• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 6
  • Tagged with
  • 6
  • 5
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Διέυρυνση της λειτουργίας του άξονα: υποθάλαμος - υπόφυση - γονάδες μετά από μεταμόσχευση μυελού

Σώμαλη, Μαρία 25 June 2007 (has links)
Η µεγάλη επιτυχία που σηµειώνεται µε τη µέθοδο της αυτόλογης ή άλλο- γενούς µεταµόσχευσης µυελού έχει ως αποτέλεσµα την µακρά επιβίωση µεγάλου αριθµού ασθενών κατ’ εξοχή νεαρής ηλικίας. Καθώς το προσδόκιµο ζωής στους ασθενείς αυτούς αυξάνεται, σηµαντική γίνεται η µελέτη των επιπλοκών της µεταµόσχευσης µυελού που θα µπορούσαν να επιβαρύνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών αυτών.3 Οι µεταµοσχευµένοι ασθενείς υποβάλλονται σε χηµειοθεραπεία µε υψηλές δόσεις αλκυλιωτικών παραγόντων είτε για την αντιµετώπιση της βασικής τους νόσου, είτε κατά το προπαρασκευαστικό σχήµα που προηγείται της µεταµόσχευ- σης. Στη σύγχρονη πρακτική χρησιµοποιείται συνδυασµός κυκλοφωσφαµίδης και busulphan χωρίς συνοδό ακτινοβολία, σε δοσολογία 16mg/kg busulphan και 200mg/kg κυκλοφωσφαµίδης, το αποκαλούµενο “big Bu-Cy” ή ο ίδιος συνδυα- σµός σε χαµηλότερη δοσολογία κυκλοφωσφαµίδης, 120mg/kg, το “little Bu-Cy”.5,7 Εκτός από τους παραπάνω χορηγούνται σε συνδυασµό και άλλοι χηµειοθερα- πευτικοί παράγοντες όπως ετοποσίδη, αραβινοσίδη και µελφαλάνη, (σχήµατα BECYM, BEAM)6. Οι συχνότερες άµεσες αλλά και απώτερες ενδοκρινικές διαταραχές που αναπτύσσονται µετά από µεταµόσχευση µυελού όπου έχουν ακολουθηθεί τα παραπάνω χηµειοθεραπευτικά σχήµατα είναι αυτές που αφορούν στις γονάδες και στο θυρεοειδή αδένα.1 Ο κίνδυνος ανάπτυξης επιπλοκών από το ενδοκρινικό σύστηµα επηρεάζεται ίσως από την βασική νόσο, την ηλικία του ασθενούς, το είδος και τη δοσολογία των αντινεοπλασµατικών παραγόντων, και την ανάπτυξη της χρόνιας νόσου του µοσχεύµατος κατά του ξενιστή (GVHD).1,2,3,4 Μόνιµη πρωτοπαθής ανεπάρκεια των ωοθηκών έχει παρατηρηθεί σε όλες τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας µε την προσθήκη busulphan µετά από χορήγηση είτε του ‘’big’’ είτε του ‘’little’’ BUCY ενώ στους άνδρες το σπερµατικό επιθήλιο είναι εκείνο που εµφανίζει την µεγαλύτερη ευαισθησία στην τοξική επίδραση της χηµειοθεραπείας. Η πλειοψηφία των ανδρών εµφανίζει υπογονιµότητα µετά την µεταµόσχευση, αλλά διατηρεί φυσιολογικά επίπεδα τεστοστερόνης 1,2 Στους ασθενείς που έλαβαν προπαρασκευαστικό σχήµα BUCY χωρίς ακτινοβολία, η συχνότητα της θυρεοειδικής δυσλειτουργίας µετά τη µεταµόσχευ- 102 ση, στις περισσότερες βιβλιογραφικές αναφορές ανέρχεται σε 10% - 11% και πιστεύεται ότι η τοξικότητα οφείλεται κυρίως στη busulphan. 12,13 Στη παρούσα µελέτη διερευνήθηκε η βλαπτική επίδραση των χηµειοθερα- πευτικών προπαρασκευαστικών σχηµάτων όπως το BUCY, το BEAM και το BECYM, χωρίς συνοδό ακτινοβολία, στη λειτουργία της υπόφυσης και συγκε- κριµένα στους άξονες Υποθάλαµος – Υπόφυση – Γονάδες και Υποθάλαµος – Υπόφυση – Θυρεοειδής σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε µεταµόσχευση µυελού για αιµατολογικά νεοπλασµατικά νοσήµατα. Χρησιµοποιήσαµε τις διεγερτικές δοκιµασίες LHRH και TRH και παρακο- λουθήσαµε τους ασθενείς µας επί δύο χρόνια επαναλαµβάνοντας τις δοκιµασίες ανά έτος για να µελετήσουµε καλύτερα την παρακαταθήκη των υποφυσιακών κυττάρων. Ξεκινήσαµε την µελέτη µας µε 72 ασθενείς (31 άνδρες και 41 γυναίκες) οι οποίοι υποβλήθηκαν στις δοκιµασίες LHRH TRH. Στον επανέλεγχο στους 12 µήνες επανήλθαν 35 ασθενείς (15 άνδρες και 20 γυναίκες) και ολοκλήρωσαν την µελέτη δύο χρόνια αργότερα 21 ασθενείς (10 άνδρες και 11 γυναίκες). Παρατηρήσαµε ότι τα προπαρασκευαστικά σχήµατα για την µεταµόσχευση µυελού όπως τα BUCY, BECYM, BEAM, στα οποία είχαν υποβληθεί οι ασθενείς µας, δεν παρουσίαζαν τοξική επίδραση στη λειτουργία των γοναδοτρόφων και θυρεοειδοτρόφων κυττάρων της υπόφυσης. Οι άξονες Υποθάλαµος-Υπόφυση– Γονάδες και Υποθάλαµος – Υπόφυση – Θυρεοειδής διατηρούσαν την λειτουργική ακεραιότητά τους κατά τις διεγερτικές δοκιµασίες LHRH και TRH που διενεργήθηκαν σε 72 ασθενείς συνολικά, (31 άνδρες και 41 γυναίκες), µέσης ηλικίας 32,6 έτη, 0,2 έως 9,8 έτη µετά την µεταµόσχευση (µέση διάρκεια από την µεταµόσχευση 1,5 έτη). Ο µεγαλύτερος αριθµός ασθενών, σε ποσοστό 69% είχε υποβληθεί σε χηµειοθεραπεία µε το σχήµα BUCY ενώ 17% των ασθενών είχε υποβληθεί σε BECYM, 8% σε ΒΕΑΜ και 6% σε ΒΕΑΜ και BUCY. Οι περισσότεροι ασθενείς είχαν υποβληθεί σε αλλογενή µεταµόσχευση µυελού (44%). Σε αυτόλογο µεταµόσχευση µυελού είχε υποβληθεί το 23% των ασθενών, σε αυτόλογο µεταµόσχευση περιφερικών κυττάρων το 18% και σε αλλογενή µεταµόσχευση περιφερικών κυττάρων το 15% των ασθενών. Οι διαταραχές που παρατηρήθηκαν ήταν του τύπου πρωτοπαθούς υποθυ- ρεοειδισµού µε αυξηµένα ή φυσιολογικά βασικά επίπεδα της TSH και υπερ- απάντηση αυτής µετά από διέγερση µε TRH, υποδηλώνοντας βλάβη του τελικού οργάνου – του θυρεοειδή – και όχι της υπόφυσης. 