Spelling suggestions: "subject:"βιοδείκτες"" "subject:"βιοδείκτης""
1 |
Μεταφραστικές αποκρίσεις του οργανισμού mytilus galloprovincialis σε περιβαλλοντική ρύπανσηΠυθαροπούλου, Σοφία 24 October 2007 (has links)
Η ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια στην παραγωγή και απελευθέρωση πολλών τοξικών ουσιών στο θαλάσσιο περιβάλλον. Τα δίθυρα μαλάκια, όπως το Mytilus galloprovincialis, μπορούν να συσσωρεύουν ένα μεγάλο εύρος ρυπαντών και να αποκρίνονται με ποικίλες αλλαγές στη φυσιολογία τους, οι οποίες μπορούν να μετρηθούν ως βιοδείκτες έκθεσης ή αποτελέσματος. Το περιβαλλοντικό stress ωθεί πολλούς οργανισμούς στην αρνητική ρύθμιση της πρωτεϊνοσύνθεσης, αποθηκεύοντας ανενεργά ριβοσώματα, τα οποία επανενεργοποιούνται ταχέως όταν οι συνθήκες βελτιωθούν. Έτσι, ένας αποτελεματικός τρόπος εκτίμησης της απόκρισης των οργανισμών στο μολυσματικό stress, είναι η ανάλυση της κατάστασης ριβοσωμικής συσσώρευσης, όπως επίσης και η ικανότητα των ριβοσωμάτων για έναρξη της πρωτεϊνικής σύνθεσης, που αντανακλούν την κατάσταση της μεταφραστικής ενεργότητας.
Στην παρούσα μελέτη έγινε εκτίμηση των επιπέδων ρύπανσης του Πατραϊκού Κόλπου, καταποντίζοντας μύδια (M. galloprovincialis) σε δύο σταθμούς στον Πατραϊκό Κόλπο και μία περιοχή αναφοράς. Ο Σταθμός 1 βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Γλαύκου και είναι υπό την επίδραση βιομηχανικών, αγροτικών και αστικών πηγών ρύπανσης. Ο Σταθμός 2 βρίσκεται στον Άγιο Βασίλειο, παρ’ ότι δε φέρει οργανική μόλυνση, έχει αυξημένα επίπεδα βαρέων μετάλλων και κυρίως Cr. Η περιοχή αναφοράς βρίσκεται κοντά στο Γαλαξείδι και δεν επηρεάζεται από πηγές ρύπανσης. Για την εκτίμηση των επιπέδων ρύπανσης στις περιοχές αυτές, εφαρμόστηκε μία σειρά βιοδεικτών που περιλαμβάνει το περιεχόμενο μεταλλοθειονινών, τη σταθερότητα της λυσοσωμικής μεμβράνης και τη συχνότητα μικροπυρήνων. Επίσης, προσδιορίστηκε η συγκέντρωση μετάλλων στο νερό και στους ιστούς των μυδιών, όπως επίσης και το ποσοστό πολυσωμάτων και η ικανοτητα των ριβοσωμάτων για έναρξη της μετάφρασης σε κύτταρα πεπτικού αδένα. Επιπλέον, έγινε στατιστική εκτίμηση της συσχέτισης μεταξύ των επιπέδων ρύπανσης και των εξεταζόμενων βιοδεικτών.
Η ανάλυση των βιοδεικτών έδειξε οτι υπάρχει μία διαφοροποίηση στα επίπεδα ρύπανσης ανάμεσα στις διαφορετικές περιοχές του Πατραϊκού Κόλπου, με το μεγαλύτερο βαθμό ρύπανση να εντοπίζεται στο Σταθμό 1. Οι εποχιακές διακυμάνσεις που παρατηρούνται στις τιμές των βιοδεικτών μπορούν να αποδοθούν σε εξωγενείς παράγοντες, όπως τα επίπεδα της ρύπανσης και/ή σε ενδογενείς παράγοντες, όπως ο αναπαραγωγικός κύκλος των μυδιών. Η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων έδειξε οτι υπάρχει σημαντική συσχέτιση (θετική ή αρνητική ανάλογα με το βιοδείκτη) μεταξύ των επιπέδων ρύπανσης και των βιοδεικτών. Το χαμηλότερο πολυσωμικό περιεχόμενο σε συνδυασμό με τη μειωμένη ικανότητα των ριβοσωμάτων για έναρξη της μετάφρασης που παρατηρήθηκε στο Σταθμό 1, καταδεικνύει την επίδραση του περιβαλλοντικού stress στην πρωτεϊνική σύνθεση στην περιοχή αυτή και εισηγείται τη χρήση των διαταραχών της μετάφρασης ως εργαλείο σε μελέτες βιοπαρακολούθησης. Τα παρόντα δεδομένα σε σύγκριση με εκείνα των τελευταίων πέντε ετών αποκαλύπτουν μία προοδευτική μείωση των επιπέδων ρύπανσης του Πατραϊκού Κόλπου, οφειλόμενη πιθανώς στην απομάκρυνση πολλών εργοστασίων από την περιοχή, και στη λειτουργία σταθμού βιολογικού καθαρισμού. / The rapid increase of anthropogenic activities has led to the production and release of several harmful compounds into the marine environment. Bivalve mollusks such as Mytilus galloprovincialis, are able to accumulate in their tissues a wide range of pollutants and respond in a broad range of alterations that can be measured as exposure or effect biomarkers. Such changes are usefull warning tools in marine environment monitoring. Environmental stress forces many organisms to downregulate translation by storing inactive ribosomes, which are rapidly reactivated when conditions improve. Therefore, an effective way to reveal responses to pollution stress is to analyse the aggregation state of ribosomes which reflects the translational efficiency status. Parallel determination of the capability of ribosomes to initiate protein synthesis may help to understand the mechanism of translation downregulation.
In the present study, the pollution status of Patraikos Gulf was assessed by caging mussels (M. galloprovincialis) in two stations of the gulf and in a reference area. Station 1 was near the estuaries of Glafkos River, influenced by industrial, agricultural and urban sources. Station 2 located in Agios Vassileios, had no apparent organic pollution, but was enriched in heavy metals, particularly Cr. Reference area was near Galaxidi, far from pollution sources. To verify the degree of pollution in these areas, a battery of biomarkers was assessed, including metallothionein content, lysosomal membrane stability and micronucleus frequency. In addition, metal ion concentrations in the surrounding waters and in mussel tissues as well as polysome content and the efficiency of ribosomes to initiate translation in digestive gland cells were estimated. Furthermore, an effort was made to reveal the correlation between pollution and the employed biomarkers.
