• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 2
  • Tagged with
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Συχνότητα άσθματος και αλλεργίας σε παιδιά σχολικής ηλικίας : συγχρονική επιδημιολογική μελέτη στην πόλη της Πάτρας

Παντιώρα, Αγγελική 31 January 2013 (has links)
Σύμφωνα με τα ευρήματα τεσσάρων καταγραφών που έγιναν στην Πάτρα κατά την περίοδο 1978-2003, ο επιπολασμός του πρόσφατου (διαγνωσμένου στα 2 τελευταία χρόνια) και του οποτεδήποτε διαγνωσμένου κατά τη διάρκεια της ζωής συριγμού/άσθματος παιδιών σχολικής ηλικίας έχει αυξηθεί, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό. Ανάλογη αύξηση παρατηρήθηκε και στον επιπολασμό της ρινοεπιπεφυκίτιδας και του εκζέματος όπως καταγράφηκε σε τρεις αποτυπώσεις στο διάστημα 1991-2003. Σκοπός: Διερευνήθηκε ο επιπολασμός του συριγμού/άσθματος, της ρινοεπιπεφυκίτιδας και του εκζέματος στο ίδιο αστικό περιβάλλον το 2008. Μέθοδος: Χρησιμοποιώντας πανομοιότυπη μεθοδολογία με τις προηγούμενες συγχρονικές αποτυπώσεις, μοιράσθηκε γραπτό ερωτηματολόγιο που απευθυνόταν στους γονείς παιδιών Τρίτης και Τετάρτης τάξης Δημοτικού Σχολείου (8-9 ετών) το 2008 και υπολογίσθηκε ο πρόσφατος και ο οποτεδήποτε διαγνωσμένος κατά τη διάρκεια της ζωής επιπολασμός των τριών νοσημάτων. Τα ευρήματα συγκρίθηκαν με εκείνα των προηγούμενων καταγραφών (1978: N=3003, 1991: N=2417, 1998: N=3076 και 2003: N=2725). Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός του πρόσφατου άσθματος κατά τα έτη 1978, 1991, 1998, 2003 και 2008 (Ν=2688) ήταν 1.5%, 4.6%, 6.0%, 6.9% και 6.9% αντίστοιχα (p τάσης διακύμανσης διορθωμένο ως προς το φύλο <0.001). Οι αντίστοιχες τιμές για συριγμό/άσθμα οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της ζωής στις καταγραφές της περιόδου 1991-2008 ήταν 8.0%, 9.6%, 12.4% και 12.6% (p τάσης διακύμανσης διορθωμένο ως προς το φύλο <0.001). Ανεξαρτήτως φύλου, το διαγνωσμένο άσθμα ελαττώθηκε στα παιδιά με πρόσφατο συριγμό/άσθμα κατά 17% (p <0.001) την περίοδο 2003-2008, όμως δε συνέβη το ίδιο σε εκείνα με αποδραμόντα συριγμό/άσθμα (6.6%, p=0.16). Ο επιπολασμός της ρινοεπιπεφυκίτιδας οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της ζωής τα έτη 1991, 1998, 2003 και 2008 ήταν 2.1%, 3.4%, 4.6% και 5.1% αντίστοιχα (p τάσης διακύμανσης διορθωμένο ως προς το φύλο <0,001). Οι αντίστοιχες τιμές για έκζεμα οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της ζωής ήταν 4.5%, 6.3%, 9.5% και 10.8% (p τάσης διακύμανσης διορθωμένο ως προς το φύλο <0.001). Η αναλογία αγόρια:κορίτσια του πρόσφατου και οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της ζωής συριγμού/άσθματος, ρινοεπιπεφυκίτιδας και εκζέματος αυξήθηκε κατά τη διάρκεια των 30 ετών παρακολούθησης του άσθματος και των 17 ετών παρακολούθησης της αλλεργίας (p τάσης διακύμανσης <0.001). Επίσης παρατηρήθηκε αύξηση της ρινοεπιπεφυκίτιδας και του εκζέματος στα παιδιά με πρόσφατο συριγμό/άσθμα (p τάσης διακύμανσης διορθωμένο ως προς το φύλο <0.001) κατά την περίοδο 1991-2008. Το ποσοστό του συριγμού/άσθματος που μπορεί να αποδοθεί στην αλλεργία (πρόσφατος συριγμός/άσθμα με ρινοεπιπεφυκίτιδα ή/και έκζεμα οποτεδήποτε στη διάρκεια της ζωής) αυξήθηκε περαιτέρω κατά την περίοδο 2003-2008 (p <0.05, p τάσης διακύμανσης <0.001 για την περίοδο 1991-2008). Συμπεράσματα: Ο επιπολασμός του συριγμού και του άσθματος κορυφώθηκε κατά την περίοδο 2003-2008 στην Πάτρα, ενώ η αναλογία αγόρια:κορίτσια