21 |
Καταγραφή και ανάλυση βιοδυναμικών εγκεφάλου με χρήση του συστήματος BiopacΚόλλιας, Χρήστος 30 May 2012 (has links)
Η λειτουργία του εγκεφάλου βασίζεται στο σύνολο της ηλεκτροχημικής
δραστηριότητας των νευρώνων, που αποτελούν το δομικό λίθο του νευρικού
συστήματος. Η καταγραφή των βιολογικών σημάτων, ή βιοσημάτων, τα οποία
προκύπτουν από την ηλεκτρική δραστηριότητα των νευρώνων του εγκεφάλου,
αποτελούν το αντικείμενο της Ηλεκτροεγκεφαλογραφίας, η οποία είναι μια μη
επεμβατική μέθοδος καταγραφής του παραγόμενου, από τον εγκέφαλο, ηλεκτρικού
πεδίου. Η πρώτη επιτυχημένη καταγραφή βιοδυναμικών του ανθρώπινου εγκεφάλου
αποδίδεται στο Γερμανό φυσιολόγο Hans Berger, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας
του 1930, πραγματοποίησε για πρώτη φορά τη μέτρηση διαφορών δυναμικού από την
επιφάνεια του κεφαλιού. Σήμερα, το Ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ) αποτελεί μια
ευρέως διαδεδομένη τεχνική κλινικής εξέτασης που χρησιμοποιείται με κύριο σκοπό
τη διάγνωση.
Στην παρούσα εργασία περιγράφεται η λειτουργία του νευρικού συστήματος,
ενώ παρατίθενται στοιχεία ανατομίας του εγκεφάλου. Ακόμα, αναλύεται η φύση και
τα χαρακτηριστικά των βιοσημάτων, που λαμβάνονται από την εξωτερική δερματική
επιφάνεια του κεφαλιού, ενώ παρουσιάζονται οι βασικές αρχές της
Ηλεκτροεγκεφαλογραφίας, ο τρόπος καταγραφής και τα κυριότερα χαρακτηριστικά
του σήματος του ΗΕΓ.
Εν συνεχεία, περιγράφεται η καταγραφή Ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, που
έγινε με τη χρήση του συστήματος MP150 της Biopac. Ο MP150, σε συνδυασμό με
το γραφικό περιβάλλον του Acqknowledge 3.8.2 αποτελεί ένα πλήρες σύγχρονο
σύστημα καταγραφής πολλών ειδών βιοδυναμικών από διαφορετικές περιοχές του
ανθρώπινου σώματος. Αξιοποιώντας τις δυνατότητες του συστήματος αυτού,
καταφέραμε να καταγράψουμε και να παρατηρήσουμε τη ρυθμική δραστηριότητα
του εγκεφάλου.
Επίσης, γίνεται αναφορά στα σημαντικότερα πακέτα εργαλείων του Matlab,
που έχουν σαν αντικείμενο την ανάλυση του Ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, ενώ
επιχειρείται η περαιτέρω επεξεργασία του σήματος που καταγράφηκε, με τη χρήση
ενός από αυτά (eeglab).
Επιπλέον, στην εργασία αυτή παρουσιάζονται τα κυριότερα χαρακτηριστικά
κάποιων από τις σημαντικότερες μεθόδους ανάλυσης του σήματος που προκύπτει από
το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, ενώ παράλληλα γίνεται μια προσπάθεια σύγκρισης
των δυνατοτήτων τους, με σκοπό την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων που
μπορούν να αξιοποιηθούν σε επόμενες μελέτες. / The entire function of the human brain is based on the electrochemical activity
of the neurons, which form the whole nervous system. The recording of the biological
signals resulting from the electrical activity of the brain forms the content of
Electroencephalography, which is a non invasive method of recording the electric
field produced in the human brain. The first successful recording of human brain’s
biodynamics was made by German physiologist Hans Berger, who was the first to
measure the electrical potential difference on the human head. Nowadays,
Electroencephalography (EEG) is a very common clinical examination technique,
which is used for the purpose of diagnosis.
