• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 8
  • Tagged with
  • 8
  • 8
  • 5
  • 5
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Εκτίμηση των περιβαλλοντικών συνθηκών στη λιμνοθάλασσα Κοτυχίου. Πιθανές επιπτώσεις από τις κλιματικές αλλαγές

Λυκοκανέλλος, Γεώργιος 27 June 2012 (has links)
Στη συγκεκριμένη εργασία μελετήθηκαν οι φυσικοχημικές παράμετροι που επιδρούν στη ποιότητα των υδάτων της λιμνοθάλασσας, διαταράσσοντας την ισορροπία του οικοσυστήματος, προκειμένου να αποκαλυφθούν οι πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που δημιουργούνται σε αυτό, από τις κλιματικές αλλαγές που επικρατούν στη περιοχή. / The Kotychi lagoon is located in the north-west of Peloponnese and constitutes a very significant ecologic heritage not only for the particular area but also for Greece in general. The great ecologic and economic value that characterises the lagoon and the wetland habitat around it has been acknowledged under international treaties (RAMSAR), European programs for the protection of the nature (NATURA 2000) and its bio-diversity while jointly there is an intense interest for its conservation and protection. In this particular research, the physiochemical parameters that affect the quality of the water of the lagoon were considered, by deranging the balance of the ecosystem having as a purpose to detect the presumable environmental reverberations that have been occurred due to climatic changes that affected the area. The temperature of the water of the lagoon follows a natural daily fluctuation. The lowest average temperatures of the water are recorded during the winter, whereas the highest average temperatures are recorded during the summer. The specific conductivity of the water shows significant fluctuation which is created by the entry-exit process of the marine and fresh water in the lagoon. The figures of the solution oxygen present a significant daily fluctuation that follows accordingly all the fluctuations of the temperature of the water, also fluctuate in normal rates and they do not alienate the pisci-fauna. The PH rate of the water presents a natural daily fluctuation of a 0.5 rate which is proportional to the temperature and the concentration of the solution oxygen. The water of the lagoon can be characterised as properly clear. The average levels of the chlorophyll for all the duration of the research period have been quite low, which is a case that shows that the lagoon does not show any important problems of eutrophy from photosynthetic organisms.
2

Καταγραφή ιζηματολογικών και περιβαλλοντικών παραμέτρων της λιμνοθάλασσας Μυρταρίου Βόνιτσας

