• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • 3
  • 1
  • Tagged with
  • 7
  • 7
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Habitat types in relation to bird diversity in boreal forestry landscapes in Sweden

Grönvall, Engla January 2023 (has links)
Boreal forests in Europe are intensively managed for timber and pulp production, resulting in decreased biodiversity, and in the long-term leading to a reduced number of functioning ecosystem services. To develop a more sustainable forest management it is important to investigate what features and habitat types are needed to preserve a high diversity of species within the forestry landscapes. Birds are a suitable study taxon since their ecology is well known and their diversity often mirrors the diversity of other taxa. This study investigated how different habitat types, for example, forest stand composition and age of forest etc., influence the diversity, species richness and abundance of forest bird species in boreal forestry landscapes in Sweden. I expected that the percentage of deciduous forests and older forests would increase the diversity and richness of forest birds, while spruce forests and young forests would have negative effects. Further, I expected mixed forest stands to be more diverse regarding forest birds than pure forest stands. The sites for this study consisted of fiveforestry landscapes in south Sweden, with both active forestry and multifunctional forestry areas. The results showed positive effects of the percentage of deciduous forests, wetlands, older forests, mixed coniferous forests, and pine forests on species richness, abundance, and diversity of forest bird species. However, deciduous forests and older forests had the strongestpositive influence on species richness and diversity. Furthermore, I did not find evidence that mixed forest stands have a higher diversity or species richness than monocultures of only spruce and pine respectively.
2

Habitat and local movements of ruffed grouse (<i>Bonasa umbellus</i>) in southeast Ohio

Moser, Marshal A. January 1972 (has links)
No description available.
3

Συμβολή στη μελέτη του παράκτιου οικοσυστήματος της λιμνοθάλασσας Κορισσίων της Κέρκυρας

Βλάσση, Ανθή 06 November 2014 (has links)
Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε, στα πλαίσια της παρούσας διπλωματικής εργασίας, επικεντρώθηκε στο οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας Κορισσίων της Κέρκυρας, που αποτελεί έναν υγροβιότοπο ενταγμένο στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο Natura 2000. Η Κορισσίων βρίσκεται υπό διπλό καθεστώς προστασίας, εφόσον έχει χαρακτηριστεί από το δίκτυο τόσο ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ), όσο και ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ). Στα πλαίσια της ΕΖΔ, προστατεύεται πλήθος ειδών πανίδας και χλωρίδας που απαντώνται στην περιοχή, καθώς και οι τύποι οικοτόπων που αναπτύσσονται περιφερειακά της, ενώ στα πλαίσια της ΖΕΠ, προστατεύονται πολλά είδη ορνιθοπανίδας που απαντώνται εκεί. Επίσης, λόγω των σημαντικών ειδών της ορνιθοπανίδας, έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά της Ελλάδας (Σ.