• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 15
  • Tagged with
  • 15
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Αιτιογνωστική και προγνωστική ανάλυση απουσιών σε κοόρτη εργαζομένων στη βιομηχανία / Causative and prognostic analysis of sickness absence in a cohort of employees in heavy industry

Μερεκούλιας, Γεώργιος 05 February 2015 (has links)
Σκοπός της διατριβής ήταν η διερεύνηση του φαινομένου της απουσίας (για λόγους υγείας) από την εργασία στον ιδιωτικό τομέα και ιδίως στη βαριά βιομηχανία, και τη πιθανή επίδραση στην ικανότητα εργασίας. Η παρούσα διδακτορική διατριβή στηρίχτηκε κυρίως στη μελέτη του αρχείου αναρρωτικών αδειών (μιας κοόρτης) εργαζομένων σε ένα από τα μεγαλύτερα ναυπηγεία της χώρας, καθώς και στις ετήσιες στατιστικές αναφορές του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) της τελευταίας 20ετίας. Τα χαμηλά επίπεδα απουσιασμού ασθενείας στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα επιβεβαιώθηκαν από τη μελέτη που έγινε στα πλαίσια αυτής της διατριβής, αν και τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι ο απουσιασμός ασθενείας στην Ελλάδα είναι ελαφρώς μεγαλύτερος από ότι υποδείκνυαν οι πρόσφατες διεθνείς συγκριτικές μελέτες. Το ποσοστό απουσιασμού (Absenteeism rate) βρέθηκε περίπου 2.5%, από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, επειδή περιλαμβάνει τον εργάσιμο χρόνο που διαφέρει από χώρα σε χώρα, δεν χρησιμοποιείται συχνά στις μελέτες αν και ίσως είναι ο πιο έγκυρος δείκτης απουσιασμού. Η μέση διάρκεια απουσίας για κάθε εργαζόμενο ανά έτος ήταν 5.8 ημέρες( μέγιστη τιμή 8 ημέρες προς το τέλος της περιόδου μελέτης) με ένα αντίστοιχο μέσο όρο που ξεπερνούσε κατά πολύ τις 10 ημέρες στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί το γεγονός ότι οι μικρής διάρκειας απουσίες (<4 ημέρες) αντιστοιχούσαν στο 25% της συνολικής διάρκειας των απουσιών, κάτι που μέχρι τώρα δεν μπορούσε να υπολογιστεί από τα εθνικά στατιστικά δεδομένα του ΙΚΑ. Κατά τη μελέτη των δεδομένων του ΙΚΑ τις δυο τελευταίες δεκαετίες, βρέθηκε μια κυματοειδής πορεία του απουσιασμού, επιδεικνύοντας πτωτική πορεία μέχρι τα τέλη τις δεκαετίας του 1990, σε συμφωνία με τις προηγούμενες μελέτες και εν συνεχεία μια ανοδική πορεία, αν και μέχρι το τέλος της περιόδου μελέτης τα επίπεδα παρέμειναν χαμηλότερα από τα αρχικά. Σίγουρα οι παρατηρήσεις αυτής της μελέτης χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης, καθώς ο χαμηλός απουσιασμός μόνο μερικώς μπορεί να αποδοθεί στα χαμηλά επίπεδα αποζημίωσης μισθού σε περίπτωση αναρρωτικής άδειας ή τα υψηλά ποσοστά ανεργίας. Βασικός σκοπός πρέπει πάντα να είναι η διατήρηση και προώθηση της καλής υγείας των εργαζομένων, μέσω όσο το δυνατόν καλύτερων εργασιακών συνθηκών. Καθώς τόσο οι εργασιακές συνθήκες όσο και η υγεία των εργαζομένων είναι σε μια δυναμική κατάσταση, χρειάζονται εργαλεία παρακολούθησης. Η μέτρηση του απουσιασμού ασθενείας είναι ένας παράγοντας που πάντα θα πρέπει να εκτιμάται από τον ιατρό εργασίας και τον εργοδότη, χρησιμοποιώντας τους διάφορους δείκτες που έχουν καθιερωθεί. Σαν συμπληρωματικό εργαλείο παρακολούθησης προτείνεται η χρήση του Δείκτη Ικανότητας Εργασίας (Work Ability Index), που είναι ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο σταθμίστηκε στα Ελληνικά και εκτιμά γενικά τη λειτουργική ικανότητα των εργαζομένων, όντας άμεσα συνδεδεμένο με τον απουσιασμό ασθενείας. Η ελληνική έκδοση του Δείκτη Ικανότητας Εργασίας έδειξε ικανοποιητικές ψυχομετρικές ιδιότητες και συνοχή, και μπορεί να αποτελέσει μια αξιόπιστη εναλλακτική επιλογή στα εργαλεία αξιολόγησης της ικανότητας εργασίας σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο. Ο παράγοντας Bradford είναι ένας ακόμα δείκτης που η προγνωστική του δύναμη όσον άφορα το βραχυπρόθεσμο απουσιασμό φάνηκε σε αυτή τη μελέτη. Προτείνεται επίσης η χρήση και των δυο αυτών δεικτών με την μορφή ενός νέου δείκτη (Δείκτης Πρόβλεψης Πιθανής Απουσίας), για την ανίχνευση εργαζομένων και τομέων εργασίας με αυξημένη πιθανότητα απουσίας για λογούς υγείας τα αμέσως επόμενα χρόνια. Στα πλαίσια της στάθμισης έγινε επίσης φανερό το πρότυπο νοσηρότητας του πληθυσμού των ναυπηγείων, όπου κυριαρχούν οι μυοσκελετικές και αναπνευστικές παθήσεις μαζί με το τραύμα, ενώ τη μεγαλύτερη επίδραση στην ικανότητα εργασίας φαίνεται να έχουν οι καρδιαγγειακές και ψυχικές παθήσεις. Αναδείχτηκε επίσης η υποδιάγνωση των ψυχικών παθήσεων, που είναι ένα γενικότερο πρόβλημα στην Ελλάδα. Οι ραδιοτεχνίτες και οι φλογοχειριστές φαίνονται να εμφανίζουν τα μεγαλύτερα επίπεδα απουσιασμού. Οι παράγοντες που βρέθηκαν να συσχετίζονται θετικά με αυξημένα επίπεδα απουσιασμού είναι