• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 7
  • Tagged with
  • 7
  • 7
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Επιβίωση επιχειρήσεων με τη μεθοδολογία των υποδειγμάτων κινδύνου

Λαλούντας, Διονύσιος 19 October 2009 (has links)
Η εξέλιξη των επιχειρήσεων και η ανάπτυξή τους έχει απασχολήσει από παλιά την ακαδημαϊκή κοινότητα (Gibrat 1931). Ένα εξιδεικευμένο τμήμα της βιβλιογραφίας αυτής ασχολείται με τον προσδιορισμό των παραγόντων επιβίωσης των επιχειρήσεων, που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διατριβής. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να αναφέρονται σε ίδια χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων και του κλάδου στον οποίο ανήκουν ή και σε μακροοικονομικούς παράγοντες. Ο προαναφερθείς σκοπός επιτυγχάνεται μέσα από την ανάπτυξη των θεωρητικών υποθέσεων με βάση τις οποίες καταρτίζεται το οικονομετρικό υπόδειγμα. Το κύριο βάρος της εργασίας εστιάζεται στην ανάλυση των συνεχών υποδειγμάτων κινδύνου και το έλεγχο των υποθέσεων στα οποία βασίζονται. Ειδικότερα εξετάζεται η επίδραση της μορφής των δεδομένων και της χρονικής συνάθροισης στους εκτιμητές των εφαρμοζόμενων στην μέχρι σήμερα εμπειρική έρευνα υποδειγμάτων. Συγκρίνοντας διαφόρους τύπους διακριτών και συνεχών υποδειγμάτων κινδύνου οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι τα μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενα συνεχή υποδείγματα καταλήγουν σε μεροληπτικά αποτελέσματα. Η εφαρμογή διακριτών υποδειγμάτων κινδύνου PCE, που αποτελεί και την συνεισφορά μας στη βιβλιογραφία, περιορίζει σε σημαντικό βαθμό τα μειονεκτήματα των εφαρμοζόμενων στην εμπειρική έρευνα υποδειγμάτων. Η εφαρμογή της παραπάνω μεθοδολογίας προϋποθέτει δεδομένα τύπου longitudinal τα οποία δεν είναι συνήθως διαθέσιμα. Αυτό εξηγεί το γεγονός των περιορισμένων εμπειρικών εργασιών στο χώρο της επιβίωσης των επιχειρήσεων. Δεδομένης της δυσκολίας εξεύρεσης κατάλληλων δεδομένων η εμπειρική εφαρμογή στηρίχθηκε σε δεδομένα δημοσίων εγγραφών της ελληνικής κεφαλαιαγοράς για την περίοδο 1993-2002. Από όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε είναι η πρώτη φορά στη βιβλιογραφία που διεξάγεται παρόμοια έρευνα με ελληνικά δεδομένα δημοσίων εγγραφών. Τέλος, η διατριβή καταλήγει στην εξαγωγή των βασικών συμπερασμάτων και προτάσεων σχετικά με μελλοντική έρευνα. / Most economic phenomena are measured over long time intervals and this naturally leads us to see time as a discrete variable. More precisely, the underlying duration process occurs in continuous time, while the observed data comes in grouped form. In applied research, while firm life data are grouped into time intervals, continuous hazard models are used. The purpose of this paper is to investigate the sensitivity of regression coefficients and the coefficient duration dependence of the discrepancy between the statistical model and the data generating process.
2

Προϋποθέσεις επιβίωσης. Παράγοντες αποεπένδυσης μιας ξένης μονάδας / Conditions of survival. Factors of divestment of an affiliate

Χαροκόπου, Μαρία 22 September 2009 (has links)
Η αποεπένδυση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι μιας διεθνικής. Αν και από πολλούς αντιμετωπίζεται ως αποτυχία της θυγατρικής, θα πρέπει πλέον να θεωρείται αποτέλεσμα της διαδικασίας διαρκούς εξέλιξης και προσαρμογής στο περιβάλλον έτσι ώστε αυτή να παραμένει κερδοφόρα και ανταγωνιστική. Οι λόγοι που οδηγούν στην αποεπένδυση είναι πολλοί. Εκτός από την οικονομική πορεία της μονάδας όπως πολλοί μπορεί να φαντάζονται ως κυρίαρχο λόγο αποεπένδυσης, υπάρχουν και στρατηγικοί λόγοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι όσο σημαντικό κομμάτι μιας επιχείρησης αποτελούν οι επενδύσεις για την εξέλιξη και τη μεγέθυνση της, τόσο σημαντικές είναι και οι αποφάσεις αποεπένδυσης, η επιλογή της σωστής χρονικής στιγμής, η επιλογή του μοντέλου εξόδου καθώς και η επιλογή της περιοχής μεταφοράς των δραστηριοτήτων. Θα πρέπει εξάλλου πριν από κάθε μελλοντική επένδυση να μελετώνται διάφοροι παράγοντες, που έχουν να κάνουν τόσο με το εσωτερικό όσο και με το εξωτερικό περιβάλλον της επιχείρησης, έτσι ώστε να ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες μελλοντικής αποεπένδυσης. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες, όπου η παρούσα παγκόσμια κρίση, η πιο βαθιά τα τελευταία χρόνια, επιτάσσει προσεκτικές στρατηγικές κινήσεις από την πλευρά των διεθνικών, το θέμα των αποεπενδύσεων είναι ζωτικής σημασίας. Όσον αφορά στη άποψη της κοινής γνώμης, οι αποεπενδύσεις αντιμετωπίζονται με καχυποψία αφού συνήθως έχουν εκτεταμένες και σοβαρές συνέπειες γι αυτούς που εμπλέκονται, ειδικά γι αυτούς που χάνουν τις δουλειές τους και για τις περιοχές που χάνουν πολύτιμες θέσεις εργασίας. Στην εργασία αυτή μελετούνται αρχικά οι έννοιες της επιβίωσης μιας θυγατρικής, της επιτυχίας και της αποτυχίας. Στη συνέχεια αναλύεται η έννοια της αποεπένδυσης, οι διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις στο φαινόμενο αυτό καθώς και τα διάφορα μοντέλα εξόδου μιας διεθνικής από μία αγορά. Σημαντικό κομμάτι της βιβλιογραφίας αποτελούν και διάφοροι παράγοντες και η σχέση τους με την επιβίωση και συνακόλουθα με την αποεπένδυση. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας αυτής μελετάται η περίπτωση της πολυεθνικής της Frigoglass και αναλύονται οι σημαντικότερες αποεπένδύσεις αυτής. / Divestment is an integral part of foreign affiliates. Even though many face divestment as failure of the company, it has to be considered as a result of the continuing evolving process and its trial to adapt to the environment so as to be profitable and competitive. The reasons that lead to divestment are many. Apart from the economic situation of the affiliate as many can imagine as the prevalent reason, there are also strategic reasons. It is noticeable that as much important the decision of investing for a company is for the evolution and its growth, so important are also the decisions for divestment, the choice of the suitable timing, the exit mode and at last the place of relocation. Besides they have to be studied many factors before investing, that they have to do with the internal and external environment of the company, in order the possibilities of divesting to be minimized. Especially now, that the worldwide economic crisis, the deepest of the last years, needs careful strategic steps, the issue of divestment is of vital importance. As for the public opinion, divestments are often faced with suspicion, as they have to do with serious effects especially for those who concern, those who lose their jobs . In this paper, they are studied the concepts of the survival of the affiliate, of the success and the failure. Also, it is analyzed the phenomenon of divestment, its theoretical approaches and the different exit modes. Moreover, an important part of this study has to do with the factors of the survival and of divestment. In the second part is studied the case of the multinational Frigoglass and they are analyzed its most important cases of divestments.