103 Αυξηµένα επίπεδα TSH >5 IU/ml παρατηρήθηκαν πιο συχνά στους άνδρες απ’ ότι στις γυναίκες (19% και 10% αντίστοιχα). Το ποσοστό των ασθενών µε υπεραπάντηση της TSH ειδικότερα στους χρόνους 30’ και 60’ της δοκιµασίας TRH (59% των ανδρών και 64% των γυναικών), ξεπερνούσε το ποσοστό των ασθενών µε παθολογικά βασικά επίπεδα TSH ενδεικτικό υψηλής επίπτωσης υποκλινικού πρωτοπαθούς υποθυρεοειδισµού. Η ακεραιότητα του άξονα Υποθάλαµος-Υπόφυση-Γονάδες δεν παρουσίασε διαταραχές στο επίπεδο υποθαλάµου ή υπόφυσης στους ασθενείς που µελετήθηκαν µετά από µεταµόσχευση µυελού για αιµατολογικά κακοήθη νοσήµατα. Οι διαταραχές που παρατηρήθηκαν ήταν του τύπου Υπεργοναδοτροφικού υπογονα- δισµού µε αυξηµένα βασικά επίπεδα γοναδοτροφινών ενδεικτικά βλάβης του τελικού οργάνου, δηλαδή των γονάδων. Αυξηµένα βασικά επίπεδα FSH εµφάνιζε το 69% των ανδρών ενώ ποσοστό 50% εµφάνιζε αυξηµένα βασικά επίπεδα LH. Αρκετά µεγαλύτερο ποσοστό εµφάνιζε αυξηµένη απάντηση της FSH στη δοκιµασία LHRH, εύρηµα που συνηγορεί υπέρ διαταραχών της σπερµατογέννησης που δεν ανιχνεύονται µε την βασική τιµή της FSH µόνο. Η πλειοψηφία των γυναικών εµφάνιζε αυξηµένα βασικά επίπεδα FSH και LH (ποσοστό 97% και 92% αντίστοιχα) µε υπεραπάντηση στη δοκιµασία LHRH. Τα ευρήµατά µας οδηγούν στο συµπέρασµα ότι τα γοναδοτρόφα κύτταρα της υπόφυσης δεν επηρεάζονται από τα προπαρασκευαστικά χηµειοθεραπευτικά σχήµατα κατά την µεταµόσχευση µυελού τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες ενώ επηρεάζονται τα κύτταρα των γονάδων και στα δύο φύλα µε αποτέλεσµα βλάβη του τελικού οργάνου και υπεργοναδοτροφικό υπογοναδισµό. Από τις παραµέτρους που µελετήσαµε, (βασικά επίπεδα και επίπεδα µετά από διέγερση των TSH, PRL, FSH, LH) καµία δεν παρατηρήθηκε να επηρεάζεται στατιστικά σηµαντικά από το χρόνο στη διετή διάρκεια της µελέτης. Η επίδραση του φύλου σχετικά µε την έκταση της τοξικής επίδρασης της χηµειοθεραπείας ήταν εµφανής. Οι γυναίκες εµφάνιζαν υψηλότερα επίπεδα FSH και LΗ υποδηλώνοντας προφανώς µεγαλύτερη ευαισθησία των ωοθηκών στην τοξική επίδραση χηµειοθεραπευτικών σχηµάτων απ’ ότι οι γονάδες στους άνδρες. Η αλληλεπίδραση του χρόνου και του φύλου θεωρήθηκε στατιστικά σηµαντική µόνο όσον αφορά την λειτουργία του θυρεοειδούς και κατ’ επέκταση του άξονα Υποθάλαµος – Υπόφυση - Θυρεοειδής. Υπήρχε τάση γρηγορότερης 104 αποκατάστασης των επιπέδων της FT4 στις γυναίκες στο χρόνο, δηλαδή ανάκτηση της φυσιολογικής λειτουργίας του θυρεοειδούς µετά δύο έτη, (παροδικός υποκλι- νικός ή κλινικός υποθυρεοειδισµός). ∆εν παρατηρήθηκε στατιστικά σηµαντική αλληλεπίδραση χρόνου και φύλου στη λειτουργία και απαντητικότητα των γοναδοτρόφων κυττάρων της υπόφυσης στην δοκιµασία LHRH. Οι ενδοκρινολογικές διαταραχές που εµφανίζονται µετά την µεταµόσχευση µυελού αφορούν όργανα στόχους και όχι τον υποθάλαµο ή την υπόφυση µε αποτέλεσµα την πρώιµη εµµηνόπαυση στις γυναίκες και την διαταραχή της σπερµατογένεσης στους άνδρες ,ενώ λιγότερο συχνά εµφανίζεται υπογοναδισµός στους άνδρες. Οι διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδή αδένα µε κύρια εκδήλωση τον κλινικό ή υποκλινικό πρωτοπαθή υποθυρεοειδισµό ακολουθούν σε συχνότητα. 105
2

Εμπλοκή του γονιδίου wiser στον προσδιορισμό του ραχιοκοιλιακού άξονα του φτερού και στον κυτταρικό πολλαπλασιασμό στη Drosophila melanogaster

Παπαδημητρόπουλος, Ματθαίος-Εμμανουήλ 11 January 2010 (has links)
