• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 36
  • Tagged with
  • 36
  • 33
  • 8
  • 8
  • 8
  • 7
  • 7
  • 7
  • 7
  • 7
  • 6
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Χημική εναπόθεση μικροκρυσταλλικού πυριτίου σε αντιδραστήρες πλάσματος :μηχανισμοί θέρμανσης ηλεκτρονίων και εναλλακτικές τεχνικές αύξησης ρυθμού εναπόθεσης

Ahmad, Hammad D. 24 June 2007 (has links)
Η αναγνώριση του πλάσματος ως μιας ιδιαίτερης κατάστασης της ύλης οφείλεται στον Langmuir [1]. Κατά τη διάρκεια πειραμάτων του το 1923 σε ηλεκτρικές εκκενώσεις ατμών υδραργύρου χαμηλής πίεσης, ονόμασε ως πλάσμα το ιονισμένο αέριο το οποίο βρισκόταν σε μια ιδιαίτερη κατάσταση ύλης, με ιδιαίτερες οπτικές και ηλεκτρικές ιδιότητες. Στις ηλεκτρικές εκκενώσεις το πρόδρομο αέριο μπορεί να ιονιστεί ή να διασπασθεί προς ελεύθερες ρίζες ή να διεγερθεί περιστροφικά, δονητικά ή ηλεκτρονιακά. Τα προϊόντα αυτών των διεργασιών είναι ελεύθερα ηλεκτρόνια, άτομα και μόρια που μπορούν στη συνέχεια να συμμετάσχουν σε αντιδράσεις στην αέρια φάση ή σε επιφανειακές αντιδράσεις οδηγώντας είτε στην εναπόθεση είτε στην εγχάραξη λεπτών υμενίων. Επιπλέον, η ενέργεια που μεταφέρεται από το πλάσμα στο υπόστρωμα, μπορεί να προκαλέσει τη θέρμανση του υποστρώματος ή την ενίσχυση των επιφανειακών αντιδράσεων. Το πλάσμα είναι κατά μέσο όρο ηλεκτρικά ουδέτερο. Κάθε φορτισμένο σωματίδιο μέσα στο πλάσμα αλληλεπιδρά ταυτοχρόνως με πολλά άλλα, επειδή οι ηλεκτροστατικές δυνάμεις που αναπτύσσονται μπορούν και επιδρούν σε μεγάλες 8 αποστάσεις. Αυτός είναι ο λόγος που παρουσιάζει το πλάσμα μια συλλογική συμπεριφορά [2]. Λεπτομερής περιγραφή του πλάσματος μπορεί να βρεθεί στη βιβλιογραφία [3-7]. / -
2

Επίδραση του αντιπηκτικού συλλογής αίματος στη μεταβολομική ανάλυση δειγμάτων πλάσματος

