• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • Tagged with
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Η συμβολή της τομογραφίας εκπομπής απλού φωτονίου (SPECT) στη διάγνωση των παθήσεων της σπονδυλικής στήλης

Χονδρομάρας, Αθανάσιος 26 June 2007 (has links)
Εισαγωγή: Η ικανότητα ανίχνευσης της οστικής νόσου σε πρώιμο στάδιο αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στην αντιμετώπιση τόσο των κακοήθων όσο και των καλοήθων κλινικών καταστάσεων. Οι σπινθηρογραφικές μέθοδοι απεικόνισης ως ιδιαιτέρως ευαίσθητες στην πρώιμη ανίχνευση των οστικών νόσων και ως παρέχουσες λειτουργικές πληροφορίες σε συνδυασμό με το χαμηλό κόστος και τη δυνατότητα απεικόνισης ολόκληρου του σκελετού με ελάχιστη ακτινοβόληση, αποτελούν σε πολλές περιπτώσεις τις μεθόδους εκλογής έναντι των ακτινολογικών μεθόδων οι οποίες σε γενικές γραμμές υπερέχουν ως προς την ειδικότητα. Σκοπός: Η παρούσα μελέτη στοχεύει να καταγράψει την επιπλέον συνεισφορά της τομογραφικής μελέτης στην πρώιμη εντόπιση των βλαβών της σπονδυλικής στήλης σε σχέση με το απλό σπινθηρογράφημα οστών με απώτερη στόχευση να ερευνηθεί πιθανή καθιέρωσή της ως εξέτασης ρουτίνας. Δευτερεύουσα στόχευση αποτελεί η επιβεβαίωση της συνεισφοράς της τομογραφικής μελέτης στη λεπτομερέστερη περιγραφή της ανατομικής θέσης της βλάβης που είναι ενδιαφέρουσα εξαιτίας της πολύπλοκης ανατομικής δομής των σπονδύλων. Η μελέτη αφορά σε ασθενείς με πόνο στη σπονδυλική στήλη αδιάγνωστο τόσο από την κλινική εξέταση όσο και από τις κλασικές ακτινολογικές μεθόδους. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 87 ασθενείς ηλικίας 10-80 χρόνων εκ των οποίων 43 ήσαν άνδρες και 44 γυναίκες, με κοινό χαρακτηριστικό τους επίμονο και αδιάγνωστο πόνο της σπονδυλικής στήλης και οι οποίοι στα πλαίσια της διερεύνησης του πόνου θα υποβάλλονταν σε απλό σπινθηρογράφημα οστών. Από τους ασθενείς αυτούς 16 έπασχαν από καρκίνο, 16 από βρουκέλλωση 20 από διάχυτα οστικά άλγη και 35 από οσφυαλγία. Στους ασθενείς αυτούς 2.5-3 ώρες μετά την ενδοφλέβια χορήγηση του ραδιοφαρμάκου (99mTc-MDP) λαμβάνονταν ολόσωμα σπινθηρογραφήματα οστών. Αμέσως μετά οι ασθενείς υποβάλλονταν σε τομογραφική σπινθηρογραφική μελέτη με περιοχή ενδιαφέροντος τη σπονδυλική στήλη. Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα ανέδειξαν ότι στην τομογραφική μελέτη 55 στους 87 ασθενείς (63.2%) είχαν σαφή παθολογικά ευρήματα στη σπονδυλική στήλη έναντι μόνο 22 (25.2%) ασθενών με σαφή παθολογικά ευρήματα και 15 (17.2%) με αμφίβολα ευρήματα που ανέδειξε η απλή σπινθηρογραφική μελέτη. Σε γενικές γραμμές η διαφορά αυτή καταγράφεται και στις τέσσερις κατηγορίες ασθενών ενώ σε κάθε περίπτωση ο ανατομικός εντοπισμός της βλάβης υπήρξε ακριβέστερος. Συμπέρασμα: Το υπερδιπλάσιο ποσοστό θετικών τομογραφικών μελετών -έναντι των απλών-, ο ακριβέστερος ανατομικός εντοπισμός και η απουσία της παραμικρής επιπλέον ακτινολογικής επιβάρυνσης καθιστά αναγκαία την καθιέρωση της τομογραφικής μελέτης ως εξέτασης ρουτίνας σε συνδυασμό πάντοτε με το ολόσωμο σπινθηρογράφημα οστών. / Introduction: The diagnosis of bone disease in early stage is an important step for the treatment of malignant and benign clinical conditions. Nuclear Medicine methods are superior than the radiographics ones due the high sensitivity in the early detection of bone disease and the functional informations they offer. Considering the low cost, the ability of low radiation whole-body imaging and the high sensitivity it is obvious why Nuclear procedures are consist of methods of choice, although radiographic ones appear to