• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 10
  • Tagged with
  • 10
  • 9
  • 6
  • 6
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Χλωριδική και φυτοκοινωνιολογική έρευνα του όρους Βέρμιου : Οικολογική προσέγγιση / Floristic and phytosociological research of mount Vermion : An ecological approach

Χοχλιούρος, Στέργιος 24 June 2007 (has links)
Το όρος Βέρμιο απαντάται στη γεωγραφική περιοχή της Βόρειας Κεντρικής Ελλάδας και η ορογραφική κατεύθυνσή του είναι Β-Ν. Στα βόρεια και νότια τμήματά του απαντώνται οιψηλότερες κορυφές του. Όι σκληροί ασβεστόλιθοι, ο μικτός φλύσχης, οι περιδοτίτες και οι σχιστόλιθοι σχηματίζουν τις μεγαλύτερες σε έκταση κατηγορίες πετρωμάτων στην περιοχή. Ο συνολικός αριθμός των τραχειοφύτων που συνθέτουν τη χλωρίδα του ανέρχεται σε 1070 φυτικά taxa.Ο αριθμός των taxa που αποτελούν νέες αναφορές ανέρχεται σε 269. Από το συνολικό βιοφάσμα της χλωρίδας, τα Ημικρυπτόφυτα υπερέχουν σημαντικά με ποσοστό 50,9% και εκφράζουν την τοποθέτηση της περιοχής μας από βιοκλιματική άποψη στον ύφυγρο βιοκλιματικό όροφο με χειμώνα δριμύ. Στη χλωρίδα του συμμετέχουν διαφορετικής προέλευσης φυτογεωγραφικά στοιχεία.Από τα ενδημικά taxa(Ελληνικά 3,2% και Βαλκανικά 16,9%) η Βαλκανική ενότητα εμφανίζει λόγω της φυτογεωγραφικής του θέσης μια κυριαρχία.Αυτό μπορεί να αποδοθεί ίσως στις κλιματικές και γεωλογικές ομοιότητες του Βερμίου με τον κύριο Βαλκανικό όγκο. Το όρος Βέρμιο απαντάται στα όρια του Μεσογειακού και του Μεσευρωπαικού χώρου. Από την τελική ανάλυση των 410 φυτοληψιών (από αντιπροσωπευτικούς βιότοπους όλων των υψομέτρων των διαφόρων ορόφων βλάστησης)που απαντούν στον όγκο του Βερμίου με μοντέρνες μεθόδους κατάταξης-ταξινόμησης, προέκυψαν από την συνταξινόμηση 36 διαφορετικές μονάδες βλαστησης, οι οποίες εντάσσονται σε 15 συνενώσεις, σε 12 τάξεις και 10 κλάσεις.Από το σύνολο των φυτοκοινωνιολογικών μονάδων που περιγράφονται συνολικά, οι 14 περιγράφονται για πρώτη φορά καθώς στο σύνολο των φυτοκοινωνιολογικών μονάδων περιγράφονται επίσης για πρώτη φορά 12 νέες υποφυτοκοινωνίες και 10 όψεις. Αναλύονται όλοι οι λόγοι-αιτίες που δημιούργησαν προβλήματα και ενδεχομένως δημιουργούν μέχρι και σήμερα. Για κάθε τύπο βλάστησης σημειώνεται η ένταση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων,για την εκτίμηση της οποίας έχουν ληφθεί υπόψην τα αποτελέσματα της κατά το παρελθόν δράσης τους στη διαμόρφωση της σημερινής φυτοκάλυψης. Αναφέρονται και αναλύονται όλες οι λειτουργίες του δάσους. Αρχικά τονίζεται η σημασία των Διεθνών Συμβάσεων που συμβάλλουν θετικά στην ορθολογικότερη διαχείριση της περιοχής και τέλος, προτείνονται διαχειριστικές απόψεις ανά όροφο βλάστησης με στόχο τη χάραξη μιας ενιαίας στρατηγικής,με στόχο τη διαφύλαξη και γιατί όχι και την ανόρθωσή τους,όπου βεβαίως καθίσταται εφικτό. / The Mount Vermion is met in the geographical area of the nothern-central Greece, having a mountainous direction from the north to the south(N-S). In the nothern and the southern parts of the mount can be found the highest mountain tops.The hard calcareous soils, the mixed flysch, the peridotites and the schists compose the most extended categories of the underlying soil, in the wider area. The total number of Tracheophytes composing the flora of the Mount Vermion reaches to 1070 taxa.The number of taxa that constitute new reference for the mountain chain of Vermion, is calculated to 269 taxa. From the life-form spectrum of the total flora of mount Vermio, it has been concluded that the Hemicryptophytes have a significant supremacy as they are met to a percentage of 50,9% and so they represant the location of our area under study, as for a bioclimatic point of view, relevant to the sub-humid bioclimatic stage with a hard winter. In the flora of the Mount Vermion participate various phytogeographical elements of different origins.From the endemic taxa (Hellenic Endemic 3,2% and Balkan Endemic 16,9%), the Balkan group appears a dominance, in the area of Mount Vermion, due to its phytogeographical location.This could be explained due to the climatic and the geological similarities of the Mount Vermion with the main Balkan mountainous mass.The Mount Vermion is located within the boundaries of the Mediterranian and Middle-European floristic areas. As a consequence of the final analysis of the 410 samplings(releves) met in the mountainous mass of Vermion(which have all been realised at representative locations of all possible altitude of the various levels of the vegetation), performed with modern methods of taxonomy and classification, there have been resulted 36 different units of vegetation(as a result of the co-classification) these are included in 15 alliances, 12 orders and 10 classes. As for the total set of the phytosociological units described, 14 are now described for the first time, as in the total of the phytosociological units there exists, once again for the first time, the description of 12 new sub-associations and 10 facies. In the context of the present doctoral thesis we analyse all the reasons and the causes that have created problems either in the past or even still create problematic situations.For every kind of vegetation, we indicate the relevant "strength" of the various man-made processes, for the evaluation of which we have considered past or historical activities and how all these have affected to the developement of the present state of the plant coverage.Finally, we mention and analyze all functionalities in the forests. In the relevant context, we initially emphasize on the importance of the International Conventions, which contribute, positively, to the rational and management of the area. Finally, we propose possible managerial aspects, for each separate level of the vegetation, aiming to outline a novel and uniform strategy, for their preservation and their possible further extention, where such a perspective may be possible.
2

Χλωρίδα και βλάστηση των οικοσυστημάτων του όρους Γκιώνα : Αξιολόγηση, προστασία, διαχείριση