Biomarker analysis revealed a differentiation in the degree of pollution among different sites of Gulf of Patras. Seasonal variations in the mean values of the biomarkers can be attributed to exogenous factors, like pollution levels, and/or endogenous factors like reproductive cycle of the mussels. Statistical analysis of the data showed a significant correlation (positive or negative, depending on the biomarker) between the pollution levels and the biomarkers.The lower polysome content in combination with the reduced efficiency of the ribosomes to initiate translation observed in Station 1, indicates the effects of pollution stress on protein synthesis in this area and encourages the evaluation of the translational perturbations as a tool in biomonitoring studies. The present data, compared to those collected the past five years, reveal a progressive pollution depression in Patraikos Gulf, propably caused by the removal of many factories previously contaminating this area, and the recent operation of a local sewage cleaning station.
|
2 |
Εκτίμηση της τοξικότητας διαφόρων σταδίων επεξεργασίας αποβλήτων τυροκομικών μονάδων με χρήση βιοδεικτώνΚαραδήμα, Κωνσταντίνα 08 February 2010 (has links)
Ένα από τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει όχι μόνο ο Νομός Αχαΐας, αλλά και πολλές άλλες περιοχές της χώρας μας, είναι η υποβάθμιση του περιβάλλοντος από μια σειρά αποβλήτων αγροτοβιομηχανιών που υπάρχουν στην ελληνική ύπαιθρο. Μεταξύ των αγροτοβιομηχανιών σημαντική θέση κατέχουν οι μονάδες επεξεργασίας γάλακτος και παραγωγής τυριού. Παρά το ότι η παραγωγή γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων είναι σχετικά περιορισμένη στο Νομό Αχαΐας, ωστόσο η διάσπαρτη κατανομή τους σε συνδυασμό με τις κρατούσες συνθήκες λειτουργίας τους συμβάλλει σημαντικά στη ρύπανση του περιβάλλοντος της περιοχής.
Είναι γεγονός ότι οι περισσότερες αγροτοβιομηχανίες, όπως τα τυροκομεία, λειτουργούν σε περιοδική βάση αφού τα προϊόντα τους είναι εποχικά, τα εργοστάσια είναι διασκορπισμένα σε μεγάλες αποστάσεις και οι μονάδες είναι σχετικά μικρές. Τα απόβλητα που παράγονται από τις τυροκομικές μονάδες έχουν υψηλό οργανικό φορτίο και από προηγούμενη έρευνα έχει προσδιοριστεί ότι είναι τοξικά και αποτελούν αιτία υποβάθμισης των υδάτινων οικοσυστημάτων.
Η παρούσα μελέτη έχει ως βασικό σκοπό την εκτίμηση της τοξικότητας των αποβλήτων που προέρχονται από τυροκομεία μετά από την επεξεργασία τους για παραγωγή βιαερίου (υδρογόνου και μεθανίου) σε αντιδραστήρες αναερόβιας χώνευσης (Η2-CSTR και CH4-CSTR αντίστοιχα), με σκοπό την συνολική εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο υδάτινο οικοσύστημα.
Αρχικά εκτιμήθηκε ο οικολογικός κίνδυνος από την απόρριψη των αποβλήτων μιας τυροκομικής μονάδας στο ποτάμι του Βουραϊκού. Τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν δίνουν ετήσια πρόβλεψη για κρίσιμα επίπεδα οικολογικού κινδύνου σε εποχές όπως είναι το καλοκαίρι όπου η ροή νερού στο ποτάμι είναι μικρή, και για μικρότερο, αλλά και πάλι αξιοσημείωτο επίπεδο κινδύνου κατά το φθινόπωρο. Οι βροχοπτώσεις είναι λογικό να δημιουργούν μεγαλύτερη αραίωση του αποβλήτου στο νερό γεγονός που προκαλέι μείωση των επιπέδων κινδύνου.
Η συνδυασμένη ανάλυση των δεδομένων απέδειξε ότι εξαιρετικά μικρή συγκέντρωση του αποβλήτου, μικρότερη του 0,064%, είναι προϋπόθεση για να αποφευχθεί ο οικολογικός κίνδυνος για την υδρόβια πανίδα. Όμως, η παρούσα οικολογική κατάσταση του οικοσυστήματος απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως βέλτιστη, μιας και η απόρριψη ανεπεξέργαστων αποβλήτων στο νερό προκαλεί συγκεντρώσεις 5 φορές μεγαλύτερες από το ανωτέρω όριο, πλησιάζοντας το 0,32% κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Ο έλεγχος τοξικότητας επιτεύχθηκε με τη χρήση βιοδεικτών από δύο τροφικά επίπεδα (ασπόνδυλα και ψάρια του γλυκού νερού). Συγκεκριμένα, στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιήθηκαν δύο μακροασπόνδυλα (Daphnia magna και Thamnocephalus platyurus) με τη μορφή των μικροβιοτέστ Thamnotoxkit F και Daphtoxkit FTM magna, τα οποία επελέγησαν λόγω της αξιοπιστίας τους, της σχετικής ευκολίας τους στη χρήση, του χαμηλού κόστους και της προοπτικής τους να χρησιμοποιηθούν από μη εξειδικευμένο προσωπικό για την παρακολούθηση των επιπτώσεων των συγκεκριμένων αποβλήτων. Στη δεύτερη περίπτωση έγινε ο έλεγχος της τοξικότητας με έμβρυα zebrafish (Danio rerio) με βάση τα πρωτόκολλα των σχετικών ISO και της EPA.
Λήφθηκαν συνολικά 109 δείγματα (4 διπλά δείγματα τυρόγαλου, 55 διπλά δείγματα από τον αντιδραστήρα παραγωγής υδρογόνου και 50 διπλά δείγματα από τον αντιδραστήρα παραγωγής μεθανίου).
Στα τεστ τοξικότητας που εφαρμόστηκαν (Thamnotoxkit F, Daphtoxkit FTM magna και zebrafish), υπολογίσθηκαν τα L(Ε)C50 24h και 48h σύμφωνα με τα πρωτόκολλα εργασίας. Ευρέθη ότι το μεν Thamnocephalus platyurus είχε μέση τιμή LC50 ίση με 0,76 για τα δείγματα από τον αντιδραστήρα Η2-CSTR και 1,33 για τα δείγματα από τον αντιδραστήρα CH4-CSTR, οι αντίστοιχες τιμές για την Daphnia magna στις 48 ώρες ήταν 1,82 και 2,26 ενώ για το zebrafish 0,88 και 0,95 στο ίδιο διάστημα. Οι τιμές που προέκυψαν από τους τρεις ελέγχους κατατάσσουν τα απόβλητα από «πολύ τοξικά» έως «εξαιρετικά τοξικά».
