστικά κριτήρια.
Τα ευρήματά μας τοποθετούν την περιοχή σε ζώνη υψηλής επικινδυνότητας για τη νόσο και αντανακλούν μια τάση αυξητική της επίπτωσής της στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας την περίοδο 1984-2006. Σκόπιμο θα ήταν να γίνουν μελλοντικές μελέτες προκειμένου να καταγραφούν οι τάσεις του επιπολασμού και της επίπτωσης της πάθησης στη χώρα μας και να διερευνηθούν οι πιθανοί παράγοντες κινδύνου για αυτήν (γενετικοί, λοιμώδεις, περιβαλλοντικοί ή άλλοι).Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τόσο την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των πασχόντων και των ποικίλων προβλημάτων τους (κινητικών, συναισθηματικών, νοητικών, κοινωνικοοικονομικών), όσο και την κατανόηση του μηχανισμού παθογένεσης της νόσου με στόχο την επίτευξη της πλέον αποτελεσματικής θεραπείας της και ενδεχομένως και η πρόληψή της . / From our 23 year study on MS useful clinical and demographical data were obtained. After careful observation of our data from the Neurological clinic (beginning in 1983 from Agios Andreas General Hospital) we found 1651 cases with possible or definite MS. Of these, 834 eventually had definite MS. From the total 834 patients included in the study, the course of disease was not specified in 12 patients, as they lacked follow up data, although they had the diagnosis of definite MS. For the remaining 822 the course of disease was remitting-relapsing in 61.7%, secondary progressive in 22.1% and primary progressive in 16.2%.
According to the Kurtzke functional systems incorporated in the Expanded Disability Status Scale (EDSS) many of our patients had more than one manifestation at onset. Specifically, 19.5 % had multiple Kurtzke functional systems involved, while 80.5% had their initial clinical manifestation in only one functional system. Sensory symptoms were observed in 33.2% of our patients, pyramidal symptoms in 22.3% and symptoms of the visual system in 27.0%. The remaining patients were suffering from signs of the cerebellar system (5.1%), symptoms of the urogenital system (3.5%), brainstem system (3.8%) and symptoms related to mental and other functions e.g., seizures and non specific pain. The mean score for the Kurtzke Expanded Disability Status Scale (EDSS) was 2.88 (SD= 1.8), range (0-9.5), with males showing significantly higher disability compared to females (Z = -3.138, p< .001).
The mean age of the total sample of MS patients was 38.04 years, (SD =12.34) and the age range (15-75 years). Mean age of females was 36.61 years, (SD= 12.40) and for males 40.08 years, (SD=11.96). The mean age at onset of the first symptom for males was 32.97 years, (SD = 11.85) range (9-66 years), and 30.29 years, (SD= 10.16) for females, range (9-68). A dependent samples t-test indicated a significant difference between the mean age at onset between males and females [t (348) = 2.451, p = .015], with females showing earlier age at onset of first symptoms. As a group the mean age at onset was 31.41 years, (SD= 10.97), a finding that is congruent with international data (mean age of disease onset between 20-40 years old). The mean duration of illness, from onset of disease until diagnosis was 2.62 years, (SD= 5.26) range (0- 40 years).
We calculated mean annual incidence rate of definite MS for the period 1984 - 2006, which increased from 2.71 for the period 1984 -1989 to 8.44/100,000 in 2002-2006 for males. For females we had increases from 2, 70/100.000 to 13, 26 /100.000. The total increase in incidence was from 2.71 to 10.73/100,000 population.
We found a prevalence rate of 119.61/100,000 population and an increase in the mean annual incidence rate from 2.71 for the period 1984 -1989 to 10.73/100,000 in 2002-2006. The highest prevalence rate was in the 35-54 age range, with a peak in the 45 -54 range. Women also generally had higher rates than men. These figures place western Greece in the high risk area (and agree with the international literature) and are higher than reported previously in Greece but close to those reported recently in Southern Italy, Caltanissetta 165.8/100.00, and Catania 92.0/100,000, northwestern Italy, Genoa 94.0/100,000, Turkey, Istanbul 101.4/100.000, and Spain, Canary islands 77.5/100,000 population.
The prevalence of MS in Greece rose significantly from 10.1/100.000 as recorded in 1984, 29.5 /100,000180 in 1990, in northern Greece and 38.9/100,000181 in Evros, on December 31, 1999 to 119.61/100,000177 population on December 31, 2006 in western Greece.
