• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 6
  • 1
  • Tagged with
  • 7
  • 6
  • 4
  • 4
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Η επίδραση των ρυθμιστικών Τ-λεμφοκυττάρων FOXP3+ στους μηχανισμούς αυτοανοσίας και ανοσολογικής ανοχής

Δουζδαμπάνης, Περικλής 29 August 2008 (has links)
- / -
2

Διέυρυνση της λειτουργίας του άξονα: υποθάλαμος - υπόφυση - γονάδες μετά από μεταμόσχευση μυελού

Σώμαλη, Μαρία 25 June 2007 (has links)
Η µεγάλη επιτυχία που σηµειώνεται µε τη µέθοδο της αυτόλογης ή άλλο- γενούς µεταµόσχευσης µυελού έχει ως αποτέλεσµα την µακρά επιβίωση µεγάλου αριθµού ασθενών κατ’ εξοχή νεαρής ηλικίας. Καθώς το προσδόκιµο ζωής στους ασθενείς αυτούς αυξάνεται, σηµαντική γίνεται η µελέτη των επιπλοκών της µεταµόσχευσης µυελού που θα µπορούσαν να επιβαρύνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών αυτών.3 Οι µεταµοσχευµένοι ασθενείς υποβάλλονται σε χηµειοθεραπεία µε υψηλές δόσεις αλκυλιωτικών παραγόντων είτε για την αντιµετώπιση της βασικής τους νόσου, είτε κατά το προπαρασκευαστικό σχήµα που προηγείται της µεταµόσχευ- σης. Στη σύγχρονη πρακτική χρησιµοποιείται συνδυασµός κυκλοφωσφαµίδης και busulphan χωρίς συνοδό ακτινοβολία, σε δοσολογία 16mg/kg busulphan και 200mg/kg κυκλοφωσφαµίδης, το αποκαλούµενο “big Bu-Cy” ή ο ίδιος συνδυα- σµός σε χαµηλότερη δοσολογία κυκλοφωσφαµίδης, 120mg/kg, το “little Bu-Cy”.5,7 Εκτός από τους παραπάνω χορηγούνται σε συνδυασµό και άλλοι χηµειοθερα- πευτικοί παράγοντες όπως ετοποσίδη, αραβινοσίδη και µελφαλάνη, (σχήµατα BECYM, BEAM)6. Οι συχνότερες άµεσες αλλά και απώτερες ενδοκρινικές διαταραχές που αναπτύσσονται µετά από µεταµόσχευση µυελού όπου έχουν ακολουθηθεί τα παραπάνω χηµειοθεραπευτικά σχήµατα είναι αυτές που αφορούν στις γονάδες και στο θυρεοειδή αδένα.1 Ο κίνδυνος ανάπτυξης επιπλοκών από το ενδοκρινικό σύστηµα επηρεάζεται ίσως από την βασική νόσο, την ηλικία του ασθενούς, το είδος και τη δοσολογία των αντινεοπλασµατικών παραγόντων, και την ανάπτυξη της χρόνιας νόσου του µοσχεύµατος κατά του ξενιστή (GVHD).1,2,3,4 Μόνιµη πρωτοπαθής ανεπάρκεια των ωοθηκών έχει παρατηρηθεί σε όλες τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας µε την προσθήκη busulphan µετά από χορήγηση είτε του ‘’big’’ είτε του ‘’little’’ BUCY ενώ στους άνδρες το σπερµατικό επιθήλιο είναι εκείνο που εµφανίζει την µεγαλύτερη ευαισθησία στην τοξική επίδραση της χηµειοθεραπείας. Η πλειοψηφία των ανδρών εµφανίζει υπογονιµότητα µετά την µεταµόσχευση, αλλά διατηρεί φυσιολογικά επίπεδα τεστοστερόνης 1,2 Στους ασθενείς που έλαβαν προπαρασκευαστικό σχήµα BUCY χωρίς ακτινοβολία, η συχνότητα της θυρεοειδικής δυσλειτουργίας µετά τη µεταµόσχευ- 102 ση, στις περισσότερες βιβλιογραφικές αναφορές ανέρχεται σε 10% - 11% και πιστεύεται ότι η τοξικότητα οφείλεται κυρίως στη busulphan. 