• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 12
  • 3
  • Tagged with
  • 15
  • 12
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Η εικόνα της Ελλάδας ως τουριστικός προορισμός / The image of Greece as a tourism destination

Ιωακειμίδου, Πολυξένη 12 March 2015 (has links)
Βασιζόμενη στην θεωρία της εικόνας και του αντιληπτού κινδύνου, η παρούσα μελέτη επιδιώκει να αξιολογήσει, εν μέσω της οικονομικής κρίσης που διανύει η Ελλάδα, την εικόνα της χώρας ως διεθνής τουριστικός προορισμός. Ειδικότερα, εξετάζονται σε ένα συνολικό μοντέλο οι σχέσεις μεταξύ εικόνας προορισμού, αντιληπτού κινδύνου, σχέσης τουριστών-προορισμού, και συμπεριφοράς τουριστών. Για την συλλογή των δεδομένων η έρευνα απευθύνθηκε σε εν δυνάμει τουρίστες δυο κύριων αγορών-στόχων για την Ελλάδα – την Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο – ενώ διερευνήθηκαν και οι πιθανές διαφοροποιήσεις μεταξύ των δυο δειγμάτων. Από τα συμπεράσματα της έρευνας υποστηρίζεται η γενική αρνητική επίδραση του αντιληπτού κινδύνου στην εικόνα, και αναδεικνύονται οι συγκεκριμένοι τύποι κινδύνου που συνδέονται με τις επιμέρους διαστάσεις της εικόνας. Ακόμη, επιβεβαιώνεται η επίδραση των εικόνων στην συμπεριφορά των τουριστών, η οποία μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις διαμεσολαβείται από την σχέση τουριστών-προορισμού. Συνολικά το προτεινόμενο μοντέλο επιτυγχάνει να ερμηνεύσει περισσότερο από το μισό της μεταβλητότητας στην συμπεριφορά των τουριστών, δηλαδή την πρόθεση τους να επισκεφτούν και να συστήσουν την Ελλάδα. / Based on image theory and perceived risk theory, this study aims to evaluate the image of Greece as a international tourist destination, while the country suffers a financial crisis. Specifically, the study employs an overall model to examine the relationships among destination image, perceived risk, tourist-destination relationship and tourist behaviour. As it concerns the data collection, we address potential tourists of two main Greece’s target-groups – Russia and United Kingdom – while possible differentiations between the two groups were also investigated. The research’s results support the overall negative effect of the perceived risk on image, and reveal the specific types of risk that are associated with each image dimension. Moreover, they confirm the effect of image on tourist behavior, in most cases mediated by tourist-destination relationship. In conclusion, the proposed model explains more than the half of the variance of tourist behavior – namely their intention to visit and to recommend Greece.
12

Διορθωμένη - για - κίνδυνο κατάταξη απόδοσης των ελληνικών μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων

Δημητρακόπουλος, Ιωάννης 30 March 2009 (has links)
Σε αυτήν την έρευνα, κατασκευάσαμε την διορθωμένη για κίνδυνο κατάταξη αποδόσεων για την περίπτωση των ελληνικών μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων. Η διορθωμένη για κίνδυνο απόδοση μετρά τη ποσότητα του κινδύνου και εκφράζεται γενικά ως αριθμός ή κατάταξη. Οι διορθωμένες για κίνδυνο αποδόσεις εφαρμόζονται σε μεμονωμένα αξιόγραφα, επενδυτικά κεφάλαια και σε χαρτοφυλάκια. Η εμμονή ορίζεται ως ένα φαινόμενο όπου η σχετική (κατάταξη) απόδοση τείνει να επαναλαμβάνεται σε διαδοχικά χρονικά διαστήματα. Εφαρμόσαμε διάφορα τεστ προκειμένου να αξιολογηθεί η παρουσία ή όχι της εμμονής. Τα εμπειρικά αποτελέσματα μας έδειξαν ότι η εμμονή γίνεται πιο αδύναμη σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. / In this research we constructed the ranking of the risk adjusted returns in the case of the Greek equity mutual funds market. Risk adjusted returns is a concept that refines an investment's return by measuring how much risk is involved in producing that return, which is generally expressed as a number or rating. Risk-adjusted returns are applied to individual securities and investment funds and portfolios. Persistence is defined as a phenomenon where relative (ranked) performance tends to repeat across successive time intervals. We apply various tests in order to assess the presence or not of persistence. Our analysis documents that persistence becomes weaker as the investment horizon is increased.
