• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • Tagged with
  • 3
  • 3
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με IgA νεφροπάθεια με βάση κλασικούς και νεότερους δείκτες εξέλιξης της νόσου

Γερόλυμος, Μιλτιάδης 05 August 2014 (has links)
Η ΙgΑ νεφροπάθεια αποτελεί την πιο συχνή μορφή πρωτοπαθούς σπειραματονεφρίτιδας η οποία αντιμετωπίζεται με την εφαρμογή διαφόρων θεραπευτικών σχημάτων. Στο πρώτο σκέλος της παρούσας διδακτορικής διατριβής, αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα θεραπευτικών σχημάτων που χορηγήθηκαν με βάση τα κλινικά και ιστολογικά χαρακτηριστικά των ασθενών με ΙgΑ νεφροπάθεια για περίοδο παρακολούθησης 5 ετών. Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν 50 ασθενείς, οι οποίοι χωρίστηκαν σε 4 ομάδες. Ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία και πρωτεϊνουρία <1,0 g/24h δεν έλαβαν ειδική αγωγή (Ομάδα Α, n=6). Ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, πρωτεϊνουρία >1,0 g/24h και με ήπια έως μέτρια μεσαγγειακή υπερπλασία και διαμεσοσωληναριακή συμμετοχή αντιμετωπίστηκαν με αγωγή που περιελάμβανε α-ΜΕΑ και κορτικοστεροειδή (Ομάδα Β, n=23). Ασθενείς με αρχική κρεατινίνη ορού Scr<2,5 mg/dL, πρωτεϊνουρία >3,5 g/24h και/ή μέτριες έως σοβαρές ιστολογικές αλλοιώσεις αντιμετωπίστηκαν με συνδυασμό α-ΜΕΑ, κορτικοστεροειδών και άλλων ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων (Ομάδα Γ, n=18). Ασθενείς με αρχική τιμή Scr >2,5 mg/dL, με παρουσία σοβαρής σπειραματοσκλήρυνσης και διαμεσοσωληναριακής βλάβης αντιμετωπίστηκαν μόνο με α-ΜΕΑ και ιχθυέλαια (Ομάδα Δ, n=3). Από τους 50 ασθενείς, οι 9 (18%) παρουσίασαν διπλασιασμό της αρχικής κρεατινίνης ορού, 2 από την ομάδα Β (8,7%), 5 από την ομάδα Γ (27,7%) και 2 από την ομάδα Δ (66,7%). Από τους 7 ασθενείς που εμφάνισαν νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, ένας ήταν από την ομάδα Β (4,3%), 4 από την ομάδα Γ (22%) και 2 από την ομάδα Δ (66,7%). Ύφεση της πρωτεϊνουρίας παρατηρήθηκε σε όλους τους ασθενείς της ομάδας Β και σε 15 ασθενείς της ομάδας Γ (83,3%). Παρενέργειες παρατηρήθηκαν σε 3 (7,3%) ασθενείς που έλαβαν ανοσοκατασταλτική αγωγή. Σε ασθενείς με IgA νεφροπάθεια η χορήγηση εξατομικευμένου θεραπευτικού σχήματος που βασίζεται στα κλινικά και ιστολογικά χαρακτηριστικά ενός εκάστου των ασθενών φαίνεται ότι μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη του μέγιστου θεραπευτικού αποτελέσματος με τον ελάχιστο κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών. Στο δεύτερο σκέλος μελετήθηκαν δυνητικά πρώιμοι δείκτες εξέλιξης της νεφρικής βλάβης τόσο στον νεφρικό ιστό, όσο και σε ούρα ασθενών. Μελέτες στο γονιδίωμα και το πρωτέωμα υποδηλώνουν ότι η τρανσγελίνη πιθανόν εμπλέκεται στην νεφρική βλάβη μέσω ενεργοποίησης των μυοϊνοβλαστών. Σε τομές νεφρικού ιστού 67 ασθενών έγινε ανίχνευση με ανοσοϊστοχημική μέθοδο και ανοσοφθορισμό και ποσοτική εκτίμηση της παρουσίας αφενός μεν της τρανσγελίνης αφετέρου της α-ακτίνης των λείων μυϊκών ινών (α-SMA), γνωστού δείκτη ενεργοποίησης των μυοϊνοβλαστών στο νεφρικό ιστό. Έκφραση της τρανσγελίνης και της α-SMA εντοπίστηκαν στα σπειράματα και στο διάμεσο χώρο. Σε ασθενείς με IgA νεφροπάθεια και εστιακή τμηματική σπειραματοσκλήρυνση η έκφραση της τρανσγελίνης ήταν εντονότερη από αυτήν της α-SMA. Η ανοσοϊστοχημική έκφραση της τρανσγελίνης σχετιζόταν με το βαθμό σπειραματικής σκλήρυνσης (p=0,035) και ίνωσης του διάμεσου χώρου (p=0,047), με το βαθμό μεσαγγειακής υπερπλασίας (p=0,034), με την ύφεση της λευκωματουρίας (p=0,041) και την έκβαση της νεφρικής λειτουργίας (p=0,009). Η μελέτη συνεντοπισμού των τρανσγελίνης και α-SMA στο νεφρικό ιστό έδειξε ότι σε κάποιες περιοχές οι δύο πρωτεΐνες εκφράζονταν ταυτόχρονα και σε άλλες περιοχές κάθε πρωτεΐνη εκφραζόταν χωριστά. Έντονη παρουσία της