Από τη συσχέτιση των φυσικοχημικών παραμέτρων με τα L(Ε)C50 προκύπτει ότι για τα δείγματα του Η2-CSTR υπάρχει θετική συσχέτιση των αμμωνιακών, νιτρικών και νιτρωδών ιόντων με το Thamnocephalus platyurus (R= 0,368, R=0,442 και R=0,362 αντίστοιχα) και για τα δείγματα του CH4-CSTR συσχέτιση υπάρχει μόνο με τα ολικά διαλυμένα στερεά (R=0,860).
Για το zebrafish, υπάρχει συσχέτιση με τα φωσφορικά (R= 0.542) και με τα αμμωνιακά ιόντα (R=0,562) για τα δείγματα του Η2-CSTR, ενώ για τα δείγματα του CH4-CSTR με τα φωσφορικά (R=0,963) και τα νιτρώδη ιόντα (R= 0,960).
Η Daphnia magna δε δείχνει καμία σημαντική συσχέτιση, με τη μεγαλύτερη εξ αυτών να παρατηρείται με τα αμμωνιακά ιόντα (R= 0,316) μόνο για τα δείγματα του Η2-CSTR.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω αποτελέσματα τεκμηριώνεται ότι το Thamnocephalus platyurus και το zebrafish είναι οι πιο ευαίσθητοι και επομένως οι πλέον κατάλληλοι οργανισμοί για την εκτίμηση της τοξικότητας των συγκεκριμένων αποβλήτων.
Η παρατήρηση σκελετικών δυσμορφιών έστω και σε μικρό ποσοστό δειγμάτων του zebrafish, οδήγησε στην ανίχνευση βαρέων μετάλλων σε όλα τα επεξεργασμένα δείγματα δεδομένου ότι και αυτά έχουν ενοχοποιηθεί για την πρόκληση αυτών. Συγκεκριμένα ανιχνεύθηκαν χρώμιο, μαγγάνιο, ψευδάργυρος και μόλυβδος, όμως ο ρόλος καθενός από αυτά ή και συνεργιστικά όλων αυτών στις παρατηρηθείσες δυσμορφίες δε μπορεί να διερευνηθεί πλήρως στα πλάισια αυτής της μελέτης και για τούτο θα απαιτηθεί περαιτέρω έρευνα.
Συνοπτικά αποδεικνύεται ότι όλα τα επεξεργασμένα δείγματα και με τις δύο μεθόδους ήσαν τοξικά και όχι περιβαλλοντικά ασφαλή για άμεση διάθεση σε υδάτινο αποδέκτη χωρίς περαιτέρω επεξεργασία για την απομάκρυνση των υπόλοιπων επιβαρυντικών παραγόντων όπως ο φώσφορος και οι ενώσεις του αζώτου.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη μελέτη εκτίμησης της τοξικότητας των αποβλήτων των τυροκομικών μονάδων μετά από την επεξεργασία του για παραγωγή βιοαερίου που γίνεται στη χώρα μας, αλλά και γενικότερα δεν υπάρχει ανάλογη αναφορά στη διεθνή βιβλιογραφία. Δεδομένου ότι η προαναφερθείσα επεξεργασία αποτελεί μια καινοτομία συνδυασμένης μεθοδολογίας που αποβλέπει αφενός στην εξυγίασνη του αποβλήτου και αφετέρου στην παραγωγή ωφέλιμου παραπροϊόντος όπως είναι το βιοαέριο, τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα αξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο, αφενός στους επιστήμονες που ασχολούνται με την επεξεργασία των αποβλήτων ώστε να αναζητήσουν τρόπους περαιτέρω αποφόρτισης αυτών από τους εναπομείναντες τοξικούς παράγοντες και αφετέρου στην πολιτεία για τη συστηματική παρακολούθηση και τον έλεγχο των συγκεκριμένων μονάδων στα πλαίσια εφαρμογής ορθής περιβαλλοντικής πολιτικής. / One of the major environmental hazard not only for the Achaia Prefecture, but also for many other regions of the Greek area has to deal with agro-industrial effluents which outfall to the countryside. Among the agro-industries, the units of milk treatment and cheese production are concerned as such of great environmental interest. Despite that the production of milk and dairy products is relatively limited in Achaia Prefecture, their scattered installation and their unlegal operation contribute considerably in the environmental pollution of the area.
The most dairy units operate in periodical base, they are scattered in the countryside while they are relatively assessed as small units. Their effluents that have been considered as toxic.
The basic aim of the present study is to estimate the toxicity of cheese whey effluents from dairy unit after their treatment for biogas production (hydrogen and methane) in anaerobic digestion reactors (H2-CSTR and CH4-CSTR respectively), aiming at the total estimation of their repercussions in the aquatic ecosystem.
Initially, the ecological risk from the rejection of cheese-whey effluents in the river of Vouraikos has been estimated. The data drived to an annual forecast which gives critical levels of ecological risk during summertime, and remarkable level of risk during autumn.
Integrated analysis proved that effluents concentration of the river smaller than 0,064% is prerequired in order to avoid the ecological risk of the aquatic fauna, while the present ecological situation of ecosystem is far from optimal, as the rejection of the untreated effluents into the water leads to concentrations 5 times higher than the above limit, approaching 0,32% during summertime.
The toxicity estimation was achieved with the use of bioindicators from two trophic levels (freshwater invertebrates and fish): Daphnia magna and Thamnocephalus platyurus in the form of mikrobiotests Thamnotoxkit F and Daphtoxkit FTM magna, and the embryos of zebrafish (Danio rerio) according to the protocols of ISO and EPA.
In total there have been taken 109 samples (4 duplicate samples of cheese whey, 55 duplicate samples from the reactor of hydrogen production and 50 duplicate samples from the reactor of methane production).
In the toxicity tests applied (Thamnotoxkit F, Daphtoxkit FTM magna and zebrafish), L(E)C50 in 24h and 48h were calculated according to the tests protocols. It was found that mean LC50 values for the Thamnocephalus platyurus was 0.76 for the samples from H2-CSTR reactor and 1.33 for the samples from CH4-CSTR reactor. The corresponding values for Daphnia magna in the 48 hours was 1.82 and 2.26 while for the zebrafish 0.88 and 0.95 for the same period. The values resulted from the three tests classify the effluents from “very toxic” to “extremely toxic”.