3

Μελέτη ρυθμιστών του κυτταρικού κύκλου και παραγόντων που εμπλέκονται στη διεργασία αποδόμησης των P21cip1 και P27kip1 σε λεμφώματα Β-κυτταρικής αρχής. Συσχέτιση με κλινικές παραμέτρους

Σιρινιάν, Χάιδω 30 May 2012 (has links)
Κατά τη διάρκεια του κυτταρικού κύκλου ένας από τους σημαντικότερους μηχανισμούς ρύθμισης της ομοιόστασης των πρωτεϊνικών μορίων είναι η ελεγχόμενη στο χώρο και στο χρόνο αποδόμηση τους. Οποιαδήποτε ανωμαλία στη ρύθμιση των μηχανισμών αποδόμησης των πρωτεϊνών μπορεί να προκαλέσει σημαντική βλάβη στη λειτουργία του κυττάρου και να οδηγήσει σε κακοήθη εξαλλαγή του. Η αποδόμηση των κύκλινο-εξατώμενων αναστολέων του κυτταρικού κύκλου, p27 και p21, έχει δειχθεί να αυξάνει κατά την καρκινογένεση. Αν και η πρωτεόλυση των p27 και p21 έχει δειχθεί να μεσολαβείται από διαφορετικά μονοπάτια ωστόσο το περισσότερο γνωστό και καλύτερα τεκμηριωμένο είναι το μονοπάτι μέσω του συμπλόκου SCF (Skp2-cul1-Skp1) Ε3 λιγάσης της ουβικουιτίνης. Αρχικά οι πρωτεΐνες p27 και p21 φωσφορυλιώνονται από το σύμπλκο κυκλίνης Ε/Α-CDK2 στη θρεονίνη 187 (Thr187) και στη σερίνη 130 (Ser130) αντίστοιχα, και εν συνεχεία αναγνωρίζονται από το σύμπλοκο SCFSkp2, το οποίο διευκολύνει την πολύ-ουβικουιτινυλίωση και την αποδόμηση των πρωτεϊνών στο πρωτεόσωμα. Στη παρούσα εργασία μελετήθηκε η έκφραση των πρωτεϊνών: p27, p21, Skp2, cul1, pThr187-p27, κυκλίνη Α, κυκλίνη Ε και CDK2 σε 135 περιπτώσεις Β-λεμφωμάτων με Επιθετική [66 ΔΛΜΒΚ (35 λεμφαδενικά και 31 εξωλεμφαδενικά), 13 ΛΚΜ (8 κλασσικά και 5 βλαστικά) και 5 με ΛΛ βαθμού 3α/β)] και Ήπια βιολογική συμπεριφορά [9 ΛΛ (3 βαθμού 1, 6 βαθμού 2), 20 ΛΟΖ (12 λεμφαδενικά 6 εξωλεμφαδενικά, 2 σπληνικά) και 22 ΛΜΚ]. Η έκφραση της p27 παρατηρήθηκε μέγιστη στα ήπια λεμφώματα. Ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις επιθετικού λεμφώματος, κυρίως ΔΛΜΒΚ (~40%, >30%), η έκφραση της p27 βρέθηκε αυξημένη. Επιπλέον, σε όλες τις περιπτώσεις λεμφωμάτων εκτός του λεμφοζιδιακού και της οριακής ζώνης, παρουσιάστηκε αδυναμία αρνητικής συσχέτισης μεταξύ της p27 και της Skp2. Η μέγιστη έκφραση της p21, αντίθετα με την p27, παρατηρήθηκε στα ΔΛΜΒΚ, γεγονός που συνδέει την p21 με επιθετικότερη νόσο. Η πρωτεΐνη p21 δεν έδειξε να συσχετίζεται με τις πρωτεΐνες που είναι υπεύθυνες για την αποδόμηση της, γεγονός που πιθανόν να υποδεικνύει ότι στα Β-λεμφώματα που μελετήθηκαν η p21 δεν πρωτεολύεται από το σύμπλοκο SCFSkp2. Η υπερέκφραση της Skp2 στα ΔΛΜΒΚ, ΛΚΜ (κυρίως βλαστικά) και ΛΛ (βαθμού 3) καθώς και η ισχυρή θετική συσχέτιση με το δείκτη πολλαπλασιασμού, την κυκλίνη Α και τη CDK2 προσδίδουν στη πρωτεΐνη χαρακτηριστικά δείκτη επιθετικότητας. H cul1 έδειξε τα υψηλότερα επίπεδα έκφρασης και μία ισχυρή θετική συσχέτιση με την Skp2 στα ΔΛΜΒΚ, υποδεικνύοντας την παρουσία ενεργού SCF συμπλόκου, ωστόσο δεν παρατηρήθηκε παρόμοια συσχέτιση στους άλλους τύπους λεμφώματος. Υπερέκφραση της φωσφορυλιωμένης μορφής της p27 (pThr187-p27), δείχθηκε στα επιθετικότερα λεμφώματα. Επιπλέον, ισχυρή θετική συσχέτιση με το δείκτη πολλαπλασιασμού έδειξε η pThr187-p27, σε όλους τους τύπους λεμφώματος, δείχνοντας μία πιθανή σύνδεση της pThr187-p27 με την επιθετικότητα της νόσου. Συσχέτιση των παραπάνω πρωτεϊνών με τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα των των ασθενών δείχνουν ότι στα επιθετικά λεμφώματα η υπερέκφραση των Skp2 και pThr187-p27 συνδέεται με βραχύτερο διάστημα ελεύθερο νόσο, ενώ η υπερέκφραση της pThr187-p27 έδειξε να συνδέεται και με πτωχότερη ολική επιβίωση. Επίσης κατά την πολυπαραγοντική ανάλυση, δείχθηκε για πρώτη φορά ότι η έκφραση της pThr187-p27 αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα για τη συνολική επιβίωση όχι μόνο ανάμεσα στις υπό μελέτη πρωτεΐνες αλλά και σε συνάρτηση με τις κλινικές παραμέτρους