The crude annual incidence rate increased from 2.11/100,000 in 1984 to 8.77/100,000 population in 2006. In the beginning of 1990, incidence rates were relatively low, gradually increasing from 1994 onwards, and eventually reaching a peak 14.85/100,000 population in 2004. The rates reported in this study are among the highest in Europe, and confirm Rosati in that the substantially lower prevalence rates noted in previous surveys in Greece, do not actually reflect the true frequency of MS in the country
Factors that influenced our findings include:
The decreasing delay in the time between symptom onset and diagnosis of MS noted in the study clearly reflects the contribution of the most recently proposed diagnostic criteria of McDonald for MS, which rely heavily on the use of MRI findings.
With formal alterations in diagnostic criteria as applied in the study, increased awareness of MS due to easier availability and access to MRI and CSF analysis, in addition to increased awareness of MS therapies, the proportion of minimally affected individuals diagnosed with MS appears to be increasing substantially in western Greece.
Furthermore, the inclusion of only definite cases in serial prevalence studies like this survey, provide the most reliable and comparable estimate of MS frequency
Easier diagnosis of MS from neurologists and changes in diagnostic criteria probably affected the incidence and prevalence rates noted in this study.
Although these findings support the role of exogenous factors towards the acquisition of MS during the studied period, interactions between genetic background and environmental factors are noted as a possible cause of MS. Future studies are however needed in order to further examine epidemiological issues in Western Greece and the possible predisposing variables (genetic, viral, environmental or combination of these) towards MS acquisition. This will result in better health – care for these patients including their motor, emotional, cognitive and socioeconomic needs and the under covering of the mechanism of pathogenesis for the disease process, leading to better therapeutic and possibly preventive strategies.
|
4 |
Τεκτονική ανάλυση των ρηξιγενών ζωνών Κατούνας και ΑμφιλοχίαςΓκαδρή, Ελισσάβετ 31 May 2012 (has links)
Η μελέτη του αναγλύφου με τη χρήση μορφοτεκτονικών παραμέτρων κατά μήκος ρηξιγενών ζωνών μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για την ενεργότητα ή όχι των ζωνών αυτών και επίσης για την κατανόηση των επιφανειακών επιπτώσεων των σεισμών και τη σεισμική επικινδυνότητά τους. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή ειδίκευσης μελετήθηκαν, με τη βοήθεια της μορφοτεκτονικής ανάλυσης, οι ΒΒΔ– διεύθυνσης ρηξιγενείς ζώνες της Κατούνας (ΡΖΚ) και Αμφιλοχίας (ΡΖΑ) στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας (Δυτ. Ελλάδα). Για τον ποιοτικό και ποσοτικό προσδιορισμό της τεκτονικής ενεργότητας των ΡΖΚ και ΡΖΑ εφαρμόστηκαν διάφοροι μορφοτεκτονικοί δείκτες, όπως ο δείκτης ευθυγράμμισης ορεογραφικού μετώπου (Smf), ο δείκτης λόγου πλάτους προς ύψος κοιλάδας (Vf), ο δείκτης μήκους-κλίσης ρέματος (SL), ο συντελεστής ασυμμετρίας λεκάνης απορροής (AF), ο δείκτης σχήματος λεκάνης απορροής (Bs), και το ποσοστό τριγωνικών γεωμορφών (Pf), οι οποίοι υπολογίστηκαν με τη βοήθεια ψηφιακών μοντέλων εδάφους (DEM).
Από την ανάλυση των διαγραμμάτων κατακόρυφης μετατόπισης με το μήκος στις δύο ρηξιγενείς ζώνες φαίνεται ότι αυτές παρουσιάζονται τμηματοποιημένες, ενώ μεγαλύτερη κατακόρυφη μετατόπιση, της τάξης των 750–800m παρουσιάζεται στη ΡΖΑ. Από τη συσχέτιση των δεικτών Smf και Vf, προκύπτει ότι και οι δύο ρηξιγενείς ζώνες είναι ενεργές και συγκεκριμένα ανήκουν στην τάξη 1 της τεκτονικής ενεργότητας, με ρυθμό ανύψωσης μεγαλύτερο από 1mm/yr. Επίσης, από την συσχέτιση των τιμών των δεικτών Vf – Bs – SL προκύπτει ότι η αυξημένη ενεργότητα και για τις δύο ρηξιγενείς ζώνες, συγκεντρώνεται στις περιοχές επικάλυψης και αλληλεπίδρασης των επιμέρους ρηξιγενών τμημάτων. Η ύπαρξη επιμήκων και ασύμμετρων λεκανών απορροής στη βάση των ρηξιγενών ζωνών και η σεισμικότητα κατά μήκος τους επιβεβαιώνει ότι οι ευθύγραμμοι αυτοί ρηξιγενείς πρόποδες είναι τεκτονικά ενεργοί. Τα ποσοστά τριγωνικών γεωμορφών υποδηλώνουν ότι η παραμόρφωση πραγματοποιείται με αργό ρυθμό.