From the cross-correlation of physicochemical parameters with L(E)C50 results of Thamnocephalus platyurus, the samples of H2-CSTR reactor have positive correlation with the ammonium, nitrites and nitrates ions (R= 0.368, R=0.442 and R=0.362 respectively) and the samples of CH4-CSTR reactor have positive correlation only with TDS (R=0.860). Zebrafish correlates with phosphates (R= 0.542) and ammonium ions (R=0.562) for the samples of H2-CSTR, while for the samples of CH4-CSTR correlate with phosphates (R=0.963) and nitrites ions (R= 0.960).
Daphnia magna does not show significant correlation. The highest values observed was for the samples of H2-CSTR with the ammonium ions (R= 0.316).
According to the above results it is proved that Thamnocephalus platyurus and zebrafish are the most sensitive and suitable organisms for the toxicity estimation of the particular effluents.
The observation of spinal malformations in a small percentage of zebrafish, led to the detection of heavy metals to all treated samples. Chromium, manganese, zinc and lead were detected, however the role of each one of them in the observed malformations could not be investigated in the frames of this study and further research is required.
In ferentially, all the treated samples with both methods were toxic. They are not environmentally safe for direct disposal in the aquatic receiver and further treatment for the removal of the toxic factors as phosphates and the ions of nitrogen is needed.
Finally, it must be noted that the present study is the first toxicity evaluation study of the dairy wastewaters after their treatment for biogas not only in the Greek area but worldwide. Since such a treatment constitutes an innovative and combined methodology that aims to the remediation of the wastewaters and the production of a beneficial by-product as biogas, the results of this study could constitute a useful tool, in one hand for the scientists concerning wastewater treatment provoking them to search methods for further remediation of these effluents from the remaining toxic factors and on the other hand for the officials in order to achieve monitoring and controlling of these particular units.
|
3 |
Εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των απορροών από διαφορετικές μεθόδους επεξεργασίας των ελαιουργικών αποβλήτωνΡούβαλη, Αγγελική 08 February 2010 (has links)
Η Ελλάδα αποτελεί μία από τις βασικές ελαιοπαραγωγικές χώρες, καλύπτοντας το 17% της παγκόσμιας παραγωγής. Η παραγωγική διαδικασία λαμβάνει χώρα σε ελαιοτριβεία φυγοκεντρικού τύπου τριών φάσεων και δύο φάσεων. Στην πρώτη περίπτωση, παράγονται τρεις εκροές, το ελαιόλαδο, το υγρό απόβλητο και η παχύρευστη ελαιοπυρήνα. Στη δεύτερη περίπτωση, εκτός από το ελαιόλαδο προκύπτει και ένα παχύρευστο παραπροϊόν, η υγρή ελαιοπυρήνα.
Τα παραπροϊόντα της ελαιοπαραγωγικής διαδικασίας, λόγω της απευθείας διάθεσης στο έδαφος ή στα ποτάμια ή στη θάλασσα, επιδρούν δυσμενώς και στο περιβάλλον λόγω του υψηλού οργανικού φορτίου και της τοξικής δράσης ορισμένων συστατικών τους. Για το λόγο αυτό υπάρχουν πολυάριθμες βιβλιογραφικές αναφορές σχετικές με μεθόδους επεξεργασίας του αποβλήτου, που αφορούν σε φυσικές, χημικές, βιολογικές μεθόδους, με τις τελευταίες να είναι πιο διαδεδομένες και να θεωρούνται πιο αποτελεσματικές.
Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην εκτίμηση του κινδύνου του ελαιουργικού αποβλήτου για το υδάτινο οικοσύστημα και της αποτελεσματικότητας τριών βιολογικών μεθόδων επεξεργασίας του, ως προς τη μείωση της τοξικότητας, με σκοπό την ασφαλή διάθεση στο περιβάλλον. Πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις των φυσικοχημικών παραμέτρων των απορροών που προέκυψαν από την επεξεργασία του αποβλήτου με τον μύκητα Pleurotus ostreatus, καθώς και από την αναερόβια επεξεργασία σε αντιδραστήρες για παραγωγή υδρογόνου και μεθανίου. Η αποτελεσματικότητα των μεθόδων ελέγχθηκε μέσω της οικοτοξικολογικής προσέγγισης με τη χρήση των μικροβιοτεστ Thamnotoxkit F και Daphtoxkit FTM pulex και του τεστ τοξικότητας με έμβρυα ιχθύος (Danio rerio).
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ανάλογη ολοκληρωμένη μελέτη τοξικότητας των αποβλήτων των ελαιουργείων δεν έχει γίνει στη χώρα μας, γεγονός που καθιστά την όλη προσπάθεια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.
Λήφθηκαν 7 δείγματα ανεπεξέργαστου ελαιουργικού αποβλήτου, 16 δείγματα από την επεξεργασία με P. ostreatus, 50 δείγματα από τον αναερόβιο αντιδραστήρα για παραγωγή υδρογόνου και 25 από τον αντιδραστήρα για παραγωγή μεθανίου.
Η επίπτωση του ελαιουργικού αποβλήτου στα υδάτινα οικοσυστήματα και συγκεκριμένα σε ποτάμι, πραγματοποιήθηκε με την εφαρμογή της μεθοδολογίας για την εκτίμηση κινδύνου, μέσω του λόγου RQ (Risk Quotient) από όπου προέκυψε ότι ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα υψηλός.
Η φυσικοχημική ανάλυση των δειγμάτων έδειξε υψηλές τιμές στις παραμέτρους που αναλύθηκαν, ακόμα και μετά την επεξεργασία, καθώς και μεγάλη διακύμανση αυτών σε δείγματα της ίδιας κατηγορίας.
Από τους ελέγχους τοξικότητας που εφαρμόστηκαν, υπολογίσθηκαν οι τιμές τοξικότητας LC50 και εν συνεχεία οι τοξικές μονάδες (ΤU). Μέσω αυτών, το ελαιουργικό απόβλητο κατατάσσεται στην κατηγορία «πολύ τοξικό» (D. pulex) και «εξαιρετικά τοξικό» (Τ. platyurus και D. rerio), με τιμές ΤU να κυμαίνονται από 60,2 – 330,9. Η τοξικότητα συνδέεται άμεσα με τις φαινόλες, τα νιτρώδη, τα αμμωνιακά, τις τανίνες, τα θειικά ιόντα, τα ολικά χλωριόντα και τα ολικά διαλυμένα στερεά.