13

Η μελέτη της γλοιότητας του πλάσματος σε γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) και η συσχέτιση της με τις ορμονικές και μεταβολικές παραμέτρους

Βερβίτα, Βασιλική 09 October 2009 (has links)
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) είναι ίσως η συχνότερη διαταραχή των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Οι κύριες κλινικές εκδηλώσεις του συνδρόμου είναι η υπερανδρογοναιμία και η χρόνια ανωοθυλακιορρηξία, ενώ σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Η αντίσταση στην ινσουλίνη έχει ένα σημαντικό ρόλο τόσο ως αίτιο όσο και ως αποτέλεσμα του συνδρόμου. Στις γυναίκες τόσο η υπερινσουλιναιμία όσο και η υπερανδρογοναιμία σχετίζεται με αυξημένο καρδιοαγγειακό κίνδυνο. Το PCOS σχετίζεται με αυξημένο καρδιοαγγειακό κίνδυνο, ενώ τόσο η αλλαγή τρόπου ζωής και η φαρμακολογική παρέμβαση έχει δειχθεί ότι βελτιώνει την υπερανδρογοναιμία και την υπογονιμότητα και ελαττώνει τον καρδιοαγγειακό κίνδυνο. Μαζί με τους κλασικούς καρδιοαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, αιμοδυναμικές και αιματολογικές μεταβλητές παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση της αθηρωσκλήρυνσης. Η γλοιότητα του πλάσματος είναι σημαντική αιματολογική μεταβλητή και εξαρτάται απο μακρομόρια όπως το ινωδογόνο, οι ανοσοσφαιρίνες και οι λιποπρωτεϊνες. Ο σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν να ερευνήσει τις μεταβολές της γλοιότητας του πλάσματος σε γυναίκες με PCOS και την συσχέτιση τους με την υπερανδρογοναιμία, την παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Η μελέτη συμπεριέλαβε 96 ασθενείς με PCOS και 72 γυναίκες με φυσιολογική έμμηνο ρύση ως ομάδα ελέγχου. Η γλοιότητα πλάσματος ήταν 1.243±0.670 mm2/s στην ομάδα ελέγχου (n=72), και 1.250±0.079 στιν γυναίκες με PCOS (n=96) (p=0.524). Η γλοιότητα του πλάσματος εμφάνισε σημαντική συσχέτιση με BMI (b=0.315, p=0.013), Ολικές Πρωτείνες (b=0.348, p=0.005), AUCIns (b=0.320, p=0.011). Στις γυναίκες με PCOS με αντίσταση στην ινσουλίνη (PCOS-IR) η γλοιότητα του πλάσματος ήταν 1.300 ± 0.055 mm2/s, ενώ στις γυναίκες με PCOS χωρίς αντίσταση στην ινσουλίνη (PCOS-ΝIR) η γλοιότητα του πλάσματος ήταν 1.231± 0.49 mm2/s (p=0.004). Στη συνέχεια χωρίσαμε όλες τις γυναίκες με PCOS σε 2 υποομάδες: αυτές με BMI<25 και αυτές με BMI>25. Η γλοιότητα πλάσματος ήταν 1.235±0.786mm2/s στις γυναίκες με PCOS και BMI<25, και 1.273±0.756mm2/s στις γυναίκες με PCOS και BMI>25 (p=0.024). Σε νέες γυναίκες με PCOS η αύξηση της γλοιότητας του πλάσματος συσχετίσθηκε με την παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Συμπερασματικά στις νέες γυναίκες με PCOS η γλοιότητα του πλάσματος επιδεινώθηκε από την αντίσταση στην