• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • Tagged with
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με IgA νεφροπάθεια με βάση κλασικούς και νεότερους δείκτες εξέλιξης της νόσου

Γερόλυμος, Μιλτιάδης 05 August 2014 (has links)
Η ΙgΑ νεφροπάθεια αποτελεί την πιο συχνή μορφή πρωτοπαθούς σπειραματονεφρίτιδας η οποία αντιμετωπίζεται με την εφαρμογή διαφόρων θεραπευτικών σχημάτων. Στο πρώτο σκέλος της παρούσας διδακτορικής διατριβής, αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα θεραπευτικών σχημάτων που χορηγήθηκαν με βάση τα κλινικά και ιστολογικά χαρακτηριστικά των ασθενών με ΙgΑ νεφροπάθεια για περίοδο παρακολούθησης 5 ετών. Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν 50 ασθενείς, οι οποίοι χωρίστηκαν σε 4 ομάδες. Ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία και πρωτεϊνουρία <1,0 g/24h δεν έλαβαν ειδική αγωγή (Ομάδα Α, n=6). Ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, πρωτεϊνουρία >1,0 g/24h και με ήπια έως μέτρια μεσαγγειακή υπερπλασία και διαμεσοσωληναριακή συμμετοχή αντιμετωπίστηκαν με αγωγή που περιελάμβανε α-ΜΕΑ και κορτικοστεροειδή (Ομάδα Β, n=23). Ασθενείς με αρχική κρεατινίνη ορού Scr<2,5 mg/dL, πρωτεϊνουρία >3,5 g/24h και/ή μέτριες έως σοβαρές ιστολογικές αλλοιώσεις αντιμετωπίστηκαν με συνδυασμό α-ΜΕΑ, κορτικοστεροειδών και άλλων ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων (Ομάδα Γ, n=18). Ασθενείς με αρχική τιμή Scr >2,5 mg/dL, με παρουσία σοβαρής σπειραματοσκλήρυνσης και διαμεσοσωληναριακής βλάβης αντιμετωπίστηκαν μόνο με α-ΜΕΑ και ιχθυέλαια (Ομάδα Δ, n=3). Από τους 50 ασθενείς, οι 9 (18%) παρουσίασαν διπλασιασμό της αρχικής κρεατινίνης ορού, 2 από την ομάδα Β (8,7%), 5 από την ομάδα Γ (27,7%) και 2 από την ομάδα Δ (66,7%). Από τους 7 ασθενείς που εμφάνισαν νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, ένας ήταν από την ομάδα Β (4,3%), 4 από την ομάδα Γ (22%) και 2 από την ομάδα Δ (66,7%). Ύφεση της πρωτεϊνουρίας παρατηρήθηκε σε όλους τους ασθενείς της ομάδας Β και σε 15 ασθενείς της ομάδας Γ (83,3%). Παρενέργειες παρατηρήθηκαν σε 3 (7,3%) ασθενείς που έλαβαν ανοσοκατασταλτική αγωγή. Σε ασθενείς με IgA νεφροπάθεια η χορήγηση εξατομικευμένου θεραπευτικού σχήματος που βασίζεται στα κλινικά και ιστολογικά χαρακτηριστικά ενός εκάστου των ασθενών φαίνεται ότι μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη του μέγιστου θεραπευτικού αποτελέσματος με τον ελάχιστο κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών. Στο δεύτερο σκέλος μελετήθηκαν δυνητικά πρώιμοι δείκτες εξέλιξης της νεφρικής βλάβης τόσο στον νεφρικό ιστό, όσο και σε ούρα ασθενών. Μελέτες στο γονιδίωμα και το πρωτέωμα υποδηλώνουν ότι η τρανσγελίνη πιθανόν εμπλέκεται στην νεφρική βλάβη μέσω ενεργοποίησης των μυοϊνοβλαστών. Σε τομές νεφρικού ιστού 67 ασθενών έγινε ανίχνευση με ανοσοϊστοχημική μέθοδο και ανοσοφθορισμό και ποσοτική εκτίμηση της παρουσίας αφενός μεν της τρανσγελίνης αφετέρου της α-ακτίνης των λείων μυϊκών ινών (α-SMA), γνωστού δείκτη ενεργοποίησης των μυοϊνοβλαστών στο νεφρικό ιστό. Έκφραση της τρανσγελίνης και της α-SMA εντοπίστηκαν στα σπειράματα και στο διάμεσο χώρο. Σε ασθενείς με IgA νεφροπάθεια και εστιακή τμηματική σπειραματοσκλήρυνση η έκφραση της τρανσγελίνης ήταν εντονότερη από αυτήν της α-SMA. Η ανοσοϊστοχημική έκφραση της τρανσγελίνης σχετιζόταν με το βαθμό σπειραματικής σκλήρυνσης (p=0,035) και ίνωσης του διάμεσου χώρου (p=0,047), με το βαθμό μεσαγγειακής υπερπλασίας (p=0,034), με την ύφεση της λευκωματουρίας (p=0,041) και την έκβαση της νεφρικής