η μικρή ηλικία, οι χειρωνακτικές εργασίες, το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και η εργασιακή εμπειρία άνω των 3 ετών. Συμπερασματικά, χρειάζονται περαιτέρω μελέτες για να κατανοηθεί πλήρως ο απουσιασμός ασθενείας, σε όλους τους εργασιακούς τομείς και βεβαίως εκπαίδευση του ιατρικού προσωπικού στο θέμα της χορήγησης αναρρωτικών αδειών, όπου θα βοηθούσε η χρήση εργαλείων όπως αυτά που μελετήθηκαν σε αυτή τη διατριβή(πχ Disability Guidelines), και ήδη βρίσκουν εφαρμογή σε άλλες χώρες. / The aim of this study was to estimate the levels and analyse sickness absence in the private sector in Greece, using shipyard and national insurance data. Field data were collected in a cohort of shipyard employees in the period between 1999 and 2006. In addition, national sickness absenteeism data (compensated days) of employees insured at the Social Insurance Institute (IKA, the largest insurance scheme in Greece) were retrieved from the Institute’s annual statistical reports for the period 1987-2006. Low levels of sickness absence in the private sector in Greece have been confirmed by this study, although the findings show that sickness absence in Greece is slightly higher than what the recent international comparative studies indicate. The absenteeism rate was 2.5%, which is one of the lowest in Europe. Nevertheless, due to the fact that it involves working hours which differ from one country to another, it is not often used in the studies despite being the most valid indicator of absence. The average duration of absence for every employee per year was 5.8 days (maximum number was 8 days towards the end of the study). In Europe, the average number of days of sickness absence exceeded 10 days. An interesting finding is the fact that short period absences (<4 days) constituted 25% of the total duration of absences, which could not be calculated until now by the national statistical data of the Social Insurance Institute (IKA). While studying the data of IKA of the last two decades, a sinusoidal-like trend was recorded regarding absenteeism. Declining trend by the end of the 1990s was observed, in accordance with previous studies and then an increasing trend, although at the end of the study period the levels remained lower than those at the beginning. Further research is needed concerning the observations of this study since the low absenteeism levels can only be partially attributed to the low compensation rate in case of sick-leave or to the high levels of unemployment. The primary objective should always be health preservation and promotion of the employees by means of the best possible working conditions. As both working conditions and employees’ health are dynamic situations, monitoring tools are required. Sickness absence should always be monitored by the occupational health physician as well as the employer, using the various established tools. The use of Work Ability Index is recommended as an additional monitoring tool. It is a questionnaire, directly linked to sickness absence, which generally evaluates the employees’ functional ability. The Greek version of Work Ability Index displayed satisfactory psychometric properties and consistency thus constituting an appropriate option for evaluating work ability in both individual and population-based settings. The Bradford factor is another index whose prognostic strength concerning short-term absenteeism was evident in this study. The use of both these tools in the form of one new index (Sickness Absence Probability Factor) is also recommended in order to identify employees and work areas with an increased tendency for sickness absence. During the validation process, the morbidity pattern of the shipyard population also became obvious. Musculoskeletal, respiratory diseases as well as trauma are most prevalent, whereas cardiovascular and mental diseases seem to have the biggest impact on work ability. The underdiagnosis of mental diseases was also revealed, which is a general problem in Greece. Radiomen and flame-cutters seem to have the highest levels of absence, while the factors which were found to be positively linked to high levels of absenteeism are young age, manual labor, low educational level and working experience over 3 years. In conclusion, further research is necessary to fully describe and understand the phenomenon of sickness absence in various work fields. Medical staff training in the area of issuing sick-leave is essential and has already been implemented in other countries. Tools, like the ones studied in this dissertation should be utilized.