ινσουλίνη. Καθώς η αυξημένη γλοιότητα του πλάσματος είναι ένας πρώιμος παράγοντας κινδύνου για καρδιοαγγειακή νόσο, ο κλινικός χειρισμός των νέων υπέρβαρων γυναικών με PCOS θα πρέπει πάντα να περιλαμβάνει μία μείωση του σωματικού τους βάρους και τη λελογισμένη και με προσοχή χρήση των αντισυλληπτικών δισκίων ως θεραπευτική προσέγγιση. / Polycystic ovary syndrome (PCOS) is the leading cause of anovulatory infertility in women. PCOS is characterized by hirsutism, anovulation, hyperandrogenemia and is also highly associated with obesity and insulin resistance. Insulin resistance plays a significant role, both as a cause and as a result of the syndrome. Both hyperinsulinemia and androgen excess in women is associated with increased cardiovascular risk. PCOS is linked to cardiovascular disease, while, altering lifestyle or pharmacological intervention has been shown to improve hyperandrogenism and infertility and reduce cardiovascular risk. Along with classic cardiovascular risk factors, hemodynamic and hemorheologic variables play an important role in the pathogenesis of atherosclerosis. Plasma viscosity is an important hemorheologic variable and is mainly determined by several macromolecules, including fibrinogen, immunoglobulins, and large lipoproteins. Our objective was to investigate plasma viscosity in women with PCOS. The acquired data were tested for association with hyperandrogenemia, obesity and insulin resistance in PCOS patients. The study included 96 young PCOS women and 72 healthy controls. Plasma viscosity was 1.243±0.670 mm2/s in the control group and 1.250±0.079 in PCOS women (p=0.524). Total protein (B=0.348, p=0.005), AUC for Insulin (B=0.320, p=0.011) and BMI (B=0.315, p=0.013) were proven to be significantly correlated to plasma viscosity. Plasma viscosity was significantly increased in PCOS women with Insulin Resistance (IR) compared to matched for age and BMI PCOS women without IR (1.300±0.055 mm2/s versus 1.231±0.049 mm2/s) (p=0.004). Then we divided all PCOS women in two separate groups, lean PCOS with BMI<25 and obese PCOS with BMI>25. Plasma viscosity was 1.235±0.786mm2/s in PCOS women with BMI<25, in the group of women was and 1.273±0.756mm2/s in PCOS women with BMI>25 (p=0.024). Young PCOS women presented a plasma viscosity which was increased by obesity and IR. In conclusion, young PCOS women presented a plasma viscosity which was deteriorated by IR. As increased plasma viscosity is an early risk factor for cardiovascular disease, clinical management of young overweight PCOS women with IR should always include a serious reduction in body weight and the use of oral contraceptive treatment with cautious.