στα επιθετικά Β-λεμφώματα / Cell cycle is tightly regulated by a functionally conserved group of proteins which together constitute the basic cell division machinery that controls cell cycle progression. Altered expression of these proteins are almost always detected in human cancer cells. However, aberrant expression of these proteins can be the cause of malignant transformation but also in some cases, can be the consequence of cancer progression. The cell cycle regulators p27 and p21 play a central role in the suppression of tumorigenesis in a variety of human cancers. Of particular importance for the development of human cancers is the ubiquitin dependent degradation of p27 and p21 by the proteasome. This pathway is controlled by many complexes, however the most well studied is the SCFSkp2 complex. p27 and p21 proteins are phosphorylated at a conserved Threonine (T187) and Serine (Ser130) residue by cyclin E/A-cdk2 complexes, respectively, and the Skp2 protein facilitates the polyubiquitylation of p27 and p21 by the SCF complex. In the present study was examined the immunoexpression of p27, p21, Skp2, cul1, pThr187-p27, cyclin Α, cyclin Ε and CDK2 in 135 cases with B-cell Lymphoma with aggressive [66 DLBCL (35 nodal and 31 extranodal), 13 MCL (8 classical and 5 blastic) and 5 FL grade 3α/β)] and indolent biological behaviour [9 FL (3 G1, 6 G2), 20 MZL (12 nodal, 6 extranodal, 2 splenic) and 22 SLL]. P27 was overexpressed in indolent B-cell lymphomas. However, many cases with aggressive B-cell lymphoma, mainly DLBCLs (~40%, >30%),, showed increased expression of p27. In addition, all lymphoma cases except the FLs and MZLs failed to show an inverse correlation between p27 and Skp2. The highest expression of p21 was observed in DLBCL, indicating that p21 expression is associated with more aggressive neoplasias. The levels of p21 expression did not correlate with Skp2 and cul1, indicating that SCFSkp2 complex might not be capable for p21 degradation in B-cell lymphomas. Overexpression of Skp2 in DLBCLs, MCLs (mainly blastic type) and FL (Grade 3), as well as the strong positive correlation with cyclin A and CDK2, indicate that Skp2 may be a putative biomarker of tumor aggressiveness. The expression of cul1 was higher in DLBCLs, and correlate well with the expression of Skp2, indicating the presence of active SCFSkp2 complex. However, a similar correlation was not observed in other lymphoma groups. The phosphorylated form of p27 (pThr187-p27) was overexpressed in aggressive cases. Furthermore, a strong positive correlation between pThr187-p27 and the proliferation index, was observed in all lymphoma cases. This correlation may indicate that pThr187-p27 could be used as a marker of tumor aggressiveness. The correlation of the studied proteins with the clinical and laboratory data showed that in the aggressive lymphomas the expression of Skp2 and pThr187-p27 is associated with poor disease free survival rate, and pThr187-p27 is also associated with shorter overall survival. In the present study, the multivariant cox analysis showed that the expression of pThr187-p27 is an independent prosgnostic factor for the overall survival among other clinical parameters.
4

Έκφραση των δεικτών απόπτωσης bcl-2, bax, του δείκτη κυτταρικού πολλαπλασιασμού Ki-67 και του ογκογονιδίου p53 σε ηπατοκυτταρικά καρκινώματα και συσχέτιση με τη μετεγχειρητική επιβίωση ασθενών και τους κλασσικούς προγνωστικούς δείκτες της νόσου. / Expression of the apoptotic indices bcl-2, bax the cellular proliferation index Ki-67 and p53 oncogene in hepatocellular carcinomas and correlation with the post-operative survival of patients and the classic prognostic indices of the disease.