12

Διερεύνηση της παραγωγικής αποτελεσματικότητας στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα υπό καθεστώς πολλαπλής τεχνολογικής ετερογένειας : ο ρόλος της διάχυσης της γνώσης, της ικανότητας απορρόφησης και του στρατηγικού προσανατολισμού των τραπεζικών επιχειρήσεων

Κοντόλαιμου, Αλεξάνδρα 21 March 2011 (has links)
Στην παρούσα διατριβή αναπτύσσεται ένα ολοκληρωμένο μεθοδολογικό πλαίσιο για την ανάλυση της παραγωγικής αποτελεσματικότητας επιχειρήσεων που λειτουργούν σε περιβάλλον πολλαπλής τεχνολογικής ετερογένειας. Με βάση την έννοια των μετα-μεταορίων, ορίζονται μέτρα αποτελεσματικότητας και τεχνολογικών χασμάτων σε κάθε επίπεδο τεχνολογικής ετερογένειας, τα οποία, σε ένα δεύτερο στάδιο, «αποδομούνται» σε παράγοντες σταθερούς ως προς τις εισροές και παράγοντες σταθερούς ως προς τις εκροές. Η προτεινόμενη μεθοδολογία χρησιμοποιείται για την διερεύνηση της παραγωγικής αποτελεσματικότητας των ευρωπαϊκών τραπεζικών επιχειρήσεων, λαμβάνοντας υπόψη πιθανή τεχνολογική ετερογένεια που οφείλεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (i) των εθνικών τραπεζικών συστημάτων και (ii) των τραπεζικών τύπων ειδίκευσης. Οι επιδράσεις των εν λόγω πηγών τεχνολογικής ετερογένειας στην τραπεζική αποτελεσματικότητα εξετάζονται ξεχωριστά, σε ένα πλαίσιο ανάλυσης τεχνολογικής ετερογένειας ενός επιπέδου, και συνδυαστικά, σε ένα πλαίσιο ανάλυσης ιεραρχημένης τεχνολογικής ετερογένειας δύο επιπέδων. Τα αποτελέσματα της σχετικής εμπειρικής ανάλυσης ερμηνεύονται με βάση την «θεωρία της γνώσης», δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο της διάχυσης της γνώσης, της ικανότητας απορρόφησης και του στρατηγικού προσανατολισμού των ευρωπαϊκών τραπεζικών επιχειρήσεων. / In the context of the present thesis, a methodological framework is developed for analysing the productive efficiency of firms that operate in a multilevel technologically heterogeneous environment. Based on the meta-metafrontier notion, efficiency and technology gaps measures are defined at each level of technology heterogeneity and are decomposed into input- and output-invariant components. The proposed methodology is used for the investigation of productive efficiency of European banking firms, taking into account potential technology heterogeneity due to the particular characteristics of (i) the national banking systems and (ii) the specialization types of banking firms. The effects of the aforementioned heterogeneity sources on bank efficiency are examined separately, in a single-level technology heterogeneity framework, and simultaneously, in a hierarchical technology heterogeneity framework of two levels. The results of the relevant empirical analysis are interpreted using the “knowledge-based theory”, emphasising on the role of knowledge spillovers, the banking firms’ absorptive capacity and strategic orientation.
13

Επίδραση ψυχρού πλάσματος πάνω σε βιοϋλικά και βιοσυστήματα / Impact of cold plasma over biomaterials and biosystems

Γεωργοπούλου, Στυλιανή 19 October 2012 (has links)
Οι πίδακες πλάσματος ατμοσφαιρικής πίεσης διαδραματίζουν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο σε διάφορες διαδικασίες επεξεργασίας και εφαρμογής του ψυχρού πλάσματος. Αυτό συμβαίνει λόγω της ιδιαίτερης ιδιότητας τους να παράγουν ενεργά φορτισμένα σωματίδια διατηρώντας τη θερμοκρασία του αερίου σε χαμηλές τιμές. Πρόσφατα, αυτό το ελκυστικό χαρακτηριστικό οδήγησε στην εκτεταμένη χρήση τους σε εφαρμογές που απαιτούν χαμηλές θερμοκρασίες, όπως στην επεξεργασία υλικών και σε βιολογικές εφαρμογές. Η μελέτη δύο τέτοιων εφαρμογών καθώς και η ανάλυση των χαρακτηριστικών εκκένωσης που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό ενός αντιδραστήρα παραγωγής πίδακα πλάσματος αποτελούν τους δύο κεντρικούς άξονες αυτής της διπλωματικής εργασίας. Ένας από τους κύριους στόχους του παρόντος εκπονήματος είναι ο προσδιορισμός των βέλτιστων συνθηκών λειτουργίας ενός συστήματος παραγωγής πίδακα πλάσματος. Ως επόμενο αντικείμενο μελέτης είναι η εφαρμογή ενός δεύτερου παρόμοιου συστήματος παραγωγής πίδακα πλάσματος για τροποποίηση της επιφάνειας πολυμερούς (πολυανθρακικού) με σκοπό την αύξηση της υδροφιλίας του και βελτίωση της βιοσυμβατικότητάς του. Επιχειρείται ανάλυση των μηχανισμών που καθορίζουν την αλληλεπίδραση του πίδακα πλάσματος με το πολυμερές. Τέλος, πραγματοποιείται εφαρμογή του ίδιου συστήματος για επεξεργασία λιποσωμικών μεμβρανών ως μοντέλο βιοσυστήματος. Ειδικότερα: • Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρονται κάποιες βασικές έννοιες και χαρακτηριστικά που αφορούν στο ψυχρό πλάσμα με έμφαση στους πίδακες ψυχρού πλάσματος και παρατίθενται διάφορα παραδείγματα αυτών που έχουν καταγραφεί στη βιβλιογραφία μέχρι σήμερα επιλέγοντας ως κριτήριο κατάταξής τους την τάση τροφοδοσίας. • Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφονται αναλυτικά οι δύο πειραματικές διατάξεις πίδακα πλάσματος ατμοσφαιρικής πίεσης όπου πραγματοποιήθηκε το σύνολο των μετρήσεων. Παρουσιάζονται τα επιμέρους όργανα που χρησιμοποιήθηκαν για τη μέτρηση συγκεκριμένων μεγεθών και ταυτόχρονα παρατίθενται φωτογραφικό υλικό. Tέλος περιγράφονται δύο εφαρμογές του δεύτερου συστήματος που αφορούν στην επεξεργασία του πολυμερούς και των λιποσωμάτων και αναλύονται οι διαγνωστικές τεχνικές που εφαρμόστηκαν. • Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το σύνολο των πειραματικών αποτελεσμάτων. Για τους σκοπούς αυτής της εργασίας πραγματοποιήθηκαν ηλεκτρικές και οπτικές μετρήσεις, μετρήσεις γωνιών επαφής, XPS αναλύσεις και μετρήσεις έντασης φθορισμού. • Στο τέταρτο κεφάλαιο καταγράφονται τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις επιμέρους μελέτες. Σημειώνονται ενδεικτικές τιμές των παραμέτρων του πρώτου συστήματος πίδακα πλάσματος για βέλτιστη λειτουργία. Επιτυγχάνεται μείωση της γωνίας επαφής έως και 49ο και τονίζεται ο πρωταρχικός ρόλος των διεγερμένων ουδέτερων και μετασταθών σωματιδίων του πίδακα πλάσματος στην επεξεργασία. Τέλος, παρατηρείται ποσοστό διάσπασης-επεξεργασίας των λιποσωμάτων έως 15%. / Non-thermal atmospheric pressure plasma jets are playing an increasingly important role in various plasma processing applications. This is because of their practical capability to achieve enhanced gas phase chemistry without the need of elevated gas temperatures. This attractive characteristic recently led to their extensive use in applications that require low temperatures, such as material processing and biomedical applications. The studies of two applications as well as the analysis of discharge characteristics inside the atmospheric pressure plasma jet are the two principal issues of this thesis. More specifically, one of the main objects of the present thesis is the determination of the optimal operation conditions for an atmospheric plasma jet system. A second, similar atmospheric plasma jet system was applied for surface modification of a polymer (polycarbonate) by increasing its wettability Τhe analysis of mechanisms governing the interaction of plasma jet with the polymer is presented. Finally, the same system was also applied for liposomes treatment considered as biosystem model. Particularly: • In the first chapter a brief report on the general characteristics of plasma is mentioned and a review of the different atmospheric pressure plasma jets developed until today is presented. The plasma jets are classified according to their power sources. • In the second chapter the two different experimental set-ups used are described in details. The specific characteristics of each atmospheric pressure plasma jet are outlined and all the others apparatus used are presented and demonstrated by means of photography. At the end, two applications of the second plasma jet are referred concerning polymer and liposome treatment with their respective diagnostics techniques. • In the third chapter the total experimental measurements are presented. For the goals of this thesis were conducted a plenty of electrical and optical measurements, contact angles measurements, XPS analyses and fluorescence intensity measurements. • In the forth chapter all the conclusions exported of each part are recorded. Firstly, the optimal operational conditions, as excluded from the experimental procedure, are recorded. It is obtained a significant decrease of contact angle until 49ο, emphasizing on the dominant role of the reactive excited neutrals and metastables species. Also modification of the liposome membranes is observed at the percentage of 15%.
14

Μορφολογική ασυμμετρία, αναπαραγωγική προσπάθεια, συσσώρευση ανθοκυανινών και φωτοσυνθετική ικανότητα ως δείκτες αρμοστικότητας των φυτών / Morphological asymmetry, reproductive effort, accumulation of anthocyanins and photosynthetic performance as indicators of fitness in plants

Νικηφόρου, Κωνσταντίνος 07 June 2013 (has links)
Η διακυμαινόμενη ασυμμετρία των φύλλων, δηλαδή η τυχαία απόκλιση από τη συμμετρία, θεωρείται ένα μέτρο της καταπόνησης που υπέστησαν κατά την ανάπτυξή τους. Η ασυμμετρία υποδηλώνει αναπτυξιακή αστάθεια και έχει προταθεί ότι συσχετίζεται αρνητικά με την αρμοστικότητα (fitness). Εάν η φωτοσύνθεση αποτελεί έναν έμμεσο δείκτη της αρμοστικότητας, αναμένεται, ένα φύλλο με μειωμένη αρμοστικότητα να είναι και φωτοσυνθετικά υποδεέστερο. Προς επιβεβαίωση αυτού, στην παρούσα διατριβή εξετάστηκαν εκατοντάδες άθικτα φύλλα σε συνολικά 7 διαφορετικά είδη ως προς τη διακυμαινόμενη ασυμμετρία, καθώς και ως προς τη φωτοσυνθετική τους απόδοση (δείκτες PItotal & Fv/Fm). Ο δείκτης PItotal υπολογίζεται με βάση την κινητική ανάλυση των in vivo μεταβολών του φθορισμού της χλωροφύλλης και λαμβάνεται εύκολα και γρήγορα (εντός δευτερολέπτων). Ο δείκτης αυτός