Π.Π.Ε). Κατά τη μελέτη μας, συλλέχθηκαν και παρατηρήθηκαν στην περιοχή διάφορα φυτικά δείγματα, τα οποία συγκεντρώθηκαν σε χλωριδικό κατάλογο. Συνολικά, καταγράφηκαν 162 διαφορετικά φυτικά taxa, τα 91 εκ των οποίων αποτελούν νέες αναφορές για την περιοχή και τα οποία κατανέμονται σε 46 διαφορετικές οικογένειες. Μία από τις οικογένειες ανήκει στην ομάδα των Γυμνόσπερμων, ενώ οι υπόλοιπες 45 στην ομάδα των Αγγειοσπέρμων και, συγκεκριμένα, οι 36 ανήκουν στην ομάδα των Δικοτυληδόνων και οι 9 στην ομάδα των Μονοκοτυληδόνων. Οι οικογένειες με τα περισσότερα taxa είναι οι ακόλουθες: Fabaceae με 23 taxa, Asteracecae με 16, Poaceae με 14, Orchidaceae με 7, Apiaceae με 6, Lamiaceae με 6 και Liliaceae με 6 taxa. Κυρίαρχη βιομορφή είναι αυτή των Θεροφύτων (Τ), με ποσοστό 39,1%, γεγονός που δεν αποτελεί έκπληξη, αφού τα Θερόφυτα είναι η βιομορφή που κυριαρχεί σε περιοχές με θερινή καταπόνηση. Στη συνέχεια, ακολουθούν τα Ημικρυπτόφυτα (Η) με ποσοστό 21%, τα Γεώφυτα (G) με 19,1%, τα Χαμαίφυτα (Ch) με 10,5% και στην τελευταία θέση βρίσκονται τα Φανερόφυτα (P) με ποσοστό 9,9%. Η πλειοψηφία των φυτικών taxa που αναγνωρίστηκαν στην περιοχή μελέτης, ποσοστό 56%, ανήκει στη Μεσογειακή χωρολογική ενότητα. Στη συνέχεια, ακολουθούν η Κοσμοπολιτική-Υποκοσμοπολιτική και Μεσογειακή-Εξωμεσογειακή ενότητα, με ποσοστό 13% και 10% αντίστοιχα. Με χαμηλότερα ποσοστά εμφανίζονται η Εύκρατη ενότητα με 7% και η Ευρασιατική με 7% επίσης. Τις τελευταίες θέσεις καταλαμβάνουν η Βόρεια και η Τροπική-Υποτροπική ενότητα με 2%, τα ενδημικά taxa με 2% επίσης, και η Ευρωπαϊκή χωρολογική ενότητα με ποσοστό 1%. Το χαμηλό ποσοστό ενδημισμού που προκύπτει (2%) θεωρείται αξιόλογο για την περιοχή μελέτης, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετικά φτωχή χλωριδική σύνθεση των παράκτιων οικοσυστημάτων, όπως οι λιμνοθάλασσες. Τα ενδημικά είδη που καταγράφηκαν είναι 3 στον αριθμό. Συγκεκριμένα, συλλέχθηκαν τα Crocus boryi (οικογένεια Iridaceae), Limonium brevipetiolatum (οικογένεια Plumbaginaceae) και Petrorhagia graminea (οικογένεια Caryophyllaceae). Από αυτά, τα Crocus boryi και Petrorhagia graminea είναι ενδημικά της δυτικής και νοτίου Ελλάδας και καταγράφονται για πρώτη φορά στην περιοχή μελέτης, ενώ το Limonium brevipetiolatum αποτελεί ενδημικό των Ιονίων Νήσων και της δυτικής Πελοποννήσου, και έχει καταγραφεί στη λιμνοθάλασσα Κορισσίων και παλαιότερα. Ειδικά για την Petrorhagia graminea, η εύρεσή της στην περιοχή αποτελεί νέα αναφορά για την Κέρκυρα. Και τα τρία αυτά ενδημικά είδη συλλέχθηκαν στο δάσος της μακκίας που σχηματίζεται στην περιοχή, στις ζώνες δειγματοληψιών Γ₁ και Γ₂. Ιδιαίτερη οικολογική αξία στην περιοχή, προσδίδει επίσης το φυτικό είδος Crucianella maritima, που εμφανίζει μια στενομεσογειακή γεωγραφική εξάπλωση, κυρίως στη δυτική Μεσόγειο, και είναι σπάνιο για τον ελληνικό χώρο. Η Crucianella maritima καταλαμβάνει μεγάλη από την έκταση της παραλίας του Χαλικούνα, όπου μαζί με τα οικοσυστήματα των αμμοθινών, σχηματίζει