αυξήθηκε. Αντίθετα, παρατηρήθηκε συνεχής αύξηση του επιπολασμού των αλλεργικών εκδηλώσεων –ρινοεπιπεφυκίτιδα και έκζεμα– στο διάστημα 1991-2008. Η συχνότητα του συριγμού/άσθματος που μπορεί να αποδοθεί στην αλλεργία, μετά από μια απότομη κλιμάκωση κατά την περίοδο 1991-2003, συνέχισε να αυξάνεται στο διάστημα 2003-2008, αλλά με βραδύτερο ρυθμό, παρά τη διατήρηση του επιπολασμού του συριγμού/άσθματος σταθερού στη διάρκεια αυτής της πενταετίας. / According to four surveys conducted in the city of Patras, Greece, during 1978-2003, the prevalence of current (diagnosed in the last 2 years) and lifetime wheeze/asthma at schoolage has risen, albeit at a decelerating rate. A similar increase occurred in the prevalence of lifetime rhinoconjunctivitis and eczema in the three more recent surveys during 1991-2003. Aim: We examined the prevalence of wheeze/asthma, rhinoconjunctivitis and eczema in the same urban environment in 2008. Methods: Using identical methodology with the previously conducted cross-sectional surveys, a parental written questionnaire was distributed in 2008 to Third and Fourth grade schoolchildren (8-9 year-old) and the current and lifetime sex-specific prevalence of the three diseases was calculated and compared with the findings of the previous surveys (1978: N=3003; 1991: N=2417; 1998: N=3076; and 2003: N=2725). Results: The prevalence rates of current wheeze/asthma in 1978, 1991, 1998, 2003 and 2008 (N=2688) were 1.5%, 4.6%, 6.0%, 6.9% and 6.9%, respectively (sex-adjusted p for trend <0.001). Respective values for lifetime (ever had) wheeze/asthma in the 1991-2008 surveys were 8.0%, 9.6%, 12.4% and 12.6% (sex-adjusted p for trend <0.001). Irrespective of sex, diagnosed asthma declined during 2003-2008 among current wheezers by 17% (p<0.001); however, this was not the case among non-current wheezers (6.7%, p=0.16). The prevalence rates of lifetime rhinoconjunctivitis in 1991, 1998, 2003 and 2008 were 2.1%, 3.4%, 4.6% and 5.1%, respectively (sex-adjusted p for trend <0.001). The respective values for lifetime eczema were 4.5%, 6.3%, 9.5% and 10.8% (sex-adjusted p for trend <0.001). The male:female ratio of current and lifetime wheeze/asthma, rhinoconjunctivitis and eczema increased during the 30-year surveillance period of wheeze/asthma and the 17-year surveillance period for allergic disease (p for trend <0.001). Among current wheezers/asthmatics there was an increase in lifetime rhinoconjunctivitis and lifetime eczema (sex-adjusted p for tend <0.001) over the period 1991-2008. The proportion of wheeze/asthma attributable to allergy (current wheeze/asthma with lifetime rhinoconjunctivitis and/or eczema) increased further during 2003-2008 (p <0.05, p for trend during 1991-2008 <0.001). Conclusions: Childhood wheeze and asthma have reached plateau during the 2003-2008 period in Patras, Greece. The diagnosis of asthma declined among schoolage but not preschool wheezers during the same period, while the male:female ratio increased. On the other hand, there was a continuous increase in the prevalence of allergic manifestations, i.e. rhinoconjunctivitis and eczema, during 1991-2008. The frequency of wheeze/asthma attributable to allergy, after a steep rise in 1991-2003, continued to increase during 2003-2008 –albeit at a decelerating rate–despite the wheeze/asthma plateau which occurred over this 5-year period.