Η απορροή της πρώτης μεθόδου επεξεργασίας (με P. ostreatus), είχε μειωμένες συγκεντρώσεις φαινολικών και τανίνων και υψηλές εκείνες των υπόλοιπων παραμέτρων. Σύμφωνα με τους ελέγχους τοξικότητας με Daphtoxkit pulex και Thamnotoxkit, αυτή συσχετίζεται με τα αμμωνιακά, τις φαινόλες και τα ολικά διαλυμένα στερεά, ενώ στα zebrafish δεν εμφάνισαν συσχέτιση. Η απορροή χαρακτηρίστηκε «πολύ τοξική» (TU = 52,4 – 91,5).
Στην αναερόβια επεξεργασία για παραγωγή υδρογόνου χρησιμοποιήθηκαν δύο τύποι αποβλήτου: υγρό απόβλητο από ελαιοτριβείο τριών φάσεων και ελαιοπολτός από ελαιοτριβείο δύο φάσεων. Οι έλεγχοι τοξικότητας με τα καρκινοειδή χαρακτήρισαν και τους δύο τύπους απορροών «πολύ τοξικές» (TU = 26,8 – 68,7) ενώ με το zebrafish το υγρό απόβλητο κρίθηκε «εξαιρετικά τοξικό» (TU = 132,2) και ο ελαιοπολτός «πολύ τοξικός» (TU = 73,5). Η D. pulex επηρεάστηκε από τα ιόντα NO-3, NO-2 , SO-24 , Cl- και το COD του υγρού αποβλήτου, ενώ υπήρξε συσχέτιση με όλους τους παράγοντες του ελαιοπολτού εκτός του COD. Οι τιμές του COD συσχετίστηκαν με τις τιμές τοξικότητας του Thamnotoxkit και στους δύο τύπους απορροών, ενώ το zebrafish εμφάνισε ευαισθησία έναντι των νιτρωδών, νιτρικών, αμμωνιακών και χλωριόντων του υγρού αποβλήτου και μόνο στις συγκεντρώσεις των φαινολικών του ελαιοπολτού.
Κατά την αναερόβια επεξεργασία για παραγωγή μεθανίου οι έλεγχοι τοξικότητας κατέταξαν την απορροή στην κατηγορία «πολύ τοξική» (TU = 23,9 – 45,5). Οι τιμές τοξικότητας του Daphtoxkit συσχετίστηκαν με τα νιτρικά, τα αμμωνιακά, το pH και την αγωγιμότητα, ενώ οι τιμές που προέκυψαν από το Thamnotoxkit επηρεάστηκαν από τις φαινόλες, τις τανίνες και τις λιγνίνες. Και σε αυτή την περίπτωση, το zebrafish, δεν φάνηκε να επηρεάζεται από τις παραμέτρους που αναλύθηκαν.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ελέγχων με zebrafish, που ήταν το πιο ευαίσθητο είδος, η τοξικότητα της απορροής μειώθηκε σε σχέση με το ανεπεξέργαστο απόβλητο κατά 60% στην επεξεργασία με μύκητα, 65% στην αναερόβια χώνευση για παραγωγή υδρογόνου και 86% στην αναερόβια χώνευση για παραγωγή μεθανίου. Ωστόσο η εκροή παραμένει στη «πολύ τοξική» κατηγορία ώστε να μην θεωρείται ασφαλής για διάθεση στο περιβάλλον.
Παράλληλα, πραγματοποιήθηκε ανίχνευση μικροβιακών πληθυσμών στο ελαιουργικό απόβλητο και στο αναερόβια επεξεργασμένο για παραγωγή υδρογόνου. Ανιχνεύτηκαν τόσο οργανισμοί που αποδομούν τις φαινολικές ενώσεις (Pseudomonas aeruginosa) όσο και παθογόνοι (Citrobacter, Enterobacter clocae, Aeromonas hydrophila, Pseudomonas sp.), οι οποίοι εμφάνισαν συσχέτιση με τα αποτελέσματα των ελέγχων τοξικότητας με zebrafish, ερμηνεύοντας σε κάποιο βαθμό την ευαισθησία του είδους. Εμφανίστηκαν διαφορές μεταξύ των μικροβιακών πληθυσμών στους δύο τύπους αποβλήτου, με μόνο κοινό είδος το Enterobacter clocae.
Τέλος, με τη χρήση της ατομικής απορρόφησης ανιχνεύτηκαν βαρέα μέταλλα, τα οποία θεωρείται ότι προκάλεσαν τις παρατηρηθείσες δυσμορφίες στα έμβρυα του zebrafish μετά από έκθεση 7 ημερών, όπως έλλειψη χρώσης και σκελετικές δυσμορφίες. Οι μέσοι όροι των συγκεντρώσεων των βαρέων μετάλλων στα δείγματα κυμάνθηκαν μεταξύ 3,645 – 6,074 μg Hg/l, 0,488 – 1,017 mg Cu/l, 0,137 – 0,712 mg Mn/l, 0,190 – 3,198 mg Zn/l, 0,205 – 0,505 mg Cr/l, μη ανιχνεύσιμο - 0,106 mg Cd/l και 0,135 – 0,271 mg Pb/l.
Συμπεραίνεται ότι η τοξικότητα των απορροών προκαλείται από συνδυασμό παραμέτρων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι φαινόλες, οι τανίνες, τα αμμωνιακά, τα νιτρικά και τα νιτρώδη. Εκτός αυτών όμως, εκτιμάται ότι συνεισφέρουν στην τοξικότητα και οι μικροβιακοί πληθυσμοί αλλά και τα βαρέα μέταλλα.
Οι αναφερθείσες μέθοδοι επεξεργασίας αποδεικνύονται ιδιαίτερα αποτελεσματικές στη μείωση της τοξικότητας του ελαιουργικού αποβλήτου, με τη μέθοδο της αναερόβιας χώνευσης για παραγωγή μεθανίου να αναδεικνύεται η πιο αποτελεσματική. Ωστόσο η μείωση αυτή δεν είναι αρκετή για να καταστήσει την εκροή ασφαλή για απόρριψη σε υδάτινα οικοσυστήματα.