Τσιώμου, Αντωνία 27 May 2014 (has links)
Οι αναλύσεις συστατικών του αίματος αποτελούν σημαντική παράμετρο στην κλινική πράξη, επηρεάζοντας τη διάγνωση ασθενειών και το σχεδιασμό κατάλληλων θεραπευτικών αγωγών. Η απομόνωση πλάσματος με χρήση φιαλιδίων συλλογής (vacutainers), που περιέχουν κάποιο αντιπηκτικό, είναι ένα καθημερινό φαινόμενο σε νοσοκομεία και κλινικές. Η μη σωστή επιλογή του κατάλληλου αντιπηκτικού και πρωτοκόλλου επεξεργασίας των δειγμάτων μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα αποτελέσματα με κόστος χρημάτων και κυρίως κόστος ανθρώπινων ζωών. Επίσης, οι καθιερωμένες σήμερα βiοχημικές εξετάσεις παρέχουν συνήθως μεμονωμένες και όχι ολιστικές μετρήσεις του μεταβολικού/βιοχημικού προτύπου του δότη. Αυτό σημαίνει πως πρέπει συνήθως να ληφθούν πολλά δείγματα ή και μεγάλη σχετικά ποσότητα δείγματος, με καταπόνηση του δότη, και να εφαρμοστούν πολλαπλά πρωτόκολλα διαφορετικής ακρίβειας για τις επιμέρους αναλύσεις. Υπάρχει επομένως αναγκαιότητα για την προτυποποίηση των πρωτοκόλλων συλλογής και χειρισμού των δειγμάτων αίματος στο πλαίσιο ολιστικών μελετών του προτύπου συγκέντρωσης μεταβολιτών του. Με την παρούσα εργασία διερευνάται η τυχόν επίπτωση του αντιπηκτικού και συγκεκριμένα των δύο ευρύτερα χρησιμοποιούμενων στις βιοχημικές αναλύσεις πλάσματος, δηλαδή EDTA και ηπαρίνης, στην μέτρηση του προτύπου συγκέντρωσης των μεταβολιτών μικρού μοριακού βάρους στο πλάσμα αίματος με τη χρήση χρωματογραφίας αερίων – φασματομετρίας μάζας. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, αναλύονται και συγκρίνονται τα πρότυπα συγκέντωσης μεταβολιτών στο πλάσμα τριών εθελοντών, που απομονώθηκε (α) σε φιαλίδιο συλλογής αίματος (vacutainer) εσμυρισμένο με ηπαρίνη λιθίου (lithiumheparin) της εταιρείας BD και (β) σε φιαλίδιο falcon που περιέχει 400μL διαλύματος 0,5M EDTA pH 8,0. Τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης έδειξαν πως το υγρό EDTA επηρέασε την παραγώγιση του εκχυλίσματος των μεταβολιτών, ένα στάδιο που είναι απαραίτητο στη μεταβολομική με χρωματογραφία αερίων – φασματομετρία μάζας και δεν είναι δυνατή η ποσοτική σύγκριση μεταξύ των δύο προτύπων. Όμως, ποιοτική σύγκριση μεταξύ των προτύπων των δειγμάτων στα δύο αντιπηκτικά, έδειξε ότι μετρώνται οι ίδιοι μεταβολίτες, με εξαίρεση την ιδιαίτερα αυξημένη συγκέντρωση της κλειστής μορφής της γλυκόζης στα δείγματα που απομονώθηκαν στο EDTA. Αυτό συνάδει με προηγούμενες μελέτες που ανέφεραν την επίδραση της ηπαρίνης στη μέτρηση της γλυκόζης στο αίμα. Περαιτέρω συγκριτική ανάλυση με τη χρήση εσμυρισμένων φιαλιδίων συλλογής με EDTA και ηπαρίνη, σε διαφορετικούς χρόνους παραμονής του αίματος στο αντιπηκτικό και περισσότερα δείγματα είναι απαραίτητες για την αριστοποίηση των πρωτόκολλων συλλογής δειγμάτων πλάσματος και ορού για μεταβολομικές και πρωτεωμικές αναλύσεις. / Blood tests constitute an important part of clinical practice, contributing significantly to disease diagnosis and the design of appropriate therapeutic treatments. Plasmaisolationusingcollection tubescontaining a specific anticoagulant, aka vacutainers, isa regular procedure taking place multiple times per day in hospitals and medical clinics. Erroneous selection of the appropriate anticoagulant, as well as the sample collection and handling protocol may lead to inaccurate measurementswith negative financial consequences, but mainly to the medical care of the patients. Moreover, current standard biochemical tests usually measure individual biochemical parametersand not the holistic metabolic and biochemical profile of the patient. This may mean multiple collections of relatively large volumes of blood samples from the subjects,while various analytical protocols of different accuracy have to be followed. Therefore, there is a need for the standardization of the protocols for the collection and handling of blood samples in the context of holistic analyses of its metabolite concentration profile. The present study aims at investigating the effect of anticoagulants, and more specifically of the two more widely used in biochemical analysis of blood plasma, EDTA and heparin, on the measurement of the concentration profile of low molecular weight metabolites in the blood plasma, using gas chromatography - mass spectrometry (GC-MS). To achieve this objective, the plasma metabolite concentration profilesof three donors were measured after plasma isolation in (a) BD lithium heparin glass vacutainers and (b) falcon tubes containing 400mL of n 0.5 M EDTA pH 8.0 solution. The results of this analysis showed that the liquid EDTA influenced the derivatization of metabolite extract, derivatization being a necessary step in GC-MS metabolomic analysis. Thus, the obtained metabolic profiles of plasma from isolation in EDTA and heparin cannot be quantitatively compared. However, a qualitative comparison between indicated that the same metabolites can be quantified in the two profiles. The only major difference was the observed high concentration of glucose in the form of glucopyranose in the plasma samples from the EDTA isolation compared to those isolated in heparin. This observation is consistent with previous studies that have reported the negative effect of heparin isolation on the measurement of plasma glucose. Further comparative analysis between the two isolation protocols using glass vacutainersfor both coagulants investigating also the effect of the duration of the isolation protocol in a larger number of samplesis necessary for optimizing the plasma and serumsamples collection protocols for metabolomics and proteomic analyses.
3