Απλαδά, Ειρήνη 29 April 2014 (has links)
Το όρος Γκιώνα είναι το υψηλότερο βουνό της Στερεάς Ελλάδας και το πέμπτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Έχει έκταση περίπου 300.000 στρεμμάτων, χωρίζει κάθετα τη Στερεά Ελλάδα σε δυτική και ανατολική και αριθμεί εικοσιτέσσερις (24) κορυφές με υψόμετρο μεγαλύτερο των 2.000 μ. Αρχικά, η παρούσα διατριβή ερευνά τη χλωρίδα της εξεταζόμενης περιοχής, η οποία αποτελείται από 1.273 taxa, 572 εκ των οποίων, αναφέρονται για πρώτη φορά. Η γεωγραφική θέση του συγκεκριμένου ορεινού όγκου στη Στερεά Ελλάδα, ο οποίος γειτνιάζει με τα υπόλοιπα ψηλά βουνά αυτής της περιφέρειας (Βαρδούσια, Οίτη, Παρνασσό), αποτελεί σημείο συνάντησης φυτών με διαφορετική γεωγραφική εξάπλωση. Αυτό το δεδομένο αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αναλυτική σημασία στην περίπτωση των ενδημικών στοιχείων, καθώς το ορεινό συγκρότημα της Γκιώνας με το επιβλητικό τοπίο, τα μεγάλα υψόμετρα, την εκτεταμένη αλπική ζώνη και τη συνολικά μεγάλη του έκταση υποστηρίζει ένα πολύ υψηλό ποσοστό ενδημισμού (11,88%). Αξιοσημείωτο είναι ότι μεταξύ των φυτικών στοιχείων που εξετάσαμε, περιλαμβάνονται και 171 taxa, τα οποία είναι σπάνια ή προστατευόμενα. Επιπρόσθετα, διερευνήσαμε τις φυτογεωγραφικές σχέσεις μεταξύ των βουνών της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου, όπου διαφαίνεται η υψηλή χλωριδική συγγένεια του όρους Γκιώνα με τα όρη Παρνασσός και Βαρδούσια. Στη συνέχεια, μελετήσαμε τη βλάστηση της εξεταζόμενης περιοχής, όπου εντοπίστηκαν έντεκα (11) ενότητες βλάστησης. Από την επεξεργασία των δειγματοληψιών, διακρίθηκαν δεκαεννέα (19) τύποι οικοτόπων, με οκτώ (8) φυτοκοινότητες να αναφέρονται για πρώτη φορά. Για την αξιολόγηση των ανθρώπινων επιδράσεων που λαμβάνουν χώρα στο όρος Γκιώνα εφαρμόστηκε το πλαίσιο DPSIR, το οποίο εφαρμόζεται για πρώτη φορά σε ορεινό οικοσύστημα στην Ελλάδα. Στην παρούσα μελέτη αναλύονται πενήντα πέντε (55) δείκτες του προαναφερθέντος πλαισίου αξιολόγησης, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στις πιέσεις που ασκούνται από τα μεταλλεία βωξίτη στην περιοχή. Τα διαχειριστικά μέτρα, τα οποία προτείνονται, λαμβάνουν υπόψη όλες τις εξεταζόμενες παραμέτρους αξιολόγησης και αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο για τους παράγοντες λήψης αποφάσεων. Όσα προαναφέρθηκαν συνεπικουρούνται από μία σειρά θεματικών χαρτών, τους οποίους κατασκευάσαμε με τη χρήση GIS και απεικονίζουν την παρούσα κατάσταση της περιοχής μελέτης. / Mount Giona is the highest mountain of the Sterea Ellas region and Greece’s fifth biggest mountain. It covers 30,000 hectares, divides Sterea Ellas into west and east and includes twenty-four (24) peaks above 2,000 m. Initially, the present thesis investigates the flora of the examined area, which comprises 1,273 taxa, 572 of which are reported here for the first time. The geographical position of Mount Giona in Sterea Ellas, which neighbors with the other high mountains of that region (namely: Vardousia, Oiti, Parnassos), constitutes a meeting point for plants with different geographical distributions. This fact is extremely important in the case of the endemic elements, which constitute a large percentage of the total flora (11.88%), due to the highly diversified landscape, the high altitudes, the extended alpine vegetation zone and the vast area covered by the mountain. The fact that 171 plant taxa of the total flora are rare or under some protection status, is also notable. Furthermore, we have examined the phytogeographical relation among the mountains of Sterea Ellas and Peloponnese, where the high floristic affinity of Mount Giona with the mountains Parnassos and Vardousia was revealed. Furthermore, we have studied the vegetation of the examined area, where we have recognized eleven (11) vegetation groups. The elaboration of vegetation samplings via vegetation analysis techniques showed nineteen (19) habitat types, with eight (8) plant communities being reported here for the first time. In order to evaluate the human impacts taking place on Mount Giona, we implemented the DPSIR causal framework, which is applied for the first time in a mountainous ecosystem in Greece. Fifty-five (55) indicators of the above-mentioned framework are analyzed in the present study, with special attention to the pressures caused by the bauxite mines on the area. The management measures, proposed here, have taken under consideration all the examined evaluation parameters and aim to be a valuable tool in the hands of decision makers. Finally, a series of thematic maps, created by means of GIS, has been designed in order to support our studies and reflect the present state of Mount Giona’s ecosystems.
3

Ανθρώπινες επιδράσεις στο αβιοτικό περιβάλλον και τη βλάστηση του κάτω μέρους του Εύηνου ποταμού / Human effects in the abiotic environment and the vegetation of down part of Evinos river

Ανδριόπουλος, Γεώργιος 28 June 2007 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως στόχο την καταγραφή και την ερμηνεία των επιπτώσεων των ανθρώπινων επιδράσεων στο αβιοτικό περιβάλλον και τη βλάστηση του κάτω μέρους του Εύηνου ποταμού και την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη διατάραξη της φυσιολογικής του ισορροπίας, με σκοπό την βέλτιστη διαχείρισή του στο μέλλον. Τέλος, στοχεύει στη δημιουργία ενός οικολογικού μοντέλου λειτουργίας του ποταμού. / The present thesis aims at as the recording and the interpretation of repercussions of human effects in the abiotic environment and the vegetation of down part of Evinos river and the export of conclusions on the perturbation of his physiologic balance, aiming at his most optimal management in the future. Finally, it aims in the creation of ecological model of operation of river.
4

Συμβολή στη δημιουργία ενός προτύπου κατανομής της παρόχθιας βλάστησης και χλωρίδας των ποταμών της Δυτικής Ελλάδος. / Contribution to the creation of a distribution model of the riparian vegetation and flora of the rivers of Western Greece.

Καράγιαννη, Παναγιώτα 29 June 2007 (has links)
Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν εννέα συνολικά ποτάμια της Δυτικής Ελλάδος (ΒΔ Ελλάδα, Πελοπόννησος). Έγινε καταγραφή των τύπων οικοτόπων κατά μήκος των ποταμών και περιγραφή της χλωριδικής σύνθεσης των φυτοκοινοτήτων τους. Μετά από σύγκριση, συνδυασμό και επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ένα θεωρητικό πρότυπο ποταμού. Στο πρότυπο αυτό παρουσιάζεται η κατά μήκος διάταξη των παρόχθιων τύπων οικοτόπων στις τρεις γεωμορφολογικές ενότητες ενός ποταμού (άνω ρους, μέσος ρους, κάτω ρους) όπως αυτή αναμένεται να παρατηρηθεί σε ένα αδιατάρακτο ποτάμιο οικοσύστημα. Προς εφαρμογή του παραπάνω προτύπου επιλέχθηκε ένα έντονα διαταραγμένο ποτάμι της Πελοποννήσου, ο Πάμισος. Εκτιμάται κατά πόσο το παραπάνω ποτάμι αποκλίνει από το θεωρητικό πρότυπο. Αναλύονται τα προβλήματα της περιοχής και προτείνεται μια σειρά από διαχειριστικά μέτρα που αποβλέπουν στην αποκατάσταση και προστασία των σημαντικών τύπων οικοτόπων. / In the present study nine rivers of W. Greece (North-West Greece, Peloponnese) were studied. Habitat types along these rivers were identified and recorded. The floristic composition of the plant communities of the rivers’ habitats was described. After comparison, combination and processing of data we resulted in a theoretical model of a river. In this model the succession of riparian habitat types along the three geomorphological units (upper, middle and lower watercourse) is presented as this is expected to be observed in an undisturbed fluvial ecosystem. Pamisos, a heavily disturbed river of Peloponnese was selected to be compared to this model. It is estimated how much Pamisos deviates from the theoretical model. Τhe problems of the region are analyzed and various management measures and practices which aim at the restoration and protection of important habitats are proposed.
5

Γεωφυσικά και μικροβιολογικά χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας του Καϊάφα