θεωρείται ανάλογος της φωτοσυνθετικής αφομοίωσης του CO2 και περιγράφει την απόδοση τόσο του φωτοσυστήματος Ι (PSI) όσο και του φωτοσυστήματος ΙΙ (PSII). Ο παραδοσιακός δείκτης Fv/Fm προκύπτει άμεσα από τις in vivo μετρήσεις φθορισμού της χλωροφύλλης και υποδεικνύει τη μέγιστη φωτοχημική ικανότητα του PSII. Δύο φυτικά είδη (Pistacia lentiscus, Olea europea) επέδειξαν θετική συσχέτιση μεταξύ διακυμαινόμενης ασυμμετρίας και φωτοσυνθετικής ικανότητας, αποτελέσμα αντίθετο από τις αρχικές προβλέψεις. Το μόνο φυτικό είδος που επιβεβαίωσε την αρχική υπόθεση ήταν το Ceratonia siliqua. Στα υπόλοιπα είδη (Arbutus unedo, Cercis siliquastrum, Platanus orientalis, Populus alba) δεν υπήρξε συσχέτιση μεταξύ των δύο παραμέτρων. Τα φυτικά είδη που εμφάνισαν μεγάλες τιμές διακυμαινόμενης ασυμμετρίας ήταν και αυτά στα οποία η ασυμμετρία συχετίστηκε θετικά με τη φωτοσύνθεση. Συμπεραίνεται, εμμέσως ότι η ισχυρή ένταση της καταπόνησης κατά τα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης των φύλλων σε μερικά φυτά ενδεχομένως να οδηγεί σε πιο σφριγηλή φωτοσύνθεση κατά την ωριμότητά τους ή σε μεγαλύτερη ικανότητα αντοχής στην καταπόνηση. Αν το συμπέρασμα είναι αληθές, τότε μπορεί μεν η συμμετρία να είναι ομορφότερη, δεν είναι όμως και αποδοτικότερη. Σε γενικές γραμμές, και με βάση τη βιβλιογραφία, ο δείκτης διακυμαινόμενης ασυμμετρίας των φύλλων δεν φαίνεται από μόνος του να επιτυγχάνει αξιόπιστη εκτίμηση της αρμοστικότητας. Για αυτό τον λόγο η χρησιμοποίησή του πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και συνάμα θα πρέπει να συνδυάζεται με σειρά άλλων δεδομένων-δεικτών. Ένας ακόμη δείκτης περιβαλλοντικής καταπόνησης μπορεί να είναι η εποχική συσσώρευση ερυθρών χρωστικών (ανθοκυανινών) που παρατηρείται στα ώριμα φύλλα ορισμένων φυτικών ειδών. Έχει προταθεί ότι οι ανθοκυανίνες των φύλλων λειτουργούν ως «ομπρέλα» προστασίας για τη φωτοσυνθετική συσκευή ενάντια στη φωτοαναστολή. Ως προς την εξέταση αυτής της υπόθεσης, η παρούσα διατριβή χρησιμοποίησε δύο πειραματόφυτα που εμφανίζουν εποχική ερυθρότητα στα φύλλα ορισμένων ατόμων τους. Αυτά είναι το Pistacia lentiscus και το Cistus creticus. Αρχικά όσον αφορά το P. lentiscus, εξετάστηκε η συσχέτιση του βαθμού φωτοπροστασίας με τις πραγματικές συγκεντρώσεις ανθοκυανινών σε φύλλα ατόμων που φύονται σε συνθήκες πεδίου. Το συγκεκριμένο εγχείρημα αποτελεί καινοτομία, αφού μέχρι σήμερα δεν έχει μελετηθεί η φωτοπροστασία σε σχέση με τη διαβάθμιση της ερυθρότητας των φύλλων. Προς αυτή τη κατεύθυνση χρησιμοποιήθηκαν μη επεμβατικές οπτικές μέθοδοι (φάσματα ανακλαστικότητας και φθορισμός χλωροφύλλης) για να αποτιμήσουν τα επίπεδα ανθοκυανινών και χλωροφυλλών καθώς και τη φωτοχημική απόδοση του PS II, σε εκατοντάδες ώριμα φύλλα του φυτικού είδους P. lentiscus (σχίνος). Ο σχίνος κατά τη χειμερινή περίοδο εμφανίζει κόκκινους (όλων των διαβαθμίσεων ερυθρού χρώματος) και πράσινους φαινότυπους. Αντίθετα με την υπόθεση που υποστηρίζει το φωτοπροστατευτικό ρόλο των ανθοκυανινών, η ένταση της ερυθρότητας συσχετίστηκε θετικά με τη φωτοαναστολή και αρνητικά με τα επίπεδα των εμπεριεχόμενων χλωροφυλλών στα φύλλα. Έτσι, ο πιθανός φωτοπροστατευτικός ρόλος των ανθοκυανινών δεν επιβεβαιώθηκε. Ωστόσο, η χειμερινή ερυθρότητα των φύλλων στο σχίνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένας ρεαλιστικός, γρήγορος και μη επεμβατικός τρόπος εντοπισμού ατόμων «ευάλωτων» στη χειμερινή καταπόνηση. Σε μετέπειτα στάδιο στο ίδιο φυτικό είδος, εξετάστηκε in situ η σχέση της χειμερινής ερυθρότητας των φύλλων με σειρά άλλων φωτοσυνθετικών παραμέτρων. Συγκρινόμενοι με τους πράσινους φαινότυπους κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι ερυθροί (ανθοκυανικοί) φαινότυποι παρουσίασαν χαμηλότερες ταχύτητες αφομοίωσης CO2. Βρέθηκε ότι αυτό οφείλεται στη χαμηλή περιεκτικότητα ή/και ενεργότητα του ενζύμου καρβοξυλάση/οξυγονάση της διφωσφορικής ριβουλόζης (Rubisco) των ερυθρών φύλλων, ενώ ταυτόχρονα η στοματική αγωγιμότητα δεν φάνηκε να είναι περιοριστική για τη φωτοσύνθεση. Συγχρόνως, οι ερυθροί φαινότυποι βρέθηκε ότι περιέχουν λιγότερο άζωτο σε σχέση με τους πράσινους. Το εύρημα αυτό πιθανώς συνδέεται με την παρατηρούμενη χαμηλή περιεκτικότητα του ενζύμου Rubisco και τον μειωμένο φωτοσυνθετικό ρυθμό των ερυθρών φύλλων. Η περιορισμένη ικανότητα των αντιδράσεων καρβοξυλίωσης να χρησιμοποιήσουν αναγωγική δύναμη και ηλεκτρόνια, ενδεχομένως εξηγεί και τη μειωμένη απόδοση παγίδευσης φωτονίων του PSII που σημειώνεται στους ερυθρούς φαινοτύπους. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η ανάπτυξη της ανθοκυανικής «ομπρέλας» δεν φαίνεται να αποσοβεί το κίνδυνο φωτοαναστολής της φωτοσύνθεσης στον ερυθρό φαινότυπο του σχίνου. Ως παραπροϊόν της εργασίας με το P. lentiscus, εξετάστηκε η πιθανή επίδραση των φυσικών διακυμάνσεων του αζώτου των φύλλων του στις φωτεινές αντιδράσεις της φωτοσύνθεσης. Συγκεκριμένα, εξετάστηκαν οι φυσιολογικές διακυμάνσεις του αζώτου ώριμων φύλλων σε συνδυασμό με την ανάλυση των αντίστοιχων καμπυλών ταχείας ανόδου του φθορισμού της χλωροφύλλης. Η μαθηματική ανάλυση των καμπυλών έγινε σύμφωνα με το λεγόμενο «JIP-test», γεγονός που επέτρεψε την εκτίμηση της εν δυνάμει δραστηριότητας των δύο φωτοσυστημάτων. Τα αποτελέσματα υπέδειξαν εξάρτηση από την εποχή, επιτρέποντας την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι η έλλειψη αζώτου επηρεάζει επιλεκτικά και αρνητικά το PSI, ενώ η αρνητική επίδραση στο PSII περιορίζεται μόνο κατά τη δυσμενή-χειμερινή περίοδο του έτους. Ένας δεύτερος Μεσογειακός θάμνος που εξετάστηκε ήταν το είδος Cistus creticus. Όπως και ο σχίνος, το είδος αυτό επιδεικνύει χαρακτηριστική ενδοειδική ποικιλομορφία στην έκφραση του ανθοκυανικού χαρακτήρα στα φύλλα του. Συγκεκριμένα, μερικά άτομα κοκκινίζουν το χειμώνα, ενώ γειτονικά τους κάτω από τις ίδιες περιβαλλοντικές συνθήκες παραμένουν πράσινα. Η ερυθρότητα των φύλλων διατηρείται μέχρι τα μέσα της άνοιξης. Αυτό το σύστημα απεδείχθη κατάλληλο, όχι μόνο για τη μελέτη του φυσιολογικού ρόλου των ανθοκυανινών αλλά και για τη προσέγγιση οικολογικών ερωτημάτων που σχετίζονται με την αρμοστικότητα (fitness) των δύο φαινότυπων. Επίσης, απεδείχθη πως η φυλλική ερυθρότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένας οπτικός δείκτης καταπόνησης. Ως τελικές παράμετροι αρμοστικότητας χρησιμοποιήθηκαν, η αναπαραγωγική προσπάθεια ως ο αριθμός ανθέων ανά άτομο, η αναπαραγωγική επιτυχία ως ο αριθμός σπερμάτων ανά άτομο καθώς και η επικονιστική επιτυχία ως ο αριθμός καρπών ανά αριθμό ανθέων και ως ο αριθμός σπερμάτων ανά καρπό. Η μελέτη αυτή, συνδιαζόμενη με σειρά φυσιολογικών δεικτών που εξέτασαν άλλα μέλη της ερευνητικής ομάδας του εργαστηρίου μας έδειξαν ότι, παρόλο που οι φυσιολογικοί δείκτες εμφανίζουν τον ερυθρό φαινότυπο υποδεέστερο, αντίθετα οι αναπαραγωγικοί δείκτες (αποτελέσματα παρούσας διατριβής) δεν παρουσίασαν διαφορές. Εν τέλει, μπορεί ίσως να λεχθεί πως η παρουσία της ερυθρότητας υποδεικνύει μεν «ασθενέστερα» άτομα (που με τη βοήθεια των ανθοκυανινών ίσως επιτυγχάνουν κάποια αντιστάθμιση αυτών των ενδογενών φυσιολογικών και γενετικών αδυναμιών τους), όχι όμως τόσο ασθενικά ώστε να επηρεάζεται αρνητικά η αναπαραγωγική τους επιτυχία και αρμοστικότητα. / Fluctuating asymmetry, small nondirectional deviations from perfect symmetry, has been proposed as a useful indicator of environmental stress. The developmental instability of an organism may induce asymmetric characters. Hence, a high degree of developmental instability, morphologically manifested as fluctuating asymmetry, may indicate less fitness. According to that, less fit individuals are expected to have asymmetric leaves and this may have a negative impact in their photosynthetic yield. In this investigation, fluctuating asymmetry and two photosynthetic indices (PItotal, Fv/Fm) has been measured in a great number of leaves in 7 plant species. PItotal, is an index which expresses the relative photosynthetic performance. It is calculated from the kinetics of fast chlorophyll a fluorescence rise curves according to the so-called «JIP-test». It is considered to be positively correlated to CO2 assimilation rates, hence to productivity based on photosynthesis. Fv/Fm, is a second photosynthetic index which indicates the maximum photosystem II (PSII) photochemical efficiency. Fluctuating asymmetry was positively correlated to both photosynthetic indices in two plant species (Pistacia lentiscus, Olea europea). These results do not support the initial hypothesis of this investigation. Contrary, the species Ceratonia siliqua shows a negative correlation between fluctuating asymmetry and the two photosynthetic indices. Furthermore, in four plant species (Arbutus unedo, Cercis siliquastrum, Platanus orientalis, Populus alba), fluctuating asymmetry and photosynthetic performance were not correlated. It happened that the two species deviating from the initial hypothesis (P. lentiscus and O. europea) display the maximum mean fluctuating asymmetry values among all species included in this investigation. In conclusion, it seems that in some plants whose leaves have experienced high stress as young are more photosynthetically potent as mature. Moreover, these results suggest that the relation between fluctuating asymmetry and photosynthesis is species-specific. Finally, the results show that fluctuating asymmetry may not be a reliable index of developmental instability and stress exposure in plants. Leaf anthocyanins are believed to afford protection against photoinhibition, yet the dependence of protection on actual anthocyanin concentrations has not been investigated. To that aim, non-invasive optical methods (spectral reflectance and chlorophyll fluorescence) were used to assess levels of