Κοκίδης, Νικόλαος 14 February 2012 (has links)
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις ιζηματολογικές και φυσικοχημικές αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν στα ιζήματα του πυθμένα της λιμνοθάλασσας και στο νερό αντίστοιχα και καλύπτουν την περίοδο των μηνών Νοέμβριο 2010 – Ιούλιο 2011. Προκειμένου να αξιολογηθούν οι παρεμβάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στη λιμνοθάλασσα τα τελευταία χρόνια, τα αποτελέσματα των φυσικοχημικών παραμέτρων θα συγκριθούν με τα αποτελέσματα μελετών οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί από την ΕΤΑΝΑΜ (1992) και Ρογδάκη (2002), ενώ συγχρόνως θα γίνει σύγκριση με δημοσιευμένα αποτελέσματα λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού κόλπου Λογαρού, Ροδιά και Τσουκαλιό. 4.8.1 Ιζηματολογικοί παράμετροι Η λιμνοθάλασσα Μυρτάρι είναι μία αβαθής λιμνοθάλασσα με μέγιστο βάθος 1.90 m και μέσο βάθος 1.30 m, παρουσιάζοντας όμοια βυθομετρικά χαρακτηριστικά με λιμνοθάλασσες που απαντούν στη Δυτική Πελοπόννησο (Μπούζος & Κοντόπουλος, 1998 α, β, Μπούζος & Κοντόπουλος 2002α, Μπούζος & Κοντόπουλος, 2004α, Avramidis, et al 2008,). Η κοκκομετρική ανάλυση των ιζημάτων της λιμνοθάλασσας έδειξε ότι αποτελείται από άργιλο, αμμώδη άργιλο, αμμώδη ιλύ και ιλύ. Ο κύριος λιθολογικός τύπος ο οποίος κυριαρχεί σε ποσοστό 72 % στο σύνολο των αναλυθέντων δειγμάτων είναι η αμμώδης ιλύς. Ο τύπος αυτός επίσης κυριαρχεί σε όλες τις λιμνοθάλασσες της δυτικής Πελοποννήσου (Μπούζος & Κοντόπουλος, 1998 α,β, Μπούζος & Κοντόπουλος 2002α, Μπούζος & Κοντόπουλος, 2004α, Avramidis, et al 2008,). Η μέση τιμή της διαμέσου (Md) των επιφανειακών ιζημάτων του πυθμένα της είναι 7.17 Φ ενώ στο μεγαλύτερο τμήμα της λιμνοθάλασσας οι τιμές του αριθμητικού μέσου (Mz) ανήκουν στην κλάση του λεπτόκοκκου πηλού (7 έως 8Φ). Το ποσοστό της παρουσίας του Ολικού Οργανικού Άνθρακα (ΤΟC) στα ιζήματα κυμάνθηκε από 4.64 έως 7.25 % με μέση τιμή 5.67 %, χαρακτηρίζοντάς τα ως πλούσια σε συμμετοχή οργανικού υλικού. Η υψηλή παρουσία οργανικού υλικού όπως φαίνεται και στον πίνακα 11 σε συνδυασμό με την παρουσία της ιλύος δημιουργούν άριστες συνθήκες τροφής και ενέργειας. Το γεγονός αυτό επιτρέπει την σημαντική παρουσία μαλακίων κάτι που επιβεβαιώθηκε και από την οπτική εξέταση των κλασμάτων της άμμου κάτω από το στερεοσκόπιο. Έτσι το κλάσμα της άμμου είναι σε μεγάλο ποσοστό (>50%) βιογενούς προέλευσης. Η ανάλυση των στατιστικών παραμέτρων των δειγμάτων έδειξε ότι τα ιζήματα χαρακτηρίζονται από πολύ πτωχή (very poorly sorted) έως πάρα πολύ πτωχή ταξιθέτηση (extremely poorly sorted) (σι 3.21 έως 5.20 Φ). Οι ανωτέρω τιμές μπορούν να ερμηνευτούν από την επίδραση των πολύ ασθενών ρευμάτων της λιμνοθάλασσας και τη χαμηλή κυματική δράση που επικρατεί σε αυτή. Η ασυμμετρία (skewness) των αναλυθέντων ιζημάτων κυμάνθηκε από πολύ αρνητική (strongly coarse skewed) έως πολύ θετική (strongly fine skewed) Ski = –0.33 έως 0.34 Φ. Το μεγαλύτερο τμήμα των ιζημάτων του πυθμένα της λιμνοθάλασσας χαρακτηρίζεται από αρνητική ασυμμετρία (coarse skewed). Η αρνητική ασυμμετρία απαντά όπου η παρουσία της αργίλου είναι πολύ μεγάλη (44 - 58%) ενώ η παρουσία του κλάσματος της άμμου απλά ορίζει την περίσσεια του αδρόκοκκου υλικού. Το υπόλοιπο τμήμα της λιμνοθάλασσας δείχνει είτε σχεδόν κανονική ασυμμετρία είτε θετική ασυμμετρία. Στη πρώτη περίπτωση η άργιλος συμμετέχει με ποσοστό που κυμαίνεται από 37 έως 54 % ενώ στη δεύτερη περίπτωση συμμετέχει με ποσοστό μικρότερο του 43 %. Η χωρική κατανομή της ασυμμετρίας δείχνει την παρουσία ζωνών που αντιστοιχούν στους προαναφερθέντες διαφορετικούς τύπους ασυμμετρίας (Εικόνα 36). Επειδή το 50 % των αναλυθέντων δειγμάτων παρουσιάζουν αρνητική ασυμμετρία και το κλάσμα της άμμου είναι βιογενούς - βιοκλαστικής σύστασης μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ιζήματα του πυθμένα της λιμνοθάλασσας είχαν ευθύς εξαρχής αρνητική ασυμμετρία, με το παραγόμενο κλάσμα της άμμου να ορίζει την περίσσεια του αδρόκοκκου υλικού. Ακολούθως μέσω του μηχανισμού της επαναιώρησης παράγονται οι άλλοι δύο τύποι ασυμμετρίας είτε με απομάκρυνση κυρίως αργιλικών κόκκων αλλά και κόκκων πηλού όποτε στη θέση που λαμβάνει χώρα η «διάβρωση» παράγεται σχεδόν κανονική ασυμμετρία είτε με απόθεση του προϊόντος της «διάβρωσης» οπότε παράγεται θετική ασυμμετρία στη θέση απόθεσης. Στη δράση του μηχανισμού αυτού συμβάλλει και το μικρό βάθος της λιμνοθάλασσας. Ο υπολογισμός της κύρτωσης δείχνει μία διακύμανση από πολύ πλατύκυρτη (very platykurtic) έως μεσόκυρτη (mesokurtic) KG= 0.62 έως 1.11 Φ. Η κύρτωση δείχνει στο μεγαλύτερο τμήμα της λιμνοθάλασσας τιμές πλατύκυρτης καμπύλης. Το υπόλοιπο τμήμα της λιμνοθάλασσας που εντοπίζεται στο μεγαλύτερο τμήμα του νότιου περιθωρίου της χαρακτηρίζεται από μεσόκυρτες καμπύλες. Η παρουσία πλατύκυρτων καμπυλών φαίνεται να δείχνει μία πηγή τροφοδοσίας κλαστικών κόκκων και μια πηγή τροφοδοσίας βιοκλαστικών κόκκων. 4.8.2 Φυσικοχημικές παράμετροι υδάτων Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις των αβιοτικών παραμέτρων pH της θερμοκρασίας (T 0C), διαλυμένου οξυγόνου (DO) και της αλατότητας (S ‰). Θα πρέπει να σημειωθεί για την αποφυγή λανθασμένων συμπερασμάτων ότι ο μέσος όρος της εποχιακής κατανομής των αβιοτικών παραμέτρων δεν έχει ολοκληρωθεί διότι για το φθινόπωρο απουσιάζουν οι μήνες Σεπτέμβριος και Οκτώβριος και για το καλοκαίρι απουσιάζει ο μήνας Αύγουστος. Από τις μετρήσεις αυτές παρατηρείται μία ετήσια διακύμανση του pH 7.5 έως 8.5 με μέση τιμή 8.1 και του διαλυμένου οξυγόνου από 6.5 έως 11.1 mg/L με μέση τιμή 8.1 mg/L. Οι τιμές της θερμοκρασίας κυμαίνονται από 9.6 έως 32.2 0C με μέση τιμή του 19.3 0C, ενώ της αλατότητας S ‰ από 2.5 έως 17.5 ‰ με μέση τιμή 8.8 ‰. Από τις μετρήσεις και την σύγκριση των αποτελεσμάτων μεταξύ των έξι σταθμών παρατηρείται μία κανονική διακύμανση των τιμών του διαλυμένου οξυγόνου στα φυσιολογικά επίπεδα με τιμές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους >6.5 mg/L, δείχνοντας καλή ανανέωση των υδάτων είτε από το ανατολικό τμήμα μέσω του Αμβρακικού είτε από την εισροή γλυκών νερών από τα δυτικά με επιφανειακή απορροή μέσω του υδατορέματος και την εισροή γλυκών νερών από τον ασβεστόλιθο. Η εισροή υδάτων γλυκού νερού επιβεβαιώνεται και από τις μετρήσεις της αλατότητας οι οποίες διατηρούνται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες λιμνοθάλασσες του Ελλαδικού χώρου και του Αμβρακικού κόλπου (Μπούζος et al. 2002β, Μπούζος & Κοντόπουλος, 2004β,γ, Dasenakis 1994, Hotos and Avramidou 1997, Kormas et al. 2000, Diamantopoulou et al 2008, Avramidis et al.2008, Zafiri et al 2009, Marazioti et al 2010), ενώ παρουσιάζει παρόμοιες εποχικές διακυμάνσεις με τη λιμνοθάλασσα Βιστωνίδα (Markou 2006). Με βάση της αβιοτικές παραμέτρους το υδάτινο σώμα της λιμνοθάλασσας διακρίνεται σε δυο επιμέρους υδάτινες μάζες την ανατολική και την δυτική . Η πρώτη έχει πάντα μεγαλύτερες τιμές στο σύνολό της από την δεύτερη σε σχέση με την θερμοκρασία, την αλατότητα, το pH και το διαλυμένο οξυγόνο σε κάθε μηνιαία δειγματοληψία. Η παραπάνω διάκριση οφείλεται στην εκφόρτωση υπόγειου γλυκού νερού από παρακείμενο ασβεστόλιθο στο δυτικό τμήμα της λιμνοθάλασσας καθώς και στην εκβολή στο ίδιο τμήμα ρευματικής αύλακας που αποστραγγίζει την υπερκείμενη της λιμνοθάλασσας χερσαία περιοχή. Η δραστηριότητα του Αμβρακικού Κόλπου περιορίζεται στο ανατολικό τμήμα της λιμνοθάλασσας και αδυνατεί να επηρεάσει το δυτικό τμήμα της λόγω αδύναμης παλίρροιας (παλιρροϊκό εύρος <25cm) και παρά το γεγονός της μικρής παρουσίας ισχυρών βόρειο-ανατολικών άνεμων που δικαιολογούν κινήσεις υδατίνων μαζών από το ανατολικό τμήμα της λιμνοθάλασσας προς το δυτικό τμήμα της. Η αδυναμία της κυριαρχίας των υδάτων του Αμβρακικού κόλπου σε σχέση με την εισροή γλυκών νερών οφείλεται και στην εγκατάσταση στο στόμιο της λιμνοθάλασσας φραγμού από πλαστικό δίχτυ μήκους 200 m και στο περιορισμό του στομίου με κατασκευή αναχώματος για πρόσβαση στις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις. Για την εκτίμηση του οργανικού ρυπαντικού φορτίου χρησιμοποιήθηκαν οι μετρήσεις του Ολικού Οργανικού Άνθρακα (TOC) οι οποίες θεωρούνται πιο αξιόπιστες σε σχέση με τις μετρήσεις του βιοχημικά απαιτούμενου οξυγόνου (BOD) και του χημικά απαιτούμενου οξυγόνου (COD) ιδιαίτερα για υφάλμυρα νερά. Οι μετρήσεις δείχνουν παρουσία οργανικού φορτίου σε χαμηλά επίπεδα καθώς κυμαίνονται από 0.04 έως 10.21 mg/L, δείχνοντας να μην επηρεάζεται το οικοσύστημα από την λειτουργία του γειτονικού βιολογικού καθαρισμού και να μην παρουσιάζει ευτροφικά χαρακτηριστικά. Οι αναλύσεις των θρεπτικών αλάτων στους έξι σταθμούς παρακολούθησης δείχνουν ότι περιοριστικό θρεπτικό συστατικό (limiting nutrient) για το οικοσύστημα του Μυρταρίου είναι ο φώσφορος. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ο φώσφορος απουσιάζει από το μεγαλύτερο μέρος των αναλύσεων κατά τη διάρκεια όλων των μηνών παρακολούθησης, με εξαίρεση τους μήνες Δεκέμβριο 2010, Ιανουάριο, Απρίλιο και Μάιο 2011 όπου ανιχνεύτηκαν μικρές συγκεντρώσεις φωσφόρου και σε ορισμένους σταθμούς. Η απουσία έως και πτωχή παρουσία του φωσφόρου πιθανά να οφείλεται και στη δέσμευσή του από το καλαμιώνα, καθώς έχει βρεθεί ότι σε κάθε γραμμάριο ξηρού βάρους καλαμιού περιέχονται περίπου 2mg φωσφόρου. Το άζωτο σε αντίθεση με το φώσφορο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια του έτους με υψηλές συγκεντρώσεις σε όλους του σταθμούς και ιδιαίτερα τους μήνες Δεκέμβριο 2010 έως Μάρτιο 2011. Η παρουσία του ολικού αζώτου ΤΝ κατά τη διάρκεια των τεσσάρων εποχών κυμάνθηκε από 0.46 έως 3.40 mg/L με μέση τιμή τα 2.02 mg/L. Από τα θρεπτικά άλατα του αζώτου τα νιτρικά παρουσιάζουν τις μεγαλύτερη παρουσία τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο 2010 και Ιανουάριο 2011. Η παρουσία των νιτρικών αλάτων δεν καταγράφηκε σε όλους τους σταθμούς παρακολούθησης και όλους του μήνες (Εικόνα 55) και κυμάνθηκε όπου ανιχνεύθηκαν από 0.15 έως 2.04 mg/L με μέση τιμή τα 0.9 mg/L, μπορεί δε να συσχετιστεί με περίοδο έντονων βροχοπτώσεων, την απόπλυση παρακείμενων χωραφιών και μεταφορά τους μέσω του υδατορέμματος το οποίο εκβάλει στο δυτικό άκρο της λιμνοθάλασσας. Αμμωνιακά άλατα αναγνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια όλων των μηνών του έτους με σχετικά χαμηλές συγκεντρώσεις οι οποίες κυμάνθηκαν από 0.015 έως 0.28 mg/L με μέση τιμή 0.06 mg/L. Λ/Θ ΡΟΔΙΑ ΤΣΟΥΚΑΛΙΟ ΛΟΓΑΡΟΥ ΜΥΡΤΑΡΙ (2001-2002) ΜΥΡΤΑΡΙ 2010-2011 Μέσο Βάθος (m) 1,5 1,15 0.5 1.3 Θερμοκρασία(0C) 16,7-28,2 15,7-29,3 22-28,2 13.8-35.7 9.6-32.2 Αλατότητα (‰) 11,1-40 10,9-40 38,6-40 5.0-32.0 2.5-17.5 pH 7,5-8,18 7,59-9 7,8-8,55 7.5-8.5 Διαλυμένο οξυγόνο (mg/L) 3,15-7,91 1,23-8,44 4,1-7,36 5.8-11.5 6.5-11.1 Φωσφορικά ιόντα (mg/L) 0,004-0,008 0,004-0,008 0,004-0,006 0.00-1.793 0.00-0.2 Ολικό Αζωτο ΤΝ (mg/L) 0.246-3.137 0.46-3.40 Νιτρικά ιόντα (mg/L) 0,053-1,516 0,032-0,962 0,046-0,226 0.00-2.04 Νιτρώδη ιόντα(mg/L) 0,015-0,966 0,012-0,453 0,012-0,032 0.00-0.02 Αμμωνιακά ιόντα (mg/L) 0,057-0,6 0,022-0,69 0,023-0,092 0.01-0.28 Συγκρίνοντας τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας Μυρταρίου με τις αντίστοιχες μελετηθείς παραμέτρους (Χρηστιά Χ., 2005) των λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού κόλπου Ροδιά, Τσουκαλιό και Λογαρού καθώς επίσης και με μετρήσεις του 2001-2 από το Ρογδάκη (2002) εξάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα. • Η λιμνοθάλασσα Μυρταρίου αποτελεί την πιο υφάλμυρη λιμνοθάλασσα του Αμβρακικού κόλπου, ενώ χαρακτηρίζεται από πολύ καλή ανανέωση και οξυγόνωση των υδάτων της με τις υψηλότερες μέσες μηνιαίες συγκεντρώσεις διαλυμένου οξυγόνου. • Υδρολογικά φαίνεται σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας να κυριαρχεί η επιφανειακή εισροή γλυκών νερών έναντι του θαλασσινού μετατρέποντας τη λιμνοθάλασσα σε υφάλμυρη. • Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα με τις μετρήσεις 2001-2002 φαίνεται ότι τα τελευταία δέκα χρόνια μειώθηκε η συγκέντρωση των φωσφορικών αλάτων, ενώ παραμένει στα ίδια σχεδόν επίπεδα η παρουσία του ολικού αζώτου και των νιτρικών αλάτων. • Η μεταβολή στη παρουσία των θρεπτικών αλάτων προήλθε από τις παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν στο βιολογικό καθαρισμό της Βόνιτσας με αναβάθμισή του σε τριτοβάθμιο και τη διοχέτευσή των απορροών του όχι απευθείας στη λιμνοθάλασσα αλλά σε παράπλευρη αύλακα. / Presented in this chapter are the conclusions that came up from the sedimentary and the physicochemical analysis that were carried out on the lagoon’s bed sediments and water correspondingly and cover the months November 2010 – July 2011. In order to evaluate the interventions that have been made on the lagoon the past ten years the results of the physicochemical parameters will be compared with the study results that have been carried out ΕΤΑΝΑΜ (1992) and Rogdaki (Ρογδάκη) (2002), while at the same time there will be a comparison with published results from the Amvrakikos bay lagoons, Logarou (Λογαρού), Rodia (Ροδιά) and Tsoukalio (Τσουκαλιό). 4.9.1 Sedimentary Parameters The Mirtari (Μυρτάρι) bay is a shallow lagoon with a maximum depth of 1.90m and an average depth of 1.30m, presenting the same sounding characteristics as lagoons stated in western Peloponnese (Bouzos & Kontopoulos , 1998 a,b, Bouzos & Kontopoulos , 2002a, Bouzos & Kontopoulos , 2004 a, Avramidis, et al 2008). The grain analyses of the lagoon’s sediments revealed that it is composed of clay, sandy clay, sandy mud and mud. The main lithological type that dominates by 72% in the entire analyzed samples is sandy mud. This type also dominates in all the western Peloponnese lagoons. (Bouzos & Kontopoulos , 1998 a,b, Bouzos & Kontopoulos , 2002a, Bouzos & Kontopoulos , 2004 a, Avramidis, et al 2008). The mean value of Median (Md) of the superficial bed sediments is 7, 17 Φ while in the same part of the lagoon the values of the arithmetic mean (Mz) belong in the fine-grained silt (7 to 8Φ). The content of Total Organic Carbon (TOC) in the sediments ranged from 4.64 to 7.25 % with a mean value of 5.67%, characterising them as rich in organic material as shown on table 11. The presence of mud in combination with high organic matter are created perfect food and energy conditions. This fact favors the abundance of living molluscs, This was confirmed by the visual examination of sand fractions under a stereoscope. Therefore the sand fraction consists of more than 50% of biogenic origins. The analysis of the statistical parameters of the samples showed that the sediments are characterized with a very poorly to an extremely poorly sorting. (σi = 3.21 to 5.20 Φ). This can be interpreted by the effect of the very weak currents in the lagoon and the low wave action that prevails in it. The skewness of the analysed sediments ranged from strongly coarse skewed to strongly fine skewed (Ski = –0.33 to 0.34 Φ). The largest part of the lagoon’s bottom sediments is characterized by coarse skewness. This coarse skewness occurs wherever the presence of clay is very high (44 - 58%) while the presence of a sand fraction simply defines the excess of the coarse material. The rest of the lagoon shows either normal skewness or positive skewness. In the first case, the clay participates with a percentage that fluctuates from 37 to 54 % while in the second case it participates with a percentage less than 43%. The spatial distribution of skewness reveals the presence of zones that correspond to the above mentioned different types of skewness. The 50% of the analyzed samples present coarse skewness and the sand fraction has a biogenic – bioclastic composition. So it can be considered that the coarse skewness of the bottom sediments is the product of mixing of fine clastic material and bioclastic fraction in excess. During storm conditions the local resuspension of the bottom sediments products the two other skewness types, either by removing mainly clay material either by adding of clay grains beyond of the locality of erosion. The shallowness of the lagoon contributes to the action of resuspension mechanism. The calculation of kurtosis displays a fluctuation from very platykurtic to mesokurtic values ( KG= 0.62 to 1.11 Φ). The largest part of the lagoon shows platykurtic curves but the south margin is characterized largely by mesokurtic curves. The presence of the platykurtic values confirms the mentioned two source areas. 4.9.2 Physicochemical Water Parameters In the context of this paper measurements were carried out of the abiotic parameters pH, temperature (T 0C), dissolved oxygen (DO) and salinity (S‰). It is noted that, in order not to draw erroneous conclusions, the mean values of the seasonal distributions for the abiotic parameters are not complete, since September and October for autumn season and August for summer season are not included. From these measurements an annual fluctuation for the pH from 7.5 to 8.5, with a mean value of 8.1, and for the dissolved oxygen from 6.5 to 11.1 mg/l, with a mean value of 8.1 mg/l is observed. The temperature ranges from 9.6 to 32.2 0C with a mean value of 19.3 0C, while salinity S‰ ranges from 2.5 to 17.5‰, with a mean value of 8.8 ‰. From the measurements and the comparison of the results among the six stations a normal fluctuation of the dissolved oxygen rates is observed. In the normal levels with rates during the whole year of >6.5 mg/l, displaying good water renewal either from the eastern part through the Amvrakikos bay or by the fresh water inflow from the west with superficial drainage through the water current and the fresh water inflow from the limestone. The fresh water inflow is confirmed by the salinity measurements that are kept in relatively low levels in relation to other Greek lagoons and the Amvrakikos bay (Bouzos et al., 2002β, Bouzos D., Kontopoulos, 2004β,γ, Dasenakis 1994, Hotos and Avramidou 1997, Kormas et al. 2000, Diamantopoulou et al 2008, Avramidis et al 2008, Zafiri et al 2009, Marazioti et al 2010), while it displays similar seasonal fluctuations with the Vistonida (Βιστωνίδα) lagoon (Markou, 2007). According to the abiotic parameters, the water body of the lagoon is separated in two water masses: The eastern and the western. The former displays always greater rates from the later in relation to the temperature, salinity, pH and the dissolved oxygen in monthly sampling. The above mentioned separation is due to the underground fresh water discharge from the nearby limestones located at the western part of the lagoon, as well as the extrusion at the same part of the stream channel that drains the overlying, of the terrestrial area of the lagoon. The influence Amvrakikos bay is limited in the eastern part of the lagoon and is not able to affect its western part due to a weak tide (tidal width<25cm) and despite the weak effect of the strong north–eastern winds that justify movement of water masses from the eastern part of the lagoon to the western part. The limited impact of the Amvrakikos bay water in relation to the fresh water inflow is due to the installation of a plastic net barrier, 200m in length at the lagoon’s mouth, and the restriction of the mouth with the construction of a mound for access to fishery facilities. For the evaluation of the Organic Pollutant Load the Total Organic Carbon (TOC) measurements were used, which are considered more reliable in relation to the Biochemical Demanded Oxygen (BOD) measurements and the Chemically Demanded Oxygen (COD) especially for sub saline water. The measurements indicate the presence of organic load with low levels, as they fluctuate from 0.04 to 10.21 mg/l, showing no impact of the ecosystem from the operation of the neighboring biological purification and shows no eutrophic characteristics. The analysis of the nutrient salts in the six observation stations show that the limiting nutrient for the Mirtari ecosystem is phosphorus. This conclusion derives from the fact that phosphorus is absent from the largest part of the analysis during the months of the observation, with the exception of the months December 2010, January, April and May 2011, where small phosphorus concentrations were found in some stations. The absence or even the poor presence of phosphorus is probably due to its binding by the culms, as it has been found that in every gram of dry weight culm 2mg of phosphorus are contained. Nitrogen, in contrast to phosphorus, is found during the year in large concentrations in all the stations, especially during the period from December 2010 to March 2011. The presence of Total Nitrogen (TN) during the four seasons ranged from 0.46 to 3.40 mg/l, with a mean value of 2.02 mg/l. From the Nitrogen nutrient salts the nitrics display their largest presence during the months November, December 2010 and January 2011. The presence of Nitrate was not recorded at all monitoring stations and all the months (Picture 55) and ranged wherever found from 0.15 to 2.04 mg/l, with a mean value of 0.9 mg/l. This may be associated with a period of intense rainfall that caused the wash of the nearby fields and transfer through the water current that drains into the western edge of the lagoon. Ammonium salts were identified during all month of the year with relatively low concentrations that ranged from 0.015 to 0.28 mg/l, with a mean value of 0.06 mg/l. Comparing the physicochemical characteristics of the Mirtari lagoon with the corresponding studied parameters (Xristia Χ., 2005) of the Amvrakikos bay lagoons, Logarou (Λογαρού), Rodia (Ροδιά) and Tsoukalio (Τσουκαλιό), as well as with measurements of 2001-2 from Rogdaki (Ρογδάκη) (2002) the following conclusions can be made. Λ/Θ Rodia Tsoukalio Logarou Mirtari Mirtari 2001-2002 2010-2011 Average depth (m) 1,5 1,15 0.5 1.3 Temperature (0C) 16,7-28,2 15,7-29,3 22-28,2 13.8-35.7 9.6-32.2 Salinity (‰) 11,1-40 10,9-40 38,6-40 5.0-32.0 2.5-17.5 pH 7,5-8,18 7,59-9 7,8-8,55 7.5-8.5 Dissolved Oxygen (mg/L) 3,15-7,91 1,23-8,44 4,1-7,36 5.8-11.5 6.5-11.1 phosphorus ions (mg/L) 0,004-0,008 0,004-0,008 0,004-0,006 0.00-1.793 0.00-0.2 Total Nitrogen TN (mg/L) 0.246-3.137 0.46-3.40 Nitrate (mg/L) 0,053-1,516 0,032-0,962 0,046-0,226 0.00-2.04 Nitrite (mg/L) 0,015-0,966 0,012-0,453 0,012-0,032 0.00-0.02 Ammoniac gas ions (mg/L) 0,057-0,6 0,022-0,69 0,023-0,092 0.01-0.28 • The Mirtari lagoon represents the most sub saline lagoon of the Amvrakikos bay, while it is characterized by a good renewal and oxygenation of its waters with the highest monthly concentrations of dissolved oxygen. • According to the results of this paper, it seems that hydrologically the superficial fresh water inflow dominates compared to the sea water, transforming the lagoon into sub saline. • Comparing the results with the 2001-2002 measurements it seems that the past ten years the phosphate concentration decreased while the presence of Total Nitrogen and Nitrate remains at about the same levels. • The change in the presence of nutrient salts came from the interventions that took place in the biological purification of Vonitsa (Βόνιτσα), with its upgrade to a third degree, and the channeling of its drainage not directly in the lagoon but in a larger adjacent furrow.
3