λειτουργίας (p=0,009). Η μελέτη συνεντοπισμού των τρανσγελίνης και α-SMA στο νεφρικό ιστό έδειξε ότι σε κάποιες περιοχές οι δύο πρωτεΐνες εκφράζονταν ταυτόχρονα και σε άλλες περιοχές κάθε πρωτεΐνη εκφραζόταν χωριστά. Έντονη παρουσία της τρανσγελίνης παρατηρήθηκε στο νεφρικό ιστό ασθενών με διάφορους τύπους σπειραματονεφριτίδων. Η παρουσία μυοϊνοβλαστών που παράγουν τρανσγελίνη ή α-SMA ή και τις δύο πρωτεΐνες μαζί, υποδηλώνει την πιθανή παρουσία διαφορετικών υποπληθυσμών μυοϊνοβλαστών στο νεφρικό ιστό ασθενών με διάφορους τύπους σπειραματονεφριτίδων. Επιπλέον, προσδιορίστηκαν τα επίπεδα απέκκρισης προφλεγμονωδών (IL-2, IL-17, TNF-α, INF-γ, IL-6) και αντιφλεγμονωδών (IL-4, IL-10, TGF-β1) κυτταροκινών καθώς και της χημειοκίνης MCP-1 σε ούρα ασθενών με IgA νεφροπάθεια και συγκρίθηκαν με αυτά υγειών εθελοντών δοτών καθώς και ασθενών με διαφόρους τύπους σπειραματο-νεφρίτιδας που βρίσκονταν σε κλινική ύφεση της νόσου. Μελετήθηκαν 97 ασθενείς με πρωτοπαθή σπειραματονεφρίτιδα και όλοι ήταν σε κλινική ύφεση μετά από ανοσοκατασταλτική αγωγή. Από τους 97 ασθενείς, οι 31 είχαν IgA νεφροπάθεια (IgAΝ), οι 36 μεμβρανώδη (MN) και οι 30 νόσο ελαχίστων αλλοιώσεων ή εστιακή τμηματική σπειραματοσκληρυνση (MC/FSGS). Τα επίπεδα των Th-κυτταροκινών και της MCP-1 μετρήθηκαν σε τυχαίο δείγμα ούρων και συγκρίθηκαν με τα επίπεδα 17 υγειών εθελοντών δοτών. Οι ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα, σε σύγκριση με τους υγιείς, είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα απέκκρισης σε όλες τις κυτταροκίνες που μελετήθηκαν, εκτός από την IL-4 και τον TNF-α. Στην ομάδα των ασθενών διαπιστώθηκε ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων του TGF- β1 και της MCP-1 (p=0,000, r=0,721). Σε ασθενείς με IgAΝ εντοπίστηκαν σημαντικές διαφορές στην απέκκριση των IL-2 (p=0,0345), IL-17A (p=0,005), TNF-α (p=0,0098), TGF-β1 (p=0,0092) και MCP-1 (p=0,0301) σε σύγκριση με ασθενείς με MN και στην απέκκριση της IL-2 σε σχέση με ασθενείς με MC/FSGS (p=0,0018). Η παρατήρηση αυτή υποδηλώνει τη συνεχιζόμενη παρουσία φλεγμονώδους διαδικασίας στο νεφρικό ιστό των ασθενών με διαφόρους τύπους σπειραματονεφριτίδων ακόμα και μετά την επίτευξη ύφεσης. Η διαφορετική έκφραση των Th κυτταροκινών μεταξύ των διαφόρων τύπων σπειραματονεφριτίδων μπορεί να αντανακλά ειδικούς δείκτες εξέλιξης της νεφρικής βλάβης αλλά αυτό απαιτεί περαιτέρω μελέτη. Η συνύπαρξη τόσο της Th1/Th17 όσο και της Th2 απόκρισης ενδεχομένως υποδηλώνει την πιθανή ύπαρξη ενός ανοσορυθμιστικού μηχανισμού που στοχεύει στην ανοσολογική ομοιόσταση του νεφρικού ιστού, ο οποίος χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. / IgA nephropathy represents a common glomerular disease treated by various therapeutic regimens. In the first part of the current thesis, the effect of different therapeutic regimens based on the severity of clinical and histological involvement, in the clinical outcome of patients with IgA nephropathy over a follow-up period of 5 years was estimated. Fifty patients were included in the study and were divided in four groups. Patients with normal renal function and proteinuria <1g/24h received no treatment (Group A, n=6). Patients with normal renal function, proteinuria >1g/24h and mild to moderate histological lesions received angiotensin converting enzyme inhibitors (ACEi) and corticosteroids (Group B, n=23). Patients with baseline serum creatinine (Scr) <2.5mg/dl, proteinuria >3.5g/24h and severe histological lesions received ACEi, corticosteroids and other