Spelling suggestions: "subject:"επέκταση"" "subject:"παρέμβαση""
1 |
Συγκριτική μελέτη των αποτελεσμάτων της μερικής γαστρικής παράκαμψης κατά Roux en Y (RYGBP) σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ανοικτή ή λαπαροσκοπική επέμβασηΠαναγιωτόπουλος, Σπυρίδων 09 January 2014 (has links)
Η γαστρική παράκαμψη κατά Roux en Y αποτελεί την πλέον δημοφιλή επέμβαση αντιμετώπισης της νοσογόνου παχυσαρκίας. Στη σύγχρονη εποχή, πάνω από τις μισές επεμβάσεις γαστρικής παράκαμψης διενεργούνται λαπαροσκοπικά. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η σύγκριση μεταξύ της ανοικτής και της λαπαροσκοπικής τεχνικής, σε χρονικό ορίζοντα παρακολούθησης 5 ετών από την επέμβαση. Μέθοδος: Οι πρώτοι 60 ασθενείς, που υποβλήθηκαν σε ανοικτή γαστρική παράκαμψη και οι αντίστοιχοι 60 ασθενείς, που υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική επέμβαση, μελετήθηκαν για 5 χρόνια μετεγχειρητικά. Οι παράμετροι, που καταγράφηκαν περιελάμβαναν την απώλεια βάρους και τη διατήρηση αυτής, τη βελτίωση ή πλήρη ίαση των συνοδών της παχυσαρκίας νόσων, τις πρώιμες και όψιμες μετεγχειρητικές επιπλοκές, τη διάρκεια επέμβασης και το χρόνο νοσηλείας των ασθενών. Αποτελέσματα: Όλοι οι ασθενείς παρουσίασαν απώλεια βάρους, χωρίς να παρατηρούνται στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων, που διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια του follow-up. Μικρή επανάκτηση του απολεσθέντος βάρους παρατηρήθηκε μετά τον 3ο χρόνο μετεγχειρητικά. Η ίαση ή βελτίωση των συνοδών νοσημάτων δεν παρουσίασε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων. Ισοδύναμες παρουσιάζονται και οι δύο τεχνικές, όσον αφορά στην εμφάνιση μετεγχειρητικών επιπλοκών. Η διάρκεια της λαπαροσκοπικής επέμβασης παρουσιάζεται μεγαλύτερη, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί βάσει της καμπύλης εκμάθησης. Η διάρκεια νοσηλείας δεν παρουσιάζει διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων. Συμπεράσματα: Η λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη, συγκρινόμενη με την ανοικτή επέμβαση, αποτελεί μία εξίσου ασφαλή και αποτελεσματική τεχνική για την αντιμετώπιση της κλινικά σοβαρής παχυσαρκίας. / Roux en Y gastric bypass (RYGBP) is the most popular operation between patients, undergoing bariatric operation. In modern times, over half of the gastric bypass operations are performed by the laparoscopic way. The aim of the present study is the comparison between open and laparoscopic technique, in a follow-up period of 5 years post surgically.`Methods: The first 60 patients, who underwent open gastric bypass and the respective 60 patients, who underwent the laparoscopic approach, were studied for 5 years post surgically. The parameters recorded, included the excess weight loss and the following maintenance of the loss, the improvement or healing of the obesity related comorbidities, early and late complications, the duration of the operation and the duration of the patients’ hospitalization. Results: All patients exhibited excess weight loss, without statistically significant differences between the two groups, which maintained throughout the follow-up period. A small proportion of regaining the lost weight was observed after the 3rd year post surgically. Healing or improvement of the obesity related comorbidities didn’t appear statistically significant difference between the two groups. There were no differences between the two groups regarding the post surgically complications. The duration of the laparoscopic approach was longer, which can be attributed to the learning curve. The duration of the patients’ hospitalization didn’t differ between the two groups. Conclusion: Laparoscopic gastric bypass, compared to the open procedure, is an equally safe
and effective technique for the confrontation of clinically severe obesity.