Συμβολή στη μελέτη του παράκτιου οικοσυστήματος της λιμνοθάλασσας Κορισσίων της Κέρκυρας

Βλάσση, Ανθή 06 November 2014 (has links)
Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε, στα πλαίσια της παρούσας διπλωματικής εργασίας, επικεντρώθηκε στο οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας Κορισσίων της Κέρκυρας, που αποτελεί έναν υγροβιότοπο ενταγμένο στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο Natura 2000. Η Κορισσίων βρίσκεται υπό διπλό καθεστώς προστασίας, εφόσον έχει χαρακτηριστεί από το δίκτυο τόσο ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ), όσο και ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ). Στα πλαίσια της ΕΖΔ, προστατεύεται πλήθος ειδών πανίδας και χλωρίδας που απαντώνται στην περιοχή, καθώς και οι τύποι οικοτόπων που αναπτύσσονται περιφερειακά της, ενώ στα πλαίσια της ΖΕΠ, προστατεύονται πολλά είδη ορνιθοπανίδας που απαντώνται εκεί. Επίσης, λόγω των σημαντικών ειδών της ορνιθοπανίδας, έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά της Ελλάδας (Σ.Π.Π.Ε). Κατά τη μελέτη μας, συλλέχθηκαν και παρατηρήθηκαν στην περιοχή διάφορα φυτικά δείγματα, τα οποία συγκεντρώθηκαν σε χλωριδικό κατάλογο. Συνολικά, καταγράφηκαν 162 διαφορετικά φυτικά taxa, τα 91 εκ των οποίων αποτελούν νέες αναφορές για την περιοχή και τα οποία κατανέμονται σε 46 διαφορετικές οικογένειες. Μία από τις οικογένειες ανήκει στην ομάδα των Γυμνόσπερμων, ενώ οι υπόλοιπες 45 στην ομάδα των Αγγειοσπέρμων και, συγκεκριμένα, οι 36 ανήκουν στην ομάδα των Δικοτυληδόνων και οι 9 στην ομάδα των Μονοκοτυληδόνων. Οι οικογένειες με τα περισσότερα taxa είναι οι ακόλουθες: Fabaceae με 23 taxa, Asteracecae με 16, Poaceae με 14, Orchidaceae με 7, Apiaceae με 6, Lamiaceae με 6 και Liliaceae με 6 taxa. Κυρίαρχη βιομορφή είναι αυτή των Θεροφύτων (Τ), με ποσοστό 39,1%, γεγονός που δεν αποτελεί έκπληξη, αφού τα Θερόφυτα είναι η βιομορφή που κυριαρχεί σε περιοχές με θερινή καταπόνηση. Στη συνέχεια, ακολουθούν τα Ημικρυπτόφυτα (Η) με ποσοστό 21%, τα Γεώφυτα (G) με 19,1%, τα Χαμαίφυτα (Ch) με 10,5% και στην τελευταία θέση βρίσκονται τα Φανερόφυτα (P) με ποσοστό 9,9%. Η πλειοψηφία των φυτικών taxa που αναγνωρίστηκαν στην περιοχή μελέτης, ποσοστό 56%, ανήκει στη Μεσογειακή χωρολογική ενότητα. Στη συνέχεια, ακολουθούν η Κοσμοπολιτική-Υποκοσμοπολιτική και Μεσογειακή-Εξωμεσογειακή ενότητα, με ποσοστό 13% και 10% αντίστοιχα. Με χαμηλότερα ποσοστά εμφανίζονται η Εύκρατη ενότητα με 7% και η Ευρασιατική με 7% επίσης. Τις τελευταίες θέσεις καταλαμβάνουν η Βόρεια και η Τροπική-Υποτροπική ενότητα με 2%, τα ενδημικά taxa με 2% επίσης, και η Ευρωπαϊκή χωρολογική ενότητα με ποσοστό 1%. Το χαμηλό ποσοστό ενδημισμού που προκύπτει (2%) θεωρείται αξιόλογο για την περιοχή μελέτης, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετικά φτωχή χλωριδική σύνθεση των παράκτιων οικοσυστημάτων, όπως οι λιμνοθάλασσες. Τα ενδημικά είδη που καταγράφηκαν είναι 3 στον αριθμό. Συγκεκριμένα, συλλέχθηκαν τα Crocus boryi (οικογένεια Iridaceae), Limonium brevipetiolatum (οικογένεια Plumbaginaceae) και Petrorhagia graminea (οικογένεια Caryophyllaceae). Από αυτά, τα Crocus boryi και Petrorhagia graminea είναι ενδημικά της δυτικής και νοτίου Ελλάδας και καταγράφονται για πρώτη φορά στην περιοχή μελέτης, ενώ το Limonium brevipetiolatum αποτελεί ενδημικό των Ιονίων Νήσων και της δυτικής Πελοποννήσου, και έχει καταγραφεί στη λιμνοθάλασσα Κορισσίων και παλαιότερα. Ειδικά για την Petrorhagia graminea, η εύρεσή της στην περιοχή αποτελεί νέα αναφορά για την Κέρκυρα. Και τα τρία αυτά ενδημικά είδη συλλέχθηκαν στο δάσος της μακκίας που σχηματίζεται στην περιοχή, στις ζώνες δειγματοληψιών Γ₁ και Γ₂. Ιδιαίτερη οικολογική αξία στην περιοχή, προσδίδει επίσης το φυτικό είδος Crucianella maritima, που εμφανίζει μια στενομεσογειακή γεωγραφική εξάπλωση, κυρίως στη δυτική Μεσόγειο, και είναι σπάνιο για τον ελληνικό χώρο. Η Crucianella maritima καταλαμβάνει μεγάλη από την έκταση της παραλίας του Χαλικούνα, όπου μαζί με τα οικοσυστήματα των αμμοθινών, σχηματίζει τον τύπο οικοτόπου «Σταθερές θίνες της Crucianellion maritimae» με κωδικό 2210. Η έκταση που καταλαμβάνει ο οικότοπος αυτός στην περιοχή, αλλά και η πολύ καλή κατάσταση διατήρησής του, αποτελούν αξιοσημείωτο γεγονός τόσο για την Ελλάδα, όσο και τη Βαλκανική, όπου δεν έχουν περιγραφεί έως τώρα παρόμοια διατηρημένες διαπλάσεις. Επίσης, στην περιοχή καταγράφηκαν 7 taxa άγριων ορχιδεών προστατευόμενων από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, μέσω της Σύμβαση CITES (Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora) για το «Διεθνές Εμπόριο των Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας που Κινδυνεύουν με Εξαφάνιση», η οποία βασίζεται στον κανονισμό της Ευρωπαϊκής ένωσης 338/97. Σε εθνικό επίπεδο, τα είδη αυτά προστατεύονται επίσης από το Προεδρικό ∆ιάταγµα 67/1981 «Περί προστασίας της αυτοφυούς χλωρίδας και Αγρίας Πανίδος και καθορισµού διαδικασίας συντονισµού και Ελέγχου της Ερεύνης επ΄ αυτών». Συγκεκριμένα, συλλέχθηκαν τα: Anacamptis laxiflora (Οrchis laxiflora), A. morio (Ο. morio), A. palustris subsp. palustris, A. pyramidalis, Serapias lingua, S. parviflora και Spiranthes spiralis. Ειδικά η Anacamptis palustris subsp. palustris, περιλαμβάνεται επίσης στην Κόκκινη Λίστα των Απειλούμενων Ειδών, της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης IUCN (International Union for Conservation of Nature). Στη λιμνοθάλασσα Κορισσίων, στα πλαίσια του δικτύου Natura 2000, καταγράφηκαν δώδεκα (12) διαφορετικοί τύποι οικοτόπων, τρεις από τους οποίους αποτελούν οικοτόπους προτεραιότητας. Συγκεκριμένα, οι οικότοποι αυτοί είναι: 1. Παράκτιες λιμνοθάλασσες, κωδικός Natura 1150 2. Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi), κωδικός Natura 1410 3. Μεσογειακές θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες, κωδικός Natura 1420 4. Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, κωδικός Natura 2110 5. Κινούμενες θίνες της ακτογραμής με Ammophila arenaria, κωδικός Natura 2120 6. Σταθερές θίνες της Crucianellion maritimae, κωδικός Natura 2210 7. Θίνες των παραλιών με Juniperus ssp., κωδικός Natura 2250 8. Υγροί μεσογειακοί λειμώνες με υψηλές πόες από Molinio Holoschoenion, κωδικός Natura 6420 9. Ασβεστούχα έλη με Cladium mariscus και είδη του Caricion davallianae, κωδικός Natura 7210 10. Καλαμώνες, κωδικός Natura 72Α0 11. Στοές με Salix alba και Populus alba, κωδικός Natura 92Α0 12. Ελληνικά δάση πρίνου, κωδικός Natura 934A Χαρακτηρισμένοι ως οικότοποι προτεραιότητας είναι: οι Παράκτιες λιμνοθάλασσες με κωδικό Natura 1150, οι Θίνες των παραλιών με Juniperus ssp., με κωδικό Natura 2250 και τα Ασβεστούχα έλη με Cladium mariscus και είδη του Caricion davallianae, με κωδικό Natura 7210. Εκτός από τους υπάρχοντες τύπους οικοτόπων, κατά τις επισκέψεις μας στην περιοχή μελέτης, καταγράφηκαν δύο επιπλέον οικότοποι. Ο τύπος οικοτόπου «Μονοετής βλάστηση μεταξύ ορίων πλημμυρίδας και άμπωτης» με κωδικό 1210 και ο τύπος οικοτόπου «Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη λασπωδών και αμμωδών ζωνών» με κωδικό 1310. Όσον αφορά την πανίδα της περιοχής, από τα νομικά πλαίσια που αναφέρθηκαν παραπάνω, προστατεύονται 3 είδη θηλαστικών, 3 είδη ψαριών, 8 είδη πεταλούδων, 16 είδη ερπετών, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και 3 είδη σπάνιων χελωνών, και ένα είδος αμφιβίου. Από τα προστατευόμενα αυτά είδη, η Βίδρα (Lutra lutra) και το ψαράκι των υφάλμυρων νερών Valencia letourneuxi χαρακτηρίζονται ως πολύ σπάνια. Επιπλέον, προστατεύονται συνολικά 148 είδη ορνιθοπανίδας, πολλά από τα οποία είναι επίσης σπάνια είδη. Κατά τη διεξαγωγή της μελέτης, παρατηρήθηκαν διάφορες μορφές υποβάθμισης του οικοσυστήματος, με κυριότερες από αυτές την όλο και αυξανόμενη ανοικοδόμηση και τουριστική ανάπτυξη, την ανεξέλεγκτη θήρευση των πουλιών, τη χρήση φυτοφαρμάκων και την έντονη παρουσία των παραθεριστών αλλά και των αυτοκινήτων. Επίσης, ελλοχεύει ο κίνδυνος υποβάθμισης μεγάλου μέρους της έκτασης της περιοχής, λόγω της ενδεχόμενης πώλησης 1,8 εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων στην νοτιοανατολική της πλευρά (παραλία Ίσσος), για τα οποία υπάρχει σχέδιο αξιοποίησης, που περιλαμβάνει τη δημιουργία γηπέδου γκολφ και αθλητικών εγκαταστάσεων. Η μεγάλη οικολογική αξία της λιμνοθάλασσας Κορισσίων αποτελεί το κύριο συμπέρασμα που προκύπτει από τη διεξαγωγή της παρούσας εργασίας. Ολόκληρη η έκταση περιφερειακά της, αλλά και η ίδια η λεκάνη της λιμνοθάλασσας, φιλοξενούν πλήθος σπάνιων και προστατευόμενων μορφών ζωής. Η πλούσια χλωριδική σύσταση με 162 φυτικά taxa, τα πολυάριθμα και σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας, καθώς και οι τύποι οικοτόπων προτεραιότητας συνθέτουν ένα ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, εύθραυστο οικοσύστημα, το οποίο απειλείται με υποβάθμιση και περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι αναγκαίες ενέργειες για την αειφόρο διατήρησή του. Τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας που θωρούμε πως είναι αναγκαίο να εφαρμοστούν, έτσι ώστε να διατηρηθεί αναλλοίωτο το φυσικό περιβάλλον της λιμνοθάλασσας και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας που φιλοξενεί είναι τα εξής: 5. Δημιουργία Φορέα Διαχείρισης, ο οποίος θα είναι υπεύθυνος για τη συνεχή παρακολούθηση της περιοχής και θα λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση του καλού επιπέδου διατήρησής της. 6. Τοποθέτηση παρατηρητηρίων ορνιθοπανίδας, τα οποία θα εξασφαλίζουν την ομαλή διεξαγωγή του κυνηγιού και την αποτροπή λαθροθηρίας των προστατευόμενων ειδών, εφόσον το κυνήγι στης περιοχές Natura 2000 επιτρέπεται υπό όρους (Πηγή: Ευρωπαϊκή επιτροπή http://ec.europa.eu/). 7. Καταγραφή των ειδών χλωρίδας και πανίδας που προστατεύονται από το Natura 2000, έτσι ώστε να αξιολογηθεί η κατάσταση των πληθυσμών τους και να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας τους, όπου χρειάζεται. 8. Εκ νέου καταγραφή και αξιολόγηση των τύπων οικοτόπων που προστατεύονται από το Natura 2000, έτσι ώστε να συγκριθεί η κατάσταση διατήρησής τους με αυτήν που καταγράφηκε από το δίκτυο Natura 2000, την περίοδο 1998 με 2000 και να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας τους, όπου χρειάζεται. Επίσης η ανάπτυξη του οικοτουρισμού θα μπορούσε να αναδείξει την περιβαλλοντική ομορφιά και μοναδικότητα του τόπου μας και θα έδινε το κίνητρο στους ντόπιους κατοίκους να προστατεύσουν και να διατηρήσουν αναλλοίωτο το οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας. Οικοτουριστική ανάπτυξη θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη διεξαγωγή εκδρομών ενημέρωσης για την άγρια ζωή στην περιοχή, τη διάνοιξη μονοπατιών περιφερειακά της, τις παρακολουθήσεις των μεταναστευτικών πουλιών κλπ. Τέλος, η ευαισθητοποίηση των μικρότερων ηλικιών σε θέματα που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και η δημιουργία περιβαλλοντικής συνείδησης στους μικρούς και όχι μόνο μαθητές, είναι αυτή που θα διασφαλίσει ότι το οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας Κορισσίων δεν θα καταστραφεί και θα αποτελέσει φυσική κληρονομιά των επόμενων γενεών. / -
4