τρανσγελίνης παρατηρήθηκε στο νεφρικό ιστό ασθενών με διάφορους τύπους σπειραματονεφριτίδων. Η παρουσία μυοϊνοβλαστών που παράγουν τρανσγελίνη ή α-SMA ή και τις δύο πρωτεΐνες μαζί, υποδηλώνει την πιθανή παρουσία διαφορετικών υποπληθυσμών μυοϊνοβλαστών στο νεφρικό ιστό ασθενών με διάφορους τύπους σπειραματονεφριτίδων. Επιπλέον, προσδιορίστηκαν τα επίπεδα απέκκρισης προφλεγμονωδών (IL-2, IL-17, TNF-α, INF-γ, IL-6) και αντιφλεγμονωδών (IL-4, IL-10, TGF-β1) κυτταροκινών καθώς και της χημειοκίνης MCP-1 σε ούρα ασθενών με IgA νεφροπάθεια και συγκρίθηκαν με αυτά υγειών εθελοντών δοτών καθώς και ασθενών με διαφόρους τύπους σπειραματο-νεφρίτιδας που βρίσκονταν σε κλινική ύφεση της νόσου. Μελετήθηκαν 97 ασθενείς με πρωτοπαθή σπειραματονεφρίτιδα και όλοι ήταν σε κλινική ύφεση μετά από ανοσοκατασταλτική αγωγή. Από τους 97 ασθενείς, οι 31 είχαν IgA νεφροπάθεια (IgAΝ), οι 36 μεμβρανώδη (MN) και οι 30 νόσο ελαχίστων αλλοιώσεων ή εστιακή τμηματική σπειραματοσκληρυνση (MC/FSGS). Τα επίπεδα των Th-κυτταροκινών και της MCP-1 μετρήθηκαν σε τυχαίο δείγμα ούρων και συγκρίθηκαν με τα επίπεδα 17 υγειών εθελοντών δοτών. Οι ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα, σε σύγκριση με τους υγιείς, είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα απέκκρισης σε όλες τις κυτταροκίνες που μελετήθηκαν, εκτός από την IL-4 και τον TNF-α. Στην ομάδα των ασθενών διαπιστώθηκε ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων του TGF- β1 και της MCP-1 (p=0,000, r=0,721). Σε ασθενείς με IgAΝ εντοπίστηκαν σημαντικές διαφορές στην απέκκριση των IL-2 (p=0,0345), IL-17A (p=0,005), TNF-α (p=0,0098), TGF-β1 (p=0,0092) και MCP-1 (p=0,0301) σε σύγκριση με ασθενείς με MN και στην απέκκριση της IL-2 σε σχέση με ασθενείς με MC/FSGS (p=0,0018). Η παρατήρηση αυτή υποδηλώνει τη συνεχιζόμενη παρουσία φλεγμονώδους διαδικασίας στο νεφρικό ιστό των ασθενών με διαφόρους τύπους σπειραματονεφριτίδων ακόμα και μετά την επίτευξη ύφεσης. Η διαφορετική έκφραση των Th κυτταροκινών μεταξύ των διαφόρων τύπων σπειραματονεφριτίδων μπορεί να αντανακλά ειδικούς δείκτες εξέλιξης της νεφρικής βλάβης αλλά αυτό απαιτεί περαιτέρω μελέτη. Η συνύπαρξη τόσο της Th1/Th17 όσο και της Th2 απόκρισης ενδεχομένως υποδηλώνει την πιθανή ύπαρξη ενός ανοσορυθμιστικού μηχανισμού που στοχεύει στην ανοσολογική ομοιόσταση του νεφρικού ιστού, ο οποίος χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. / IgA nephropathy represents a common glomerular disease treated by various therapeutic regimens. In the first part of the current thesis, the effect of different therapeutic regimens based on the severity of clinical and histological involvement, in the clinical outcome of patients with IgA nephropathy over a follow-up period of 5 years was estimated. Fifty patients were included in the study and were divided in four groups. Patients with normal renal function and proteinuria <1g/24h received no treatment (Group A, n=6). Patients with normal renal function, proteinuria >1g/24h and mild to moderate histological lesions received angiotensin converting enzyme inhibitors (ACEi) and corticosteroids (Group B, n=23). Patients with baseline serum creatinine (Scr) <2.5mg/dl, proteinuria >3.5g/24h and severe histological lesions received ACEi, corticosteroids and other immunosuppressive drugs (Group C, n=18). Patients with Scr >2.5mg/dl, glomerulosclerosis and tubulointerstitial fibrosis received ACEi and fish oil (Group D, n=3). Doubling of baseline Scr was observed in 9 of 50 patients (18%), 2 from group B (8.7%), 5 from group C (27.7%) and 2 from group D (66.7%). Out of 7 (14%) who reached ESRD, 1was from group B (4.3%), 4 from group C (22%) and 2 from group D (66.7%). Reduction of proteinuria was observed in all patients from group B and in 15 from group C (83.3%). Adverse reactions occurred in 3 (7.3%) patients treated with immunosupressive drugs. The choice of therapeutic regimen used in the treatment of patients with IgA nephropathy could be based on the severity of clinical and histological involvement in order to achieve the maximun effect with less adverse reactions. In the second part potential early markers for progression of renal injury in both kidney tissue and urine of patients were studied. Genomic and proteomic studies suggest that transgelin represents a protein that may be involved in renal injury. Transgelin was identified in biopsy sections of 67 patients by immunohistochemistry and immunofluorescence. Its distribution was compared to that of α-smooth muscle actin (α-SMA), a marker of myofibroblast activation in the kidney. Transgelin and α-SMA expression was identified within glomeruli and interstitium. In patients with IgA nephropathy and focal segmental glomerulosclerosis, glomerular expression of transgelin was higher than that of α-SMA. The extent of transgelin immunostaining was related to mesangial proliferation (p=0.034), glomerular sclerosis (p=0.035), interstitial fibrosis (p=0.047) and to the clinical course (p=0.009). Colocalization studies showed that in some areas of kidney tissue both proteins were expressed with comparable intensity, whereas in other areas expression of either transgelin or α-SMA was predominant. Strong transgelin expression was observed in renal tissue of patients with glomerulonephritis. The observed differences in the pattern of transgelin and α-SMA expression suggest that either different subpopulation of myofibroblasts exist, or that these proteins are activated at different stages of renal injury/scarring. Moreover, the levels of pro-inflammatory (IL-2, IL-17, TNF-α, INF-γ, IL-6) and anti-inflammatory (IL-4, IL-10, TGF-β1) cytokines as well as chemokine MCP-1 excretion in the urine of patients with IgA nephropathy were measured and compared with those of healthy individuals and patients with various types of glomerulonephritis after clinical remission of the disease. Ninety seven patients with primary glomerulonephritis were studied. All patients were in clinical remission following immunosuppressive treatment. The original diagnoses were IgA nephropathy (IgAN) in 31, membranous nephropathy (MN) in 36, and minimal changes disease or focal segmental glomerulosclerosis (MC/FSGS) in 30 out of 97 patients. Th- cytokine and MCP-1 levels were measured in a random urine sample and compared to those of 17 healthy individuals. Subgroup analysis of various types of GN was also performed. Patients with glomerulonephritides had significantly higher urinary levels of all tested cytokines, apart from IL-4 and TNF-α, in comparison to healthy individuals. A strong positive correlation of TGF- β1 concentration in the urine with that of MCP-1 was noted in patients with various glomerulonephritides (p=0.000, r=0.721). Subgroup analysis showed statistically significant differences in the concentration of IL-2 (p=0.0345), IL-17A (p=0.005), TNF-α (p=0.0098), TGF-β1 (p=0.0092) and MCP-1 (p=0.0301) between patients with IgAN and MN. Furthermore, a significant difference was observed in the urinary levels of IL-2 between patients with IgAN and those with MC/FSGS (p=0.0018). Th-cytokines and MCP-1 urinary levels of IgAN patients in clinical remission showed an ongoing inflammation of renal tissue. The different concentration of Th cytokines in various types of GN, may represent specific markers of disease activity but this needs to be further investigated. The coexistence of Th1/Th17 and Th2 immune responses may suggest the presence of an immunoregulatory mechanism that triggers renal immune homeostasis.
