• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 18
  • Tagged with
  • 18
  • 17
  • 6
  • 6
  • 6
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Χλωριδική ανάλυση του όρους Κλωκός

Αγαπάκης, Σωτήρης 01 July 2014 (has links)
Η ελληνική χλωρίδα είναι πλούσια και μάλιστα αρκετά, με τον κατάλογο των ειδών που την αποτελούν να αυξάνεται συνεχώς σε αριθμό, όσο περνάει ο καιρός και η χώρα μας ερευνάται καλύτερα και πιο συστηματικά. Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως της εν λόγω χλωρίδας δεν είναι ο πλούτος της, αλλά το ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό ενδημικών ειδών που παρουσιάζει, ειδών δηλαδή που υπάρχουν μόνο στον ελλαδικό χώρο και δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στη γη. Μια από τις περιοχές του ελλαδικού χώρου που έχουν μελετηθεί αρκετά καλά στο μεγαλύτερο μέρος της είναι η Πελοπόννησος. Ο χλωριδικός πλούτος της είναι αδιαμφισβήτητος και γενικά αποδεκτός μεταξύ των επιστημόνων αυτής της χώρας. Παρουσιάζει υψηλό ποσοστό ενδημισμού (Ιατρού, 1986), ωστόσο κάποιες περιοχές της δεν έχουν μελετηθεί στο παρελθόν τόσο καλά όσο κάποιοι από τους μεγάλους ορεινούς της όγκους, όπως η Κυλλήνη (Δημόπουλος, 1993) ή ο Ερύμανθος (Μαρούλης, 2003). Προφανώς η μελέτη του συνόλου των περιοχών της Πελοποννήσου καθώς και ολόκληρου του ελλαδικού χώρου παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, ωστόσο είναι πολύ σημαντική για τον σχηματισμό μιας πιο ολοκληρωμένης εικόνας για την χλωρίδα μας, που θα είχε πολλές και ποικίλες επιδράσεις τόσο στην ζωή μας όσο και στην ίδια. Μια από τις περιοχές που δεν έχουν μελετηθεί αρκετά, είναι και το όρος Κλωκός. Η περιοχή του όρους αποτελεί τόπο κοινοτικής σημασίας (GR2320005) του ευρωπαϊκού δικτύου προστατευόμενων περιοχών ‘’Φύση (NATURA) 2000 ‘’. Αυτή ήταν λοιπόν η αφορμή που οδήγησε στην εν λόγω εργασία καθώς και ο σκοπός της: η όσο το δυνατόν καλύτερη καταγραφή των ειδών της χλωρίδας της περιοχής και η αξιολόγηση της. Μέσα από αυτήν την διπλωματική εργασία δε, θα φανούν και οι συνέπειες που προκαλούνται από τις πυρκαγιές (2007) και γενικότερα από τις φυσικές καταστροφές. / The importance of the flora of Klokos and the results of the catastrophical phenomena that occured at the area in the past.
2

Flora sporadum : καταγραφή της χλωρίδας των Β. Σποράδων και οι μεταξύ τους φυτογεωγραφικές συνδέσεις

Καθαράκης, Δημήτριος 01 December 2008 (has links)
- / -
3

Καταγραφή της χλωρίδας στο φαράγγι του Βουραϊκού και οικοτουριστική διαχείρισή του

Σχοινάς, Γεώργιος Χ. 01 December 2008 (has links)
Η παρούσα μελέτη εκπονήθηκε κατά την διάρκεια των ετών 2004-2006. Περιλάμβανε έρευνα πεδίου με συλλογή δειγμάτων ξεκινώντας από την περιοχή των Καλαβρύτων έως το Διακοπτό τόσο κατά μήκος του φαραγγιού, όσο και κατά μήκος του επαρχιακού δρόμου που συνδέει τα Καλάβρυτα με το Διακοπτό όπου αυτός αποτελεί τμήμα του φαραγγιού καθώς και σε σημεία που εμφανίζουν χλωριδικό ενδιαφέρον. Η περιοχή η οποία έχει ιδιαίτερο χλωριδικό και οικοτουριστικό ενδιαφέρον δεδομένου ότι είναι προσβάσιμη σχετικά εύκολα σε σχέση με τα άλλα σημεία του φαραγγιού, εντοπίζεται στην περιοχή Μεγάλου Σπηλαίου – Ζαχλωρού (B1, B2, C1, C3). Συνολικά καταγράφηκαν 651 taxa (604 είδη και 47 υποείδη) κατά την περίοδο 2004-2006, εκ των οποίων τα 323 taxa (303 είδη και 20 υποείδη) είναι νέες καταγραφές σε σύγκριση με τις βιβλιογραφικές αναφορές και τις σχετικές δημοσιεύσεις που αφορούν το φαράγγι του Βουραϊκού (Halacsy Vol 1, 2, 3 και Κουτσόπουλος Π. & Σαρλής Γ). Από τα 651 taxa που αναφέρονται για τα 38 δεν έχω συλλεχθέν δείγμα. Τα 32 αναφέρονται στον Halacsy και τα 6 στην δημοσιεύση των Κουτσόπουλου Π. & Σαρλή Γ. Πρέπει να σημειωθεί ότι δύο από τα 323 νέα είδη, το Vicia sp και το Muscari ? sp., παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και απαιτείται για τον πλήρη προσδιορισμό τους περαιτέρω έρευνα - συλλογή δειγμάτων. Οι οικογένειες με τον μεγαλύτερο αριθμό taxa (≥20) είναι οι Compositae: 80, Fabaceae: 69, Poaceae: 50, Lamiaceae: 46, Apiaceae: 31, Brassicaceae,: 31 Caryophyllaceae: 25, Liliaceae: 22. Πάνω από το χωριό Ζαχλωρού στα κάθετα κροκαλοπαγή αλλά και στα ασβεστολιθικά βράχια του φαραγγιού,αξιοσημείωτη είναι η παρουσία του, ενδημικού είδους Aurinia moreana, το οποίο συνήθως αναπτύσσεται στα βουνά της Β. Πελοποννήσου μαζί με πολλά άλλα ενδημικά taxa όπως τα παρακάτω: Silene conglomeratica, Gymnospermium altaicum subsp peloponnesiacum, Reseda tymphaea, Cicer graecum, Peucedanum achaicum, Galium peloponnesiacum, Teucrium halacsyanum, Ophrys xdiakoptensis, Onobrychis ebenoides, Achillea umbellatα ssp monocephala, Silene congesta ssp moreana, Onosma erecta ssp malickyi, Asperula lutea, Asperula arcadiensis, Campanula rupestris, κ.α. Ιδιαίτερα τα δύο τελευταία taxa αναπτύσσονται μαζί με το taxon Odontites linkii ssp linkii σε πολλά σημεία κατά μήκος του φαραγγιού και στα κάθετα τοιχώματά του. 136 Σε ανοίγματα της υποβαθμισμένης μακκία και ανάμεσα στα φρύγανα μέσα στο φαράγγι και στο ύψος του Μεγάλου Σπηλαίου κατηφορίζοντας το μονοπάτι προς την Ζαχλωρού αναπτύσσεται ένας πολύ καλός πληθυσμός του Ελληνικού ενδημικού είδους Stachys parolinii. Την περίοδο του Φθινοπώρου μπορεί κανείς να συναντήσει στα μέσα και κατώτερα σημεία του φαραγγιού δύο ακόμη εντυπωσιακά Ελληνικά ενδημικά φυτά το Petrorhagia graminea και το Colchicum peloponnesiacum. Στο βορειότερο τμήμα του φαραγγιού απαντάται αρκετά μεγάλο σε έκταση δάσος με Pinus halepensis. Στα ανοίγματα του δάσους απαντώνται τα: Onosma frutescens, Salvia triloba, Satureja graeca, Phlomis fruticosa, Cistus salviifolius, Euphorbia characias, Ptilostemon chamaepeuce και Hypericum empetrifolium, κ.λ.π. Σε μερικά σημεία παρεμβάλλεται μακκία βλάστηση με : Pistacia lentiscus, Pistacia terebinthus, Cercis siliquastrum, Arbutus unedo, Arbutus adrachne, κ.α. Ο χλωριδικός κατάλογος περιλαμβάνει επίσης περίπου 1.920 λεπτομερείς φωτογραφίες των δειγμάτων που συλλέχθησαν και ταυτοποιήθηκαν καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό σχετικό με τοπία, πανίδα και ρύπανση. / -
4