Τέλος, η παρούσα μελέτη προσφέρει νέα δεδομένα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την επιστημονική κοινότητα για την αναζήτηση και ανάπτυξη περιβαλλοντικά φιλικότερων μεθόδων επεξεργασίας των συγκεκριμένων αποβλήτων, αλλά και εργαλεία στους αρμόδιους θεσμικούς φορείς για τη συστηματική παρακολούθηση και τον έλεγχο των επιπτώσεων σύνθετων αποβλήτων στο περιβάλλον. / Greece is one of the major olive oil producing countries, covering 17% of the worldwide production. In the recent years, the productive process takes place in centrifugal type olive oil mills of three phases and two phases. In the first case, three outflows are produced, the olive oil, the liquid wastewaters and oil-stone. In the second case, apart from olive oil, the by-product is a semi-solid waste called olive pulp.
The by-products of the olive oil process provoke serious repercussions to the environment from the uncontrolled disposal to the soil and to the rivers or to the sea, because of the high organic load and the especially toxic action of certain components. For this reason many bibliographic reports exist regarding treatment methods of this waste, which include physical, chemical and biological methods, with the last to be considered more effective.
The present study aims to the risk assessment of olive oil mill wastewaters (OMW) posed to aquatic ecosystems and to the estimation of the effectiveness of three biological treatment methods regarding the reduction of toxicity, driving to safe environmental disposal. Analyses of the physicochemical characteristics were conducted for the effluents that resulted from the treatment of the waste with the white rot fungus Pleurotus ostreatus, as well as from the anaerobic treatment in reactors for hydrogen and methane production. The effectiveness of the aforementioned methods was validated via the ecotoxicological approach with the use of the two microbiotests Thamnotoxkit F and Daphtoxkit FTM pulex and the embryo toxicity test of the zebrafish Danio rerio.
It must be noted that a similar integrated study has not been conducted not only in Greece but worldwide, a fact rendering the whole effort especially interesting.
Seven (7) samples of the untreated OMW were collected from a three phase system, 16 samples from the outflow of the treatment with P. ostreatus, 50 samples from the anaerobic reactor for hydrogen production and 25 samples from the methane producing reactor.
The repercussion of OMW to the aquatic ecosystems and specifically to a river, was realised with the application of the risk assessment methodology, via the Risk Quotient (RQ). The results indicate that the risk is quite high seasonally.
The physicochemical analyses of the samples revealed high values in the parameters that were analyzed, even after the treatments, as well as a high deviation of the values, even in samples of the same category.
The toxicity test results were expressed in LC50 values according to the test protocols that were transformed to toxic units (TU), in order to categorize the samples. The untreated samples were classified in the category “very toxic” (against D. pulex) and “extremely toxic” (against T. platyurus and D. rerio), with TU values that oscillated from 60,2 - 330,9. The toxicity appears to be influenced considerably by phenols but also by nitrates, ammonium, tannins, the sulphuric ions, total chlorine and total dissolved solids.
The first treatment method (with P. ostreatus), resulted in an effluent with decreased concentrations of phenols and tannins, but the remaining toxic parameters had high values. The results of the toxicity tests with Daphtoxkit pulex and Thamnotoxkit were correlated with ammonium, phenols and total dissolved solids, while zebrafish were not cross-correlated. The outflow was characterized as “very toxic”, while the TU oscilated from 52,4 - 91,5.
In the anaerobic treatment for hydrogen production two types of wastes were used: liquid wastewaters and olive pulp from a three phase and two phase olive oil mill respectivelly. Toxicity tests with the crustaceans characterized the two types of outflows as “very toxic” (TU = 26,8 - 68,7) while according to the zebrafish test only the liquid wastewater was assessed as “exceptionally toxic” (TU = 132,2) whereas the olive pulp as “very toxic” (TU = 73,5). D. pulex was influenced by ions such as NO-3, NO-2 , SO-24 , Cl- and COD from the treated OMW, whereas all parameters from the olive pulp revealed good correlation to D. pulex with the exception of COD. The results from the Thamnotoxkit test correlated with COD in both types of effluents, while zebrafish presented a sensitivity against the concentrations of nitrates, nitrites, ammonium and chlorine.
In the case of anaerobic treatment for the production of methane the toxicity tests classified the outflow in the category “very toxic” (TU = 23,9 - 45,5). The toxicity values of Daphtoxkit were correlated with nitrites, ammonium, pH and conductivity, while the values that resulted from Thamnotoxkit were influenced by phenols, tannins and lignin. Also in this case, zebrafish, it did not appear to be influenced from the analyzed parameters.
According to the results of the zebrafish tests that were the most sensitive, the toxicity of the treated effluents was decreased compared to that of the untreated wastewaters, by 60% in the treatment with the white rot fungi, 65% in the anaerobic reactor for hydrogen production and 86% in the anaerobic reactor for the production of methane. All outflows however remain in the “very toxic” category so they are not considered acceptable for environmental disposal.
In addition to the above, microbial populations in the untreated OMW and in the effluent from the anaerobic processe for hydrogen production were detected. Organisms that degrade phenolic compounds were detected (Pseudomonas aeruginosa), as well as others that are considered as pathogens (Citrobacter sp., Enterobacter clocae, Aeromonas hydrophila, Pseudomonas sp.). The later presented cross-correlation with the results of the zebrafish toxicity tests, interpreting in some degree the sensitivity of the species. The microbial flora was differentiated between the untreated and treated effluent presenting only one common species, namely Enterobacter clocae.
Finally, heavy metals were detected in all outflows, which are considered to cause malformations that were observed in this study in zebrafish embryos after a 7-day test. These included lack of pigmentation and spinal deformities. The mean values oscillated between 3,645 - 6,074 μg Hg/l, 0,488 - 1,017 mg Cu/l, 0,137 - 0,712 mg Mn/l, 0,190 - 3,198 mg Zn/l, 0,205 - 0,505 mg Cr/l, not detected- 0,106 mg Cd/l and 0,135 - 0,271 mg Pb/l.
In conclusion, the toxicity of the analyzed samples was caused by a combination of parameters, which included phenols, tannins, ammonium, nitrites and nitrates. However, besides these, the microbial populations but also the heavy metals that were detected probably contribute to the observed toxicity. The particular treatment methods proved to be especially effective in the reduction of toxicity of olive oil mill wastewaters, but the reduction is not capable to render the outflow as safe for disposal in aquatic ecosystems.