2

Επίδραση ανοσοκατασταλτικών θεραπειών στα είδη και στην λειτουργία των Τ βοηθητικών λεμφοκυττάρων ληπτών νεφρικού μοσχεύματος

Δουζδαμπάνης, Περικλής 07 April 2011 (has links)
Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι τα Τ ρυθμιστικά κύτταρα (Tregs), προάγουν την ανοσολογική ανοχή στην μεταμόσχευση. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να προσδιοριστούν τα επίπεδα των Τregs σε 39 ασθενείς, οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού και ήταν σε σταθερή κατάσταση, και να καθοριστούν οι αριθμητικές αναλογίες των Τregs πληθυσμών, όπως και η δράση των ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων σ’ αυτούς τους κυτταρικούς πληθυσμούς. Όλοι οι ασθενείς (19 ασθενείς είχαν καλή νεφρική λειτουργία, ενώ 20 ασθενείς είχαν χρόνια νεφροπάθεια του μοσχεύματος), είχαν λάβει ως θεραπεία επαγωγής basiliximab και ήταν σε τριπλό ανοσοκατασταλτικό σχήμα με αναστολείς της καλσινευρίνης (κυκλοσπορίνη ή tacrolimus), μουκοφαινολικό οξύ (MMF) ή everolimus και στεροειδή. Ως ομάδα ελέγχου μελετήθηκαν 20 υγιείς εθελοντές. Δείγματα από αίμα σημάνθηκαν με αντι-CD4, CD25, CD127 και foxp3 αντισώματα και αναλύθηκαν με κυτταρομετρία ροής, με σκοπό να καθοριστούν τα επίπεδα των CD4+CD25+Foxp3± και CD4CD25highCD127-/low Treg. Όλοι οι ασθενείς είχαν στατιστικά σημαντικά μειωμένα επίπεδα CD4+CD25highFoxP3± , άλλα όχι όμως και CD4+CD25highCD127-/low Treg, σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Η νεφρική λειτουργία των μοσχευμάτων δεν συσχετιζόταν με τα επίπεδα των Τregs. Ανευρέθει σημαντική στατιστική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων CD4+CD25highFoxp3+ Tregs και των επιπέδων του tacrolimus, όπως επίσης και των CD4+CD25highFoxp3- Tregs με τα HLA-DR μη συμφωνούντα (mismatching) αλλοαντιγόνα. Οι ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν MMF είχαν στατιστικά σημαντικά υψηλότερα επίπεδα CD4+CD25highFoxp3+ Tregs σε σύγκριση με τους ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν everolimus, παρά το γεγονός ότι οι ασθενείς της ομάδας του everolimus ελάμβαναν και χαμηλότερες δόσεις αναστολέων της καλσινευρίνης. Συμπερασματικά, τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα μειώνουν στατιστικά σημαντικά τα επίπεδα των CD4+CD25highFoxP3± Treg στην περιφέρεια στους ασθενείς πού έχουν υποβληθεί σε νεφρική μεταμόσχευση. Επιπλέον, τα διάφορα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα έχουν διαφορετική επίδραση στα CD4+CD25highFoxP3+ Tregs, και το γεγονός αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει την μακροχρόνια επιβίωση των άλλο-μοσχευμάτων. / Recent studies indicate that regulatory T-cells (Tregs) promote transplant tolerance. We studied Tregs levels in 39 stable renal transplant recipients, to determine the sizes of Tregs populations and the effects of treatment regimens thereof. All patients (19 with good graft function and 20 with chronic allograft nephropathy) had received induction therapy (basiliximab) and were on triple immunosuppressive regimens with calcineurin inhibitors (cyclosporine or tacrolimus), mycophenolate mofetil (MMF) or everolimus and steroids. Twenty healthy subjects served as controls. Whole blood samples were stained with anti-CD4, CD25, CD127, and FoxP3 antibodies