Η χλωρίδα του κάστρου της Μονεμβασιάς

Κοντάκος, Δημήτριος 13 July 2010 (has links)
Το Κάστρο της Μονεμβασίας, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, κατοικείται αδιάκοπα τα τελευταία 1500 χρόνια, χωρίς ποτέ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου να απαλλαγεί από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Ταυτόχρονα όμως, αποτελούσε και το ενδιαίτημα για ένα πλήθος φυτικών taxa. Η συμβίωση αυτή του φυτικού κόσμου με τον άνθρωπο έχει διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή χλωρίδα και τα χαρακτηριστικά της. Στην παρούσα εργασία, επιχειρείται αρχικά, η καταγραφή της αγγειώδους χλωρίδας της Μονεμβασίας. Διερευνάται η κατανομή της χλωρίδας τόσο στις διαφορετικές χωρικές ενότητες του Κάστρου όσο και στους επιμέρους τύπους βιοτόπων. Για το λόγο αυτό, διακρίθηκαν τρείς τομείς ανθρώπινων δραστηριοτήτων (Πάνω Πόλη, Κάτω Πόλη και περιοχή εκτός των τειχών) και έξι τύποι βιοτόπων (ακτές, εξωτερικά τείχη, τοίχοι των κτηρίων, κάθετα ασβεστολιθικά βράχια, πρανή του αυτοκινητόδρομου, λοιπές εκτάσεις). Αναλύονται η χωρολογία και οι βιολογικές μορφές των taxa, προσδιορίζεται η προέλευση τους και γίνεται προσπάθεια προσδιορισμού του χρόνου εισαγωγής των αλλοχθόνων taxa. Πραγματοποιείται σύνθεση, σύγκριση και ανάλυση των παραπάνω αποτελεσμάτων με σκοπό την εκτίμηση της χλωριδικής αξίας του Κάστρου και τη διερεύνηση του βαθμού και του τρόπου της επίδρασης του ανθρώπου στη χλωρίδα. Τέλος, γίνεται σύγκριση των αποτελεσμάτων της παρούσας εργασίας, με αυτά που έχουν προκύψει από τη μελέτη της χλωρίδας του Κάστρου της Ακροκορίνθου. Τα αποτελέσματα της καταγραφής έδειξαν ότι η χλωρίδα του Κάστρου αποτελείται από 320 taxa (είδη και υποείδη), τα οποία ανήκουν σε 238 γένη και 74 οικογένειες. Η πλουσιότερη οικογένεια σε αριθμό taxa είναι η Fabaceae (40 taxa, 12,5%), ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι αμέσως πλουσιότερες οικογένειες είναι οι Asteraceae (39 taxa, 12,19%) και Poaceae (33 taxa, 10,31%). Τα πλουσιότερα σε αριθμό taxa γένη είναι τα Medicago και Trifolium τα οποία περιλαμβάνουν 7 taxa το κάθε ένα. Στο βλαστητικό φάσμα κυριαρχούν τα Θερόφυτα (48,44%) και ακολουθούν τα Ημικρυπτόφυτα (17,81%)και τα Γεώφυτα (12,81%). Στο χωρολογικό φάσμα κυριαρχούν τα Μεσογειακά γεωστοιχεία (60,3%), ενώ ακολουθούν τα Μεσογειακά – Εξωμεσογειακά (10%), τα Ελληνικά Ενδημικά (8,4%) και τα Κοσμοπολιτικά – Υποκοσμοπολιτικά (7,2%). Από τη διάκριση των taxa ανάλογα με την προέλευση, προέκυψε ότι το ποσοστό των αλλοχθόνων taxa αγγίζει το 9,1% (29 taxa), ενώ τα αυτόχθονα taxa αποτελούν το υπόλοιπο 90,9% της χλωρίδας (291 taxa). Τα περισσότερα αλλόχθονα taxa έχουν αμερικανική προέλευση (41,4%), ενώ ακολουθούν τα Ασιατικά (17,2%) και τα Αφρικανικά (17,2%). Η περιοχή του Κάστρου που βρίσκεται εκτός των τειχών, είναι η πλουσιότερη σε αριθμό taxa (280 taxa, 88,1%). Ενώ η Κάτω και η Πάνω Πόλη ακολουθούν με ποσοστά 52,5% (167 taxa) και 35,8% (114 taxa) αντίστοιχα. Η μεγαλύτερη αναλογία αλλοχθόνων προς αυτόχθονα taxa, παρατηρήθηκε στην Κάτω Πόλη, ενώ η μικρότερη στην Πάνω Πόλη. Ο πλουσιότερος σε αριθμό taxa τύπος βιοτόπου είναι οι λοιπές εκτάσεις (270 taxa), ενώ ακολουθούν τα πρανή του δρόμου (151 taxa), οι ακτές (141 taxa) και οι τοίχοι των κτηρίων (137 taxa). Στους τοίχους των κτηρίων εμφανίζεται το μεγαλύτερο ποσοστό αλλοχθόνων taxa (11,68% επί του αριθμού των taxa του συγκεκριμένου τύπου βιοτόπου) σε αντίθεση με τα εξωτερικά τείχη, oπου τα αλλόχθονα taxa εμφανίζουν το μικρότερο ποσοστό (1,22%). Η αλλόχθων χλωρίδα του Κάστρου συνίσταται από 22 νεόφυτα, 5 αρχαιόφυτα και 2 taxa με αβέβαιο χρόνο εισαγωγής. Από τα taxa αυτά, τα 21 εισήχθησαν εκούσια και τα 8 ακούσια. Από τα 27 ελληνικά ενδημικά taxa, 15 εμφανίζονται στο Πάνω Κάστρο, 15 στο Κάτω Κάστρο και 25 στην εκτός των τειχών περιοχή. Ο πλουσιότερος σε ενδημικά στοιχεία τύπος βιοτόπου είναι οι λοιπές εκτάσεις με 20 ενδημικά taxa και ακολουθούν τα βράχια με 15 ενδημικά taxa. Η χλωρίδα της Μονεμβασίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως λόγω των στενότοπων ενδημικών που απαντούν στην περιοχή και της παράλληλης συνύπαρξής τους με τον άνθρωπο. Τέλος κρίνεται απαραίτητη η προστασία κάποιων taxa, είτε στα μέτρα προστασίας της βιοποικιλότητας, είτε στα μέτρα της προβολής και ανάδειξής τους ως αξιοθέατα. / The Castle of Monemvasia, as we know it today, has been continuously inhabited for the past 1500 years. Throughout this period it has been constantly affected by human activities. At the same time it is the dwelling place of a number of taxa. The symbiosis of this floral world with humans has had a major influence on today's flora and its characteristics. This thesis attempts to catalogue the vascular flora of Monemvasia Castle. The distribution of flora in different parts of the castle, as well as in different habitat types, is investigated. For this reason the area is separated into Upper Town, Lower Town and Surrounding Area, in addition six types of habitats (coasts, external walls, building walls, vertical limestone rocks, roadsides, other terrain) are also identified. Chorology and biological forms of taxa are then analyzed. Their origin is determined as well as the introduction times of alien taxa. The results are synthesized, analyzed and compared in order to evaluate the floristic value of the Castle and to investigate the degree of influence of human activities on its flora. Finally these findings are compared with those of a study of flora in the Castle of Akrokorinthos. The floristic list results show that the castle's flora consists of 320 taxa (species and subspecies) which belong to 238 genera and 74 families. The richest family in taxa number is Fabaceae (40 taxa, 12,5%) as a result of human activity. Next in number are Asteraceae (39 taxa, 12,19%) and Poaceae (33 taxa, 10,31%). The richest genres in taxa number are Medicago and Trifolium, which include 7 taxa each. In the life-form spectrum Therophytes amount to 48,44% of the total number of taxa, Hemicreptophytes follow with 17,81% and Geophytes with 12,81%. In the chorological spectrum Mediterranean Chorological elements amount to 60,3% followed by Mediterranean – Outro Mediterranean (10%), Greek Endemics (8,4%) and Cosmopolitan – Subcosmopolitan (7,2%). From the discrimination of taxa according to origin, it is concluded that the percentage of alien taxa is 9,1% (29 taxa) while native taxa amounts to the remaining 90,9% of flora (291 taxa). Most alien taxa are of American origin (41,4%) followed by Asiatic (17,2%) and African (17,2%). The Surrounding Area outside the walls is the richest in taxa number (280 taxa, 88,1%). While Upper town and Lower Town follow with 52,5% (167 taxa) and 35,8% (114 taxa) each. The largest analogy between alien and native taxa was observed in Lower Town and the smallest in Upper Town. The richest habitat type in taxa number is other terrain (270 taxa) followed by roadsides (151 taxa), coasts (141 taxa) and “building walls” (137 taxa). The highest percentage of alien taxa (11,68% of the number of taxa in the specified type) is found in building walls in contrast to external walls where the lowest percentage (1,22%) of alien taxa is found . The castle's alien flora consists of 22 Neophytes, 5 Archaeophytes and 2 taxa with an uncertain introduction time. Of these taxa 21 were introduced deliberately and 8 accidentally. Of the 27 Greek endemic taxa, 15 are found in the Upper Town area, 15 in Lower Town and 25 in the Surrounding area. The richest habitat type in endemic elements is “other terrain” with 20 endemic taxa, followed by vertical limestone rocks with 15 endemic taxa. The flora of Monemvasia is of special floristic interest because of its local endemics which grow in the area and its continuous co-existence with humans. Because of this it is concluded that the conservation of some taxa is necessary either as a measure of biodiversity protection, or by pointing out their significance as a tourist attraction for the area.
5

"Flora Ionica" : καταγραφή της χλωρίδας των Ιονίων νήσων και οι μεταξύ τους φυτογεωγραφικές συνδέσεις

Καρακίτσος, Σπύρος 01 December 2008 (has links)
- / -
6

Χλωριδική και φυτοκοινωνιολογική έρευνα του όρους Βέρμιου : Οικολογική προσέγγιση / Floristic and phytosociological research of mount Vermion : An ecological approach