12,13 Στη παρούσα µελέτη διερευνήθηκε η βλαπτική επίδραση των χηµειοθερα- πευτικών προπαρασκευαστικών σχηµάτων όπως το BUCY, το BEAM και το BECYM, χωρίς συνοδό ακτινοβολία, στη λειτουργία της υπόφυσης και συγκε- κριµένα στους άξονες Υποθάλαµος – Υπόφυση – Γονάδες και Υποθάλαµος – Υπόφυση – Θυρεοειδής σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε µεταµόσχευση µυελού για αιµατολογικά νεοπλασµατικά νοσήµατα. Χρησιµοποιήσαµε τις διεγερτικές δοκιµασίες LHRH και TRH και παρακο- λουθήσαµε τους ασθενείς µας επί δύο χρόνια επαναλαµβάνοντας τις δοκιµασίες ανά έτος για να µελετήσουµε καλύτερα την παρακαταθήκη των υποφυσιακών κυττάρων. Ξεκινήσαµε την µελέτη µας µε 72 ασθενείς (31 άνδρες και 41 γυναίκες) οι οποίοι υποβλήθηκαν στις δοκιµασίες LHRH TRH. Στον επανέλεγχο στους 12 µήνες επανήλθαν 35 ασθενείς (15 άνδρες και 20 γυναίκες) και ολοκλήρωσαν την µελέτη δύο χρόνια αργότερα 21 ασθενείς (10 άνδρες και 11 γυναίκες). Παρατηρήσαµε ότι τα προπαρασκευαστικά σχήµατα για την µεταµόσχευση µυελού όπως τα BUCY, BECYM, BEAM, στα οποία είχαν υποβληθεί οι ασθενείς µας, δεν παρουσίαζαν τοξική επίδραση στη λειτουργία των γοναδοτρόφων και θυρεοειδοτρόφων κυττάρων της υπόφυσης. Οι άξονες Υποθάλαµος-Υπόφυση– Γονάδες και Υποθάλαµος – Υπόφυση – Θυρεοειδής διατηρούσαν την λειτουργική ακεραιότητά τους κατά τις διεγερτικές δοκιµασίες LHRH και TRH που διενεργήθηκαν σε 72 ασθενείς συνολικά, (31 άνδρες και 41 γυναίκες), µέσης ηλικίας 32,6 έτη, 0,2 έως 9,8 έτη µετά την µεταµόσχευση (µέση διάρκεια από την µεταµόσχευση 1,5 έτη). Ο µεγαλύτερος αριθµός ασθενών, σε ποσοστό 69% είχε υποβληθεί σε χηµειοθεραπεία µε το σχήµα BUCY ενώ 17% των ασθενών είχε υποβληθεί σε BECYM, 8% σε ΒΕΑΜ και 6% σε ΒΕΑΜ και BUCY. Οι περισσότεροι ασθενείς είχαν υποβληθεί σε αλλογενή µεταµόσχευση µυελού (44%). Σε αυτόλογο µεταµόσχευση µυελού είχε υποβληθεί το 23% των ασθενών, σε αυτόλογο µεταµόσχευση περιφερικών κυττάρων το 18% και σε αλλογενή µεταµόσχευση περιφερικών κυττάρων το 15% των ασθενών. Οι διαταραχές που παρατηρήθηκαν ήταν του τύπου πρωτοπαθούς υποθυ- ρεοειδισµού µε αυξηµένα ή φυσιολογικά βασικά επίπεδα της TSH και υπερ- απάντηση αυτής µετά από διέγερση µε TRH, υποδηλώνοντας βλάβη του τελικού οργάνου – του θυρεοειδή – και όχι της υπόφυσης. 103 Αυξηµένα επίπεδα TSH >5 IU/ml παρατηρήθηκαν πιο συχνά στους άνδρες απ’ ότι στις γυναίκες (19% και 10% αντίστοιχα). Το ποσοστό των ασθενών µε υπεραπάντηση της TSH ειδικότερα στους χρόνους 30’ και 60’ της δοκιµασίας TRH (59% των ανδρών και 64% των γυναικών), ξεπερνούσε το ποσοστό των ασθενών µε παθολογικά βασικά επίπεδα TSH ενδεικτικό υψηλής επίπτωσης υποκλινικού πρωτοπαθούς υποθυρεοειδισµού. Η ακεραιότητα του άξονα Υποθάλαµος-Υπόφυση-Γονάδες δεν παρουσίασε διαταραχές στο επίπεδο υποθαλάµου ή υπόφυσης στους ασθενείς που µελετήθηκαν µετά από µεταµόσχευση µυελού για αιµατολογικά κακοήθη νοσήµατα. Οι διαταραχές που παρατηρήθηκαν ήταν του τύπου Υπεργοναδοτροφικού υπογονα- δισµού µε αυξηµένα βασικά επίπεδα γοναδοτροφινών ενδεικτικά βλάβης του τελικού οργάνου, δηλαδή των γονάδων. Αυξηµένα