and analyzed by flow cytometry to determine CD4+CD25highFoxP3± and CD4+CD25highCD127-/low Tregs levels. All patients had significantly reduced CD4+CD25highFoxP3± but no CD4+CD25highCD127-/low Tregs levels compared to controls. Renal allograft function did not correlate with Tregs levels. Statistically significant correlations between CD4+CD25highFoxp3+ Tregs and tacrolimus levels and CD4+CD25highFoxp3- Tregs and HLA-DR mismatching were detected. Patients receiving MMF had significantly higher CD4+CD25highFoxp3+ Tregs compared to patients on everolimus who were also receiving lower doses of calcineurin inhibitors. Overall, immunosuppression lowers CD4+CD25highFoxP3± Tregs levels significantly in the periphery in renal transplant recipients. In addition, different immunosuppressive regimens have different impact on CD4+CD25highFoxP3+ Tregs, a fact that may influence long-term allograft survival.
3

Μελέτη της προφυλακτικής δράσης της παρστατίνης έναντι της νεφροτοξικότητας των ιωδιούχων σκιαγραφικών μέσων κατά τη διάρκεια εξετάσεων με ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία

Διαμαντόπουλος, Αθανάσιος 11 October 2013 (has links)
Εισαγωγή: Τα ιωδιούχα σκιαγραφικά μέσα (ΣΜ) σήμερα χρησιμοποιούνται ευρέως τόσο για διαγνωστικούς λόγους όσο και κατά τη διάρκεια επεμβατικών πράξεων στην Επεμβατική Ακτινολογία ή/και την καρδιολογία. Δυστυχώς, η χρήση τους δεν στερείται επιπλοκών με την νεφροτοξικότητα (Νεφροτοξικότητα οφειλόμενη στα ΣΜ - ΝΣΜ) να είναι μία από τις πιο σοβαρές συνέπειες. Παρά το γεγονός ότι πολλές στρατηγικές με σκοπό τόσο την πρόληψη όσο και την θεραπεία έχουν προταθεί και δοκιμαστεί ευρέως τα τελευταία χρόνια στη μάχη κατά της ΝΣΜ, καμία δεν έχει καταφέρει να δείξει ισχυρά αξιόπιστα αποτελέσματα. Η Παρστατίνη είναι το αμινο τελικό 41-αμινοξέων πεπτίδιο που διασπάται και αποσπάται από τον υποδοχέα PAR1 όταν αυτός ενεργοποιείται από τη θρομβίνη. Οι χαμηλές δόσεις Παρστατίνης είναι γνωστό ότι εμφανίζουν προστατευτική δράση στο μυοκάρδιο αρουραίου μετά από βλάβη του τύπου της ισχαιμίας / επαναιμάτωσης. Η κύρια υπόθεση της μελέτης μας ήταν ότι η συγκεκριμένη ουσία μπορεί να ασκήσει προστατευτική δράση στους νεφρούς έναντι της ΝΣΜ. Για να ελεγχθεί αυτή η υπόθεση, χρησιμοποιήσαμε ένα πειραματικό μοντέλο ΝΣΜ σε θηλαστικά (Κόνικλους Νέας Ζηλανδίας). Υλικά και Μέθοδοι: Το πρώτο στάδιο της μελέτης αφορούσε στην ανάπτυξη ενός αξιόπιστου πειραματικού μοντέλου νεφροτοξικότητας μετά τη χορήγηση ιωδιούχων σκιαγραφικών μέσων. Το μοντέλο αναπτύχθηκε και αξιολογήθηκε εκτενώς σε μία σειρά από λευκούς κονίκλους Νέας Ζηλανδίας. Εν συνεχεία ακολούθησε η συστηματική δοκιμή της προστατευτικής δράσης της Παρστατίνης. Στο μέρος αυτό τα πειραματόζωα χωρίστηκαν σε τρεις υπό-ομάδες. Μια υπό-ομάδα έλαβε την υπό δοκιμή ουσία (Παρστατίνη) σε δόση 10μg/kg ακριβώς 15 λεπτά πριν από την έναρξη της ενδοφλέβιας έγχυσης του ΙΣΜ αντίθεσης. Σε αυτή τη φάση όλα τα πειραματόζωα της ομάδας ελέγχου προήλθαν από τα προκαταρκτικά πειράματα τα οποία είχαν λάβει ίσο όγκο φυσιολογικού ορού (NaCl 0,9%). Στις λοιπές δύο υπό-ομάδες χορηγήθηκε Παρστατίνη σε δόση είτε υποδεκαπλάσια (1μg/kg) είτε δεκαπλάσια (100μg/kg) της αρχικής. Ως κατώφλι για την αναγνώριση ανάπτυξης ΝΣΜ τέθηκε η τιμή της κρεατινίνης του ορού ίση ή άνω του 1,5mg/dl 48 ώρες μετά την έγχυση του ΣΜ. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα πειραματόζωων υποβλήθηκε σε ευθανασία 48 ώρες μετά τη λήψη του ΣΜ με σκοπό την ιστολογική εξέταση/ανάλυση. Αποτελέσματα: Το πρώτο μέρος της μελέτης συμπεριέλαβε συνολικά 32 πειραματόζωα. Σε 7 εξ’ αυτών πραγματοποιήθηκε μόνο πείραμα προσομοίωσης (ομάδα sham) έτσι ώστε να οριστούν οι τιμές βάσης. Η μέση τιμή της κρεατινίνης ορού σε αυτή την ομάδα ήταν 0,90 mg/dl (Cl:0,80-1,10). Τα υπόλοιπα πειράματα έδειξαν ότι η μεγαλύτερη αναπαραγωγιμότητα του μοντέλου επιτυγχάνεται με ρυθμό έγχυσης του σκιαγραφικού μέσου αντίθεσης μεταξύ 2,5 έως 3,0 ml/min. Έτσι το σύνολο της σκιαγραφικής ουσίας χορηγείτο μεταξύ 28-35 λεπτών. Σε συνολικά 15 πειραματόζωα τα οποία αποτέλεσαν και την ομάδα ελέγχου και για τα λοιπά πειράματα (control group) η μέση τιμή της κρεατινίνης ορού ήταν 3,09 mg/dl (CI:2,40-4,00), ενώ το 86,7% αυτών ανέπτυξε κλινικά σημαντική ΝΣΜ. Όσον αφορά τα αποτελέσματα του δεύτερου μέρους αναγνωρίστηκε η θεραπευτική δράση της Παρστατίνης σε δόση ίση με 10μg/Kg. Ποίο συγκεκριμένα στην ομάδα πειραματόζωων (n=18) που έλαβε την ανωτέρο δόση η μέση τιμή της κρεατινίνης 48 ώρες μετά τη χορήγηση του ΙΣM ήταν 1,01mg/dl (CI:0,93-2,34) (Στατιστικά σημαντική διαφορά συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου, p=0,012). Το αποτέλεσμα αυτό εξαλείφεται με τον δεκαπλασιασμό και με τον υπό-δεκαπλασιασμό της ανωτέρο δόσης. Στατιστικά σημαντικά μικρότερος ήταν και ο αριθμός των πειραματόζωων που ανέπτυξαν ΝΣΜ στην ομάδα της Παρστατίνης συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (27,8% έναντι 86,7%, p<0,001). Τα ιστολογικά αποτελέσματα έδειξαν σημαντικά μικρότερη σωληναριακή νέκρωση στην ομάδα των πειραματόζωων που έλαβαν θεραπεία με Παρστατίνη συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (13,13 Vs 26.60 στην ομάδα ελέγχου, ρ = 0.0007). Συμπέρασμα: Η υπό δοκιμή ουσία Παρστατίνη (Parstatin) αναστέλλει επιτυχώς την ανάπτυξη νεφροτοξικότητας μετά την χορήγηση σκιαγραφικών μέσων σε ένα πειραματικό in-vivo μοντέλο. Το παραπάνω αποτέλεσμα αποδείχτηκε τόσο με εργαστηριακές μετρήσεις της κρεατινίνης ορού όσο και μετά από ιστολογική μελέτη νεφρών. Το παραπάνω αποτελεί ένα πολύ αισιόδοξο μήνυμα. Παρόλα αυτά περαιτέρω μελέτες είναι αναγκαίες για την επικύρωση του προστατευτικού αυτού ρόλου. / Introduction: Iodinated Contrast Media (CM) are today widely used in routine non-invasive or percutaneous invasive imaging examinations and therapeutic interventions. Unfortunately, use of CM is not free of complications with nephrotoxicity (Contrast-Induced nephropathy – CIN) being one of the most severe. Although numerous preventing and/or therapeutic strategies have been proposed and widely tested during recent years in the battle against CIN, none of them manage to show strong reliable evidence that can prevent CIN development. Parstatin is the N-terminal-41-amino-acid peptide cleaved by thrombin from the protease-activated receptor-1. Low doses of Parstatin are known to have a protective effect in the rat myocardium after ischemia/reperfusion injury. The primary hypothesis of our study was that Parstatin may exert a nephroprotective role against the development of CIN. To test this