Χοχλιούρος, Στέργιος 24 June 2007 (has links)
Το όρος Βέρμιο απαντάται στη γεωγραφική περιοχή της Βόρειας Κεντρικής Ελλάδας και η ορογραφική κατεύθυνσή του είναι Β-Ν. Στα βόρεια και νότια τμήματά του απαντώνται οιψηλότερες κορυφές του. Όι σκληροί ασβεστόλιθοι, ο μικτός φλύσχης, οι περιδοτίτες και οι σχιστόλιθοι σχηματίζουν τις μεγαλύτερες σε έκταση κατηγορίες πετρωμάτων στην περιοχή. Ο συνολικός αριθμός των τραχειοφύτων που συνθέτουν τη χλωρίδα του ανέρχεται σε 1070 φυτικά taxa.Ο αριθμός των taxa που αποτελούν νέες αναφορές ανέρχεται σε 269. Από το συνολικό βιοφάσμα της χλωρίδας, τα Ημικρυπτόφυτα υπερέχουν σημαντικά με ποσοστό 50,9% και εκφράζουν την τοποθέτηση της περιοχής μας από βιοκλιματική άποψη στον ύφυγρο βιοκλιματικό όροφο με χειμώνα δριμύ. Στη χλωρίδα του συμμετέχουν διαφορετικής προέλευσης φυτογεωγραφικά στοιχεία.Από τα ενδημικά taxa(Ελληνικά 3,2% και Βαλκανικά 16,9%) η Βαλκανική ενότητα εμφανίζει λόγω της φυτογεωγραφικής του θέσης μια κυριαρχία.Αυτό μπορεί να αποδοθεί ίσως στις κλιματικές και γεωλογικές ομοιότητες του Βερμίου με τον κύριο Βαλκανικό όγκο. Το όρος Βέρμιο απαντάται στα όρια του Μεσογειακού και του Μεσευρωπαικού χώρου. Από την τελική ανάλυση των 410 φυτοληψιών (από αντιπροσωπευτικούς βιότοπους όλων των υψομέτρων των διαφόρων ορόφων βλάστησης)που απαντούν στον όγκο του Βερμίου με μοντέρνες μεθόδους κατάταξης-ταξινόμησης, προέκυψαν από την συνταξινόμηση 36 διαφορετικές μονάδες βλαστησης, οι οποίες εντάσσονται σε 15 συνενώσεις, σε 12 τάξεις και 10 κλάσεις.Από το σύνολο των φυτοκοινωνιολογικών μονάδων που περιγράφονται συνολικά, οι 14 περιγράφονται για πρώτη φορά καθώς στο σύνολο των φυτοκοινωνιολογικών μονάδων περιγράφονται επίσης για πρώτη φορά 12 νέες υποφυτοκοινωνίες και 10 όψεις. Αναλύονται όλοι οι λόγοι-αιτίες που δημιούργησαν προβλήματα και ενδεχομένως δημιουργούν μέχρι και σήμερα. Για κάθε τύπο βλάστησης σημειώνεται η ένταση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων,για την εκτίμηση της οποίας έχουν ληφθεί υπόψην τα αποτελέσματα της κατά το παρελθόν δράσης τους στη διαμόρφωση της σημερινής φυτοκάλυψης. Αναφέρονται και αναλύονται όλες οι λειτουργίες του δάσους. Αρχικά τονίζεται η σημασία των Διεθνών Συμβάσεων που συμβάλλουν θετικά στην ορθολογικότερη διαχείριση της περιοχής και τέλος, προτείνονται διαχειριστικές απόψεις ανά όροφο βλάστησης με στόχο τη χάραξη μιας ενιαίας στρατηγικής,με στόχο τη διαφύλαξη και γιατί όχι και την ανόρθωσή τους,όπου βεβαίως καθίσταται εφικτό. / The Mount Vermion is met in the geographical area of the nothern-central Greece, having a mountainous direction from the north to the south(N-S). In the nothern and the southern parts of the mount can be found the highest mountain tops.The hard calcareous soils, the mixed flysch, the peridotites and the schists compose the most extended categories of the underlying soil, in the wider area. The total number of Tracheophytes composing the flora of the Mount Vermion reaches to 1070 taxa.The number of taxa that constitute new reference for the mountain chain of Vermion, is calculated to 269 taxa. From the life-form spectrum of the total flora of mount Vermio, it has been concluded that the Hemicryptophytes have a significant supremacy as they are met to a percentage of 50,9% and so they represant the location of our area under study, as for a bioclimatic point of view, relevant to the sub-humid bioclimatic stage with a hard winter. In the flora of the Mount Vermion participate various phytogeographical elements of different origins.From the endemic taxa (Hellenic Endemic 3,2% and Balkan Endemic 16,9%), the Balkan group appears a dominance, in the area of Mount Vermion, due to its phytogeographical location.This could be explained due to the climatic and the geological similarities of the Mount Vermion with the main Balkan mountainous mass.The Mount Vermion is located within the boundaries of the Mediterranian and Middle-European floristic areas. As a consequence of the final analysis of the 410 samplings(releves) met in the mountainous mass of Vermion(which have all been realised at representative locations of all possible altitude of the various levels of the vegetation), performed with modern methods of taxonomy and classification, there have been resulted 36 different units of vegetation(as a result of the co-classification) these are included in 15 alliances, 12 orders and 10 classes. As for the total set of the phytosociological units described, 14 are now described for the first time, as in the total of the phytosociological units there exists, once again for the first time, the description of 12 new sub-associations and 10 facies. In the context of the present doctoral thesis we analyse all the reasons and the causes that have created problems either in the past or even still create problematic situations.For every kind of vegetation, we indicate the relevant "strength" of the various man-made processes, for the evaluation of which we have considered past or historical activities and how all these have affected to the developement of the present state of the plant coverage.Finally, we mention and analyze all functionalities in the forests. In the relevant context, we initially emphasize on the importance of the International Conventions, which contribute, positively, to the rational and management of the area. Finally, we propose possible managerial aspects, for each separate level of the vegetation, aiming to outline a novel and uniform strategy, for their preservation and their possible further extention, where such a perspective may be possible.
7

Χλωρίδα και βλάστηση των οικοσυστημάτων του όρους Γκιώνα : Αξιολόγηση, προστασία, διαχείριση