Κωστοπούλου, Σοφία 29 July 2011 (has links)
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η καταγραφή της περιβαλλοντικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας του Καϊάφα στο νομό Ηλείας της Πελοποννήσου, μετά τις πυρκαγιές της 24ης Αυγούστου του 2007 και η σύγκρισή της με αντίστοιχες μετρήσεις ένα έτος (2006) πριν από τις πυρκαγιές. Αυτή η μελέτη-καταγραφή φιλοδοξεί να αποδώσει μια σαφή εικόνα της περιβαλλοντικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας ενώ παράλληλα δύναται να αποτελέσει μια χρήσιμη τράπεζα δεδομένων για τη σχεδίαση μελλοντικών ερευνητικών εργασιών και περιβαλλοντικών παρεμβάσεων. Συγκεκριμένα γίνεται η καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης της λιμνοθάλασσας όσον αφορά (α) στην ποιότητα του νερού με καθορισμό του μικροβιολογικού φορτίου και (β) στην αποτύπωση της φυτοκάλυψης του πυθμένα από υδρόβια φυτά. Η αποτύπωση της υδρόβιας βλάστησης έγινε με χρήση ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης (side scan sonar) ενώ τα αποτελέσματα της ηχοβολιστικής αποτύπωσης ελέχθησαν με δειγματοληψίες. Τονίζεται ότι η αποτύπωση της φυτοκάλυψης του πυθμένα της λιμνοθάλασσας με ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης είναι από τις πρώτες που επιχειρούνται στο λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον της Ελλάδος. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων της παρούσας εργασίας με αυτά του έτους 2006 έδειξε αξιοσημείωτες μεταβολές στην έκταση της φυτοκάλυψης του πυθμένα ενώ επιπλέον διαπιστώθηκε σημαντική αύξηση του μικροβιολογικού φορτίου στα νερά της λιμνοθάλασσας. / This work presents the results of a multidisciplinary environmental survey which carried out in Kaiafas Lagoon, Western Peloponnesus. The aim of this survey was twofold: (a) to map and distinguish the dominant submerged macrophytic community using indirect and direct methods and (b) to evaluate the microbiological water quality of the Lagoon. Indirect and direct methods were used for mapping Potamogeton pectinatus and Chara hispida f. corfuensis meadows into the Kaiafas Lagoon. A 100 kHz E.G&G side scan sonar and sampling were successfully used to detect the extension and the coverage of the dominant submerged meadows on the lagoon floor. In order to determine the concentration of faecal bacterial in the water column of the lagoon, six (6) samples were collected and were analysed for the presence of: total coliforms, faecal coliforms, Escherichia coli. The overall data indicates that water samples are impacted by human faecal material. A comparison of the results obtained in the present work with previously reported work (2006) showed differences in the submerged macrophytic coverage and a significant increase in the bacterial concentration in the water column of the Lagoon.
6

Οικολογική αξιολόγηση και δημιουργία πρότυπου προγράμματος βιοπαρακολούθησης στην ευρύτερη περιοχή του διεθνούς αερολιμένα Αθηνών / Ecological evaluation and creation of an exemplar biomonitoring programme for the wider Athens international airport area

Σπανού, Σοφία 25 January 2012 (has links)
Η όλο και αυξανόμενη δραστηριότητα του ανθρώπου τα τελευταία χρόνια στην περιοχή των Μεσογείων (Αττική) έχει προκαλέσει σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα και έχει αλλοιώσει την φυσιογνωμία και τη σύνθεση των φυσικών οικοσυστημάτων αυτής. Η κατασκευή και λειτουργία του Νέου Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, της Αττικής Οδού και άλλων σημαντικών έργων στην περιοχή, έχει επιτείνει αυτά τα προβλήματα άμεσα ή έμμεσα. Κατόπιν εφαρμογής διαφόρων μεθόδων οικολογικής αξιολόγησης διαπιστώθηκε ότι περιοχή μελέτης εμφανίζεται αρκετά υποβαθμισμένη όσον αφορά στα φυσικά της οικοσυστήματα. Οι υψηλές ανθρωπογενείς πιέσεις στο φυσικό περιβάλλον, από τα αρχαία ακόμη χρόνια, έχουν ασκήσει αρνητική επίδραση στα οικοσυστήματα αυτής. Η επέκταση του αστικού ιστού είναι προφανώς η σημαντικότερη διαταραχή που σημειώνεται στην περιοχή, αλλά και άλλες δραστηριότητες (π.χ. πυρκαγιές, λατομεία κ.ά) έχουν σχεδόν τα ίδια καταστροφικά, για το φυσικό περιβάλλον, αποτελέσματα. Η προστασία και διατήρηση των φυσικών τύπων οικοτόπων που έχουν απομείνει στην περιοχή είναι πολύ σημαντική, γι’αυτό τον λόγο σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε ένα πρότυπο πρόγραμμα βιο-παρακολούθησης (bio-monitoring) προκειμένου να παρακολουθηθούν οι αλλαγές στα ενδιαιτήματα και τα φυτικά είδη της περιοχής που προκλήθηκαν από την κατασκευή και τη λειτουργία του Νέου Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών και από την ανάπτυξη της περιοχής που το περιβάλλει. Η λεπτομερής έρευνα της χλωρίδας και της βλάστησης και η χαρτογράφηση της βλάστησης μας επέτρεψε να προσδιορίσουμε και να καταγράψουμε τους τύπους οικοτόπων, τις φυτοκοινωνίες και τη δυναμική των οικοσυστημάτων της περιοχής, καθώς και να αξιολογήθουν οι προσδοκώμενες περιβαλλοντικές επιδράσεις. Στην παρούσα διατριβή παρουσιάζονται: 1. Τα αποτελέσματα από τη μελέτη της χλωρίδας και της βλάστησης της περιοχής. 2. Η αξιολόγηση των τύπων οικοτόπων και των επί μέρους περιοχών (sites) στις οποίες υποδιαιρέθηκε η περιοχή προκειμένου να μελετηθεί καλύτερα. 3. Προτάσεις για ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα βιοπαρακολούθησης ειδών και οικοτόπων που βασίζεται σε αυτά τα δεδομένα. 4. Μία σειρά ειδικών χαρτών που κατασκευάσαμε και απεικονίζουν την παρούσα κατάσταση της περιοχής καθώς και την κατάστασή της κατά το παρελθόν. / The continuously increasing human activities in the Mesogaia area (prefecture of Attiki, Greece) have caused severe environmental disturbances and alteration of the area’s natural ecosystems. The construction and operation on the area of the new Athens International Airport “Eleftherios Venizelos” and of other infrastructure works, such as “Attiki Odos” highway connecting the city of Athens with the Mesogaia area, has amplified these disturbances directly or indirectly. After applying various ecologica evaluation methods it is concluded that the study area appears to be severely degraded as far as its natural ecosystems are concerned. High scale man-induced environmental disturbances, going back to ancient times, have had a negative impact on the natural ecosystems. Urban expansion is obviously the most important disturbance on the area, but also other human activities (eg. wildfires, quarries etc.) have almost equally detrimental effects. Conservation of the remaining natural habitats is of great importance; therefore a biomonitoring research programme was created and applied in order to monitor any impacts induced by the construction and operation of the new International Airport and the development of the surrounding area. A detailed survey of the flora and vegetation of the area and vegetation mapping enabled us to identify and record the habitat types, plant communities and the area’s ecosystem dynamics, as well as evaluate anticipated environmental impacts. In the present thesis are presented: 1. The results from the study of the flora and vegetation of the area. 2. The evaluation of the various vegetation types and sites that the area was divided in order to be studied thoroughly. 3. An integrated bio-monitoring programme for the plants and habitats of the study area based on the above evaluation and results. 4. A series of maps depicting the area’s current and past situation.
7

Γεωβοτανική έρευνα του όρους Τυμφρηστού (ΒΔ Στερεά Ελλάδα) : χλωρίδα-βλάστηση-αξιολόγηση-διαχείριση / Geobotanical research of Timfristos Mt. (NW Sterea Ellas) : flora-vegetation-evaluation-management

Δημητρέλλος, Γεώργιος 24 June 2007 (has links)
Η παρούσα διατριβή ερευνά τους παράγοντες που συνεπιδρούν στη λειτουργία των οικοσυστημάτων του Όρους Τυμφρηστού. Έτσι αναλύθηκαν το αβιοτικό περιβάλλον (γεωλογία, τοπογραφία, υδρολογία, κλίμα) από τη μια πλευρά και το βιοτικό περιβάλλον (φυτογεωγραφία, βιολογικές μορφές, χλωρίδα, βλάστηση) από την άλλη. Επιπλέον, θεωρώντας ότι ο άνθρωπος είναι ο σημαντικότερος παράγοντας του οικοσυστήματος, μελετήθηκαν όλες εκείνες οι ενέργειες από πλευράς του, που επηρεάζουν και αποτρέπουν τη φυσική εξέλιξη των οικοσυστημάτων και προτείνονται διαχειριστικά μέτρα. / The aim of the present doctorate thesis is to investigate all the elements that affect the functioning of the ecosystem of Mt. Timfristos area. In order to achieve this, the abiotic environment (geology, topology, hydrology, climate) on one hand, and the biotic one (phytogeography, biologic patterns, flora, vegetation) on the other, was analyzed. Seeing that man is the most important element of the ecosystem, all his activities that effect and avert the normal course of ecosystems were studied and proposed measures management.
8