Φυσικοχημική μελέτη του μηχανισμού εναπόθεσης μικροδομημένων υμενίων οξειδίου του πυριτίου από πλάσμα οργανοπυριτικών ενώσεων

Πάνου, Ασπασία 01 February 2008 (has links)
Τα λεπτά υμένια οξειδίων του πυριτίου (SiOx) χρησιμοποιούνται σήμερα ευρέως στην μικροηλεκτρονική και στη βιομηχανία συσκευασίας τροφίμων ενώ τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον για την εφαρμογή τους στην προστασία μεταλλικών επιφανειών από την διάβρωση. Η χημική εναπόθεση SiOx με τη χρήση πλάσματος χαμηλής πίεσης του τετρααιθόξυσιλανίου (TEOS) παρουσιάζει μερικά σημαντικά πλεονεκτήματα όπως εναπόθεση σε χαμηλές θερμοκρασίες, ομοιόμορφη κάλυψη της επιφανείας και μεγάλους ρυθμούς εναπόθεσης. Από την άλλη πλευρά, η ιδιαιτερότητα της εναπόθεσης μέσω πλάσματος TEOS, έγκειται στο γεγονός ότι η δομή, οι ιδιότητες και η χημική σύσταση των παραγόμενων υμενίων εξαρτώνται σημαντικά από τις παραμέτρους της διεργασίας, λόγω της πολυπλοκότητας του πλάσματος του TEOS. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανάλογα με τις συνθήκες εναπόθεσης μπορούν να παραχθούν υλικά που η χημική τους σύσταση ποικίλει μεταξύ σιλικόνης ( SiOxCyHz ) και σχεδόν στοιχειομετρικού SiO2. Στην παρούσα εργασία εξετάζεται η επίδραση διαφόρων παραμέτρων της διεργασίας (ολική πίεση, ισχύς, συχνότητα διέγερσης ) στην αποδοτικότητα της κατανάλωσης ισχύος, στον ρυθμό εναπόθεσης και στη σύσταση των παραγόμενων υμενίων που εναποτέθηκαν σε κρυσταλλικό πυρίτιο. Για τον προσδιορισμό της πραγματικής ισχύος που καταναλώνεται στην εκκένωση πραγματοποιήθηκαν ηλεκρικές μετρήσεις τάσης και ρεύματος στο πολωμένο ηλεκτρόδιο. Για τον in situ προσδιορισμό του ρυθμού εναπόθεσης κατά τη διάρκεια της διεργασίας χρησιμοποιήθηκε ανακλαστική συμβολομετρία με laser. Τα πειράματα πραγματοποιήθηκαν σε ελεγχόμενες ηλεκτρικές συνθήκες και υπό σταθερή μερική πίεση του TEOS και θερμοκρασία υποστρώματος. Ο συνδυασμός υψηλών συχνοτήτων και ισχύος δείχνει να είναι μία πολλά υποσχόμενη τεχνική για την εναπόθεση στοιχειομετρικών μικροδομημένων φιλμ SiOχ με μεγάλους ρυθμούς εναπόθεσης σε χαμηλές θερμοκρασίες υποστρώματος. / Silicon oxide thin films are widely used in microelectronics and food packaging. During the last years there is an enormous research interesting for the use of those films in the protection of metal surfaces against corrosion. The plasma chemical deposition of SiOx in the condition of low pressure using tetraethoxysilane (TEOS) as a precursor shows significant advantages such as deposition in low temperatures, uniform coverage of the film surface and high deposition rates. On the other hand, the particularity of the deposition through TEOS plasma lies in the fact that the structure, the properties and the chemical composition of the films depend mostly on the parameters of the fermentation, due to the complexity of TEOS plasma. .It must be mentioned that, depending on the deposition conditions, can be produced films whose chemical composition varies from silicone ( SiOxCyHz ) to stoichiometric SiO2. In the present work, we examine the effect of discharge parameters (total pressure, power, excitation frequency) on power usage efficiency, TEOS usage efficiency, deposition rate of SiOx thin films and on chemical composition of the deposited films on crystalline Si. For the evaluation of the real power that is consumed through the discharge, we perfomed voltage and current waveform measurements. We also used laser reflectance interferometry technique for the in situ deposition rate measurement. The experiments were perfomed under controlled electrical conditions and stable partial pressure of TEOS. The combination of high frequencies and power seems to be a promising technique for the deposition of stoichiometric nanostructured SiOχ films with high deposition rates.
4