2

Οροεπιδημιολογική μελέτη του ιού του αιμορραγικού πυρετού Κριμαίας-Κογκό και των χανταϊών με τεχνικές ELISA και ανοσοφθορισμού σε πληθυσμό της βόρειας Πελοποννήσου / Seroepidemiological study of Crimean-Congo hemorrhagic fever virus and hantaviruses in northern Peloponnese with ELISA and immunofluorescence techniques

Σαργιάνου, Μαρία 05 February 2015 (has links)
Ο ιός του αιμορραγικού πυρετού Κριμαίας-Κογκό (Crimean-Congo Hemorrhagic Fever Virus, CCHFV), καθώς και οι χανταϊοί (hantaviruses) προκαλούν στον άνθρωπο αιμορραγικό πυρετό. Αυτοί παρουσιάζουν ευρεία γεωγραφική κατανομή και αποτελούν απειλή για τη δημόσια υγεία, λόγω του υψηλού ποσοστού θνητότητας που σημειώνουν και της απουσίας αποτελεσματικής θεραπευτικής αγωγής. Παρότι επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν την παρουσία αντισωμάτων στον ελληνικό πληθυσμό, περιορισμένες είναι οι αναφορές κλινικών περιστατικών CCHF και HFRS στην Ελλάδα. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να προσδιορίσει τον επιπολασμό της μόλυνσης με τον CCHFV και τους χανταϊούς στον Ν. Αχαΐας, που αν και παρουσιάζει ευνοϊκές συνθήκες για την κυκλοφορία των δύο ιών, δεν έχει μελετηθεί στο παρελθόν. Σχεδιάσθηκε διατμηματική μελέτη και συγκεντρώθηκαν προοπτικά 207 δείγματα ορού φαινομενικά υγιών ατόμων-κατοίκων της περιοχής, τα οποία εξετάστηκαν με τη μέθοδο ELISA και έμμεσου ανοσοφθορισμού για την ύπαρξη αντισωμάτων έναντι του CCHFV και των χανταϊών. Ο επιπολασμός για τη μόλυνση με CCHFV βρέθηκε 3,4% και 9,7% για τη μόλυνση με χανταϊούς, ενώ κανένα από τα οροθετικά άτομα δεν ανακαλούσε συμπτώματα παρόμοια με αυτά του CCHF ή του HFRS. Για τον CCHFV, βρέθηκε ότι η ηλικία, η αγροτοκτηνοτροφική ενασχόληση, η κατοχή/εκτροφή αιγοπροβάτων, το ιστορικό νύγματος κρότωνα, η μόνιμη διαμονή σε υψόμετρο ≥400μ., η μόνιμη διαμονή σε μη αρδευόμενες αρόσιμες εκτάσεις ή σε αγροτικές εκτάσεις με σημαντικό ποσοστό φυσικής βλάστησης, καθώς και η μόνιμη διαμονή σε αγροτική περιοχή είναι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου. Από αυτούς, το νύγμα κρότωνα, η αγροτοκτηνοτροφική ενασχόληση και η μόνιμη διαμονή σε υψόμετρο ≥400μ. βρέθηκαν να προβλέπουν καλύτερα την οροθετικότητα ενός ατόμου. Επίσης, βρέθηκε ότι παράγοντες που σχετίζονται με τη μόλυνση με χανταϊούς είναι: η ηλικία, η θέαση τρωκτικών σε ακτίνα <200μ. γύρω από την οικία και η ιδιοκτησία υπόγειας αποθήκης. Από αυτούς, μόνο η ηλικία βρέθηκε να προβλέπει καλύτερα την οροθετικότητα ενός ατόμου. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι σχεδόν το 75% των θετικών ατόμων για αντισώματα έναντι των χανταϊών παρουσίαζαν ήπια επηρεασμένη νεφρική λειτουργία. Εντοπίστηκαν, επίσης, ενδημικές εστίες των ιών στον νομό: ο Δ. Ερυμάνθου για τον CCHFV και ο Δ. Δυτικής Αχαΐας για του χανταϊούς. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω αποτελέσματα, θα πρέπει οι κλινικοί γιατροί της περιοχής να συμπεριλαμβάνουν τον CCHF και τον HFRS στη διαφορική διάγνωση εμπύρετων νοσημάτων, ιδίως όταν αυτά συνοδεύονται από θρομβοπενία ή επηρεασμένη νεφρική λειτουργία. / Crimean-Congo hemorrhagic fever virus (CCHFV) and hantaviruses cause to humans fever with hemorrhagic manifestations. These viruses present wide geographic distribution and represent major threats for public health, because of the high fatality rate that they present and the lack of appropriate treatment. Although seroprevalence studies show the presence of antibodies against CCHFV and hantaviruses in the greek population, only some reports of human cases have been reported to date in Greece. The aim of the present study is to estimate seroprevalence for CCHFV and hantaviruses in humans in the prefecture of Achaia, where the local conditions potentially favor the circulation of these viruses and which has not been previously studied. A cross-sectional study was designed and 207 human sera were collected from apparently healthy individuals living in Achaia, which were tested for CCHFV and hantaviruses IgG antibodies by ELISA and by indirect immunofluorescence assay (IFA). Seroprevalence for CCHFV infection was estimated at 3.4%, whereas for hantaviruses at 9.7%; none recalled any illness resembling CCHF or HFRS. For CCHFV, it was found that age, agro-pastoral occupation, tending sheep and/or goats, tick bite, living in areas at an altitude of ≥400m., living at rural areas, living on non-irrigated arable land or on land principally occupied by agriculture, with significant areas of natural vegetation are significantly related to seropositivity. Among them, tick bite, agro-pastoral occupation and living in areas at an altitude of ≥400m. better predict seropositivity of an individual. For hantaviruses, it was found that age, rodent sighting around home and the ownership of an underground shed are significantly related to seropositivity. Among them, it seems that only age can predict seropositivity of an individual. Moreover, it was observed that almost 75% of the seropositive for hantaviruses individuals presented mild renal dysfunction. In this study, endemic foci were also detected: the municipality of Erimanthos for CCHFV and the municipality of Western Achaia for hantaviruses. Clinicians should include CCHF and HFRS in the differential diagnosis of an acute febrile case, especially when thrombocytopenia or impaired renal function is encountered.

Page generated in 0.0172 seconds