Η μελέτη της φυλοσύνδετης μετάλλαξης wisertsl (1-21.7, 7E) της Drosophila melanogaster αποκάλυψε ότι υπεύθυνο για τους φαινότυπους φαγωμένα/τσιμπημένα φτερά, ελαφρώς ανώμαλα μάτια και τη θερμοευαισθησία είναι το γονίδιο CG32711, που ονομάσαμε wiser (wings scalloped-eyes rough). Το γονίδιο wiser είναι απαραίτητο για τη σωστή ανάπτυξη της Drosophila melanogaster. Η μετάλλαξη wisertsl χαρτογραφείται στη 5΄ ρυθμιστική περιοχή του γονιδίου wiser. Στην ίδια περιοχή χαρτογραφείται και η θανατογόνος μετάλλαξη wiserPL26. Παραπέρα μελέτη του γονιδίου wiser με τη χρήση αυτών των δυο μεταλλάξεων και του διαγονιδίου UAS-wiser αποκάλυψε ότι: α) Οι μεταλλάξεις wisertsl και wiserPL26 ενισχύουν το φαινότυπο των μεταλλάξεων Beadex1 και Serrate1. Το γονίδιο wiser αλληλεπιδρά με τα γονίδια Beadex και Serrate, τα οποία εμπλέκονται στην ενεργοποίηση του Notch μονοπατιού σηματοδότησης κατά μήκος του ραχιοκοιλιακού άξονα του φτερού. Η παρατήρηση αυτή δείχνει, ότι το wiser εμπλέκεται στον προσδιορισμό του ραχιοκοιλιακού άξονα. β) Η μετάλλαξη wisertsl σε ομοζυγωτία μειώνει σημαντικά την έκφραση των διαγονιδίων fringe-lacZ, m8-lacZ, wingless-lacZ, vestigial-lacZ και Distalless-lacZ, αλλάζει το πρότυπο έκφρασης του mβ-lacZ και δεν επηρεάζει την έκφραση του apterous-lacZ στους εμβρυικούς δίσκους του φτερού προνυμφών 3ου σταδίου. Τα αποτελέσματα αυτά έδειξαν, ότι το γονίδιο wiser δρα μετά το γονίδιο apterous και πριν το γονίδιο fringe, που είναι τροποποιητής του υποδοχέα Notch. Επομένως, η δράση του Notch εξαρτάται και από το wiser. γ) Εκτοπική έκφραση του διαγονιδίου UAS-wiser με οδηγό το ap-Gal4, έδειξε ότι διασώζει μερικώς το φαινότυπο apterous- αλλά όχι το φαινότυπο Serrate1. δ) Εκτοπική έκφραση του UAS-wiser με οδηγό το dpp-Gal4, επηρεάζει την έκφραση του wingless-lacZ αλλά όχι των apterous, fringe, mβ, m8, vestigial και Distalless στους εμβρυικούς δίσκους φτερού. ε) Η δημιουργία μιτωτικών κλώνων με το σύστημα FRT/FLP, σε θηλυκά άτομα wiserPL26/+ οδήγησε στη δημιουργία κλώνων +/+ και wiserPL26/wiserPL26 διαφορετικού μέγεθος στους εμβρυικούς δίσκους του φτερού. Οι πρώτοι (+/+), έχουν σημαντικά μεγαλύτερο μέγεθος από τους δεύτερους όταν συμβαίνουν στη περιοχή του εμβρυικού δίσκου που θα δώσει το φτερό του ακμαίου ατόμου. Στα ακμαία θηλυκά οι σωματικοί κλώνοι εκδηλώνονται με το φαινότυπο φαγωμένα φτερά. Σωματικοί κλώνοι παρατηρήθηκαν και στα μάτια των ακμαίων. Τα αποτελέσματα των μιτωτικών κλώνων δείχνουν ότι το γονίδιο wiser εμπλέκεται στον πολλαπλασιασμό των κυττάρων. Όλα τα παραπάνω αποτελέσματα, δείχνουν ότι το γονίδιο wiser είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη του φτερού, καθώς εμπλέκεται στο σχηματισμό του ραχιοκοιλιακού άξονα και επηρεάζει τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων. / The analysis of the X-linked wisertsl (1-21.7, 7E) mutation in Drosophila melanogaster has shown that responsible for the scalloped phenotype and the temperature sensitivity is the CG32711 gene, which we name wiser (wings scalloped-eyes rough). The gene wiser is essential for Drosophila development. The wisertsl mutation is mapped at the 5′ regulatory region of the gene CG32711. The wiserPL26 lethal mutation is mapped in the same region. Using these two mutations and a UAS-wiser transgene we have shown that: a) The wisertsl and wiserPL26 mutations increase the wing scalloping (phenotype) of the mutations Beadex1 and Serrate1. The genes Beadex and Serrate are implicated in the activation of Notch signaling pathway along the dorsal-ventral axis of the wing. This observation indicates that the wiser gene is involved in determination of dorsal-ventral axis. b) The wisertsl mutation in homozygous condition reduces substantially the expression of fringe-lacZ, m8-lacZ, wingless-lacZ, vestigial-lacZ and Distalless-lacZ transgenes, alters the expression pattern of mβ-lacZ and does not affect the expression of apterous-lacZ transgene in the wing imaginal disc. This indicates that the expression of fringe (a modifier of Notch receptor) is regulated by wiser too. c) Ectopic expression of UAS-wiser by the ap-Gal4 driver partially rescues apterous- but not Serrate1 phenotype. d) Ectopic expression of UAS-wiser by the dpp-Gal4 driver affects the expression of wingless and does not affects the expression of apterous, fringe, mβ, m8, vestigial and Distalless in the wing imaginal disc (revealed by the corresponding -lacZ strains). e) Induction of somatic clones with the FRT/FLP system in wiserPL26/+ mutants led to mitotic +/+ and wiserPL26/wiserPL26 clones of different sizes. The first clones were much larger than the second ones in the territory of wing pouch. Adult females with scalloped wings were also produced. These results indicate that the wiser gene is involved in cell proliferation. All the above findings suggest that the wiser gene is essential for wing development and cell proliferation.