Οικολογική έρευνα των λομνοθαλασσών Ροδιά, Τσουκαλιό, Λογαρού του Αμβρακικού Κόλπου (Περιοχή Ramsar) / Ecological survey of the Lagoons Rodia, Tsoukalo, Logarou, Amvrakikos Gulf (Ramsar site)

Χρηστιά, Χρυσούλα 29 June 2007 (has links)
Ο Αμβρακικός κόλπος είναι ο μεγαλύτερος κόλπος της Δυτικής Ελλάδας με έκταση περίπου 405km2. Αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες περιοχές της χώρας μας, όπου σύμφωνα με την Κ.Υ.Α. 16.611/93 έχει υπαχθεί σε καθεστώς προστασίας, σε εφαρμογή της διεθνούς σύμβασης Ramsar που αφορά την προστασία και τη διατήρηση των υδρόβιων και παρυδάτιων οργανισμών. Η περιοχή πρόσφατα έχει ενταχθεί στο δίκτυο ΦΥΣΗ 2000 με κωδικό GR2110001 και αποτελεί σημαντικό βιότοπο τόσο για τα υδρόβια και παρυδάτια πουλιά που διαχειμάζουν και αναπαράγονται στην περιοχή όσο και για σημαντικά είδη χλωρίδας και πανίδας. Οι λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού κόλπου απαντούν κυρίως στο βόρειο τμήμα. Οι κυριότερες λιμνοθάλασσες είναι το σύμπλεγμα «Ροδιά, Τσουκαλιό, Αυλερή» δυτικά του λόφου της Σαλαώρας και η λιμνοθάλασσα Λογαρού ανατολικά του ίδιου λόφου. Οι δύο από τις τρεις λιμνοθάλασσες, η Τσουκαλιό και η Ροδιά επικοινωνούν μεταξύ τους και διαχωρίζονται από τη Λογαρού με μια στενή λωρίδα γης. Οι παράκτιες λιμνοθάλασσες βρίσκονται μεταξύ ξηράς και θάλασσας και επηρεάζονται τόσο από το θαλάσσιο όσο και από το χερσαίο περιβάλλον. Επηρεάζονται από σε αυξημένες εισροές θρεπτικών από τους ποταμούς και τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες που αναπτύσσονται στη λεκάνη απορροής τους. Οι παράκτιες λιμνοθάλασσες είναι αυτόνομα δυναμικά οικοσυστήματα με υψηλή παραγωγική ικανότητα και παρουσιάζουν ιδιαίτερα μορφολογικά και οικολογικά χαρακτηριστικά. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των συστημάτων είναι οι συχνές μεταβολές των περιβαλλοντικών παραμέτρων (θερμοκρασία και αλατότητα) που προκαλούν σημαντικές μεταβολές στην αφθονία και την κατανομή των οργανισμών. Η οικολογική έρευνα βασίστηκε στην παρακολούθηση των εποχικών διακυμάνσεων κατά τη διάρκεια της βλαστητικής περιόδου, από τον Μάϊο του 2003 έως τον Μάϊο του 2004, της βλάστησης των υδροβίων μακροφύτων, των θρεπτικών αλάτων και των φυσικοχημικών παραμέτρων του νερού (βάθος, διαφάνεια, θερμοκρασία, αλατότητα, αγωγιμότητα, διαλυμένο οξυγόνο, pH) στις τρεις παράκτιες λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού κόλπου. Διερευνήθηκε επίσης η δομή των μακροφυτικών κοινωνιών που εντοπίστηκαν στις λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού καθώς και ο τρόπος με τον οποίο οι αβιοτικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την αφθονία των διαφορετικών φυτικών ειδών. Ειδικότερα μελετήθηκε η σύνθεση των φυτικών οργανισμών, οι εποχικές αλλαγές και η διαδοχή των κυρίαρχων ειδών στις λιμνοθάλασσες σε σχέση με τους κύριους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Το σύμπλεγμα των λιμνοθαλασσών αποτελείται από διαφορετικούς βιότοπους ως προς την αφθονία και την ποιοτική και ποσοτική σύσταση των βυθισμένων μακροφύτων. Οι λιμνοθάλασσες Ροδιά και Τσουκαλιό παρουσιάζουν ομοιότητες μεταξύ τους, ενώ η Λογαρού έχει μεγαλύτερη ομοιότητα με τον Αμβρακικό, με τον οποίο η επικοινωνία είναι άμεση. Στη μακροφυτική βλάστηση των λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού επικρατούν το αγγειόσπερμο Zostera noltii και το χαρόφυτο Lamprothamnium papulosum, ενώ έχουν καταγραφεί συνολικά 12 είδη υδρόβιων μακροφύτων τα οποία διαχωρίστηκαν με την ανάλυση συστάδων σε έξι ομάδες βλάστησης. Τα κυρίαρχα φυτικά είδη ήταν το αγγειόσπερμο Zostera noltii και το χαρόφυτο Lamprothamnium papulosum στις λιμνοθάλασσες Ροδιά και Τσουκαλιό, ενώ στη λιμνοθάλασσα Λογαρού καταγράφηκαν σε αφθονία τα είδη Gracilaria-bursa pastoris και Acetabularia mediterranea και σε περιορισμένη έκταση η Zostera noltii. Οι περιοχές στις οποίες παρατηρούνται οι μεγαλύτεροι δείκτες ποικιλότητας και αφθονίας των ειδών εντοπίζονται στο νότιο τμήμα της λιμνοθάλασσας Τσουκαλιό. Την άνοιξη του 2004 παρατηρήθηκε αυξημένη παρουσία νηματοειδών φυκών τα οποία χαρακτηρίζονται ως ευκαιριακά είδη και η παρουσία τους αποτελεί δείκτη ευτροφισμού. Η λιμνοθάλασσα Ροδιά παρουσίασε σημαντική μείωση την άνοιξη του 2004 τόσο στο αριθμό των υδρόβιων φυτικών ειδών όσο και στο ποσοστό κάλυψης. Για τον καθορισμό των σχέσεων μεταξύ των περιβαλλοντικών μεταβλητών και των ειδών των μακροφύτων χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση κανονικών αντιστοιχιών CCA (CANOCO-Canonical Correspondence Analysis) Οι στατιστικές διαφορές στις μέσες τιμές των περιβαλλοντικών παραμέτρων και των ομάδων βλάστησης υπολογίστηκαν με την Ανάλυση Διασποράς (ANOVA- Tukey’s test) Οι κυριότεροι παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν τη μακροφυτική βλάστηση στην περιοχή μελέτης είναι το υδρολογικό ισοζύγιο, η αλατότητα, η περιεκτικότητα σε θρεπτικά άλατα και η διαφάνεια του νερού. Η διαφάνεια του νερού ήταν υψηλότερη στις λιμνοθάλασσες Τσουκαλιό και Ροδιά και μικρότερη στη Λογαρού. Το pH στις λιμνοθάλασσες ήταν αλκαλικό και κυμαίνονταν από 7,5 έως 9, και οι τιμές του διαλυμένου οξυγόνου μπορούν να κατατάξουν τα ύδατα των λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού στα σχεδόν πλούσια ή πλούσια. Η μεγαλύτερη διακύμανση της αλατότητας παρατηρήθηκε στις λιμνοθάλασσες Ροδιά και Τσουκαλιό ενώ η μικρότερη διαπιστώθηκε στη λιμνοθάλασσα Λογαρού που μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπερύαλη μιας και η τιμή της συγκεκριμένης παραμέτρου παρουσίασε τιμές που ξεπερνούσαν το 40‰. Παρατηρήθηκε εποχική μεταβολή στις συγκεντρώσεις των θρεπτικών αλάτων του αζώτου μεταξύ των περιόδων παρακολούθησης. Σημειώνεται μείωση της συγκέντρωσης του ολικού ανόργανου Ν κατά τη διάρκεια της άνοιξης του 2004 σε σχέση με την άνοιξη του 2003. Η συγκέντρωση του ολικού ανόργανου Ν είναι χαμηλότερη το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Η λιμνοθάλασσα Ροδιά παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ολικού ανόργανου αζώτου, ακολουθεί η λιμνοθάλασσα Τσουκαλιό και τελευταία η λιμνοθάλασσα Λογαρού. Οι συγκεντρώσεις των νιτρικών ιόντων εμφανίζονται αυξημένες την άνοιξη και το φθινόπωρο. Το φθινόπωρο επίσης παρατηρούνται υψηλές συγκεντρώσεις αμμωνιακών ιόντων ενώ οι συγκεντρώσεις των φωσφορικών κυμαίνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Σημαντικό ρόλο στη ανάπτυξη των μακροφύτων παίζει ο φώσφορος ο οποίος αποτελεί περιοριστικό παράγοντα. Ο φώσφορος είναι αυτός που ρυθμίζει και τον ανταγωνισμό μεταξύ μακροφύτων και φυτοπλαγκτού και θεωρείται ότι είναι ένας από τους κύριους παράγοντες περιορισμού της φυτοκάλυψης στις λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού κόλπου. / Amvrakikos Gulf, situated in Western Greece, is one of the most important areas of the country, protected by the Ramsar Convention, especially for waterfowl populations, and recently has been included to the Natura 2000 Network with code number GR2110001. It is considered to be a very important biotope for flora and fauna and especially for birds that they are nesting and breeding in such type of habitats. The lagoons of Amvrakikos Gulf appear mainly at the north part of it. The most important lagoons are Rodia, Tsoukalio and Ayleri western of Salaora’ s hill and Logarou at the eastern part of the same hill. Two of the lagoons are interconnected and separated from the third by a narrow strip of land. Coastal lagoons, situated between the land and the sea, are influenced by both marine and terrestrial factors and subjected to increased nutrient inputs by rivers and human activities of the catchment area. Coastal lagoons are autonomous dynamic systems with a high productivity potential and a number of common morphological and ecological features. Characteristic features of these systems are frequent fluctuations in the environmental parameters (temperature and salinity) causing severe changes in the abundance and distribution of organisms. The ecological study is based on monitoring data on the seasonal variation during the vegetated periods of 2003-‘04 on submerged vegetation, nutrients, light and physicochemical parameters of water (depth, transparency, temperature, salinity, conductivity, dissolved oxygen, pH), in three shallow coastal brackish lagoons of Amvrakikos Gulf, Ionian Sea. It was studied the species composition, the seasonal variations and the succession of submerged macrophytes in relation to the main environmental factors and the abundance of the different species. The submerged flora in the Rodia and Tsoukalio is dominated by a charophytes, Lamprothamnium papulosum and an important angiosperm Zostera noltii. In Logarou two species of macroalgae Gracilaria-bursa pastoris and Acetabularia mediterranea, are abundant while Zostera noltii occurs with a limited presence. Statistical analyses and ordination methods were performed with statistical package SPSS (V. 12) and PC Ord (V.4). The hydrological regime, depth, water transparency and the fluctuation of salinity seems to be the main factors controlling the abundance of different species in three lagoons. When the salinity changed during the second year of the survey it was observed an alteration of the vegetation. The most important alteration happened at Rodia lagoon on spring 2004. It was also observed changes on the concentrations of nutrients and especially on nitrogen. The concentrations of nitrates were higher in spring and autumn due to inputs from catchments area. On autumn they were observed higher concentrations of ammonium with the exception of phosphates that they were very low something that recorded in similar ecosystems in other areas of the world.
5

Παρακολούθηση της οικολογικής ποιότητας των λιμνοθαλασσών Κοτύχι & Πρόκοπος της Δ. Ελλάδας : ανάλυση των βιοκοινωνιών των υδρόβιων μακρόφυτων και μακροασπόνδυλων στα πλαίσια εφαρμογής της οδηγίας 2000/60/ΕΕ για τα ύδατα