τον τύπο οικοτόπου «Σταθερές θίνες της Crucianellion maritimae» με κωδικό 2210. Η έκταση που καταλαμβάνει ο οικότοπος αυτός στην περιοχή, αλλά και η πολύ καλή κατάσταση διατήρησής του, αποτελούν αξιοσημείωτο γεγονός τόσο για την Ελλάδα, όσο και τη Βαλκανική, όπου δεν έχουν περιγραφεί έως τώρα παρόμοια διατηρημένες διαπλάσεις. Επίσης, στην περιοχή καταγράφηκαν 7 taxa άγριων ορχιδεών προστατευόμενων από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, μέσω της Σύμβαση CITES (Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora) για το «Διεθνές Εμπόριο των Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας που Κινδυνεύουν με Εξαφάνιση», η οποία βασίζεται στον κανονισμό της Ευρωπαϊκής ένωσης 338/97. Σε εθνικό επίπεδο, τα είδη αυτά προστατεύονται επίσης από το Προεδρικό ∆ιάταγµα 67/1981 «Περί προστασίας της αυτοφυούς χλωρίδας και Αγρίας Πανίδος και καθορισµού διαδικασίας συντονισµού και Ελέγχου της Ερεύνης επ΄ αυτών». Συγκεκριμένα, συλλέχθηκαν τα: Anacamptis laxiflora (Οrchis laxiflora), A. morio (Ο. morio), A. palustris subsp. palustris, A. pyramidalis, Serapias lingua, S. parviflora και Spiranthes spiralis. Ειδικά η Anacamptis palustris subsp. palustris, περιλαμβάνεται επίσης στην Κόκκινη Λίστα των Απειλούμενων Ειδών, της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης IUCN (International Union for Conservation of Nature). Στη λιμνοθάλασσα Κορισσίων, στα πλαίσια του δικτύου Natura 2000, καταγράφηκαν δώδεκα (12) διαφορετικοί τύποι οικοτόπων, τρεις από τους οποίους αποτελούν οικοτόπους προτεραιότητας. Συγκεκριμένα, οι οικότοποι αυτοί είναι: 1. Παράκτιες λιμνοθάλασσες, κωδικός Natura 1150 2. Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi), κωδικός Natura 1410 3. Μεσογειακές θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες, κωδικός Natura 1420 4. Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, κωδικός Natura 2110 5. Κινούμενες θίνες της ακτογραμής με Ammophila arenaria, κωδικός Natura 2120 6. Σταθερές θίνες της Crucianellion maritimae, κωδικός Natura 2210 7. Θίνες των παραλιών με Juniperus ssp., κωδικός Natura 2250 8. Υγροί μεσογειακοί λειμώνες με υψηλές πόες από Molinio Holoschoenion, κωδικός Natura 6420 9. Ασβεστούχα έλη με Cladium mariscus και είδη του Caricion davallianae, κωδικός Natura 7210 10. Καλαμώνες, κωδικός Natura 72Α0 11. Στοές με Salix alba και Populus alba, κωδικός Natura 92Α0 12. Ελληνικά δάση πρίνου, κωδικός Natura 934A Χαρακτηρισμένοι ως οικότοποι προτεραιότητας είναι: οι Παράκτιες λιμνοθάλασσες με κωδικό Natura 1150, οι Θίνες των παραλιών με Juniperus ssp., με κωδικό Natura 2250 και τα Ασβεστούχα έλη με Cladium mariscus και είδη του Caricion davallianae, με κωδικό Natura 7210. Εκτός από τους υπάρχοντες τύπους οικοτόπων, κατά τις επισκέψεις μας στην περιοχή μελέτης, καταγράφηκαν δύο επιπλέον οικότοποι. Ο τύπος οικοτόπου «Μονοετής βλάστηση μεταξύ ορίων πλημμυρίδας και άμπωτης» με κωδικό 1210 και ο τύπος οικοτόπου «Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη λασπωδών και αμμωδών ζωνών» με κωδικό 1310. Όσον αφορά την πανίδα της