βασικά επίπεδα FSH εµφάνιζε το 69% των ανδρών ενώ ποσοστό 50% εµφάνιζε αυξηµένα βασικά επίπεδα LH. Αρκετά µεγαλύτερο ποσοστό εµφάνιζε αυξηµένη απάντηση της FSH στη δοκιµασία LHRH, εύρηµα που συνηγορεί υπέρ διαταραχών της σπερµατογέννησης που δεν ανιχνεύονται µε την βασική τιµή της FSH µόνο. Η πλειοψηφία των γυναικών εµφάνιζε αυξηµένα βασικά επίπεδα FSH και LH (ποσοστό 97% και 92% αντίστοιχα) µε υπεραπάντηση στη δοκιµασία LHRH. Τα ευρήµατά µας οδηγούν στο συµπέρασµα ότι τα γοναδοτρόφα κύτταρα της υπόφυσης δεν επηρεάζονται από τα προπαρασκευαστικά χηµειοθεραπευτικά σχήµατα κατά την µεταµόσχευση µυελού τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες ενώ επηρεάζονται τα κύτταρα των γονάδων και στα δύο φύλα µε αποτέλεσµα βλάβη του τελικού οργάνου και υπεργοναδοτροφικό υπογοναδισµό. Από τις παραµέτρους που µελετήσαµε, (βασικά επίπεδα και επίπεδα µετά από διέγερση των TSH, PRL, FSH, LH) καµία δεν παρατηρήθηκε να επηρεάζεται στατιστικά σηµαντικά από το χρόνο στη διετή διάρκεια της µελέτης. Η επίδραση του φύλου σχετικά µε την έκταση της τοξικής επίδρασης της χηµειοθεραπείας ήταν εµφανής. Οι γυναίκες εµφάνιζαν υψηλότερα επίπεδα FSH και LΗ υποδηλώνοντας προφανώς µεγαλύτερη ευαισθησία των ωοθηκών στην τοξική επίδραση χηµειοθεραπευτικών σχηµάτων απ’ ότι οι γονάδες στους άνδρες. Η αλληλεπίδραση του χρόνου και του φύλου θεωρήθηκε στατιστικά σηµαντική µόνο όσον αφορά την λειτουργία του θυρεοειδούς και κατ’ επέκταση του άξονα Υποθάλαµος – Υπόφυση - Θυρεοειδής. Υπήρχε τάση γρηγορότερης 104 αποκατάστασης των επιπέδων της FT4 στις γυναίκες στο χρόνο, δηλαδή ανάκτηση της φυσιολογικής λειτουργίας του θυρεοειδούς µετά δύο έτη, (παροδικός υποκλι- νικός ή κλινικός υποθυρεοειδισµός). ∆εν παρατηρήθηκε στατιστικά σηµαντική αλληλεπίδραση χρόνου και φύλου στη λειτουργία και απαντητικότητα των γοναδοτρόφων κυττάρων της υπόφυσης στην δοκιµασία LHRH. Οι ενδοκρινολογικές διαταραχές που εµφανίζονται µετά την µεταµόσχευση µυελού αφορούν όργανα στόχους και όχι τον υποθάλαµο ή την υπόφυση µε αποτέλεσµα την πρώιµη εµµηνόπαυση στις γυναίκες και την διαταραχή της σπερµατογένεσης στους άνδρες ,ενώ λιγότερο συχνά εµφανίζεται υπογοναδισµός στους άνδρες. Οι διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδή αδένα µε κύρια εκδήλωση τον κλινικό ή υποκλινικό πρωτοπαθή υποθυρεοειδισµό ακολουθούν σε συχνότητα. 105
3

Γονιδιωματική αστάθεια στο επιθήλιο μετά από αλλογενή μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων : μηχανισμός και κλινική σημασία

Θέμελη, Μαρία 15 March 2012 (has links)