One of the objects of the present thesis is the description of the nervous system
function, while there are some basic elements of the human brain’s anatomy. There is
a brief analysis of the nature and features of the biological signals produced by the
brain, as well as a presentation of the basic principles of the Electroencephalography.
In addition, there is a description of the recording of the EEG signal, which
was made with the use of Biopac MP150 system. MP150 and its graphic interface
Acqknowledge 3.8.2 form a complete modern data acquisition system, which offers
the possibility to record biodynamics from different parts of the human body. Making
use of the Biopac system, we were able to record and analyze the brain rhythmic
activity.
Moreover, the most common Matlab toolboxes that are used for EEG signal
processing are presented, while a further analysis of our EEG signal was attempted
through eeglab.
Furthermore, in the present thesis, the basic features of some of the most
important methods of EEG signal analysis are presented. This quite extended
presentation is made in order to be used as information for future study and research
on EEG signal analysis.
Key words: nervous system, biological signals, Electroencephalography, MP150,
Acqknowledge, Matlab toolboxes, eeglab, signal analysis
|
22 |
Νευροφυσιολογική μελέτη της επίδρασης του εν τω βάθει του εγκεφάλου (DBS) στη λειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος (ΑΝΣ) σε ασθενείς με νόσο ParkinsonΤραχάνη, Ευτυχία 14 February 2012 (has links)
Σκοπός της μελέτης : H διερεύνηση της επίδρασης του εν τω βάθει εγκεφαλικού ερεθισμού στον υποθαλάμιο πυρήνα (STN-DBS) στη λειτουργία του Αυτόνομου Νευρικού Συστήματος (ΑΝΣ) σε ασθενείς με Νόσο Πάρκινσον.
Μέθοδος-Υλικό: Στη μελέτη έλαβαν μέρος 24 ασθενείς με ιδιοπαθή νόσο Πάρκινσον και 24 υγιείς μάρτυρες με πλήρη αντιστοιχία ως προς το φύλο και την ηλικία (μέσος όρος ηλικίας± σταθερά απόκλιση, 62.1±9.4 έτη). Η εκτίμηση των ασθενών έγινε 3 μέρες προ χειρουργείου ενώ ελάμβαναν κανονικά την αγωγή τους και 6 μήνες μετά την επέμβαση σε “on DBS/ on medication” κατάσταση. Όλοι οι ασθενείς συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με τα συμπτώματα από το ΑΝΣ και υπεβλήθησαν σε μέτρηση της Αρτηριακής Πίεσης (ΑΠ) σε ύπτια θέση καθώς και στο 1ο και 3ο λεπτό μετά από απότομη έγερση από ύπτια σε όρθια θέση. Η νευροφυσιολογική εκτίμηση ασθενών και μαρτύρων περιελάμβανε: α. μέτρηση της συμπαθητικής δερματικής απάντησης (ΣΔΑ) από την παλάμη και το πέλμα με ηλεκτρικό ερεθισμό, β. μελέτη της διακύμανσης του καρδιακού ρυθμού (ΚΡ) ως προς τον χρόνο στις φάσεις της ήρεμης και βαθιάς αναπνοής (Rest RR IV και DB RR IV), κατά τη δοκιμασία Valsalva (Valsalva ratio) και κατά το Τilt-test (Tilt ratio). Με τη φασματική ανάλυση της πεντάλεπτης καταγραφής του ΚΡ σε ηρεμία που πραγματοποιήθηκε αργότερα υπολογίστηκαν οι παράμετροι LF, HF, LFnorm, HF norm, TP και ο λόγος LF/HF.