Οικολογία των τύπων οικοτόπων της αποξηραμένης λίμνης Μουριάς : μελέτη της χλωρίδας και βλάστησης και οικολογική διερεύνηση περιβαλλοντικών παραμέτρων στα πλαίσια προγράμματος πιλοτικού επαναπλημμυρισμού / Habitat types ecology of the drained Mouria lake : flora and vegetation study and ecological examination of the environmental parameters in a pilot-scale wetland rehabilitation program

Καραγιάννη, Παναγιώτα 20 October 2010 (has links)
Η περιοχή της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς βρίσκεται στο Ν. Ηλείας 5 Κm ΝΔ της πόλης του Πύργου κοντά στις εκβολές του Αλφειού ποταμού. Η παλιά λίμνη αποξηράνθηκε την περίοδο 1967-69. Αντικείμενο της διατριβής είναι: α) η μελέτη της χλωρίδας της περιοχής και ο προσδιορισμός και η χαρτογράφηση των τύπων οικοτόπων, β) η εκτίμηση της υποβάθμισης των μονάδων βλάστησης εξαιτίας των διάφορων ανθρωπογενών επιδράσεων, γ) η συσχέτιση των διακρινόμενων φυτοκοινοτήτων με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες (φυσικοχημικές παράμετροι εδάφους και νερού), δ) ο πιλοτικός επαναπλημμυρισμός 5 στρεμμάτων και η εκτίμηση του ρυθμού εποικισμού της νέας λίμνης με φυτικά taxa. Κατά την εργασία πεδίου έγιναν εποχικές φυτοληψίες σε όλη την έκταση της αποξηραμένης λίμνης με τη μέθοδο Braun-Blanquet. Παράλληλα, έγιναν δειγματοληψίες εδάφους και νερού σε θέσεις στις οποίες είχαν πραγματοποιηθεί και δειγματοληψίες βλάστησης. Ακολούθησε η αναγνώριση των τύπων οικοτόπων και προσδιορίστηκαν τα όρια τους με τη χρήση GPS. Κατά την εργαστηριακή επεξεργασία έγινε η χλωριδική ανάλυση και ο προσδιορισμός των μονάδων βλάστησης, ενώ προσδιορίστηκαν οι φυσικοχημικές παράμετροι εδάφους και νερού. Οι σχέσεις των περιβαλλοντικών παραμέτρων διερευνήθηκαν τόσο μεταξύ τους, όσο και με τις μονάδες βλάστησης, με τη χρήση του συντελεστή συσχέτισης Spearman, τη μεθόδο Canonical Correspondence analysis (CCA) και την πολυπαραγοντική στατιστική ανάλυση (Factor analysis). Τέλος, πραγματοποιήθηκε πιλοτικός επαναπλημμυρισμός μικρού τμήματος της περιοχής (5.000 m²) και συστηματική παρακολούθηση του ρυθμού εποικισμού του νέου υγροτόπου με φυτικά είδη. Τα φυτικά είδη που καταγράφηκαν στην περιοχή της παλιάς λίμνης ανέρχονται σε 284, από τα οποία 144 χαρακτηρίζονται ως είδη διαταραγμένων βιοτόπων (δείκτες βόσκησης, ζιζάνια καλλιεργειών, είδη κρασπέδων δρόμων ή αγρών και περιοικιστικών χώρων). Παράλληλα, αναγνωρίστηκαν επτά διαφορετικοί τύποι οικοτόπων και 16 φυτοκοινότητες. Τα μεσογειακά αλίπεδα, οι καλαμώνες και οι συστάδες αρμυρίκης καταλαμβάνουν τη μεγαλύτερη έκταση στην περιοχή. Τη μέγιστη επίδραση και από τις τρεις κατηγορίες των φυτών-δεικτών υποβάθμισης παρουσιάζουν τα αλίπεδα, ενώ τα εποχιακά τέλματα εμφανίζουν τη μικρότερη επίδραση. Οι κοινότητες των αμμοθινών, καθώς και αυτές που σχηματίζονται στα έγκοιλα των θινών, αναπτύσσονται σε αμμώδη εδάφη, πλούσια σε CaCO3 και ιόντα ασβεστίου, με υψηλές τιμές pH. Οι κοινότητες των μεσογειακών αλιπέδων αναπτύσσονται σε διάφορους τύπους εδαφών από αμμώδη έως αργιλοπηλώδη, με υψηλή αλατότητα και αυξημένες συγκεντρώσεις φωσφόρου. Η υγρασία του εδάφους και η περιεκτικότητά του σε νιτρικό άζωτο είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη των κοινοτήτων με Tamarix sp. Τα εδάφη των εποχιακών λιμνών της περιοχής παρουσιάζουν ένα συνδυασμό υψηλής αλατότητας, αλκαλικότητας και συγκέντρωσης θρεπτικών. Η κοινότητα με Phragmites australis αναπτύσσεται σε θέσεις υψηλότερης αλατότητας του νερού σε σχέση με την κοινότητα της Typha domingensis. Η μελέτη της διαδοχής της βλάστησης στο νέο υγρότοπο, δείχνει ένα σχετικά γρήγορο εποικισμό της νέας λίμνης, με είδη κυρίως των γειτονικών εποχιακών τελμάτων και καναλιών π.χ. Ruppia maritima, Zannichellia palustris, Chara sp., Ranunculus baudotti κ.ά. / The area of the drained Mouria lake is located 5Km SW of Pyrgos city (Prefecture of Ileia) near Alfeios River estuary. It was drained during the period 1967-69. Subjects of the present thesis are: a) the study of the flora in the drained lake area, the identification and the mapping of the habitat types, b) the estimation of the vegetation units degradation degree by various human activities, c) the correlation of the vegetation units with certain environmental parameters (soil and water physicochemical parameters), d) the pilot-scale re-flood of a part of the drained lake (0.5 ha) in order to estimate the colonization rate by plant species in the new lake. Seasonal vegetation samples were taken from the whole area of the drained Mouria Lake, following Braun-Blanquet method. Habitat types were identified and their limits were determined by means of GPS. In order to study environmental parameters soil and water samples were taken in sites where vegetation samples had already been taken. After the floristic analysis, vegetation units were detemined. The abundance of indicator plants of habitat degradation (grazing indicator plants, weeds and ruderals) in each habitat’s floristic composition is used in order to evaluate their ecological status. Correlations between environmental parameters were tested using Spearman correlation test, while Canonical Correspondence analysis (CCA) and Factor analysis were performed in order to examine relationships between the vegetation units and environmental variables. For a pilot-scale lake restoration an area of 0,5 ha was selected in the SE part of the former lake to be re-flooded. A total of 284 plant species were recorded in the are of the drained lake, 144 of which are characterized as indicator plants of habitat degradation. Seven habitat types and sixteen plant communities have also been identified in the study area. Salt meadows, reeds and Tamarix stands have the biggest cover in the area. Salt meadows appear to have the highest degree of degradation and the temporary ponds the lowest. The plant communities of sand dunes and these of wet dune slacks are formed in sandy soil, rich in CaCO3 and Ca+2 and with high pH values. The salt meadows communities are developed in various types of soils (sandy to loamy-clay) with high electric conductivity values and high phosphor concentrations. The soil moisture and the NO3- concentration are the most important factors that influence the growth of communities with Tamarix sp. Temporary ponds present a combination of high salinity, alkalinity and nutrient concentration values in the area. Phragmites australis community is developed on sites with higher water salinity values than Typha domingensis community. The study of vegetation succession in the pilot-scale wetland shows that many plant species of the nearby temporary ponds and channels like Ruppia maritima, Zannichellia palustris, Chara sp., Ranunculus baudotti etc. have rapidly colonised the new lake .
9