περιοχής, από τα νομικά πλαίσια που αναφέρθηκαν παραπάνω, προστατεύονται 3 είδη θηλαστικών, 3 είδη ψαριών, 8 είδη πεταλούδων, 16 είδη ερπετών, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και 3 είδη σπάνιων χελωνών, και ένα είδος αμφιβίου. Από τα προστατευόμενα αυτά είδη, η Βίδρα (Lutra lutra) και το ψαράκι των υφάλμυρων νερών Valencia letourneuxi χαρακτηρίζονται ως πολύ σπάνια. Επιπλέον, προστατεύονται συνολικά 148 είδη ορνιθοπανίδας, πολλά από τα οποία είναι επίσης σπάνια είδη. Κατά τη διεξαγωγή της μελέτης, παρατηρήθηκαν διάφορες μορφές υποβάθμισης του οικοσυστήματος, με κυριότερες από αυτές την όλο και αυξανόμενη ανοικοδόμηση και τουριστική ανάπτυξη, την ανεξέλεγκτη θήρευση των πουλιών, τη χρήση φυτοφαρμάκων και την έντονη παρουσία των παραθεριστών αλλά και των αυτοκινήτων. Επίσης, ελλοχεύει ο κίνδυνος υποβάθμισης μεγάλου μέρους της έκτασης της περιοχής, λόγω της ενδεχόμενης πώλησης 1,8 εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων στην νοτιοανατολική της πλευρά (παραλία Ίσσος), για τα οποία υπάρχει σχέδιο αξιοποίησης, που περιλαμβάνει τη δημιουργία γηπέδου γκολφ και αθλητικών εγκαταστάσεων. Η μεγάλη οικολογική αξία της λιμνοθάλασσας Κορισσίων αποτελεί το κύριο συμπέρασμα που προκύπτει από τη διεξαγωγή της παρούσας εργασίας. Ολόκληρη η έκταση περιφερειακά της, αλλά και η ίδια η λεκάνη της λιμνοθάλασσας, φιλοξενούν πλήθος σπάνιων και προστατευόμενων μορφών ζωής. Η πλούσια χλωριδική σύσταση με 162 φυτικά taxa, τα πολυάριθμα και σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας, καθώς και οι τύποι οικοτόπων προτεραιότητας συνθέτουν ένα ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, εύθραυστο οικοσύστημα, το οποίο απειλείται με υποβάθμιση και περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι αναγκαίες ενέργειες για την αειφόρο διατήρησή του. Τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας που θωρούμε πως είναι αναγκαίο να εφαρμοστούν, έτσι ώστε να διατηρηθεί αναλλοίωτο το φυσικό περιβάλλον της λιμνοθάλασσας και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας που φιλοξενεί είναι τα εξής: 5. Δημιουργία Φορέα Διαχείρισης, ο οποίος θα είναι υπεύθυνος για τη συνεχή παρακολούθηση της περιοχής και θα λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση του καλού επιπέδου διατήρησής της. 6. Τοποθέτηση παρατηρητηρίων ορνιθοπανίδας, τα οποία θα εξασφαλίζουν την ομαλή διεξαγωγή του κυνηγιού και την αποτροπή λαθροθηρίας των προστατευόμενων ειδών, εφόσον το κυνήγι στης περιοχές Natura 2000 επιτρέπεται υπό όρους (Πηγή: Ευρωπαϊκή επιτροπή http://ec.europa.eu/). 7. Καταγραφή των ειδών χλωρίδας και πανίδας που προστατεύονται από το Natura 2000, έτσι ώστε να αξιολογηθεί η κατάσταση των πληθυσμών τους και να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας τους, όπου χρειάζεται. 