Αποτελέσματα: Το 45,8% των ασθενών είχαν ορθοστατική υπόταση πριν και 12,5% μετά την επέμβαση, αλλά κατά τη στατιστική ανάλυση των μετρήσεων αυτών δεν πρόεκυψε σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων. Βρέθηκε σημαντική μείωση της συχνότητας των διαταραχών εφίδρωσης, της ακράτειας και της δυσκοιλιότητας στην μετεγχειρητική εκτίμηση (p<0,005). Στη ΣΔΑ μεταξύ των ασθενών πριν και μετά το STN-DBS δε βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Συνολικά 6 ασθενείς είχαν παθολογική ή απούσα ΣΔΑ πριν το χειρουργείο και 7 μετά (χ 2, p=0,114). Στις παραμέτρους Rest RR IV, DB RR IV, Valsalva ratio & Tilt ratio δε διαπιστώθηκε σημαντική διαφορά προ και μετά DBS (p>0.,050) και ήταν μάλιστα και προ- και μετεγχειρητικά μειωμένες στους ασθενείς απ’ ότι στους μάρτυρες (p <0,050). Σημαντική μείωση μόνο της παραμέτρου LF προέκυψε συγκρίνοντας τους ασθενείς πριν και μετά τη χειρουργική επέμβαση ενώ οι ασθενείς μετεγχειρητικά είχαν σημαντικά μειωμένες τιμές των LF, TP και LFnorm σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές των υγιών μαρτύρων. Δε βρέθηκε συσχέτιση (p >0,050) της κινητικής βελτίωσης λόγω DBS με τις ατομικές διαφορές των τιμών των παραμέτρων στον εκάστοτε ασθενή πριν και μετά το χειρουργείο.
Συμπεράσματα: Είναι σαφής η θετική επίδραση του DBS στη μείωση της συχνότητας των διαταραχών εφίδρωσης, αλλά το χειρουργείο δεν έπαιξε αξιοσημείωτο ρόλο στις ΣΔΑ. Βρέθηκε μόνο μια μη στατιστικά σημαντική μείωση του ποσοστού των ασθενών με Ο.Υ., ενώ καμία επίδραση δεν υπήρξε στις παθολογικές τιμές του Κ.Ρ. των ασθενών. H φασματική ανάλυση του Καρδιακού Ρυθμού δεν έδειξε αλλαγή στην ισορροπία μεταξύ συμπαθητικής και παρασυμπαθητικής λειτουργίας λόγω DBS. Γενικό συμπέρασμα είναι ότι STN-DBS ωφελεί σημαντικά την κινητική βελτίωση, αλλά δεν έχει αξιόλογη, θετική ή αρνητική, επίδραση στη ρύθμιση της λειτουργίας του ΑΝΣ. / Purpose: To assess the impact of subthalamic nucleus (STN) deep brain stimulation (DBS) on the autonomic nervous system function in patients with advanced Parkinson’s disease (PD).
Material- Methods: Twenty-four patients with idiopathic PD (mean age±SD, 62.1±9.4 years old) were examined 3 days before and 6 months after DBS, “on medication” state both times. Each examination session included registration of autonomic symptoms by means of a semi-structural questionnaire, blood pressure (BP) recording at supine position and at the first and third minute after sudden change from supine to standing position and a neurophysiological assessment. The neurophysiological examination included: a. recording of sympathetic skin response (SSR) from both palms and a sole, b. time domain analysis of RR interval variation during normal and deep breathing, during Valsalva manoeuvre and during tilt test. By off-line performed frequency domain analysis of heart rate variation the Total Power, the Low Frequency band, the High Frequency band and their normalized units were estimated. The neurophysiological measurements were compared to those of 24 healthy controls matched for age and sex.
Results: Orthostatic hypotension was present in 45.8% of the patients preoperatively and 12.5% postoperatively, whereas statistical analysis showed no significant difference in BP measurements between pre- and post DBS studies. A statistical significant reduction in the frequency of autonomic symptoms such as constipation, sweating disturbances and urgency was established after implantation. In SSR measurements no change was found between patients before and after DBS. Six out of 24 patients has abnormal or absent SSR before surgery and 7 afterwards (χ 2, p =0.114). The values of time domain variables were both pre and postoperatively lower in patients than in controls. A significant reduction was found in LF band after the implantation. There was no correlation between individual, deep brain stimulation-related changes of motor function and corresponding neurophysiological measurements.