Μακατσώρης, Θωμάς 25 June 2007 (has links)
Σκοπός: Η μελέτη βιολογικών και θεραπευτικών συσχετισμών σε ασθενείς με ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα και ο δυνητικός ρόλος της απόπτωσης. Ασθενείς και Μέθοδοι: Η μελέτη περιέλαβε 35 παρασκευάσματα μερικών ηπατεκτομών από ισάριθμους ασθενείς με ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα, μη ινοπεταλιώδους τύπου, που αφαιρέθηκαν με ηπατεκτομή για θεραπευτικό σκοπό. Σε αυτούς τους όγκους εκτιμήθηκαν διάφορα μακροσκοπικά και μικροσκοπικά χαρακτηριστικά, διαβαθμίστηκαν και συσχετίστηκαν με το διάστημα ελεύθερο νόσου. Επιπρόσθετα, σε τομές παραφίνης εκτιμήθηκε η έκφραση του bcl-2 και του bax (ανοσοϊστοχημεία/mRNA in-situ υβριδισμός) και της πρωτεΐνης p53. Αποτελέσματα: Η αγγειακή διήθηση η οποία είναι ο ισχυρότερος προβλεπτικός παράγοντας υποτροπής της νόσου, σχετίζεται με το μέγεθος των όγκων, την ύπαρξη γιγαντοκυττάρων και νέκρωσης, τον επικρατούντα και το χειρότερο βαθμό διαφοροποίησης και τον αποπτωτικό/μιτωτικό δείκτη. Ο in-situ υβριδισμός ανέδειξε έκφραση του mRNA του bcl-2 σε 25 από τους 35 ασθενείς (70%). Η ανοσοϊστοχημική χρώση δεν ανέδειξε έκφραση της πρωτεΐνης του bcl-2 στα καρκινικά κύτταρα. Αντίθετα, το bax mRNA και η πρωτεΐνη bax έδειξαν παρόμοιο τρόπο έκφρασης και ανευρέθηκαν μέσα στα ηπατοκύτταρα και στα χολαγγεία. Η έκφραση του bax mRNA ήταν υψηλότερη σε όγκους καλής διαφοροποίησης. Η έκφραση του p53 ήταν μικρότερη στον μικροδοκιδώδη τύπο από το συμπαγή τύπο και ήταν υψηλότερη σε πτωχά διαφοροποιημένους όγκους από τους καλά ή μετρίως διαφοροποιημένους όγκους. Συμπεράσματα: Η ηπατική καρκινογένεση στον άνθρωπο είναι μια πολυπαραγοντική και πολυεστιακή διαδικασία. Η αγγειακή διήθηση σχετίζεται με τον αποπτωτικό/μιτωτικό δείκτη και υψηλότερος αποπτωτικός/μιτωτικό δείκτης σχετίζεται με καλύτερο ελεύθερο νόσου διάστημα. Επιπλέον, η πρωτεΐνη bcl-2 δεν εκφράζεται ενώ εκφράζεται το mRNA, το οποίο εισηγείται μετα-μεταφραστικό λάθος και δείχνει ότι το bcl-2 δεν παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος. / Aim: The study of biologic and therapeutic correlations in patients with hepatocellular carcinomas and the potential role of apoptosis. Patients and Methods: The study included 35 partial hepatectomy specimens removed from equal number of patients with nonfibrolamellar hepatocellular carcinomas (HCCs) for therapeutic reasons. In these tumors several macroscopic and microscopic features were assessed, graded and correlated with disease free survival. In addition, in paraffin sections the expressions of bcl-2 and bax (protein immunohistochemistry / mRNA-in situ hybridization) and p53 protein were assessed. Results: Vascular invasion, which is the strongest predictor of disease recurrence, correlates significantly with tumor size, tumor giant cells and necrosis, the predominant and worst degree of differentiation, and the apoptosis/mitosis ratio. Immuno-histochemical staining failed to reveal any bcl-2 protein expression in tumor cells of HCC. In the contrary, bax MRNA and protein displayed somehow a similar pattern of expression. They were detected within hepatocytes, bile duct epithelial and cholangiolar epithelial cells. Ηigher bax mRNA expression was noted in grade I carcinomas. Expression of p53 protein was less in the microtrabecular type than in the solid type and it was higher in poorly differentiated tumors than in those that were well or moderately well differentiated. Conclusions: Liver carcinogenesis in humans is a multistep and multifocal process. Vascular invasion correlates with the apoptosis/mitosis ratio and a higher apoptosis/mitosis ratio correlates with improved disease free survival. In addition, bcl-2 gene is frequently present but its protein product is absent. This suggests a post-translational mechanism of bcl-2 protein degradation, indicating that bcl-2 does not play a substantial role in the progress of hepatocellular carcinoma.
5

Investigation of the dose dependence of the induction of cellular senescence in a small cell lung cancer cell line : implementation of R.C.R. (repairable-conditionally repairable) model / Διερεύνηση της εξάρτησης της δόσης για την επαγωγή κυτταρικής γήρανσης σε μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα : εφαρμογή του R.C.R. (repairable-conditionally repairable) μοντέλου

Μακρής, Νικόλαος 28 September 2010 (has links)
The purpose of this work is to make an attempt to quantify and model various types of cell death for a small cell lung cancer (SCLC) cell line (U1690) after exposure to a 137Cs source and as well as to compare cell survival models, the Linear-Quadratic (LQ) and Repairable Conditionally – Repairable model (RCR). This study is based on four different experiments that were taken place at Cancer Centrum Karolinska (CCK). A human small cell lung cancer (SCLC) cell line after the exposure to a 137Cs source was used for the extraction of the clonogenic cell survival curve. Additionally for the determination and quantification of various modes of cell death the method of fluorescence staining was implemented, where we categorized the cell death based on morphological characteristics. As next with the flow cytometry analysis we measured the properties of individual particles and more specifically the percentage of cells in each phase of the cell cycle. The