8. Εκ νέου καταγραφή και αξιολόγηση των τύπων οικοτόπων που προστατεύονται από το Natura 2000, έτσι ώστε να συγκριθεί η κατάσταση διατήρησής τους με αυτήν που καταγράφηκε από το δίκτυο Natura 2000, την περίοδο 1998 με 2000 και να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας τους, όπου χρειάζεται. Επίσης η ανάπτυξη του οικοτουρισμού θα μπορούσε να αναδείξει την περιβαλλοντική ομορφιά και μοναδικότητα του τόπου μας και θα έδινε το κίνητρο στους ντόπιους κατοίκους να προστατεύσουν και να διατηρήσουν αναλλοίωτο το οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας. Οικοτουριστική ανάπτυξη θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη διεξαγωγή εκδρομών ενημέρωσης για την άγρια ζωή στην περιοχή, τη διάνοιξη μονοπατιών περιφερειακά της, τις παρακολουθήσεις των μεταναστευτικών πουλιών κλπ. Τέλος, η ευαισθητοποίηση των μικρότερων ηλικιών σε θέματα που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και η δημιουργία περιβαλλοντικής συνείδησης στους μικρούς και όχι μόνο μαθητές, είναι αυτή που θα διασφαλίσει ότι το οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας Κορισσίων δεν θα καταστραφεί και θα αποτελέσει φυσική κληρονομιά των επόμενων γενεών. / -
4

Συμβολή στη δημιουργία ενός προτύπου κατανομής της παρόχθιας βλάστησης και χλωρίδας των ποταμών της Δυτικής Ελλάδος. / Contribution to the creation of a distribution model of the riparian vegetation and flora of the rivers of Western Greece.

Καράγιαννη, Παναγιώτα 29 June 2007 (has links)
Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν εννέα συνολικά ποτάμια της Δυτικής Ελλάδος (ΒΔ Ελλάδα, Πελοπόννησος). Έγινε καταγραφή των τύπων οικοτόπων κατά μήκος των ποταμών και περιγραφή της χλωριδικής σύνθεσης των φυτοκοινοτήτων τους. Μετά από σύγκριση, συνδυασμό και επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ένα θεωρητικό πρότυπο ποταμού. Στο πρότυπο αυτό παρουσιάζεται η κατά μήκος διάταξη των παρόχθιων τύπων οικοτόπων στις τρεις γεωμορφολογικές ενότητες ενός ποταμού (άνω ρους, μέσος ρους, κάτω ρους) όπως αυτή αναμένεται να παρατηρηθεί σε ένα αδιατάρακτο ποτάμιο οικοσύστημα. Προς εφαρμογή του παραπάνω προτύπου επιλέχθηκε ένα έντονα διαταραγμένο ποτάμι της Πελοποννήσου, ο Πάμισος. Εκτιμάται κατά πόσο το παραπάνω ποτάμι αποκλίνει από το θεωρητικό πρότυπο. Αναλύονται τα προβλήματα της περιοχής και προτείνεται μια σειρά από διαχειριστικά μέτρα που αποβλέπουν στην αποκατάσταση και προστασία των σημαντικών τύπων οικοτόπων. / In the present study nine rivers of W. Greece (North-West Greece, Peloponnese) were studied. Habitat types along these rivers were identified and recorded. The floristic composition of the plant communities of the rivers’ habitats was described. After comparison, combination and processing of data we resulted in a theoretical model of a river. In this model the succession of riparian habitat types along the three geomorphological units (upper, middle and lower watercourse) is presented as this is expected to be observed in an undisturbed fluvial ecosystem. Pamisos, a heavily disturbed river of Peloponnese was selected to be compared to this model. It is estimated how much Pamisos deviates from the theoretical model. Τhe problems of the region are analyzed and various management measures and practices which aim at the restoration and protection of important habitats are proposed.