|
2 |
Εκφυλιστική στένωση οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης σε πολλαπλά επίπεδα : χειρουργική αντιμετώπισηΚαραγεώργος, Αθανάσιος Χ. 11 December 2008 (has links)
Σκοπός: Πρόκειται για μια προοπτική μελέτη που αφορά στη χειρουργική θεραπεία ασθενών που έπασχαν από εκφυλιστική σπονδυλική στένωση της ΟΜΣΣ σε πολλαπλά επίπεδα (δύο ή περισσότερα). Αποσκοπεί στο να διερευνήσει εάν η
συγκεκριμένη χειρουργική τεχνική βελτιώνει τα συμπτώματα των ασθενών και κατά
πόσον αυτή η βελτίωση διατηρείται στο χρόνο.
Υλικό-Μέθοδος: Σαράντα-ένας ασθενείς συμμετείχαν στην μελέτη, που έλαβε χώρα
στην Ορθοπαιδική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών, από το 1997 έως το 2004. Οι
ασθενείς είχαν συμπληρώσει τουλάχιστον 1 έτος μετεγχειρητικής παρακολούθησης.
Ο μ.ο. ηλικίας των ασθενών ήταν 61,02 +_ 9,62 έτη (κυμαινόμενη από 33 έως 79
έτη).
Οι ασθενείς προεγχειρητικά υποβάλλονταν σε λεπτομερή ακτινολογικό και κλινικό
έλεγχο. Ο ακτινολογικός έλεγχος περιελάμβανε απλές και δυναμικές ακτινογραφίες,
αξονική τομογραφία (CT), μαγνητική τομογραφία (MRI) και/ή μυελογραφία με
μυελο-CT. Ο κλινικός έλεγχος περιελάμβανε τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου
της Oswestry Disability Index (ODI) και της Visual Analog Scale (VAS).
Βάσει του προεγχειρητικού ελέγχου 23 ασθενείς έπασχαν από εκφυλιστική στένωση
σε 2 σπονδυλικά επίπεδα (περιελάμβανε 3 σπονδύλους), σε 16 ασθενείς είχαν
προσβληθεί 3 επίπεδα και 2 ασθενείς είχαν προσβληθεί 4 επίπεδα. Επιπλέον
αναδείχθηκε ότι 12 ασθενείς έπασχαν από σκολίωση, 18 ασθενείς από
σπονδυλολίσθηση 1ου βαθμού, ενώ 9 ασθενείς από τμηματική αστάθεια.
Η κλινική εικόνα των ασθενών περιελάμβανε κυρίως άλγος στην οσφύ και στα κάτω
άκρα και/ή νευρογενή διαλείπουσα χωλότητα. Επιπλέον 6 ασθενείς παρουσίαζαν
σταδιακά επιδεινούμενη νευρολογική σημειολογία.
Η χειρουργική τεχνική περιελάμβανε ευρεία οπίσθια αποσυμπίεση των οστικών και
συνδεσμικών δομών. Περιελάμβανε αφαίρεση της ακανθώδους απόφυσης του
σπονδυλικού πετάλου και του ωχρού συνδέσμου, ώστε να υπάρξει απελευθέρωση του
σπονδυλικού καναλιού οπισθίως. Η αποσυμπίεση εκτείνονταν από το έξω όριο του
ενός καναλιού των ριζών έως το έξω όριο του άλλου και αφορούσε όλα τα στενωτικά
επίπεδα που εκ των προτέρων είχαν καθοριστεί μέσω, του προεγχειρητικού ελέγχου.
