• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 2
  • Tagged with
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Μελέτη της ιστικής κατανομής in vivo της παρστατίνης και των αναλόγων της σε οφθαλμούς και νεφρούς επίμυος με την τεχνική της μικροσκοπίας φθορισμού

Κεφάλα, Σωτηρία 30 May 2012 (has links)
Αγγειογένεση καλείται ο σχηματισμός νέων αγγείων από προϋπάρχοντα δίκτυα αιμοφόρων αγγείων σε προηγουμένως ανάγγειες δομές. Η αγγειογένεση συμμετέχει σε μια πλειάδα νοσημάτων (π.χ. καρκίνος, ρευματοειδής αρθρίτιδα) συμβάλλοντας καθοριστικά στην παθογένεια αυτών των καταστάσεων και στην ανάπτυξη επιπλοκών. Στον οφθαλμό, η παθολογική αγγειογένεση στις διάφορες στιβάδες του οργάνου αποτελεί την κύρια αιτία μη αναστρέψιμης απώλειας της όρασης στον Δυτικό κόσμο, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη ανάπτυξης νέων αντι-αγγειογενετικών παραγόντων, ικανών να κατανεμηθούν ενδοφθαλμίως και να αναστείλουν αποτελεσματικά τόσο την εν εξελίξει όσο και την εγκατεστημένη αγγειογένεση. Η Παρστατίνη αποτελεί το ελεύθερο πεπτίδιο 41 αμινοξέων που προκύπτει από την πρωτεολυτική διάσπαση του αμινοτελικού άκρου του ανθρώπινου υποδοχέα PAR1 κατά την ενεργοποίησή του από τη θρομβίνη. Προηγούμενες πειραματικές μελέτες έχουν καταδείξει ότι η Παρστατίνη καταστέλλει την αγγειογένεση στον οφθαλμό και ασκεί καρδιοπροστατευτική δράση σε βλάβες εξ ισχαιμίας/επαναιμάτωσης. Επίσης, έχει δειχθεί ότι τα πεπτιδικά υπομόρια της Παρστατίνης, Π1-26 και Π24-41, παρουσιάζουν εξειδικευμένη δράση και επιδρούν εκλεκτικά στην προστασία του μυοκαρδίου και στην αναστολή της οφθαλμικής νεοαγγειογένεσης, αντιστοίχως. Σύμφωνα με αυτά τα πειράματα, οι δράσεις των Π1-26 και Π24-41 είναι σημαντικά ισχυρότερες από αυτές του μητρικού μορίου, Παρστατίνη. Σκοπός της τρέχουσας μελέτης είναι η διερεύνηση της ιστικής κατανομής in vivo της Παρστατίνης και των αναλόγων-πεπτιδίων (Π1-26, Π24-41) αυτής στον οφθαλμό και στον νεφρό επίμυος. Η Παρστατίνη και τα ανάλογα-πεπτίδιά της (Π1-26, Π24-41) σημασμένα με FITC χορηγήθηκαν υπό τον βολβικό επιπεφυκότα ή ενδοφλεβίως, σε υγιείς αρσενικούς επίμυες. Ακολούθως τα πειραματόζωα θανατώθηκαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και οι ιστοί (οφθαλμοί, νεφροί, μυοκάρδιο) απομονώθηκαν χειρουργικά. Κατόπιν κατάλληλης επεξεργασίας, ελήφθησαν τομές ιστών νωπού παρασκευάσματος, πάχους 10 μm, οι οποίες παρατηρήθηκαν σε μικροσκόπιο φθορισμού. Κατά την παρατήρηση των οφθαλμικών τομών με FITC-Παρστατίνη και αυτών με FITC-Π1-26, ισχυρό σήμα φθορισμού ανιχνεύτηκε στις θέσεις χορήγησης και στους περιοφθαλμικούς ιστούς. Δεν παρατηρήθηκε σήμα φθορισμού στις εσώτερες στιβάδες του οφθαλμού. Ειδικότερα για την FITC-Παρστατίνη, η κατανομή του σήματος φθορισμού δεν μεταβλήθηκε σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα που κυμάνθηκαν από 30 λεπτά έως 19 ώρες. Συγκριτικά με τα παραπάνω αποτελέσματα, οι αντίστοιχες οφθαλμικές τομές με FITC-Π24-41 ανέδειξαν ισχνό σήμα φθορισμού στις θέσεις χορήγησης και στους περιοφθαλμικούς ιστούς, χωρίς να συνοδεύεται από σήμα φθορισμού στις έσω ανατομικές δομές του οργάνου. Στις τομές νεφρού και μυοκαρδίου, ο ισχυρός αυτοφθορισμός δεν επέτρεψε τη μελέτη της ιστικής κατανομής των