produce higher specificity. Purpose of the study: The purpose of this study is to find out the extra contribution of SPECT imaging to the early detection of spinal lesions in comparison with planar imaging and the possibility to be established as a method of routine. Another purpose of this study is to confirm the contribution of SPECT imaging, in order to determine the particular localisation of the lesions. In this study we investigate patients with back pain, which was unconfirmed by clinical or/and radiographic examination. Material and Methods: 87 patients were studied (43males, 44 females) with an age range between 10-80 years. All of them suffered from persistent back pain which remained undiagnosed through physical examination and X-ray imaging. These patients were referred to undergo a planar imaging. A total of 16 were suffering from malignant disease, 16 from brucellosis, 20 from diffuse bone pain and 35 from backache. Between 2.5 and 3 hours after intravenous administration of radiopharmaceutical substance (99mTc-MDP), planar whole-body scans and SPECT studies (with the spine as region of interest) were obtained. Results: In the planar scans we identified 22 (25.2%) patients with marked lesions and 15 (17.2 %) with questionable findings, while in the SPECT studies 55 (63.2%) patients with marked lesions and no questionable finding. In general this difference refers to all four categories of patients and whenever were existed pathological findings the anatomical localisation of the lesions was more accurate. Conclusions: The higher sensitivity, the accuracy in anatomical localisation and the absence of any extra radiation charge makes the establishment of SPECT imaging necessary as a routine method in combination with whole-body planar scan.
2

Διόρθωση της εξασθένησης της γ-ακτινοβολίας (attenuation correction) μέσω υπολογιστικής αξονικής τομογραφίας (CT) χαμηλής ευκρίνειας σε τομογραφικές (SPECT) σπινθηρογραφικές μελέτες αιμάτωσης μυοκαρδίου. Διαγνωστική και προγνωστική αξία

Σαββόπουλος, Χρήστος 07 May 2015 (has links)
Η διερεύνηση της διαγνωστικής και προγνωστικής αξία της διόρθωσης φωτονιακής εξασθένησης με χάρτες μέσω CT χαμηλής δόσης και ευκρίνειας στη στεφανιαία νόσο. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΣΚΕΛΟΣ Υλικό και Μέθοδος: Σε ομοίωμα Data Spectrum πραγματοποιήθηκαν SPECT/CT απεικονίσεις με 201Tl & 99mTc αφενός χωρίς ελλείμματα στο καρδιακό ένθεμα όπου μετρήθηκε ομοιογένεια εικόνας και κρούσεις και αφετέρου με την τοποθέτηση ελλειμμάτων, «διατοιχωματικών» & «υπενδοκαρδίων» όπου υπολογίστηκαν το μέγεθος (FWHM) και η αντίθεση του ελλείμματος. Κατόπιν οι AC & NAC απεικονίσεις συνεκρίθησαν κατά ζεύγη ως προς τις προαναφερθείσες παραμέτρους. Αποτελέσματα: Στις μετρήσεις χωρίς έλλειμμα ευνοήθηκε η μέθοδος με διόρθωση (AC) αυξάνοντας την ομοιογένεια της φυσιολογικής εικόνας και εξομαλύνοντας το λόγο κρούσεων κατωτέρου/προσθίου τοιχώματος. Στις απεικονίσεις με έλλειμμα η AC μέθοδος εμφάνισε καλύτερο FWHM ενώ η τεχνική χωρίς διόρθωση εξασθένησης (NAC) αποδείχθηκε ανώτερη ως προς την αντίθεση του ελλείμματος. ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΣΚΕΛΟΣ Υλικό και Μέθοδος: Διερευνήθηκαν αναδρομικώς 120 εξεταζόμενοι χαμηλού pre-test κινδύνου ΣΝ με αρνητικούς κλινικούς δείκτες και 120 πρώϊμα στεφανιογραφηθέντες (<60 ημέρες μετά MPI με 201Tl + CT-AC). Οι AC & NAC εικόνες εκτιμήθηκαν τυφλά τόσο ποιοτικά όσο και ημιποσοτικά (Summed Stress Score - SSS, Summed Difference Score - SDS). Κατόπιν, υπολογίστηκε το normalcy στον πληθυσμό χαμηλού κινδύνου ενώ στους στεφανιογραφηθέντες με gold standard τα αγγειογραφικά δεδομένα υπολογίστηκαν ευαισθησίες, ειδικότητες και διαγνωστικές ακρίβειες στο γενικό πληθυσμό και κατά φύλο στην επικράτεια του LAD και του συνδυασμού RCA/LCx οι οποίες συνεκρίθησαν με τη McNemar δοκιμασία. Τέλος, σχεδιάστηκαν ROC καμπύλες και έγινε σύγκριση μεταξύ τους κατά ζεύγη. Αποτελέσματα: Στον πληθυσμό χαμηλού κινδύνου η AC τεχνική υπερίσχυσε στο normalcy, ενώ στους στεφανιογραφηθέντες στατιστική σημαντικότητα παρατηρήθηκε στην περιοχή κατανομής της RCA/LCx στο γενικό πληθυσμό και στους άνδρες, όπου η NAC μέθοδος ήταν πιο ευαίσθητη και η AC πιο ειδική, χωρίς να προκύψουν στατιστικώς σημαντικά αποτελέσματα κατά τις συγκρίσεις ως προς τη διαγνωστική ακρίβεια και στις κατά ζεύγη συγκρίσεις των AUC στις ROC καμπύλες. ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟ ΣΚΕΛΟΣ Υλικό και Μέθοδος: Πρόκειται για προοπτική μελέτη με 637 συμμετέχοντες στους οποίους πραγματοποιήθηκε SPECT/CT απεικόνιση ρουτίνας και εκτιμήθηκαν ημιποσοτικά οι AC & NAC εικόνες (SSS – τυφλή ανάλυση). Μετά από κλινική παρακολούθηση κατεγράφησαν οι θάνατοι (πρωτεύον καταληκτικό σημείο), καθώς και οι συνδυασμοί θανάτων/ΟΕΜ και θανάτων/ΟΕΜ/οψίμων επαναγγειώσεων (δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία). Κατόπιν, ορίστηκαν διαχωριστικές SSS τιμές του πληθυσμού βάσει της συχνότητας συμβαμάτων, και σχεδιάστηκαν Kaplan-Meier καμπύλες επιβίωσης στο γενικό πληθυσμό και στις SSS υποομάδες (AC & NAC) οι οποίες συνεκρίθησαν μεταξύ τους με την LogRank μέθοδο. Τέλος, οι κλινικές και απεικονιστικές παράμετροι αξιολογήθηκαν με την Cox μέθοδο, τόσο στο μονοπαραγοντικό (univariate) μοντέλο όσο και στην πολυπαραγοντική ανάλυση παλινδρόμησης (multivariate regression analysis). Αποτελέσματα: Κατά τη διάρκεια της κλινικής παρακολούθησης (ѱSD = 42.3±12.8 μήνες) σημειώθηκαν 24 θάνατοι (7 καρδιογενείς), 13 ΟΕΜ και 28 επαναγγειώσεις. Από την κατηγοριοποίηση του πληθυσμού προέκυψαν τρεις SSS υποομάδες για κάθε μέθοδο: 0-4, 5-13 και >13 (NAC) και 0-2, 3-9 και >9 (AC). Στην Kaplan-Meier ανάλυση η NAC παρήγαγε στατιστικώς σημαντικά αποτελέσματα μεταξύ των ομάδων 5-13 και >13 ως προς θανάτους και μεταξύ όλων των SSS υποπληθυσμών για αμφότερα τα δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία, ενώ η AC κατάφερε να διαχωρίσει μεταξύ 0-2 & >9 ως προς θανάτους/ΟΕΜ και 0-2 & 3-9 ως προς συνολικά συμβάματα. Στο μονοπαραγοντικό Cox μοντέλο η NAC απεικόνιση κατάφερε στατιστική σημαντικότητα τόσο για SSS>4 όσο και >13 ως προς όλα τα καταληκτικά σημεία με την AC να παρουσιάζει ανάλογα αποτελέσματα για SSS>2 ως προς μείζονα και συνολικά συμβάματα και για SSS>9 ως προς το σύνολο των συμβαμάτων. Τέλος, στην πολυπαραγοντική ανάλυση παλινδρόμησης, η NAC αποδείχθηκε ανεξάρτητη προβλεπτική παράμετρος για θανάτους/ΟΕΜ και σύνολο συμβαμάτων, ενώ στην AC δεν παρατηρήθηκαν στατιστικώς σημαντικά αποτελέσματα. Συμπέρασμα: Η διόρθωση φωτονιακής εξασθένησης μέσω χαρτών εξασθένησης με CT δεν φαίνεται να προσαυξάνει τη διαγνωστική ακρίβεια ή την προγνωστική ισχύ του SPECT αιματώσεως μυοκαρδίου και η ανεπίλεκτη χρησιμοποίησή της στην κλινική πράξη μπορεί να οδηγήσει σε υποεκτίμηση της στεφανιαίας νόσου και του κινδύνου καρδιακών συμβαμάτων που αυτή συνεπάγεται. / To investigate the diagnostic and prognostic value of photon attenuation correction through maps derived from low-dose/low-resolution CT in coronary artery disease. EXPERIMENTAL PART Materials and Methods: SPECT/CT 201Tl and 99mTc imaging was performed on a Data Spectrum torso phantom, firstly