Conclusions: The positive effect of STN-DBS on the sweating disturbances reported by patients is established, whereas no influence was found on SSR measurements. Subthalamic stimulation had no effect on the abnormal heart rate regulation of the patients, but a non significant reduction in orthostatic hypotension was noticed. Finally through spectral analysis no effect on the balance of sympathetic and parasympathetic function was found. Overall, despite its clear benefit on motor performance, STN-DBS had no considerable, positive or negative, impact on the autonomic regulation.
|
23 |
Comparative study of spectral analysis methods for clinical for clinical electrocardiography / Συγκριτική μελέτη μεθόδων ανάλυσης σήματος στο πεδίο των συχνοτήτων για το κλινικό ηλεκτροκαρδιογράφημαΣταυρινού, Μαρία 01 July 2014 (has links)
The spectral analysis of heart rate variability is a tool that gained more and more clinical importance in the latest years. It can be used in order to access autonomic function on the cardiovascular system through the evaluation of the different frequency bands of the HRV. So far different mathematical approaches have been used towards this aim, often with contradictory results. Therefore, the need for standardization of the methods seems more and more important. In this thesis 2 non-parametric, Fourier-based methods and two parametric based on autoregressive modeling were used in order to extract the power spectral density of patients with epilepsy. Their results were statistically compared to age matched controls. The analysis have shown that when a parametric method is used, a careful model order selection method must be used, and when this is accomplished, the power spectrum could more efficient highlight differences between controls and patients. The results between non-parametric and parametric methods were different, therefore these methods cannot be considered interchangeable. The analysis methodolgy established in this first part of the study has been used to analyse HRV signals from patients before and after deep brain stimulation. / Η φασματική ανάλυση της Μεταβλητότητας της Καρδιακής Συχνότητας (ΜΚΣ) χρησιμοποείται όλο και περισσότερο σε κλινικές μελέτες τα τελευταία χρόνια. Και αυτό γιατί μπορεί να δώσει πληροφορίες σχετικά με την λειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος πάνω στην καρδιά αναλύοντας το συχνοτικό περιεχόμενο των ΜΚΣ σημάτων σε διακριτές ζώνες συχνοτήτων. Μέχρι τώρα διαφορετικές μαθηματικές μέθοδοι έδωσαν διαφορετικά, συχνα αντικρουόμενα αποτελέσματα. Έτσι η ανάγκη λεπτομερής περιγραφής των μεθόδων φαίνεται όλο και περισσοτερο επιτακτική. Σε αυτή τη διπλωματική εργασία, δυο μη παραμετρικές μέθοδοι και δύο παραμετρικές βασισμένες σε μοντέλα αυτοπαλινδρόμησης (autoregressive modeling) εφαρμόστηκαν προκειμένου να υπολογιστεί το φάσμα ασθενών με χρόνια επιληψία. Τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με υγιείς εθελοντές ίδιου ηλικιακού προφίλ. Η ανάλυση έδειξε ότι όταν χρησιμοποιουνται παραμετρικές μέθοδοι, η επιλογή της τάξης του μοντέλου πρέπει να γίνεται με προσοχή και όταν αυτό γίνει, το φάσμα μπορεί να αναδείξει πιο αποτελεσματικά διαφορές μεταξύ ασθενών και υγειών εθελοντών. Τα αποτελέσματα μεταξύ παραμετρικών και μη παραμετρικών μεθόδων αποδείχθηκαν διαφορετικα, και κατά συνέπεια οι δύο αυτές κατηγορίες ανάλυσης δεν μπορούν να θεωρηθούν ίδιες. Η μεθοδολογία που αναπτύχθηκε στο πρώτο αυτό μέρος της εργασίας χρησιμοποιήθηκε για να αναλύσει σήματα ΜΚΣ από ασθενείς με Πάρκινσον πριν και μετά εν τω βάθει ερεθισμό (Deep brain simulation).