πεπτιδίων. Συμπερασματικά, καταδεικνύεται ότι η χορήγηση υπό το βολβικό επιπεφυκότα της Παρστατίνης και των πεπτιδικών αναλόγων της, του Π1-26 και του Π24-41 δεν αποτελεί την ενδεδειγμένη οδό χορήγησης για την ενδοφθάλμια κατανομή των χορηγούμενων ουσιών. / Angiogenesis refers to the formation of new blood vessels from pre-existing vasculature in previously avascular structures. Angiogenesis is an important component of numerous diseases (such as cancer, rheumatoid arthritis etc), contributing in the pathogenesis of these conditions. In the western world, pathological ocular angiogenesis constitutes the major cause of irreversible vision loss. Consequently, this fact gives rise to the need for the development of new anti-angiogenic agents, characterized by successful intraocular delivery and effective inhibition of developing angiogenesis and regression of already established vessels. Parstatin is a 41-amino acid peptide, released through proteolytic cleavage of the human PAR1 receptor N-terminal region upon activation by thrombin. Experimental studies have demonstrated that Parstatin suppresses ocular neovascularization and has a potential therapeutic role in the protection of myocardium by ischaemia and reperfusion injury. In addition, it has been shown that the Parstatin fragments, P1-26 and P24-41, have distinct effects in protecting myocardium and inhibiting ocular neovascularization, respectively. In fact, these effects are more potent than the native Parstatin. The aim of the present study was the in vivo evaluation of tissue-distribution of Parstatin and its peptide fragments (P1-26, P24-41) in rat eyes and kidneys. To address this question, Parstatin and its peptide analogues (P1-26, P24-41) were conjugated with FITC. Pathogen-free male rats received subconjunctival or intravenous injections of the FITC-labeled peptides. Following euthanasia of rats at different time points after the injections were performed, the tissues (eyes, kidneys, hearts) were surgically excised from the respective animals. After treatment, the fresh-frozen tissues were sectioned sagittally into 10 μm thick slices and observed using fluorescence microscope. When sections of eyes treated with FITC-Parstatin and those ones treated with FITC-P1-26 were examined, intensive FITC signal was detected at the sites of administration and at periocular tissues. FITC signal was not observed in internal ocular layers. Regarding FITC-Parstatin, the distribution of specific signal showed no variability during different time intervals which ranged from 30 minutes to 19 hours. As compared to the above results, the respective ocular sections with FITC-P24-41 revealed weak FITC signal at the injection sites and at periocular tissues, accompanied by no detection of intraocular localization. On the other hand, high autofluorescence present in kidney sections and heart sections did not allow the investigation of tissue-distribution of the peptide molecules. In the present study, it appeared that subconjunctival administration of Parstatin and of its peptide fragments, P1-26 and P24-41, is not the appropriate route for the drug delivery into the internal ocular tissues.