Εναπόθεση οξειδίων του πυριτίου με πλάσμα οργανοπυριτικών ενώσεων για την προστασία μεταλλικών επιφανειών απο τη διάβρωση

Βούλγαρης, Χαράλαμπος 14 February 2008 (has links)
Τα λεπτά υμένια οξειδίων του πυριτίου (SiOx) χρησιμοποιούνται σήμερα ευρέως στην μικροηλεκτρονική και στη βιομηχανία συσκευασίας τροφίμων ενώ τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον για την εφαρμογή τους στην προστασία μετάλλικών επιφανειών από την διάβρωση. Η χημική εναπόθεση SiOχ με τη χρήση πλάσματος χαμηλής πίεσης του τετρααιθοξυσιλανίου (TEOS) παρουσιάζει μερικά σημαντικά πλεονεκτήματα όπως εναπόθεση σε χαμηλές θερμοκρασίες, ομοιόμορφη κάλυψη της επιφανείας και μεγάλους ρυθμούς εναπόθεσης. Από την άλλη πλευρά, η ιδιαιτερότητα της εναπόθεσης μέσω πλάσματος ΤΕΟS, έγκειται στο γεγονός ότι η δομή, οι ιδιότητες και η χημική σύσταση των παραγόμενων υμενίων εξαρτώνται σημαντικά από τις παραμέτρους της διεργασίας, λόγω της πολυπλοκότητας του πλάσματος του ΤΕΟS. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανάλογα με τις συνθήκες εναπόθεσης μπορούν να παραχθούν υλικά που η χημική τους σύσταση ποικίλλει μεταξύ σιλικόνης (SiOxCyHz) και σχεδόν στοιχειομετρικού SiO2. Στην παρούσα εργασία εξετάζεται η επίδραση διαφόρων παραμέτρων της διεργασίας (ολική πίεση, καταναλισκώμενη ισχύς, προεπεξεργασία επιφανείας) στο ρυθμό εναπόθεσης και στη σύσταση των παραγόμενων υμενίων που εναποτέθηκαν σε επιφάνειες διαφόρων κραμάτων του μαγνησίου. Για τη μέτρηση του ρυθμού εναπόθεσης χρησιμοποιήθηκε ανακλαστική συμβολομετρία με λέιζερ και για το προσδιορισμό της χημικής σύστασης φασματοσκοπία υπερύθρου (FTIR). Όσον αφορά τα διαγνωστικά τεστ του πλάσματος, χρησιμοποιήθηκε φασματογραφία μάζας για τον προσδιορισμό της κατανάλωσης της πρόδρομης ένωσης στην εκκένωση και φασματοσκοπία εκπομπής (OES) για την ανίχνευση και ταυτοποίηση των διεγερμένων ειδών στην αέρια φάση. Η αντοχή στη διάβρωση εκτιμήθηκε με τη βοήθεια της ηλεκτροχημικής φασματοσκοπίας εμπέδησης (ΕΙS) και ο χαρακτηρισμός της επιφανείας με μικροσκοπίες SEM και AFM. Οι συνθήκες που παρουσιάζονται τα βέλτιστα αποτελέσματα αντοχής στη διάβρωση, συζητούνται με βάση τη δομή και τη χημική σύσταση των υμενίων καθώς και τις μεταβολές των ιδιοτήτων του πλάσματος. / The silicon oxide (SiOx) thin films are used in microelectronics, in food packaging industry and in the recent years there is an increasing interest of using them as protective coatings for metallic surfaces. The plasma chemical vapor deposition of these films (PECVD) has several advantages, like the deposition at low temperatures, the uniform cover of the surface and the high deposition rates. On the other hand the thing that distinguishes this technique (PECVD) using TEOS as the precursor, is that the structure, the properties and the chemical composition of the deposited films are strongly depended on the variables of the process, because of the complexity of the chemistry of TEOS. The chemical composition of the deposited film can vary from almost total inorganic SiO2 to silicone like (SiOxCyHz). In the present essay, it is examined the effect of various parameters as the consumed power, the total pressure and the surface pre-treatment to the deposition rate and to the chemical composition and structure of the thin film. The films were deposited on aluminium and magnesium alloys. The technique used for measuring the deposition rate was Laser Reflective Interferometry and for the determination of the chemical composition the FTIR Spectroscopy. The evaluation of the corrosion resistance was made by using Electrochemical Impedance Specroscopy (ΕΙS), and the examination of the surfaces by SEM and AFM. The conditions that provided the best results for the corrosion protection of the metallic surfaces are presented according the structure and the chemical composition of the thin film and the changes of plasma properties.
5