|
24 |
Information domain analysis of physiological signals: applications on the cardiac and neural systems of rats and monkeys / Ανάλυση φυσιολογικών σημάτων στο πεδίο της θεωρίας πληροφοριών: εφαρμογές στο καρδιακό και νευρικό σύστημα ποντικιών και πιθήκωνMoraru, Liviu 23 November 2007 (has links)
Extraction of physiological and clinical information hidden in biosignals, such as cardiac and neural signals, is an important and fascinating field of research. Noninvasive assessment of the physiological parameters of a patient enables to study the physiology and pathophysiology of the investigated system, with minimal interference and inconvenience. This approach may also help to assess noninvasively the clinical condition of the patient.
The primary focus of this study is therefore to extend the arsenal of research tools for the noninvasive investigation of the neural and cardiac systems.
The approaches developed in this work concern two major directions:
The first direction relies on the analysis of cardiac and neural responses during hypoxia. Hypoxia-ischemia remains a great challenge to the researchers, since it triggers complex responses at different levels in the organism. The functional recovery depends on a number of factors among which the state of autonomic nervous system (ANS) regulation plays an important role. Two different applications were considered in this framework. The first application studied the effect of global ischemic preconditioning on the heart rate variability (HRV) response to the asphyxia insult. Using linear (time and frequency domain) and nonlinear (approximate entropy and parameters of Poincare plots) measures, we evaluated the dynamic time course of the HRV response to the asphyxia insult and the effect of preconditioning on the autonomic neurocardiac control. Our results show for the first time that global ischemic preconditioning influences the HRV response to the asphyxia injury. The neuroprotective effect of preconditioning translates into a faster recovery of the basal HRV and the autonomic modulation of the heart. For the preconditioned group, at about 90 min after the asphyxic insult, the autonomic neural balance (measured by LF/HF ratio) appears fully recovered.
Another application addressed the problem of phase synchronization analysis of EEG signals during monitoring of recovery process following brain injury episode. The concept of phase synchronization offers a new perspective on the understanding and quantification of the dynamical interactions established among coupled systems. In this thesis, we present a new approach for the identification of the degree of interaction between two complex dynamical systems from experimental data analysis. We use the empirical-mode-decomposition (EMD) technique to decompose the output signals into a number of elementary orthogonal modes with well defined instantaneous attributes (IMFs).
The second direction addressed the problem of correlations between anticipatory pursuit eye movements and the neural response in the Supplementary Eye Fields (SEF) of the Macaque monkey. Anticipatory pursuit is a smooth movement of the eye occurring before the appearance of an expected moving target. The expectation of the subject is based on a subjective estimation of the probability that the target will move in a given direction. Recently, it has been suggested that the SEF could play a role in using past experience to guide anticipatory pursuit. This hypothesis is currently being tested at the single neuron level. In the behaving monkey, it has been shown that electrical microstimulation in the SEF can facilitate smooth pursuit initiation towards a moving target, suggesting that activation of the SEF might change the internal gain of the smooth pursuit pathway. In this study, we favored anticipatory responses in monkeys by using a cognitive cue, which produces a different anticipatory pursuit response than the one observed in previous studies, based on repetition. / H εξαγωγή φυσιολογικών και κλινικών πληροφοριών οι οποίες είναι κρυμμένες σε βιοσήματα όπως τα καρδιακά και νευροφυσιολογικά σήματα είναι ένας σημαντικός και πολύ ενδιαφέρον τομέας έρευνας. Μη επεμβατική αξιολόγηση των φυσιολογικών παραμέτρων ενός ασθενή επιτρέπει την μελέτη της φυσιολογίας και παθολογίας του μελετούμενου συστήματος με τις λιγότερες παρεμβολές και ενόχληση. Η προσέγγιση αυτή μπορεί επίσης να βοηθήσει στην μη επεμβατική αξιολόγηση της κλινικής κατάστασης του ασθενή.