2

Μοριακή ανίχνευση και τυποποίηση αδενοϊνών από ασθενείς με επιπεφυκίτιδα / Molecular detection and typing of adenoviruses from patients with conjunctivitis

Μπαλασοπούλου, Αγγελική 02 April 2014 (has links)
Η επιπεφυκίτιδα (φλεγμονή του επιπεφυκότα) είναι η πιο συχνή ασθένεια των οφθαλμών, η οποία εκδηλώνεται σε παγκόσμια κλίμακα με τη μορφή σποραδικών κρουσμάτων ή επιδημίας. Μπορεί να είναι λοιμώδους (βακτήρια, ιοί, παράσιτα) ή μη λοιμώδους αιτιολογίας. Η κύρια αιτία της οξείας ιογενούς αιτιολογίας επιπεφυκίτιδας είναι οι αδενοϊοί. Περίπου το 15- 70% του συνόλου των κρουσμάτων της επιπεφυκίτιδας οφείλονται στους αδενοϊούς. Σκοπός της μελέτης είναι η χρήση επιδημιολογικών δεδομένων προκειμένου να πραγματοποιηθεί επιδημιολογική παρακολούθηση των κρουσμάτων επιπεφυκίτιδας στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών (ΠΓΝΠ) από ασθενείς οι οποίοι επισκέφθηκαν την οφθαλμιατρική κλινική και τα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου τη χρονική περίοδο 2 Ιανουαρίου – 29 Ιουλίου 2012 (εβδομάδες 1- 30), ο καθορισμός της συχνότητας της ιογενούς αιτιολογίας επιπεφυκίτιδας και ο εντοπισμός πιθανής ύπαρξης επιδημίας. Ταυτόχρονα, πραγματοποιήθηκε μοριακή ανίχνευση και τυποποίηση αδενοϊών από ασθενείς με κλινική εικόνα ιογενούς επιπεφυκίτιδας το χρονικό διάστημα μεταξύ 27 Φεβρουαρίου και 17 Ιουνίου. Όλα τα κρούσματα καταγράφηκαν από τα ιατρικά αρχεία του ΠΓΝΠ για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου- Ιουλίου του 2012 και για το ίδιο χρονικό διάστημα το προηγούμενο έτος (2011). Καταγράφηκαν 231 κρούσματα επιπεφυκίτιδας (47,1% άνδρες και 52,8% γυναίκες), από τα οποία τα 205 ήταν ιογενούς αιτιολογίας, τα 4 βακτηριογενούς αιτιολογίας και 22 ήταν απροσδιόριστης αιτιολογίας από τους ιατρούς. Για την ίδια χρονική περίοδο το προηγούμενο έτος (2011), σύμφωνα με τα αρχεία του ΠΓΝΠ καταγράφηκε ένα σύνολο από 156 κρούσματα επιπεφυκίδας (38,5% άνδρες και 61,5% γυναίκες), από τα οποία τα 135 ήταν ιογενούς αιτιολογίας, τα 3 βακτηριογενούς αιτιολογίας και 18 ήταν απροσδιόριστης αιτιολογίας. Ο αριθμός κρουσμάτων επιπεφυκίτιδας τους δυο πρώτους μήνες καθώς και τον Ιούλιο του 2012 ήταν στα ίδια επίπεδα με τους αντίστοιχους μήνες το 2011 και παρατηρείται επιδημία που πραγματοποιήθηκε μεταξύ Μαρτίου- Ιουνίου 2012. Οι ασθενείς κατανέμονταν σε όλες τις ηλικίες και στα δυο φύλα. Το χρονικό διάστημα μεταξύ 27 Φλεβάρη- 17 Ιουνίου του 2012 (εβδομάδες 9- 24), 48 επιχρίσματα επιπεφυκότα ασθενών με κλινική εικόνα αδενικής επιπεφυκίτιδας συλλέχθηκαν από τους ιατρούς του ΠΓΠΝ και μεταφέρθηκαν υπό κατάλληλες συνθήκες στο εργαστήριο Υγιεινής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών. Ταυτόχρονα συμπληρώθηκε από τους ιδίους ερωτηματολόγιο με δημογραφικά και κλινικά στοιχεία. Το DNA του ιού απομονώθηκε με Qiagen και ενισχύθηκε με nested PCR. Τα θετικά αποτελέσματα επιβεβαιώθηκαν με αλληλούχιση του PCR προϊόντος. Για τον προσδιορισμό της συγγένειας μεταξύ των διαφόρων απομονωμένων αλληλουχιών του DNA, φυλογενετική ανάλυση πραγματοποιήθηκε. Από το σύνολο των δειγμάτων που αναλύθηκαν με μοριακές τεχνικές, DNA αδενοϊού ανιχνεύθηκε σε 40 δείγματα (83%). Στα σαράντα θετικά δείγματα καθορίστηκε η αλληλουχία του DNA τους, από τα οποία τα 29 (72,5%) προσδιορίστηκαν ως τύπος HAdV17 και τα 5 (12,5%) ως τύπος HAdV-54. Σε 6 θετικά δείγματα (15%) ο τύπος του ιού δεν προσδιορίστηκε. Τέλος, με τη βοήθεια των μοριακών τεχνικών προκύπτει το συμπέρασμα ότι το στέλεχος αδενοϊού 17 (Αd 17) είναι η αιτία της εμφάνισης επιδημίας μεταξύ Μαρτίου- Ιουνίου 2012. Η έρευνα αυτή είναι από τις λίγες πιυ έχουν πραγματοποιηθεί στον Ελλαδικό χώρο σε κρούσματα επιπεφυκίτιδας με αποτέλεσμα να