Φυττής, Γεώργιος 05 July 2012 (has links)
Τα υδρόβια μακρόφυτα και τα βενθικά μακροασπόνδυλα μελετήθηκαν εποχικά σε δύο λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας (Κοτύχι και Πρόκοπος), με σκοπό την ανάλυση της χωρικής και εποχικής διακύμανσης των βιοκοινωνιών τους. Η λιμνοθάλασσα Κοτύχι παρουσιάζει μεγαλύτερη επικοινωνία με τη θάλασσα, ενώ ο Πρόκοπος έχει μεγαλύτερο βαθμό απομόνωσης από τη θάλασσα. Τα υδρόβια μακρόφυτα αποτελούν κύριο στοιχείο των λιμνοθαλασσών. Συνολικά και στις δύο περιοχές μελέτης βρέθηκαν 22 taxa μακροφύτων (αγγειόσπερμα και μακροφύκη), εκ των οποίων τα 8 αποτελούν νέες αναφορές για την περιοχή μελέτης. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν 16 taxa στο Κοτύχι (2 ροδοφύκη, 8 χλωροφύκη, 5 αγγειόσπερμα, 1 στρεπτόφυτο) και 14 στον Πρόκοπο (1 ροδοφύκος, 5 χλωροφύκη, 5 αγγειόσπερμα, 3 στρεπτόφυτα). Τα αγγειόσπερμα Ruppia cirrhosa και Potamogeton pectinatus ήταν κυρίαρχα και στις δύο λιμνοθάλασσες. Κυρίαρχο taxon στο Κοτύχι ήταν και το χλωροφύκος Cladophora glomerata, ενώ για τον Πρόκοπο το αγγειόσπερμο Zannichellia pallustris ssp. pedicellata. H βιομάζα των υδρόβιων μακροφύτων παρουσίασε μεγάλη αύξηση κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου. Στο Κοτύχι απαντούν 28 taxa υδροβίων μακροασπονδύλων, ενώ στον Πρόκοπο 19. Η οικογένεια των Chironomidae (Miscellanea) και το Lekanesphaera monodi (Καρκινοειδή) ήταν τα κυρίαρχα taxa και για τις δύο λιμνοθάλασσες. Η ποικιλότητα (Η’) της βενθικής πανίδας κυμάνθηκε από 1,3 έως 2,6 στο Κοτύχι και από 0,7 έως 2,4 στον Πρόκοπο. Τα αποτελέσματα της ιεραρχικής ομαδοποίησης (Cluster analysis) σε σύνολο 72 δειγματοληπτικών επιφανειών, με βάση την αφθονία των υδρόβιων μακροφύτων στις δύο περιοχές μελέτης, ανέδειξαν 5 ομάδες βλάστησης. Στην ομάδα Ι κυρίαρχο taxon είναι το αγγειόσπερμο Zostera noltii, ενώ στις ομάδες ΙΙa και ΙΙb κυριαρχεί το αγγειόσπεrμο Ruppia cirrhosa, με διαφορετική αντιπροσώπευση των συνοδών ειδών. Στην ομάδα ΙΙIa κυριαρχούν τα αγγειόσπερμα Potamogeton pectinatus και Zannichellia pallustris ssp. pedicellata, ενώ η ομάδα ΙΙIb κυριαρχείται από το Zannichellia pallustris ssp. pedicellata που συνοδεύεται από το χλωροφύκος Ulva intestinalis. O έλεγχος των διαφορών των ομάδων βλάστησης, με βάση τη διακύμανση των περιβαλλοντικών τους παραμέτρων πραγματοποιήθηκε με τον έλεγχο Mann - Whitney U. Στατιστικά σημαντικές διαφορές υπάρχουν μεταξύ της ομάδας ΙΙb με τις ομάδες Ι και ΙΙIb, όσον αφορά το βάθος και μεταξύ της ομάδας ΙΙb και ΙΙΙa, όσον αφορά την αναλογία διαφάνεια/βάθος και τη συγκέντρωση του ολικού φωσφόρου. Τα αποτελέσματα της ιεραρχικής ομαδοποίησης (Cluster analysis) σε σύνολο 36 δειγματοληπτικών επιφανειών, με βάση την αφθονία των υδρόβιων μακροασπονδύλων ανέδειξαν δύο ομάδες βενθικής πανίδας σε επίπεδο ομοιότητας περίπου 50% (Bray curtis similarity 50%) που αντιστοιχούν στις δύο λιμνοθάλασσες. Η ομάδα που αντιστοιχεί στο Κοτύχι κυριαρχείται από την οικογένεια Chironomidae και η ομάδα που αντιστοιχεί στον Πρόκοπο κυριαρχείται από την οικογένεια Οstracoda. O έλεγχος Mann - Whitney U έδειξε ότι οι δύο λιμνοθάλασσες διαφέρουν με βάση τις αβιοτικές παραμέτρους σε επίπεδο σημαντικότητας p<0,001 στο βάθος, την αναλογία διαφάνεια/βάθος, τη συγκέντρωση του ολικού φωσφόρου, χλωροφύλλης –α και ολικών αιωρούμενων στερεών. Ο Πρόκοπος παρουσίασε μεγαλύτερο βάθος (0,87m) από το Κοτύχι (0,56m) και μεγαλύτερη διακύμανση των παραπάνω παραμέτρων. Γενικά, τα αποτελέσματα της ανάλυσης κύριων συνιστωσών (PCA) και της ανάλυσης ANOSIM, που αφορούν τις περιβαλλοντικές παραμέτρους έδειξαν ότι η διακύμανση των περιβαλλοντικών παραμέτρων παρουσίασε εποχικό και χωρικό πρότυπο και στις δύο λιμνοθάλασσες με τη μεγαλύτερη διακύμανση τους να παρατηρείται στον Πρόκοπo. Κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου ειδικά στον Πρόκοπο καταγράφηκαν πολύ χαμηλές τιμές διαλυμένου οξυγόνου (χαμηλότερη τιμή: 0,34 mg/l), ακραίες τιμές αλατότητας (μέγιστη τιμή: 38,43 psu) και αυξημένες τιμές pH (μέγιστη τιμή: 9,95). Αυτή η εποχική διακύμανση των περιβαλλοντικών παραμέτρων προκαλεί έντονο φυσικό στρες στους υδρόβιους οργανισμούς επηρεάζοντας την αφθονία και εξάπλωση τους. Οι κυριότερες συσχετίσεις των αβιοτικών παραμέτρων που προέκυψαν από την ανάλυση Spearman είναι η θετική συσχέτιση του ολικού φώσφορου με τη χλωροφύλλη – α, τα ολικά αιωρούμενα στερεά και τη σταθερά απορρόφησης – α, η αρνητική συσχέτιση της αναλογίας διαφάνειας/βάθος με τον ολικό φώσφορο και τη χλωροφύλλη – α και του διαλυμένου οξυγόνου στο υπόστρωμα με τη συγκέντρωση φωσφορικών ιόντων, ολικού αζώτου, ολικού άνθρακα και οργανικού άνθρακα στο ίζημα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης πλεονασμού (RDA), τo pH, η συγκέντρωση των ολικών αιωρούμενων στερεών της χλωροφύλλης - α, το βάθος, η θερμοκρασία και η σταθερά απορρόφησης Κ φαίνεται να παίζουν τον πιο σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση & αφθονία των μακροφύτων. Όσον αφορά την εξάπλωση και αφθονία των υδρόβιων μακροασπονδύλων, σύμφωνα με την ανάλυση πλεονασμού (RDA), πιο σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζουν το βάθος, η συγκέντρωση των ολικών αιωρούμενων σωματιδίων, η θερμοκρασία και το pH. Γενικά, στις δύο λιμνοθάλασσες καταγράφηκε χαμηλός ειδών μακροφύτων και μακροαπονδύλων, όπως και σε άλλες λιμνοθάλασσες της Ελλάδας (Reizopoulou and Nicolaidou 2004, Kevrekidis 2004, Mogias and Kevrekidis 2005). Ο χαμηλότερος αριθμός ειδών και ατόμων μακροασπονδύλων παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου. Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης ότι ο αριθμός ειδών, η ποικιλότητα και η αφθονία, των βενθικών μακροασπονδύλων σχετίζεται ισχυρά με την υδρόβια βλάστηση και το βαθμό απομόνωσης από τη θάλασσα. Ο αριθμός ειδών και ατόμων μακροασπονδύλων παρουσιάστηκε αυξημένος στον τύπο ενδιαιτήματος, όπου κυριαρχούν τα αγγειόσπερμα, ενώ παρουσιάστηκε μειωμένος σε γυμνό υπόστρωμα. Επίσης, ο αριθμός ειδών και ατόμων μακροασπονδύλων εμφανίζεται μειωμένος με την αύξηση της απόστασης από τη θάλασσα. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης πλεονασμού (RDA) έδειξαν ότι τα μαλάκια παρουσιάζουν καλύτερη συσχέτιση με το αγγειόσπερμο Zostera noltii και τα συνοδά του είδη, ενώ τα καρκινοείδη παρουσιάζουν καλύτερη συσχέτιση με τα αγγειόσπερμα Ruppia cirrhosa, Potamogeton pectinatus και Zannichellia pallustris ssp. pedicellata και τα συνοδά τους είδη. Τα Miscellanea δείχνουν καλύτερη συσχέτιση με τα ευκαιριακά είδη υδροβίων μακροφύτων. Το Gammarus insensibilis παρουσίασε συνεμφάνιση με το χλωροφύκος Chaetomorpha linum, το οποίο αποτελεί μέρος της διατροφής του (Sheader & Sheader 1987, Bamber et al. 1992). Στην παρούσα εργασία συζητούνται περαιτέρω η οικολογική ποιότητα των δύο λιμνοθαλασσών και οι χωρικές και χρονικές διακυμάνσεις των περιβαλλοντικών παραμέτρων καθώς και οι επιδράσεις τους στη δομή και λειτουργία των βιοκοινωνιών των μακροφύτων και μακροασπονδύλων. / Aquatic macrophytes and benthic macroinvertebrates were studied seasonally in two coastal lagoons (Kotychi and Prokopos) located in Western Greece, in order to investigate spatial and temporal trends. Kotychi lagoon presents a better communication with the sea, while Prokopos has a high degree of confinement. Both ecosystems receive seasonally freshwater input by streams. The submerged aquatic macrophytes constituted a major component of the ecosystems studied. In total were found 22 taxa of aquatic macrophytes (angiosperms and macroalgae), 16 taxa for Kotychi (2 Rhodophyta, 8 Chlorophyta, 5 Magnoliophyta, 1 Streptophyta) and 14 taxa for Prokopos (1 Rhodophyta, 5 Chlorophyta, 5 Magnoliophyta, 3 Streptophyta). Ruppia cirrhosa, and Potamogeton pectinatus were dominant in both lagoons. Kotychi lagoon was also dominated by Cladophora glomerata and Prokopos by Zannichellia pallustris ssp. pedicellata, while the biomass of aquatic species peaked during summer period. The total number of macroinvertebrates found in the lagoons was 28 taxa for Kotychi and 19 for Prokopos. Chironomidae (Miscellanea) and Lekanesphaera monodi (Crustacea) were dominant in both lagoons, while Kotychi was also dominated by Monocorophium insidiosum (Crustacea), and Prokopos by Ostracoda (Crustacea). Benthic diversity (Η’) ranged from 1.3 to 2.6 in Kotychi and from 0.7 to 2.5 in Prokopos. Cluster analysis (Bray Curtis similarity) distinguished 5 vegetation groups based on 72 sampling plots. Group I, was dominated by Zostera noltii, groups IIa and IIb were both dominated by Ruppia cirrhosa, but they present different abundance in companion opportunistic species. Group IIIa was dominated by Potamogeton pectinatus and Zannichellia pallustris ssp. pedicellata and group IIIb by Zannichellia pallustris ssp. pedicellata and Ulva intestinalis. Mann - Whitney U – test showed that means of environmental variables such as depth, total P and the ratio transparency/depth differed significantly among groups IIb, IIIa and IIIb. Cluster analysis (Bray Curtis similarity) distinguished two groups of macroinvertebrates, based on 36 sampling plots. Group I represents Kotychi lagoon by Chironomidae and group II represents Prokopos lagoon II dominated by Ostracoda. Mann - Whitney U – test showed that means of environmental variables such as depth, the ratio transparency/depth, total P, chl-a and TSM differed significantly between the two lagoons. Prokopos (0,87m) is a deeper lagoon than Kotychi (0,56m) and presented higher values of the ratio transparency/depth, total P, chl-a and TSM. Generally, PCA and ANOSIM analysis showed that there is a seasonal and spatial fluctuation of environmental variables in the two lagoons. Prokopos showed widest range of the environmental variables among seasons. In Prokopos lagoon during summer period recorded very low values of D.O. (lowest value: 0,34 mg/l), high salinity (max. value: 38,43 psu) and pH (max. value: 9,95). The high seasonal fluctuations of environmental variables create a natural stress to aquatic organisms affecting their abundance. The results of Spearman analysis showed that total P was positively correlated with chl-a, TSM and attenuation coefficient K and the ratio transparency/depth was negatively correlated with total P and chl-a. Also, sediment’s D.O. was negatively correlated with orthophosphates, total nitrogen, total and organic carbon in the sediment. The results of RDA analysis showed that pH, TSM, chl-a, depth, attenuation coefficient K and temperature play the most important role in the abundance and distribution of aquatic macrophytes. Depth, TSM, temperature and pH influence the distribution and abundance of benthic mavroinvertebrates. Generally, both lagoon showed low number of species of macrophytes and macroinvertebrates, similarly with other Greek lagoons (Reizopoulou and Nicolaidou 2004, Kevrekidis 2004, Mogias and Kevrekidis 2005). The lowest number of species and individuals of macroinvertebrates was recorded during the summer period. Moreover, results showed that species richness, diversity, and abundance of benthic macroinvertebrates were strongly related to aquatic vegetation and degree of confinement. The number of species and individuals of macroinvertebrates increased in the habitat where angiosperms were the dominated macrophytes. On the other hand, the number of species and individuals of macroinvertebrates presented lower values in bare substrates. Also, the number of species and individuals of macroinvertebrates presented a reduction at the sampling stations which have a high distance from the sea, in both lagoons. RDA analysis showed that Mollusca prefer as a habitat the angiosperm Zostera noltii and its companion species. Crustacea showed better relation with angiosperms Ruppia cirrhosa, Potamogeton pectinatus and Zannichellia pallustris ssp. pedicellata and their companion species. Miscellanea showed better relation with the opportunistic species of aquatic macrophytes. Gammarus insensibilis presented co-occurrence with Chaetomorpha linum, which is a part of its diet, as referred also, in Sheader & Sheader (1987) and Bamber et al. (1992). In the current study the ecological evaluation of the two coastal lagoons, the spatial and temporal fluctuations of environmental variables and their influence to the structure and function of biotic communities are further discussed.
6

Οικολογική εκτίμηση των λιμνοθαλασσών της δυτικής Ελλάδας με χρήση υδρόβιων μακρόφυτων, ως βιολογικών δεικτών / Assessment of the ecological status of coastal lagoons of Western Greece using aquatic macrophytes as biological indicators