Υποθέσαμε ότι το χρόνιο ιστικό στρες που προκαλείται από τις αλλοαντιδράσεις μετά από αλλογενή Μεταμόσχευση Αιμοποιητικών Κυττάρων (άλλο-ΜΑΚ) μπορεί να επάγει την εμφάνιση γονιδιωματικής αστάθειας (GI) στους επιθηλιακούς ιστούς. Για αυτό, 176 στοματικά επιχρίσματα από 71 ασθενείς μετά από άλλο-ΜΑΚ αναλύθηκαν για την ανίχνευση αστάθειας μικροδορυφορικών αλληλουχιών (microsatellite instability-MSI). Tα αποτελέσματα συσχετίσθηκαν με κλινικές παραμέτρους. Σε ένα in vitro σύστημα ανίχνευσης μεταλλάξεων ελέγξαμε την υπόθεση ότι οι αλλοαντιδράσεις μπορεί να επάγουν τη GI στην κυτταρική σειρά HaCaT. Ανιχνεύθηκε MSI στο 52% των αλλομεταμοσχευμένων ασθενών ενώ δεν ανιχνεύθηκε MSI σε ασθενείς μετά από αυτόλογη ΜΑΚ και υγιείς εθελοντές. Βρέθηκε σημαντική συσχέτιση της εμφάνισης MSI με την ηλικία του ασθενούς και του δότη, τη μεταμόσχευση από γυναίκα σε άνδρα και τον αριθμό CD34+ κυττάρων στο μόσχευμα. Οι ασθενείς με ιστορικό σοβαρού βαθμού αντίδρασης μοσχεύματος εναντίον ξενιστή είχαν μεγαλύτερο σχετικό κίνδυνο για εμφάνιση MSI. Δευτεροπαθής κακοήθεια διαγνώσθηκε σε 5 από τους MSI+ ενώ μόνο σε ένα από τους MSI- ασθενείς. Στο in-vitro σύστημα ανίχνευσης GI παρατηρήθηκε σημαντική επαγωγή μεταλλάξεων και βλάβης του DNA μετά από επώαση των HaCaT κυττάρων με Μεικτή Λεμφοκυτταρική Καλλιέργεια (MLC) ενώ η επίδραση με κυτταροκίνες, υπερκείμενο MLC ή ενεργοποιημένα με PHA περιφερικά μονοπύρηνα κύτταρα δεν προκάλεσε την επαγωγή GI. Τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν τη συμμετοχή των ενεργών ριζών οξυγόνου στον υποκείμενο μηχανισμό. Οι in vivo και in vitro μελέτες μας επιβεβαιώνουν ότι παράγοντες που ενέχονται στο αλλοαντιδραστικό μικροπεριβάλλον μετά από άλλο-ΜΑΚ μπορεί να προκαλέσουν GI στο επιθήλιο. Η κατανόηση του υποκείμενου μηχανισμού μπορεί να αναδείξει νέους βιοδείκτες και θεραπευτικούς στόχους. / We hypothesized that chronic tissue stress due to interaction of alloreactive donor cells with host epithelium after allogeneic hematopoietic cell transplantation (allo-HCT) may cause genomic alterations. We therefore analysed 176 buccal samples obtained from 71 unselected allo-transplanted patients for microsatellite instability (MSI). MSI was observed in 52% of allo-transplanted patients but never in 31 healthy or auto-transplanted controls. The patient age, the donor age, a female-to-male transplantation and a low number of CD34+ cells in the graft were significantly correlated with genomic instability. There was a trend for increasing risk of MSI for patients who experienced severe graft-versus-host-disease. Secondary malignancy was diagnosed in 5 (14%) of the MSI+ and only in 1 (3%) MSI- patient. In an in-vitro model of mutation analysis we found significant induction of frameshift mutations and DNA strand breaks in HaCaT keratinocytes co-cultured with Mixed Lymphocyte Cultures (MLC) but not after their exposure to IFN-γ, TNF-α, TGF-β, MLC-supernatant, peripheral blood mononuclear cells (PBMC) or phytohemagglutinin stimulated PBMC. A ROS mediated mechanism is implicated. Our in-vivo and in-vitro data show that alloreactions after allo-HCT may induce genomic alterations in epithelium. Progress in understanding DNA damage and repair after allo-HCT can potentially provide molecular biomarkers and therapeutic targets.