without “myocardial” defects (assessment of overall and regional image uniformity and counts) and afterwards with the insertion of “subendocardial” and “transmural” defects (measurement of defect FWHM and contrast); subsequently, attenuation corrected (AC) & non-corrected (NAC) images were compared pairwise as regards the aforementioned parameters. Results: AC was favoured in the measurements without defects by increasing image uniformity and optimizing inferior-to-anterior wall count ratio. When defects were imaged, AC was superior at the assessment of FWHM whereas NAC achieved better defect contrast. DIAGNOSTIC PART Materials and Methods: One-hundred and twenty patients with negative clinical markers for CAD as well as 120 patients (90 males, 30 females) who were subjected to coronary angiography within 60 days post-MPI (201Tl SPECT/CT) were retrospectively reviewed. AC & NAC images were evaluated blindly both qualitatively and semi-quantitavely (Overall Summed Stress Score – SSS & Summed Difference Score – SDS as well as corresponding scores for LAD and RCA/LCx vascular domains). In the low-risk population, AC & NAC normalcy rate was assessed and in the population with angiographic reference sensitivity, specificity and diagnostic accuracy were calculated for both AC & NAC MPI which were compared with the McNemar test. Finally, ROC curves were created and the AUC were compared. Results: In the low-risk population AC increased normalcy rate while in the patients with angiographic correlation statistically significant results were obtained in the general and male population in the RCA/LCx territory, where NAC was more sensitive and AC displayed higher specificity without any significant results as regards diagnostic accuracy or ROC AUC comparisons. PROGNOSTIC PART Materials and Methods: 637 unselected patients underwent 201Tl MPI with CT-AC. AC & NAC images were interpreted blindly and summed stress scores (SSS) were calculated. Study endpoints were all-cause mortality and the composites of death/non-fatal acute myocardial infarction (AMI) and death/AMI/late revascularization. On the basis of the event rate distribution across SSS values SSS subgroups were created, Kaplan-Meier curves were drawn and compared by the use of the LogRank test and finally clinical and scintigraphic parameters were entered into the univariete and multivariate Cox regression model. Results: During a follow-up of 42.3±12.8 months 24 deaths, 13 AMIs and 28 revascularizations were recorded. Prognostic SSS groups formed were: 0-4,5-13,>13 for NAC and 0-2,3-9,>9 for AC. Kaplan-Meier functions were statistically significant between NAC SSS groups for all study endpoints. AC discriminated only between SSS 0-2 and >9 for death/AMI and between 0-2 and 3-9 for death/AMI/revascularization. In the univariate Cox regression, abnormal NAC achieved statistical significance for all endpoints whereas AC managed to do so only for SSS >2 & >9 regarding major and all events and for SSS>9 as regards all events. In the multivariate model, abnormal AC yielded no significance for either endpoint whereas abnormal NAC proved independent from other covariates for the composite endpoints. CONCLUSION: Photon attenuation correction with the use of CT-derived attenuation maps does not seem to increase the diagnostic accuracy or prognostic value of myocardial perfusion SPECT and its non-selective utilization in clinical practice may lead to underestimation of coronary artery disease and the subsequent risk of cardiac events.