Η σταθερότητα της Σ.Σ. επιτυγχανόταν με την τοποθέτηση διαυχενικού συστήματος
σπονδυλοδεσίας, που εκτείνονταν ένα σπονδυλικό επίπεδο εκατέρωθεν των επιπέδων
αποσυμπίεσης. Το τελικό στάδιο της τεχνικής περιελάμβανε τοποθέτηση μοσχευμάτων για την επίτευξη αρθρόδεσης, τα οποία τοποθετούνταν μεταξύ των
εγκαρσίων αποφύσεων. Ο μέσος χειρουργικός χρόνος ήταν 228min (από 120min έως
420min).
Η παρακολούθηση των ασθενών μετεγχειρητικά γίνονταν σε ετήσια βάση και
περιελάμβανε τη συμπλήρωση της ODI και VAS όσον αφορά στο κλινικό σκέλος και
απλές και δυναμικές ακτινογραφίες όσον αφορά στο ακτινολογικό σκέλος.
Αποτελέσματα: Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης των ασθενών ήταν 3,71 +_ 1,54
έτη (κυμαινόμενος από 1 έτος έως 6 έτη). Η συνολική ποιότητα ζωής των ασθενών,
όπως εκτιμάται με την ODI, παρουσίασε στατιστικά σημαντική βελτίωση
μετεγχειρητικά, που διατηρήθηκε για όλα τα έτη παρακολούθησης. Συγκεκριμένα
από 61,06% προεγχειρητικά, βελτιώθηκε στο 16,30% το 4ο μετεγχειρητικό έτος.
Στατιστικά σημαντική βελτίωση παρουσίασε και ο πόνος όπως εκτιμήθηκε με τη
VAS. Συγκεκριμένα από 7,88 προεγχειρητικά, βελτιώθηκε σε 2,35 το 4ο
μετεγχειρητικό έτος. Εκτιμώντας τις επιμέρους παραμέτρους της ODI, διαπιστώνεται
πως η μεγαλύτερη βελτίωση επιτεύχθηκε στο άλγος, στην προσωπική φροντίδα, στην
ικανότητα καθίσματος, στην ικανότητα ύπνου και στην ικανότητα για ταξίδι. Στις
παραπάνω δραστηριότητες ποσοστό ασθενών μεγαλύτερο από 90% παρουσίαζε
φυσιολογική ή σχεδόν φυσιολογική δραστηριότητα, με βαθμολογία ‘0’ ή ‘1’ το 4ο
μετεγχειρητικό έτος στην 6βάθμια κλίμακα.
Η ακτινολογική παρακολούθηση μετεγχειρητικά ανέδειξε αστάθεια σε παρακείμενο
επίπεδο σε 2 ασθενείς (4,87%), θραύση μιας βίδας στον Ι1 σπόνδυλο σε 1 ασθενή
(2,43%) και χαλάρωση μιας βίδας σε 1 ασθενή (2,43%). Όλοι οι ανωτέρω ασθενείς
υποβλήθηκαν σε νέα επέμβαση. Η πιθανότητα συνεπώς για τους ασθενείς της
μελέτης να μην υποβληθούν σε νέα επέμβαση λόγω μηχανικής αποτυχίας της αρχικής
επέμβασης, ήταν 90,24%. Οι υπόλοιποι ασθενείς παρουσίασαν στον ακτινολογικό
έλεγχο πλήρη πώρωση με συνεχή οστική γεφύρωση μεταξύ των εγκαρσίων
αποφύσεων άμφω και σταθερότητα σε παρακείμενα επίπεδα.
Τέλος οι 39 ασθενείς (95,12%) δήλωσαν ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα της
επέμβασης και ότι θα την επαναλάμβαναν κάτω από τις ίδιες συνθήκες.