hypothesis we used a mammalian experimental CIN model. Materials and Methods: The first stage of the study involved the development of a reliable experimental model of nephrotoxicity after administration of iodinated contrast media. The model was developed and extensively evaluated in a series of New Zealand white rabbits. The next stage involved the systematic testing of the protective effect of Parstatin. In this part the animals were divided into three sub-groups. A sub-group received the test substance (Parstatin) at a dose of 10mg/kg just 15 minutes before intravenous infusion of iodinated contrast medium. In the other two sub-groups Parstatin was administered at a dose of either subdivided by ten times (1mg/kg) or multiplied by ten times (100mg/kg) of the original. In this phase the control group was derived from the preliminary experiments of the first stage. As a threshold for the recognition of CIN development was the value of serum Creatinine equal to or more than 1,5 mg/dl 48 hours after injection of the CM. A representative sample of experimental animals was euthanized 48 hours after receiving the CM in order to perform histological examination and analysis. Results: The first part of the study included a total of 32 animals. In 7 of them only a simulation experiment was performed (group sham) to define baseline values of sCr. The mean serum Creatinine in this group was 0,90mg/dl (Cl:0,80-1,10). Following experiments showed that greater reproducibility of the model is achieved with injection rate of the contrast medium contrast between 2.5 έως 3,0 ml/min. Based on that the total contrast agent was administered between 28-35 minutes. In a total of 15 rabbits which were and the control group for the following experiments (control group) the mean sCr was 3,09 mg/dl (CI:2,40-4,00), while 86.7% of them developed clinically significant CIN. Regarding the results of the second part recognized that the maximum therapeutic effect of Parstatin is accomplished with a dose of 10mg/Kg. More specifically in the group of animals (Group P10, n=18) who received the abovementioned dose the mean sCr values 48 hours after administration of the CM was 1,01 mg/dl (CI:0,93-2,34) (Statistically significant difference compared with the control group, p=0,012). This therapeutic effect was eliminated when the dose was either multiplied or divided by 10. A significantly lower number of animals developed the CIN in the treatment group (Group P10) compared with the control group (27.8% vs. 86.7%, p<0.001). The histological results showed significantly less tubular necrosis in the group of animals treated with Parstatin compared to controls (13,13 Vs 26.60 in the control group, p = 0.0007). Conclusion: The test substance Parstatin successfully inhibits the development of contrast-induced nephrotoxicity in an in-vivo experimental model. The above result was verified both by laboratory measurements of serum Creatinine and after histological examination of kidney specimens. The above is a very optimistic message. Nevertheless, further studies are necessary to validate the protective role of Parstatin against contrast nephrotoxicity in both experimental and clinical settings.

Page generated in 0.0366 seconds