3

Απεικονιστική διερεύνηση λεμφωμάτων με το ραδιοσημασμένο ανάλογο της σωματοστατίνης 99mTc depreotide

Παπανδριανός, Νικόλαος 25 January 2012 (has links)
Το Depreotide είναι ένα νέο συνθετικό δεκαπεπτίδιο ανάλογο της σωματοστατίνης, που επισημαίνεται με 99m-Τεχνήτιο (Tc-99m), το οποίο έχει την ικανότητα να συνδέεται με τους υποτύπους 2,3 και 5 των υποδοχέων της σωματοστατίνης, όπως και το οκτρεοτίδιο, παρουσιάζει όμως μερικές διαφορές και πλεονεκτήματα: υψηλότερη συγγένεια για τον υποδοχέα 3 της σωματοστατίνης, ανώτερη ποιότητα απεικόνισης, δεδομένου ότι πρόκειται για τεχνητιο-παράγωγο, πρωτόκολλο μιας ημέρας, μικρότερη ακτινοβόληση του ασθενή και άμεση διαθεσι-μότητα του ρ/φ στο εργαστήριο σε καθημερινή βάση. Στην παρούσα διατριβή μελετάται η διαγνωστική και προγνωστική αξία της απεικόνισης με 99mTc-depreotide σε μια σειρά ασθενών με διάφορους υπότυπους λεμφώματος, πριν, κατά την διάρκεια και μετά την θεραπεία. Τα ευρήματα συγκρίθηκαν ευθέως με αυτά του Ga-67, ενώ για την σωστή εξαγωγή συμπερασμάτων, μελετήθηκαν και χρησιμποποιήθηκαν ως σημείο αναφοράς, τόσο οι συμβατικές μέθοδοι σταδιοποίησης, τα ιστολογικά ευρήματα, όσο και η παρακολούθηση της πορείας των ασθενών. Συνολικά μελετήθηκαν 106 ασθενείς, εκ των οποίων οι 47 έπασχαν από νόσο Hodgkin (HL) και οι 59 από διάφορους ιστολογικούς τύπους μη Hodgkin λεμφώματος (NHL). Οι ασθενείς αυτοί παραπέμφθηκαν στο Εργαστήριο της Πυρηνικής Ιατρικής για να απεικονιστούν με Ga-67 στα πλαίσια διερεύνησης λεμφώματος και υποβλήθηκαν επίσης σε απεικόνιση με 99mTc-depreotide. Αρχικά έλαβε χώρα ολόσωμη στατική σπινθηρογραφική απεικόνιση (WB acquisition) και στην συνέχεια τομογραφική μελέτη σε συνδιασμό με αξονική τομογραφία χαμηλής διακριτικής ικανότητας (SPECT/low resolution CT imaging). Έγιναν συνολικά 142 ραδιοϊσοτοπικές μελέτες σε διάφορες φάσεις της νόσου, ενώ η σύγκριση των ευρημάτων έγινε τόσο ποιοτικά (οπτικά) όσο και ημιποσοτικά (semi-quantitatively). Στα περισσότερα περιστατικά με νόσο Hodgkin, σε αυτά με μετρίου και χαμηλού βαθμού κακοήθειας Β-NHL όσο και στα Τ-NHL, το 99mTc-depreotide ανίχνευσε περισσότερες θέσεις νόσου ή/και εμφάνισε υψηλότερο βαθμό πρόσληψης (uptake) σε σχέση με το Ga-67. Δεν συνέβη όμως το ίδιο στα επιθετικά Β-NHL, στα οποία το Ga-67 ήταν ανώτερο. Υπήρχαν βεβαίως και περιπτώσεις στις οποίες παρατρήθηκαν διαφοροποίησεις σχετικά με τον παραπάνω κανόνα. Το 99mTc-depreotide κατά την αρχική σταδιοποίηση κατάφερε να ανιχνεύσει το 93.3% των προσβεβλημένων λεμφαδένων πάνω από το διάφραγμα, το 100% των βουβωνικών λεμφαδένων και όλες τις περιπτώσεις με σπληνική προσβολή από την νόσο. Βάσει των ευρημάτων του 99mTc-depreotide, οι ασθενείς που βρίσκονταν στα αρχικά στάδια της νόσου Hodgkin κατατάχθηκαν σε δυσμενέστερο στάδιο (upstaged) σε ποσοστό 32%. Όμως στην περίπτωση των ασθενών με προχωρημένο HL και NHL παρατηρήθηκε μετάπτωσή τους σε ευμενέστερο στάδιο(downstaged) εξαιτίας της μικρής ευαισθησίας του ρ/φ στην ανίχνευση παθολογικών κοιλιακών λεμφαδένων (22.7%), της προσβολής του ήπατος (45.5%) και της συμμετοχής του μυελού των οστών στην νόσο (36.4%). Στους ασθενείς που απεικονίστηκαν μετά την θεραπεία το 99mTc-depreotide εντόπισε το 94.7% των περιπτώσεων με ανθεκτική ή υπολειπόμενη νόσο. Η συνολική ειδικότητα του ρ/φ κυμάνθηκε στο 57.1%. Τα συχνότερα ψευδώς θετικά ευρήματα αφορούσαν σε περιστατικά με αντιδραστική υπερπλασία του θύμου αδένα, διάφορες φλεγμονώδεις εξεργασίες και περιπτώσεις με μη ειδική πρόσληψη του ρ/φ. Ο συνδιασμός των δύο ραδιοϊσοτοπικών εξετάσεων, του 99mTc-depreotide και του Ga-67, βελτίωσαν αισθητά την ειδικότητα (100%), ενώ βοήθησε να περιοριστεί ο αριθμός των ψευδώς θετικών περιστατικών. Συμπερασματικά, με