anthocyanins and chlorophylls as well as photosystem II (PSII) photochemical efficiency in hundreds of leaves from the mastic tree (Pistacia lentiscus). This species displays a continuum of leaf tints during winter from fully green to fully red under field conditions. Contrary to expectations based on the photoprotective hypothesis, the strength of leaf redness was positively correlated to the extent of mid-winter chronic photoinhibition and negatively correlated to leaf chlorophyll contents. Hence, a photoprotective role for anthocyanins is not substantiated. Instead, we argue that winter leaf redness may be used reliably, quickly and non-invasively to locate vulnerable individuals in the field. Given that winter-red leaf phenotypes in the mastic tree are more vulnerable to chronic photoinhibition during the cold season, we asked whether corresponding limitations in leaf gas exchange and carboxylation reactions could also be manifested. During the cold («red») season, net CO2 assimilation rates (A) and stomatal conductances (gs) in the red phenotype were considerably lower than the green phenotype, while leaf internal CO2 concentration (Ci) was higher. The differences were abolished in the «green» period of the year, the dry summer included. Analysis of A versus Ci curves indicated that CO2 assimilation during winter in the red phenotype was limited by Rubisco content and/or activity rather than stomatal conductance. Concomitant to that, leaf nitrogen levels in the red phenotype were considerably lower during the red-leaf period. Hence, we suggest that the inherently low leaf nitrogen levels are linked to the low net photosynthetic rates of the red plants through a decrease in Rubisco content. Accordingly, the reduced capacity of the carboxylation reactions to act as photosynthetic electron sinks may explain the corresponding loss of PSII photon trapping efficiency, which cannot be fully alleviated by the screening effect of the accumulated anthocyanins. In a next step we examined whether leaf nitrogen level affects photosynthetic light reactions. Although it is amply documented that CO2 assimilation rates are positively correlated to leaf nitrogen, corresponding studies on a link between this nutrient and photosynthetic light reactions are scarce, especially under natural field conditions. In this final investigation with mastic tree, we exploited natural variation in nitrogen content of mature leaves of P. lentiscus in conjunction with fast chlorophyll a fluorescence rise (the OJIP curves) analysed according to the so-called «JIP-test», as this was recently modified to allow also for the assessment of events in or around photosystem I (PSI). The results depended on the sampling season, with low nitrogen leaves displaying lower efficiencies for electron flow from intermediate carriers to final PSI acceptors and lower relative pool sizes of these acceptors, both during the autumn and winter. However, parameters related to the PSII activity (i.e. quantum yields for photon trapping and electron flow along PSII, efficiency of a trapped exciton to move an electron from QA- to intermediate carriers) were limited by low nitrogen only during the winter period. As a result, parameters like the quantum yield of total electron flow along both photosystems as well as the total photosynthetic performance index (PItotal) were positively correlated to leaf nitrogen independently of season. We conclude that nitrogen deficiency under field conditions preferentially affects PSI activity while the effects on PSII are evident only during the stressful period of the year. In the last part of this dissertation we asked whether the leaf anthocyanic trait confers long term benefits to the plant and to that aim parameters directly related to fitness, i.e. reproductive effort and success as well as seed germinability were registered in winter-red and green phenotypes of Cistus creticus growing in the field under apparently similar conditions. The results indicated that both phenotypes displayed similar flower numbers, pollination success and seed yield, mass and germinability. As judged by the similar final reproductive output, vulnerability to the winter stress does not render the red phenotype less fit, nor anthocyanin accumulation render it more fit. Although an apparent compensating function for anthocyanins may be inferred, it can not be linked to a protection against photoinhibition of photosynthesis. Moreover, the photosynthetic inferiority of the red phenotype although linked to slightly reduced leaf number, (results from other members of our laboratory) it was not limiting for reproductive effort and success. Regardless of function, winter leaf redness may indicate photosynthetically weak, yet not necessarily less fit individuals in C. creticus.