Finally, the current study offers data that could be utilized by the relative scientists in order to develop more environmentally friendly methods for the treatment of this specific effluents and additionally provides tools to the government officials for the systematic monitoring and controlling of such complex and hazardous effluents.
|
4 |
Εκτίμηση της οξείας τοξικότητας των αποβλήτων μονάδων παραγωγής χάρτου με την χρήση ως βιοδεικτών της πέστροφας Oncorhynchus mykiss και των μακροασπόνδυλων Daphnia pulex και Thamnocephalus platyurus. / Acute toxicity assessment of wastewaters from paper mills with use of the bioindicators: rainbow trout (Oncorhynchus mykiss)and the macroinvertebrates Daphnia pulex and Thamnocephalus platyurus.Βενετσανέας, Νικόλαος 28 June 2007 (has links)
Στην Ελλάδα γενικά, αλλά και στο Νομό Αχαΐας ειδικότερα, υπάρχουν αρκετές μονάδες παραγωγής χάρτου. Αρκετές από αυτές δεν βρίσκονται εντός των ορίων Βιομηχανικών Περιοχών (ΒΙ.ΠΕ.), με συνέπεια τα ακατέργαστα απόβλητά τους να συμβάλλουν σημαντικά στη ρύπανση του περιβάλλοντος. Το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα που προκαλείται από τις συγκεκριμένες μονάδες είναι η εναπόθεση μεγάλων ποσοτήτων υγρών ακατέργαστων αποβλήτων κυρίως στα υδάτινα οικοσυστήματα. Τα απόβλητα αυτά περιέχουν μεγάλο οργανικό φορτίο, οργανοαλογονωμένες ενώσεις, υψηλά επίπεδα αιωρούμενων στερεών , φαινολών και λιγνινών, με αποτέλεσμα να προκαλούν δυσμενείς επιπτώσεις στους υδάτινους αποδέκτες, όπως τοξικότητα στους υδρόβιους οργανισμούς, ευτροφισμό και άνοδο της θερμοκρασίας. Η παρούσα μελέτη έχει ως βασικό σκοπό την εκτίμηση της τοξικότητας των αποβλήτων δυο μονάδων παραγωγής χάρτου, εγκατεστημένων στην ΒΙ.ΠΕ. Πατρών, με τη χρήση βιοδεικτών. Ως βιοδείκτες χρησιμοποιήθηκαν τόσο ψάρια του γλυκού νερού (πέστροφες του είδους Oncorhynchus mykiss), όσο και μακροασπόνδυλα (των ειδών Daphnia pulex και Thamnocephalus platyurus) με τη μορφή των μικροβιοτέστ Thamnotoxkit F και Daphtoxkit FTM pulex. Συνολικά ελήφθησαν 16 δείγματα (τέσσερα διπλά δείγματα από την κάθε μονάδα). Στα τεστ τοξικότητας που εφαρμόστηκαν (Thamnotoxkit F, Daphtoxkit FTM pulex και πέστροφες), υπολογίσθηκαν τα L(Ε)C50 24h, 48h και 96h αντίστοιχα σύμφωνα με τα πρωτόκολλα εργασίας. Για το μικροβιοτέστ Thamnotoxkit F, τα απόβλητα και από τις δυο μονάδες δεν ήταν τοξικά. Μετά από την μετατροπή των τιμών αυτών σε τοξικές μονάδες, ευρέθη ότι στο Daphtoxkit FTM pulex κυμαίνονταν από 0,79 εώς 1,12 για την ΜΠΧ1 και 1,21 έως 1,38 για την ΜΠΧ2, ενώ στις πέστροφες μεταξύ 2,92 και 4,85 για την ΜΠΧ2. Τα απόβλητα της ΜΠΧ1 δεν ήταν τοξικά για την πέστροφα. Οι τιμές αυτές και για τους τρεις ελέγχους κατατάσσουν τα απόβλητα ως «τοξικά», εκτός από το δείγμα Β της ΜΠΧ1 που ταξινομείται ως «ελαφρά τοξικό». Τα προαναφερθέντα αποδεικνύουν ότι η μονάδα παραγωγής χάρτου με πρώτη ύλη ανακυκλωμένο χαρτί (ΜΠΧ2) είναι σε κάθε περίπτωση πιο τοξική από εκείνη που παράγει χαρτί από καθαρό χαρτοπολτό (ΜΠΧ1). Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη μελέτη εκτίμησης της τοξικότητας με βιοδείκτες των αποβλήτων μονάδων παραγωγής χάρτου που γίνεται στη χώρα μας, παρ’ ότι αυτά συμμετέχουν στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Εκτιμάται ότι τα στοιχεία τοξικότητας που παρατίθενται στη παρούσα εργασία θα είναι χρήσιμα τόσο για την εκπόνηση διαχειριστικών μοντέλων, όσο και μοντέλων εκτίμησης της επικινδυνότητάς τους (risk assessment). / In Greece in general and subsequently in the Achaias Prefecture, several units of paper production exist. Many of them are not located in Industrial Areas and so they contribute significantly to the environmental pollution. The most adverse environmental problem caused by these manufacturing units, is considered to be the release of large quantities of raw liquid effluents, mainly into the aquatic ecosystems. These wastes contain a high organic load, chlorinated compounds (AOCl), high levels of suspended solids, as well as phenols and lignins resulting in hazardous effects on aquatic receivers, like toxicity and eutrophication. In this study, the toxicity of the wastewaters from two paper mills (PM1 and PM2) located in Achaias prefecture is estimated, firstly by using macroinvertebrates (Daphnia pulex και Thamnocephalus platyurus) in the form of microbiotests Thamnotoxkit F and Daphtoxkit FTM pulex, and secondly by using the trout (Onchorynchus mykiss) as a test organism. Sixteen samples were collected from both units overall (four duplicated samples from each mill). In the toxicity tests Thamnotoxkit F, Daphtoxkit FTM pulex and trout, the L(E)C50 in 24, 48 and 96 hours respectively were calculated according to the protocols. Thamnotoxkit F showed no sensitivity for the wastewaters from both mills. After the transformation of these values in toxic units, for Daphtoxkit FTM pulex ranged from 0,79 - 1,12 for PM1 and 1,21 - 1,38 for PM2. In the trout bioassay they varied from 2,92 - 4,85 for PM2, while the values for PM1 were zero. These values classify the tested paper mill effluents as “toxic”, except sample B from PM1 which was classified as “slightly toxic”. Therefore, it is shown that the paper mill which uses recycled paper as primary raw material (PM2) has more toxic waste for the environment than the paper mill which uses pre-treated paper pulp (PM1). Finally, it must be noted that the present study is the first toxicity evaluation study with bioindicators for paper mill wastewaters in our country, even though they contribute significantly to the environmental pollution. It is estimated that the measured toxicity parameters in the present study will be very useful for the designing of management plans, as well as for risk assessment models.