Χρηστιά, Χρυσούλα 02 March 2015 (has links)
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή μελετήθηκαν οι λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας Ροδιά, Τσουκαλιό και Λογαρού του Αμβρακικού κόλπου, η λιμνοθάλασσα Κλείσοβα του συμπλέγματος λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού, η λιμνοθάλασσα του Αράξου και η λιμνοθάλασσα του Καϊάφα με σκοπό να αξιολογηθεί η οικολογική τους κατάσταση με τη χρήση υδρόβιων μακροφύτων ως ειδών δεικτών. Τα αποτελέσματα της διατριβής παρουσιάζονται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται διάκριση των λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας σε τύπους με βάση τα κύρια αβιοτικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά τους. Στο δεύτερο μέρος διερευνώνται οι εποχικές και χωρικές διακυμάνσεις των αβιοτικών παραμέτρων που μετρήθηκαν σε κάθε τύπο λιμνοθάλασσας από την άνοιξη του 2005 έως το φθινόπωρο του 2007. Στο τρίτο μέρος γίνεται διάκριση των υδρόβιων μακροφύτων των λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας σε συναθροίσεις και διερευνώνται οι εποχικές και διαχρονικές τους μεταβολές σε κάθε τύπο λιμνοθάλασσας. Τέλος, στο τέταρτο μέρος της διδακτορικής διατριβής εκτιμήθηκε η οικολογική κατάσταση κάθε τύπου λιμνοθάλασσας με τη χρήση έξι διαφορετικών δεικτών που βασίζονται τόσο σε αβιοτικά (TSI-Chl-a, TSI-TP, TRIX) και βιοτικά κριτήρια (EEI, E-MaQI) ή συνδυασμό και των δύο (TWQI). Στη Μεσόγειο διακρίθηκαν συνολικά πέντε τύποι λιμνοθαλασσών που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και την αλατότητα. Οι λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας ανήκουν στους τέσσερις από τους πέντε τύπους. Οι τιμές των αβιοτικών παραμέτρων που μετρήθηκαν κατά τη διάρκεια των περιόδων παρακολούθησης (άνοιξη 2005-φθινόπωρο 2007), υποδεικνύουν τη χωρική και χρονική διακύμανση των χαρακτηριστικών της στήλης του νερού στους τέσσερις τύπους λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας, με σημαντικότερες μεταβολές να παρατηρούνται κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή για πρώτη φορά γίνεται συστηματική καταγραφή και παρακολούθηση της υδρόβιας βλάστησης στις λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας. Συνολικά συλλέχθηκαν και αναγνωρίστηκαν 40 είδη υδρόβιων μακροφύτων που σχηματίζουν πέντε διαφορετικές συναθροίσεις μακροφύτων. Τα αγγειόσπερμα είδη Zostera noltii, Ruppia cirrhosa, Cymodocea nodosa, Potamogeton pectinatus καθώς και τα χαρόφυτα Lamprothamnium papulosum και Chara hispida f. corfuensis αποτελούν τα κυρίαρχα είδη στους τύπους λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας και είναι εκείνα τα οποία συμβάλλουν σημαντικά στην ανομοιότητα (ANOSIM) των συναθροίσεων μεταξύ των τύπων λιμνοθαλασσών. Οι δείκτες εκτίμησης της τροφικής κατάστασης των μεταβατικών οικοσυστημάτων που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα έχουν σχεδιαστεί είτε για λίμνες είτε για παράκτια ύδατα και η επιλογή του καταλληλότερου αποτελεί πρόκληση για την επιστημονική κοινότητα. Η εφαρμογή αβιοτικών δεικτών στις λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας κατατάσσει την τροφική κατάσταση των λιμνοθαλασσών κυμαίνεται από ολιγοτροφική έως υπερτροφική. Επιπλέον, στην παρούσα διδακτορική διατριβή, η εφαρμογή βιοτικών δεικτών που στηρίζονταν στην υδρόβια βλάστηση παρουσίασε δυσκολίες και περιορισμούς λόγω των διαφορετικών ειδών υδρόβιων μακροφύτων που απαντώνται στις λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας. Ο δείκτης E-MaQI μπόρεσε να εφαρμοστεί μόνο σε δύο (Κλείσοβα, Άραξος) από τις έξι λιμνοθάλασσες λόγω περιορισμένου αριθμού ειδών, ενώ ο δείκτης ΕΕΙ-c δεν εφαρμόστηκε στη λιμνοθάλασσα του Καϊάφα λόγω έλλειψης κατάταξης του είδους Chara hispida f. corfuensis σε ομάδα οικολογικής κατάστασης. Παρόλα αυτά, στις περιοχές όπου εφαρμόστηκαν οι παραπάνω δείκτες η οικολογική κατάσταση των λιμνοθαλασσών κυμαίνονταν από φτωχή έως άριστη. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή ελέγχθηκε και βαθμονομήθηκε ο πολυμετρικός δείκτης TWQI στους τέσσερις τύπους λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας και συγκρίθηκε με άλλα έξι διαφορετικά μεταβατικά οικοσυστήματα της Μεσογείου. Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι η εφαρμογή του πολυμετρικού δείκτη TWQI είναι καταλληλότερη για τα μεταβατικά οικοσυστήματα. Τα αποτελέσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό εργαλείο στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των φυσικοχημικών παραμέτρων και των υδρόβιων μακροφύτων ως μέρους των δομικών στοιχείων των λιμνοθαλασσών και τα συμπεράσματά της μπορούν να συγκριθούν με αντίστοιχα των λιμνοθαλασσών της Μεσογείου. / In the current thesis they were monitored six coastal lagoons positioned at the Western coast of Greece: Rodia, Tsoukalio and Logarou lagoons belonging to the Amvrakikos Gulf lagoonal complex, as well as Kleisova which belong to the Messolonghi-Aitoliko lagoonal complex, Araxos and Kaiafas lagoons in order to assess their ecological status using aquatic macrophytes as indicator species. The results of this study are presented in four parts. Into the first part coastal lagoons were classified into lagoon types according to their main abiotic and geomorphological characteristics. The second part explores the seasonal and spatial variations of abiotic parameters measured in each lagoon type from spring 2005 to autumn 2007. Additionally, the third part distinguishes the aquatic macrophytes of Western Greece coastal lagoons in assemblages and investigated the seasonal and temporal changes of them in each lagoon type. Finally, the fourth part of the thesis assessed the trophic status of each lagoon using six different indicators based on both abiotic (TSI-Chl-a, TSI-TP, TRIX) and biotic criteria (EEI-c, E-MaQI) or combination of both (TWQI). In the Mediterranean region coastal lagoons were totally distinguished into five lagoons types which differ significantly in size and salinity. Coastal lagoons of Western Greece belong only to four of them. The principal component analysis applied separately to the lagoons of Western Greece verify the above results and except from size and salinity, considers that the average depth, the freshwater inflow, the length and width of the barrier and the degree of confinement contribute significantly to their differentiation. The values of abiotic parameters measured during the monitoring periods, indicate the spatial and temporal variation of water quality characteristics at four lagoon types of Western Greece, with significant changes mainly occur in spring and summer. Coastal lagoons with high degree of confinement (Type I – Rodia) showed high nitrate concentrations and lower salinity values, unlike lagoon Types II and III (Tsoukalio, Logarou, Kleisova, Araxos) that are exposed to higher seawater influence. In all studied lagoons of Western Greece, the mean concentration values of Chl-a were low, although nutrient concentrations were high, indicating ongoing eutrophication phenomena. The current thesis constitutes the first systematic approach of monitoring the submerged aquatic vegetation of coastal lagoons in Western Greece. They were totally collected and identified 40 submerged aquatic macrophyte species which forming five different macrophytic assemblages. The angiosperm species of Zostera noltii, Ruppia cirrhosa, Cymodocea nodosa, Potamogeton pectinatus, as well as, the charophytes Lamprothamnium papulosum and Chara hispida f. corfuensis are the dominant species of coastal lagoons in Western Greece. These species contribute significantly to the dissimilarity (ANOSIM) of macrophytic assemblages between lagoon types. The presence of opportunistic species of the genus Ulva and Cladophora, as well as epiphytic species of genus Chondria or Ceramium were more pronounced in spring and summer. During the monitoring period they were recorded significant changes in salinity values in Rodia lagoon resulting thus to the decrease of mean abundance of the angiosperm species Zostera noltii which was replaced by Ruppia cirrhosa. The results of Redundancy Analysis (RDA) showed that abiotic parameters such as depth, salinity, dissolved oxygen, pH and concentrations of Chl-a and total inorganic nitrogen affect the composition of macrophytic assemblages. The calculation of diversity indices in coastal lagoons of Western Greece showed statistically significant differences between seasons and sampling stations. Lagoon types that are more influenced by seawater intrusion such as Types II and III showed higher number of species and higher Shannon index values with respect to lagoon Types I and IV. In this thesis the application of biotic indices based on submerged aquatic vegetation presented difficulties and limitations due to the different species of aquatic macrophytes found in coastal lagoons of Western Greece. The index E-MaQI could be implemented in only two (Kleisova, Araxos) of the six lagoons due to the limited number of species, while the index EEI-c could not be applied in Kaiafas lagoon due to the lack of classification of species Potamogeton pectinatus in an ecological status group. However, into the areas in which both indices applied yielded different results ranging from poor to high ecological condition. The multimetric index TWQI was tested and calibrated in four different lagoon types of Western Greece and compared with other Mediterranean transitional water ecosystems. The results showed that the application of TWQI is appropriate for transitional ecosystems. The index is simple to use and is less sensitive to changes in Chl-a and nutrients that derived from nutrient inputs due to anthropogenic activities. The results of this thesis could be considered an important tool for understanding the relationships between physicochemical parameters and aquatic macrophytes, as part of the structural elements of the lagoons, while the findings could be compared with other lagoons of the Mediterranean Sea.
7

Ηχοβολιστική αποτύπωση του αναγλύφου του πυθμένα και διερεύνηση της οικολογικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας, Ν. Μεσσηνίας, καθώς και ψηφιακή χαρτογράφηση των καλύψεων/ χρήσεων γης στην ευρύτερη προστατευόμενη περιοχή