5

Οικολογία των τύπων οικοτόπων της αποξηραμένης λίμνης Μουριάς : μελέτη της χλωρίδας και βλάστησης και οικολογική διερεύνηση περιβαλλοντικών παραμέτρων στα πλαίσια προγράμματος πιλοτικού επαναπλημμυρισμού / Habitat types ecology of the drained Mouria lake : flora and vegetation study and ecological examination of the environmental parameters in a pilot-scale wetland rehabilitation program

Καραγιάννη, Παναγιώτα 20 October 2010 (has links)
Η περιοχή της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς βρίσκεται στο Ν. Ηλείας 5 Κm ΝΔ της πόλης του Πύργου κοντά στις εκβολές του Αλφειού ποταμού. Η παλιά λίμνη αποξηράνθηκε την περίοδο 1967-69. Αντικείμενο της διατριβής είναι: α) η μελέτη της χλωρίδας της περιοχής και ο προσδιορισμός και η χαρτογράφηση των τύπων οικοτόπων, β) η εκτίμηση της υποβάθμισης των μονάδων βλάστησης εξαιτίας των διάφορων ανθρωπογενών επιδράσεων, γ) η συσχέτιση των διακρινόμενων φυτοκοινοτήτων με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες (φυσικοχημικές παράμετροι εδάφους και νερού), δ) ο πιλοτικός επαναπλημμυρισμός 5 στρεμμάτων και η εκτίμηση του ρυθμού εποικισμού της νέας λίμνης με φυτικά taxa. Κατά την εργασία πεδίου έγιναν εποχικές φυτοληψίες σε όλη την έκταση της αποξηραμένης λίμνης με τη μέθοδο Braun-Blanquet. Παράλληλα, έγιναν δειγματοληψίες εδάφους και νερού σε θέσεις στις οποίες είχαν πραγματοποιηθεί και δειγματοληψίες βλάστησης. Ακολούθησε η αναγνώριση των τύπων οικοτόπων και προσδιορίστηκαν τα όρια τους με τη χρήση GPS. Κατά την εργαστηριακή επεξεργασία έγινε η χλωριδική ανάλυση και ο προσδιορισμός των μονάδων βλάστησης, ενώ προσδιορίστηκαν οι φυσικοχημικές παράμετροι εδάφους και νερού. Οι σχέσεις των περιβαλλοντικών παραμέτρων διερευνήθηκαν τόσο μεταξύ τους, όσο και με τις μονάδες βλάστησης, με τη χρήση του συντελεστή συσχέτισης Spearman, τη μεθόδο Canonical Correspondence analysis (CCA) και την πολυπαραγοντική στατιστική ανάλυση (Factor analysis). Τέλος, πραγματοποιήθηκε πιλοτικός επαναπλημμυρισμός μικρού τμήματος της περιοχής (5.000 m²) και συστηματική παρακολούθηση του ρυθμού εποικισμού του νέου υγροτόπου με φυτικά είδη. Τα φυτικά είδη που καταγράφηκαν στην περιοχή της παλιάς λίμνης ανέρχονται σε 284, από τα οποία 144 χαρακτηρίζονται ως είδη διαταραγμένων βιοτόπων (δείκτες βόσκησης, ζιζάνια καλλιεργειών, είδη κρασπέδων δρόμων ή αγρών και περιοικιστικών χώρων). Παράλληλα, αναγνωρίστηκαν επτά διαφορετικοί τύποι οικοτόπων και 16 φυτοκοινότητες. Τα μεσογειακά αλίπεδα, οι καλαμώνες και οι συστάδες αρμυρίκης καταλαμβάνουν τη μεγαλύτερη έκταση στην περιοχή. Τη μέγιστη επίδραση και από τις τρεις κατηγορίες των φυτών-δεικτών υποβάθμισης παρουσιάζουν τα αλίπεδα, ενώ τα εποχιακά τέλματα εμφανίζουν τη μικρότερη επίδραση. Οι κοινότητες των αμμοθινών, καθώς και αυτές που σχηματίζονται στα έγκοιλα των θινών, αναπτύσσονται σε αμμώδη εδάφη, πλούσια σε CaCO3 και ιόντα ασβεστίου, με υψηλές τιμές pH. Οι κοινότητες των μεσογειακών αλιπέδων αναπτύσσονται σε διάφορους τύπους εδαφών από αμμώδη έως αργιλοπηλώδη, με υψηλή αλατότητα και αυξημένες συγκεντρώσεις φωσφόρου. Η υγρασία του εδάφους και η περιεκτικότητά του σε νιτρικό άζωτο είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη των κοινοτήτων με Tamarix sp. Τα εδάφη των εποχιακών λιμνών της περιοχής παρουσιάζουν ένα συνδυασμό υψηλής αλατότητας, αλκαλικότητας και συγκέντρωσης θρεπτικών. Η κοινότητα με Phragmites australis αναπτύσσεται σε θέσεις υψηλότερης αλατότητας του νερού σε σχέση με την κοινότητα της Typha domingensis. Η μελέτη της διαδοχής της βλάστησης στο νέο υγρότοπο, δείχνει ένα σχετικά γρήγορο εποικισμό της νέας λίμνης, με είδη κυρίως των γειτονικών εποχιακών τελμάτων και καναλιών π.