εξαίρεση πιθανώς τις περιπτώσεις με νόσο Hodgkin σε πρώιμο στάδιο, to 99mTc-depreotide έχει περιορισμένη αξία στην αρχική σταδιοποίηση του λεμφώματος. Όμως σε ό,τι αφορά τα περιστατικά μετά θεραπεία φαίνεται ότι σαφώς μπορεί να προσφέρει στην ανίχνευση νόσου σε συγκεκριμένες ανατομικές περιοχές, ιδίως εάν πρόκειται για λεμφώματα μετρίου και χαμηλού βαθμού κακοήθειας. Ο συνδιασμός δε με Ga-67 δύναται να αυξήσει την ευαισθησία και την ειδικότητα της μελέτης. Τέλος, το 99mTc-depreotide θα μπορούσε να έχει ενεργό ρόλο στις περιοχές όπου το FDG-PET δεν είναι διαθέσιμο και ιδιαίτερα όταν πρόκειται για περιστατικά ορισμένων τύπων ηπίου βαθμού (indolent) λεμφώματος. / Previous studies have demonstrated the feasibility of targeting lymphoma lesions with somatostatin receptor binding agents, mainly with In-111-pentetreotide. However, Pentreotide has not been established as a useful radiopharmaceutical for lymphoma diagnosis, mainly due to non-uniform uptake in lymphoma lesions leading to variable sensitivity. In the present study, the potential value of the Tc-99m-depreotide scintigraphy in a series of patients with various lymphoma types, prior to and post-therapy is investigated. Depreotide was directly compared to Ga-67. We used contemporary hybrid imaging technology with both radioisotopic agents, namely single photon emission tomography coupled with low resolution computerized tomography (SPECT/CT). Methods: One-hundred and six patients, 47 with Hodgkin’s (HL) and 59 with various types of non-Hodgkin’s lymphoma (NHL) were imaged with both Tc-99m-depreotide and Ga-67 citrate. Planar whole-body and SPECT/CT images were obtained. A total of 142 examinations were undertaken at different phases of the disease. Depreotide and gallium findings were compared visually and semi-quantitatively, with reference to the results of conventional work-up and the patients’ follow-up data. Results: In most HL, intermediate- and low-grade B-cell, as well as in T-cell NHL, depreotide depicted more lesions than Ga-67 and/or exhibited higher tumor uptake. The opposite was true in aggressive B-cell NHL. However, there were notable exceptions in all lymphoma subtypes. During initial staging, 93.3% of affected lymph nodes above the diaphragm, 100% of inguinal nodes and all cases with splenic infiltration were detected by depreotide. On the basis of depreotide findings 32% of patients with early stage HL were upstaged. However, advanced HL and NHL cases were frequently downstaged, due to low sensitivity for abdominal lymph node (22.7%), liver (45.5%) and bone marrow involvement (36.4%). Post-therapy, depreotide detected 94.7% of cases with refractory disease or recurrence. Its overall specificity was moderate (57.1%). Rebound thymic hyperplasia, various inflammatory processes and sites of unspecific uptake were the commonest causes of false positive findings. Combination of depreotide and gallium enhanced sensitivity (100%), while various false positive results of either agent could be avoided. Conclusion: Except perhaps for early-stage HL, Tc-99m-depreotide as a stand-alone imaging modality has a limited value for the initial staging of lymphomas. Post-therapy, however, depreotide scintigraphy seems useful in the evaluation of certain anatomic areas, particularly in non-aggressive lymphoma types. Combination with Ga-67 potentially enhances sensitivity and specificity. If flurodeoxyglucose positron emission tomography (PET) is not available or in case of certain indolent lymphoma types, Tc-99m depreotide may have a role as an adjunct to conventional imaging procedures.

Page generated in 0.0262 seconds