Η πρώτη προσέγγιση της μελέτης αυτής είναι να επεκτείνει το οπλοστάσιο των ερευνητικών εργαλείων για την μη επεμβατική αναζήτηση του νευρικού και καρδιακού συστήματος.
Οι προσεγγίσεις που αναπτύσσονται σε αυτή τη δουλειά αφορούν δύο κύριες κατευθύνσεις:
Η πρώτη κατεύθυνση υπόκειται στην ανάλυση των καρδιακών και νευροφυσιολογικών αποκρίσεων κατά τη διάρκεια της υποξίας. Η ισχεμία – υποξία παραμένει μια μεγάλη πρόκληση στους ερευνητές εφόσον πυροδοτεί πολύπλοκες αποκρίσεις σε διαφορετικά επίπεδα στον οργανισμό. Η λειτουργική αποκατάσταση εξαρτάται από έναν αριθμό συντελεστών μεταξύ των οποίων ο έλεγχος της κατάστασης του αυτόνομου νευρικού συστήματος παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Δύο διαφορετικές εφαρμογές ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο αυτό. Η πρώτη εφαρμογή μελέτησε το φαινόμενο της ολικής ισχαιμικής προκατάστασης στην μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού (heart rate variability - HRV) σε προσβολή από ασφυξία. Χρησιμοποιώντας γραμμικές (στον τομέα του χρόνου και των συχνοτήτων) και μη γραμμικές (υπολογισμός εντροπίας και παραμέτρων των γραφημάτων Poincare) τεχνικές υπολογίσαμε την δυναμική χρονική εξέλιξη της HRV απόκρισης στην προσβολή από ασφυξία και η επίπτωση της προ-κατάστασης στο αυτόνομο νευροκαρδιολογικό έλεγχο. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν για πρώτη φορά ότι η ολική ισχαιμική προκατάσταση επηρεάζει την HRV απόκριση στον τραυματισμό από την ασφυξία. Η νευροπροστατευτική επίπτωση της προκατάστασης μεταφράζεται σε μία γρηγορότερη αποκατάσταση του βασικού HRV και μία αυτόνομη εναρμόνιση της καρδιάς. Για την ομάδα με την προκατάσταση σε περίπου 90 λεπτά μετά την προσβολή από ασφυξία, η αυτόνομη νευρολογική ισορροπία (μετρούμενη από τον λόγο χαμηλών προς υψηλών συχνοτήτων εμφανίζεται πλήρως αποκαταστημένη.
Μία άλλη εφαρμογή απευθύνεται στο πρόβλημα της ανάλυσης του συγχρονισμού φάσεων των σημάτων Ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος κατά τη διάρκεια παρακολούθησης της διαδικασίας αποκατάστασης μετά από επεισόδιο εγκεφαλικής βλάβης. Η ιδέα του συγχρονισμού φάσεων προσφέρει μία νέα προοπτική στην κατανόηση και ποσοτικοποίηση των δυναμικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ συστημάτων συζευγμένων ταλαντωτών. Σε αυτή τη διδακτορική διατριβή παρουσιάζουμε μια νέα προσέγγιση για την ανίχνευση του βαθμού της αλληλεπίδρασης μεταξύ δύο πολύπλοκων δυναμικών συστημάτων από την ανάλυση πειραματικών δεδομένων. Χρησιμοποιούμε την τεχνική του εμπειρικού τρόπου αποδόμησης (empirical-mode-decomposition EMD) για να διασπάσουμε τα σήματα εξόδου σε έναν αριθμό βασικών ορθογώνιων μερών με πολύ καλά καθορισμένες στιγμιαίες ιδιότητες (instantaneous attributes IMFs).