quantification of senescent cells was performed by staining the samples with senescence associated-β-gal solution and then scoring as senescent cells those that had incorporated the substance. These data were introduced into a maximum likelihood fitting to calculate the best estimates of the parameters used by the model in section 2.8. In this model we sorted the modes of cell death into three categories: apoptotic, senescent and other types of cell death (nec/apop, necrotic, micronuclei, giant). In regards to the clonogenic cell survival assay the RCR model shows a ρ2 value that is equal to 6.10 whereas for the LQ model is 9.61. Moreover from the fluorescence microscopy and senescence assay we observed an initial increase of the probability of three different categories of cell death on day 2 and at higher doses there was saturation. On day 7 a significant induction of apoptosis in a dose and time dependent manner was evident whereas senescence was slightly increased in response to dose but not to time. As for the „other types of cell death‟ category on day 7 showed a higher probability that the one on day 2 and as well as a prominent dose dependence. A dose dependent accumulation of cells in the G2/M phase of the cell cycle was induced by photons on day 2. The accumulation in the G2/M phase on day 2 is released on day 7 and simultaneously an increase of the probability of apoptosis with time was observed. The RCR model is fitted better to the experimental data rather than the LQ model. On day 2 there is a slight increase of the apoptotic and senescent probability with dose. On the other hand on day 7 the shape of the curve of apoptosis differs and we observe a sigmoidal increase with dose. At both time points the mathematical model fit the data reasonable well. Due to the fact that the clonogenic survival doesn‟t coincide with the one extracted from the fluorescence microscopy, a more accurate way of quantification of cell death need to be used (e.g. CVTL). / Ο σκοπός αυτής της μελέτης είναι η ποσοτικοποίηση και μοντελοποίηση διαφόρων τύπων κυτταρικού θανάτου μικροκυτταρικού καρκίνου πνεύμονα μετά από ακτινοβόληση με πηγή Καισίου (137Cs) καθώς και η σύγκριση μοντέλων κυτταρικής επιβίωσης, Linear-Quadratic (LQ) και Repairable Conditionally-Repairable. Η μελέτη είναι βασισμένη σε τέσσερα ξεχωριστά πειράματα τα οποία πραγματοποιήθηκαν στο Cancer Centrum Karolinska (CCK). Ανθρώπινος μικροκυτταρικός καρκίνος πνεύμονα χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της καμπύλης κυτταρικής επιβίωσης μετά από ακτινοβόληση με πηγή Καισίου (137Cs). Επιπρόσθετα για τον προσδιορισμό και την μοντελοποίηση των διαφόρων ειδών θανάτου εφαρμόστηκε η μέθοδος της φθορίζουσας μικροσκοπίας, με την βοήθεια της οποίας κατηγοριοποιήθηκε ο κυτταρικός θάνατος βάσει μορφολογικών χαρακτηριστικών. Στη συνέχεια μέσω της κυτταρομετρίας ροής υπολογίσαμε τις ιδιότητες μεμονομένων σωματιδίων (κυττάρων) και πιο συγκεκριμένα το ποσοστό των κυττάρων σε κάθε φάση του κυτταρικού κύκλου. Η ποσοτικοποίηση των κυττάρων γήρανσης πραγματοποιήθηκε μέσω της χρώσης των δειγμάτων με διάλυμα συσχετιζόμενο με την γήρανση και μετά καταγράφηκαν σαν κύτταρα γήρανσης αυτά τα οποία είχαν ενσωματώσει την ουσία. Τα δεδομένα χρησιμοποιήθηκαν σε μια διαδικασία προσαρμογής μέγιστης πιθανοφάνειας (maximum likelihood fitting) ώστε να υπολογιστούν οι βέλτιστες τιμές των παράμετρων που χρησιμοποιούνται από το μοντέλο στην ενότητα 2.8. Στο παρόν μοντέλο έχουμε ταξινομήσει τον κυτταρικό θάνατο σε τρεις κατηγορίες: απόπτωση, γήρανση και άλλοι τύποι κυτταρικού θανάτου (νεκ/αποπ, νέκρωση, μικροπυρήνες και γίγαντες). Όσον αφορά την κλωνογόνο κυτταρική επιβίωση το RCR μοντέλο παρουσιάζει τιμή χ2 ίση με 6.10 ενώ για το LQ μοντέλο ίση με 9.61. Επιπλέον μέσω της φθορίζουσας μικροσκοπίας και της χημικής δοκιμής για την κυτταρική γήρανση παρατηρήσαμε την 2η μέρα αρχική αύξηση της πιθανότητας και για τις τρεις κατηγορίες κυτταρικού θανάτου ενώ εμφανής ήταν ο κορεσμός στις υψηλότερες δόσεις. Την 7η μέρα παρουσιάστηκε επαγωγή της απόπτωσης με δοσο/χρονο-εξαρτώμενο τρόπο καθώς και το ότι η γήρανση των κυττάρων αυξήθηκε ελάχιστα με την δόση αλλά όχι με τον χρόνο. Σχετικά με την τρίτη κατηγορία ‘άλλοι τύποι κυτταρικού θανάτου’ την 7η μέρα ανέδειξε υψηλότερη πιθανότητα συγκριτικά με την 2η μέρα καθώς και μια έκδηλη εξάρτηση με την δόση. Κατά την ανάλυση του κυτταρικού κύκλου για την 2η μέρα αναδεικνύεται συσσώρευση των κυττάρων με δοσοεξαρτώμενο τρόπο στην φάση G2/M του κυτταρικού κύκλου. Η συσσώρευση των κυττάρων στην φάση G2/M την 2η μέρα απελευθερώθηκε την 7η μέρα με ταυτόχρονη αύξηση της πιθανότητας για απόπτωση συναρτήσει της δόσης. Βρέθηκε ότι το RCR μοντέλο προσαρμόζεται καλύτερα στα πειραματικά δεδομένα σε σχέση με το LQ μοντέλο. Την 2η μέρα παρατηρήθηκε πολύ μικρή αύξηση της πιθανότητας για απόπτωση και γήρανση συναρτήσει της δόσης. Ενώ την 7η μέρα η μορφή της καμπύλης της απόπτωσης διαφοροποιήθηκε και παρατηρήθηκε σιγμοειδής αύξηση με την δόση. Το μαθηματικό μοντέλο προσαρμόζεται αρκετά καλά στα δεδομένα για την 2η και 7η μέρα. Ένας πιο ακριβής τρόπος υπολογισμού της ποσοτικοποίησης του κυτταρικού θανάτου θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί εξ’αιτίας του γεγονότος ότι η καμπύλη της κλωνογόνου επιβίωσης δεν συμπίπτει με αυτή που παράχθηκε από την μικροσκοπία φθορισμού.