Οι ρηξιγενείς ζώνες Κατούνας και Αμφιλοχίας χαρακτηρίζονται από ένα ενδιάμεσο τύπο παραμόρφωσης μεταξύ εφελκυσμού, κάθετα στις ΒΒΔ – διευθυνόμενες ζώνες, και αριστερόστροφης διατμητικής παραμόρφωσης, προσδίδοντας σε αυτές ένα χαρακτήρα ζωνών μεταβίβασης (transfer zone) με διαγώνια διαστολή μεταξύ των ΔΒΔ – διευθυνόμενων τεκτονικών τάφρων του Πατραϊκού και Αμβρακικού κόλπου. / The study of the topographic relief along fault zones using geomorphological indices provides important information about the activity of these zones and understanding of the surface effects of earthquakes and possible seismic risk. In this study, a morphotectonic analysis was applied along the NNW-trending fault zones of Katouna (PZK) and Amfilochia (PZA), which are located in Aitoloakarnania (W. Greece). For the qualitative and quantitative determination of tectonic activity along the PZK and PZA zones several morphotectonic indices were implemented, such as the mountain – front sinuosity index (Smf), the ratio of valley–floor width to valley height (Vf), the stream length–Gradient index (SL), the Basin Asymmetry Factor (AF), the Drainage Basin Shape (Bs), and the percentage of triangular facets along mountain fronts (Pf). All these morphotectonic indices and the drainage basin pattern were calculated using a 30 m Digital Elevation Model (DEM).
The distribution of the throw along the fault zones implies that these zones are segmented and consist of several individual fault segments, while the highest throw values, on the order of 750-800m, are located in the central segments of the PZA. The maximum throw in PZK is lower and reaches a value of 250-300m. From the correlation of morphotectonic indices Smf and Vf, it seems that both fault zones are active (class 1 of tectonic activity), with a rate of uplift > 1mm/yr. Furthermore, the correlation of Vf , Bs and SL shows that the highest tectonic uplift and subsequent activity for both fault zones concentrates on the relay zones (overlapping or underlapping) between the interacting fault segments. The presence of long and asymmetric basins on the footwall block of the fault zones and the associated seismicity along them confirms that the segments are tectonically active. The percentage of triangular facets (22-55%) suggests the low rates of deformation along these fault zones and the increased activity of them towards the southern tip zones.
The fault zones of Katouna and Amfilochia appear to be characterized by an intermediate type of deformation, showing extensional deformation in a NE-orientation and sinistral shear deformation along their NNW-orientation. The Katouna and Amfilochia fault zones appears to act as a composite transfer zone accommodating left-lateral oblique extension between the more active WNW-directed grabens of Amvrakikos and Gulf of Patras.
|
5 |
Επιδημιολογικά χαρακτηριστικά, διαχρονικές μεταβολές επιδημιολογικών δεικτών και διερεύνηση των παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων στη Δυτική ΕλλάδαΑυγερινού, Χριστίνα 22 December 2014 (has links)
Τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (ΜΔΣ) είναι μια ετερογενής ομάδα επίκτητων κλωνικών διαταραχών του πολυδύναμου αρχέγονου αιμοποιητικού κυττάρου, που χαρακτηρίζονται από κυτταροπενίες στο περιφερικό αίμα, μορφολογικές και λειτουργικές διαταραχές των αιμοποιητικών κυττάρων και αυξημένο κίνδυνο εκτροπής σε οξεία μυελογενή λευχαιμία (ΟΜΛ). Η επίπτωση των ΜΔΣ ποικίλλει σημαντικά μεταξύ διαφόρων χωρών με βάση δεδομένα από διάφορες μελέτες. Δεν υπήρχαν δημοσιευμένα επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με την επίπτωση των ΜΔΣ στον ελλαδικό χώρο μέχρι την πραγματοποίηση αυτής της διατριβής.