Συμπέρασμα: Η ευρεία οπίσθια αποσυμπίεση συνοδευόμενη από οπισθοπλάγια
σπονδυλοδεσία με χρήση υλικών, προσφέρει ικανοποιητικά και αναπαραγόμενα
κλινικά και ακτινολογικά αποτελέσματα σε ασθενείς που υποφέρουν από
πολυεπίπεδη σπονδυλική στένωση και αστάθεια (εκφυλιστική σκολίωση και/ή
εκφυλιστική σπονδυλολίσθηση). Με την παραπάνω τεχνική αποφεύγεται η υποτροπή της στένωσης λόγω άναρχης οστικής αναδόμησης (bone regrowth). Όταν η τεχνική
εφαρμόζεται σε προσεκτικά επιλεγμένους ασθενείς οδηγεί σε μικρό ποσοστό
επιπλοκών, αποτελώντας μια αξιόπιστη λύση στο πρόβλημα της σημαντικής
παθολογίας της σπονδυλικής στήλης. / Aim: This is a prospective study on the surgical treatment of patients who suffered
from degenerative spinal stenosis of lumbar spine in multiple levels (2 or more). Our
goal was to show if our technique improves substantially patient’s symptoms and if
the improvement is long lasting.
Patients and Method: Between 1997 and 2004, 41 patients were participated in this
study, which took place at the Orthopaedic Department of Patras University Hospital.
All patients had completed 1-year postoperative follow up. Mean age was 61 years
(range 33 – 79 years).
All patients underwent preoperatively detailed radiological and clinical evaluation.
Radiological aproach included face, profile and dynamic x-rays, computer
tomography (CT), magnetic resorance (MRI) and/or myelography with myelo-CT.
Clinical evaluation was done using Oswestry Disability Index (ODI) and Visual
Analog Scale (VAS).
Twenty-three patients suffered from degenerative stenosis in 2 levels (included 3
vertebral bodies), in 16 patients were involved 3 levels and in 2 patients were
involved 4 levels. Furthermore 12 patients suffered from concomitant scoliosis, 18
patients from concomitant spondylolisthesis (1st grade), 9 patients from segmental
instability and 2 patients from scoliosis and spondylolisthesis.
Patients’ symptoms were low back pain, sciatica and/or neurologic intermittent
claudication. In 6 patients neurologic deterioration was observed.
Surgical technique was wide posterior decompression. This included removal of
spinous process, vertebral lamina and ligamentum flavum, and lead to fully posterior
exposure of the spinal canal. Decompression was taken place in all the stenotic
segments and was extended from one to another root canal in each segment. In order
to achieve stability of the spine we used transpedicular screw fixation system, which
extended one segment above and one below the decompressed area. Finally we used
osseous graft and allograft between transverse processes.
Mean surgical time was 228 (120-420) min.
Patients’ follow up was done once per year and included the completion of ODI and
VAS and face profile and dynamic x-rays for clinical and radiological assessment
respectively. Results: Mean follow up was 3,7 (1-6) years. The quality of patients’ life, as is
estimated with ODI, showed substantial improvement, which lasted all years. In
specific from 61% preoperatively, improved to 16% the 4th postoperative year. Pain
also presented statistical significant improvement, as is estimated with VAS. In
specific from 7,9 preoperatively improved to 2,3 the 4th postoperative year.
Evaluation of ODI’s parameters showed that the greater improvement was achieved in
pain, personal care, sitting, sleeping and traveling. More than 90% of the patients had
normal or nearly normal activity in these aforementioned parameters, the 4th
postoperative year.
Two patients had instability in an adjacent level (4,9%). Also one screw breakage in 1
patient (2,4%) and one screw loosening in another one (2,4%), both in S1 vertebral,
was observed. These 4 patients underwent second surgical intervention due to
instability. Finally there was possibility 90,2% for the patients not to underwent
second operation due to mechanical failure. The rest of the patients presented with
solid fusion, confluent osseous bridging between the transverse processes and stable
adjacent vertebral levels.