Πειραματική μελέτη του πλάσματος που παράγεται από αλληλεπίδραση laser με γραφίτη

Καστανά, Μαρία 02 May 2008 (has links)
1)Μελέτη θερμοκρασίας και ηλεκτρονικής πυκνότητας πλάσματος που παράγεται από αλληλεπίδραση laser με δείγμα γραφίτη σε ατμοσφαιρική πίεση και σε υποπίεση. 2)Χάραξη καμπύλων βαθμονόμησης με την μέθοδο LIBS με την βοήθεια περιβαλλοντικών δειγμάτων γνωστής σύστασης που περιέχουν τα στοιχεία Zn, Pb, Cu, Mn, Cr / -
6

Φαινόμενα αλληλεπίδρασης πλάσματος χαμηλής πίεσης και μεταλλικής επιφάνειας

Γερασίμου, Δήμητρα 11 December 2009 (has links)
- / -
7

Εναπόθεση άμορφου υδρογονωμένου πυριτίου στην εκκένωση αίγλης του σιλανίου : ρόλος των ενεργών ενδιαμέσων

Ματαράς, Δημήτρης 11 December 2009 (has links)
- / -
8

Εφαρμογές διαγνωστικών μεθόδων πλάσματος στην παραγωγή μικροκρυσταλλικού υδρογονωμένου πυριτίου

Στάμος, Σπυρίδων 11 December 2009 (has links)
- / -
9

Τα λιποσώματα ως μοντέλα για την μελέτη της επίδρασης ψυχρού πλάσματος ατμοσφαιρικής πίεσης σε κύτταρα