Ασθενείς και μέθοδοι: Στο πρώτο σκέλος της διατριβής καταγράφηκαν όλοι οι ασθενείς που διαγνώστηκαν με ΜΔΣ κατά την 20-ετή περίοδο 1/1/1990-31/12/2009 στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από τους ιατρικούς φακέλους των ασθενών με τεκμηριωμένη διάγνωση ΜΔΣ από ειδικό αιματολόγο ή αιμοπαθολογοανατόμο, και από τα τέσσερα νοσοκομεία την περιοχή της Δυτικής Ελλάδας (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών, Γενικό Νοσοκομείο «Ο Άγιος Ανδρέας», Θεραπευτήριο «Ολύμπιον» και Γενικό Νοσοκομείο Μεσολογγίου). Καταγράφηκαν τα δημογραφικά και κλινικά χαρακτηριστικά των ασθενών με ΜΔΣ και δημιουργήθηκε μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων, επί της οποίας έγινε περιγραφική στατιστική ανάλυση. Καταγράφηκε επίσης η ημερομηνία αρχικής διάγνωσης και η ημερομηνία θανάτου ή τελευταίας επαφής/εξέτασης και έγινε ανάλυση επιβίωσης. Εκτιμήθηκε η παρουσία συννοσηρών παθήσεων κατά τη διάγνωση και υπολογίστηκαν οι δείκτες συννοσηρότητας Charlson Comorbidity Index και MDS-CI. Η επίπτωση και ο επιπολασμός των ΜΔΣ υπολογίστηκαν για την περιοχή της Δυτικής Ελλάδας που απαρτίζεται από τους νομούς Αχαΐας, Ηλείας και ΜΔΣ.
Το δεύτερο σκέλος της διατριβής είναι μια μελέτη ασθενών-μαρτύρων που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών και στο Γενικό Νοσοκομείο «Ο Άγιος Ανδρέας». Ελήφθησαν συνεντεύξεις βάσει ερωτηματολογίου από ασθενείς με ΜΔΣ και ομάδα μαρτύρων με αναλογική εξομοίωση ως προς φύλο και ηλικία. Η ομάδα των μαρτύρων συγκροτήθηκε από ασθενείς που υπεβλήθησαν σε επέμβαση καταρράκτη στην Οφθαλμολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών. Η συνέντευξη βασίστηκε σε ερωτηματολόγιο αναφορικά με την οικογενειακή κατάσταση, την περιοχή κατοικίας, το επάγγελμα, το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου, την επαγγελματική έκθεση σε χημικά, το κάπνισμα, την κατανάλωση αλκοόλ, τη διατροφή, την έκθεση σε οικιακούς παράγοντες κινδύνου, τις δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, την ακτινοβολία για διαγνωστικούς σκοπούς και τυχόν προηγηθέν ψυχοπιεστικό γεγονός.
Και τα δύο ερευνητικά σκέλη της διατριβής έλαβαν την έγκριση του Επιστημονικού Συμβουλίου των συμμετεχόντων νοσοκομείων. Η στατιστική ανάλυση έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα IBM SPSS Statistics (έκδοση 20.0).
Αποτελέσματα: Συνολικά καταγράφηκαν 855 ασθενείς με ΜΔΣ. Η ανθεκτική αναιμία (RA) ήταν η πιο κοινή υποκατηγορία και στα δύο φύλα με βάση την ταξινόμηση τόσο κατά FAB όσο και κατά WHO. Οι κατηγορίες Del(5q) και RARS ήταν πιο συχνές στις γυναίκες, ενώ η CMML-D στους άνδρες. Η τρισωμία 8 ήταν η πιο κοινή μονήρης κυτταρογενετική ανωμαλία. Η αδρή μέση ετήσια επίπτωση ΜΔΣ ήταν 6 ανά 100.000 κατοίκους ηλικίας ≥15 ετών (όλες οι κατηγορίες ΜΔΣ κατά FAB), ενώ ήταν 4,8 ανά 100.000 όταν εξαιρέθηκαν CMML και RAEB-T. Η αδρή επίπτωση ήταν υψηλότερη στις αγροτικές από ό,τι στις αστικές περιοχές, αλλά αυτό το εύρημα δεν επιβεβαιώθηκε μετά από προτύπωση κατά ηλικία. Η προτυπωμένη κατά ηλικία μέση ετήσια επίπτωση ΜΔΣ ήταν 7,9 ανά 100.000 στους άνδρες και 3,4 ανά 100.000 στις γυναίκες. Παρατηρήθηκε μια συνεχώς αυξανόμενη επίπτωση ΜΔΣ, που ουσιαστικά αντιπροσωπεύει μια αύξηση στις περιπτώσεις RA και RARS κατά τη διάρκεια της μελετηθείσας περιόδου. Η μέση επιβίωση των ασθενών με ΜΔΣ ήταν 39,8 μήνες και η διάμεση επιβίωση ήταν 22,4 μήνες. Η επιβίωση συσχετίστηκε σημαντικά με την ηλικία κατά τη διάγνωση και με την προγνωστική κατηγορία κατά IPSS. Η μονοπαραγοντική ανάλυση με βάση το μοντέλο του Cox έδειξε ότι η ηλικία, η κατηγορία κατά FAB, η βαρύτητα της αναιμίας, της λευκοπενίας, της ουδετεροπενίας και της θρομβοπενίας και τα επίπεδα φερριτίνης και LDH στον ορό συσχετίστηκαν με τη συνολική επιβίωση. Η παρουσία καρδιακής ανεπάρκειας ή/και νεφρικής νόσου κατά τη διάγνωση φάνηκε να επηρεάζει σημαντικά την επιβίωση, ενώ οι δείκτες συννοσηρότητας Charlson Comorbidity Index και MDS-CI δε φάνηκε να συσχετίζονται με την επιβίωση των ασθενών με ΜΔΣ στην παρούσα μελέτη.