Χλωρίδα, βλάστηση και οικολογία του ορεινού συγκροτήματος των Βαρδουσίων

Βλάχος, Ανδρέας 04 December 2008 (has links)
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή εκθέτονται η χλωρίδα των Βαρδουσίων ορέων καθώς και τα δεδομένα που προκύπτουν από την διερεύνηση – ανάλυσή της. Στο πεδίο της βλάστησης (φυτοκοινωνιολογία), έχει επιβεβαιωθεί σχεδόν το σύνολο των προηγούμενων αναφορών και έχει συμπληρωθεί με νέα δεδομένα όσο αφορά τις φυτοκοινωνιολογικές ομαδοποιήσεις. Συγχρόνως δικαιολογήθηκε και εξηγήθηκε η ύπαρξη των φυτοκοινωνιολογικών μονάδων σε σχέση με το σύνολο των οικολογικών παραγόντων που ήταν δυνατό να ληφθούν υπόψη (μικροκλίμα, εδαφικοί παράγοντες, γεωλογικό - πετρολογικό υπόστρωμα), συμβάλλοντας έτσι στην συνοικολογική προσέγγιση του θέματος. Επίσης όπου ήταν δυνατό έγινε προσπάθεια να διερευνηθεί η δυναμική εξέλιξης των περισσότερων φυτοκοινωνιολογικών ομάδων, όπως αυτή διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση των περιβαλλοντικών μεταβλητών. Πιο κάτω ακολουθεί μια συνοπτική περιγραφή των σημαντικότερων σημείων της διδακτορικής διατριβής, καθώς και τα συμπεράσματα που μπορούν να διατυπωθούν από τα αποτελέσματα της ερευνητικής αυτής προσπάθειας. / In the present doctoral thesis the flora of Mt. Vardousia, as well as the data that have resulted from its analysis are presented. From a vegetation (plant sociology) point of view, almost all the previous reports on the mountain have been confirmed and have been enriched with new data as far as phytosociological groups are concerned. Additionally, the existence of certain phytosociological units was justified and explained based on the ecological factors that were possible to be measured (microclimate, soil, geology, geological substrate), contributing in this way to the synecological approach of the subject. Also, where feasible, an effort was done to study the dynamics of succession of most of the phytosociological groups, as they depend on various environmental variables. A concise description of the most important points of the doctoral thesis, as well as the conclusions that can be extracted from the results of this research follow.
10

Αξιολόγηση της οικολογικής ποιότητας των ποταμών Αχέροντα και Λούρου της Δ. Ελλάδας και της λεκάνης απορροής τους με χρήση υδροβίων μακρόφυτων ως βιολογικών δεικτών / Ecological assessment of Acheron and Louros river, W. Greece and their catchment area using aquatic macrophytes as biological indicators