immunosuppressive drugs (Group C, n=18). Patients with Scr >2.5mg/dl, glomerulosclerosis and tubulointerstitial fibrosis received ACEi and fish oil (Group D, n=3). Doubling of baseline Scr was observed in 9 of 50 patients (18%), 2 from group B (8.7%), 5 from group C (27.7%) and 2 from group D (66.7%). Out of 7 (14%) who reached ESRD, 1was from group B (4.3%), 4 from group C (22%) and 2 from group D (66.7%). Reduction of proteinuria was observed in all patients from group B and in 15 from group C (83.3%). Adverse reactions occurred in 3 (7.3%) patients treated with immunosupressive drugs. The choice of therapeutic regimen used in the treatment of patients with IgA nephropathy could be based on the severity of clinical and histological involvement in order to achieve the maximun effect with less adverse reactions. In the second part potential early markers for progression of renal injury in both kidney tissue and urine of patients were studied. Genomic and proteomic studies suggest that transgelin represents a protein that may be involved in renal injury. Transgelin was identified in biopsy sections of 67 patients by immunohistochemistry and immunofluorescence. Its distribution was compared to that of α-smooth muscle actin (α-SMA), a marker of myofibroblast activation in the kidney. Transgelin and α-SMA expression was identified within glomeruli and interstitium. In patients with IgA nephropathy and focal segmental glomerulosclerosis, glomerular expression of transgelin was higher than that of α-SMA. The extent of transgelin immunostaining was related to mesangial proliferation (p=0.034), glomerular sclerosis (p=0.035), interstitial fibrosis (p=0.047) and to the clinical course (p=0.009). Colocalization studies showed that in some areas of kidney tissue both proteins were expressed with comparable intensity, whereas in other areas expression of either transgelin or α-SMA was predominant. Strong transgelin expression was observed in renal tissue of patients with glomerulonephritis. The observed differences in the pattern of transgelin and α-SMA expression suggest that either different subpopulation of myofibroblasts exist, or that these proteins are activated at different stages of renal injury/scarring. Moreover, the levels of pro-inflammatory (IL-2, IL-17, TNF-α, INF-γ, IL-6) and anti-inflammatory (IL-4, IL-10, TGF-β1) cytokines as well as chemokine MCP-1 excretion in the urine of patients with IgA nephropathy were measured and compared with those of healthy individuals and patients with various types of glomerulonephritis after clinical remission of the disease. Ninety seven patients with primary glomerulonephritis were studied. All patients were in clinical remission following immunosuppressive treatment. The original diagnoses were IgA nephropathy (IgAN) in 31, membranous nephropathy (MN) in 36, and minimal changes disease or focal segmental glomerulosclerosis (MC/FSGS) in 30 out of 97 patients. Th- cytokine and MCP-1 levels were measured in a random urine sample and compared to those of 17 healthy individuals. Subgroup analysis of various types of GN was also performed. Patients with glomerulonephritides had significantly higher urinary levels of all tested cytokines, apart from IL-4 and TNF-α, in comparison to healthy individuals. A strong positive correlation of TGF- β1 concentration in the urine with that of MCP-1 was noted in patients with various glomerulonephritides (p=0.000, r=0.721). Subgroup analysis showed statistically significant