|
5 |
Εκτίμηση της τοξικότητας των τελικών εκροών από το σταθμό βιολογικής επεξεργασίας των αστικών αποβλήτων της Πάτρας με την χρήση βιοδεικτών (biotest)Κονταλή, Ματίνα 03 April 2012 (has links)
Στην παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε εκτίμηση της τοξικότητας των τελικών
εκροών πριν και μετά το στάδιο της απολύμανσης (με τη χρήση της μεθόδους της
χλωρίωσης) από το σταθμό βιολογικής επεξεργασίας των αστικών αποβλήτων της Πάτρας με
την χρήση βιοδεικτών (biotest). Η μελέτη των τοξικών επιπτώσεων αυτών των εκροών και
από τα δύο στάδια πραγματοποιήθηκε σε οργανισμούς-Βιοδείκτες τόσο των γλυκών όσο και
αλμυρών υδάτων, όπως οι οργανισμοί Thamnocephalus platyurus και Artemia franciscana
(με τη μορφή βιοτέστ Thamnotoxkit F και Artoxkit MTM αντίστοιχα), όσο και σε φυτικά είδη,
όπως τα Sorghum saccharatum, Lepidum sativum και Sinapis alba (με τη μορφή
Phytotoxkit). Επιπλέον έγινε ανίχνευση του μικροβιακού φορτίου πριν και μετά το στάδιο της
χλωρίωσης, για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της μεθόδου απολύμανσης των
εκροών, καθώς και χημική ανάλυσή τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας
μελέτης, οι τελικές εκροές υγρών αποβλήτων που καταλήγουν στο στάδιο της απολύμανσης,
με τη μέθοδο της χλωρίωσης παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις τόσο στις φυσικοχημικές
παραμέτρους και στη συγκέντρωση βαρέων μετάλλων που μετρήθηκαν, όσο και στην
τοξικότητα που μπορεί να επιφέρουν στους οργανισμούς που χρησιμοποιήθηκαν. Τα
αποτελέσματα της παρούσας μελέτης έδειξαν την αποτελεσματικότητα της μεθόδου όσο
αφορά τη μείωση του μικροβιακού φορτίου των τελικών εκροών. Αντίθετα, η μελέτη
τοξικότητας των τελικών εκροών με τη χρήση οργανισμών τόσο του γλυκού όσο και του
αλμυρού νερού (Thamnocephalus platyurus και Artemia franciscana αντίστοιχα), καθώς και
σε φυτικούς οργανισμούς (Sorgum saccharatum, Sinapsis alba και Lepidum sativum) έδειξε
σημαντικές εποχικές μεταβολές στην επαγωγή τοξικών φαινομένων. Συγκεκριμένα, οι εκροές
(μετά το στάδιο της χλωρίωσης effluents) φαίνεται να είναι λιγότερο τοξικές για τους
οργανισμούς του αλμυρού νερού, συγκριτικά με τις τοξικές επιπτώσεις που προκαλούν οι
εκροές πριν το στάδιο της χλωρίωσης (influents). Αντίθετα, οι εκροές που προκύπτουν μετά
το στάδιο της χλωρίωσης παρουσιάζουν μεγαλύτερη τοξικότητα σε οργανισμούς του γλυκού
νερού, σε σχέση με τις επιπτώσεις που προκαλούν οι εκροές πριν το στάδιο της χλωρίωσης,
ενώ παρατηρήθηκε σημαντική αναστολή της αυξητικής ικανότητας των ειδών Sorgum
saccharatum και Sinapsis alba σε κάθε περίπτωση.
Συμπερασματικά, από τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, φαίνεται η
αποτελεσματικότητα της μεθόδου απολύμανσης των τελικών εκροών, όσο αφορά την
απαλλαγή τους από μολυσματικούς παράγοντες, αλλά αναδεικνύονται τα προβλήματα
τοξικότητας που μπορεί να επιφέρουν οι τελικές εκροές σε οργανισμούς των τελικών
υδάτινων αποδεκτών (γλυκό και αλμυρό νερό), καθώς και η αναποτελεσματικότητα της
χρήσης των τελικών εκροών σε δραστηριότητες όπως η άρδευση, λόγω της αναστολής που
προκαλεί η χρήση τους σε φυτικούς οργανισμούς. / In this study was estimated the toxicity of the final effluents before and after the stage of disinfection (using the method of chlorination) in the wastewater treatment plant of Patras
using bioindicators (biotest).The study of the toxic effects of these effluents and of the two
stages was performed on organisms bioindicators both in freshwater and salt water, such as
Thamnocephalus platyurus and Artemia franciscana (in the form of biotest Thamnotoxkit F
and Artoxkit MTM respectively) and on plant species such as Sorghum saccharatum, Lepidum
sativum and Sinapis alba (in the form of Phytotoxkit). Moreover the treated effluents were
tested for microbiological parameters before and after the stage of chlorination, to assess the
effectiveness of the method of disinfection of effluents, and also a chemical analysis was
performed. According to the results of this study, the final effluents of wastewater that end in
the process of disinfection, with the method of chlorination, vary widely both in
physicochemical parameters and heavy metals that were measured, and as well the toxicity
that can cause to organisms used. The results of this study showed the effectiveness of the
method as regards reducing the microbial load of the final effluents. Instead, the study of final
effluents toxicity using organisms of both fresh and saltwater (Thamnocephalus platyurus and
Artemia franciscana, respectively) and in plant organisms (Sorgum saccharatum, Sinapsis
alba and Lepidum sativum) showed significant seasonal changes in the induction of toxic
reactions. Specifically, the effluents (after-chlorination effluents) seem to be less toxic for
organisms of salt water, compared with the toxic effects caused by effluents before the stage
of chlorination (influents). However, the effluents after the stage of chlorination are toxic in
freshwater organisms compared to the effects caused by effluents before the stage of
chlorination, while there was significant inhibition of growth capacity of species Sorgum
saccharatum, Sinapsis alba in each case.
In conclusion, the results of this study show the effectiveness of the method of
disinfection of final effluents, as regards the discharge from contaminants, but highlighted the
problems of toxicity that the final effluents can cause to organisms in the final water receiver
(fresh and salty water), and the inefficiency of using of final effluents in activities such as
irrigation, due to the inhibition caused by their use in plant organisms.
|
Page generated in 0.0316 seconds