15

Ανάπτυξη παθητικών συστημάτων μελέτης ενδοκρανιακών θερμοκρασιακών μεταβολών και εγκεφαλικών διεργασιών

Καραθανάσης, Κωνσταντίνος 20 October 2010 (has links)
Η ανίχνευση με τη χρήση μικροκυμάτων παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην τεχνολογική εξέλιξη του κόσμου τα τελευταία 50 χρόνια. Από τα ραντάρ μέχρι τη Μικροκυματική Ραδιομετρία, η ανίχνευση με τη χρήση μικροκυμάτων έχει χρησιμοποιηθεί για έναν αυξανόμενο αριθμό εφαρμογών σε διάφορα επιστημονικά πεδία, μεταξύ των οποίων η χαρτογράφηση του εδάφους, ο καθορισμός της υγρασίας του εδάφους, η θερμογραφία και η ανίχνευση του καρκίνου του μαστού. Έτσι, οι μικροκυματικοί αισθητήρες, διαθέτοντας την ικανότητα να διαπερνούν πολλά είδη μέσων (πχ. σύννεφα, βιολογικοί ιστοί), έχουν μια σημαντική θέση ανάμεσα σε άλλες τεχνικές μέτρησης. Η Μικροκυματική Ραδιομετρία αποτελεί ένα σημαντικό τομέα της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογής της ανίχνευσης με τη χρήση μικροκυμάτων, καθώς αποτελεί μια παθητική μέθοδο ανίχνευσης της φυσικά εκπεμπόμενης χαοτικής θερμικής ακτινοβολίας από κάθε σώμα που βρίσκεται σε θερμοκρασία άνω του απόλυτου μηδενός (-273 Κελσίου). Ένα μικροκυματικό ραδιόμετρο είναι η συσκευή που χρησιμοποιείται για τη διεξαγωγή ραδιομετρικών μετρήσεων. Η ραδιομετρία έχει αποτελέσει ένα σημαντικό τομέα έρευνας όχι μόνο για την αξιολόγηση της ατμόσφαιρας και της επιφάνειας της γης, αλλά και για την περαιτέρω διερεύνηση των παθητικών μετρήσεων, με σημαντικές εφαρμογές ειδικά στον τομέα της βιοϊατρικής. Στα πλαίσια της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής μελετήθηκε σε θεωρητικό και πειραματικό επίπεδο η βελτιστοποίηση των ιδιοτήτων ανίχνευσης ενός Τρισδιάστατου Συστήματος Παθητικής Μικροκυματικής Ραδιομετρικής Απεικόνισης για διαγνωστικές εφαρμογές εγκεφάλου. Η καινοτομία της προτεινόμενης μεθόδου έγκειται στη χρήση μιας αγώγιμης ελλειψοειδούς κοιλότητας που δρα σαν μορφοποιητής δέσμης, ώστε να επιτευχθεί μέγιστη συγκέντρωση και εστίαση της ακτινοβολίας που εκπέμπει το φυσικό σώμα ενδιαφέροντος, σε συνδυασμό με ευαίσθητους ραδιομετρικούς δέκτες και ομοιοκατευθυντικές κεραίες λήψης στο φάσμα συχνοτήτων 1 – 4 GHz. Η μέτρηση πραγματοποιείται με την τοποθέτηση του ανθρώπινου εγκεφάλου στην περιοχή της πρώτης εστίας και τη λήψη της ακτινοβολίας που συγκλίνει, μέσω ανάκλασης στα τοιχώματα του ελλειψοειδούς, στη δεύτερη εστία. Εκεί είναι τοποθετημένη η κεραία λήψης που συνδέεται στον ευαίσθητο ραδιομετρικό δέκτη. VI Με σκοπό τη βελτίωση των ιδιοτήτων εστίασης του συστήματος, πραγματοποιήθηκε η μοντελοποίησή του και ακολούθησε εκτενής ηλεκτρομαγνητική μελέτη για την ανάλυση της επίδρασης διατάξεων προσαρμογής από κατάλληλα υλικά στο εσωτερικό της ελλειψοειδούς κοιλότητας. Τα αποτελέσματα δείχνουν πως με τη σωστή επιλογή των υλικών και των ιδιοτήτων τους, είναι δυνατό να επιτευχθεί σημαντική βελτίωση του βάθους ανίχνευσης του κατωφλίου ανίχνευσης θερμοκρασίας και της χωρικής διακριτικής ικανότητας του συστήματος. Τα πειράματα με ομοιώματα που πραγματοποιήθηκαν, επαληθεύουν τις βασικές αρχές λειτουργίας του συστήματος καθώς επίσης και την ευεργετική επίδραση των διατάξεων προσαρμογής στις ιδιότητες εστίασής του, που μελετήθηκαν θεωρητικά στο πρώτο στάδιο της έρευνας,. Τέλος, οι πειραματικές διαδικασίες, που σχεδιάστηκαν με βάση πιθανές κλινικές εφαρμογές του συστήματος, δείχνουν ότι έχει βασικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες ώστε να αποτελέσει στο μέλλον κλινικό, διαγνωστικό εργαλείο. / Microwave sensing has played an increasingly significant role in the world’s technological advances over the past 50 years. From radar to radiometry, microwave sensing has been used for a large number of applications, including ground mapping, soil moisture determination, thermography, and breast cancer detection. With the ability to safely penetrate many kinds of media (e.g., clouds or biological specimens), microwave sensors find a significant place among other modalities of measurement. Microwave radiometry is an important scientific research and application area of microwave sensing because it provides a passive sensing technique for detecting naturally emitted chaotic thermal radiation by any material object being above the absolute zero temperature (-273 Celsius). A microwave radiometer is the device used to conduct radiometric measurements. While radiometry has been a significant research field for atmospheric and earth surface evaluations, it lends itself to further exploration of passive measurements, with significant applications especially in the biomedical field. In the framework of the present PhD Thesis, a theoretical and experimental optimization study of the sensing capabilities of a Three Dimensional Passive Microwave Radiometry Imaging System for brain diagnostic applications was performed. The novelty of the proposed methodology consists in the use of a conductive ellipsoidal cavity acting as a beamformer to achieve maximum peak of radiation pattern in order to measure the intensity of the microwave energy, radiated by the medium of interest, by using sensitive microwave radiometers and relevant non – contacting antennas within the range of 1 – 4 GHz. The measurement is realized by placing the human brain in the region of the first focus and collecting the radiation converged at the second focus by a receiving antenna connected to the sensitive radiometer. Towards the improvement of the system’s focusing properties, extended electromagnetic analysis was performed in order to validate the impact of matching configurations made from appropriate materials, located inside the ellipsoidal cavity. The results show that with the appropriate choice of materials and careful assessment of their properties, it is possible to significantly improve the system’s detection depth, temperature detection level and spatial sensitivity. VIII The experimental procedures that were performed verify the proof of concept and confirm the beneficial impact of matching configurations on the system’s focusing properties, which was theoretically studied in the first part of the research. Finally, the experimental set used in the study, related to possible clinical applications, produced promising results regarding the potential perspective of the system to serve as a future clinical diagnostic tool.

Page generated in 0.0613 seconds