Ματραλή, Σοφία - Στυλιανή 12 June 2015 (has links)
Τα λιποσώματα αναπτύχθηκαν αρχικά από τον Alec Bangham το 1964. Έκτοτε μελετώνται τόσο ως φορείς βιοδραστικών ενώσεων όσο και ως μοντέλα βιολογικών μεμβρανών με σκοπό την αποσαφήνιση της δομής και των λειτουργιών τους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελούνται από τα ίδια δομικά συστατικά με εκείνα των βιολογικών μεμβρανών και η ευελιξία της δομής τους προσφέρει τη δυνατότητα προσομοίωσης της δομής και σύστασης διαφορετικών βιολογικών μεμβρανών. Στις εφαρμογές του ψυχρού πλάσματος ατμοσφαιρικής πίεσης, cold atmospheric pressure plasma (CAPP), που μελετώνται τα τελευταία χρόνια συγκαταλέγονται και βιοιατρικές εφαρμογές. Συγκεκριμένα μελετάται η χρήση του ως μέσω απολύμανσης και αποστείρωσης, στην ανάπλαση δέρματος, ως αντικαρκινική θεραπεία κ.τ.λ. Εντούτοις ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης του ψυχρού πλάσματος ατμοσφαιρικής πίεσης με κύτταρα και ιστούς δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητός. Παρότι οι μέχρι τώρα μελέτες για την αποσαφήνιση της αλληλεπίδρασης αυτής πραγματοποιούνται με την χρήση κυτταρικών καλλιεργειών, η χρήση λιποσωμάτων είναι μια πιθανή εναλλακτική. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η χρήση λιποσωμικών διασπορών, ως μοντέλα κυττάρων, έχει αποδειχθεί μια πιο εύκολη, ταχύτερη και χαμηλότερου κόστους εναλλακτική των κυτταρικών καλλιεργειών για την αποσαφήνιση βιολογικών διεργασιών. Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό τη διερεύνηση της δυνατότητας χρήσης των λιποσωμάτων ως μοντέλα βιολογικών μεμβρανών για την μελέτη της αλληλεπίδρασης του CAPP με κύτταρα. Μελετήθηκε η αλληλεπίδραση λιποσωμάτων – CAPP και επιχειρήθηκε η παραμετροποίηση της αλληλεπίδρασης αυτής. Τα λιποσώματα, που εγκλωβίζουν υδατικό διάλυμα καλσεΐνης, παρασκευάσθηκαν με την τεχνική της ενυδάτωσης λεπτού υμενίου και έγινε χρήση υπερήχησης με σκοπό την μείωση του μεγέθους τους. Τα λιπίδια που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: φωσφατιδυλοχολίνη, φωσφατιδυλογλυκερόλη και χοληστερόλη. Υπέστησαν επεξεργασία τόσο με CAPP όσο και με αφόρτιστο φέρον αέριο. Ο χαρακτηρισμός των λιποσωμάτων έγινε μέσω μέτρησης των φυσικοχημικών τους χαρακτηριστικών. Ως μέτρο της αλληλεπίδρασης CAPP-λιποσωμάτων χρησιμοποιήθηκε η μεταβολή του εγκλωβισμού της καλσεΐνης. Επιπλέον πραγματοποιήθηκε μορφολογική ανάλυση των λιποσωμάτων, μέσω ηλεκτρονιακής μικροσκοπίας σάρωσης, πριν και μετά την επεξεργασία. Με σκοπό την παραμετροποίηση της αλληλεπίδρασης αυτής έγινε μελέτη της μεταβολής των φυσικοχημικών ιδιοτήτων των λιποσωμάτων ως συνάρτηση του χρονικού διαστήματος επεξεργασίας και του χρόνου επώασης (σε PBS στους 4C) μετά την επεξεργασία. Επιπλέον πραγματοποιήθηκαν πειράματα αλληλεπίδρασης του CAPP με κύτταρα B-16, καρκινικά κύτταρα μελανώματος ποντικού. Ως οι κυριότεροι παράγοντες της αλληλεπίδρασης CAPP – λιποσωμάτων διαφαίνονται η συγκέντρωση της λιποσωμικής διασποράς και ο χρόνος επεξεργασίας. Η μείωση του ποσοστού εγκλωβισμού της καλσεΐνης αυξάνεται ανάλογα με την αύξηση τόσο της συγκέντρωσης όσο και του χρόνου επεξεργασίας. Επιπλέον η λιπιδική σύσταση επηρεάζει το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης. Η ύπαρξη αρνητικού επιφανειακού φορτίου επηρεάζει θετικά το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ενώ η ύπαρξη χοληστερόλης οδηγεί σε πιο ανθεκτικά λιποσώματα μόνο στη μέγιστη συγκέντρωση (50%). Μείωση του μεγέθους και του αριθμού των διπλοστιβάδων των λιποσωμάτων οδηγεί σε πιο ευαίσθητα κυστίδια. Διαφυγή της καλσεΐνης παρατηρήθηκε μέχρι και 96 ώρες μετά την επεξεργασία ενώ με το πέρας του χρόνου παρατηρήθηκε επιπλέον συσσωμάτωση των κυστιδίων, το οποίο επιβεβαιώνεται με μορφολογικές μελέτες, και μεταβολή τους επιφανειακού τους φορτίου. Η επίδραση του CAPP στα κύτταρα Β-16 επηρεάζεται τόσο από την αρχική πληρότητα (confluence) της καλλιέργειας όσο και από τις διαστάσεις των κελιών της χρησιμοποιούμενης πλάκας. Παρότι η ανωτέρω ανάλυση υποστηρίζει την αρχική υπόθεση, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση της αλληλεπίδρασης του CAPP με βιολογικά δείγματα. / Liposomes were originally developed by Alec Bangham in 1964. Since then, they have been studied as carriers of bioactive compounds and as biological membrane models in structural and functional studies. This is due to the fact that they are composed of the same building blocks as biological membranes and because their structural versatility offers the opportunity to create vesicles that resemble the structure and composition of different biological membranes. In recent years cold atmospheric pressure plasma, CAPP, has been studied for a variety of applications some of which are found in the biomedical milieu. More precisely these applications include: decontamination, sterilization, skin regeneration, tumor treatment, etc. Nevertheless the exact mechanism of the interaction between CAPP and cells/tissue is not yet completely understood. Although currently researchers use cell cultures to investigate this interaction, liposomes could be an alternative. The applicability of liposomal dispersions, as cell models, has proved to be an easier, faster and less expensive tool for the investigation of cell – cellular environment interactions. The purpose of this thesis was to investigate the possibility of using liposomes as cell membrane models to study the CAPP-cells interactions. The CAPP-liposomes interaction was studied and parameterization of this interaction was attempted. Calcein-encapsulating liposomes were prepared using the thin-film hydration technique and the sonication technique was used to decrease the size of the vesicles. The lipids used were: phosphatidylcholine, phosphatidylglycerol and cholesterol. The samples were treated both with CAPP and with the uncharged carrier-gas. Characterization of liposomes was made by measuring their physicochemical characteristics. The variation of the percent of calcein encapsulation was used to measure the effect of CAPP-liposomes interaction. Moreover morphological evaluation of the samples before and after treatment was realized thought scanning electron microscopy, SEM. The variation of liposomes’ physicochemical characteristics versus time, duration of treatment and incubation (in PBS at 4C), was realized in order to parameterize this interaction. The effect of CAPP on B-16 cells, mouse melanoma cancer cells, was also investigated. The major parameters of the CAPP-liposomes interaction were proved to be the concentration of the liposomal dispersion and the duration of treatment. The increase of both the lipid concentration and the duration of treatment lead to increase of the reduction of calcein’s encapsulation provoked by CAPP treatment. The composition of the liposomal membrane also affects the interaction’s result. Negative surface charge increases the impact of CAPP and the presence of cholesterol leads to more stable structures only when its concentration is maximum (50%). Reduction of the size and lamellarity of the vesicles leads to more fragile liposomes. Release of calcein was observed even 96 hours after treatment in combination with aggregation of the vesicles, which was also proved via morphological evaluation, and change of liposomes’ surface charge. The impact of CAPP treatment on B-16 cells seems to depend on the initial confluence of the culture as well as the dimensions of the plate’s wells. Although the aforementioned analysis supports the initial hypothesis, further investigation of the interaction between CAPP and biological samples is necessary.
10