χ. Ruppia maritima, Zannichellia palustris, Chara sp., Ranunculus baudotti κ.ά. / The area of the drained Mouria lake is located 5Km SW of Pyrgos city (Prefecture of Ileia) near Alfeios River estuary. It was drained during the period 1967-69. Subjects of the present thesis are: a) the study of the flora in the drained lake area, the identification and the mapping of the habitat types, b) the estimation of the vegetation units degradation degree by various human activities, c) the correlation of the vegetation units with certain environmental parameters (soil and water physicochemical parameters), d) the pilot-scale re-flood of a part of the drained lake (0.5 ha) in order to estimate the colonization rate by plant species in the new lake. Seasonal vegetation samples were taken from the whole area of the drained Mouria Lake, following Braun-Blanquet method. Habitat types were identified and their limits were determined by means of GPS. In order to study environmental parameters soil and water samples were taken in sites where vegetation samples had already been taken. After the floristic analysis, vegetation units were detemined. The abundance of indicator plants of habitat degradation (grazing indicator plants, weeds and ruderals) in each habitat’s floristic composition is used in order to evaluate their ecological status. Correlations between environmental parameters were tested using Spearman correlation test, while Canonical Correspondence analysis (CCA) and Factor analysis were performed in order to examine relationships between the vegetation units and environmental variables. For a pilot-scale lake restoration an area of 0,5 ha was selected in the SE part of the former lake to be re-flooded. A total of 284 plant species were recorded in the are of the drained lake, 144 of which are characterized as indicator plants of habitat degradation. Seven habitat types and sixteen plant communities have also been identified in the study area. Salt meadows, reeds and Tamarix stands have the biggest cover in the area. Salt meadows appear to have the highest degree of degradation and the temporary ponds the lowest. The plant communities of sand dunes and these of wet dune slacks are formed in sandy soil, rich in CaCO3 and Ca+2 and with high pH values. The salt meadows communities are developed in various types of soils (sandy to loamy-clay) with high electric conductivity values and high phosphor concentrations. The soil moisture and the NO3- concentration are the most important factors that influence the growth of communities with Tamarix sp. Temporary ponds present a combination of high salinity, alkalinity and nutrient concentration values in the area. Phragmites australis community is developed on sites with higher water salinity values than Typha domingensis community. The study of vegetation succession in the pilot-scale wetland shows that many plant species of the nearby temporary ponds and channels like Ruppia maritima, Zannichellia palustris, Chara sp., Ranunculus baudotti etc. have rapidly colonised the new lake .