Διακόσιοι είκοσι τέσσερις ασθενείς συμμετείχαν στη μελέτη ασθενών-μαρτύρων (126 ασθενείς με ΜΔΣ και 98 μάρτυρες). Οι ασθενείς και οι μάρτυρες εξομοιώθηκαν αναλογικά ως προς το φύλο και την ηλικία. Το οικογενειακό ιστορικό αιματολογικής νεοπλασίας ή/και συμπαγούς όγκου συσχετίστηκαν σημαντικά με τα ΜΔΣ. Η επαγγελματική έκθεση σε φυτοφάρμακα, ιδιαίτερα εντομοκτόνα και ζιζανιοκτόνα, συσχετίστηκε σημαντικά με τον κίνδυνο εμφάνισης ΜΔΣ. Η κατανάλωση κρέατος ≥5 φορές την εβδομάδα, αυγών ≥3 φορές την εβδομάδα και ποσότητας αλκοόλ ≥15 ποτά (ισοδύναμα) την εβδομάδα επίσης συσχετίστηκαν με ΜΔΣ. Ωστόσο, οι μοναδικοί παράγοντες που διατήρησαν τη στατιστική σημαντικότητά τους στην πολυπαραγοντική ανάλυση ήταν το οικογενειακό ιστορικό κακοήθειας (συμπαγούς όγκου) (p=0.014) και η έκθεση σε φυτοφάρμακα (p<0.0001). / “Epidemiologic features, temporal trends of epidemiological indices and investigation of risk factors for myelodysplastic syndromes in Western Greece” Background: “Myelodysplastic syndromes (MDS) are a heterogenous group of acquired clonal disorders of the bone marrow, characterized by cytopenias, morphologic and functional abnormalities of hematopoietic cells, and a high risk of transformation to acute myeloid leukaemia (AML)”. The incidence of MDS varies significantly among countries according to different studies. Published epidemiologic data for MDS in Greece were not available by the time this study was conducted.
Objective: The objective of the present study was to describe the demographic and clinical features of the patients diagnosed with MDS in Western Greece during the period 1990-2009, to estimate the incidence of MDS and its temporal trends throughout this period, as well as to investigate risk factors for MDS in the same area. This was achieved in two main parts: the first part involved the creation of a local MDS registry and a subsequent descriptive study, and the second part was a case-control study.
Patients and methods: In the first part of the thesis, all patients diagnosed with MDS in Western Greece during the 20-year-period 1/1/1990-31/12/2009 were registered. Data were retrieved from the medical records of patients with a documented diagnosis of MDS, performed by an expert hematologist and/or hematopathologist, in all four hospitals situated in the geographical area of Western Greece. Demographic and clinical features of patients with MDS were collected and an electronic database was created, upon which descriptive analysis was performed. Date of diagnosis and date of death or date of last contact were also registered and survival analysis was performed. Comorbidities at diagnosis were also evaluated and comorbidity indices (Charlson Comorbidity Index and MDS-CI) were calculated. Incidence and prevalence of MDS was calculated for the well-defined geographical area of Western Greece, which consists of the prefectures Achaia, Ilia and Etolia-Akarnania. Temporal trend of incidence rates was also studied.
The second part of the thesis was a hospital-based case-control study conducted in two hospitals in the city of Patras, Greece. MDS prevalent cases and proportionally age- and gender-matched controls were interviewed. The group of controls consisted of patients who were operated for cataract at the Department of Ophthalmology. The interview was based on a questionnaire regarding marital status, area of residence, profession, family history of cancer, occupational exposure to chemicals, smoking, alcohol consumption, nutrition, exposure to domestic risk factors, leisure activities, radiation for diagnostic purposes and stressful life events.
Both parts of the study were approved by the Ethical and Scientific Committee of the participating hospitals. Statistical analysis was performed with the statistical software IBM SPSS Statistics 20.0.