3

Συμμετοχή του γονιδίου wiser στο σχηματισμό του προσθοπίσθιου άξονα του φτερού κι αλληλεπίδρασή του με το γονίδιο Notch στη Drosophila melanogaster

Ρούσσου, Ηλιάννα-Γεωργία 20 October 2009 (has links)
Το φυλοσύνδετο γονίδιο wiser (CG32711) είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη της Drosophila melanogaster. Η μελέτη μιας θερμοευαίσθητης, θανατογόνου μετάλλαξης που ονομάζεται wisertsl αποκάλυψε ότι το γονίδιο wiser εμπλέκεται μεταξύ άλλων στην ανάπτυξη των φτερών. Η μετάλλαξη wisertsl οφείλεται σε ένα P στοιχείο (7E P) που βρίσκεται 490 bp ανοδικά του σημείου έναρξης της μεταγραφής του γονιδίου wiser. 95 bp καθοδικά του 7E P στοιχείου υπάρχει μια P{lacW} ένθεση υπεύθυνη για τη θανατογόνο μετάλλαξη PL26. Οι μεταλλάξεις wisertsl και PL26 είναι αλληλόμορφα του ίδιου γονιδίου ενώ 12000 περίπου βάσεις ανοδικά του γονιδίου wiser και 490 bp ανοδικά του γονιδίου trf2 υπάρχει μια άλλη P{lacW} ένθεση που είναι υπεύθυνη για τη θανατογόνο μετάλλαξη PL28. Οι PL26 και PL28 δεν δείχνουν συμπληρωματικότητα με τη μετάλλαξη wisertsl όσον αφορά το θανατογόνο φαινότυπο στους 29ºC. Όμως το διαγονίδιο UAS-wiser δε διασώζει το θανατογόνο φαινότυπο του PL28. Τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας αποκάλυψαν ότι: 1) Το γονίδιο wiser αλληλεπιδρά με το γονίδιο dpp. Εκτοπική έκφραση του διαγονιδίου (UAS wiser) υπό τον έλεγχο του οδηγού στελέχους apGAL4, μειώνει την έκφραση του dpp στην περιοχή του εμβρυικού δίσκου που θα δώσει τμήμα του θώρακα (notum). 2) Σε ομόζυγα wisertsl άτομα η έκφραση των γονιδίων dpp, dad, omb και salm (όπως αποκαλύπτεται από την έκφραση των αντίστοιχων –lacZ διαγονιδίων) μειώνεται στον εμβρυικό δίσκο του φτερού. Τα παραπάνω γονίδια είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη του προσθοπίσθιου άξονα του εμβρυικού δίσκου του φτερού που σημαίνει ότι και το γονίδιο wiser εμπλέκεται στο σχηματισμό του. 3) Το γονίδιο wiser αλληλεπιδρά με το γονίδιο Notch (N) καθώς N wisertsl /wisertsl θηλυκά έχουν εντονότερα φαγωμένα φτερά. 4) Οι μεταλλάξεις wisertsl και PL28 είτε αφορούν και οι δύο το γονίδιο wiser ή η PL28 αφορά το γονίδιο trf2 που σημαίνει ότι και αυτό εμπλέκεται στο σχηματισμό του φτερού. / The X- linked wiser (CG32711) gene is a vital gene for the development of Drosophila melanogaster. The study of a temperature sensitive lethal mutation, named wisertsl, revealed that the wiser gene is implicated among others in the development of wings. The wisertsl mutation is due to a wild P element (7E P) located 490 bp upstream of the presumed transcription start site of the gene wiser at the region 7Ε. 95 bp downstream of the 7E P element is located a P{lacW} responsible for the lethal mutation PL26 and ~ 12000 bp upstream of the gene wiser and 490 bp upstream of the gene trf2 exists another P{lacW} insertion which is responsible of the lethal mutation PL28. The mutations PL26 and PL28 do not show complementation with the wisertsl mutation as regards the lethal phenotype at 29°C. However, while the transgene UAS-wiser saves the lethal phenotypes of wisertsl and PL26 it does not save the lethal phenotype of the mutation PL28. The present data study revealed that: 1) The wiser gene interacts with the dpp gene. Ectoping expression of the UAS wiserCDS construct under the control of apGAL4 driver, reduced the dpp expression (revealed by dpp-lacZ) in the notum territory of the wing imaginal disc. 2) In the homozygous wisertsl individuals the expression of dpp, dad, salm and omb genes (revealed by the corresponding -lacZ strains) is reduced in the wing imaginal disc. The above genes are implicated in the development of the anterior-posterior (A/P) axis of the wing imaginal disc. 3) The wiser gene interacts with the Notch (N) gene. N wisertsl/wisertsl females have stronger notching phenotype. 4) The induction of mitotic clones revealed that the mutation PL28 either concerns an enhancer of the wiser gene or the gene trf2. At the late case the gene trf2 must affect the development of the wings as well.