Conclusions: Wide posterior decompression combined with posterolateralinstrumented
fusion, lead to satisfactory and reproducible clinical and radiological
results to patients who suffer from degenerative lumbar spinal stenosis in multiple
levels with concomitant instability (degenerative scoliosis and/or degenerative
spondylolisthesis). The aforementioned technique avoids substantial bone regrowth
and stenosis recurrence. Proper use in carefully selected patients has low complication rate, giving us a good and long-lasting result.
|
3 |
Μελέτη ανελαστικής συμπεριφοράς του γεφυριού της Κόνιτσας με χρήση ανελαστικού προσομοιώματος για τοιχοποιία και εφαρμογή μεθόδων ενίσχυσηςΚορομπίλιας, Δημήτριος 26 February 2015 (has links)
Η διατριβή μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αφορά την παρουσίαση του θεωρητικού υποβάθρου του μαθηματικού προσομοιώματος που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τη βλάβη που μπορεί να εμφανιστεί σε μια κατασκευή έπειτα από την επιβολή δυναμικής ή στατικής φόρτισης. Το προσομοίωμα αυτό χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα διατριβή για την ανάλυση της γέφυρας της Κόνιτσας και γι’ αυτό το λόγο κρίθηκε απαραίτητη η αναφορά στο θεωρητικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο στηρίζεται. Το δεύτερο μέρος της διατριβής αφορά τη σεισμική ανάλυση της γέφυρας της Κόνιτσας, την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων και τη διαδικασία ενίσχυσής της, καθώς και τη μετέπειτα σύγκριση των αποτελεσμάτων.
Έτσι λοιπόν, στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται αρχικά μια ιστορική ανασκόπηση της τοιχοποιίας ενώ στην συνέχεια γίνεται αναφορά τόσο στις κατηγορίες της όσο και στην τοιχοποιία ως υλικό δόμησης. Επιπλέον, γίνεται μία σύντομη περιγραφή των μηχανικών ιδιοτήτων της τοιχοποιίας. Τέλος, παρουσιάζονται σύντομα οι θεμελιώδεις παραδοχές και οι στόχοι του προσομοιώματος που χρησιμοποιήθηκε και εφαρμόστηκε στην παρούσα εργασία.
Το δεύτερο κεφάλαιο, αποτελεί το εισαγωγικό μέρος στο οποίο παρουσιάζεται λεπτομερέστερα τα στοιχεία μηχανικής της τοιχοποιίας. Αρχικά, γίνεται αναφορά στην ταξινόμηση της τοιχοποιίας, ως προς τους τρόπους δόμησης, ενώ στην συνέχεια αναλύονται οι μηχανικές της ιδιότητες. Στις υποπαραγράφους του δευτέρου κεφαλαίου, αναλύεται δηλαδή η αντοχή της τοιχοποιίας σε μονοαξονική θλίψη, σε πολυαξονική θλίψη, η εφελκυστική αντοχή σε κάμψη, η διατμητική αντοχή καθώς και η αντοχή υπό τυχούσα επίπεδη καταπόνηση. Τέλος παρουσιάζονται τα ελαστικά χαρακτηριστικά της τοιχοποιίας ενώ περιγράφεται και η διαδικασία της ομογενοποίησης των συστατικών της τοιχοποιίας προκειμένου να αντιμετωπίζεται ως ένα ισοδύναμο ομογενές υλικό.
Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται σύντομη περιγραφή της θεωρίας βλάβης του συνεχούς μέσου και ο τρόπος που εισάγεται αυτή στο μαθηματικό προσομοίωμα που εφαρμόστηκε στο δεύτερο μέρος της διατριβής. Αρχικά, λοιπόν, γίνεται μια μηχανική αναπαράσταση της βλάβης και στη συνέχεια παρουσιάζεται το θεωρητικό υπόβαθρο της θεωρίας βλάβης στα ψαθυρά υλικά. Ακολουθεί μία σύντομη περιγραφή του δείκτη βλάβης και η διατύπωση των συναρτήσεών του, όπως αυτές διαμορφώθηκαν κατά την ανάπτυξη του μαθηματικού προσομοιώματος που εφαρμόστηκε στην εργασία, για μονοαξονική θλιπτική καταπόνηση, για μονοαξονική εφελκυστική καταπόνηση, για διατμητική καταπόνηση μετά ορθής τάσης, για επίπεδη εντατική κατάσταση και τέλος τη γενίκευση του για τριαξονική εντατική κατάσταση.