differences in the concentration of IL-2 (p=0.0345), IL-17A (p=0.005), TNF-α (p=0.0098), TGF-β1 (p=0.0092) and MCP-1 (p=0.0301) between patients with IgAN and MN. Furthermore, a significant difference was observed in the urinary levels of IL-2 between patients with IgAN and those with MC/FSGS (p=0.0018). Th-cytokines and MCP-1 urinary levels of IgAN patients in clinical remission showed an ongoing inflammation of renal tissue. The different concentration of Th cytokines in various types of GN, may represent specific markers of disease activity but this needs to be further investigated. The coexistence of Th1/Th17 and Th2 immune responses may suggest the presence of an immunoregulatory mechanism that triggers renal immune homeostasis.
2

Σύγκριση των αποτελεσμάτων της κλινικής εξέτασης της μαστογραφίας της βιοψίας δια λεπτής βελόνης και των προγνωστικών δεικτών σε ογκόμορφες αλλοιώσεις του μαστού

Λυκάκη, Ελένη 07 July 2010 (has links)
Στις αρχές της δεκαετίας του 80 μια νέα εποχή ξεκινά για την Μαστογραφία και τον καρκίνο του Μαστού, με τη χρήση της τεχνικής "χαμηλής δόσης Μαστογραφίας", τη σωστή ενημέρωση των γυναικών για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού και την εφαρμογή του πληθυσμιακού ελέγχου σε ασυμπτωματικές γυναίκες, με συνέπεια να αυξήσουν τον αριθμό των μη-ψηλαφητών και μη ψηλαφητών καρκίνων μαστού που διαγιγνώσκονται σε πρώιμα στάδια (0, Ι, ΙΙ, ΙΙΙΑ κλπ) με καλλίτερη πρόγνωση και θεραπεία. Προηγούμενες κλινικές μελέτες προσπάθησαν να συσχετίσουν τα ακτινολογικά με τα ιστολογικά χαρακτηριστικά του καρκίνου του μαστού αλλά δεν κατάφεραν να αναδείξουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τα ιστολογικά και βιολογικά χαρακτηριστικά μεταξύ των συμπωματικών και των μαστογραφικά εντοπιζόμενων μη ψηλαφητών καρκινωμάτων του μαστού . Επιπλέον, αρκετοί ερευνητές φαίνεται να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα καλά προγνωστικά χαρακτηριστικά των καρκινωμάτων του μαστού που αναδεικνύονται με την προληπτική μαστογραφία σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την επίδραση βιολογικών παραγόντων. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανάδειξη των δεικτών που σχετίζονται με την μαστογραφική απεικόνιση της κακοήθων ογκόμορφων αλλοιώσεων ψηλαφητών και μη και της επιθετικότητας της νόσου. Μελετήθηκαν συνολικά πεντακόσιες εβδομήντα τέσσερεις ογκόμορφες αλλοιώσεις ψηλαφητές ή μη του μαστού σε πεντακόσιες εβδομήντα ασθενείς που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια του μαστογραφικού ελέγχου στο εργαστήριο μας κατά την περίοδο 1994- 2004. Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε βιοψία δια λεπτής βελόνης (FNA) ή κατευθυνόμενη από με μαστογραφία χειρουργική βιοψία. Η ιστολογική εξέταση ανέδειξε 410/574 (71,4%) κακοήθεις ογκόμορφες αλλοιώσεις και 164/574 (28,5%) καλοήθεις. Ανοσοϊστοχημεία πραγματοποιήθηκε σε τομές παραφίνης σε 390 από τις 410 κακοήθεις αλλοιώσεις χρησιμοποιώντας μία ποικιλία μονοκλωνικών και πολυκλωνικών αντισωμάτων ενάντια στις εξής πρωτεϊνες: ER, PR, p53, HER-2,Ki 67 και KATH D. Οι κακοήθεις ογκόμορφες αλλοιώσεις ταξινομήθηκα από την Μαστογραφική τους απεικόνιση (σύμφωνα Breast Imaging Reporting and Dada System BI RADS) σε τρείς κατηγορίες : στην κατηγορία Β (οι αστεροειδείς κακοήθεις ογκόμορφες αλλοιώσεις) ήταν το (44,8%), στην κατηγορία Α (οι άτονες με ασαφή ή εν μέρει ασαφή όρια) το 36% και στην κατηγορία Γ (σκιάσεις και αποτιτανώσεις) που ήταν 18,2% όλων των κακοήθων ογκόμορφων αλλοιώσεων. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων μεταξύ της μαστογραφικής απεικόνισης των κακοήθων ογκόμορφων αλλοιώσεων και των ιστολογικών και βιολογικών χαρακτηριστικών των ανέδειξε : Σημαντική συσχέτιση της μαστογραφικής απεικόνισης με το μέγεθος των ογκόμορφων αλλοιώσεων (p=0.01<0.05). Σημαντική συσχέτιση με το βαθμό διαφοροποιήσεως της κακοήθειας (p=0.005<0.05). Σημαντική συσχέτιση με την έκφραση των πρωτεϊνών p53 (p=0.015) και Ki -67( p=0.02). Δεν παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση της απεικόνισης των ογκόμορφων αλλοιώσεων με την ηλικία των ασθενών (p=0.08>0.05), με την ανίχνευση πυρηνικής θετικότητας για τους οιστρογονικούς (ER) και τους προγεστερονικούς(PR) υποδοχείς (p =0.4>0.05) καθώς και με τις πρωτεΐνες HER-2. και KATH D. Επίσης παρατηρήθηκε οριακή συσχέτιση στην απεικόνιση των κακοήθων ογκόμορφων αλλοιώσεων και των λεμφαδένων. Συμπερασματικά βρήκαμε ότι η κατηγορία Β με τις αστεροειδείς ογκόμορφες αλλοιώσεις είχε ευνοϊκότερη επίδραση από τ η κατηγορία Α με τις άτονες με ασαφή ή εν μέρει ασαφή όρια και με τις ογκομορφές αλλοιώσεις και αποτιτανώσεις (κατηγορία Γ). Οι άτονες με ασαφή ή με εν μέρει ασαφή όρια κακοήθεις ογκόμορφες αλλοιώσεις(κατηγορία Α) σχετίζονται με χαμηλής διαφοροποίηση κακοήθεια (grade 3) με υπερέκφραση του p53 και Ki -67 και με αρνητικούς υποδοχείς (PR και ER). Οι όγκοι αυτοί είναι μεγάλοι όγκοι με ίδια πολλές φορές μαστογραφική απεικόνιση με εκείνη των καλοηθών ογκόμορφων αλλοιώσεων. / At the beginning of 80 a new era for the Mammography and the breast cancer started with the use of the technique "low dose Mammography", with the correct information of women for the prevention of the breast cancer and the application of mass screening in asymptomatic women, with the result to increase the number of palpable and no- palpable breast cancers diagnosed in early stages (0,I,II,IIIA etr) with better prognosis and therapy. Previous clinical studies have attempted to correlate the radiological with the histological characteristics of breast cancer but did not succeed to show significant differences as for us the histological and biological characteristics among the symptomatic and the mammographically localized non- palpable breast cancers. Furthermore, many investigators see to conclude that the best prognostic characteristics of breast cancers that are identified with the preventive mammography are directly or indirectly related by the effect of biological factors. The aim of the present study is to mark out indicators that are related with the mammographic appearance of malignant palpable and no- palpable lesions and the aggressiveness of disease. In total five hundred seventy four palpable and no- palpable breast lesions have been studied in five hundred seventy patients that were localized during the mammographic screening in our department, between 1994 to 2004. All the patients were subjered to line needle biopsy (FNA) or mammographically guided open surgical biopsy. Histological examination showed 410/574 (71.4%) malignant lesions and 164/574 (28.5%) benign lesions. Immunohistochemistry was performed in paraffin sections in 390 of 410 malignant lesions using a variety of monoclonal and polyclonal antibodies against the following proteins ER,PR, P53, HER-2, Ki67and KATH D. The malignant lesions were classified from their mammographic appearance (according to Breast Imaging Reporting and Dada System BI RADS) in three categories: category A (lesions with poorly defined or partially poorly defined margins)were 36%, category B (speculated malignant lesions) were 44.8% and category C (lesions wih calcifications) were 18.2% of all malignant lesions. The analysis of our results between the mammographic appearance of the malignant lesions and their histological and biological characteristic showed the following: 1) Significant correlation existed between the mammographic appearance and the size of the lesions (p=0.01<0.05). 