Results: A total of 855 patients with newly diagnosed MDS were identified. Refractory anemia was the most common subtype in both FAB and WHO classification systems and in both genders. Del(5q) and RARS were more commonly encountered among females and CMML-D among males. Trisomy 8 was the most common single cytogenetic abnormality. The crude mean annual incidence rate of MDS was 6.0 per 100,000 inhabitants aged ≥15 years old (all subtypes according to FAB), and it was 4.8 per 100,000 when CMML and RAEB-T were excluded. Crude incidence rate was higher in rural than in urban areas, but this finding was not confirmed after age-standardization. Age-standardized mean annual incidence rate of MDS was 7.9/100,000 in men and 3.4/100,000 in women. A continuously increasing incidence rate of MDS was observed, which essentially represented an increase in cases of RA and RARS throughout the study period. Mean survival of patients with MDS was 39.8 months and median survival was 22.4 months. Survival was significantly associated with age at diagnosis and with IPSS prognostic category. Univariate analysis with Cox regression model revealed that age, FAB subtype, the degree of anemia, leucopenia, neutropenia, thrombocytopenia, serum ferritin and LDH levels were all associated with overall survival. The presence of heart failure and/or chronic kidney disease at diagnosis proved to significantly affect survival, whereas Charlson Comorbidity Index and MDS-CI were not shown to correlate with survival.
Two hundred and twenty four patients participated in the case control study (126 MDS cases and 98 controls). Cases and controls were proportionally matched by age and gender. Family history of hematologic malignancy and family history of solid tumour were significantly associated with MDS. Occupational exposure to agricultural chemicals, and especially herbicides and insecticides, was significantly associated with MDS. Consumption of meat ≥5 times a week and eggs ≥3 times a week, and alcohol consumption ≥15 drinks (alcohol equivalents) a week were also associated with MDS. In multivariate analysis, the only factors which eventually retained their statistical significance were family history of solid malignancy (p=0.014) and exposure to agricultural chemicals (p<0.0001).
|
6 |
Συναισθηματική νοημοσύνη και χαρισματική ηγεσία στους καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσηςΔελλατόλας, Αντώνιος 28 September 2010 (has links)
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να ερευνήσει και να αποδείξει τη σχέση ανάμεσα στις προσωπικές ικανότητες (αυτοέλεγχο και αυτορρύθμιση συναισθημάτων) και τις συνιστώσες της συναισθηματικής νοημοσύνης (κοινωνικές δεξιότητες, κίνητρο και ενσυναίσθηση) και της μετασχηματιστικής ηγεσίας, όταν και όπως εκφράζονται από τους καθηγητές/τριες στα Ελληνικά σχολεία - οργανώσεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας.
Μετά από την θεωρητική θεμελίωση αποδεικνύεται μέσα από την εμπειρική έρευνα (τα αποτελέσματα πρέκυψαν από την επεξεργασία 226 ερωτηματολογίων που απαντήθηκαν από μαθητές των Λυκείων της παραπάνω περιοχής) ότι οι διαστάσεις της συναισθηματικής νοημοσύνης συνδέονται έντονα θετικά με τη μετασχηματιστική ηγεσία των καθηγητών-ηγετών στην ομάδα-τάξη που διδάσκουν-ηγούνται. / This study investigates the relationships between personal skills (self-awareness, self-regulation) and emotional intelligence components (social skills, motivation and empathy) and transformational leadership of the secondary education teachers in West Greek area. Results provided support for the model which suggests that teacher's emotional inelligence components are positively associated with transformational leadership in the classroom.
Participants were 226 students. Data were collected by means of questionnaires in a series of face-to- face sructured interviews regarding their perceptions for the following: 1) Teacher's emotional intelligence and 2) teacher's transformational leadership.