Παπακωνσταντίνου, Μαρία 13 January 2015 (has links)
Στα πλαίσια της παρούσας έρευνας, μελετήθηκε η προστατευόμενη περιοχή του Οικολογικού Δικτύου Natura 2000: «Λιμνοθάλασσα Πύλου (Διβάρι), Νήσος Σφακτηρία, Αγ. Δημήτριος» με κωδικό GR2550004. Διεξάχθηκαν δύο εποχικές δειγματοληψίες, στις 31 Αυγούστου του 2012 και στις 21 Απριλίου του 2013. Η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας έχει έκταση περίπου 2,5 Km2, μέγιστο βάθος 1 m και επικοινωνεί με τον κόλπο του Ναυαρίνου μέσω ενός τεχνητού διαύλου. Αρχικά, πραγματοποιήθηκε η ηχοβολιστική αποτύπωση του πυθμένα, με χρήση ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης (Side Scan Sonar, SSS) με σκοπό να αποκαλυφθεί, τόσο η μορφολογία του βυθού, όσο και η παρουσία, η αφθονία και η χωρική κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων. Κατόπιν, σε 9 προεπιλεγμένους δειγματοληπτικούς σταθμούς, πραγματοποιήθηκε καταγραφή των φυσικοχημικών παραμέτρων και συλλέχθηκαν δείγματα υδρόβιας χλωρίδας. Με τη βοήθεια του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης μελετήθηκε, περίπου, το 37% της έκτασης της λιμνοθάλασσας. Μέσω αυτής της διαδικασίας, προέκυψαν 6 διαφορετικοί ακουστικοί τύποι που αντιστοιχούν σε 6 διαφορετικά ποσοστά φυτοκάλυψης: πυκνή (76-100%), λιγότερο πυκνή (51-75%), αραιή (26-50%), πολύ αραιή (6-25%), σπάνια (1-5%) και καθόλου (<1%). Αφού κατασκευάστηκε το μωσαϊκό του πυθμένα, με τη χρήση των λογισμικών Triton Isis και TritonMap (Delphmap) της Triton Imaging Inc., διαπιστώθηκε ότι, η λιμνοθάλασσα καλύπτεται από βλάστηση σε ποσοστό περίπου 25% ενώ, περίπου, το 75% δεν καταλαμβάνεται από κάποιο είδος υδρόβιας βλάστησης, και το υπόστρωμα είναι αμμώδες/ ιλυοαμμώδες (Μπούζος et al., 2002a). Τα αποτελέσματα του Αυγούστου έδειξαν ότι, η πυκνή φυτοκάλυψη φτάνει περίπου στο 2% της υπό μελέτη έκτασης, και χωρικά περιορίζεται κοντά στο δίαυλο επικοινωνίας με τη θάλασσα. Η υδρόβια χλωρίδα που απαντά στους σταθμούς αυτούς αποτελείται από τα είδη Ruppia cirrhosa σε μίξη με την Cymodocea nodosa, με κυρίαρχο είδος τη Ruppia cirrhosa. Όσο απομακρυνόμαστε από το δίαυλο, η πυκνή φυτοκάλυψη εναλλάσσεται με λιγότερο πυκνή, σε ποσοστό 1% επί του συνόλου, και αποτελείται από τα ίδια είδη. Η αραιή φυτοκάλυψη, απαντά σε ποσοστό 3% και χωρικά κατανέμεται στο δίαυλο επικοινωνίας, αλλά και στα νοτιοδυτικά της λιμνοθάλασσας, όπου, εκτός από τη Ruppia cirrhosa, απαντά και η Cladophora glomerata. To ποσοστό της πολύ αραιής φυτοκάλυψης κυμαίνεται γύρω στο 15% και χωρικά κατανέμεται, κυρίως, στα βορειοανατολικά της λιμνοθάλασσας, όπου απαντά μόνο η Ruppia cirrhosa, ενώ, σε ποσοστό 4%, η φυτοκάλυψη είναι σπάνια και απαντά στα βορειοδυτικά και στα κεντρικά σημεία της λιμνοθάλασσας. Τον Απρίλιο, η χωρική κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων είναι ακόμα πιο περιορισμένη, με συμμετοχή μόνο της Ruppia cirrhosa, η οποία συγκεντρώνεται κυρίως, κοντά στο δίαυλο επικοινωνίας με τον κόλπο του Ναυαρίνου, καθώς εκεί ευνοείται η ανανέωση του νερού και οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι κατάλληλες για την ανάπτυξή τους. Τονίζεται επίσης ότι, τον Απρίλιο, συλλέχθηκε από τα βόρεια της λιμνοθάλασσας ένα είδος του γένους Ulva spp, που αποτελεί δείκτη ευτροφικών συνθηκών (Orfanidis et al., 2005, Aliaume et al., 2007). Γενικά, το κυρίαρχο είδος στη λιμνοθάλασσα, και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, είναι το κοσμοπολίτικο είδος Ruppia cirrhosa το οποίο έχει καταγραφεί ξανά στην περιοχή (Tiniakos et al., 1997). Σε όλους τους δειγματοληπτικούς σταθμούς, καταγράφηκαν οι παράμετροι: θερμοκρασία, αλατότητα, pH και διαλυμένο οξυγόνο, αλλά και το βάθος της λιμνοθάλασσας, η διαφάνεια του νερού και η ένταση της φωτοσυνθετικά ενεργής ακτινοβολίας (PAR). Επιπλέον, υπολογίστηκαν οι συγκεντρώσεις της χλωροφύλλης-α, τα ολικά αιωρούμενα στερεά (TSS), οι συγκεντρώσεις των ανόργανων ενώσεων αζώτου και φωσφόρου, καθώς και τα επίπεδα της ολικής αλκαλικότητας των ανθρακικών και όξινων ανθρακικών ιόντων. Τα αποτελέσματα έδειξαν χωρική και χρονική διακύμανση όλων των παραμέτρων, με πιο σημαντικές τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, της αλατότητας και της συγκέντρωσης των θρεπτικών ενώσεων αζώτου και φωσφόρου. H εποχική διακύμανση των περιβαλλοντικών παραμέτρων προκαλεί φυσικό stress στους υδρόβιους οργανισμούς επηρεάζοντας την αφθονία και εξάπλωσή τους (Crouzet et al., 1999). O έλεγχος των στατιστικώς σημαντικών διαφορών των φυσικοχημικών παραμέτρων, πραγματοποιήθηκε με τον έλεγχο Mann-Whitney U, ο οποίος έδειξε ότι υπάρχουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές, μεταξύ των δύο εποχών, που αφορούν στις παραμέτρους: διαφάνεια, αλατότητα, θερμοκρασία, pH, TSS, NO2, CO3ˉ και HCO3=. Αντίθετα, δεν εντοπίστηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο εποχικών δειγματοληψιών στις παραμέτρους: βάθος, διαλυμένο οξυγόνο, χλωροφύλλη-α, NO3, NH4 και PO4. Ενδεικτικά, η θερμοκρασία παρουσίασε μεγάλη εποχική διακύμανση, σημειώνοντας πολύ υψηλές τιμές τον Αύγουστο (28,80 C - 30,50 C), και πολύ χαμηλότερες τον Απρίλιο (19,0 0C - 20,40C). Η αλατότητα παρουσίασε μεγάλες διακυμάνσεις από σταθμό σε σταθμό, κυρίως τον Αύγουστο, αλλά και από εποχή σε εποχή. Συγκεκριμένα τον Αύγουστο, κυμάνθηκε από 42,73‰ έως 54,42‰ ενώ τον Απρίλιο κυμάνθηκε γύρω στο 31‰ σε όλη την έκταση της λιμνοθάλασσας. Επιπρόσθετα, το pH παρουσίασε στατιστικώς σημαντικές διαφορές, καθώς τον Αύγουστο κυμάνθηκε στο 8,23 κατά μέσο όρο, αναφορικά για όλη τη λιμνοθάλασσα, ενώ τον Απρίλιο παρουσίασε πτωτική τάση, αφού η μέση του τιμή ήταν 6,99. Όσον αφορά στις συγκεντρώσεις των θρεπτικών, τα αμμωνιακά ιόντα ήταν η κυρίαρχη μορφή αζώτου, καθώς παρουσίασε υψηλές τιμές και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, ενώ, τα νιτρώδη ιόντα, παρόλο που διέφεραν στατιστικώς σημαντικά, σε γενικές γραμμές, κυμάνθηκαν σε χαμηλά επίπεδα και τους δύο μήνες (έως 0,010 mg/l). Το διαλυμένο οξυγόνο παρέμεινε σε φυσιολογικά επίπεδα και τους δύο μήνες, όπου η μέση τιμή του ήταν 8 mg/l. Το βάθος δεν μεταβλήθηκε σημαντικά, ενώ τα επίπεδα της χλωροφύλλης-α, ήταν υψηλά και τις δύο χρονικές περιόδους. Η ανάλυση Spearman έδειξε σαφείς συσχετίσεις μεταξύ των περιβαλλοντικών παραμέτρων. Ανάμεσα στις πιο σημαντικές συγκαταλέγονται, η αρνητική συσχέτιση της διαφάνειας με την εποχή και το βάθος. Επιπλέον, σημαντική είναι η αρνητική συσχέτιση της αλατότητας και της θερμοκρασίας με την εποχή, αλλά και η θετική συσχέτιση μεταξύ των δύο πρώτων. Στη συνέχεια, εξίσου σημαντική είναι η θετική συσχέτιση του pH με την αλατότητα και τη θερμοκρασία, αλλά αξιοσημείωτες είναι και οι θετικές συσχετίσεις που παρουσιάζουν τα TSS με τη θερμοκρασία και το pH, και η χλωροφύλλη-α με τη διαφάνεια. Σύμφωνα με τα κριτήρια που έθεσε η Οργάνωση για Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΕCD) για τα στάσιμα ύδατα, προέκυψε η τροφική κατάσταση της λιμνοθάλασσας, με βάση τις μέσες και οριακές τιμές των παραμέτρων: TP, χλωροφύλλη-α και διαφάνεια (Secchi depth) (OECD, 1982). Έτσι, με βάση τη μέση συγκέντρωση του ολικού φωσφόρου χαρακτηρίζεται ως υπερτροφική τον Αύγουστο και ως ευτροφική τον Απρίλιο. Όσον αφορά στη χλωροφύλλη-α, με βάση τις μέσες και μέγιστες τιμές που σημειώθηκαν τον Αύγουστο, η λιμνοθάλασσα χαρακτηρίζεται ως ευτροφική, ενώ τον Απρίλιο χαρακτηρίζεται ως ευτροφική, με βάση τη μέση τιμή, αλλά ως μεσοτροφική, με βάση τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε. Τέλος, όσον αφορά στη διαφάνεια, σύμφωνα με τις μέσες και ελάχιστες τιμές της, η λιμνοθάλασσα, και τους δύο μήνες, χαρακτηρίζεται ως υπερτροφική. Με χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (ΓΣΠ), και με υπόβαθρο ένα μωσαϊκό ορθοφωτοχαρτών της Κτηματολόγιο Α.Ε., που αποκτήθηκαν κατά το διάστημα 2007-2009, κατασκευάστηκε ο χάρτης των καλύψεων/ χρήσεων γης του συστήματος ταξινόμησης Corine Land Cover 2000, για ολόκληρη την προστατευόμενη περιοχή. Ακολούθως, έγινε η αντιστοίχηση των κατηγοριών καλύψεων/ χρήσεων γης που προέκυψαν, με τους τύπους οικοτόπων του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΚ, στο 3ο επίπεδο ταξινόμησης. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε μια ποιοτική σύγκριση μεταξύ του νέου χάρτη και του χάρτη του Corine Land Cover, που κατασκευάστηκε για την περιοχή το 2000. Με βάση το χάρτη που κατασκευάστηκε διαπιστώθηκε ότι, υπάρχει ποικιλία φυσικών τύπων οικοτόπων, που προσδίδουν στην περιοχή ιδιαίτερη οικολογική και αισθητική αξία. Περιμετρικά της λιμνοθάλασσας απαντούν μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi), καλαμώνες, μεσογειακοί λειμώνες υψηλών χόρτων και βούρλων (Molinio Holochoenion), παρόχθια δάση-στοές και λόχμες (Nerio-Tamaricetea και Securinegion tinctoriae), σχηματισμοί με αρκεύθους (Juniperus spp.), υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria και μονοετή βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας. Επιπλέον, στη νήσο Σφακτηρία, στους λόφους του Παλαιόκαστρου και του Πετροχωρίου, απαντούν απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium spp.), Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου και φρύγανα ενώ, οι όχθες του ποταμού Σελά χαρακτηρίζονται από δάση ανατολικής πλατάνου (Platanus orientalis). Τονίζεται η σημειακή συμμετοχή του τύπου προτεραιότητας των θινών των παραλιών με αρκεύθους (Juniperus spp). Επιπλέον, σε μεγάλη έκταση, απαντούν οι αγροτικές καλλιέργειες, με κυρίαρχους τους ελαιώνες, περιοχές αστικού πρασίνου, δρόμοι αλλά και οικισμοί. Τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας όπως η αποτύπωση της μορφολογίας του πυθμένα της λιμνοθάλασσας και των καλύψεων/ χρήσεων γης, στα όρια της προστατευόμενης περιοχής και η περαιτέρω εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας θα συμβάλλουν περαιτέρω στην ορθολογική διαχείριση της. / In the context of this research, the protected area of the «Natura 2000» ecological network: "Pylos Lagoon, Sfaktiria island, St. Dimitrios" with the sitecode GR2550004, has been studied. Two sampling campaigns were carried out, οn August 31st 2012 and on April 21st 2013. Gialova lagoon covers an area of 2.5 Km2 with a maximum depth of 1 m and is connected with the adjoining Navarino Bay, via a small channel. Firstly, side scan sonar bottom interpretation was carried out, in order to investigate, not only the morphology of the lagoon’s bottom, but also the presence, abundance and spatial distribution of aquatic macrophytes. In addition, physicochemical parameters were recorded in 9 different sampling stations. Furthermore, samplings of aquatic vegetation were carried out as well. Initially, with the use of SSS, roughly 37% of the lagoon’s surface has been studied. Side scan sonar imagery resulted in 6 different acoustic types, which correspond to 6 different percentages of plant cover: thick (76-100%), less than thick (51-75%), sparse (26-50%), too sparse (6-25%), rare (1-5%) and absent (<1%). Having built the mosaic of the bottom of the lagoon, with the use of software Triton Isis and Triton Map (Delphmap) of Triton Imaging Inc., it was found that, the lagoon is covered by vegetation at 25%, while 75% is not occupied by any kind of aquatic vegetation, but the substrate is sandy/mudsandy (Bouzos et al., 2002a). The results of August showed that the thick plant cover reaches approximately 2% of the study area, and it is spatially restricted near the communication channel with the sea. The aquatic flora which responds to these stations is Ruppia cirrhosa in mixing with the Cymodocea nodosa, with the Ruppia cirrhosa as the dominant species. When we move away from the communication channel, the thick plant cover alternates with less than thick, representing 1% of the total, and consists of the same species. The sparse plant cover responds to 3% and is spatially distributed in the communication channel, but also in the southwest of the lagoon, where, apart from the Ruppia cirrhosa, Cladophora glomerata is found as well. The percentage of too sparse vegetation is around 15%, and it is spatially distributed mainly in the north-east of the lagoon, where only Ruppia cirrhosa is found, while, the vegetation is rare at 4%, and responds to the northwest and the central points of the lagoon. In April, the spatial distribution of aquatic macrophytes is even more limited, involving only the Ruppia cirrhosa, which is mainly concentrated near the communication channel with the adjoining Navarino Bay, which favored the renewal of water and where the environmental conditions are suitable for their development. It should be also noted that, in April, an occasional species of the genus Ulva spp., was collected from the northern section of the lagoon. This species is an indicator of eutrophic conditions (Orfanidis et al., 2005, Aliaume et al., 2007). In general, the dominant species in the lagoon, in both sampling periods, is the cosmopolitan species Ruppia cirrhosa, which has been recorded before in the region (Tiniakos et al., 1997). The following parameters were recorded in all the sampling stations: temperature, salinity, pH and dissolved oxygen, but also the depth of the lagoon, the transparency of the water’s column and the volume of photosynthetically active radiation (PAR). Furthermore, chlorophyll-a, total suspended solids (TSS), inorganic nitrogen and phosphorus compounds, as well as the levels of total alkalinity of carbonates and acid carbonates were calculated. The results showed spatial and temporal variability of all parameters, and the most significant fluctuations were observed in temperature, salinity and in nitrogen and phosphorus concentrations. This seasonal variation of environmental parameters causes natural stress on aquatic organisms affecting their abundance and their spatial distribution (Crouzet et al., 1999). The control of the statistically significant differences in physicochemical parameters was carried out with the Mann-Whitney U test, which has shown that, there are statistically significant differences between the two seasons, relating to parameters: transparency, salinity, temperature, pH, TSS, NO2, CO3ˉ and HCO3=. In contrast, there were not statistically significant differences between the two sampling periods for parameters: depth, dissolved oxygen, Chl-a, NO3, NH4 and PO4. More specifically, the temperature has large seasonal variation, noting very high values in August (28.8ᵒ C – 30.5ᵒ C) and much lower in April (19.0ᵒ C – 20.4ᵒ C). The salinity showed large fluctuations from station to station, especially in August, but also from season to season. Specifically in August, it ranged from 42.73‰ to 54.42‰ and in April fluctuated around 31‰ throughout the lagoon. In addition, the pH values presented statistically significant differences. In August, pH ranged from around 8.23 on average, with respect to the entire lagoon, while in April showed a downward trend, when the average value was around 6.99. With regard to the concentrations of nutrients, ammonium ions were the dominant form of nitrogen, as it presented high values in both sampling periods, while the nitrite ions, although differed statistically significantly, in general, varied in low levels both months. Dissolved oxygen, remained at normal levels in both sampling periods, where the average value was around 8 mg/l. The depth did not change significantly, while the levels of Chl-a, were very high in both time periods. The Spearman analysis showed clear correlations between environmental parameters. Among the most important is, the negative correlation of transparency with season and depth. In addition, significant is the negative correlation of salinity and temperature with season, but also the positive correlation between the first two. Of course, equally important is the positive correlation of pH with salinity and temperature, but also significant are the positive correlations of the TSS with temperature and pH, and Chl-a with transparency. Finally, it is mentioned that there is negative correlation of total phosphorus with season and acid carbonates, and positive correlation with salinity, temperature, pH and TSS. In accordance with the standards set by the Organization for Cooperation and Development (OECD) for stagnant water, the trophic status of the lagoon has been established, on the basis of the average and maximum values of parameters: TP, Chl-a and transparency (Secchi depth) (OECD, 1982). So, on the basis of the average concentration of total phosphorus, it is characterized as hypereutrophic in August and as eutrophic in April. As regards the Chl-a, on the basis of the average and maximum values occurred in August, the lagoon is characterised as eutrophic, while in April it is characterized as eutrophic, based on the average value, but as mesotrophic, on the basis of the maximum value recorded. Finally, with regard to transparency, in accordance with the average and minimum values, the lagoon is characterized as hypereutrophic in both seasons. With the use of Geographical Information Systems (GIS) and with the help of ortho-corrected aerial photographs, acquired during 2007 and 2009, a Land Cover Land Use map was constructed. Subsequently, the categories of Corine Land Cover that came up, matched with the habitat types included in the Annex I of the Directive 92/43/EC, according to the 3rd classification level. Furthermore, the land cover/ land use categories of the new map compared with those of the map that constructed in 2000 for the same area, in order to estimate the changes during the years that have passed. The map, which was constructed in the context of this research, showed that there is a variety of natural habitat types, which gives the area special ecological and aesthetic value. In particular, around the lagoon, we found mediterranean salt meadows (Juncetalia maritimi), reedbeds, mediterranean grassland with high grass and rush (Molinio Holochoenion), southern riparian forest-arcades and scrubs galleries (Nerio-tamaricetea and Securinegion tinctoriae), formations with juniper thickets (Juniperus spp.), embryonic dunes, shifting dunes along the shoreline with Ammophila Arenaria and vegetation of drift lines. In addition, on the Sfaktiria island, in Paleokastro and Petrochori hills respond vegetated sea cliffs of the Mediterranean coasts (with endemic Limonium spp.), Garrigues of eastern Mediterranean and phrygana, while the banks of the river Selas are characterized by oriental plane woods (Platanus orientalis). The spot presence of dune juniper thickets is emphasized (Juniperus spp), which is a priority habitat. In addition, to a large extent, there are agricultural crops with olive groves, urban areas, roads and different kinds of settlements. The ultimate aim of this study is the visual interpretation of the morphology of the bottom of the lagoon and the Land Cover Land Uses, within the limits of the protected area and the further assessment of the ecological status of the lagoon.
8

Παρακολούθηση της οικολογικής ποιότητας παράκτιων οικοσυστημάτων Ελλάδας και Κύπρου στα πλαίσια εφαρμογής της οδηγίας 2000/60/ΕΕ για τα ύδατα: λιμνοθάλασσες Κοτύχι-Πρόκοπος, αλυκές Λάρνακας-Ακρωτηρίου