6

Using nutritional quality of forage and faeces for predicting sustainable livestock and game stocking rates at Pniel Estates in Northern Cape, South Africa

Mbatha, Khanyisile R. 03 1900 (has links)
Thesis (PhD)--University of Stellenbosch, 2010. / The aim of the study was to assess the importance of spatial and temporal variation in diet quality and abundance for determining sustainable stocking rates on commercial, communal and game ranches in a semi-arid savanna, with the ultimate goal of avoiding land degradation in the long term, to provide sustainable livelihoods in rangelands and to make policy that will help in managing the available natural resources in the rangelands. Thus, firstly the effects of grazing, fire, nitrogen and water availability on nutritional quality of grass in semi-arid savanna was assessed. Secondly, spatial and temporal variation in plant quantity and quality among management (commercial, communal and game) types and habitat types (open savanna, rocky, shrubby and pans) and stocking rates in different management types were determined. Thirdly, the quality and quantity of variation inside and outside herbivore exclosures among commercial, communal and game management and habitat types in the semi arid savanna were estimated. Fourthly, faecal profiling was used to assess the effects of different management types on diet quality in semi-arid savanna. Lastly, policy based on the results of the present study was formulated.
7

Analyse de la diversité et de la structuration spatio-temporelle des assemblages démersaux dans la zone économique exclusive mauritanienne / Analysis of the diversity and spatio-temporal structuring of demersal assemblages in Mauritania's exclusive economic zone

Kide, Saïkou Oumar 11 April 2018 (has links)
La zone économique exclusive Mauritanienne est le siège d’upwelling et constitue une zone de transition où cohabitent des espèces d’affinités tempérée et tropicale. Pour comprendre le comportement spatio-temporel des assemblages démersaux du point de vue de leur composition, structuration, distribution de probabilité et diversité face aux préoccupations écologiques. Les facteurs abiotiques contribuent à la structuration des assemblages démersaux persistants au cours du temps. Les effets de la pêche étaient relativement faibles. Les trajectoires temporelles entre les assemblages et les conditions environnementales ont été mises en évidence pour certaines années et des zones. Dans les types d’habitats, un groupe minoritaire d’espèces très agrégatives obéissant au modèle de distribution en log-séries de Fisher et un autre majoritaire peu ou pas du tout agrégatives obéissant au modèle de distribution binomiale négative tronquée ont été identifiés. La diversité spécifique peut être divisé en deux groupes distincts et complémentaires : la richesse spécifique et l'autre associé à l’équitabilité. Un seul composant de la diversité ne peut donc pas représenter la diversité des poissons démersaux de la zone étudiée. Les GLM des indices complémentaires ont montré essentiellement un effet temporel et l’interaction Année-Strates bathymétriques. Aucun effet de l’effort de pêche n’a été observé sur la richesse spécifique, ni de la concentration en chlorophylle sur l’équitabilité. Ce travail pourrait fournir aux gestionnaires et aux scientifiques des connaissances complémentaires sur la dynamique spatio-temporelle des assemblages démersaux exploités dans des écosystèmes d’upwelling. / The Mauritanian exclusive economic zone is the seat of an upwelling phenomenon and constitutes a transition zone where species of temperate and tropical affinities coexist. To understand the spatio-temporal behavior of demersal assemblages from the point of view of their composition, structure, distribution of probability and diversity faced to ecological concerns. Abiotic factors contribute in the structuring of persistent groundfish assemblages over time. The fishing effects were relatively low, although significant in some years and in some specific geographic areas. Temporal trajectories between groundfish assemblages and environmental conditions have been highlighted for some years and in some specific areas. In each type habitats, two species groups were identified: a minority group of species very aggregative well fitted by Fisher’s log-series distribution and another majority of species little or not aggregative well fitted by the truncated negative binomial distribution. Diversity indices analyzed reveal that this set can be split into two distinct and complementary groups: a group associated with the species richness and another group associated with evenness. One component of diversity may not represent the diversity of the groundfish in the study area. GLMs of complementary indices showed essentially a temporal effect and Bathymetric strata-Year interaction. No effect of fishing effort was observed on the species richness and neither was the concentration of chlorophyll a on the evenness. This work could provide managers and scientists to further knowledge on the spatio-temporal dynamics of groundfish species assemblages exploited in upwelling ecosystems.

Page generated in 0.0918 seconds