6

Επιδημιολογικά χαρακτηριστικά, διαχρονικές μεταβολές επιδημιολογικών δεικτών και διερεύνηση των παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων στη Δυτική Ελλάδα

Αυγερινού, Χριστίνα 22 December 2014 (has links)
Τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (ΜΔΣ) είναι μια ετερογενής ομάδα επίκτητων κλωνικών διαταραχών του πολυδύναμου αρχέγονου αιμοποιητικού κυττάρου, που χαρακτηρίζονται από κυτταροπενίες στο περιφερικό αίμα, μορφολογικές και λειτουργικές διαταραχές των αιμοποιητικών κυττάρων και αυξημένο κίνδυνο εκτροπής σε οξεία μυελογενή λευχαιμία (ΟΜΛ). Η επίπτωση των ΜΔΣ ποικίλλει σημαντικά μεταξύ διαφόρων χωρών με βάση δεδομένα από διάφορες μελέτες. Δεν υπήρχαν δημοσιευμένα επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με την επίπτωση των ΜΔΣ στον ελλαδικό χώρο μέχρι την πραγματοποίηση αυτής της διατριβής. Ασθενείς και μέθοδοι: Στο πρώτο σκέλος της διατριβής καταγράφηκαν όλοι οι ασθενείς που διαγνώστηκαν με ΜΔΣ κατά την 20-ετή περίοδο 1/1/1990-31/12/2009 στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από τους ιατρικούς φακέλους των ασθενών με τεκμηριωμένη διάγνωση ΜΔΣ από ειδικό αιματολόγο ή αιμοπαθολογοανατόμο, και από τα τέσσερα νοσοκομεία την περιοχή της Δυτικής Ελλάδας (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών, Γενικό Νοσοκομείο «Ο Άγιος Ανδρέας», Θεραπευτήριο «Ολύμπιον» και Γενικό Νοσοκομείο Μεσολογγίου). Καταγράφηκαν τα δημογραφικά και κλινικά χαρακτηριστικά των ασθενών με ΜΔΣ και δημιουργήθηκε μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων, επί της οποίας έγινε περιγραφική στατιστική ανάλυση. Καταγράφηκε επίσης η ημερομηνία αρχικής διάγνωσης και η ημερομηνία θανάτου ή τελευταίας επαφής/εξέτασης και έγινε ανάλυση επιβίωσης. Εκτιμήθηκε η παρουσία συννοσηρών παθήσεων κατά τη διάγνωση και υπολογίστηκαν οι δείκτες συννοσηρότητας Charlson Comorbidity Index και MDS-CI. Η επίπτωση και ο επιπολασμός των ΜΔΣ υπολογίστηκαν για την περιοχή της Δυτικής Ελλάδας που απαρτίζεται από τους νομούς Αχαΐας, Ηλείας και ΜΔΣ. Το δεύτερο σκέλος της διατριβής είναι μια μελέτη ασθενών-μαρτύρων που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών και στο Γενικό Νοσοκομείο «Ο Άγιος Ανδρέας». Ελήφθησαν συνεντεύξεις βάσει ερωτηματολογίου από ασθενείς με ΜΔΣ και ομάδα μαρτύρων με αναλογική εξομοίωση ως προς φύλο και ηλικία. Η ομάδα των μαρτύρων συγκροτήθηκε από ασθενείς που υπεβλήθησαν σε επέμβαση καταρράκτη στην Οφθαλμολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών. Η συνέντευξη βασίστηκε σε ερωτηματολόγιο αναφορικά με την οικογενειακή κατάσταση, την περιοχή κατοικίας, το επάγγελμα, το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου, την επαγγελματική έκθεση σε χημικά, το κάπνισμα, την κατανάλωση αλκοόλ, τη διατροφή, την έκθεση σε οικιακούς παράγοντες κινδύνου, τις δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, την ακτινοβολία για διαγνωστικούς σκοπούς και τυχόν προηγηθέν ψυχοπιεστικό γεγονός. Και τα δύο ερευνητικά σκέλη της διατριβής έλαβαν την έγκριση του Επιστημονικού Συμβουλίου των συμμετεχόντων νοσοκομείων. Η στατιστική ανάλυση έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα IBM SPSS Statistics (έκδοση 20.0). Αποτελέσματα: Συνολικά καταγράφηκαν 855 ασθενείς με ΜΔΣ. Η ανθεκτική αναιμία (RA) ήταν η πιο κοινή υποκατηγορία και στα δύο φύλα με βάση την ταξινόμηση τόσο κατά FAB όσο και κατά WHO. Οι κατηγορίες Del(5q) και RARS ήταν πιο συχνές στις γυναίκες, ενώ η CMML-D στους άνδρες. Η τρισωμία 8 ήταν η πιο κοινή μονήρης κυτταρογενετική ανωμαλία. Η αδρή μέση ετήσια επίπτωση ΜΔΣ ήταν 6 ανά 100.000 κατοίκους ηλικίας ≥15 ετών (όλες οι κατηγορίες ΜΔΣ κατά FAB), ενώ ήταν 4,8 ανά 100.000 όταν εξαιρέθηκαν CMML και RAEB-T. Η αδρή επίπτωση ήταν υψηλότερη στις αγροτικές από ό,τι στις αστικές περιοχές, αλλά αυτό το εύρημα δεν επιβεβαιώθηκε μετά από προτύπωση κατά ηλικία. Η προτυπωμένη κατά ηλικία μέση ετήσια επίπτωση ΜΔΣ ήταν 7,9 ανά 100.000 στους άνδρες και 3,4 ανά 100.000 στις γυναίκες. Παρατηρήθηκε μια συνεχώς αυξανόμενη επίπτωση ΜΔΣ, που ουσιαστικά αντιπροσωπεύει μια αύξηση στις περιπτώσεις RA και RARS κατά τη διάρκεια της μελετηθείσας περιόδου. Η μέση επιβίωση των ασθενών με ΜΔΣ ήταν 39,8 μήνες και η διάμεση επιβίωση ήταν 22,4 μήνες. Η επιβίωση συσχετίστηκε σημαντικά με την ηλικία κατά τη διάγνωση και με την προγνωστική κατηγορία κατά IPSS. Η μονοπαραγοντική ανάλυση με βάση το μοντέλο του Cox έδειξε ότι η ηλικία, η κατηγορία κατά FAB, η βαρύτητα της αναιμίας, της λευκοπενίας, της ουδετεροπενίας και της θρομβοπενίας και τα επίπεδα φερριτίνης και LDH στον ορό συσχετίστηκαν με τη συνολική επιβίωση. Η παρουσία καρδιακής ανεπάρκειας ή/και νεφρικής νόσου κατά τη διάγνωση φάνηκε να επηρεάζει σημαντικά την επιβίωση, ενώ οι δείκτες συννοσηρότητας Charlson Comorbidity Index και MDS-CI δε φάνηκε να συσχετίζονται με την επιβίωση των ασθενών με ΜΔΣ στην παρούσα μελέτη. Διακόσιοι είκοσι τέσσερις ασθενείς συμμετείχαν στη μελέτη ασθενών-μαρτύρων (126 ασθενείς με ΜΔΣ και 98 μάρτυρες). Οι ασθενείς και οι μάρτυρες εξομοιώθηκαν αναλογικά ως προς το φύλο και την ηλικία. Το οικογενειακό ιστορικό αιματολογικής νεοπλασίας ή/και συμπαγούς όγκου συσχετίστηκαν σημαντικά με τα ΜΔΣ. Η επαγγελματική έκθεση σε φυτοφάρμακα, ιδιαίτερα εντομοκτόνα και ζιζανιοκτόνα, συσχετίστηκε σημαντικά με τον κίνδυνο εμφάνισης ΜΔΣ. Η κατανάλωση κρέατος ≥5 φορές την εβδομάδα, αυγών ≥3 φορές την εβδομάδα και ποσότητας αλκοόλ ≥15 ποτά (ισοδύναμα) την εβδομάδα επίσης συσχετίστηκαν με ΜΔΣ. Ωστόσο, οι μοναδικοί παράγοντες που διατήρησαν τη