2) Significant correlation existed with the degree of differentiaton of malignancy (p=0.005<0.05). 3) Significant correlation existed with over expression of proteins P53 (p=0.015). and Ki- 67 (p=0.02). No significant correlation was observed between the appearance of lesins with the age of the patients (p=0.08>0.05), with the detection of nuclear positivity of the estrogens (ER) and progesterone (PR) receptors (p=0.4>0.05) and also with the proteins HER-2 and KATH D. Furthermore a bode line correlation was observed between the appearance of the malignant lesions and lymph notes. In summary, it was found that the category B patients with the speculated lesions had a more favorable effect than category A with the poorly defined or partially poorly defined limits, and the category C lesions with calcifications. The poorly defined or partially poorly defined limits malignant lesions (category A) are related with low grade malignancy (grade 3, with over expression of P53 and Ki-67 and with negative receptors (PR and ER). These are large size lesions and are difficulty diagnosed from benign lesions.
3

Προγνωστική αξία ανοσοϊστοχημικών μοριακών δεικτών (άξονας SDF1 / CΧCR4) σε πρωτοπαθή καρκινώματα μαστού / Prognostic impact of immunohistochemical expression of biological markers (SDF1 / CXCR4 axis) in breast carcinoma

Παπαθεοδώρου, Χαράλαμπος 04 December 2012 (has links)
Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί τον πιο συχνό τύπο καρκίνου των γυναικών. Παρότι η σχετική έρευνα είναι αρκετά εκτεταμένη, οι υποκείμενοι μηχανισμοί δεν έχουν πλήρως αποσαφηνιστεί. Πρόσφατες μελέτες έχουν αναδείξει τη σημαντικότητα της διαντίδρασης των καρκινικών κυττάρων και του καρκινικού μικροπεριβάλλοντος ως μια κομβική συνιστώσα στη παθοφυσιολογίας της νόσου. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της ανοσοϊστοχημικής έκφραση του υποδοχέα CXCR4, της χημοκίνης SDF-1, της μεταλλοπρωτεϊνάσης MMP-9 και του παράγοντα HIF-1α σε διηθητικά καρκινώματα του μαστού και στον παρακείμενο μη καρκινικό ιστό (τόσο στο επιθηλιακό όσο και στο στρωματικό στοιχείο), καθώς και οι συσχετίσεις των ποικίλων ανοσοεντοπίσεων με τις κλινικοπαθολογοανατομικές παραμέτρους και την επιβίωση. η επιλογή των μορίων έγινε βάσει της σημαντικότητάς τους σε ποικίλα στάδια της παθογένειας της νόσου (υποξία, νεοαγγείωση, ανάπτυξη κτλ). Η έκφραση όλων των υπό εξέταση μορίων ήταν στατιστικά σημαντικότερη στον καρκινικό ιστό σε σχέση με τον παρακείμενο μη νεοπλασματικό. Από τα αποτελέσματα προκύπτει επίσης συσχέτιση μεταξύ ανοσοϊστοχημικών εντοπίσεων της MMP-9 και των υπολοίπων υπό διερεύνηση μορίων. Προέκυψαν επίσης ποικίλες συσχετίσεις μεταξύ συγκεκριμένων προτύπων έκφρασης (pattern) και προγνωστικών παραγόντων. Η έκφραση της MMP-9 στο κυτταρόπλασμα των καρκινικών κυττάρων σχετίστηκε θετικά με τη λεμφαδενική προσβολή, αλλά αρνητικά με το μέγεθος του όγκου. Επίσης, η έκφραση του CXCR4 και της SDF-1 στα καρκινικά κύτταρα σχετίστηκε με την παρουσία οστικών μεταστάσεων και με τον ιστολογικό βαθμό κακοήθειας, αντίστοιχα. Επιπλέον, η ανοσοεντόπιση της SDF-1 