4

Επίδραση ανοσοκατασταλτικών θεραπειών στα είδη και στην λειτουργία των Τ βοηθητικών λεμφοκυττάρων ληπτών νεφρικού μοσχεύματος

Δουζδαμπάνης, Περικλής 07 April 2011 (has links)
Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι τα Τ ρυθμιστικά κύτταρα (Tregs), προάγουν την ανοσολογική ανοχή στην μεταμόσχευση. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να προσδιοριστούν τα επίπεδα των Τregs σε 39 ασθενείς, οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού και ήταν σε σταθερή κατάσταση, και να καθοριστούν οι αριθμητικές αναλογίες των Τregs πληθυσμών, όπως και η δράση των ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων σ’ αυτούς τους κυτταρικούς πληθυσμούς. Όλοι οι ασθενείς (19 ασθενείς είχαν καλή νεφρική λειτουργία, ενώ 20 ασθενείς είχαν χρόνια νεφροπάθεια του μοσχεύματος), είχαν λάβει ως θεραπεία επαγωγής basiliximab και ήταν σε τριπλό ανοσοκατασταλτικό σχήμα με αναστολείς της καλσινευρίνης (κυκλοσπορίνη ή tacrolimus), μουκοφαινολικό οξύ (MMF) ή everolimus και στεροειδή. Ως ομάδα ελέγχου μελετήθηκαν 20 υγιείς εθελοντές. Δείγματα από αίμα σημάνθηκαν με αντι-CD4, CD25, CD127 και foxp3 αντισώματα και αναλύθηκαν με κυτταρομετρία ροής, με σκοπό να καθοριστούν τα επίπεδα των CD4+CD25+Foxp3± και CD4CD25highCD127-/low Treg. Όλοι οι ασθενείς είχαν στατιστικά σημαντικά μειωμένα επίπεδα CD4+CD25highFoxP3± , άλλα όχι όμως και CD4+CD25highCD127-/low Treg, σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Η νεφρική λειτουργία των μοσχευμάτων δεν συσχετιζόταν με τα επίπεδα των Τregs. Ανευρέθει σημαντική στατιστική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων CD4+CD25highFoxp3+ Tregs και των επιπέδων του tacrolimus, όπως επίσης και των CD4+CD25highFoxp3- Tregs με τα HLA-DR μη συμφωνούντα (mismatching) αλλοαντιγόνα. Οι ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν MMF είχαν στατιστικά σημαντικά υψηλότερα επίπεδα CD4+CD25highFoxp3+ Tregs σε σύγκριση με τους ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν everolimus, παρά το γεγονός ότι οι ασθενείς της ομάδας του everolimus ελάμβαναν και χαμηλότερες δόσεις αναστολέων της καλσινευρίνης. Συμπερασματικά, τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα μειώνουν στατιστικά σημαντικά τα επίπεδα των CD4+CD25highFoxP3± Treg στην περιφέρεια στους ασθενείς πού έχουν υποβληθεί σε νεφρική μεταμόσχευση. Επιπλέον, τα διάφορα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα έχουν διαφορετική επίδραση στα CD4+CD25highFoxP3+ Tregs, και το γεγονός αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει την μακροχρόνια επιβίωση των άλλο-μοσχευμάτων. / Recent studies indicate that regulatory T-cells (Tregs) promote transplant tolerance. We studied Tregs levels in 39 stable renal transplant recipients, to determine the sizes of Tregs populations and the effects of treatment regimens thereof. All patients (19 with good graft function and 20 with chronic allograft nephropathy) had received induction therapy (basiliximab) and were on triple immunosuppressive regimens with calcineurin inhibitors (cyclosporine or tacrolimus), mycophenolate mofetil (MMF) or everolimus and steroids. Twenty healthy subjects served as controls. Whole blood samples were stained with anti-CD4, CD25, CD127, and FoxP3 antibodies and analyzed by flow cytometry to determine CD4+CD25highFoxP3± and CD4+CD25highCD127-/low Tregs levels. All patients had significantly reduced CD4+CD25highFoxP3± but no CD4+CD25highCD127-/low Tregs levels compared to controls. Renal allograft function did not correlate with Tregs levels. Statistically significant correlations between CD4+CD25highFoxp3+ Tregs and tacrolimus levels and CD4+CD25highFoxp3- Tregs and HLA-DR mismatching were detected. Patients receiving MMF had significantly higher CD4+CD25highFoxp3+ Tregs compared to patients on everolimus who were also receiving lower doses of calcineurin inhibitors. Overall, immunosuppression lowers CD4+CD25highFoxP3± Tregs levels significantly in the periphery in renal transplant recipients. In addition, different immunosuppressive regimens have different impact on CD4+CD25highFoxP3+ Tregs, a fact that may influence long-term allograft survival.