στατιστική σημαντικότητά τους στην πολυπαραγοντική ανάλυση ήταν το οικογενειακό ιστορικό κακοήθειας (συμπαγούς όγκου) (p=0.014) και η έκθεση σε φυτοφάρμακα (p<0.0001). / “Epidemiologic features, temporal trends of epidemiological indices and investigation of risk factors for myelodysplastic syndromes in Western Greece” Background: “Myelodysplastic syndromes (MDS) are a heterogenous group of acquired clonal disorders of the bone marrow, characterized by cytopenias, morphologic and functional abnormalities of hematopoietic cells, and a high risk of transformation to acute myeloid leukaemia (AML)”. The incidence of MDS varies significantly among countries according to different studies. Published epidemiologic data for MDS in Greece were not available by the time this study was conducted. Objective: The objective of the present study was to describe the demographic and clinical features of the patients diagnosed with MDS in Western Greece during the period 1990-2009, to estimate the incidence of MDS and its temporal trends throughout this period, as well as to investigate risk factors for MDS in the same area. This was achieved in two main parts: the first part involved the creation of a local MDS registry and a subsequent descriptive study, and the second part was a case-control study. Patients and methods: In the first part of the thesis, all patients diagnosed with MDS in Western Greece during the 20-year-period 1/1/1990-31/12/2009 were registered. Data were retrieved from the medical records of patients with a documented diagnosis of MDS, performed by an expert hematologist and/or hematopathologist, in all four hospitals situated in the geographical area of Western Greece. Demographic and clinical features of patients with MDS were collected and an electronic database was created, upon which descriptive analysis was performed. Date of diagnosis and date of death or date of last contact were also registered and survival analysis was performed. Comorbidities at diagnosis were also evaluated and comorbidity indices (Charlson Comorbidity Index and MDS-CI) were calculated. Incidence and prevalence of MDS was calculated for the well-defined geographical area of Western Greece, which consists of the prefectures Achaia, Ilia and Etolia-Akarnania. Temporal trend of incidence rates was also studied. The second part of the thesis was a hospital-based case-control study conducted in two hospitals in the city of Patras, Greece. MDS prevalent cases and proportionally age- and gender-matched controls were interviewed. The group of controls consisted of patients who were operated for cataract at the Department of Ophthalmology. The interview was based on a questionnaire regarding marital status, area of residence, profession, family history of cancer, occupational exposure to chemicals, smoking, alcohol consumption, nutrition, exposure to domestic risk factors, leisure activities, radiation for diagnostic purposes and stressful life events. Both parts of the study were approved by the Ethical and Scientific Committee of the participating hospitals. Statistical analysis was performed with the statistical software IBM SPSS Statistics 20.0. Results: A total of 855 patients with newly diagnosed MDS were identified. Refractory anemia was the most common subtype in both FAB and WHO classification systems and in both genders. Del(5q) and RARS were more commonly encountered among females and CMML-D among males. Trisomy 8 was the most common single cytogenetic abnormality. The crude mean annual incidence rate of MDS was 6.0 per 100,000 inhabitants aged ≥15 years old (all subtypes according to FAB), and it was 4.8 per 100,000 when CMML and RAEB-T were excluded. Crude incidence rate was higher in rural than in urban areas, but this finding was not confirmed after age-standardization. Age-standardized mean annual incidence rate of MDS was 7.9/100,000 in men and 3.4/100,000 in women. A continuously increasing incidence rate of MDS was observed, which essentially represented an increase in cases of RA and RARS throughout the study period. Mean survival of patients with MDS was 39.8 months and median survival was 22.4 months. Survival was significantly associated with age at diagnosis and with IPSS prognostic category. Univariate analysis with Cox regression model revealed that age, FAB subtype, the degree of anemia, leucopenia, neutropenia, thrombocytopenia, serum ferritin and LDH levels were all associated with overall survival. The presence of heart failure and/or chronic kidney disease at diagnosis proved to significantly affect survival, whereas Charlson Comorbidity Index and MDS-CI were not shown to correlate with survival. Two hundred and twenty four patients participated in the case control study (126 MDS cases and 98 controls). Cases and controls were proportionally matched by age and gender. Family history of hematologic malignancy and family history of solid tumour were significantly associated with MDS. Occupational exposure to agricultural chemicals, and especially herbicides and insecticides, was significantly associated with MDS. Consumption of meat ≥5 times a week and eggs ≥3 times a week, and alcohol consumption ≥15 drinks (alcohol equivalents) a week were also associated with MDS. In multivariate analysis, the only factors which eventually retained their statistical significance were family history of solid malignancy (p=0.014) and exposure to agricultural chemicals (p<0.0001).