14

Εμπειρική διερεύνηση παραγόντων που επιδρούν στο δείκτη μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων : η περίπτωση της Ευρωζώνης / Empirical investigation of factors that influence the non-performing loans rate : the case of Eurozone

Μακρή, Βασιλική 05 July 2012 (has links)
Στη παρούσα μελέτη, αρχικά παρουσιάζονται από θεωρητική πλευρά θέματα που αφορούν το ρυθμιστικό πλαίσιο, τον πιστωτικό κίνδυνο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και οι έννοιες Ευρωζώνη και Ευρωσύστημα. Ακολούθως, με τη χρήση ενός οικονομετρικού μοντέλου επιχειρήθηκε ο προσδιορισμός των παραγόντων εκείνων που επηρεάζουν τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρωζώνη. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων ουσιαστικά συνιστάται ως προσεγγιστική μεταβλητή του πιστωτικού κινδύνου και την περίοδο αυτή της παρατεταμένης ύφεσης αποτελεί ενδεχομένως τη μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζουν τα διάφορα τραπεζικά συστήματα όλου του κόσμου. Χρησιμοποιώντας συγκεντρωτικά δεδομένα (aggregate data) σε ένα πάνελ 13 χωρών της Ευρωζώνης για την περίοδο 2000-2008 και με την βοήθεια της fixed effect προσέγγισης, εντοπίστηκαν ισχυρές συσχετίσεις μεταξύ του NPL και διαφόρων μακροοικονομικών και τραπεζικών (banκ specific) παραγόντων. Πιο συγκεκριμένα, τα ευρήματα της εμπειρικής διερεύνησης, επιβεβαιώνουν τη διεθνή βιβλιογραφία καθώς από πλευράς τραπεζικών μεταβλητών ισχυρή επίδραση στο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δάνειων εμφανίζει ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, ο δείκτης δάνεια προς καταθέσεις και ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων της προηγούμενης χρονιάς. Τέλος, από μακροοικονομικής πλευράς το δημόσιο χρέος και η ανεργία φαίνεται να είναι δυο επιπλέον παράγοντες που επιδρούν στη διαμόρφωση του δείκτη, αποτυπώνοντας ότι η κατάσταση της οικονομίας των χωρών της ευρωζώνης συνδέεται άρρηκτα με τον δείκτη NPL. / In this study, from the theoretical point of you, issues regarding regulation, credit risk, non-performing loans, Eurozone and Eurosystem are presented. Then, implementing an econometric model it was examined which factors influence the ratio of nonperforming loans in the Eurozone. It is worthwhile to mention that the ratio of NPLs can be used as a proxy of credit risk. Nowadays, credit risk seems to be the greatest risk, which banking systems are facing all over the world. Particularly, Using aggregate data on a panel of 13 countries for the period 2000-2008 and applying the fixed effect approach, strong correlations between the NPL and various macroeconomic and bank specific factors are confirmed. Our findings largely agree with the literature as, in terms of bank-specific variables, the capital ratio, the loans to deposits ratio and the rate of non-performing loans of the previous year appear to exert a powerful influence on the non-performing loans rate. At the same time, from a macroeconomic perspective, the public debt and unemployment seem to be two additional factors that affect the index, revealing that the state of the economy of Eurozone countries is clearly linked to the NPL index.
15

Radiological imaging of neonates : radiation dose and image quality / Ακτινολογική απεικόνιση νεογνών : απορροφούμενη δόση και ποιότητα εικόνας

Δουγένη, Ευτυχία 01 October 2012 (has links)