εμπλουτίζει τα φτωχά επιδημιολογικά και μοριακά δεδομένα για την συγκεκριμένη ασθένεια και το συγκεκριμένο τύπο ιών. Παράλληλα μέσω της έρευνας υπογραμμίζεται η ανάγκη για εθνικό σύστημα επιτήρησης της επιπεφυκίτιδας. / Conjunctivitis (inflammation of the conjunctiva) is the most common eye disease that occurs worldwide in both sporadic and epidemic form. There are infectious conjunctivitis, which is caused by a variety of microorganisms (such as bacteria, viruses and parasites) and noninfectious conjunctivitis, which is caused by an allergic reaction. The leading cause of acute viral conjunctivitis in clinical practice includes human adenoviruses (HAdVs). About 15- 70% of all conjunctivitis cases worldwide are associated with AdVs. The aim of the study is the performance of epidemiological surveillance of cases of conjunctivitis using epidemiological data from patients who visited the ophthalmic clinic and the outpatient ophthalmic department of the University General Hospital of Patras (UGHP) in the period from January 2nd to July 29th in 2011 and 2012 (weeks 1st-30th), in order to determine the frequency of viral conjunctivitis and to determine a potential epidemic. An additional task of the study is the molecular detection and typing of adenoviruses for cases of patients with clinical viral conjunctivitis in the period from February 27th to June 17th 2012. All conjunctivitis cases referred to UGHP in the period between January and July 2012 as well as between January and July 2011 were ascertained using medical records. 231 conjunctivitis cases were reported (47.1% male and 52.8% female), in which 205 were virological conjunctivitis, 4 bacteriological conjunctivitis and 22 were undefined conjunctivitis. For the same period the previous year (2011), according to the records of UGHP recorded a total of 156 conjunctivitis cases (38.5% male and 61.5% female), of which 135 were of viral origin, 3 bacteriogenic orogin and 18 were undetermined etiology. The number of conjunctivitis cases in the first two months and in July 2012 was at the same level as the corresponding period in 2011 and there is an epidemic that took place between March and June 2012. Patients were allocated to all age groups and both sexes. In the period from February 27th ,2012 to June 17th , 2012 (weeks 9th – 24th), 48 conjunctival swabs were collected from cases which were clinically suspected of having adenoviral conjunctivitis and transported under appropriate conditions to the laboratory of Hygiene, Medical School, University of Patras. At the same time, the patients were asked to answer a structured questionnaire with demographic and clinical data. The viral DNA was isolated with Qiagen and amplified by nested PCR. The positive results were confirmed by sequencing the PCR product. To determine the relatedness between the different isolated sequences, a phylogenetic analysis was constructed. Of the total samples, which were analyzed with molecular techniques, adenovirus DNA was detected in 40 samples (83%). Of the positive samples which were confirmed by sequencing, 29 samples (72.5%) were typed as AdV17 and 5 samples (12.5%) as AdV54. For 6 positive samples (15%) the serotype was not determined. Finally, it was concluded that the strain Adenovirus 17 (Ad 17) was the cause of the epidemic between March and June 2012. There are poor epidemiological and molecular data for this particular disease in Greece. This study is one of the very few on conjunctivitis determination in Greece. This research underscores the need for a national surveillance system for conjunctivis outbreaks.

Page generated in 0.03 seconds