7

Προγνωστική αξία ανοσοϊστοχημικών μοριακών δεικτών (άξονας SDF1 / CΧCR4) σε πρωτοπαθή καρκινώματα μαστού / Prognostic impact of immunohistochemical expression of biological markers (SDF1 / CXCR4 axis) in breast carcinoma

Παπαθεοδώρου, Χαράλαμπος 04 December 2012 (has links)
Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί τον πιο συχνό τύπο καρκίνου των γυναικών. Παρότι η σχετική έρευνα είναι αρκετά εκτεταμένη, οι υποκείμενοι μηχανισμοί δεν έχουν πλήρως αποσαφηνιστεί. Πρόσφατες μελέτες έχουν αναδείξει τη σημαντικότητα της διαντίδρασης των καρκινικών κυττάρων και του καρκινικού μικροπεριβάλλοντος ως μια κομβική συνιστώσα στη παθοφυσιολογίας της νόσου. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της ανοσοϊστοχημικής έκφραση του υποδοχέα CXCR4, της χημοκίνης SDF-1, της μεταλλοπρωτεϊνάσης MMP-9 και του παράγοντα HIF-1α σε διηθητικά καρκινώματα του μαστού και στον παρακείμενο μη καρκινικό ιστό (τόσο στο επιθηλιακό όσο και στο στρωματικό στοιχείο), καθώς και οι συσχετίσεις των ποικίλων ανοσοεντοπίσεων με τις κλινικοπαθολογοανατομικές παραμέτρους και την επιβίωση. η επιλογή των μορίων έγινε βάσει της σημαντικότητάς τους σε ποικίλα στάδια της παθογένειας της νόσου (υποξία, νεοαγγείωση, ανάπτυξη κτλ). Η έκφραση όλων των υπό εξέταση μορίων ήταν στατιστικά σημαντικότερη στον καρκινικό ιστό σε σχέση με τον παρακείμενο μη νεοπλασματικό. Από τα αποτελέσματα προκύπτει επίσης συσχέτιση μεταξύ ανοσοϊστοχημικών εντοπίσεων της MMP-9 και των υπολοίπων υπό διερεύνηση μορίων. Προέκυψαν επίσης ποικίλες συσχετίσεις μεταξύ συγκεκριμένων προτύπων έκφρασης (pattern) και προγνωστικών παραγόντων. Η έκφραση της MMP-9 στο κυτταρόπλασμα των καρκινικών κυττάρων σχετίστηκε θετικά με τη λεμφαδενική προσβολή, αλλά αρνητικά με το μέγεθος του όγκου. Επίσης, η έκφραση του CXCR4 και της SDF-1 στα καρκινικά κύτταρα σχετίστηκε με την παρουσία οστικών μεταστάσεων και με τον ιστολογικό βαθμό κακοήθειας, αντίστοιχα. Επιπλέον, η ανοσοεντόπιση της SDF-1 στους ινοβλάστες του καρκινικού στρώματος συσχετίστηκε θετικά με την έκφραση του Ki67 και με το στάδιο κατά ΤΝΜ, ενώ η ανοσοεντόπιση της SDF-1 στα ενδοθηλιακά κύτταρα του καρκινικού στρώματος με την έκφραση του Her2. Η ανοσοϊστοχημική έκφραση του HIF-1α συσχετίστηκε αρνητικά με την έκφραση των στεροειδικών υποδοχέων ER και PR. Επιπλέον, η έκφραση της MMP-9 στους ινοβλάστες του καρκινικού στρώματος και η έκφραση της SDF-1 στα επιθηλιακά κύτταρα και στους ινοβλάστες του παρακείμενου μη καρκινικού ιστού συσχετίστηκαν με δυσμενέστερη επιβίωση. Το εύρημα αυτό τονίζει τη σημαντικότητα τόσο του στρώματος όσο και του ξενιστή στην παθογένεια του καρκίνου. Τα αποτελέσματα αυτά αναδεικνύουν τη σημαντικότητα των υπό μελέτη μορίων στην καρκινογένεση και στην εξέλιξη της νόσου. Για την επαλήθευση των αποτελεσμάτων αυτών απαιτείται η διενέργεια μελετών μεγαλύτερης κλίμακας ενώ προσεγγίσεις με λειτουργικές μεθοδολογίες θα μπορούσαν να αναδείξουν πιθανώς κοινά ή διαπλεκόμενα υποκείμενα μηνυματοδοτικά μονοπάτια στα οποία εμπλέκονται τα ως άνω μόρια. / Breast cancer is the most frequently diagnosed cancer in women. Despite the ongoing research in breast cancer tumorigenesis the underlying mechanisms are not yet well elucidated. In recent years, the interaction between tumour cells and tumour microenvironment has gained appreciation as an active participant in cancer pathophysiology. In the present study we attempt to investigate the immunohistochemical staining of CXCR4, SDF-1, MMP-9 and HIF-1a in invasive breast cancer and adjacent normal breast tissue (including epithelial and stromal components) and to determine the relationship between different expression patterns and various tumor clinicopathological parameters and survival. The understudy molecules where chosen due to their crucial role in different steps of breast cancer progression (tumor growth, hypoxia, neovascularisation, invasiveness etc). All molecules showed statistically significant higher expression in cancer tissue compared to expression in the adjacent noncancerous tissue. Our results reveal a correlation between expression patterns of MMP9 and the other understudy molecules (SDF1, CXCR4 and HIF-1a). Furthermore, MMP9 expression in fibroblasts of cancer stroma and SDF1 expression in normal epithelial cells and fibroblasts of adjacent normal stroma were associated with poorer survival, underscoring the importance of tumor microenvironment and host derived molecules in tumor progression. There were also various correlations between specific expression patterns and prognostic factors: MMP9 expression in cancer cells was positively correlated with lymph node involvement, but negatively with tumor size,¬ while CXCR4 and SDF-1 expression in cancer cells was positively correlated with bone metastases and tumor grade, respectively. Furthermore, SDF-1 immunoexpression of cancer stromal fibroblasts was positively correlated with Ki67 expression and TNM stage, whereas SDF1 immunoexpression in endothelial cells of cancer stroma was positively correlated with Her2 expression. HIF-1a expression in cancer cells was negatively correlated with expression of steroid receptors. The abovementioned results underline the importance of the understudy molecules in carcinogenesis and tumor progression. Larger scale studies are necessary to confirm our results, while functional approaches could possibly reveal common or interwoven molecular pathways for the understudy molecules.

Page generated in 0.4099 seconds