στους ινοβλάστες του καρκινικού στρώματος συσχετίστηκε θετικά με την έκφραση του Ki67 και με το στάδιο κατά ΤΝΜ, ενώ η ανοσοεντόπιση της SDF-1 στα ενδοθηλιακά κύτταρα του καρκινικού στρώματος με την έκφραση του Her2. Η ανοσοϊστοχημική έκφραση του HIF-1α συσχετίστηκε αρνητικά με την έκφραση των στεροειδικών υποδοχέων ER και PR. Επιπλέον, η έκφραση της MMP-9 στους ινοβλάστες του καρκινικού στρώματος και η έκφραση της SDF-1 στα επιθηλιακά κύτταρα και στους ινοβλάστες του παρακείμενου μη καρκινικού ιστού συσχετίστηκαν με δυσμενέστερη επιβίωση. Το εύρημα αυτό τονίζει τη σημαντικότητα τόσο του στρώματος όσο και του ξενιστή στην παθογένεια του καρκίνου. Τα αποτελέσματα αυτά αναδεικνύουν τη σημαντικότητα των υπό μελέτη μορίων στην καρκινογένεση και στην εξέλιξη της νόσου. Για την επαλήθευση των αποτελεσμάτων αυτών απαιτείται η διενέργεια μελετών μεγαλύτερης κλίμακας ενώ προσεγγίσεις με λειτουργικές μεθοδολογίες θα μπορούσαν να αναδείξουν πιθανώς κοινά ή διαπλεκόμενα υποκείμενα μηνυματοδοτικά μονοπάτια στα οποία εμπλέκονται τα ως άνω μόρια. / Breast cancer is the most frequently diagnosed cancer in women. Despite the ongoing research in breast cancer tumorigenesis the underlying mechanisms are not yet well elucidated. In recent years, the interaction between tumour cells and tumour microenvironment has gained appreciation as an active participant in cancer pathophysiology. In the present study we attempt to investigate the immunohistochemical staining of CXCR4, SDF-1, MMP-9 and HIF-1a in invasive breast cancer and adjacent normal breast tissue (including epithelial and stromal components) and to determine the relationship between different expression patterns and various tumor clinicopathological parameters and survival. The understudy molecules where chosen due to their crucial role in different steps of breast cancer progression (tumor growth, hypoxia, neovascularisation, invasiveness etc). All molecules showed statistically significant higher expression in cancer tissue compared to expression in the adjacent noncancerous tissue. Our results reveal a correlation between expression patterns of MMP9 and the other understudy molecules (SDF1, CXCR4 and HIF-1a). Furthermore, MMP9 expression in fibroblasts of cancer stroma and SDF1 expression in normal epithelial cells and fibroblasts of adjacent normal stroma were associated with poorer survival, underscoring the importance of tumor microenvironment and host derived molecules in tumor progression. There were also various correlations between specific expression patterns and prognostic factors: MMP9 expression in cancer cells was positively correlated with lymph node involvement, but negatively with tumor size,¬ while CXCR4 and SDF-1 expression in cancer cells was positively correlated with bone metastases and tumor grade, respectively. Furthermore, SDF-1 immunoexpression of cancer stromal fibroblasts was positively correlated with Ki67 expression and TNM stage, whereas SDF1 immunoexpression in endothelial cells of cancer stroma was positively correlated with Her2 expression. HIF-1a expression in cancer cells was negatively correlated with expression of steroid receptors. The abovementioned results underline the importance of the understudy molecules in carcinogenesis and tumor progression. Larger scale studies are necessary to confirm our results, while functional approaches could possibly reveal common or interwoven molecular pathways for the understudy molecules.

Page generated in 0.0329 seconds