Μανωλάκη, Παρασκευή 24 April 2013 (has links)
Το αντικείμενο της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η οικολογική αξιολόγηση δύο ποτάμιων οικοσυστημάτων του Αχέροντα και του Λούρου, με βάση τις κοινότητες υδρόβιων μακροφύτων, την ποιότητα του νερού και τα υδρογεωμορφολογικά χαρακτηριστικά, καθώς και η ανάπτυξη και η οριστικοποίηση μεθοδολογίας για τη συλλογή, την επεξεργασία, την ανάλυση και την αξιολόγηση των δεδομένων πεδίου προσαρμοσμένης και εφαρμόσιμης στις ελληνικές συνθήκες. Οι επιμέρους στόχοι της διδακτορικής διατριβής διακρίνονται σε 4 επί μέρους κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο (Κεφάλαιο Α) αφορά τη διερεύνηση των αβιοτικών παραμέτρων που επηρεάζουν την κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων κατά μήκος των δύο λεκανών απορροής. Στο δεύτερο κεφάλαιο (Κεφάλαιο Β) πραγματοποιείται διερεύνηση της δομής της παρόχθιας ζώνης και εκτίμηση των βασικών προτύπων οικολογικής διαβάθμισης και ανθρώπινης παρέμβασης. Στο τρίτο κεφάλαιο (Κεφάλαιο Γ) πραγματοποιείται αβιοτική τυπολογική διάκριση των θέσεων δειγματοληψίας με σκοπό τη μείωση της χωρικής διακύμανσης, έλεγχο της διαχρονικής και εποχικής διακύμανσης στην κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων και καθορισμός των κοινοτήτων αναφοράς σε κάθε τμήμα του ποτάμιου οικοσυστήματος. Τέλος στο τέταρτο κεφάλαιο (Κεφάλαιο Δ) δίνεται η μεθοδολογία ανάπτυξης του συστήματος αξιολόγησης των επιπτώσεων των υδρομορφολογικών τροποποιήσεων στη σύνθεση και αφθονία των υδρόβιων και των παρόχθιων ειδών και η δημιουργία του Πολυμετρικού Δείκτη Μακροφύτων. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από συνολικά 32 θέσεις δειγματοληψίας οι οποίες επιλέχθηκαν με κριτήρια 1) την κάλυψη ευρείας διαβάθμισης χρήσεων γης, 2) την επιλογή περισσοτέρων του ενός τμημάτων με παρόμοια γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά, 3) τη σταθερή απόσταση μεταξύ των θέσεων δειγματοληψίας, 4) την ομοιογένεια των τμημάτων και τέλος 5) την προσβασιμότητα στα σημεία δειγματοληψίας καθ’ όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης. Με βάση τα πιο πάνω κριτήρια επιλέχθηκαν 15 θέσεις δειγματοληψίας στη λεκάνη απορροής του ποταμού Αχέροντα [11 Αχέροντας (A1-8 & A11-13), 1 Κωκυτός (A9), 1 Βουβό Ρέμα (A15), 2 αρδευτικά κανάλια (A10 & A14)] και 17 Θέσεις Δειγματοληψίας στη λεκάνη απορροής του ποταμού Λούρου (S1-17). Η περιοχή αξιολόγησης περιλαμβάνει ένα ομοιογενές τμήμα ποταμού μήκους 100 m, το οποίο χωρίστηκε σε τρία επί μέρους τμήματα: α) το τμήμα της κοίτης το οποίο καλύπτεται με νερό, β) τα κράσπεδα, δηλαδή το ενεργό τμήμα της κοίτης γ) την παρόχθια-δασική ζώνη. Για τη συλλογή και την αξιολόγηση της υδρόβιας και παρόχθιας βλάστησης πραγματοποιήθηκαν εποχικές δειγματοληψίες κατά τη διάρκεια των βλαστητικών περιόδων των ετών 2005-2007 και η αφθονία ειδών καταγράφηκε με την 5-βάθμια κλίμακα DAFOR (5: κυριαρχία και 1: απουσία). Στο πεδίο μετρήθηκαν επίσης οι φυσικοχημικές παράμετροι του νερού (pH, διαλυμένο οξυγόνο, θερμοκρασία, αγωγιμότητα, ταχύτητα νερού και μέσο βάθος νερού) και συλλέχθηκαν δείγματα επιφανειακού νερού για χημικές αναλύσεις θρεπτικών αλάτων αζώτου (ΝΟ3-Ν, ΝΟ2-Ν, ΝΗ4-Ν) και φωσφόρου (PO4-P & TP), Chl-a και αλκαλικότητας. Επίσης καταγράφηκαν στο πεδίο και υπολογίστηκαν στο εργαστήριο υδρογεωμορφολογικά στοιχεία και δεδομένα τοπίου τα οποία αφορούν τόσο την περιοχή αξιολόγησης όσο και όλη τη λεκάνη απορροής. Για τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν 1) Ιεραρχική Ανάλυση Συστάδων για βιοτική τυπολογία των υδρόβιων μακροφύτων κατά μήκος των ποταμών και για τον προσδιορισμό της δομής της παρόχθιας βλάστησης, 2) Ανάλυση Ειδών Δεικτών (ISA), για την περιγραφή της ιεραρχικής δομής της κάθε ομάδας και για τη διάκριση των σημαντικών Ειδών-Δεικτών (IndSps), και 3) Ταξιθέτηση όπου χρησιμοποιήθηκαν τόσο έμμεσες όσο και άμεσες αναλύσεις διαβάθμισης. Στις έμμεσες αναλύσεις διαβάθμισης χρησιμοποιήθηκαν α) Ανάλυση Κύριων Συνιστωσών (PCA), για τον προσδιορισμό των Γεωμορφολογικών Ενοτήτων και στον Καθορισμό της κλίμακας πιέσεων και β) Βελτιωμένη Ανάλυση Αντιστοιχιών (DCA), για τη χωρική κατανομή της αφθονίας των ειδών και τον έλεγχος των εποχικών και διαχρονικών διακυμάνσεων των κοινοτήτων αναφοράς. Ως άμεσες αναλύσεις διαβάθμισης χρησιμοποιήθηκαν α) Ανάλυση Πλεονασμού (RDA), για συσχέτιση των φυσικοχημικών χαρακτηριστικών του νερού με τα είδη δείκτες και β) Ανάλυση Κανονικών Αντιστοιχιών (CCA), για συσχέτιση των γεωμορφολογικών παραμέτρων με τα είδη-δείκτες και τον καθορισμό κύριων μεταβλητών υποβάθμισης της παρόχθιας ζώνης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι κατά μήκος των δύο λεκανών απορροής διακρίνονται έξι Ομάδες Βλάστησης με παρόμοιο περιβαλλοντικό πρότυπο (πηγές-εκβολές). Στις ορεινές περιοχές και των δύο λεκανών απορροής (Αχέροντα και Λούρου) κυριαρχούν τα είδη Pteridium aquilinum, είδη βρυόφυτων και είδη του γένους Carex, C. acuta για τον ποταμό Αχέροντα και C. pendula για τον ποταμό Λούρο. Στο μέσο ρου των ποταμών διακρίθηκαν 4 διαφορετικές ομάδες βλάστησης. Ο διαφορετικός βαθμός ανθρωπογενούς τροποποίησης των εκβολών στις δύο λεκάνες απορροής αντανακλά και στη σύνθεση των φυτοκοινοτήτων όπου στις εκβολές του ποταμού Αχέροντα κυριαρχούν χλωροφύκη και το ανθεκτικό είδος Potamogeton pectinatus ενώ στον ποταμό Λούρο οι εκβολές χαρακτηρίζονται από την απουσία χλωροφυκών και την κυριαρχία του είδους Potamogeton nodosus. Οι σημαντικότεροι φυσικοχημικοί παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων κατά μήκος των λεκανών απορροής της περιοχής μελέτης είναι: το pH, η αγωγιμότητα, η θερμοκρασία νερού, η μέση ταχύτητα νερού, οι συγκεντρώσεις των αλάτων αζώτου (ΝΟ3-Ν, ΝΗ4-Ν, ΝΟ2-Ν) και ορθοφωσφορικών (PO4-P) και Chl-a. Ενώ οι σημαντικότεροι γεωμορφολογικοί παράγοντες είναι: το υψόμετρο, το υπόστρωμα κοίτης, το πλάτος της κοίτης, η σκίαση της κοίτης, ο τύπος ενδιαιτήματος και το βάθος του νερού. Η διερεύνηση της δομής της παρόχθιας ζώνης έδειξε την ύπαρξη 4 διαφορετικών ομάδων παρόχθιας βλάστησης. Οι ορεινές περιοχές και άνω μέσος ρους και των δύο λεκανών απορροής χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των ειδών Platanus orientalis και Quercus coccifera. Οι βασικές τροποποιήσεις που δέχονται οι περιοχές αυτές αφορούν μεταβολές σε τοπικό επίπεδο γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις υψηλές τιμές δείκτη QBR. Οι πεδινές περιοχές χαρακτηρίζονται από την κυριαρχία των ειδών Salix alba και Populus alba. Οι σημαντικότερες πιέσεις που δέχεται το πεδινό τμήμα των ποταμών αφορούν τις γεωργικές δραστηριότητες, τη δημιουργία τεχνικών αναχωμάτων, την ενίσχυση της όχθης, τις αμμοχαλικοληψίες, τη διευθέτηση και την ευθυγράμμιση της όχθης. Το είδος Phragmites australis χαρακτηρίζει τις εκβολές των ποταμών, ενώ σημαντική ήταν η αφθονία των ειδών Arundo donax και του εισαγόμενου είδους Eucalyptus camaldulensis. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα η αφθονία των ειδών ήταν χαμηλή σε όλες τις Ομάδες Βλάστησης. Εφαρμόστηκαν επίσης οι δείκτες: QBR ο οποίος αποτελεί μέτρο αξιολόγησης της ποιότητας της παρόχθιας ζώνης, HQA όπου αποτελεί δείκτη αξιολόγησης της οικολογικής ποιότητας του ποτάμιου ενδιαιτήματος και HMS ο οποίος είναι δείκτης ανθρωπογενούς τροποποίησης του ενδιαιτήματος. Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή των πιο πάνω δεικτών έδειξαν ότι η οικολογική ακεραιότητα παρόχθιας ζώνης αυξάνει τη συνολική οικολογική ποιότητα. Σύμφωνα με τις υδρογεωμορφολογικές μεταβλητές, οι οποίες εξετάστηκαν, οι θέσεις δειγματοληψίας ομαδοποιηθήκαν σε τρεις Γεωμορφολογικές Ενότητες οι οποίες αντιστοιχούν στο Ορεινό, Πεδινό και Εκβολικό Τμήμα των ποταμών. Σε κάθε Γεωμορφολογική Ενότητα πραγματοποιήθηκε ανάλυση πιέσεων και διακρίθηκαν οι σταθμοί αναφοράς οι οποίοι για το ορεινό τμήμα ήταν 7, στο πεδινό 3 ενώ στο εκβολικό τμήμα μόνο 2 σταθμοί χαρακτηρίστηκαν ως περιοχές αναφοράς. Σε κάθε Γεωμορφολογική Ενότητα διερευνήθηκαν οι εποχικές και διαχρονικές μεταβολές στη σύνθεση των κοινοτήτων αναφοράς και προσδιορίστηκε δομή τους. Τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι η σύνθεση των κοινοτήτων αναφοράς στο πεδινό τμήμα των ποταμών φαίνεται να παραμένουν σταθερές στις φυσικές διακυμάνσεις. Από την άλλη, οι μικρές διαφορές οι οποίες καταγράφηκαν στο ορεινό και εκβολικό τμήμα των ποταμών οφείλονται κυρίως στην όψιμη Άνοιξη και στις υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και εντοπίζονται στο μειωμένο αριθμό των βρυοφύτων και πτεριδοφύτων αντίστοιχα. Τέλος σύμφωνα τα αποτελέσματα η περίοδος διεξαγωγής των δειγματοληψιών προσδιορίζεται ανάμεσα στο χρονικό διάστημα μεταξύ τέλος Απριλίου και τέλος Σεπτεμβρίου αφού σε αυτό το χρονικό διάστημα οποιαδήποτε επίσκεψη στο πεδίο αναμένεται να δώσει την ίδια σύνθεση των κοινοτήτων αναφοράς. Διερευνήθηκαν, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, όλες