Απλαδά, Ειρήνη 29 April 2014 (has links)
Το όρος Γκιώνα είναι το υψηλότερο βουνό της Στερεάς Ελλάδας και το πέμπτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Έχει έκταση περίπου 300.000 στρεμμάτων, χωρίζει κάθετα τη Στερεά Ελλάδα σε δυτική και ανατολική και αριθμεί εικοσιτέσσερις (24) κορυφές με υψόμετρο μεγαλύτερο των 2.000 μ. Αρχικά, η παρούσα διατριβή ερευνά τη χλωρίδα της εξεταζόμενης περιοχής, η οποία αποτελείται από 1.273 taxa, 572 εκ των οποίων, αναφέρονται για πρώτη φορά. Η γεωγραφική θέση του συγκεκριμένου ορεινού όγκου στη Στερεά Ελλάδα, ο οποίος γειτνιάζει με τα υπόλοιπα ψηλά βουνά αυτής της περιφέρειας (Βαρδούσια, Οίτη, Παρνασσό), αποτελεί σημείο συνάντησης φυτών με διαφορετική γεωγραφική εξάπλωση. Αυτό το δεδομένο αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αναλυτική σημασία στην περίπτωση των ενδημικών στοιχείων, καθώς το ορεινό συγκρότημα της Γκιώνας με το επιβλητικό τοπίο, τα μεγάλα υψόμετρα, την εκτεταμένη αλπική ζώνη και τη συνολικά μεγάλη του έκταση υποστηρίζει ένα πολύ υψηλό ποσοστό ενδημισμού (11,88%). Αξιοσημείωτο είναι ότι μεταξύ των φυτικών στοιχείων που εξετάσαμε, περιλαμβάνονται και 171 taxa, τα οποία είναι σπάνια ή προστατευόμενα. Επιπρόσθετα, διερευνήσαμε τις φυτογεωγραφικές σχέσεις μεταξύ των βουνών της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου, όπου διαφαίνεται η υψηλή χλωριδική συγγένεια του όρους Γκιώνα με τα όρη Παρνασσός και Βαρδούσια. Στη συνέχεια, μελετήσαμε τη βλάστηση της εξεταζόμενης περιοχής, όπου εντοπίστηκαν έντεκα (11) ενότητες βλάστησης. Από την επεξεργασία των δειγματοληψιών, διακρίθηκαν δεκαεννέα (19) τύποι οικοτόπων, με οκτώ (8) φυτοκοινότητες να αναφέρονται για πρώτη φορά. Για την αξιολόγηση των ανθρώπινων επιδράσεων που λαμβάνουν χώρα στο όρος Γκιώνα εφαρμόστηκε το πλαίσιο DPSIR, το οποίο εφαρμόζεται για πρώτη φορά σε ορεινό οικοσύστημα στην Ελλάδα. Στην παρούσα μελέτη αναλύονται πενήντα πέντε (55) δείκτες του προαναφερθέντος πλαισίου αξιολόγησης, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στις πιέσεις που ασκούνται από τα μεταλλεία βωξίτη στην περιοχή. Τα διαχειριστικά μέτρα, τα οποία προτείνονται, λαμβάνουν υπόψη όλες τις εξεταζόμενες παραμέτρους αξιολόγησης και αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο για τους παράγοντες λήψης αποφάσεων. Όσα προαναφέρθηκαν συνεπικουρούνται από μία σειρά θεματικών χαρτών, τους οποίους κατασκευάσαμε με τη χρήση GIS και απεικονίζουν την παρούσα κατάσταση της περιοχής μελέτης. / Mount Giona is the highest mountain of the Sterea Ellas region and Greece’s fifth biggest mountain. It covers 30,000 hectares, divides Sterea Ellas into west and east and includes twenty-four (24) peaks above 2,000 m. Initially, the present thesis investigates the flora of the examined area, which comprises 1,273 taxa, 572 of which are reported here for the first time. The geographical position of Mount Giona in Sterea Ellas, which neighbors with the other high mountains of that region (namely: Vardousia, Oiti, Parnassos), constitutes a meeting point for plants with different geographical distributions. This fact is extremely important in the case of the endemic elements, which constitute a large percentage of the total flora (11.88%), due to the highly diversified landscape, the high altitudes, the extended alpine vegetation zone and the vast area covered by the mountain. The fact that 171 plant taxa of the total flora are rare or under some protection status, is also notable. Furthermore, we have examined the phytogeographical relation among the mountains of Sterea Ellas and Peloponnese, where the high floristic affinity of Mount Giona with the mountains Parnassos and Vardousia was revealed. Furthermore, we have studied the vegetation of the examined area, where we have recognized eleven (11) vegetation groups. The elaboration of vegetation samplings via vegetation analysis techniques showed nineteen (19) habitat types, with eight (8) plant communities being reported here for the first time. In order to evaluate the human impacts taking place on Mount Giona, we implemented the DPSIR causal framework, which is applied for the first time in a mountainous ecosystem in Greece. Fifty-five (55) indicators of the above-mentioned framework are analyzed in the present study, with special attention to the pressures caused by the bauxite mines on the area. The management measures, proposed here, have taken under consideration all the examined evaluation parameters and aim to be a valuable tool in the hands of decision makers. Finally, a series of thematic maps, created by means of GIS, has been designed in order to support our studies and reflect the present state of Mount Giona’s ecosystems.
8

Η επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος στην σύσταση της εντερικής μικροβιακής χλωρίδας