Στο τέταρτο κεφάλαιο περιγράφεται η επιφάνεια οριακής αντοχής. Αρχικά, δηλαδή, παρουσιάζονται συνοπτικά, και σύμφωνα με την βιβλιογραφία, οι μηχανισμοί αστοχίας της τοιχοποιίας καθώς και ο τρόπος υπολογισμού των τάσεων οριακής αντοχής. Στη συνέχεια διατυπώνονται οι μηχανισμοί αστοχίας της τοιχοποιίας υπό επίπεδη εντατική κατάσταση καθώς και ο γεωμετρικός προσδιορισμός της επιφάνειας οριακής αντοχής της τοιχοποιίας ενώ τέλος παρουσιάζονται οι σχέσεις που υπολογίζουν την οριακή αντοχή της τοιχοποιίας υπό συνθήκες τριαξονικής εντατικής κατάστασης.
Στο πέμπτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται συνοπτικά οι μέθοδοι αποκατάστασης και ενίσχυσης κατασκευών από τοιχοποιία. Μετά από μία σύντομη βιβλιογραφική αναφορά για την τρωτότητα των κατασκευών από φέρουσα τοιχοποιία, των βλαβών υπό τη δράση στατικών και σεισμικών φορτίσεων, των βλαβών υπό τη δράση περιβαλλοντικών παραγόντων, των κριτηρίων και των αρχών επεμβάσεων επισκευής και ενίσχυσης και των τεχνικών επεμβάσεων επισκευής και ενίσχυσης, γίνεται μια περιγραφική αναφορά των ενισχύσεων τοιχοποιίας με μανδύα οπλισμένου σκυροδέματος και με προεντεταμένους ελκυστήρες, καθώς αυτοί οι μέθοδοι ενίσχυσης χρησιμοποιήθηκαν και για τη γέφυρα της Κόνιτσας στον Αώο ποταμό.
Στο έκτο κεφάλαιο, περιγράφεται συνοπτικά το λογισμικό που κάνει χρήση πεπερασμένων στοιχείων και επιλέχθηκε για την εφαρμογή του προσομοιώματος. Γίνεται αναφορά στις επιλογές ανάλυσης και τις δυνατότητες του προγράμματος αυτού καθώς και της δυνατότητας γραφικής απεικόνισης των αποτελεσμάτων που παράγει..
Στο έβδομο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η κατασκευή που επιλέχθηκε προκειμένου να γίνει αριθμητική εφαρμογή του προσομοιώματος βλάβης. Αρχικά, περιγράφεται η γέφυρα της Κόνιτσας και γίνεται αναφορά των γεωμετρικών στοιχείων της. Έπειτα, παρουσιάζονται ορισμένα ιστορικά στοιχεία της γέφυρας. Στη συνέχεια, περιγράφεται ο τρόπος προσομοίωσης της γέφυρας με τη χρήση πεπερασμένων στοιχείων και αναφέρονται οι μηχανικές ιδιότητες των υλικών της. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στις δυναμικές αναλύσεις χρονοϊστορίας που έγιναν τόσο για την αρχική κατάσταση της γέφυρας όσο και στις φάσεις ενίσχυσης με τη χρήση μανδύα οπλισμένου σκυροδέματος ή με τη χρήση προεντεταμένων ελκυστήρων. Τέλος, αναλύονται οι διαδικασίες ενίσχυσης της γέφυρας είτε με μανδύα οπλισμένου σκυροδέματος είτε με προεντεταμένους ελκυστήρες.