οι πιθανές παράμετροι και πιέσεις, οι οποίες επηρεάζουν τη σύνθεση και την κατανομή υδρόβιων μακροφύτων κατά μήκος των λεκανών απορροής. Οι σημαντικότερες πιέσεις που δέχεται η περιοχή μελέτης επηρεάζουν κυρίως τα υδρομορφολογικά χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος. Ως πιο αξιόπιστος και ολιστικός τρόπος αξιολόγησης της οικολογικής κατάστασης της περιοχής μελέτης επιλέχθηκε η Πολυμετρική προσέγγιση. Σαν πίεση επιλέχθηκε η υδρομορφολογική τροποποίηση. Συνολικά, διερευνήθηκαν 86 υποψήφιες μετρικές οι οποίες ανήκουν σε 5 κατηγορίες: 1) Αφθονίας/Ποικιλότητας, 2) Τροφικής κατάστασης, 3) Σύνθεσης φυτικών κοινοτήτων, 4) Ποιότητας Δομής της παρόχθιας ζώνης και 5) Ευαισθησίας/Ανοχής, οι οποίες προέρχονται από τις βιοκοινότητες του υγρού δίαυλου, της ενεργής κοίτης και της όχθης. Ο καθορισμός της κλίμακας πιέσεων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση της Ανάλυσης Κύριων Συνιστωσών (PCA) με 36 υδρομορφολογικές μεταβλητές υποβάθμισης σε 2 χωρικά επίπεδα: Μακροκλίμακας και Μικροκλίμακας. Στον τελικό Πολυμετρικό δείκτη συμπεριλήφθηκαν μόνο οι μετρικές οι οποίες ικανοποιούσαν συγκεκριμένα κριτήρια. Τα κριτήρια αυτά αφορούσαν: την εκπλήρωση του κριτηρίου από την εφαρμογή των θηκογραμμάτων με απολήξεις (δηλαδή εξαιρούνται οι μετρικές οι οποίες έχουν στενό εύρος τιμών, πολλές ακραίες τιμές και πολλές απόμακρες παρατηρήσεις), την αποφυγή αλληλεπικαλυπτόμενων πληροφοριών (Spearman ǀrǀ>0,800) και την υψηλή συσχέτιση με τις κλίμακες πιέσεων (Spearman ǀrǀ>0,500). Συνολικά από τις 86 υποψήφιες μετρικές οι 6 θεωρήθηκαν ως κεντρικές μετρικές αφού ικανοποίησαν όλα τα πιο πάνω κριτήρια. Οι κεντρικές μετρικές είναι: 1) Δείκτης IBMR, 2) Δείκτης QBR, 3) Αριθμός Βρυοφυτικών taxa, 4) % Είδη Αναφοράς, 5) % Νιτρόφιλα είδη και 6) % Ελοφυτικά είδη (Phe_herbids). Ο Πολυμετρικός Δείκτης Μακροφύτων (Multimetric Macrophyte Index-MMI) είναι ο αριθμητικός μέσος των 6 κανονικοποιημένων «κεντρικών» μετρικών. Κανονικοποίηση καλείται η προσαρμογή του εύρους τιμών της κάθε μετρικής στο ενδεικτικό όριο από 0 μέχρι 1. Σημαντικό σημείο στην κανονικοποίηση των μετρικών είναι ο καθορισμός του ανώτερου (upper anchor) και κατώτερου ορίου (lower anchor) της κάθε «κεντρικής» μετρικής. Το ανώτερο και το κατώτερο όριο δείχνουν το ενδεικτικό εύρος της κάθε μετρικής όπου το ανώτερο όριο (anchor) αντιστοιχεί στην τιμή της μετρικής κάτω από τις συνθήκες αναφοράς. Στην παρούσα εργασία για το ανώτερο όριο κάθε μετρικής επιλέχθηκε το 75ο εκατοστημόριο (percentile) των μη διαταραγμένων περιοχών και για το κατώτερο όριο το 5ο εκατοστημόριο (percentile) των διαταραγμένων περιοχών. Για την αξιολόγηση της οικολογικής ποιότητας, των θέσεων δειγματοληψίας, με βάση τον Πολυμετρικό Δείκτη Μακροφύτων, απαιτείται ο καθορισμός των ορίων μεταξύ των 5 ποιοτικών κλάσεων όπως απαιτεί η Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα 2000/60/ΕΕ. Τα όρια του δείκτη καθορίστηκαν υπολογίζοντας αρχικά το όριο μεταξύ της «Υψηλής»/«Καλής» οικολογικής κατάστασης το οποίο ορίστηκε ως το 25o εκατοστημόριο μη διαταραγμένων περιοχών (0,623). Το υπόλοιπο εύρος τιμών χωρίστηκε σε τέσσερις ίσες κλάσεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι ο ΜΜΙ δίνει πολύ καλή ένδειξη της οικολογικής κατάστασης των μεσαίου μεγέθους πεδινών ποταμών της Δυτικής Ελλάδας (RM-2). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα το 29,6% των θέσεων δειγματοληψίας (8 θέσεις) ταξινομήθηκαν στην Υψηλή οικολογική κατάσταση, το 4% (14 θέσεις) στην Καλή οικολογική κατάσταση, το 22,3% (6 θέσεις) στην Μέτρια, το 29,6% (8 θέσεις) στην Φτωχή και μόνο το 3,7% (1 θέση) χαρακτηρίστηκε ως Κακής Οικολογικής Ποιότητας. Η παρούσα Διδακτορική Διατριβή, αποτελεί µια πρώτη προσπάθεια στον Ελληνικό χώρο για δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης της οικολογικής ποιότητας των ρεόντων υδάτων με χρήση των υδρόβιων μακροφύτων ως βιολογικών ποιοτικών στοιχείων. Η μεθοδολογία αναπτύχθηκε και εφαρμόστηκε πιλοτικά σε δύο λεκάνες απορροής στα μεσαίου μεγέθους πεδινά ποτάμια της Ηπείρου Αχέροντα και Λούρου ακολουθώντας πιστά τις απαιτήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Οδηγίας Πλαίσιο για τα Ύδατα 2000/60/ΕΕ. Επίσης το σύστημα αξιολόγησης το οποίο προτείνεται αναπτύχθηκε με σκοπό την εφαρμογή του σε όλα τα παρόμοιου τύπου ποτάμια της Ελλάδας αφού τόσο ο κατάλογος με τις υποψήφιες μετρικές όσο και ο ίδιος ο πολυμετρικός δείκτης μπορεί να ελεγχθεί και σε άλλους τύπους ποταμών της Ελλάδας (RM-1, RM-3, RM-4 & RM-5). Τέλος, τα αποτελέσματα που προκύπτουν συμβάλλουν στην ορθολογικότερη διαχείριση και ανάδειξη των ποτάμιων ενδιαιτημάτων και στην εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής του νερού στην Ελλάδα. / The main objective of the present thesis was the ecological assessment of two river basins, Acheron and Louros; based on aquatic plant communities, water quality and hydromorphological characteristics, as well as, the development of a methodology for collecting, analyzing and assessing field data, specific adapted to Greek conditions. The specific objectives of the doctoral thesis include: a) the investigation of abiotic parameters influencing the distribution of aquatic macrophytes along the two river basins (Chapter A); b) the investigation of riparian zone structure and the assessment of “key” environmental gradient and human intervention (Chapter B); c) abiotic typology for reducing the spatial variability, monitoring the temporal and seasonal variation in of aquatic macrophytes distribution, and determination of reference communities in each geomorphological unit of the riverine ecosystem (Chapter C), and d) the development of the Macrophyte Multimetric Index (MMI) which is described step by step in Chapter D. Data were collected from 32 sampling sites, which were chosen according to the following criteria: i) covering a wide gradient of land used i.e. from natural to artificial; ii) selection of more than one site with similar geomorphological characteristics; iii) the constant distance between sampling sites; iv) the homogeneity of the sampling sites, and v) the accessibility to the sampling points throughout the duration of monitoring. Based on the above criteria, 15 sites were selected along Acheron river basin [11, Acheron river (A1-8 & A11-13); 1, Cocytos (A9); 1, Vouvo Rema (A15); 2, irrigation canals (A10 & A14)]. Additionally, 17 sampling sites were selected along Louros river (S1-S15). The survey area was subdivided into 3 zones, a) the wetted part of the channel, b) the marginal-active channel and c) the riparian woodland plot. The survey area length was standardized at 100 m according to the widely accepted methods [e.g. Mean Trophic Rank, (MTR); Riparian Forest Quality, (QBR)]. On the other hand, the width of each plot includes the area between, the end of the active channel and the riparian woodland. The field surveys were conducted during the vegetation periods (April to September) of the years 2005 to 2007. The coverage of each macrophyte species was visually estimated using DAFOR 5-point scale (1: Rare, 2: Occasional, 3: Frequent, 4: Abundant and 5: Dominant). Also, water physicochemical parameters such as temperature, DO, pH, conductivity, were measured in situ using portable equipment (WTW340i/SET). Additionally, surface water samples were collected for determination of nutrients such as nitrate and nitrite nitrogen, total nitrogen, ammonium, phosphorus nutrients (soluble reactive phosphorus and total phosphorus), Chl-a, and alkalinity (HCO-3, CO3=). Nutrient samples were collected and analyzed according to APHA standard analytical method (APHA, 1989). For the statistical processing of the data were used: 1) Hierarchical cluster analysis (Bray-Curtis), for the biotic typology of macrophyte data along river basins and to determine the structure of the riparian vegetation; 2) Indicator Species Analysis, was used to describe the hierarchical structure of each group to distinguish the indicator species (Ind_Sps) for each vegetation group; 3) Ordination, which were used both Indirect and Direct gradient analyses. Indirect gradient analyzes were used: a) Principal Component Analysis (PCA), to identify Geomorphological Units and to determining the pressure gradients; and b) Detrended Correspondence Analysis (DCA), for researching the spatial distribution of species abundance, and for seasonal and inter-annual variability of the reference communities. For direct gradient analyzes were used: a) Redundancy Analysis (RDA), for correlation between, water physicochemical parameters and Indicator species; and b) Canonical Correspondence Analysis (CCA), for correlation between geomorphological characteristics and indicator species, as well as, to determine the key variables best explain the degradation of the riparian