Ζαππή, Μαριάννα 09 January 2014 (has links)
Η εντερική χλωρίδα θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα μικροβιακό όργανο, μείζονος σημασίας για την ομοιόσταση του οργανισμού, εξαιτίας της συμμετοχής του σε πολλαπλές και διαφορετικές λειτουργιές όπως η πέψη, η απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών, η αποβολή των άχρηστων ουσιών και η φυσική ανοσία. Η σύστασή της έχει παρατηρηθεί ότι διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ενώ οι κυριότεροι παράγοντες που διαμορφώνουν το τελικό μικροβιακό περιεχόμενο περιλαμβάνουν την ηλικία, το περιβάλλον, τις διαιτητικές συνήθειες, το γενετικό υπόβαθρο, την καταγωγή, την χρήση αντιβιοτικών, πρεβιοτικών ή προβιοτικών, την έκθεση σε ποικιλλία μικροβίων και τις χειρουργικές επεμβάσεις. Η ανθρώπινη εντερική χλωρίδα αποτελείται κατά κύριο λόγο από μόλις τέσσερα φύλα βακτηρίων, τα Bacteroidetes (23%), τα Firmicutes (64%), τα Actinobacteria (3%), και τα Proteobacteria (8%). Τα τελευταία χρόνια αρκετό είναι το ερευνητικό ενδιαφέρον στην μελέτη της σχέσης μεταξύ της σύνθεσης της εντερικής χλωρίδας και της παχυσαρκίας. Η έρευνα των πιθανών μηχανισμών αλληλεπίδρασης του μικροβιακού περιεχομένου και του ξενιστή εκτελείσεται τόσο με την χρήση πειραματοζώων όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο. Έχει αποδειχθεί ότι σε παχύσαρκα άτομα υπάρχει χαμηλότερο ποσοστό Bacteroidetes και μεγαλύτερο Firmicutes, σε σύγκριση με άτομα κανονικού βάρους. Αν και έχουν επίσης διατυπωθεί αντίθετα αποτελέσματα. Οι διαιτητικές συνήθεις είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν την σύσταση της εντερικής χλωρίδας. Παράλληλα, είναι γνωστό ότι το μοντέλο της οικογένειας και το γονεϊκό πρότυπο είναι καθοριστικής σημασίας στην διαμόρφωση διαιτητικών και διατροφικών επιλογών. Στην παρούσα μελέτη στόχος ήταν να ερευνήσουμε την επιρροή του οικογενειακού περιβάλλοντος, της μεσογειακής διατροφής και της παχυσαρκίας στην σύσταση της εντερικής χλωρίδας. Στην έρευνα συμμετείχαν 35 άτομα, από 12 οικογένειες, ηλικίας από 18 ετών έως και 77 ετών. Όλοι είναι μέλη οικογενειών που κατοικούν στην περιοχή της Πάτρας, και αφού πληροφορήθηκαν εκτενώς για τον σκοπό και την μεθεδολογιά της, συνένεσαν εθελοντικά. Μετρήθηκαν τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά κάθε εθελοντή, και υπολογίστηκε ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), καταγράφηκαν, μέσω ερωτηματολογίων, δημογραφικά, κοινωνικο-οικονομικά στοιχεία και οι διαιτητικές-διατροφικές τους συνήθειες. Ακόμα έγινε συλλογή κοπράνων, από όπου απομονώθηκε DNA και αναλύθηκε με την χρήση Real Time PCR. Μετά την στατιστική επεξεργασία, δεν επιβεβαιώθηκε η αρχική εκτίμηση για παρόμοια βακτηριακή κατανομή μεταξύ των μελών της κάθε οικογένειας και τελικά δεν σχετίστηκε στατιστικά σημαντικά η υιοθέτηση της Μεσογειακής διατροφής (MedDiet score) με την σύσταση της εντερικής χλωρίδας. / The intestinal flora is a microbial organ of major importance for the homeostasis of human organism, because of its participation in multiple and diverse functions such as digestion, absorption of nutrients, elimination of waste products and immunity. Gut flora is affected by various factors, such as the age, environment, dietary habits, host’s genotype, origin, using of antibiotics, prebiotics or probiotics, exposure to a variety of microbes and surgeries. Human intestinal flora consists primarily of four bacterial genders: the Bacteroidetes (23%), the Firmicutes (64%), the Actinobacteria (3%), and the Proteobacteria (8%). In the last years, many scientists study the correlation between the gut microbiota and obesity. Although, there are conflicting results, there is evidence that obese people have lower percentage of Bacteroides and higher percentage of Firmicutes, when compared with normal weight. It is known that dietary habits affect the composition of gut flora. Furthermore, it has also been proved that type of family and/or parenting model are crucial factors in shaping dietary and nutritional choices. The objective of this study was to investigate the correlation between the Mediterranean diet, obesity and family’s environment with gut microbiota. The survey involved 35 people, from 12 different families, aged from 18 years to 77 years. We measured anthropometric characteristics of each volunteer, calculated body mass index (BMI) and then demographic, socio-economic data and dietary-nutritional habits were recorded through questionnaires. We collected stool sample from every partitipant, DNA was isolated and analyzed using Real-Time PCR. Statistical analysis did not confirm the initial estimate for similar bacterial distribution among the members of each family, and eventually the adherence to Mediterranean Diet (MedDiet score) was not significally related with changes of the intestinal flora.
9