Στο όγδοο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των αναλύσεων της γέφυρας τόσο για την αρχική κατάστασή της, δηλαδή της μη ενισχυμένης περίπτωσης, όσο και για τις δύο περιπτώσεις στις οποίες η γέφυρα έχει ενισχυθεί με μανδύα σκυροδέματος ή με προεντεταμένους ελκυστήρες.
Στο ένατο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις αναλύσεις της γέφυρας τόσο για την αρχική της κατάσταση όσο και για τις ενισχυμένες περιπτώσεις. / The thesis can be divided into two parts. The first part deals with the presentation of the theoretical background of the mathematical model used to describe the damage that can occur in a construction upon a dynamic or static charge. The model was used in this thesis to analyze the bridge of Konitsa and for this reason the reference to the theoretical background was necessary, on which rests. The second part of the thesis concerns the seismic analysis of the bridge of Konitsa, evaluation of results and building processes and the subsequent comparison of results.
Thus, the first chapter is initially a historical overview of the masonry and then refer to both categories and masonry as building material. Moreover, there is a brief description of the mechanical properties of masonry. Finally, presented briefly the fundamental assumptions and objectives of the model used and applied in the present work.
The second chapter is the introductory part in which the masonry engineering data presented in more detail. Initially, reference is made to the classification of the masonry, for the construction of ways and then analyzed the mechanical properties. In sub-second chapter, that analyzes the strength of masonry in uniaxial compression, a multiaxial compressive, tensile bending strength, shear strength and durability under arbitrary stress levels. Finally presents the elastic characteristics of masonry and described the process of homogenization of the components of the masonry to be treated as an equivalent homogeneous material.
The third chapter is a brief description of the error theory of continuous medium and the way it is introduced in the mathematical model applied in the second part of the thesis. Initially, then, is a mechanical representation of the lesion and then presents the theoretical background of damage theory in brittle materials. Following is a brief description of the index lesion and the expression of functions, like those formed during the development of the mathematical model applied to work, uniaxial compressive stress for uniaxial tensile stress for shear stress after proper voltage for plane stress conditions and end generalization for triaxial stress state.
The fourth chapter describes the ultimate strength surface. Initially, ie, summarized, and according to the literature, the masonry failure mechanisms and the calculation of ultimate resistance trends. Then the masonry failure mechanisms are mentioned under plane stress conditions and the geometric definition of the ultimate strength of the masonry surface and finally presents the relations that calculate the ultimate strength of the masonry under conditions of triaxial stress condition.
In the fifth chapter summarizes the methods of recovery and strengthening masonry structures. After a brief reference for the vulnerability of masonry structures, damage under the action of static and seismic loads, damage under the action of environmental factors, the criteria and repair operations authorities and aid and technical assistance and repair operations, is a descriptive report of wall reinforcement with concrete jacket and prestressing tractors, as these payment methods used and the bridge of Konitsa Aoos River.
In the sixth chapter, summarized the software that makes use of finite element chosen for the implementation of the model. Refer to the analytical options and features of the program and the graphic display feature of the results produced ..
In the seventh chapter, the structure was chosen in order to make numerical implementation of the model fault. Initially, described the bridge of Konitsa and reference geometric details. Then are some historical elements of the bridge. Then describe how simulation of the bridge using finite element and are the mechanical properties of the materials. Furthermore, reference is made to the dynamic history analyzes conducted for both the initial state of the bridge and in the amplification stages using concrete jacket or using prestressed tractors. Finally, we analyze the bridge-building processes or concrete jacket or prestressing tractors.
In the eighth chapter presents the results of analyzes of the bridge both the initial condition, ie unamplified case, and for two cases in which the bridge has been reinforced with mantle concrete or prestressing tractors.
In the ninth chapter presents the conclusions drawn from the analysis of both the bridge in its original condition and for reinforced cases.
|
Page generated in 0.0291 seconds