5

Μέθοδοι μαθηματικής μοντελοποίησης της μεταμόσχευσης μαλλιών με την τεχνική fue και βελτιστοποίηση της με χρήση επεξεργασίας εικόνας

Ζώντος, Γεώργιος 15 January 2014 (has links)
Η τεχνική FUE είναι μια ελάχιστα επεμβατική μέθοδος μεταμόσχευσης μαλλιών η οποία χρησιμοποιείται από πολλούς ιατρούς τα τελευταία 10 χρόνια. Ο σκοπός της εργασίας αυτής είναι η εφαρμογή μεθόδων μαθηματικής μοντελοποίησης με ώστε να περιγράψει τα κυριότερα τμήματα της μεταμόσχευσης μαλλιών, ποσοτικοποιώντας πολύ σημαντικά θέματα όπως το τραύμα της δότριας ζώνης,το πρόβλημα της ασφαλούς και με ακρίβεια εξαγωγής των τριχοθυλακιων,την άριστη κατανομή και την λεπτομερή εκτίμηση και επίτευξη της πυκνότητας της λήπτριας περιοχής. Για τους προαναφερθέντες λόγους, ψηφιακές μικροφωτογραφίες από την δότρια και λήπτρια περιοχή αναλύθηκαν με επεξεργασία εικόνας, η οποία βασίστηκε σε ειδικούς μαθηματικούς αλγορίθμους που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της μελέτης. Τέλος ένα ολοκληρωμένο πλάνο θεραπείας προτείνεται από τον συγγραφέα για περιπτώσεις μεταμόσχευσης μαλλιών που αντιμετωπίζονται με την τεχνική FUE. / The FUE technique is a minimally invasive hair transplantation method, which has been used by many Doctors over the last 10 years. The aim of this study is mathematical principles to be applied in order to describe the major steps of the hair transplantation, quantitating very important issues like the trauma in the donor area, the problem of safe and accurate extraction of the follicular units, the optimal distribution and the precise estimation and achievement of the recipient area density. For the fore mentioned reasons digital micropictures from donor and recipient area were analyzed by using image processing which was based on special mathematical algorithms which were developed during this study. Finally an integrated treatment planning program is proposed by the Author for hair transplantation cases which are treated by using FUE technique.