During hospitalisation in the SCBU premature neonates may undergo a significant number of radiographic procedures to assist mainly in the diagnosis and management of lung diseases, which represent one of the most life threatening conditions in the newborn. Additionally, repeated radiographs are required to confirm correct positioning of tubes and catheters inserted during the course of their management. Special attention should be paid in optimising exposures, as neonates have an increased risk of radiation induced malignancy compared to adults due to the high radiosensitivity of mitotic cells and their longer life expectancy. Another consideration in the frequent imaging of neonates, while in the SCBU, is that handling of the neonate should be minimised. Current clinical practice mainly involves positioning the cassette on the bed directly behind the neonate. However, lifting or moving the infant to position the cassette, can lead to hypoxia, bradycardia, cerebral haemorrhage and could cause accidental dislodgment of tubes, lines and probes. Additionally, medical and nursing issues include increased risk of cross infection and changes in the stable microenvironment of the incubator, e.g. humidity and temperature. Modern incubators incorporate an imaging tray under the bed to facilitate placement of the radiographic cassette without the need to disturb the infant. Paediatricians and nurses urge the use of the tray for the benefit of the neonate. One the other hand, great concerns form the radiographers were expressed, regarding increased dose and poor image quality due to greater attenuation of the beam, as well as for repeat exposures due to artifacts or misalignment. The current study was divided in three parts. The first objective of the study was to perform a survey of the doses encountered in two Special Care Baby Units, one at the University Hospital of Patras in Greece and the other one at the Royal Victoria Infirmary in Newcastle upon Tyne in the UK. The first part of this study was performed in Greece and an optimized radiographic protocol for film-screen was suggested according to neonatal birth weight. In the second part, realized in the UK, the use of the incubator imaging tray is investigated for positioning the CR cassette, with regards to detector dose, exposure index, image quality and radiation dose to patient. Part three is studying the effect of the new tissue radiosensitivity factors, published in the new report from the International Commission on Radiological Protection 2007, on the effective dose conversion coefficients in computed tomography examinations in paediatric patients. / Τα νεογνά, και ιδιαίτερα τα πρόωρα (διάρκεια κύησης έως και 24 εβδομάδες και βάρος γέννησης έως και 600 g) αμέσως μετά την γέννηση τους διανύουν μια περίοδο υψηλού κινδύνου και συχνά έχουν να αντιμετωπίσουν μια ποικιλία από σοβαρές έως και απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές στην υγεία τους, που συχνά απαιτούν ειδική φροντίδα κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Νεογνών. Τόσο η καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξη, όσο και ο πρόωρος τοκετός αποτελούν σημαντικές αιτίες για την εμφάνιση αναπνευστικών ή καρδιαγγειακών προβλημάτων. Το ποσοστό επιβίωσης αυτών των νεογνών, ωστόσο, έχει αυξηθεί δραματικά κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, που βασίζεται τόσο στην άµεση διάγνωση όσο και στην έγκαιρη και αποτελεσματική θεραπεία. Η ακτινογράφηση νεογνών είναι ένα απολύτως αναγκαίο και ισχυρό «εργαλείο» που συμβάλλει σηµαντικά όχι µόνο στην έγκαιρη αρχική διάγνωση και εκτίµηση της ασθένειας (π.