Κατασκευή συστήματος μέτρησης απολύτου ροής θετικών ιόντων σε ηλεκτρικές εκκενώσεις χαμηλής πίεσης

Καραβέντζας, Βασίλειος-Δημήτρης 13 October 2013 (has links)
Σημαντικό ρόλο στις βιομηχανικές εφαρμογές πλάσματος παίζει η ροή των ιόντων. Ωστόσο, συχνά συναντάται το πρόβλημα της εναπόθεσης μονωτικών υμενίων καθιστώντας τους ηλεκτροστατικούς καθετήρες μη λειτουργικούς για τη μέτρηση της ροής αυτής. Ένας εναλλακτικός καθετήρας, ικανός να λειτουργήσει σε αυτές τις συνθήκες, προτάθηκε από τους N. S. J. Braithwaite et al. [1]. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται, πρώτον, η θεωρία λειτουργίας του καθετήρα αυτού, δεύτερον η κατασκευή του και τρίτον η ανάπτυξη τού συστήματος για την οδήγησή του καθώς και την καταγραφή και την επεξεργασία των σημάτων του. Τέλος, γίνεται πειραματική εξακρίβωση της σωστής λειτουργίας της συσκευής, σε διάταξη επαγωγικού πλάσματος ραδιοσυχνοτήτων (13.56 MHz). / The ion flux holds a major role in the industrial applications of plasma. Often, though, the problem of insulative film deposition is encountered, making the electrostatic probes non functional for the measurement of the ion flux. An alternative probe, capable of functioning under these circumstances has been proposed by N. S. J. Braithwaite et al. [1]. In this paper there are presented, firstly, the theory under which this probe functions, secondly the implementation and thirdly the development of a system for biasing and also data acquisition and processing the signals obtained by the probe. Finally, an experimental identification of the good operation of the device is done, in RF inductively couple plasma (13.56 MHz).

Page generated in 0.0214 seconds