Η δεύτερη κατεύθυνση είναι το πρόβλημα των συσχετίσεων μεταξύ προνοητικών κινήσεων των ματιών και των νευροφυσιολογικών αποκρίσεων στα παιδία των ματιών (Supplementary Eye Fields SEF) πιθήκων Macaque. Οι προνοητικές κινήσεις είναι απαλές κινήσεις των ματιών που συμβαίνουν πριν την εμφάνιση ενός αναμενόμενου κινούμενου στόχου. Η αναμονή από το υποκείμενο βασίζεται σε έναν υποκειμενικό υπολογισμό της πιθανότητας ότι ο στόχος θα κινηθεί σε μια δεδομένη κατεύθυνση. Πρόσφατα, έχει υποτεθεί ότι τα SEF μπορούν να παίζουν ρόλο στην χρησιμοποίηση παλαιών εμπειριών στην καθοδήγηση αναμενόμενων κινήσεων. Αυτή η υπόθεση έχει ελεγχθεί στο επίπεδο ενός μόνο νευρώνα. Στον πίθηκο έχει βρεθεί ότι ο ηλεκτρικός μικροερεθισμός στο SEF μπορεί να διευκολύνει την ομαλή έναρξη της κίνησης προς έναν κινούμενο στόχο, συνιστώντας ότι η ενεργοποίηση του SEF μπορεί να αλλάξει την εσωτερική απόδοση του δικτύου της ομαλής κίνησης. Σε αυτή τη μελέτη, ενισχύσαμε την εκκίνηση των ομαλών κινήσεων των πιθήκων προς ένα κινούμενο στόχο η οποία παράγει μία διαφορετική προνοητική κίνηση αυτής που παρατηρείται σε προηγούμενες μελέτες η οποία βασίζεται σε επανάληψη.
|
25 |
Πιλοτική εφαρμογή βάσης δεδομένων για τον έλεγχο ασυμβασιών σε φάρμακα των κατηγοριών, παθήσεων πεπτικού συστήματος, κυκλοφορικού συστήματος, αναπνευστικού συστήματος, κεντρικού νευρικού συστήματος, κατά των λοιμώξεων, ενδοκρινών αδένων-ορμόνες, αίματος και θρέψηςΤριανταφυλλίδης, Παναγιώτης 02 February 2011 (has links)
Ο φαρμακευτικός κλάδος μπορεί να επωφεληθεί, με την βοήθεια της σημερινής τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών και συγκεκριμένα των βάσεων δεδομένων. Σκοπός της διπλωματικής εργασίας είναι η κάλυψη των αναγκών της Ελληνικής συνταγογραφίας των φαρμάκων. Συγκεκριμένα οι φαρμακευτικές βάσεις δεδομένων, που ήδη υπάρχουν, δεν χρησιμοποιούν την τεχνολογία αναζήτησης των αλληλεπιδράσεων των φαρμάκων. Για το σκοπό αυτό σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε ένα μοντέλο βάσεων δεδομένων, που υποστηρίζει πλήρως τις αλληλεπιδράσεις των φαρμάκων, σύμφωνα με τις οδηγίες του εθνικού συνταγολογίου φαρμάκων (Ε.Ο.Φ). Έπειτα έγινε η εισαγωγή των φαρμάκων και δοκιμάστηκε η ακεραιότητα του συστήματος για την επιτυχή λειτουργία των αλληλεπιδράσεων μεταξύ φαρμάκων, καθώς μια εσφαλμένη αλληλεπίδραση μπορεί να αποβεί μοιραία για κάποιους ασθενείς. Τέλος αυτή η διπλωματική εργασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από φαρμακοποιούς και ιατρούς για την ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη συνταγογράφηση. / The pharmaceutical branch can profit, with the help of current technology of computers and concretely with the use of data bases. The purpose of this diplomatic work is to cover the needs of the Greek prescription on medicines. Particularly the pharmaceutical data bases, that already exist, do not use the search technology of interactions in medicines. For this aim it was drawn and implemented a model of data bases, that completely supports the interactions of medicines, according to the directives of national organization for medicines (N.O.M). The next step was the insertion of medicines and test the integrity of system for the successful operation of interactions between medicines, while a mistaken in interaction it can be turns out fatal for certain patients. Finally this diplomatic work can be used from pharmacists and doctors for secure and more effective prescription.
|
Page generated in 0.0269 seconds