6

The role of HLA-G in bone marrow transplantation / Ο ρόλος του μορίου HLA-G στη μεταμόσχευση μυελού των οστών

Λαζανά, Ιωάννα 17 July 2014 (has links)
The human leukocyte antigen-G (HLA-G has been considered to be an important tolerogeneic molecule playing an essential role in maternal-fetal tolerance, which constitutes the perfect example of successful physiological immunotolerance of semi-allografts. In this context, we investigated the putative role of this molecule in the allogeneic hematopoietic cell transplantation setting. The percentage of HLA-G+ cells in peripheral blood of healthy donors and allo-transplanted patients was evaluated by flow cytometry. Their immunoregulatory and immunotolerogeneic properties were investigated in in vitro immunostimulatory and immunosuppression assays. Immunohistochemical analysis for HLA-G expression was performed in skin biopsies from allo-transplanted patients and correlated with the occurrence of graft-versus-host disease. We identified a CD14+ HLA-Gpos population with an HLA-DRlow phenotype and decreased in vitro immunostimulatory capacity circulating in peripheral blood of healthy individuals. Naturally occurring CD14+HLA-Gpos cells suppressed T cell responses and acted immunotolerogenic on T cells by rendering them hyporesponsive and immunosuppressive in vitro. After allogeneic hematopoietic cell transplantation, HLA-Gpos cells increase in blood. Interestingly, besides an increase of CD14+HLA-Gpos cells there was also a pronounced expansion of CD3+HLA-Gpos cells. Of note, CD3+HLA-Gpos and CD14+HLA-Gpos cells from transplanted patients were suppressive in in vitro lymphoproliferation assays. Furthermore, we found an upregulation of HLA-G expression in skin specimens from transplanted patients which correlated with graft-versus-host disease. Inflammatory cells infiltrating the dermis of transplanted patients were also HLA-Gpos. Here, we report the presence of naturally occurring HLA-Gpos monocytic cells with in vitro suppressive properties. HLA-G epressing regulatory blood cells were found in increased numbers after allogeneic transplantation. Epithelial cells in skin affected by graft-versus-host disease revealed elevated HLA-G expression. / Το ανθρώπινο λεμφοκυτταρικό αντιγόνο -G (HLA-G) θεωρείται ένα σημαντικό ανοσορρυθμιστικό μόριο, το οποίο κατέχει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην προαγωγή εμβρυο-μητρικής αντοχής, η οποία αποτελεί το ιδανικό παράδειγμα επιτυχούς φυσιολογικής ανοσοαντοχής του ημι-αλλομοσχεύματος. Στο πλαίσιο αυτό, στοχεύσαμε στη διερεύνηση του πιθανού ρόλου του μορίου HLA-G στην αλλογενή μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων (άλλο-ΜΑΚ). Το ποσοστό των HLA-G+ κυττάρων στο περιφερικό αίμα των υγιών ενηλίκων και των μεταμοσχευμένων ασθενών ελέγθηκε με κυτταρομετρία ροής. Ο ανοσορρυθμιστικός τους ρόλος και οι ανοσοκατασταλτικές τους ικανότητες ελέγθηκαν σε in vitro ανοσοδιεγερτικές και ανοσοκατασταλτικές δοκιμασίες. Ανοσοιστοχημική ανάλυση της έκφρασης του HLA-G πραγματοποιήθηκε σε δερματικές βιοψίες από άλλο-μεταμοσχευμένους ασθενείς και συσχετίστηκε με την εμφάνιση της νόσου του μοσχεύματος έναντι του ξενιστή(GvHD). Ένας CD14+HLA-Gθετ πληθυσμός με HLA-DRlow φαινότυπο και μειωμένη in vitro ανοσοδιεγερτική ικανότητα ανιχνεύτηκε στο περιφερικό αίμα των υγιών ενηλίκων. Τα φυσικώς εμφανιζόμενα CD14+HLA-Gθετ κύτταρα κατέστειλαν τον Τ λεμφοκυτταρικό πολλαπλασιασμό και είχαν ανοσοκατασταλτική επίδραση στα Τ κύτταρα, μετατρέποντάς τα σε υπο-απαντητικά και ανοσοκατασταλτικά κύτταρα in vitro. Μετά την αλλογενή μεταμόσχευση, τα HLA-Gθετ κύτταρα αυξάνουν στο αίμα. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι πέραν της αύξησης των CD14+HLA-Gθετ κυττάρων παρατηρήθηκε επίσης μια ιδιαίτερη αύξηση των CD3+HLA-Gθετ κυττάρων στο αίμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα CD14+HLA-Gθετ και CD3+HLA-Gθετ κύτταρα των άλλο-μεταμοσχευμένων ασθενών ήταν ικανά να καταστέλλουν τον Τ κυτταρικό πολλαπλασιασμό in vitro. Επιπλέον ανιχνεύθηκε μια αύξηση της έκφρασης του HLA-G στις δερματικές βιοψίες των μεταμοσχευμένων ασθενών, η οποία συσχετίζονταν με τη νόσο GvHD. Τα φλεγμονώδη κύτταρα που είχαν διεισδύσει στο δέρμα των ασθενών ήταν επίσης HLA-G θετικά. Στη συγκεκριμένη εργασία αναφέρουμε την παρουσία φυσικώς εμφανιζόμενων HLA-Gθετ μονοκυττάρων με in vitro ανοσοκατασταλτικές ικανότητες. HLA-G εκφραζόμενα ρυθμιστικά κύτταρα ανιχνεύονται στο αίμα μετά τη μεταμόσχευση σε αυξημένους αριθμούς. Τα επιθηλιακά κύτταρα του δέρματος που είναι προσβεβλημένο από τη νόσο GvHD εμφανίζουν αυξημένη έκφραση του HLA-G.