4

Άξονας υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια και μεταβολικό σύνδρομο

Καζάκου, Παρασκευή 17 September 2012 (has links)
Το μεταβολικό σύνδρομο, αποτελεί ένα σύνολο διαταραχών, όπως η κοιλιακή παχυσαρκία, η υπεργλυκαιμία, η χαμηλή HDL χοληστερόλη (HDL-C), τα αυξημένα τριγλυκερίδια (ΤRG) και η υπέρταση. Αν και η συχνότητα του παρουσιάζεται συνεχώς αυξανόμενη παγκοσμίως, η παθογένειά του, καθώς και τα διαγνωστικά κριτήρια, παραμένουν όχι σαφώς προσδιορισμένα. Φαίνεται να σχετίζεται με τη δραστηριότητα του άξονα ΥΥΕ, όμως ο υποκείμενος μηχανισμός παραμένει ασαφής. Σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν να διερευνήσουμε τη λειτουργία του άξονα ΥΥΕ σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο και να εξετάσουμε αν η δραστηριότητα του άξονα ΥΥΕ σχετίζεται με τα επί μέρους στοιχεία του μεταβολικού συνδρόμου. Υλικό και Μέθοδος: Μελετήθηκαν 159 συνολικά άτομα, τα οποία χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα (ομάδα ατόμων με μεταβολικό σύνδρομο) περιελάμβανε 86 άτομα με μεταβολικό σύνδρομο, 48 άνδρες και 38 γυναίκες, μέσης ηλικίας 52.2±7.6 έτη, mean±SD, και με δείκτη σωματικής μάζας 30.5±5.35 kg/m², mean±SD. Η δεύτερη ομάδα (ομάδα ελέγχου) περιελάμβανε 73 υγιή άτομα (μάρτυρες), 19 άνδρες και 54 γυναίκες, μέσης ηλικίας 49.9±7.5 έτη, mean±SD, και με δείκτη μάζας σώματος 27.9±4.42 kg/m², mean±SD. Οι δύο ομάδες ήταν συγκρίσιμες ως προς την ηλικία. Όλα τα άτομα υπεβλήθησαν σε δοκιμασία ανοχής 75g γλυκόζης από το στόμα (OGTT) μετά από νηστεία 12 ωρών, και δείγματα αίματος ελήφθησαν για τον προσδιορισμό της ACTH, της κορτιζόλης, της ινσουλίνης, του C-πεπτιδίου και της γλυκόζης. Τα επίπεδα κορτιζόλης ορού μετά από δοκιμασία ολονύκτιας καταστολής με 1mg δεξαμεθαζόνης (DXM) μετρήθηκαν και στις δύο ομάδες. Αποτελέσματα: Οι ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο είχαν στατιστικώς σημαντικά υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης ορού μετά από ολονύκτια δοκιμασία καταστολής με δεξαμεθαζόνη σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες. Καθ’όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας ΟGTT τα επίπεδα της ΑCTH πλάσματος ήταν υψηλότερα στην ομάδα με μεταβολικό σύνδρομο σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, ενώ τα επίπεδα κορτιζόλης ορού ήταν συγκρίσιμα μεταξύ των δύο ομάδων. Σε όλους τους χρόνους της δοκιμασίας OGTT τα επίπεδα της γλυκόζης, της ινσουλίνης και του C-πεπτιδίου ήταν στατιστικώς σημαντικά υψηλότερα στην ομάδα με μεταβολικό σύνδρομο σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Επίσης, η ΑCTH κατά τη δοκιμασία OGTT παρουσίασε στατιστικώς σημαντική θετική συσχέτιση με το μεταβολικό σύνδρομο και τα περισσότερα στοιχεία του, ενώ δεν βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ της κορτιζόλης κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας OGTT και του μεταβολικού συνδρόμου. Συμπεράσματα: Ο άξονας ΥΥΕ φαίνεται να είναι περισσότερο δραστήριος στους ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο, όπως αποδεικνύεται από τα υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης μετά από ολονύκτια δοκιμασία καταστολής με δεξαμεθαζόνη και τα αυξημένα επίπεδα ACTH κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας OGTT. Το εύρημα αυτό ενισχύει την άποψη ότι υφίσταται «λειτουργική» υπερκορτιζολαιμία στην εκδήλωση του μεταβολικού συνδρόμου. / Metabolic syndrome (MetS) is correlated with the activity of Hypothalamic-Pituitary-Adrenal axis (HPA) but the underlying mechanism still remains elusive.The aim of this study was to investigate the HPA axis function in patients with MetS. Materials/Methods: This case-control study included 159 people. They were divided into 2 groups. The first group included 73 healthy volunteers (control group: 19 male, 54 female, mean±SD: 49.9±7.5 years old, with BMI: 27.9±4.42 kg/m2) and the second group included 86 patients with MetS (case group: 48 male, 38 female, mean±SD: 52.2±7.6 years old, with BMI: 30.5±5.35 kg/m2). An oral glucose tolerance test (OGTT) was performed for all subjects after a 12-h overnight fast, and blood samples were obtained for determination of ACTH, cortisol, insulin, C-peptide, and glucose levels. Serum cortisol after an overnight dexamethasone suppression test was determined in both groups. Results: Patients with MetS had serum cortisol levels after an overnight dexamethasone suppression test significantly higher than controls. During OGTT plasma ACTH levels were higher at all time points in patients with MetS compared to controls, whereas serum cortisol levels were comparable between the 2 groups. Plasma ACTH during OGTT was also correlated with most of the components of MetS. Conclusions: The HPA axis in patients with MetS seems to be more active as evidenced by the higher cortisol levels after the overnight dexamethasone suppression test and by the higher ACTH levels during OGTT. This functional hypercortisolism might be involved in the pathogenesis of the metabolic syndrome.