|
7 |
Στρωματογραφική και τεκτονική μελέτη της Νότιας Αιτωλοακαρνανίας / Stratigraphic and structural study of South EtoloakarnaniaΣωτηρόπουλος, Σπήλιος 22 June 2007 (has links)
Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει νέα στοιχεία που αφορούν την τεκτονική και στρωματογραφία του φλύσχη της Νότιας Aιτωλοακαρνανίας και έχει ως στόχο να ερμηνεύσει την τεκτονική εξέλιξη της περιοχής και την κινηματική των επωθήσεων. Γεωλογικά δεδομένα που προέκυψαν από την τεκτονική και στρωματογραφική ανάλυση καθώς και από την ανάλυση αεροφωτογραφιών συνδυάστηκαν με σεισμικές τομές. Οι μεγάλης κλίμακας επωθήσεις της Πίνδου και του Γαβρόβου, που σχηματίζουν ένα προελαύνον προς την προχώρα σύστημα επωθήσεων, δρουν συγχρόνως για μεγάλο διάστημα του Ολιγοκαίνου. Η επώθηση Γαβρόβου χαρακτηρίζεται από σημαντική μετατόπιση (>10 χλμ.), μικρούς ρυθμούς βράχυνσης, και από πολύπλοκη ιστορία προέλασης που περιλαμβάνει και επωθήσεις εκτός ακολουθίας. Επωθήσειςν ΒΒΔ-ΒΔ διεύθυνσης ελέγχουν την τοπογραφία της περιοχής και συνείσφερουν σημαντικά στην πάχυνση του φλύσχη. Η υπέρθεση του φλύσχη ενέτεινε την βύθιση της λεκάνης και την υποβύθιση τμημάτων του φλοιού κάτω από την επώθηση. Η έναρξη της κλαστικής ιζηματογένεσης λαμβάνει χώρα στο Πριαμπόνιο, ενώ το τέλος της προσδιορίστηκε στο Ανώτερο Ολιγόκαινο. Στην Ιόνια λεκάνη η κατώτερη ακολουθία ιζημάτων του φλύσχη αντιστοιχεί σε αποθέσεις εξωτερικού ριπιδίου ενώ η ανώτερη σε αποθέσεις εσωτερικού ριπιδίου-κατωφέρειας. Στην λεκάνη Γαβρόβου επικρατούν κυρίως αποθέσεις εσωτερικού-μέσου ριπιδίου. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την παρούσα διατριβή υποδηλώνουν ότι το κλασσικό μοντέλο του προελαύνοντος προς την προχώρα συστήματος επωθήσεων, που έχει προταθεί για τις Εξωτερικές Ελληνίδες χρειάζεται σημαντικές τροποποιήσεις. / This study demonstrates new structural and stratigraphic data derived from the syn-orogenic clastic deposits in the Etoloakarnania area, in order to define the structural evolution and the movement history of thrust faults in the area. Geological data derived from structural, stratigraphic analysis and interpretation of air photos combine with data from seismic lines. The crustal-scale Pindos and Gavrovo thrusts,which formed a foreland propagating sequence, acted simultaneously for a long period of Oligocene. The Gavrovo thrust is characterized by significant displacement (>10 km), low shortening rates and a complex propagation history, involving out-of-sequence thrusting. NNW to NW-directed thrusts control the topography of the region and cause a significant thickening of the flysch. The superposition of flysch enhanced further subsidence and underthrusting. The clastic sedimentation began in the Priabonian and lasted till the Late Oligocene. In the Ionian basin the lower part of the clastic sequence corresponds to outer fan deposits, while the upper part corresponds to inner fan-slope deposits. In addition, inner to middle fan associations predominate in the Gavrovo basin. The results of this study show that the classic model of a foreland propagating thrust sequence for the External Hellenides needs significant modifications.
|
8 |
Συμβολή στη μελέτη της βιολογίας και οικολογίας του ζωοπλαγκτού σε λίμνες της Δυτικής ΕλλάδαςΧαλκιά, Αικατερίνη 26 August 2014 (has links)
Η παρούσα διδακτορική διατριβή εστιάστηκε στη μελέτη των σημαντικότερων οικολογικών και βιολογικών παραμέτρων του ζωοπλαγκτού των λιμνών Αμβρακίας, Λυσιμαχείας και Οζερός. Στόχος της μελέτης αυτής είναι η καλύτερη κατανόηση του οικολογικού ρόλου που διαδραματίζουν οι ζωοπλαγκτικές βιοκοινωνίες στα λιμναία οικοσυστήματα στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας, καθώς και η αποτύπωση της σημερινής κατάστασης στην οποία βρίσκονται.
Πραγματοποιήθηκαν μηνιαίες δειγματοληψίες κατά την περίοδο Σεπτέμβριος 2006-Αύγουστος 2008 στη λίμνη Αμβρακία και αντίστοιχα κατά την περίοδο Ιούνιος 2009-Μάιος 2010 στις λίμνες Λυσιμαχεία και Οζερός. Σε κάθε λίμνη γινόταν συλλογή δειγμάτων ζωοπλαγκτού, in situ καταγραφή των βασικών φυσικοχημικών παραμέτρων των υδάτων και συλλογή δειγμάτων νερού για τον προσδιορισμό της συγκέντρωσης των κυριότερων θρεπτικών στοιχείων και της χλωροφύλλης-α.