7

Αθηρωμάτωση του συστήματος των βρογχικών αρτηριών και πιθανός συσχετισμός με την στεφανιαία κυκλοφορία

Κωτούλας, Χριστόφορος 22 December 2008 (has links)
Σκοπός: Διεξάγαμε την παρούσα μελέτη για να καταδείξουμε την ύπαρξη των βρογχικο-στεφανιαίων αναστομώσεων στο πειραματικό μοντέλο του χοίρου. Επιπλέον διερευνήσαμε την επίπτωση της αρτηριοσκλήρυνσης στις βρογχικές αρτηρίες. Υλικό – Μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκαν τα παρασκευάσματα καρδιάς και πνευμόνων από 6 χοίρους. Επιπλέον, δείγματα βρογχικών αρτηριών ελήφθησαν από 40 ασθενείς που υποβάλλονταν σε θωρακοτομή. Σημειώθηκαν αναλυτικά οι κλινικοί και εργαστηριακοί παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη αρτηριοσκλήρυνσης. Αποτελέσματα: Με υπολογιστική τομογραφία, ψηφιακή αγγειογραφία και χορήγηση χρωστικής ρητίνης καταδείξαμε το αναστομωτικό δίκτυο μεταξύ των βρογχικών και κυρίως των αριστερών στεφανιαίων αρτηριών σε 5 από τα 6 παρασκευάσματα. Η μικροσκοπική εξέταση των δειγμάτων δεν στοιχειοθέτησε ύπαρξη αθηροσκλήρυνσης, παρά μόνο ύπαρξη ασβεστοποιού σκλήρυνσης του μέσου χιτώνα σε ποσοστό 2.5%, που δεν συσχετίστηκε με τους παράγοντες κινδύνου αρτηριοσκλήρυνσης. Συμπεράσματα: Με δεδομένο ότι βρογχικές αρτηρίες παρουσιάζουν ελάχιστο βαθμό ασβεστοποιού σκλήρυνσης του μέσου χιτώνα., υποθέτουμε ότι θα μπορούσαν να συνδράμουν στη στεφανιαία κυκλοφορία μέσω των προαναφερθεισών αναστομώσεων σε καταστάσεις εκσεσημασμένης στεφανιαίας νόσου. Η μελέτη μας υπογραμμίζει την σπουδαιότητα των βρογχικών αρτηριών και των βρογχικο-στεφανιαίων αναστομώσεων σε περιπτώσεις εμβολισμού των βρογχικών αρτηριών, μεταμοσχεύσεων καρδιάς-πνευμόνων και αντιμετώπισης ανευρυσμάτων θωρακικής αορτής. / Aim of the study: We conducted this study to demonstrate the coronary-bronchial anastomotic routes in a porcine model. Additionally, we estimated the incidence of bronchial arteries arteriosclerosis. Material and Methods: Six heart-lung porcine blocks were used. Furthermore, 40 bronchial arteries were obtained from patients who underwent thoracotomy. Detailed clinical and laboratory atherosclerotic risk factors of the patients were documented. Results: Using CT-scan, Digital Subtraction Angiography and colored latex, we demonstrated communications between the bronchial and coronary circulation in 5 of 6 subjects. Histology revealed no established atherosclerotic lesion and narrowing of the lumen, but medial calcific sclerosis in 2.5%, that was independent from the arteriosclerotic risk factors. Conclusions: As evidence suggests that bronchial arteries only exhibit medial calcific sclerosis, we hypothesize that bronchial arteries can contribute to the coronary flow through the broncho-coronary anastomoses in cases of severe coronary artery disease. Our study emphasizes their importance and their anastomoses to coronaries in cases of embolization, heart-lung transplantation and thoracic aorta aneurysms repair.

Page generated in 0.0169 seconds