5

Η λειτουργία του άξονα υποθάλαμος–υπόφυση–επινεφρίδια σε νοσηλευόμενους ασθενείς της Παθολογικής Κλινικής με διαφορετικής βαρύτητας νοσήματα

Μαργέλη, Θεοδώρα 03 May 2010 (has links)
Ο άξονας Υποθάλαμος – Υπόφυση – Επινεφρίδια και το συμπαθητικό νευρικό σύστημα είναι τα περιφερικά σκέλη του συστήματος απάντησης στο στρες, με στόχο τη διατήρηση της ομοιόστασης του οργανισμού. Ανεπάρκεια ανταπόκρισης των επινεφριδίων στη σοβαρή νόσο μπορεί να παρουσιαστεί χωρίς προφανή βλάβη στον άξονα ΥΥΕ. Σε πολλούς ασθενείς με σοβαρή νόσο, τα επίπεδα κορτιζόλης παρά το ότι είναι αυξημένα, δεν είναι αρκετά ώστε να εκδηλώσουν επαρκή επινεφριδιακή απάντηση σε σχέση με τη σοβαρότητα της νόσου. Η βέλτιστη απάντηση του άξονα ΥΥΕ σε καταστάσεις νόσου παραμένει υπό αμφισβήτηση. Η διάγνωση της πιθανής σχετικής με τη νόσο παροδικής επινεφριδιακής ανεπάρκειας και η ανάγκη για χορήγηση κορτικοστεροειδών είναι ακόμη υπό συζήτηση. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι η εκτίμηση της επινεφριδιακής απάντησης ανάλογα με τη σοβαρότητα της νόσου στην οξεία φάση της νόσου και η μελέτη του άξονα ΥΥΕ τόσο στην οξεία φάση, όσο και στην ανάρρωση. Για το σκοπό αυτό μελετήθηκαν 56 νοσηλευόμενοι ασθενείς με διαφορετικής βαρύτητας νόσημα (ΑΕΕ, ήπια νόσο, σήψη και σοβαρή σήψη), καθώς και 15 υγιή άτομα – μάρτυρες. Σε όλους τους συμμετέχοντες, κατά την εισαγωγή τους (1η ημέρα), μετρήθηκε η κορτιζόλη και η ACTH. Κατόπιν εφαρμόστηκε η δοκιμασία με χαμηλή δόση (1μg) κορτικοτροπίνης και δύο ώρες αργότερα η δοκιμασία με τη συνήθη δόση (250μg) κορτικοτροπίνης. Τη δεύτερη ημέρα νοσηλείας στους ασθενείς μετρήθηκε η ημερήσια διακύμανση της κορτιζόλης. Κατά την 5η -6η ημέρα νοσηλείας (φάση ανάρρωσης) έγινε επανάληψη των δοκιμασιών σε 15 ασθενείς (7 με σήψη και 8 με σοβαρή σήψη). Από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων, στην ομάδα των ΑΕΕ και της σοβαρής σήψης παρατηρούνται οι υψηλότερες τιμές κορτιζόλης, καθώς επίσης και εξάλειψη της ημερήσιας διακύμανσης της κορτιζόλης. Παράλληλα, σε όλους τους ασθενείς παρατηρείται διαχωρισμός των επιπέδων κορτιζόλης και ACTH. Η αύξηση της κορτιζόλης (Δmax κορτιζόλης) μετά από διέγερση με 1 μg κορτικοτροπίνης δεν διέφερε μεταξύ των ομάδων νόσου, ενώ η Δmax κορτιζόλης μετά από διέγερση με 250μg κορτικοτροπίνης παρουσίασε οριακά σημαντική διαφορά με μια τάση να είναι υψηλότερη στην ομάδα των υγιών μαρτύρων. Η συχνότητα της απάντησης ή μη στη συνήθη δοκιμασία με βάση το κριτήριο Δmax κορτιζόλης <9 δεν διέφερε μεταξύ των υγιών και των ομάδων ασθενών, ενώ όλοι οι ασθενείς επιβίωσαν χωρίς τη χορήγηση κορτικοειδών, ανεξάρτητα από την απάντηση ή μη στις δοκιμασίες με ACTH. Στους ασθενείς με σήψη, η Δmax κορτιζόλης μετά από διέγερση με 250 μg κορτικοτροπίνης ήταν υψηλότερη στη φάση ανάρρωσης σε σχέση με την οξεία φάση, ενώ στους ασθενείς με σοβαρή σήψη η αντίστοιχη διαφορά δεν ανεδείχθη σε σημαντικό βαθμό. Η βασική κορτιζόλη ήταν υψηλότερη στην οξεία φάση σε σχέση με τη φάση ανάρρωσης και στις δύο ομάδες νόσου. Συμπερασματικά, διαπιστώνονται ήπιες αλλαγές στον άξονα ΥΥΕ, ανάλογα με τη σοβαρότητα του νοσήματος. Παρόλα αυτά, δεν επιβεβαιώνεται η ύπαρξη σχετικής επινεφριδιακής ανεπάρκειας σε μη βαριά νοσούντες ασθενείς. / Relative corticosteroid insufficiency maybe is common in critically ill patients, associated with poor outcome; however it is not known the response of the hypothalamic-pituitary-adrenal (HPA) axis in nursed patients. Our aim was to evaluate the response of HPA axis in non-critically ill nursed (NCIN) patients. Fifty -six nursed patients, divided into four groups (stroke, mild disease, sepsis and severe sepsis) as well as a control group (n=15) were studied. At admission (day 1), cortisol and ACTH measured and a low - dose (1mug ) corticotropin test was performed, followed two hours later by a standard-dose (250 mug). Diurnal variation of cortisol was obtained on day 2. A second identical set of low and standard set of corticotropin tests were performed on day 5 or 6 (recovery phase). In patients with stroke and severe sepsis cortisol had the highest values and its diurnal variation was abolished. Dissociation of ACTH and cortisol was found in all patients. The Deltamax of cortisol after the 1 mug corticotropin test did not differ among the groups while after the 250 mug corticotropin test was borderline higher in controls. The ratio of responders (Deltamax of cortisol >/= 9 mug/dL) to non-responders after 1 mug or 250 mug corticotrophin tests did not differ among patients and controls. All patients had a good outcome without glucocorticoid treatment. In conclusion, mild alterations of the HPA axis, depending on the severity of illness occurred. However, relative corticosteroid insufficiency in non-critically ill nursed patients did not confirm.