χ αναπνευστική δυσχέρεια, εισρόφηση µηκωνίου, βρογχοπνευµονική δυσπλασία, πνευµοθώρακας, νεκρωτική εντεροκολίτιδα κτλ) αλλά και στην τοποθέτηση και επιβεβαίωση της σωστής θέσης των διαδερµικών ενδοφλέβιων κεντρικών γραµµών, οµφαλικών καθετήρων και ενδοτραχειακών σωλήνων που απαιτούνται κατά την αντιµετώπιση των συµπτωµάτων αυτών καθώς και κατά την παρακολούθηση της θεραπείας. Συνεπώς, ανάλογα µε τα κλινικά συμπτώματα που παρουσιάζουν, τα πρόωρα νεογνά υποβάλλονται σε ένα αρκετά σηµαντικό αριθµό ακτινογραφικών εξετάσεων θώρακος και κοιλίας (έως και > 60 ακτινογραφίες) κατά τις πρώτες µέρες ζωής. Επιπλέον, τα νεογνά πιθανόν να υποβληθούν σε μια ποικιλία από άλλες ακτινολογικές τεχνικές κατά τη διαχείριση της κατάστασής τους. Αν και η αξονική τομογραφία σε νεογνά (computed tomography- CT) π.χ. για την εκτίμηση των συγγενών ανωμαλιών της καρδιάς ή τραύμα στο κεφάλι, είναι σχετικά σπάνια σε σύγκριση με την ακτινογράφηση, ενόψει των υψηλών δόσεων που συνδέονται με την τεχνική αυτή, είναι σημαντικό για τους ακτινολόγους και τους τεχνολόγους να είναι σε θέση να εκτιμήσουν την δόση και τα στοχαστικά αποτελέσματα, όπως την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου η λευχαιμίας, εξαιτίας της ακτινοβολίας. Κατά τη διάρκεια εξετάσεων CT, η ενέργεια εναποτίθεται στα διάφορα όργανα με ένα περίπλοκο τρόπο, ανάλογα με την ακτινοβολούμενη ανατομική περιοχή και τις διαστάσεις του σώματος του ασθενή. Η εκτίμηση του κινδύνου καρκίνου απαιτεί γνώση των εν λόγω δόσεων στα όργανα. Ως εκ τούτου, κρίθηκε απαραίτητο να διερευνηθεί και να επαναπροσδιοριστεί μια μεθοδολογία δοσιμέτρησης, με σκοπό να συμβάλλει στη βελτιστοποίηση των ακτινολογικών τεχνικών στις αξονικές εξετάσεις νεογνών. Η ακτινοευαισθησία κάθε ιστού είναι ευθέως ανάλογη του ρυθµού εξάπλωσης και πολλαπλασιασµού των κυττάρων. Τα νεογνά είναι έως και δέκα φορές πιο ευαίσθητα σε σχέση µε τους ενήλικες στις χρωµοσωµατικές καταστροφικές συνέπειες της ακτινοβολίας, εξ’ αιτίας της υψηλής µιτωτικής δραστηριότητας των κυττάρων τους. Επιπλέον, κρίσιµα και ακτινοευαίσθητα όργανα, όπως ο µαστός, ο θυρεοειδής αδένας, οι γονάδες και ένα µεγάλο τµήµα του αιµοπαραγωγικού µυελού των οστών βρίσκονται κοντά ή εντός της πρωτογενούς δέσµης και ακτινοβολούνται απ’ ευθείας. Επίσης, λόγω του µεγαλύτερου προσδόκιµου ζωής των νεογνών σε σχέση µε οποιαδήποτε άλλη οµάδα ασθενών, υπάρχει μεγαλύτερη περίοδος της πιθανής εµφάνισης κακοήθειας εξ’ αιτίας της ακτινοβολίας. Ένα άλλο στοιχείο σχετικό με την συχνή απεικόνιση των νεογνών, κατά την παραμονή τους στην μονάδα, είναι ότι ο χειρισμός και η αλληλεπίδραση με το νεογνό θα πρέπει να ελαχιστοποιούνται. Τα πρόωρα νεογνά δέχονται ιατρική φροντίδα σε θερμοκοιτίδες, οι οποίες είναι σχεδιασμένες για να παρέχουν το βέλτιστο ελεγχόμενο μικροπεριβάλλον, ιδανικό για το μωρό, όπου οι ζωτικές λειτουργίες του μπορούν να παρακολουθούνται προσεκτικά συνεχώς. Κατά την ακτινογράφηση, στην τρέχουσα κλινική πρακτική, η κασέτα τοποθετείται κυρίως πάνω στο κρεβάτι, ακριβώς πίσω από το νεογνό. Ωστόσο, η ανάγκη για μετακίνηση και ανύψωση του νεογνού μπορεί να οδηγήσει σε υποθερμία, υποξία, βραδυκαρδία, εγκεφαλική αιμορραγία, καθώς και μεταφορά μολύνσεων και τυχαία εκτόπιση των κεντρικών γραμμών και καθετήρων. Οι σύγχρονες θερμοκοιτίδες είναι εφοδιασμένες με ένα μια υποδοχή/συρόμενο δίσκο απεικόνισης (imaging tray) κάτω από το κρεβάτι που διευκολύνει την τοποθέτηση της ακτινολογικής κασέτας με σκοπό την ελάχιστη ενόχληση του μωρού και μεταβολή των συνθηκών μέσα στην θερμοκοιτίδα. Για ακτινογραφίες που λαμβάνονται χρησιμοποιώντας το συρόμενο δίσκο απεικόνισης, λόγω της εξασθένησης που προκαλείται από το κρεβάτι, το στρώμα και τα άλλα υλικά που παρεμβαίνουν στην δέσμη, πιθανόν να απαιτείται αύξηση των παραμέτρων έκθεσης, με αποτέλεσμα το νεογνό να εκτεθεί σε υψηλότερη δόση. Το κρεβάτι συνήθως δεν είναι κατασκευασμένο από υλικά χαμηλής απορρόφησης, αλλά από ένα απλό πλαστικό υλικό, έτσι ώστε υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα που να υποστηρίζουν ότι η τοποθέτηση της κασέτας πίσω από το νεογνό είναι πιο συνεπής με την αρχή της βελτιστοποίησης. Η παρούσα μελέτη αποτελείται από τρία βασικά μέρη. Ο πρώτος στόχος της μελέτης ήταν να πραγματοποιηθεί μια έρευνα σχετικά με τον καθορισμό της δόσεων που σχετίζονται με ακτινογραφικές εξετάσεις θώρακος στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Νεογνών στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας στην Ελλάδα, η σύγκριση των δόσεων αυτών με τα διεθνή διαγνωστικά επίπεδα αναφοράς και ανάπτυξη και η παρουσίαση ενός βελτιστοποιημένου ακτινογραφικού πρωτοκόλλου με χρήση ακτινολογικού φιλμ, ανάλογα με το σωματικό βάρος γέννησης του νεογνού, βασισμένη σε κλινικές εικόνες νεογνών. Δεδομένου ότι η ψηφιακή ακτινογράφηση είναι σήμερα η πλέον χρησιμοποιούμενη μορφή απεικόνισης σε πολλά κέντρα, η μελέτη αναπτύχθηκε περαιτέρω ώστε να συγκρίνει τις τεχνικές και τις παραμέτρους έκθεσης που εφαρμόζονται κλινικά στην μονάδα εντατικής θεραπείας νεογνών στο Royal Victoria Infirmary (RVI) στο Newcastle Upon Tyne, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον, ερευνήθηκε η επίδραση της χρήσης του συρόμενου δίσκου απεικόνισης της θερμοκοιτίδας για την τοποθέτηση της κασέτας κατά τη ακτινογράφηση θώρακος, σε σχέση με τη δόση στη κασέτα, το δείκτη έκθεσης της ψηφιακής εικόνας, την ποιότητα της εικόνας και των επιπτώσεων από τη χρήση του δίσκου στο νεογνό. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε βασισμένη σε εικόνες από ανθρωπόμορφο ομοίωμα νεογνού με ψηφιακο ανιχνευτή (computed radiography-CR). Στο τρίτο μέρος μελετάται και επαναπροσδιορίζεται μια μεθοδολογία δοσιμέτρησης σε εξετάσεις CT, καθώς και η επίδραση των νέων παραγόντων ακτινοευαιθησίας των ιστών, όπως δημοσιεύθηκαν στην νέα έκθεση από τη Διεθνή Επιτροπή Ακτινοπροστασίας το 2007 (International Radiological Protection Board-ICRP), στην ενεργό δόση (effective dose- E) και στους συντελεστές μετατροπής της δόσης (effective dose per dose length product- EDLP). Αρχικά η μελέτη επικεντρώθηκε σε νεογνά, ωστόσο εφόσον οι συντελεστές μετατροπής δόσης εξαρτώνται από τις διαστάσεις του ασθενούς, θεωρήθηκε σκόπιμο να επεκταθεί και σε εξετάσεις παιδιών, συμπεριλαμβανομένων των ηλικιών 1, 5 και 10 ετών.Η μέθοδος και τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης μπορεί να παρέχουν ένα πρακτικό και αποτελεσματικό τρόπο στους ακτινολόγους και στους τεχνολόγους για την αποτελεσματική εκτίμηση της δόσης στην καθημερινή κλινική πρακτική. Αυτό μπορεί να συμβάλει στη βελτιστοποίηση των παραμέτρων έκθεσης και να βοηθήσει στον υπολογισμό της πιθανότητας εμφάνισης καρκίνου εξαιτίας της ακτινοβολίας για νεογνά και παιδιά διαφορετικών διαστάσεων, ενισχύοντας έτσι τα κριτήρια αιτιολόγησης της εξέτασης.

Page generated in 0.0491 seconds