Τζιωρτζιής, Ιάκωβος 23 October 2008 (has links)
Τα παράκτια μεταβατικά οικοσυστήματα όπως οι λιμνοθάλασσες και οι αλυκές, αποτελούν δυναμικά οικοσυστήματα και παρουσιάζουν έντονες χωρικές και χρονικές διακυμάνσεις, αφού ως οικότονοι μεταξύ ξηράς και θάλασσας, δέχονται την ταυτόχρονη επίδραση χερσαίου και θαλάσσιου περιβάλλοντος. Παράλληλα είναι οικοσυστήματα υψηλής παραγωγικότητας, αφού φιλοξενούν είδη με υψηλή πρωτογενή παραγωγικότητα. Τα υδρόβια μακρόφυτα αποτελούν δομικά και λειτουργικά στοιχεία των οικοσυστημάτων αυτών και σύμφωνα με την Οδηγία Πλαίσιο 2000/60/ΕΕ, αποτελούν ποιοτικά στοιχεία και χρησιμοποιούνται ως βιοδείκτες για την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των υδάτινων οικοσυστημάτων. Στα πλαίσια της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής, διερευνήθηκαν οι σχέσεις μεταξύ αβιοτικών και βιοτικών παραμέτρων της υδάτινης στήλης, στις λιμνοθάλασσες Κοτύχι και Πρόκοπο της ΒΔ Πελοποννήσου και στις αλυκές Λάρνακας και στον υγρότοπο Ακρωτηρίου (Αλυκές Ακρωτηρίου, λιβάδι Φασουρίου) της Κύπρου. Πραγματοποιήθηκαν μηνιαίες δειγματοληψίες κατά την βλαστητική περίοδο των ετών 2006, 2007 και 2008, στην διάρκεια των οποίων καταγράφηκαν οι φυσικοχημικές παράμετροι των υδάτων, όπως βάθος (m), διαφάνεια (m), θερμοκρασία (οC), αλατότητα (‰), αγωγιμότητα (mS/cm), διαλυμένο οξυγόνο (mg/l), pH, ολικά αιωρούμενα στερεά (mg/l), φωτοσυνθετικά ενεργή ακτινοβολία- PAR ενώ υπολογίστηκαν οι συγκεντρώσεις της Chl-α (mg/m3) η αλκαλικότητα (mg/l), η συγκέντρωση των θρεπτικών αλάτων φωσφόρου-SRP (mg/l) και αζώτου - NO2-N, NO3-N και ΝΗ4-Ν (mg/l), καθώς και η σταθερά απορρόφησης Κ (m-1) της υδάτινης στήλης. Παράλληλα συλλέχθηκαν ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα που αφορούν τη δομή των μακροφυτικών κοινωνιών, καθώς και την χωρική και χρονική διακύμανση της κατανομής και της ανάπτυξης των μακροφυτικών ειδών που απαντώνται στις λιμνοθάλασσες και στις αλυκές. Τέλος διερευνήθηκαν οι σχέσεις μεταξύ αβιοτικών παραμέτρων και ειδών μακροφύτων και εξετάστηκαν οι πιθανοί παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την κατανομή των μακροφύτων. Για την διερεύνηση της δομής των μακροφυτικών κοινωνιών, την ταξινόμηση της υδρόβιας βλάστησης σε ευδιάκριτες ομάδες, καθώς και την ομαδοποίηση των σταθμών δειγματοληψίας ανάλογα με την σύνθεση της βλάστησης τους, εφαρμόστηκαν οι μέθοδοι ταξινόμησης TWINSPAN και MDS. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης οι συντελεστές συσχέτισης Pearson (r) και Kendall (tau-b), προκειμένου να εξεταστεί η ύπαρξη πιθανών συσχετίσεων μεταξύ των φυσικοχημικών παραμέτρων, αλλά και μεταξύ βιοτικών και αβιοτικών παραμέτρων, ενώ πραγματοποιήθηκε ανάλυση διασποράς (one-way ANOVA) προκειμένου να διαπιστωθούν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των περιοχών μελέτης, αλλά και μεταξύ των διαφορετικών ομάδων βλάστησης. Τέλος, για την διερεύνηση των αβιοτικών παραμέτρων που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την κατανομή των μακροφύτων, εφαρμόστηκε η μέθοδος ανάλυσης κανονικών αντιστοιχιών CCA (Canonical Correspondence Analysis). Στις τέσσερις περιοχές μελέτης καταγράφηκαν συνολικά 29 taxa μακροφύτων, τα οποία ταξινομήθηκαν σε έξι ομάδες βλάστησης. Πέντε taxa από αυτά, αναφέρονται για πρώτη φορά στην Κύπρο. Τα είδη με την μεγαλύτερη αφθονία στις περιοχές μελέτης ήταν τα Ruppia cirrhosa, Potamogeton pectinatus, Najas marina ssp. armata, Althenia filiformis, Lamprothamnium papulosum και Ulva lactuca. Η βιομάζα των κυρίαρχων ειδών παρουσίασε εποχικές διακυμάνσεις με τις μέγιστες τιμές να καταγράφονται την άνοιξη και το καλοκαίρι. Στις λιμνοθάλασσες Κοτύχι και Πρόκοπο παρατηρήθηκε οικολογική διαδοχή ειδών στη διάρκεια της βλαστητικής περιόδου, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε σημαντικές αλλαγές του αβιοτικού περιβάλλοντος (π.χ. αλατότητας), όπως η αντικατάσταση του είδους Potamogeton pectinatus από το αγγειόσπερμο Ruppia cirrhosa, ενώ η εμφάνιση ευτροφικών φαινομένων με σημαντική αύξηση της βιομάζας ευκαιριακών ειδών (π.χ. χλωρόφυτα), οδήγησε στην μείωση της βιομάζας των αγγειοσπέρμων. Στις αλυκές Λάρνακας και Ακρωτηρίου η βιομάζα κυμάνθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα πιθανώς λόγω των πολύ ψηλών τιμών αλατότητας. Τις υψηλότερες τιμές βιομάζας παρουσίασε το αγγειόσπερμο Althenia filiformis τον Απρίλιο. Την βλαστητική περίοδο 2008 οι μεγαλύτερες τιμές αλατότητας που καταγράφηκαν στις αλυκές Λάρνακας και Ακρωτηρίου, δεν ευνόησαν την ανάπτυξη μακροφύτων. Αντίθετα στο λιβάδι Φασουρίου όπου η αλατότητα ήταν σημαντικά χαμηλότερη, η βιομάζα του κυρίαρχου Najas marina ssp. armata κυμάνθηκε σε υψηλές τιμές με τις μεγαλύτερες να καταγράφονται τον Ιούνιο. Από την διερεύνηση των μορφομετρικών χαρακτηριστικών του αγγειόσπερμου Ruppia cirrhosa, προέκυψε ότι η πυκνότητα των πληθυσμών του είδους κυμάνθηκε στα ίδια επίπεδα με άλλες λιμνοθάλασσες της Μεσογείου (449–5120 βλαστοί/m2), ενώ παρουσίασε θετική συσχέτιση με την θερμοκρασία και αρνητική συσχέτιση με την συγκέντρωση ολικού φωσφόρου. Το μήκος των φύλλων συσχετίστηκε θετικά με την συγκέντρωση των όξινων ανθρακικών ιόντων, τα οποία σε χαμηλές συγκεντρώσεις μπορεί να αποτελέσουν περιοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη των μακροφύτων. Η μεγαλύτερη ποικιλότητα μακροφύτων (δείκτης Shannon-Weaner) καταγράφηκε στην λιμνοθάλασσα Πρόκοπο, ενώ οι αλυκές Λάρνακας παρουσίασαν την χαμηλότερη ποικιλότητα, πιθανά λόγω του ότι οι υψηλές τιμές αλατότητας δεν ευνοούν την ανάπτυξη πολλών ειδών μακροφύτων. Η εφαρμογή του δείκτη οικολογικής αξιολόγησης ΕΕΙ (Ecological Evaluation Index) για την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των υδάτων με την χρήση των μακροφύτων ως βιοδεικτών, είχε ως αποτέλεσμα την ταξινόμηση της ποιότητας των υδάτων της λιμνοθάλασσας Κοτυχίου ως Μέτρια, της λιμνοθάλασσας Πρόκοπος και των αλυκών Λάρνακας ως Καλή, ενώ του υγρότοπου Ακρωτηρίου μπορούν να χαρακτηριστούν ως Υψηλής οικολογικής ποιότητας. Oι σημαντικότερες περιβαλλοντικές παράμετροι που καθορίζουν την σύνθεση των ομάδων βλάστησης, αλλά και την εξάπλωση των ειδών των μακροφύτων στις περιοχές έρευνας, είναι το υδατικό ισοζύγιο, η αλατότητα και οι συγκεντρώσεις των θρεπτικών αλάτων. Στα πλαίσια προστασίας και διατήρησης των παράκτιων αυτών υγροτόπων, προτείνεται ο σχεδιασμός ενός μόνιμου δικτύου παρακολούθησης βιοτικών και αβιοτικών παραμέτρων και η διεξαγωγή συστηματικής έρευνας με την πραγματοποίηση οικολογικών μελετών χρησιμοποιώντας βιοτικά στοιχεία για την εκτίμηση της οικολογικής τους ποιότητας. Επίσης, η λήψη διαχειριστικών μέτρων για τον περιορισμό της εισροής θρεπτικών στους υγρότοπους, κρίνεται επιτακτική αφού η εμφάνιση ευτροφικών φαινομένων αποτελεί διαρκεί απειλή για τα υδάτινα οικοσυστήματα. Η απαγόρευση καταπάτησης των οικοτόπων, της απόρριψης σκουπιδιών, της βόσκησης και της θήρευσης, μπορεί να υλοποιηθεί με την λήψη και εφαρμογή αυστηρών μέτρων, καθώς και με την φύλαξη των περιοχών αυτών. Η περίφραξη και η σηματοδότηση επιλεγμένων σημείων, ο καθαρισμός απορριμμάτων, η απομάκρυνση ξενικών ειδών και ο καθαρισμός των καναλιών που συλλέγουν και διοχετεύουν νερό από την λεκάνη απορροής στους υγρότοπους, μπορούν να βοηθήσουν στην διατήρηση των υγροτόπων και την βελτίωση της οικολογικής τους κατάστασης. Επίσης, η πραγματοποίηση ειδικών περιβαλλοντικών μελετών πρέπει πάντα να προηγείται της υλοποίησης κάθε μορφής έργων. Τέλος η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού με την απρόσκοπτη λειτουργία κέντρων περιβαλλοντικής ενημέρωσης και φορέων διαχείρισης των περιοχών αυτών, κρίνεται απαραίτητη προκειμένου οι υγρότοποι να προστατευτούν και να αποφευχθεί η σταδιακή υποβάθμιση τους. / Lagoons and other coastal wetlands are shallow aquatic environments located in the transitional zone between terrestrial and marine ecosystems, which can span from freshwater to hypersaline conditions depending on their water balance. They exhibit an extreme spatial and temporal variability of environmental parameters and are recognized as highly productive ecosystems. Aquatic macrophytes are key structural and functional components of aquatic ecosystems. As photosynthetic sessile organisms being at the base of food web, are vulnerable and adaptive to human and environmental stress. They respond to aquatic environment representing reliable indicators of its changes and are mentioned in the WFD as biological quality elements for the ecological classification of transitional and coastal waters. In the present work, the relationships between biotic and abiotic parameters of the water column were investigated in coastal lagoons of Kotychi and Prokopos (NW Peloponnisos, Greece), Larnaca salt lakes and Akrotiri wetland (Cyprus). Monthly samplings were conducted during the vegetative periods of the years 2006, 2007 and 2008 and water parameters such as depth (m), transparency (m), temperature (οC), salinity (‰), conductivity (mS/cm), dissolved oxygen (mg/l), pH, photosynthetic active radiation – PAR and attenuation coefficient K (m-1) were recorded in situ, while Chl-α (mg/m3), total suspended matter (mg/l), alkalinity and nutrients of nitrogen and phosphorus (mg/l) were determined in the laboratory. Quantitative and qualitative data concerning aquatic macrophyte flora were recorded during the same period, such as species composition, community structure, spatial and temporal variations of species abundance and the succession of submerged macrophytes in relation to the main environmental factors. The aquatic macrophytic community was distinguished in different vegetation groups using TWINSPAN and MDS techniques. Correlations between environmental parameters were tested using Pearson and Kendall correlation tests, while One –way ANOVA was used to determine statistical significant differences of environmental variables between different study areas and distinguished plant groups. Finally CCA was performed in order to examine relationships between the species abundance and environmental variables. In total, 29 taxa were recorded in all four study areas and were classified in six vegetation groups. Five species were recorded for the first time in the island of Cyprus. The most abundant species were Ruppia cirrhosa, Potamogeton pectinatus, Najas marina ssp. armata, Althenia filiformis, Lamprothamnium papulosum και Ulva lactuca. The biomass of dominant species showed seasonal variations and maximum biomass values were recorded in late spring and summer. In Kotychi and Prokopos lagoons, the replacement of Potamogeton pectinatus by Ruppia cirrhosa was recorded, probably due to significant increase of salinity. In other parts of the lagoons, the replacement of macrophyte beds due to increased macroalgal proliferation was also recorded. In Larnaca and Akrotiri salt lakes, biomass values were significantly lower as a result of high salinity values. The most abundant species was Althenia filiformis (biomass peak in April). During the vegetative period of 2008, extreme salinity values were recorded as a result of reduced rainfall. High salinity values resulted in scarse occurrence of macrophytes in the salt lakes during this period. In Fasouri marsh, which is characterized by minimum salinity values, the dominant species Najas marina ssp. armata showed high biomass values (peak in June). Regarding the results of Ruppia cirrhosa population’s density in Kotychi lagoon (449-5120 shoots/m2), they were comparable with data from other Mediterranean lagoons. Meadows density was positively correlated with temperature and negatively correlated with total phosphorus. Leaf length showed positive correlation with bicarbonate ions, which can be a restrictive factor for the growth of macrophytes. The highest macrophyte diversity (Shannon-Weaner index) was found in Prokopos lagoon, whereas Larnaca salt lakes had the lowest values, probably due to high salinity. The implementation of EEI (Ecological Evaluation Index) for the assessment of the ecological quality of coastal and transitional waters, showed that Kotychi lagoon was classified into Moderate ecological class. Prokopos lagoon and Larnaca salt lakes were classified into Good ecological class and finally Akrotiri wetland was classified into High ecological class. Hydrological regime, salinity and nutrient concentrations seem to be the key factors controlling macrophyte composition, community structure and species abundance. For the conservation and management of these coastal and transitional wetlands, we propose the development of a monitoring network for biotic and abiotic parameters. Ecological studies for the evaluation of ecological quality of the wetlands according to the WFD 200/60/EU and implementation of management practices for the reduction of nutrient inflows in the wetlands are needed, in order to reduce eutrophication phenomena, which are a severe threat for the ecological balance of the wetlands. The encroachment of wetlands, hunting and waste discharges, should be prohibited by law. Finally, the increase of public environmental awareness will have significant results in the conservation of coastal wetlands.

Page generated in 0.1732 seconds