6

Ενδοαγγειακή απεικόνιση των αγγείων κάτωθεν του βουβωνικού συνδέσμου με Οπτική Συνεκτική Τομογραφία (Optical Coherence Tomography)

Παρασκευόπουλος, Ιωάννης 18 June 2014 (has links)
Η οπτική συνεκτική τομογραφία με τη χρήση συχνοτήτων ( FD-OCT) είναι μια ενδαγγειακή απεικονιστική μέθοδος που χρησιμοποιεί εγγύς στο υπέρυθρο φως, για να παράγει υψηλής ανάλυσης εικόνες του τοιχώματος του αυλού του αγγείου. Όπως και στην τεχνολογία υπερήχων, εκπέμπεται φωτεινή ενέργεια η οποία ανακλάται και εξασθενεί, σύμφωνα με την υφή του προσπιπτομένου ιστού. Το OCT μπορεί να απεικονίσει, με ανάλυση από 10 έως 20 μm, μικροδομές του αγγειακού τοιχώματος με εξαίσια λεπτομέρεια. Μέχρι σήμερα, η δυνατότητα εφαρμογής της μεθόδου είχε περιοριστεί σε μικρές αρτηρίες διαμέτρου έως 4mm και δεν είχε εφαρμοστεί in vivo στα αγγεία των κάτω άκρων, κάτωθεν του επιπέδου των βουβώνων. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να αναφερθεί για παγκοσμίως πρώτη φορά η ασφάλεια και η σκοπιμότητα της απεικόνισης με Οπτική Συνεκτική Τομογραφία του αρτηριακού άξονα των κάτω άκρων , κάτωθεν του επιπέδου της βουβώνας ( μηροϊγνυακός άξονας και κνημιαία αγγεία), καθώς και οι σχετιζόμενες με το FD-OCT επιπλοκές. Επιπρόσθετα, να διερευνηθούν για πρώτη φορά, με τη χρήση FD-OCT, τα χαρακτηριστικά του αγγειακού τοιχώματος του ανωτέρω άξονα (τόσο πριν όσο και μετά από αγγειοπλαστική ή/και τοποθέτηση stent), η μορφολογία της αθηρωματικής πλάκας, η μορφολογία και η ποσοτικοποίηση της υπερπλασίας του νέου εσωτερικού χιτώνα (neointima) εντός του stent, η επαναστένωση εντός του stent (ISR) και η κακή εναπόθεση (malapposition) των stent struts σε μια σειρά από ασθενείς που πάσχουν από περιφερική αρτηριοπάθεια (PAD). Μελετήθηκαν, με ποσοτική ανάλυση του αυλού τους (Quantitative vascular analysis), αρτηρίες με διάμετρο έως 7 χιλιοστά. Μικτά χαρακτηριστικά από περιοχές πλούσιες σε λιπίδια, εναποθέσεις ασβεστίου και ασβεστοποιημένες πλάκες, νεκρωτικές περιοχές και ίνωση εντοπίστηκαν σε όλες τις απεικονιζόμενες αθηροσκληρωτικές βλάβες. Ωστόσο, με βάση το επικρατέστερο από τα παραπάνω απεικονιστικά χαρακτηριστικά, οι βλάβες στο πλαίσιο της έρευνας ταξινομήθηκαν ως αμιγώς ινωτικές, ως ινοασβεστοποιημένες, ως πλούσιες σε λιπίδια και τέλος ως νεκρωτικές/ασβεστοποιημένες. Συσσώρευση των μακροφάγων εντός της αθηρωματικής πλάκας σημειώθηκε σε μικρό ποσοστό των de novo αθηρωματικών αλλοιώσεων. Ποικίλοι βαθμοί υπερπλασίας του νέου έσω χιτώνα απεικονίσθηκαν σε όλες τις περιπτώσεις ISR αλλοιώσεων, με καθαρά ινωτικά χαρακτηριστικά και σημαντική νεοαγγείωση σε κάποιες από αυτές. Η νεοαγγείωση συνέπεσε με το επίπεδο της μέγιστης στένωσης του αγγειακού αυλού. Σημαντικού βαθμού διαχωρισμός με μεγάλο περιορισμό του αγγειακού αυλού, τέτοιος ώστε να απαιτηθεί να τοποθετηθεί ενδοαυλικό stent, ανιχνεύθηκε σε αρκετές περιπτώσεις της de novo αθηρωμάτωσης. Η ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία παρέλειψε να προσδιορίσει μεγάλο ποσοστό των σοβαρών διαχωρισμών μετά από αγγειοπλαστική. Η νεοαθηροσκλήρυνση εντός του νέου έσω χιτώνα των κνημιαίων φαρμακευτικών stents (DES), είναι ένα συχνό εύρημα τόσο στους συμπτωματικούς όσο και στους ασυμπτωματικούς ασθενείς. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, κατά αναλογία με τα εμφυτευμένα DES στα στεφανιαία αγγεία, η ελαττωματική ενδοθηλιοποίηση που προκαλείται από την εκλυόμενη φαρμακευτική ουσία, μαζί με την νεοαγγείωση που αναπτύσσεται μεταξύ των stent struts, μπορούν να υποδαυλίσουν την νεοαθηροσκλήρυνση εντός του νέου έσω χιτώνα των κνημιαίων DES, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε επαναστένωση εντός του stent (ISR) και απώλεια του εμβαδού του αυλού των περιφερικών αρτηριών. Οι παρατηρήσεις της μελέτης αυτής θέτουν σε αμφισβήτηση το παραδοσιακό τρόπο κατανόησης της περιφερειακής επαναστένωσης εντός του stent ως μιας απλής