Η Αμβρακία είναι μια θειικού τύπου λίμνη με υψηλή αγωγιμότητα. Χαρακτηρίζεται ως θερμή μονομικτική και κατά την περίοδο της θερμοστρωμάτωσης στο υπολίμνιο παρατηρείται ανάπτυξη υποξικών/ανοξικών συνθηκών. Οι λίμνες Λυσιμαχεία και Οζερός δεν εμφάνισαν φαινόμενα θερμοστρωμάτωσης, διατηρούν ικανοποιητικά επίπεδα οξυγόνωσης στην υδάτινη στήλη τους και παρουσιάζουν αρκετά χαμηλές τιμές διαφάνειας. Σύμφωνα με τις τιμές του δείκτη τροφικότητας του Carlson, η λίμνη Αμβρακία χαρακτηρίζεται ως μεσότροφη, η λίμνη Οζερός ως μεσο-εύτροφη και η λίμνη Λυσιμαχεία ως εύτροφη.
Στη λίμνη Αμβρακία αναγνωρίστηκαν συνολικά 33 ζωοπλαγκτικά taxa, στη λίμνη Λυσιμαχεία 36 και στη λίμνη Οζερός 25. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις μέσες τιμές αφθονίας του ζωοπλαγκτού στις τρεις λίμνες, η Αμβρακία (83,6-442,7 ind/l) προσεγγίζει καλύτερα τα χαρακτηριστικά ζωοπλαγκτικών βιοκοινωνιών που συναντώνται σε μεσότροφα οικοσυστήματα, ενώ ο Οζερός (59,4-818 ind/l) και ιδιαίτερα η Λυσιμαχεία (147,9-4449,3 ind/l) σε εύτροφα. Η εποχική διακύμανση της συνολικής αφθονίας του ζωοπλαγκτού των λιμνών, χαρακτηρίζεται από τη χαμηλή αφθονία των ειδών κατά τη χειμερινή περίοδο και τη σταδιακή αύξησή τους κατά την εαρινή.
Στη βαθιά λίμνη Αμβρακία, η συντριπτική πλειοψηφία του ζωοπλαγκτού βρέθηκε συγκεντρωμένη στο στρώμα των 0-20 m. Το θερμοκλινές φάνηκε να ασκεί σημαντική επίδραση στον κατακόρυφο διαχωρισμό ειδών και οντογενετικών σταδίων.
Η διερεύνηση της επίδρασης των περιβαλλοντικών παραμέτρων στην αφθονία και διακύμανση του ζωοπλαγκτού των τριών λιμνών έδειξε πως ο κύριος παράγοντας που φαίνεται να επηρεάζει τα περισσότερα ζωοπλαγκτικά είδη είναι η θερμοκρασία. / The present PhD thesis focused on the study of the main ecological and biological aspects of the zooplankton community in lakes Amvrakia, Lysimachia and Ozeros. The aim of this study is the better understanding of zooplankton’s ecological role in lake ecosystems of Western Greece.
For the investigation of the zooplankton community in lakes, zooplankton samples were collected on a monthly basis in Lake Amvrakia during the period September 2006-August 2008 and in lakes Lysimachia and Ozeros during the period June 2009-May 2010. Additionally, for the assessment of water quality in lakes, water samplings were conducted at the same period in order to estimate the concentration of nutrients and chlorophyll-a, while the water’s basic physicochemical parameters were recorded in situ.
Lake Amvrakia, which belongs to the sulphate type, exhibits high conductivity values. The lake is characterized as a warm monomictic lake. The main characteristic in the vertical axis was the depletion of oxygen in the deeper hypolimnion, where anoxic conditions prevail, especially at the end of the stratification period. Lakes Lysimachia and Ozeros maintained satisfactory levels of oxygenation in their water column and no thermal stratification was observed. Both lakes exhibited low transparency values. According to Carlson's Trophic State Index (TSI), Lake Amvrakia is characterized as mesotrophic, Lake Ozeros as meso-eutrophic and Lake Lysimachia as eutrophic.
The zooplankton sampling in Lake Amvrakia revealed 33 zooplankton taxa, in Lake Lysimachia 36 and in Lake Ozeros 25. Considering the mean integrated abundance of the total zooplankton in the three lakes, Amvrakia (83.6-442.7 ind/l) exhibited the main characteristics of a mesotrophic ecosystem, while Ozeros (59.4-818 ind/l) and especially Lysimachia (147.9-4449.3 ind/l) of eutrophic lakes. The seasonal variation of the total abundance of zooplankton of lakes characterized by low species abundance in winter and a gradually increase during the spring period.
The investigation of the zooplankton vertical distribution in the deep lake Amvrakia showed that the vast majority of species was concentrated in the layer of 0-20 m. The development of the thermocline layer had a significant effect on the vertical separation between species, as well as between ontogenetic stages.
The water temperature seemed to have the most important influence on the temporal variation of most of the zooplankton taxa in lakes Amvrakia, Lysimachia and Ozeros.
|
Page generated in 0.0653 seconds