Συμβολή στη μελέτη του παράκτιου οικοσυστήματος της λιμνοθάλασσας Κορισσίων της Κέρκυρας

Βλάσση, Ανθή 06 November 2014 (has links)
Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε, στα πλαίσια της παρούσας διπλωματικής εργασίας, επικεντρώθηκε στο οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας Κορισσίων της Κέρκυρας, που αποτελεί έναν υγροβιότοπο ενταγμένο στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο Natura 2000. Η Κορισσίων βρίσκεται υπό διπλό καθεστώς προστασίας, εφόσον έχει χαρακτηριστεί από το δίκτυο τόσο ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ), όσο και ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ). Στα πλαίσια της ΕΖΔ, προστατεύεται πλήθος ειδών πανίδας και χλωρίδας που απαντώνται στην περιοχή, καθώς και οι τύποι οικοτόπων που αναπτύσσονται περιφερειακά της, ενώ στα πλαίσια της ΖΕΠ, προστατεύονται πολλά είδη ορνιθοπανίδας που απαντώνται εκεί. Επίσης, λόγω των σημαντικών ειδών της ορνιθοπανίδας, έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά της Ελλάδας (Σ.Π.Π.Ε). Κατά τη μελέτη μας, συλλέχθηκαν και παρατηρήθηκαν στην περιοχή διάφορα φυτικά δείγματα, τα οποία συγκεντρώθηκαν σε χλωριδικό κατάλογο. Συνολικά, καταγράφηκαν 162 διαφορετικά φυτικά taxa, τα 91 εκ των οποίων αποτελούν νέες αναφορές για την περιοχή και τα οποία κατανέμονται σε 46 διαφορετικές οικογένειες. Μία από τις οικογένειες ανήκει στην ομάδα των Γυμνόσπερμων, ενώ οι υπόλοιπες 45 στην ομάδα των Αγγειοσπέρμων και, συγκεκριμένα, οι 36 ανήκουν στην ομάδα των Δικοτυληδόνων και οι 9 στην ομάδα των Μονοκοτυληδόνων. Οι οικογένειες με τα περισσότερα taxa είναι οι ακόλουθες: Fabaceae με 23 taxa, Asteracecae με 16, Poaceae με 14, Orchidaceae με 7, Apiaceae με 6, Lamiaceae με 6 και Liliaceae με 6 taxa. Κυρίαρχη βιομορφή είναι αυτή των Θεροφύτων (Τ), με ποσοστό 39,1%, γεγονός που δεν αποτελεί έκπληξη, αφού τα Θερόφυτα είναι η βιομορφή που κυριαρχεί σε περιοχές με θερινή καταπόνηση. Στη συνέχεια, ακολουθούν τα Ημικρυπτόφυτα (Η) με ποσοστό 21%, τα Γεώφυτα (G) με 19,1%, τα Χαμαίφυτα (Ch) με 10,5% και στην τελευταία θέση βρίσκονται τα Φανερόφυτα (P) με ποσοστό 9,9%. Η πλειοψηφία των φυτικών taxa που αναγνωρίστηκαν στην περιοχή μελέτης, ποσοστό 56%, ανήκει στη Μεσογειακή χωρολογική ενότητα. Στη συνέχεια, ακολουθούν η Κοσμοπολιτική-Υποκοσμοπολιτική και Μεσογειακή-Εξωμεσογειακή ενότητα, με ποσοστό 13% και 10% αντίστοιχα. Με χαμηλότερα ποσοστά εμφανίζονται η Εύκρατη ενότητα με 7% και η Ευρασιατική με 7% επίσης. Τις τελευταίες θέσεις καταλαμβάνουν η Βόρεια και η Τροπική-Υποτροπική ενότητα με 2%, τα ενδημικά taxa με 2% επίσης, και η Ευρωπαϊκή χωρολογική ενότητα με ποσοστό 1%. Το χαμηλό ποσοστό ενδημισμού που προκύπτει (2%) θεωρείται αξιόλογο για την περιοχή μελέτης, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετικά φτωχή χλωριδική σύνθεση των παράκτιων οικοσυστημάτων, όπως οι λιμνοθάλασσες. Τα ενδημικά είδη που καταγράφηκαν είναι 3 στον αριθμό. Συγκεκριμένα, συλλέχθηκαν τα Crocus boryi (οικογένεια Iridaceae), Limonium brevipetiolatum (οικογένεια Plumbaginaceae) και Petrorhagia graminea (οικογένεια Caryophyllaceae). Από αυτά, τα Crocus boryi και Petrorhagia graminea είναι ενδημικά της δυτικής και νοτίου Ελλάδας και καταγράφονται για πρώτη φορά στην περιοχή μελέτης, ενώ το Limonium brevipetiolatum αποτελεί ενδημικό των Ιονίων Νήσων και της δυτικής Πελοποννήσου, και έχει καταγραφεί στη λιμνοθάλασσα Κορισσίων και παλαιότερα. Ειδικά για την Petrorhagia graminea, η εύρεσή της στην περιοχή αποτελεί νέα αναφορά για την Κέρκυρα. Και τα τρία αυτά ενδημικά είδη συλλέχθηκαν στο δάσος της μακκίας που σχηματίζεται στην περιοχή, στις ζώνες δειγματοληψιών Γ₁ και Γ₂. Ιδιαίτερη οικολογική αξία στην περιοχή, προσδίδει επίσης το φυτικό είδος Crucianella maritima, που εμφανίζει μια στενομεσογειακή γεωγραφική εξάπλωση, κυρίως στη δυτική Μεσόγειο, και είναι σπάνιο για τον ελληνικό χώρο. Η Crucianella maritima καταλαμβάνει μεγάλη από την έκταση της παραλίας του Χαλικούνα, όπου μαζί με τα οικοσυστήματα των αμμοθινών, σχηματίζει τον τύπο οικοτόπου «Σταθερές θίνες της Crucianellion maritimae» με κωδικό 2210. Η έκταση που καταλαμβάνει ο οικότοπος αυτός στην περιοχή, αλλά και η πολύ καλή κατάσταση διατήρησής του, αποτελούν αξιοσημείωτο γεγονός τόσο για την Ελλάδα, όσο και τη Βαλκανική, όπου δεν έχουν περιγραφεί έως τώρα παρόμοια διατηρημένες διαπλάσεις. Επίσης, στην περιοχή καταγράφηκαν 7 taxa άγριων ορχιδεών προστατευόμενων από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, μέσω της Σύμβαση CITES (Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora) για το «Διεθνές Εμπόριο των Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας που Κινδυνεύουν με Εξαφάνιση», η οποία βασίζεται στον κανονισμό της Ευρωπαϊκής ένωσης 338/97. Σε εθνικό επίπεδο, τα είδη αυτά προστατεύονται επίσης από το Προεδρικό ∆ιάταγµα 67/1981 «Περί προστασίας της αυτοφυούς χλωρίδας και Αγρίας Πανίδος και καθορισµού διαδικασίας συντονισµού και Ελέγχου της Ερεύνης επ΄ αυτών». Συγκεκριμένα, συλλέχθηκαν τα: Anacamptis laxiflora (Οrchis laxiflora), A. morio (Ο. morio), A. palustris subsp. palustris, A. pyramidalis, Serapias lingua, S. parviflora και Spiranthes spiralis. Ειδικά η Anacamptis palustris subsp. palustris, περιλαμβάνεται επίσης στην Κόκκινη Λίστα των Απειλούμενων Ειδών, της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης IUCN (International Union for Conservation of Nature). Στη λιμνοθάλασσα Κορισσίων, στα πλαίσια του δικτύου Natura 2000, καταγράφηκαν δώδεκα (12) διαφορετικοί τύποι οικοτόπων, τρεις από τους οποίους αποτελούν οικοτόπους προτεραιότητας. Συγκεκριμένα, οι οικότοποι αυτοί είναι: 1. Παράκτιες λιμνοθάλασσες, κωδικός Natura 1150 2. Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi), κωδικός Natura 1410 3. Μεσογειακές θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες, κωδικός Natura 1420 4. Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, κωδικός Natura 2110 5. Κινούμενες θίνες της ακτογραμής με Ammophila arenaria, κωδικός Natura 2120 6. Σταθερές θίνες της Crucianellion maritimae, κωδικός Natura 2210 7. Θίνες των παραλιών με Juniperus ssp., κωδικός Natura 2250 8. Υγροί μεσογειακοί λειμώνες με υψηλές πόες από Molinio Holoschoenion, κωδικός Natura 6420 9. Ασβεστούχα έλη με Cladium mariscus και είδη του Caricion davallianae, κωδικός Natura 7210 10. Καλαμώνες, κωδικός Natura 72Α0 11. Στοές με Salix alba και Populus alba, κωδικός Natura 92Α0 12. Ελληνικά δάση πρίνου, κωδικός Natura 934A Χαρακτηρισμένοι ως οικότοποι προτεραιότητας είναι: οι Παράκτιες λιμνοθάλασσες με κωδικό Natura 1150, οι Θίνες των παραλιών με Juniperus ssp., με κωδικό Natura 2250 και τα Ασβεστούχα έλη με Cladium mariscus και είδη του Caricion davallianae, με κωδικό Natura 7210. Εκτός από τους υπάρχοντες τύπους οικοτόπων, κατά τις επισκέψεις μας στην περιοχή μελέτης, καταγράφηκαν δύο επιπλέον οικότοποι. Ο τύπος οικοτόπου «Μονοετής βλάστηση μεταξύ ορίων πλημμυρίδας και άμπωτης» με κωδικό 1210 και ο τύπος οικοτόπου «Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη λασπωδών και αμμωδών ζωνών» με κωδικό 1310. Όσον αφορά την πανίδα της περιοχής, από τα νομικά πλαίσια που αναφέρθηκαν παραπάνω, προστατεύονται 3 είδη θηλαστικών, 3 είδη ψαριών, 8 είδη πεταλούδων, 16 είδη ερπετών, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και 3 είδη σπάνιων χελωνών, και ένα είδος αμφιβίου. Από τα προστατευόμενα αυτά είδη, η Βίδρα (Lutra lutra) και το ψαράκι των υφάλμυρων νερών Valencia letourneuxi χαρακτηρίζονται ως πολύ σπάνια. Επιπλέον, προστατεύονται συνολικά 148 είδη ορνιθοπανίδας, πολλά από τα οποία είναι επίσης σπάνια είδη. Κατά τη διεξαγωγή της μελέτης, παρατηρήθηκαν διάφορες μορφές υποβάθμισης του οικοσυστήματος, με κυριότερες από αυτές την όλο και αυξανόμενη ανοικοδόμηση και τουριστική ανάπτυξη, την ανεξέλεγκτη θήρευση των πουλιών, τη χρήση φυτοφαρμάκων και την έντονη παρουσία των παραθεριστών αλλά και των αυτοκινήτων. Επίσης, ελλοχεύει ο κίνδυνος υποβάθμισης μεγάλου μέρους της έκτασης της περιοχής, λόγω της ενδεχόμενης πώλησης 1,8 εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων στην νοτιοανατολική της πλευρά (παραλία Ίσσος), για τα οποία υπάρχει σχέδιο αξιοποίησης, που περιλαμβάνει τη δημιουργία γηπέδου γκολφ και αθλητικών εγκαταστάσεων. Η μεγάλη οικολογική αξία της λιμνοθάλασσας Κορισσίων αποτελεί το κύριο συμπέρασμα που προκύπτει από τη διεξαγωγή της παρούσας εργασίας. Ολόκληρη η έκταση περιφερειακά της, αλλά και η ίδια η λεκάνη της λιμνοθάλασσας, φιλοξενούν πλήθος σπάνιων και προστατευόμενων μορφών ζωής. Η πλούσια χλωριδική σύσταση με 162 φυτικά taxa, τα πολυάριθμα και σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας, καθώς και οι τύποι οικοτόπων προτεραιότητας συνθέτουν ένα ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, εύθραυστο οικοσύστημα, το οποίο απειλείται με υποβάθμιση και περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι αναγκαίες ενέργειες για την αειφόρο διατήρησή του. Τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας που θωρούμε πως είναι αναγκαίο να εφαρμοστούν, έτσι ώστε να διατηρηθεί αναλλοίωτο το φυσικό περιβάλλον της λιμνοθάλασσας και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας που φιλοξενεί είναι τα εξής: 5. Δημιουργία Φορέα Διαχείρισης, ο οποίος θα είναι υπεύθυνος για τη συνεχή παρακολούθηση της περιοχής και θα λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση του καλού επιπέδου διατήρησής της. 6. Τοποθέτηση παρατηρητηρίων ορνιθοπανίδας, τα οποία θα εξασφαλίζουν την ομαλή διεξαγωγή του κυνηγιού και την αποτροπή λαθροθηρίας των προστατευόμενων ειδών, εφόσον το κυνήγι στης περιοχές Natura 2000 επιτρέπεται υπό όρους (Πηγή: Ευρωπαϊκή επιτροπή http://ec.europa.eu/). 7. Καταγραφή των ειδών χλωρίδας και πανίδας που προστατεύονται από το Natura 2000, έτσι ώστε να αξιολογηθεί η κατάσταση των πληθυσμών τους και να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας τους, όπου χρειάζεται. 8. Εκ νέου καταγραφή και αξιολόγηση των τύπων οικοτόπων που προστατεύονται από το Natura 2000, έτσι ώστε να συγκριθεί η κατάσταση διατήρησής τους με αυτήν που καταγράφηκε από το δίκτυο Natura 2000, την περίοδο 1998 με 2000 και να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας τους, όπου χρειάζεται. Επίσης η ανάπτυξη του οικοτουρισμού θα μπορούσε να αναδείξει την περιβαλλοντική ομορφιά και μοναδικότητα του τόπου μας και θα έδινε το κίνητρο στους ντόπιους κατοίκους να προστατεύσουν και να διατηρήσουν αναλλοίωτο το οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας. Οικοτουριστική ανάπτυξη θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη διεξαγωγή εκδρομών ενημέρωσης για την άγρια ζωή στην περιοχή, τη διάνοιξη μονοπατιών περιφερειακά της, τις παρακολουθήσεις των μεταναστευτικών πουλιών κλπ. Τέλος, η ευαισθητοποίηση των μικρότερων ηλικιών σε θέματα που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και η δημιουργία περιβαλλοντικής συνείδησης στους μικρούς και όχι μόνο μαθητές, είναι αυτή που θα διασφαλίσει ότι το οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας Κορισσίων δεν θα καταστραφεί και θα αποτελέσει φυσική κληρονομιά των επόμενων γενεών. / -
10