υπερπολλαπλασιαστικής απάντησης στο βαρότραυμα. Η απεικόνιση με FD-OCT είναι ένα βέλτιστο πειραματικό εργαλείο για την αξιολόγηση της εξέλιξης της αθηροσκληρωματικής νόσου και την επαναστένωση του αγγείου. Μπορεί να παρέχει υψηλής ευκρίνειας ενδοαγγειακή απεικόνιση κατά τη διάρκεια αγγειοπλαστικών επεμβάσεων στα κάτω άκρα και θα μπορούσε να αποδειχθεί κλινικά χρήσιμο για τον προσδιορισμό της εντός του stent πρόπτωσης ιστού και του strut malapposition. Παρ 'όλα αυτά, δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για τη συνήθη κλινική πρακτική μέχρι να προκύψουν στοιχεία από περαιτέρω κλινικές δοκιμές για τον καθορισμό των ειδικών ενδείξεων της απεικόνισης με FD-OCT στις περιφερικές αρτηρίες. / Optical coherence tomography (OCT) is a catheter-based imaging method that employs near-infrared light to produce high-resolution intravascular images. OCT can readily visualize vessel microstructure at a 10- to 20-μm resolution with exquisite detail. To date, however, applicability of the method has been limited to small diameter arteries (≤4 mm). To the best of the author’s knowledge, this study is the first worldwide that demonstrates the safety and clinical feasibility of frequency domain Optical Coherence Tomography (FD-OCT) imaging of infrainguinal vessels in vivo during infrainguinal angioplasty procedures. It is also the first study that reports the use of intravascular FD-OCT to detect and characterize in-stent neointimal tissue following infrapopliteal drug eluting stent (DES) placement in patients suffering from critical limb ischemia. Quantitative lumen analysis of arteries with diameter up to 7 mm was performed. High-resolution OCT images provided exquisite two-dimensional axial and longitudinal views of the infrainguinal arteries and allowed thorough investigation of a variety of angioplasty sequela, including and not limited to intimal tears and dissection flaps, white and red thrombus, stent mesh malapposition, and intrastent plaque prolapse. Of interest, OCT identified cases of suboptimal postangioplasty outcome that single-plane subtraction angiography did not recognize and accounted. Mixed features of lipid pool areas, calcium deposits and calcified plaques, necrotic areas, and fibrosis were identified in all of the imaged atherosclerotic lesions. However, based on the predominant baseline imaging findings, lesions under investigation were classified as purely fibrotic, fibrocalcific, mostly lipid-laden and necrotic/calcified. Intraplaque accumulation of macrophages was noted in some of de novo atheromatic lesions. Varying degrees of neointimal hyperplasia were demonstrated in all cases of in stent restenosis (ISR) lesions with purely fibrotic features and considerable neovascularization in some of them. The latter finding coincided with the level of maximum vessel stenosis in all cases. Neoatherosclerosis following infrapopliteal DES placement is a frequent finding in both symptomatic and asymptomatic patients. Our preliminary observations allow us to speculate that analogous to coronary implanted DES, defective endothelialization induced by the eluted drug, along with neovascularization developing between the stent struts, may incite neointimal neoatherosclerosis, which may result in ISR and lumen loss of the peripheral arteries. It also seems that infrapopliteal neoatherosclerosis may be a significant contributing factor for ISR rather than a minor and sporadic process, highlighting the clinical significance of the phenomenon. Our observations put in dispute the traditional way of understanding peripheral in-stent restenosis as a simple hyperproliferative response to barotraumas and may explain the paramount importance of aggressive risk factor modification strategies. Neointimal neoatherosclerosis as identified by FD-OCT may have a role in the development of below-the-knee restenosis and thus warrants further investigation by larger controlled studies. Moreover, it may prove clinically useful for the determination of intrastent tissue prolapse and strut malapposition. FD-OCT should not be utilized as a tool for routine clinical practice until evidence from further clinical trials emerge to determine the specific indications for OCT imaging of the peripheral arteries.

Page generated in 0.0447 seconds