zone. The results showed that along the two river basins, six vegetation groups can be distinguished, with similar environmental gradient pattern (springs-estuaries). The dominant species for the upper part of Acheron and Louros river basins were: Pteridium aquilinum, bryophyte taxa and Carex species (C. acuta and C. pendula respectively). Moreover, four different vegetation groups were characterized the middle part of both river basins. The different degree of anthropogenic alteration of river estuaries (Acheron and Louros), reflects in the composition of the plant communities. The estuaries of Acheron were characterized by the dominant of green algae and the tolerant species Potamogeton pectinatus, while the estuaries of Louros river was characterized by the absence of green algae and the dominance of Potamogeton nodosus. The most important physicochemical variables that significantly affect the distribution of aquatic macrophytes along the river basins were: pH, conductivity, water temperature, and mean water velocity, concentrations of nitrogen nutrients (ΝΟ3-Ν, ΝΗ4-Ν, ΝΟ2-Ν) and orthophosphate (PO4-P), as well as, Chl-a. Whereas, the most important geomorphological factors were: altitude, bed substrate, channel width, channel shading, habitat type, water depth. Hierarchical cluster analysis distinguished five vegetation groups of the riparian zone of the study area. The following groups were indentified and characterized by the dominant riparian species. The upper reaches were characterized by the Vegetation Group Ia: Platanus orientalis and Ib: Quercus coccifera-P. orientalis; the middle reaches by II: Salix alba and Populus alba; and lowland areas until estuaries by III: Phragmites australis. Vegetation Group IV was characterized by the dominant of non native species Eucalyptus camaldulensis and the giant reed Arundo donax. According to the results, species abundance was low in all Vegetation Groups. Also, the applied indices Riparian quality assessment (QBR), Habitat Quality Assessment (HQA) and Habitat Modification Score (HMS) revealed that the ecological integrity of the riparian zone increases the overall ecological quality of the riparian ecosystem. According to the hydromorphological characteristics, the sampling sites were grouped into three Geomorphological Units: Upper –Middle reaches-Estuaries. In each Geomorphological Unit (GU) a pressure gradient analysis was performed, and the reference sites were identified. For GU I the number of reference sites was 7, for GU II 3 reference sites were identified, while, for the estuaries the number of the reference sites were only 2. Also in each GU the seasonal and inter annual changes in reference communities, were investigated, and the structure of the reference community was determined. The results showed that the composition of the reference communities in lowland rivers appears to remain constant in the physical fluctuations. On the other hand, the slight differences which were recorded, in the GU I, during spring and summer sampling, referred to the reduction of bryophytes. This reduction might be cause due to the late spring (May), at the upper part of Louros river. Also, differences were recorded between autumn and spring samplings, in the GU III (estuaries). Those differences referred to the reduction of pteridophytes, maybe due to the high temperatures that prevail during the summer months. Finally, the sampling period could be set between late April and late September, since, during this period, any field visit will give the same composition of the reference communities. We investigated, to the greatest possible degree, all the potential parameters and pressures, which could influence the composition and distribution of aquatic macrophytes along the river basins. The most significant effect, from the current pressures, in the studied area, is the alteration of the hydromorphological characteristics of the ecosystem. The Multimetric approach was chosen, as the most holistic and reliable evaluation method of the ecological status of the study area. A preliminary list of potential plant metrics was compiled from a review of the literature, and in situ observations of plant community patterns. The metrics were grouped into five categories, so that each one representing a different ecological aspect of aquatic and riparian plant communities: 1) Richness/Diversity, 2) Trophic status, 3) Composition, 4) Riparian Integrity, and 5) Sensitivity/Tolerance. A total of 86 metrics were tested, of which 7 belonged to the category of "Abundance/Diversity", 4 to the category of "Trophic” status, 46 metric referred to “Composition” of plant communities, 11 referred to "Riparian Integrity”, and finally, 18 belonged to “Sensitivity/Tolerance” category. The estimation of the pressure gradient was performed using Principal Component Analyses (PCAs), with 36 hydromorphological degradation variables in 2 spatial scales: macroscale and microscale. Candidate metrics, which can be identified as robust and most informative, are scrutinized further, in the process of selecting core metrics. To be selected as a core metric the following aspects have to be considered: 1) core metrics should cover different metric types (see above); 2) metrics should not give redundant information. Inter-correlation tests between candidate metrics were carried out to detect redundant metrics (threshold value Spearman’s r<0.800). In case of redundancy we further investigate: the correlation of each metric with stress gradient (threshold value Spearman’s r<0.05); the correlation of each of the pair of metrics with the other metrics in order to finally omit the one that showed the higher overall mean correlation; and how well they separate stressed from unstressed sampling sites (graphical analysis of box-whisker plots). The final index includes 6 metrics out of 86 candidated metrics. The core metrics are: 1) IBMR, 2) QBR, 3) Number of Bryophyte, 4) % Reference Species, 5) % Nitrophilous taxa and 6) % Helophyte taxa (Phe_herbids). The different numerical scales of each core metric (e.g. abundance class, number of individuals) were normalized to unitless scores between 0 and 1. The upper and lower anchors mark the indicative range of a metric. The upper anchor corresponds to the upper limit of the metric’s value under reference conditions, and it was set as the 75th of the unstressed sites. The lower anchor corresponds to the lower limit of the metric’s value under the worst attainable conditions and it was set as 5th percentile of stressed sites. The multimetric index was calculated as the arithmetic mean of the normalized metrics (Böhmer et al., 2004). The final Multimetric Index provides a score that represents the overall relationship between the combined values of the biological parameters observed for a given site and the expected value under reference conditions. This score is – as for single metrics – expressed as a numerical value between zero and one. This range can be subdivided into any number of categories corresponding to various levels of impairment. To determine the boundaries of Multimetric Index, the 25th percentile of the unstressed sites (0,623) was set as the boundary for the high/good ecological class. We propose quality classes with equal ranges, to provide five ordinal rating categories for assessment of impairment in accordance with the demands of the WFD. The application of Macrophyte Multimetric Index (MMI) in the medium lowland rivers of Greece led to the ecological classification in five quality classes. The results indicated that the 29.6% of the sampling sites (8 sites) were classified in High ecological status, 4% (4 sites) in Good ecological status; the 22.3% (6 sites) in Moderate, 29.6% (8 sites) in the Poor and only 3.7% (1 site) was characterized as Bad ecological quality. The current doctoral thesis was the first attempt in the Greece, for establishing an integrated monitoring system of ecological quality of running water ecosystems, using aquatic macrophytes as biological quality element. The methodology developed, was pilot implemented in two river basins, Acheron and Louros, in Epirus, following the requirements and guidelines of the European Water Framework Directive, 2000/60/EE. Also, the evaluation system was developed to be proposed for implementation at all similar river types of Greece, since both the list of candidate metrics and the Multimetric Index itself, can be tested in other types of Greek rivers (RM-1, RM-3, RM-4 & RM-5). Finally, the results, will contribute to the sustainable management and conservation of riverine ecosystems, as well as, to the implementation of the water environmental policy in Greece.

Page generated in 1.5142 seconds