Συμβολή στη δημιουργία ενός προτύπου κατανομής της παρόχθιας βλάστησης και χλωρίδας των ποταμών της Δυτικής Ελλάδος. / Contribution to the creation of a distribution model of the riparian vegetation and flora of the rivers of Western Greece.

Καράγιαννη, Παναγιώτα 29 June 2007 (has links)
Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν εννέα συνολικά ποτάμια της Δυτικής Ελλάδος (ΒΔ Ελλάδα, Πελοπόννησος). Έγινε καταγραφή των τύπων οικοτόπων κατά μήκος των ποταμών και περιγραφή της χλωριδικής σύνθεσης των φυτοκοινοτήτων τους. Μετά από σύγκριση, συνδυασμό και επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ένα θεωρητικό πρότυπο ποταμού. Στο πρότυπο αυτό παρουσιάζεται η κατά μήκος διάταξη των παρόχθιων τύπων οικοτόπων στις τρεις γεωμορφολογικές ενότητες ενός ποταμού (άνω ρους, μέσος ρους, κάτω ρους) όπως αυτή αναμένεται να παρατηρηθεί σε ένα αδιατάρακτο ποτάμιο οικοσύστημα. Προς εφαρμογή του παραπάνω προτύπου επιλέχθηκε ένα έντονα διαταραγμένο ποτάμι της Πελοποννήσου, ο Πάμισος. Εκτιμάται κατά πόσο το παραπάνω ποτάμι αποκλίνει από το θεωρητικό πρότυπο. Αναλύονται τα προβλήματα της περιοχής και προτείνεται μια σειρά από διαχειριστικά μέτρα που αποβλέπουν στην αποκατάσταση και προστασία των σημαντικών τύπων οικοτόπων. / In the present study nine rivers of W. Greece (North-West Greece, Peloponnese) were studied. Habitat types along these rivers were identified and recorded. The floristic composition of the plant communities of the rivers’ habitats was described. After comparison, combination and processing of data we resulted in a theoretical model of a river. In this model the succession of riparian habitat types along the three geomorphological units (upper, middle and lower watercourse) is presented as this is expected to be observed in an undisturbed fluvial ecosystem. Pamisos, a heavily disturbed river of Peloponnese was selected to be compared to this model. It is estimated how much Pamisos deviates from the theoretical model. Τhe problems of the region are analyzed and various management measures and practices which aim at the restoration and protection of important habitats are proposed.

Page generated in 0.4399 seconds